Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Η Θεολογική Θεώρηση της Εξωσωματικής ΓονιμοποίησΗ

Η Θεολογική Θεώρηση της Εξωσωματικής ΓονιμοποίησΗ

texniti_gonimop
Ερμηνεία του όρου-Εξωσωματική γονιμοποίηση.
Χρησιμοποιώντας τον όρο εξωσωματική γονιμοποίηση, στην ουσία αναφερόμαστε σε μια μόνο από τις μεθόδους που μπορούν να βοηθήσουν ένα ζευγάρι με προβλήματα υπογονιμότητας.
Ο σωστός όρος είναι Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, και καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα “θεραπειών”, όπως η σπερματέγχυση, η πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας και ασφαλώς η εξωσωματική γονιμοποίηση. Έτσι, ως εξωσωματική γονιμοποίηση εννοείται η τεχνική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όπου το γενετικό υλικό των δύο συζύγων, το σπέρμα του άνδρα και τα ωάρια της γυναίκας , έρχεται σε επαφή και γίνεται η γονιμοποίηση εκτός του σώματος, σε εργαστηριακές συνθήκες (ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση) (Τεστάρ 1987).
Η εξωσωματική γονιμοποίηση έχει ως σκοπό να αυξήσει τις πιθανότητες σύλληψης ενός υπογόνιμου ζευγαριού. Υπογόνιμο χαρακτηρίζεται το ζευγάρι που το διακρίνει αδυναμία αναπαραγωγής μετά την πάροδο ενός έτους φυσιολογικής σεξουαλικής δραστηριότητας (Φανάρα Β, 2000). Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο Πρόεδρος της Ανδρολογικής Εταιρίας Καθηγητής κ. Παπαδήμας, το 17% περίπου των ζευγαριών (200.000 περίπου ζευγάρια) στην Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας (6ο Πανελλήνιο Ανδρολογικό Συνέδριο, 2004) και (Νικολαρόπουλος 2002).
Η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Πολλά χρόνια προσπάθειας ανταμείφθηκαν με την αναγγελία το 1978 της γέννησης της Louise Brown, του πρώτου παιδιού που γεννήθηκε έπειτα από θεραπεία γονιμοποίησης in vitro (IVF) (Steptoe and Edwards 1978)
Ορθόδοξη θεολογική θεώρηση της Εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Κατά την Ορθόδοξη παράδοση και ζωή, η απόκτηση τέκνων αποτελεί φυσική συνέπεια του γάμου. Η τεκνογονία αποτελεί καρπό της ένωσης του άνδρα και της γυναίκας και έκφραση της συμμετοχής τους στο δημιουργικό έργο του Θεού. Είναι ο καρπός της ψυχο-σωματικής συνάφειας των συζύγων μέσα στο γάμο. Η ιερότητα της συζυγικής σχέσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναπαραγωγική λειτουργία. Η εξωσωματική γονιμοποίηση όμως οδηγεί από τη φύση της σε διαχωρισμό της σεξουαλικής σχέσης από την αναπαραγωγική διαδικασία και την υποκατάσταση αυτής στο ψυχρό εργαστήριο, με άμεσο αποτέλεσμα την αποϊεροποίηση της συζυγικής συνεύρεσης. Η επιθυμία απόκτησης τέκνων από το ανδρόγυνο που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει δεν είναι αθέμιτη από χριστιανικής πλευράς. Για το λόγο αυτό, η προσπάθεια της ιατρικής επιστήμης για άρση των εμποδίων προς τεκνοποιία επικροτείται από την πλευρά της χριστιανικής ηθικής. Η αδυναμία απόκτησης τέκνων έχει ως αποτέλεσμα τη βίωση δυσάρεστων και επίπονων καταστάσεων από τα άτεκνα ζευγάρια. Ψυχολογικά ευάλωτα είναι επίσης και τα ζευγάρια, που παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες για απόκτηση τέκνων μέσω των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, παραμένουν άτεκνα.
Ο ιερός Ιωάννης Χρυσόστομος συμπληρώνοντας τη φράση του Αποστόλου Παύλου «…και έσονται οι δύο εις σάρκα μία…» αναφέρει ότι «…και άνευ της τεκνογονίας γίνονται οι δύο σαρξ μία…». 
Έτσι, η μη απόκτηση τέκνων ίσως να αποτελεί μια ιδιαίτερη κλίση του Θεού, που προορίζει το άτεκνο ζευγάρι σε άλλου είδους διακονία στην κοινωνία και την Εκκλησία. Στο γεγονός αυτό εδράζεται και η άποψη της Εκκλησίας, η οποία δε θεωρεί την υπογονιμότητα ασθένεια ή αναπηρία, αλλά προβάλλει τον πνευματικό προσανατολισμό στο γάμο. 
Άλλη μια θέση της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας είναι ότι εκτιμά τον κάθε άνθρωπο από τη στιγμή της γονιμοποίησής του ως αξία και εικόνα Θεού που κινείται δυναμικά προς το καθ’ ομοίωση. Έτσι, σε κάθε στάδιο της ζωής του εμβρύου βρίσκεται κρυμμένη η εικόνα του Θεού και η εν δυνάμει ομοίωσή του.
Η αξία του εμβρύου δε βρίσκεται τόσο σε αυτό που είναι εκείνη τη στιγμή, αλλά στην προ-οπτική που έχει να γίνει κατά χάριν Θεός. Η άποψη αυτή οδήγησε την Ορθόδοξη Θεολογία να μην εισέλθει σε σχολαστικές απόψεις σχετικά με το πότε αναγνωρίζεται το έμβρυο ως πρόσωπο. Για την Εκκλησία όμως χορηγός της ζωής είναι η πηγή της ζωής, ο Θεός, και για το λόγο αυτό ο σεβασμός της ζωής από την ώρα της γονιμοποίησης μέχρι την παράδοση της ψυχής αποτελεί βασική αρχή της Ορθόδοξης χριστιανικής ηθικής. Στα θεόπνευστα αγιογραφικά κείμενα γίνεται λόγος για αδιαίρετη ψυχοσωματική οντότητα από τη στιγμή της γονιμοποίησης. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη, ο ποιητής του ψαλμού απευθυνόμενος στο Θεό λέγει «Επί σε επερρίφθην εκ μήτρας, από γαστρός μητρός μου θεός μου ει συ» (Ψαλμός κά 11), ενώ σε άλλο ψαλμό ο ψαλμωδός αναφέρει «Επί σε επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου συ μου ει σκεπαστής». Αλλά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχει σαφής αναφορά για την εμψύχωση του εμβρύου. Το έμβρυο Ιωάννης Πρόδρομος, αναγνωρίζοντας το έμβρυο Ιησού,«εσκίρτησε» στην κοιλιά της μητέρας του φωτιζόμενο από το Άγιο Πνεύμα. Στην Πατερική Θεολογία, επίσης, υποστηρίζεται η ενότητα του εμβρύου από τη στιγμή της σύλληψης. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, συγκεκριμένα αναφέρει για την ενιαία ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου από τη στιγμή της σύλληψης «…μιαν και κοινή της συστάσεως η αρχή…».
Ο ίδιος λόγος οδηγεί και το Μ. Βασίλειο να τοποθετείται απαγορευτικά για την έκτρωση του εμβρύου, την οποία θεωρεί φόνο σε οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξης και αν βρίσκεται αυτό.
Η Εκκλησία, εξάλλου, μέσα από την εορτολογική της παράδοση επιβεβαιώνει την ανθρωπολογική αυτή διάσταση της Ορθόδοξης Θεολογίας για την ενιαία μυστηριακή σύσταση ψυχής και σώματος κατά τη σύλληψη. Αυτό, άλλωστε, μαρτυρεί ο εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η σύλληψη της Παναγίας από την Αγία Άννα και η σύλληψη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου από την Ελισάβετ. Βάσει των παραπάνω αρχών σχετικά με το γάμο, τη στειρότητα, την τεκνογονία, τη θέση και την αξία του εμβρύου, οι οποίες υιοθετούνται από την Ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά και των γενικών ποιμαντικών αρχών σε επίπεδο κοινωνίας και προσώπου που παρατέθηκαν, η Εκκλησία δεν μπορεί να συστήσει τη χρήση των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής από τα άτεκνα ζευγάρια.
Στις περιπτώσεις όμως, όπου η μη αποδοχή του θείου θελήματος της ατεκνίας θέτει σε κίνδυνο την ενότητα του ζεύγους, προτείνεται η λύση της υιοθεσίας. Η υιοθεσία ορφανών, απόρων και εγκαταλελειμμένων παιδιών είναι μια λύση που προβάλλεται, για να ικανοποιηθεί η φυσική επιθυμία απόκτησης τέκνων από τα στείρα ζευγάρια.
Εάν η λύση της υιοθεσίας για ποικίλους και ειδικούς λόγους δεν είναι εφικτή, στο πλαίσιο της ποιμαντικής αντιμετώπισης της στειρότητας, θα μπορούσε να υιοθετηθεί από την Εκκλησία η ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση, με βασική προϋπόθεση τον οφειλόμενο σεβασμό στο κάθε έμβρυο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι άλλοι ορθόδοξοι μελετητές και πνευματικοί, στο πλαίσιο της χριστιανικής ηθικής, δεν κάνουν δεκτή την ομόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση, παρά μόνο αναγνωρίζουν τα υγιή κίνητρα αυτής. Ομόφωνη, ωστόσο, είναι η στάση των ορθόδοξων συγγραφέων και πνευματικών όσον αφορά στην ετερόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση, την οποία θεωρούν μη αποδεκτή μέθοδο, επειδή με την παρεμβολή ξένου βιολογικού παράγοντα διασπάται η συζυγική ενότητα του ζεύγους και κατακερματίζεται η έννοια της μητρότητας και της πατρότητας. Σύμφωνα δε με άλλους ορθόδοξους μελετητές, η διείσδυση ξένου προσώπου κατά την ετερόλογη εξωσωματική γονιμοποίηση ταυτίζεται με τη μοιχεία. Όσον αφορά στη δυνατότητα κύησης από φέρουσα ή υποκατάστατη μητέρα, θεωρείται από τη φύση της προβληματική, αφού μπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο διάσπασης του θεσμού του γάμου.
Μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης όμως προσφέρεται και η δυνατότητα απόκτησης τέκνων από άγαμες γυναίκες, ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ακόμη και από υπερήλικες μητέρες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η Εκκλησία διακρίνει την προβολή του εγωισμού και του ωφελιμισμού των γονέων, ενώ συγχρόνως παραγνωρίζονται οι ανάγκες των παιδιών και η ψυχική τους ισορροπία. Τα παιδιά αυτά, κατά την Ορθόδοξη άποψη, γίνονται ακούσια θύματα του ατομισμού των ίδιων των γονέων τους, ενώ τα ίδια δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν στις επιθυμίες των μεγάλων. Για τους λόγους αυτούς, η Εκκλησία θεωρεί ως ηθικά ανεπιθύμητες τις συγκεκριμένες εφαρμογές, καθώς αντιτίθενται στις αρχές της Ορθόδοξης χριστιανικής ηθικής.
Οι ίδιοι λόγοι οδηγούν την Εκκλησία να δυσκολεύεται να δώσει τη συγκατάθεσή της, σε περιπτώσεις εξωσωματικής γονιμοποίησης με σπέρμα αποθανόντος συζύγου ή κυοφορίας κατεψυγμένου εμβρύου μετά από το θάνατό του. Ηθικά μη αποδεκτή, επίσης, θεωρείται από τη χριστιανική ηθική και η επιλεκτική μείωση του αριθμού των εμβρύων προκειμένου να επιτευχθεί κυοφορία, στις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει πολύδημη κύηση.
Μια πρόταση που εκφράζεται στο πλαίσιο της ποιμαντικής φροντίδας είναι η υιοθεσία τους και η κυοφορία από άτεκνα ζευγάρια. Έπειτα από τη συνοπτική έκθεση των απόψεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με την εξωσωματική γονιμοποίηση και τις επιμέρους εφαρμογές της, αξίζει επιγραμματικά να γίνει αναφορά και στις απόψεις της δυτικής χριστιανοσύνης. Έτσι, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διάκειται αρνητικά στη χρήση των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ενώ στα διάφορα προτεσταντικά δόγματα κυριαρχούν διάφορες απόψεις. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια ενιαία θέση για τα θέματα που σχετίζονται με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Ολοκληρώνοντας τη θεολογική προσέγγιση της IVF, συνοπτικά αναφέρεται ότι η ενδεδειγμένη Ορθόδοξη θεολογική άποψη είναι: Η αποδοχή της ατεκνίας ως θείου θελήματος και η υιοθεσία άπορων τέκνων. Στο πλαίσιο της ποιμαντικής αντιμετώπισης του όλου θέματος η άποψη που θα μπορούσε να προβληθεί είναι: H αποδοχή της ομόλογης εξωσωματικής γονιμοποίησης, με βασική προϋπόθεση τον οφειλόμενο σεβασμό στα έμβρυα.
Πηγή: http://www.hjn.gr/actions/get_pdf.php?id=227-www.ecclesia.gr
Επιμέλεια κειμένου:πρωτ.Δημ.Αθανασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου