Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Εκκλησία και Ένοπλες Δυνάμεις. Οι δύο πυλώνες του Έθνους

Εκκλησία και Ένοπλες Δυνάμεις. Οι δύο πυλώνες του Έθνους

tromaktiko3381

Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ κατὰ ξηράν, θάλασσαν καὶ ἀέρα φιλοχρίστου ἡμῶν Στρατοῦ.
Από την πρώτη ημέρα παρουσίας του πρώτου μεταβυζαντινού Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, σε αυτό τον πολύπαθο και ταλαιπωρημένο τόπο, φάνηκε η ανάγκη στο να στηριχθεί όλη η προσπάθειά του για την ανοικοδόμηση του Έθνους πάνω σε στέρεες βάσεις, θεμέλια γερά. Δεν υπήρχαν ούτε τα υποτυπώδη τα οποία είναι απαραίτητα για τη σύσταση ενός νέου κράτους όπως εθνική οικονομία, στρατός, παιδεία, δημόσια διοίκηση. Ο Κυβερνήτης γνώριζε από την εμπειρία του ότι χωρίς να υπάρχει εγγύηση από κάποιους βασικούς πυλώνες, δεν θα μπορούσε να χτιστεί κράτος από την αρχή.

Οι εγγυήτριες δυνάμεις του Έθνους που οι σύγχρονοι πολιτικοί αναζητούν εκτός των συνόρων, για τον Ιωάννη Καποδίστρια υπήρχαν εντός της πατρίδος.

Εκκλησία και Ένοπλες Δυνάμεις. Για τη μεν πρώτη ο Κυβερνήτης θεωρούσε ότι έπρεπε να ενισχυθεί το κύρος της, για το δε Στρατό έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή γιατί το μόνο που διέθετε τότε το υποτυπώδες ελληνικό κράτος ήταν άτακτα σώματα χωρίς ενιαία διοίκηση. Συγκοινωνούντα δοχεία και τα δύο για τον Ιωάννη Καποδίστρια. 

Άλλωστε η μαρτυρική του διαδρομή και ακόμη μέσα από τις επιστολές του διαφαίνεται ότι ο ίδιος έχει βαθιά πίστη στο Θεό και αγάπη προς την πατρίδα, γι αυτό και θεωρεί την εκκλησία ως εγγύηση εκείνου του έθνους του οποίου κλήθηκε να υπηρετήσει. Και αν η εκκλησία είναι η πνευματική εγγύηση για την επιβίωση του Έθνους, οι ένοπλες δυνάμεις για τον Καποδίστρια είναι οι εγγυητές της Εθνικής κυριαρχίας. Δύο πυλώνες που πλήττονται καίρια στις ημέρες μας αλλά στέκονται όρθιοι από το φιλότιμο των Ελλήνων.

Παρακάτω τρία ενδιαφέροντα άρθρα (α,β,γ)για τη σχέση του Καποδίστρια με την εκκλησία και το στρατό.


 kryfo skoleio1


Α. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ιωάννης Καποδίστριας: «Η εκκλησία είναι η εγγύηση του έθνους»

Η ενίσχυση του κύρους της εκκλησίας είναι η βάση για την αναγέννηση του Έθνους. Αυτό τονίζει σε βαρυσήμαντη εγκύκλιο επιστολή που απέστειλε προς τους Έλληνες στις 18 Απριλίου 1819 ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Προφητικός ο λόγος του κυβερνήτη της Ελλάδας που γράφεται δύο χρόνια, πριν ξεσπάσει η Επανάσταση της Παλιγγενεσίας και εννιά χρόνια προτού κληθεί να κυβερνήσει το μικρό αλλά ελεύθερο Ελληνικό κράτος.

Ο Καποδίστριας απευθύνεται στους «αδελφούς του» Έλληνες, ως σε παιδιά της «Αγίας μας Μητέρας Εκκλησίας». Τους συνιστά να αγαπούν μόνο το καλό και να μην κοιτάζουν μόνο το προσωπικό συμφέρον. Τους λέει να βελτιώσουν τη ζωή τους και να ετοιμασθούν για τα μεγάλα πλεονεκτήματα που προσφέρει ένας ηθικός και χριστιανικός πολιτισμός.

Τους συνιστά ακόμη να καλλιεργήσουν τα γράμματα διότι έτσι θα γίνουν οι πολίτες άξιοι του σεβασμού και της εμπιστοσύνης της Πολιτείας και βαθμιαίως η Πολιτεία θα μάθει να σέβεται και να ακούει και να εμπιστεύεται τους πολίτες της. Οι Έλληνες πρέπει να ασχοληθούν αποκλειστικά με την ηθική και ανθρωπιστική εκπαίδευση γιατί χωρίς αυτήν κάθε άλλο αντικείμενο μόρφωσης είναι μάταιο και κάθε εργασία επικίνδυνη. Και η ηθική εκπαίδευση θα πρέπει να ξεκινήσει, κατά τον Καποδίστρια, από την κατάρτιση του κλήρου.

Κατά την άποψή του, το τεράστιο κύρος της Εκκλησίας ενισχυμένο με την κατάρτιση και το ήθος των κληρικών της θα αποτελεί την εγγύηση της συνέχειας του Έθνους. Έτσι έβλεπε ο κυβερνήτης την Ελλάδα μέσα από την παράδοση και την κληρονομιά της. Και παρακάτω γράφει πως το Έθνος οφείλει ολοκληρωτική αφοσίωση στην Εκκλησία γιατί έτσι θα προοδεύσει.

Το δεύτερο που ο Καποδίστριας συνιστά είναι η κατάρτιση των νέων σε θέματα επιχειρήσεων και στο ελεύθερο επάγγελμα και εμπόριο. Και συνιστά οι νέοι για την ηθική ζωή να μεταβαίνουν στη Ρωσία όπου η Εκκλησία συμβάλλει αποφασιστικά στην ευημερία της χώρας και στην πρόοδο του πολιτισμού της. Αλλά όσον αφορά τις επιστήμες, τις τέχνες και την ελευθερία στο επιχειρείν και την ανάπτυξη των ικανοτήτων στο εμπόριο και την παραγωγή, συνιστά οι νέοι να πάνε σε χώρες που διακρίνονταν για τις επιδόσεις τους στους τομείς αυτούς όπως ήταν και είναι οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Ελβετία.

Ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι οι Έλληνες έχουν μεγάλες ικανότητες στο εμπόριο και τους συμβούλευσε να αναπτυχθεί σε κάθε μικρή κοινότητα μια μαγιά από χρήματα και να επιλεγούν άνθρωποι με ευαισθησίες, με ήθος κι ικανότητες για να διαχειριστούν την περιουσία αυτή και να την αυξήσουν. Την ελευθερία λοιπόν στις επιχειρήσεις ο Καποδίστριας την έβλεπε ως παράλληλη με την αφοσίωση στη Εκκλησία και με την απόκτηση δι' αυτής εντίμου και υγιούς φρονήματος.

Τέλος, ο Ιωάννης Καποδίστριας προειδοποιεί ότι αν οι Έλληνες δεν ακολουθήσουν αυτή τη γραμμή, της αφοσίωσης στην Εκκλησία και της επίδοσης στην εκπαίδευση, στις επιστήμες, τις τέχνες και το εμπόριο, τότε οι θυσίες τους θα πάνε χαμένες και δυστυχία θα προστεθεί στην Ελλάδα. Γιατί η ανάπτυξη και η ευημερία, κατά τη γνώμη του, έρχεται με το να απαλλαγεί ο Έλληνας από μάταιες φιλοδοξίες και από ιδιοτελή συμφέροντα και να αφιερωθεί στα συμφέροντα μόνο της γενέθλιας γης του. Και ολοκληρώνει την εγκύκλιο επιστολή του τονίζοντας ότι ελπίζει πως δεν θα υπάρξει ο κίνδυνος να έχει και άλλα δεινά η πατρίδα, διότι «οι συνέπειες των λαθών των προηγουμένων γενεών μετρούν ακόμη στις κεφαλές του Ελληνικού Έθνους». Την απαραίτητη συμβολή της Εκκλησίας στην ανάπτυξη και ευημερία της Ελλάδος την παραδέχονται και Τούρκοι ειδικοί επιστήμονες, αλλά την αρνούνται οι δικοί μας «διανοούμενοι»... Αναφέρει ο καθηγητής Αντνάν Εκσιγκίλ[2]* ότι σε αντίθεση με το Ισλάμ, του οποίου ο ρόλος ήταν αρνητικός στην ανάπτυξη του τουρκικού έθνους-κράτους, στην Ελλάδα «η θρησκεία έπαιξε ένα ρόλο μάλλον θετικό και καθοριστικό στην ανάπτυξή της». Και συμπληρώνει : «Αναλογισθείτε τους πολυάριθμους Έλληνες ήρωες που ήταν ιερείς και άνθρωποι της θρησκείας. Οι Τούρκοι δεν έχουν καμία ανάλογη θρησκευτική μορφή στην ιστορία τους.»

1821 ιοα


Β. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΊΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ (α)

Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου 1828, ως πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, άνοιξε μια νέα περίοδο και στην οργάνωση του Τακτικού Στρατού. Κατανόησε ότι για την επιτυχία του ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός συμβουλευτικού οργάνου, και συγκρότησε στις 23 Ιανουαρίου 1828 «Πολεμικό Συμβούλιο», και ένα χρόνο μετά, το 1829, συγκροτήθηκε «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων». Αμέσως μετά, ο Καποδίστριας επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των άτακτων στρατευμάτων. Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια οργανώσεως των άτακτων σωμάτων από την έναρξη του Αγώνα. Η πρώτη είχε γίνει από την Α' Εθνική Συνέλευση, στις 9 Ιανουαρίου 1822. Οι νέοι σχηματισμοί συγκεντρώθηκαν στα Μέγαρα και την Ελευσίνα, όπου στις 16 και 26 Απριλίου αντίστοιχα, έδωσαν τον καθιερωμένο όρκο και παραδόθηκαν οι σημαίες από τον Κυβερνήτη. Οι δυνάμεις αυτές, με τη νέα οργάνωση και σύνθεση συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας και η προσφορά τους ήταν σημαντική.

Μετά τη μάχη στην Πέτρα Βοιωτίας, ο Καποδίστριας, δημιούργησε σταδιακά δεκατρία ελαφρά τάγματα Πεζικού, ενώ στις 17 Αυγούστου 1828 συγκροτήθηκε το πρώτο εθελοντικό τάγμα Πυροβολικού και λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1829, συστήθηκε για πρώτη φορά, τμήμα Μηχανικού με την ονομασία «Σώμα Αξιωματικών Οχυρωματοποιίας και Αρχιτεκτονικής».

Στην εποχή του Καποδίστρια εξάλλου, τέθηκαν και οι πρώτες βάσεις κοινωνικής μέριμνας για το στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειες του. Ειδικότερα, το Φεβρουάριο του 1828, καθορίστηκαν οι συντάξεις όσων αποχωρούσαν λόγω τραυμάτων, αρρώστιας ή γήρατος, καθώς και η απονομή συντάξεων στις οικογένειες όσων σκοτώνονταν ή πέθαιναν «εν υπηρεσία».

Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε η χορήγηση μηνιαίου σιτηρέσιου ή ένταξη στο «Σώμα Απομάχων» αυτών που είχαν καταστεί ανίκανοι κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Οι απόμαχοι, που αποχωρούσαν από τις τάξεις του στρατεύματος, έπαιρναν σύνταξη ίση με το μισό των αποδοχών τους. Ολόκληρο το μισθό τους έπαιρναν, ως σύνταξη, μόνο αυτοί που συμπλήρωναν τεσσαρακονταετία. Επίσης, συστήθηκε ειδικά για την περίθαλψη τους το «Ίδρυμα Απομάχων».

350px-Tsokos-dolofonia-Kapodistria

Δολοφονία του Καποδίστρια και αποσύνθεση του Τακτικού Στρατού

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, από πολιτικούς του αντιπάλους, με συνέπεια να επικρατήσει πλήρης πολιτική και κοινωνική αναρχία στο εσωτερικό της χώρας, με άμεση επίδραση και στο στρατό. Τα ελαφρά τάγματα γρήγορα διαλύθηκαν, σχηματίζοντας και πάλι ένοπλες ομάδες με αρχηγούς τους παλιούς οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων. Ο Τακτικός Στρατός, που σε όλο σχεδόν το διάστημα μέχρι το θάνατο του Κυβερνήτη είχε μείνει αμέτοχος σε κάθε πολιτική διαμάχη, υπέστη και αυτός τις αρνητικές συνέπειες των τελευταίων θλιβερών γεγονότων. Ο Στρατηγός Ζεράρ, μαζί με τους περισσότερους Γάλλους αξιωματικούς, αποχώρησαν από το στράτευμα. Επιπλέον, λόγω ελλείψεως των αναγκαίων οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του Τακτικού Στρατού, σημειώθηκε μεγάλη διαρροή των ανδρών του προς τους άτακτους.

Η Κυβερνητική Επιτροπή που διαδέχθηκε τον Καποδίστρια, διόρισε Διοικητή του Στρατού τον παλιό φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Graillard (Γκρεγιάρ), με βοηθό τον Υπολοχαγό Πυροβολικού Σκαρλάτο Σούτσο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της νέας διοικήσεως, η δύναμη του Τακτικού Στρατού μειώθηκε στο ελάχιστο και η όλη οργανωτική προσπάθεια των τελευταίων ετών κινδύνευε να καταστραφεί. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα της εκπαιδεύσεως. Ο Πωζιέ παραιτήθηκε από τη διοίκηση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Βαυαρός Συνταγματάρχης Reineck (Ράινεκ), ο οποίος με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να το διατηρήσει σε λειτουργία. Η αποχώρηση εξάλλου των Γάλλων προγυμναοτών και η μη αναπλήρωση τους από άλλο προσωπικό είχε ως συνέπεια τη διακοπή της εκπαιδεύσεως και τη χαλάρωση της πειθαρχίας.

Ωστόσο, τα θεμέλια που με τόσο μόχθο είχαν τεθεί επί Καποδίστρια στη στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση, έμειναν ακλόνητα και αποτέλεσαν τη βάση των παραπέρα προσπαθειών για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας.

Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΊΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ (β)

Η συμβολή του Καποδίστρια στην επιτυχή έκβαση του ένοπλου αγώνα κατόπιν των αλλεπάλληλων λαθών των, υποτίθεται, ειδικών «στρατιωτικών» ήταν ανεκτίμητη.

Η στρατηγική του Καποδίστρια σε θέματα πολέμου δεν ήταν η κατά μέτωπον επίθεση του στρατού κατά των ισχυρών δυνάμεων του εχθρού και των οχυρών του θέσεων, αλλά προτιμούσε με τις κατάλληλες κινήσεις να επιτυγχάνεται η προσβολή των μετόπισθεν του εχθρού, η κατάληψη ασφαλών θέσεων, η επίθεση κατά μεμονωμένων τμημάτων του εχθρού και τέλος η αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού.




Ο Καποδίστριας φρόντισε να εξασφαλίσει τη γενική διεύθυνση του πολέμου μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας η οποία καθόρισε τους αντικειμενικούς σκοπούς του πολέμου, τις απαραίτητες στρατιωτικές επιχειρήσεις, την αξιολόγηση των συμβουλών των ξένων όσον αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις, είχε την υπεύθυνη παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων που ήταν υπό εξέλιξη, φρόντισε για την σωστή κατανομή των υπαρχόντων στρατιωτικών μέσων για τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Ιδρυσε το Γενικό Φροντιστήριο στο οποίο του ανατέθηκαν συν τω χρόνω καθήκοντα Γενικού Στρατηγείου και εξέδωσε ψήφισμα για τον κανονισμό της στρατολογίας.

Ο Καποδίστριας είχε στόχο την οργάνωση του στρατού, και αντιμετώπισε δύο σημαντικά προβλήματα. Ποια πρέπει να είναι η μορφή και η διάρθρωση των βασικών μονάδων, και ποιοί στρατιωτικοί θα τις στελεχώσουν.

Για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων ο Καποδίστριας οργάνωσε και τον άτακτο και τον τακτικό στρατό.

Καταρχήν χώρισε τον στρατό σε τρείς κύριες στρατιωτικές περιφέρειες: Την περιφέρεια Πελοποννήσου με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, την περιφέρεια Ανατολικής Ελλάδος με αρχηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη και την περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσώρτς.

Ο στόλος χωρίσθηκε σε τέσσερις μοίρες: την μοίρα του Αιγαίου (περιλαμβανομένης και της ηπειρωτικής Ελλάδας) με αρχηγό τον Ανδρέα Μιαούλη, τη μοίρα ακτών Μεσσηνίας με αρχηγό τον Γεώργιο Σαχτούρη, τη μοίρα του Ευβοϊκού με αρχηγό τον Γεὠργιο Σαχίνη, τη μοίρα της Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον Άγγλο πλοίαρχο Φρανκ Άστιγξ. Αρχηγός του στόλου των πυρπολικών ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης με υπαγωγή του στη μοίρα του Αιγαίου.

Ο άτακτος στρατός οργανώθηκε με το να καθοριστεί η χιλιαρχία ως ανώτερη και βασική μονάδα η οποία περιλάμβανε δύο πεντακοσιαρχίες. (Κατά άλλη άποψη ο θεσμός των χιλιαρχιών δεν υπήρξε επιτυχής διότι θα έπρεπε να προτιμηθούν μικρότερες μονάδες. Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι η μελέτη και η εισήγηση για τον τρόπο οργανώσεως του στρατού και συγκροτήσεώς του σε χιλιαρχίες, είχε ανατεθεί από τον Κυβερνήτη στους Δ. Υψηλάντη, Ι. Κωλέτη και Α. Μεταξά). Συνολικά οργανώθηκαν οκτώ χιλιαρχίες στις οποίες προβλέφθηκε σε κάθε μονάδα η ύπαρξη ιερέως, ιατρού και υπασπιστού και λοιπού προσωπικού. Οι στρατιώτες συνειδητοποίησαν ότι ήταν στρατιώτες της πατρίδος και όχι του αρχηγού που όλο τον προηγούμενο καιρό ακολουθούσαν. Οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των αρχηγών, που τοποθέτησε, και των ανδρών τους δεν διαταράχτηκαν γιατί επέλεξε στρατιωτικούς αναγνωρισμένους από τους Έλληνες ή γνωστούς φιλέλληνες.

Ο τακτικός στρατός αποτελείτο από δύο μονάδες ιππικού τακτικού και ελαφρού από 100 άνδρες το πρώτο και 150 το δεύτερο και ενός τάγματος πυροβολικού.

Ο Καποδίστριας έδειξε και μέσα από τον στρατιωτικό τομέα το ήθος και τις αρετές του. Μερίμνησε για την επιστροφή των «προσκυνημένων» καπετάνιων, των καπετάνιων δηλαδή που είχαν συμμαχήσει με τους Τούρκους, γιατί πίστευε ότι «και συμφέρει μάλλον να τον δεχθώμεν παρά να τον αφήσουμεν εις τους Τούρκους». Φρόντισε για την πολιτισμένη και φιλάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους και στα γυναικόπαιδα του εχθρού. Ο Υψηλάντης μάλιστα έφθασε σε σημείο να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους με την υπόσχεση ότι δεν θα λάβουν όπλα κατά των Ελλήνων και ο Κυβερνήτης τον συνεχάρη γι’ αυτό.

Η επιτυχία του ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλη. Κατάφερε την εκκένωση της Πελοποννήσου από τις δυνάμεις του Ιμπραϊμ. Πέτυχε την απελευθέρωση της Δόμβραινας, της Χώστιας, της Αράχωβας, του Στεβενίκου, του Διστόμου, της Γρανίτσας, της Λεβαδείας, των Σαλώνων, του Καρπενησίου, της Βόνιτσας, του Ρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου και πολλών άλλων πόλεων. Έτσι επετεύχθη η απελευθέρωση όλης της Στερεάς Ελλάδος έως τη συνοριακή γραμμή Κόλπου Άρτης – Κόλπου Βόλου που επεβλήθη τελικώς και ως συνοριακή γραμμή του Ελληνικού Κράτους.

Τίμησε τους αγωνιστές και καθιέρωσε ως τιμητική διάκριση το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών κρατών, για την έκφραση ευγνωμοσύνης του Έθνους προς αυτούς οι οποίοι συνέδραμαν ενεργά στην Απελευθέρωση. Το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας φέρει το όνομα του Σωτήρος για να ανακαλεί στη μνήμη, ότι με τη θεία του συμπαράσταση πραγματοποιήθηκε η ελληνική παλιγεννεσία.

Ιδρύθηκε η πρώτη Ελληνική Σχολή των Ευελπίδων στο Ναύπλιο την 1η Ιουλίου 1828. Ιδιαιτερότητα της σχολής αυτής ήταν ότι εκτός των άλλων μαθημάτων διδασκόταν και ήθος στους φοιτήσαντες. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη σχολή γίνονταν δεκτοί οι άριστοι μαθητές και όχι κατ΄ανάγκη τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών. Η φροντίδα για τη θρησκευτική αγωγή των Ευελπίδων ήταν χαρακτηριστική και περιελάμβανε καθημερινή προσευχή των μαθητών, υποχρεωτικό εκκλησιασμό κατά τις Κυριακές και τις Εορτές, πιστή τήρηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας στα θέματα της νηστείας, εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Καθώς και διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και του μαθήματος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

Επιμέλεια: Κωστούλας Βασίλειος

ioannis-kapodistrias.blogspot.com

Γραμμένη στα Ελληνικά η αρχαιότερη χριστιανική επιγραφή στον κόσμο

Γραμμένη στα Ελληνικά η αρχαιότερη χριστιανική επιγραφή στον κόσμο


26f3685f8c8b4cb8623660372efdef39 L
Εκπληκτικά μυστικά της αρχαιότερης χριστιανικής επιγραφής στον κόσμο, η οποία είναι γραμμένη στα Ελληνικά, φέρνουν στο φως νέες έρευνες.

Πρόκειται για πληροφορίες που δείχνουν τη σχέση των δημιουργών της με τον αιρετικό φιλόσοφο Βαλεντίνο, αλλά και την επιρροή που είχαν δεχτεί από προχριστιανικά στοιχεία.

Η επιγραφή είναι πέτρινη, με επίσημη ονομασία NCE156. Ανήκει στη συλλογή των Μουσείων του Καπιτωλίου της Ρώμης και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή της.

 
Από την ίδια περίοδο δεν υπάρχουν άλλα χριστιανικά κατάλοιπα γραφής πάνω σε πέτρα, παρά μόνο σε πάπυρο, τα οποία φέρουν αποσπάσματα των ευαγγελίων, γραμμένα με μελάνι.

Ωστόσο η NCE156 καινοτομεί και ως προς το περιεχόμενό της, καθώς δεν αναφέρεται άμεσα στα ευαγγέλια, αλλά παραπέμπει σε χριστιανικές πεποιθήσεις, εμπλουτισμένες με ειδωλολατρικά στοιχεία. Το κείμενο αναφέρει:

"Στο λουτρό μου, οι αδελφοί του νυφικού θαλάμου φέρουν τους πυρσούς, στις αίθουσές μας πεινούν για τα [αληθινά] δείπνα,ακόμη και όταν εγκωμιάζουν τον Πατέρα και δοξάζουν τον Υιό. Εκεί [με τον Πατέρα και τον Υιο] είναι η μοναδική πηγή και ρείθρα της αλήθειας."

(απόδοση από τη μτφ. του κειμένου στα αγγλικά, όπως εμφανίζεται στο Live Science)
 
Ένας επιστήμονας, ο Γκρέγκορι Σνάιντερ, από το Κολέγιο Ντέιβιντσον της Βόρειας Καρολίνας, που έχει αφιερώσει 50 χρόνια ερευνών στη συγκεκριμένη επιγραφή, πιστεύει ότι πρόκειται για επικήδειο επίγραμμα, που περιλαμβάνει χριστιανικά και ειδωλολατρικά στοιχεία.

"Πρόκειται πράγματι για επιγραφή του 2ου αιώνα μ.Χ., είναι δηλαδή το παλαιότερο χριστιανικό κείμενο που κατέχουμε", δήλωσε στην ιστοσελίδα LiveScience.
 
Τη χρονολόγηση της επιγραφής έκανε πριν από περίπου 40 χρόνια η Μαργκερίτα Γκουαρντούτσι, γνωστή Ιταλίδα επιγραφολόγος, που πέθανε το 1999.

Σύμφωνα με το άρθρο του LiveScience, η Γκουαρντούτσι πρότεινε τον 2ο αιώνα μ.Χ., επειδή η επιγραφή ήταν γραμμένη με ελληνικά γράμματα κλασικού στιλ, που χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 1ου και 2ου αιώνα μ. Χ. Αργότερα, τα γράμματα άλλαξαν. Για παράδειγμα, το ωμέγα (Ω) και το Σίγμα (Σ) τροποποιήθηκαν και έμοιαζαν περισσότερο με τα γράμματα W και C αντίστοιχα.

Ο δημιουργός της επιγραφής ήταν πιθανότατα μαθητής του Βαλεντίνου, γνωστικού αιρετικού, που γεννήθηκε στην Αίγυπτο περίπου το 100 μ.Χ., ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου δημιούργησε τη δική του Εκκλησία και σχολή για να καταλήξει στην Κύπρο, όπου πέθανε το 160/161 μ.Χ., αφού πρώτα απέκτησε ισχυρή ομάδα μαθητών.

Οι οπαδοί του Βαλεντίνου αλλά και του κινήματος των Γνωστικών είχαν αρκετές διαφορές με τους πρώτους Χριστιανούς. Για παράδειγμα, δεν πίστευαν ότι έπρεπε να γίνουν μάρτυρες, ούτε ότι κάποια πράγματα είναι κακό να τα κάνουν, όπως το να πάρουν όρκο στο όνομα του Καίσαρα ή να προσφέρουν θυμίαμα σε ένα άγαλμα.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, στην επιγραφή επικρατεί μια εκπληκτική ανάμιξη στοιχείων χριστιανικής και ειδωλολατρικής παράδοσης. "Πρόκειται για πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που δείχνουν ότι αυτή την περίοδο η χριστιανική ταυτότητα ήταν ευέλικτη", αναφέρουν.


kosmoskaipolitismos
goodstory.gr

Γιά ὅσους κοινωνοῦν ἀνεξομολόγητοι.

Γιά ὅσους κοινωνοῦν ἀνεξομολόγητοι.

θεια κοινωνια-1

Ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου

Στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του νέου πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή. Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα.

Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.

Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φόβ0 μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν στη φωτιά και τον κάψουν ή τον πνίξουν στο νερό ή τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο.

Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.

Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια. Στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μία εκκλησία.

Εκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε να πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και να κοινωνήσει! Την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, που άρχισαν από τότε να τον βασανίζουν αλύπητα.

Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. Οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα του αγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του. Στο μεταξύ η σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν’ αφρίζει.

Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, να μεταλάβεις το Χριστό, αφού είσαι δικός μας; Θα σ’ εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο! Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει απ’ τα χέρια μας!…

Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τί κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;

Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη να σπλαχνιστεί το πλάσμα Του και να το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά.

Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.

Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του αγίου, ήρθε σε έκσταση. Του φάνηκε πως είδε το Χριστό να κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.

Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, που από νέος είχε κάνει, άρχισε να τον ελέγχει αυστηρά

Μ’ όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ, δεν είσαι άξιος ελέους, για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και θα σ’ ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, που στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε: Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.

Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ο άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.

Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.

Είδε τότε, αισθητά πια, να βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, να μπαίνει στο στόμα του και να κατακαίγει – έτσι του φάνηκε – τα σωθικά του.

Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του αγίου Ευγενίου, που βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τους πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ’ από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.

Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ’ ακάθαρτα πνεύματα.

Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ να ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα που τον ευεργέτησε.
 

πηγή: Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος», εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου

Η Αγιότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Η Αγιότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου

agios-kwnstantinos-elenh

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε νηφάλια ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, κόκκινο πανί για τους κάθε είδους πολέμιους του χριστιανισμού, είναι και μέγας και άγιος. Η παύση των διωγμών και οι αποφάσεις περί ανεξιθρησκίας, γεγονότα τεράστιας ιστορικής και ανθρωπιστικής σημασίας, αρκούν για να επιβεβαιώσουν του λόγου του αληθές· επειδή όμως το όνομά του έχει περιβληθεί με διάφορους αντιχριστιανικούς μύθους, ας εξετάσουμε την περίπτωσή του κάπως εκτενέστερα.

Δεν υπάρχει καμιά επίσημη εκκλησιαστική απόφαση που να ανακηρύσσει άγιο τον Κωνσταντίνο, ούτε και σημειώνεται κάπου η αρχή της απόδοσης τιμής αγίου προς αυτόν. Με το μεγάλο σύγχρονό του Πατέρα της Εκκλησίας Μέγα Αθανάσιο ήρθε σε σύγκρουση, λόγω μιας όψιμης υποστήριξης προς τον Άρειο, ο δε ιστορικός και βιογράφος του Ευσέβιος Καισαρείας δεν είχε το κύρος που θα του επέτρεπε να επιβάλει κατά κανένα τρόπο μια «αγιοποίηση» του Κωνσταντίνου. Τέλος, οι διάδοχοί του πολέμησαν να γκρεμίσουν αυτά που ο ίδιος είχε ονειρευτεί· ο Κωνστάντιος υποστήριξε τον αρειανισμό, κατάργησε την πίστη της Συνόδου της Νίκαιας και δίωξε τους ορθόδοξους, το ίδιο και ο Ουάλης, ενώ ανάμεσά τους ο Ιουλιανός επίσης υπέσκαψε την Εκκλησία με κάθε τρόπο (και με αίμα [1]) προσπαθώντας να παλινορθώσει την εθνική θρησκεία της θεουργίας και των αναρίθμητων θυσιών (βλ. για τον Ιουλιανό τη μονογραφία του Ιωάννη Κ. Τσέντου Ιουλιανός ο Παραβάτης, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2004 – υπάρχει και στο Διαδίκτυο).

Ο Κωνσταντίνος λοιπόν αγιοποιήθηκε από το λαό. Το φανερώνει το πλήθος των χριστιανών που φέρουν το όνομά του. Ο Ευσέβιος καταγράφει ότι, αμέσως μετά το θάνατό του, ο στρατός ξέσπασε σε θρήνους, από τον τελευταίο οπλίτη μέχρι τους ανώτερους αξιωματικούς, για «το σωτήρα, το φύλακα, τον ευεργέτη… τον αγαθό ποιμένα», ενώ παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις του λαού, όταν το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (P.G. 20, 1220-1224). Και ήταν φυσικό, εφόσον «βαθύς ανθρωπισμός και μέριμνα διά την δικαιοσύνην χαρακτηρίζουν τα νομοθετικά κοινωνικά μέτρα, άτινα έλαβεν ο Κωνσταντίνος μετά την σύνοδον της Νικαίας. Διάκειται δυσμενώς προς την παλλακείαν και απηγόρευσε το βάρβαρον έθιμον των αγώνων των μονομάχων. Δεν επιτρέπει να χωρίζουν τας οικογενείας των δούλων, όταν τα πωληθέντα κρατικά κτήματα, εις ά μέχρι τότε διεβίουν, διενέμοντο μεταξύ των νέων δικαιούχων. Κατήργησε τον διά σταυρού θάνατον, απηγόρευσε τον στιγματισμόν εις το πρόσωπον και εθέσπισεν, όπως οι κρατούμενοι εις τας φυλακάς δικαιούνται καθ’ εκάστην να βλέπουν το φως του ηλίου. Χαρακτηριστικός της ενδελεχούς φροντίδος του απτοκράτορος διά την επιβολήν της ηθικής τάξεως είναι ο νόμος ο κολάζων την απαγωγήν παρθένου και ο νόμος ο αξιών παρά του επιτρόπου, όπως σεβασθή την παρθενίαν της υπ’ αυτού επιτροπευομένης νεάνιδος» (Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου,Βυζαντινή Ιστορία, Α΄, 324-610, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 135).

Η απαγόρευση του στιγματισμού στο πρόσωπο, μέτρο ευνοϊκό κυρίως για τους δούλους, από επίδραση της χριστιανικής ιδέας για τον άνθρωπο ως πλασμένο κατ’ εικόνα Θεού,  καθώς και η μέριμνα για τις οικογένειες των δούλων, σημαίνουν ότι ο δούλος αντιμετωπίζεται πλέον ως άνθρωπος, όχι ως αντικείμενο, πράγμα που ανατρέπει εντελώς της καθιερωμένη οπτική της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στο Χρυσόστομο, σχεδόν ένα αιώνα μετά, που θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της αδελφότητας κυρίων και δούλων (P.G. 62, 711). Ο Κωνσταντίνος εξαγόραζε ο ίδιος και απελευθέρωνε αιχμάλωτους στρατιώτες του εχθρού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι στρατιώτες του! (Ευσεβίου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου του βασιλέως, Λόγος Β΄, ΙΓ΄, P.G. 20, 992) Προσθέτω σ’ αυτά την απαγόρευση της παλλακείας για τους έγγαμους (της συνύπαρξης συζύγου και παλλακίδας, δηλ. «επίσημης ερωμένης») και το εξαιρετικά φιλολαϊκό μέτρο της καθιέρωσης της Κυριακής ως αργίας «διά τον αστικόν πληθυσμόν», ενώ «οι κάτοικοι της υπαίθρου αφίενται ελεύθεροι να ρυθμίζουν τας αγροτικάς ασχολίας των αναλόγως των καιρικών συνθηκών» [2].

Σύμφωνα με τους χριστιανούς, η αγιότητα του Κωνσταντίνου δεν είναι τιμητικός τίτλος, που του αποδόθηκε λόγω «της καθοριστικής υποστήριξης και της προσφοράς του προς την Εκκλησία», αλλά γεγονός επιβεβαιωμένο από το Θεό με θαύματα· όχι μόνο με την περίφημη θεοσημεία του σταυρού («Εν τούτω νίκα»), αλλά και με το όραμα αγγέλου, που τον καθοδηγούσε κατά τη χάραξη των ορίων της Κωνσταντινούπολης, με μυροβλυσία κατά το θάνατό του, με πλήθος ιάσεων στον τάφο του, αλλά και μεταγενέστερα θαύματα, όπως –ως Ρεθύμνιος λέω– η καθημερινή μετακίνηση της εφέστιας εικόνας της μονής Αρκαδίου στον τόπο ίδρυσής της από τημονή Βενίου, στην οποία τη μετέφεραν οι ντόπιοι.

Ακόμη κι αν τα παραπάνω τεκμήρια θεωρηθούν μύθοι, πρέπει να τονίσω ότι ένας λαός δεν πλάθει μύθους θαυμάτων και αγιότητας για ένα βασιλιά, αν δεν τον θεωρεί γεμάτο αγάπη και διαποτισμένο από τη θεία χάρη.

Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι ο άγιος δεν απαγόρευσε την ειδωλολατρία ούτε αναγόρευσε το χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας (αυτή τη θέση συνέχισε να την κατέχει η αρχαία θρησκεία, της οποίας ο ίδιος ήταν ανώτατος αρχιερέας, κατά τους θεοκρατικούς ρωμαϊκούς θεσμούς), δεν έκλεισε τους αρχαίους ναούς, εκτός από λίγους, στους οποίους εκπορνεύονταν κορίτσια, όπως της Αστάρτης στα Άφακα της Φοινίκης, και ένα δεύτερο πάνω στον Πανάγιο Τάφο, για ευνόητους λόγους. Αντίθετα, ίδρυσε στη νεογέννητη Κωνσταντινούπολη και ναούς της Ρέας και της Τύχης, μεταφέροντας στον πρώτο το πανάρχαιο ξόανο της θεάς από το όρος Δίδυμο και στο δεύτερο το άγαλμα της Τύχης από την παλαιά Ρώμη. Απαγόρευσε μόνο τη μυστική, ιδιωτική άσκηση της μαντείας, ακολουθώντας τα βήματα του εθνικού Οκταβιανού, όχι για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή αποτελούσε πρόφαση συνωμοτικών ενεργειών [3].

Συκοφαντείται ως αδίστακτος, αν και τόσο φιλάνθρωπος, επειδή διέταξε την εκτέλεση του γιου του, του Κρίσπου (αν το έκανε, γιατί υπάρχουν υπόνοιες πως ο νέος δολοφονήθηκε στη φυλακή από ανθρώπους της μητριάς του Φαύστας), όμως αυτό είναι μάλλον απόδειξη της αρετής του· ο Κρίσπος κατηγορήθηκε (άδικα, όπως αποδείχτηκε) για βιασμό της Φαύστας και ο πατέρας του έπρεπε να επιλέξει αν θα εφάρμοζε το νόμο στον ίδιο το γιο του ή θα τον αποδείκνυε αυθαίρετα υπεράνω του νόμου. Επέλεξε το πρώτο, όσο οδυνηρό κι αν ήταν σίγουρα γι’ αυτόν. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που, αν και είχε ζήσει εφαρμόζοντας όσο μπορούσε την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, δέχτηκε το βάφτισμα μόνο όταν ήξερε ότι είχε ασθενήσει προς θάνατον, υποβληθείς σε ισόβια μετάνοια πιθανόν από τον άγιο Όσιο Κορδούης, όχι επειδή εφάρμοσε το νόμο, αλλά επειδή καταδίκασε έναν αθώο.

Ο ιστορικός Ζώσιμος, παγανιστής και προκατειλημμένος κατά του Κωνσταντίνου, μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, έγραψε πως αργότερα η Φαύστα θανατώθηκε στο λουτρό της μέσα σε βραστό νερό, όμως οι πηγές της εποχής δεν κάνουν λόγο για κάτι τέτοιο – και, αλήθεια, οι Πατέρες της Εκκλησίας δε θα παρέλειπαν να καταδικάσουν μια τέτοια πράξη, όπως αργότερα ο άγιος Αμβρόσιος τη σφαγή της Θεσσαλονίκης από το Θεοδόσιο. Ο άγιος Όσιος Κορδούης, ο Μ. Αθανάσιος κ.π.ά., ακόμη και ο Μέγας Αντώνιος και οι Πατέρες της ερήμου, θα το είχαν αναφέρει τουλάχιστον σε κάποια επιστολή. Αντίθετα, ο άγιος Ιερώνυμος (366-419 μ.Χ.), πολύ πιο κοντινός στα γεγονότα από το Ζώσιμο, γράφει πως η Φαύστα πέθανε τρία ή τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (Κώστα Β. Καραστάθη Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική, Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα Μάιος 2006, σελ. 35-41).

Η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ήταν ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που φανέρωνε πόσο δημοκρατικό θεωρούσε ο Κωνσταντίνος το χριστιανισμό. Στην Οικουμενική Σύνοδο ο ίδιος (τυπικά ειδωλολάτρης και ανώτατος αρχιερέας της εθνικής θρησκείας) παρευρέθηκε χωρίς να παρέμβει καθόλου στις εργασίες της. Δεν ήταν ούτε πρόεδρος, θέση που μάλλον είχε αναλάβει ο Ευστάθιος Αντιοχείας (βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σελ. 437).

Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Ευσέβιος Καισαρείας, Θεοδώρητος Κύρου, Φιλοστόργιος και Σωκράτης συμφωνούν πως ο άγιος δεν παρενέβη καθόλου στις εργασίες της Συνόδου, ενώ δεν υπάρχει καμία αρχαία μαρτυρία για το αντίθετο. Ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε τη χριστιανική θεολογία, δεν έκανε καμία πρόταση στη Σύνοδο, δεν επέβαλε καμία ιδέα, περίμενε απλώς να δει τι θα αποφασίσουν οι επίσκοποι και αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν η ομόνοια στην αυτοκρατορία, που ταρασσόταν από τον αρειανισμό.

Εξυπακούεται ότι οι αρνούμενοι την αγιότητα του Κωνσταντίνου, και μάλιστα οι πολέμιοί της, θεωρούν απάτη προς παραπλάνηση των μαζών τον ισχυρισμό του για το όραμα του σταυρού. Η άποψή τους οφείλεται στην υποταγή της Ιστορίας στα ερμηνευτικά και ιδεολογικά μοντέλα της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τα οποία τα γεγονότα έχουν μόνο πολιτικά και οικονομικά, και όχι πνευματικά, αίτια.

Ο Κωνσταντίνος δεν εξαπάτησε το λαό· υποστήριξε το χριστιανισμό γιατί τον πίστεψε. Οι χριστιανοί κατά τη μεταστροφή του δεν ήταν παρά το ένα δέκατο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας – δε μπορούσε να στηριχτεί σ’ αυτούς για πολιτικούς λόγους. Το ότι δεν έθετε τη δημόσια εικόνα του πάνω από τις πεποιθήσεις του φαίνεται και από την άρνησή του να τελέσει την καθιερωμένη θυσία στο Καπιτώλιο το 326, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις των εθνικών και θραύση των αγαλμάτων του. Η σοφή αντίδρασή του στην προτροπή των συμβούλων του για αντίποινα είναι γνωστή: άγγιξε το πρόσωπό του και είπε χαριτολογώντας «δε βλέπω να έχει σπάσει τίποτα».

Επιπλέον, ποτέ δε διαφήμισε το όραμά του, ούτε το εκμεταλλεύτηκε για να παραστήσει τον άγιο, αν και του δόθηκε η ευκαιρία αμέτρητες φορές, τόσο κατά τη σύνοδο της Νίκαιας όσο και αργότερα, στην αντιπαράθεσή του με τον Αθανάσιο· το εκμυστηρεύθηκε ιδιωτικά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, από το οποίο προέρχονται και οι δύο αναφορές σ’ αυτό, του Ευσέβιου και του Λακτάντιου.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι ανάλογη εμπειρία είχε και ο Λικίνιος, λίγο μετά τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, πριν τη μάχη εναντίον των πολλαπλάσιων δυνάμεων του (επιτιθέμενου) Μαξιμίνου στην Αδριανούπολη: ο ίδιος διέταξε το γραμματέα του επί των απορρήτων να καταγράψει μια προσευχή, που του υπαγόρευσε άγγελος Κυρίου στον ύπνο του· η προσευχή αυτή διανεμήθηκε στο στρατό και εκφωνήθηκε ομαδικά πριν την έναρξη της μάχης. Εκείνος όμως αρνήθηκε την πρόσκληση και παρέβη τις αποφάσεις της ανεξιθρησκίας με νέο διωγμό, για να ηττηθεί τελικά από τον Κωνσταντίνο το 324 στη Χρυσούπολη. Τότε μόνο, και με αυτό τον τρόπο, ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας. Ο Λικίνιος (γαμπρός του Κωνσταντίνου) δε θανατώθηκε, αλλά τέθηκε σε περιορισμό στη Θεσσαλονίκη· εκτελέστηκε όμως αργότερα μαζί με το συνεργάτη του Σέξτο Μαρτινιανό, όταν προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση.




Σημειώσεις

[1] Εκτός από τους χριστιανούς που θανατώθηκαν με διάφορες προφάσεις, αλλά κατ’ ουσίαν ως αντιφρονούντες, όπως οι άγιοι Αρτέμιος, Ιουβεντίνος, Μαξιμιανός, Μακεδόνιος, Τατιανός, Θεόδουλος, Βασίλειος Αγκύρας κ.ά., ο Ιουλιανός διεξήγαγε επίσης ανθρωποθυσίες, πράγμα συνηθέστατο στην αρχαία θρησκεία: «Μετά την αναχώρηση του Ιουλιανού από την Αντιόχεια για να συγκρουστεί με τους Πέρσες, βρέθηκαν στον ποταμό Ορόντη πτώματα από ανθρωποθυσίες (Γρηγ. Θεολ., PG 35, 624). Λείψανα ανθρωποθυσιών ανακαλύφθηκαν και στα ανάκτορά του μετά το θάνατό του και ανήκουν σε παιδιά και παρθένες. (Ιωαν. Χρυσ., PG 50, 555). Στην πόλη Κάρρα σφραγίστηκε ο ναός και απαγορεύθηκε το άνοιγμά του, μέχρι την επιστροφή του ίδιου από την εκστρατεία στην Περσία. Όταν ανοίχθηκε, αφού ο Ιουλιανός ποτέ δεν επέστρεψε, βρέθηκε μια νεκρή γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά, με τα χέρια ανοιγμένα και τα σπλάχνα της βγαλμένα. Κλασσική περίπτωση σπλαχνοσκοπίας, για να μαντέψει το τέλος του πολέμου. (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3,21 PG 82, 1120)»

Ενίοτε ο ειδωλολατρικός όχλος θανάτωνε τους χριστιανούς με «ευρηματικούς» τρόπους: ιερείς και παρθένες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα συνελήφθησαν, τους άνοιξαν την κοιλιά, έριξαν μέσα κριθάρι και αμόλυσαν γουρούνια που τους έφαγαν ζωντανούς (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3, 3). Με τον ίδιο τρόπο, κατά το Σωζομενό (Εκκλ. Ιστ. 5, 10), θανατώθηκαν παρθένες στην Ηλιούπολη του Λιβάνου. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη μέθοδο, ένα έθιμο.

[2] Να σημειώσουμε εδώ ότι μια αναφορά σε βιβλίο εξαίρετου Ρεθεμνιώτη συγγραφέα, ότι ο άγ. Κωνσταντίνος έπνιξε στο Βόσπορο τους λεπρούς της Κων/πολης, κατά τη γνώμη μου είναι εσφαλμένη (όχι μόνο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα του, αλλά και δεν την έχω συναντήσει πουθενά). Αντίθετα, υπάρχει σχετική μαρτυρία για τον Κωνστάντιο, γιο και διάδοχο του αγίου και σκληρό βασιλιά (τον αναφέραμε προς την αρχή του άρθρου). Ο Κωνστάντιος θανάτωσε τον άγιο Ζωτικό τον Ορφανοτρόφο (γιορτάζει 31 Δεκ.), σέρνοντάς τον δεμένο σε  άλογα που κάλπαζαν, επειδή αθέτησε τη διαταγή του και, αντί να σκοτώσει τους λεπρούς, τους περιέθαλπε. Πιστεύω ότι στον Κωνστάντιο αναφερόταν στην πραγματικότητα η πληροφορία αυτή (στην πηγή του συγγραφέα μας) και από λάθος γράφτηκε «Κωνσταντίνος».

[3] Βλ. λεπτομέρειες στο Πολύμνιας Αθανασιάδη, «To λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές», περιοδ. Ελληνικά, τόμ. 44, τεύχ. 1, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994. Για το ότι η θέση του Τάφου του Χριστού ήταν γνωστή και δεν αποτελούσε εφεύρημα του Κωνσταντίνου, βλ. Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ. Π. Θεμελή, «Η αυθεντικότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου», περιοδικόΑγία Σιών, τ. Δ΄, 1928, σελ. 193 εξ. (και στο διαδίκτυο
 http://www.impantokratoros.gr/9FF1E5AB.el.aspx). Για τη θρησκευτική νομοθεσία του Κωνσταντίνου γενικότερα βλ. σχετικό άρθρο του καθηγητή Σπύρου Ν. Τρωιάνου στα Ιστορικά τηςΕλευθεροτυπίας, Νο 135, 23 Μαϊου 2002, σελ. 43 – 49, και Β. Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1998, σελ. 142-144.

πηγή fdathanasiou

Πατερική ερμηνεία Αγίου Μαξίμου Ομολογητού περι Τριαδικότητας και Κόσμου

Πατερική ερμηνεία Αγίου Μαξίμου Ομολογητού περι Τριαδικότητας και Κόσμου4634652663 fd4a34a066 o


Ενότητα και τριαδικότητα του Θεού


Ο Μάξιμος αναλύει τα σχετικά με την ενότητα και τριαδικότητα του Θεού σύμφωνα με τους Καππαδόκες Πατέρες με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αρνείται να δεχτεί ποιότητα ψυχολογικής φύσεως στην Τριάδα όπως έπραξε ο Αυγουστίνος γιατί τις ιδιότητες του Θεού εκλαμβάνει ώς ουσιώδης στοιχεία της υπάρξεως του. Η θέληση του Θεού π.χ. δεν είναι ποιότητα αλλά στοιχείο της ύπαρξης του, δεν υπάρχει θέληση χωρίς χωρίς τον θέλοντα ούτε θέλω χωρίς θέληση. Ο Θεός έχει μια ενέργεια προς τα έξω, κίνηση η οποία μάλιστα είναι κοινή στις τρείς τριαδικές υποστάσεις, γιατί όταν ενεργεί η μία συνεργούν και οι άλλες. Αυτή η προς τα έξω κίνηση δηλώνεται κάποιες φορές από τον Μάξιμο με τον όρο «έρως». Το Θείο κινείται σαν έρωτας και αγάπη, από την άλλη πλευρά σαν ερωτεύσιμο και αγαπητό έλκει όλα όσα μπορούν να δεχτούν τον έρωτα και την αγάπη. Κατά την κίνηση αυτή έρχεται σε συνάντηση με τον άνθρωπο και παρέχει σε αυτόν «μεταδόσεις», έτσι εξηγείται γιατί παρατηρείται αντινομία μεταξύ καταλύψεως και ακαταλύπτου του Θεού και μεταξύ μεθεκτού και αμεθέκτου αυτού. Είναι μεθεκτός κατά της μεταδόσεις Του, αλλά αμέθεκτος κατά την ουσία.
agiosmaximosomologitis

Περί Κόσμου


Ο κόσμος είναι προϊόν της θέλησης του Θεού η οποία αποβλέπει στην παραγωγή όντων τα οποία θα μετέχουν στην φύση Του. Είναι επομένως καρπός του έρωτα του Θεού ο άνθρωπος. Οι λόγοι υπάρχουν στο Θεό προαιώνια χωρίς να έχουν όπως οι αιώνιες πλατωνικές ιδέες ουσιώδη ύπαρξη τίποτα δεν γίνεται αν ο λόγος αυτού δεν υπάρχει στο Θεό, αλλά ο λόγος αυτός υπάρχει απλά στην σοφία και την θέληση Του. Οι λόγοι αποτελούν το προαιώνιο θείο σχέδιο για την δημιουργία το οποίο πραγματοποιήθηκε εν χρόνω έτσι και εν χρόνω δημιουργήθηκε ο κόσμος και αιώνιος δημιουργός είναι ο Θεός. Ο χρόνος άρχισε με την δημιουργία, όταν παύσει αυτός, θα αρχίσει η αιωνιότητα. Αιώνας είναι χρόνος ακίνητος, και ο χρόνος είναι αιώνας μετρούμενος. Και μόνο η Θεία αϊδιότητα είναι άμετρη, είτε κατά το χρόνο είναι κατά τον αιώνα. Αν και είναι έργο του Θεού ή επειδή είναι έργο του Θεού ο κόσμος δεν έχει την ίδια φύση με τον Θεό, δηλαδή θέσις του ενός είναι η αφαίρεση του άλλου.

Προορισμός του ανθρώπου ήταν να ενώσει τις διαφορές από την δική του στάθμη μέχρι την άκτιστη φύση του Θεού. Η αποτυχία του κατέστησε αναγκαία την ενανθρώπηση του Λόγου της οποίας σκοπός ήταν η ανακαίνιση του ανθρώπου. Για αυτό υπήρξε αναγκαία η πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου. Το Θείο στοιχείο ενώνεται άρρητα με το ανθρώπινο κατά τρόπο μυστήριο. Μπορεί από μια άποψη να ειπωθεί ότι το Θείο στοιχείο κρύφτηκε, όμως η πραγματική ύπαρξη του Θεανθρώπου φανερώθηκε μία και μοναδική φορά κατά την μεταμόρφωση σε λίγους μαθητές.

Ο Μάξιμος αφου αφιέρωσε πολύ ιδρώτα και πολλές σελίδες στο πρόβλημα των θελήσεων και ενεργειών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστός σε κάθε πράξη του είχε δύο διακεκριμένες ενέργειες, θεία και ανθρώπινη, και ότι ενεργούσε με την θέληση και την συμφωνία και των δύο φύσεων, όπως το πυρακτωμένο σίδηρο το οποίο καίει και κόβει συγχρόνως. Τονίζει ότι κάθε λογική φύση έχει φυσικό θέλημα ως ουσιώδες στοιχείο της. Αλλά και ότι κάθε πρόσωπο έχει δυναμικό θέλημα. Έτσι ο άνθρωπος ως φυσικό θέλημα έχει το να μιλάει, αλλά δεν μιλάει για όλα. Το πότε θα μιλήσει και πότε όχι καθορίζεται από το γνωμικό θέλημα, το οποίο είναι δύναμη της προσωπικότητας και όχι της φύσης. Σύμφωνα με αυτά ο Χριστός, ως συναποτελούμενος από δύο φύσεις, έχει δύο φυσικά θελήματα, ως αποτελούμενος από ένα ενιαίο πρόσωπο έχει ενιαίο γνωμικό θέλημα, ενιαία δύναμη εκλογής (επιλογής). Βέβαια στο ενιαίο αυτό θέλημα επικρατεί το Θείο, το οποίο όταν είναι ανάγκη, παρέχει την άδεια στην ανθρώπινη φύση να ενεργήσει αυτά που ανήκουν σε αυτήν.

Όλα τα πράγματα έχουνε «θεοτελείς λόγους», έχουνε πνευματικό νόημα το οποίο εκφράζεται στις σχέσεις τους με το Θεό. Πολύ περισσότερο ο άνθρωπος, ο οποίος σύμφωνα με την φύση του είχε τάση προς το αγαθό, ενώ η στροφή προς το κακό τον οδήγησε σε παρά φύση. Επομένως η πρώτη προσπάθεια του είναι να αποκατασταθεί στην φυσική κατάσταση (την πρoπτωτική). Αυτή η υπέρβαση οδηγεί στην διαμόρφωση ενός είδους πνευματικού υπερανθρώπου, ενός «ύπερ άνθρωπον ανθρώπου». Δεν είναι μόνο η βιβλική αποκάλυψη αυτή που διευκολύνει την μεταμόρφωση αλλά και η αποκάλυψη μέσα στην φύση και την ιστορία. Η ύπαρξη ή κίνηση και η διαίρεση των όντων ανάγουν στο Θεό.

Ο Μάξιμος αν και διατηρεί την διάκριση των ανθρώπων σε πρακτικούς και θεωρητικούς, δεν τοποθετεί τις δύο τάξεις σε ιεράρχηση και δεν επιμένει τόσο πολύ σε αυτή. Και των δύο η ολοκλήρωση επιτυγχάνεται με την αγάπη από την οποία δεν υπάρχει τίποτα μεγαλύτερο.

Υπάρχουν ψηλές κορυφές, τις οποίες μπορεί να καταλάβει κάποιος. Στην ζωή η ενασχόληση με την φθορά είναι καλάμι, η αλογία χόρτος, η προσπάθεια για τα αισθητά είναι ξύλα, οι ευσεβείς λογισμοί πολύτιμες πέτρες, η καθαρή ζωή ασήμι, η θεολογική μυσταγωγία χρυσός. Με μια ένταση των πνευματικών λειτουργιών γίνεται ο άνθρωπος όχι όμως ατελεύτητος αλλά και άναρχος, ως άλλος Μελχισεδέκ. Ότι είναι ο Θεός κατά φύση γίνεται ο άνθρωπος κατά Χάρη. Όσοι πετυχαίνουν τέτοια τελειότητα, ήδη από την παρούσα ζωή είναι περίπου Θεάνθρωποι κατά το πρότυπο του ενανθρωπήσαντα Λόγου. Όπως ο Θεός κινείται προς τον άνθρωπο με έρωτα και τελικά ενανθρωπίστηκε έτσι και ο άνθρωπος κινείται προς το Θεό ανταποκριτηκά και τελικά Θεώνεται όλος  μένοντας άνθρωπος στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της φύσης και όλος γινόμενος Θεός στην φύση και στο σώμα εξαιτίας της χάριτος και της θείας λαμπρότητας της μακάριας δόξα που τον χαρακτηρίζουν.

euxh.gr

Νιώθεις σιγουριὰ κοντὰ στὸν Θεό;» Εκτύπωση

Νιώθεις σιγουριὰ κοντὰ στὸν Θεό;»

sigouria

Γι'αὐτό, στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐκκλησίας ποὺ δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει τὴν χαρὰ τῆς μετάνοιας, τὴν σχέση μὲ τὸν Θεό, εἶναι γεμάτοι μὲ πολλὰ ἀπωθημένα, μὲ πολὺ καταπίεση καὶ βγάζουν χίλιες δύο νευρώσεις καὶ ψυχολογικὰ προβλήματα. Τί φταίει; Ἡ θρησκευτική τους ζωή. Γιατί; Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι θρησκευτικὴ ζωή! Εἶναι προσωπικὴ σχέση. Ποια εἶναι ἡ προσωπικὴ σχέση; Λέω στὸν Θεό: "Ἡ ζωή μου εἶναι μαύρη! Εἶμαι χάλια ὅσο δὲ πάει! Ζῶ στὸ ψέμα καὶ στὴν ἁμαρτία. Καὶ τί ζητῶ; Ὄχι νὰ μὲ κάνεις καλύτερο, ἀλλὰ θέλω νὰ 'ρθεῖς στὴ ζωή μου! Δὲ θέλω νὰ μοῦ χαρίσεις τὸν Παράδεισο. Σὲ θέλω ἐσένα! Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ὅ,τι θέλεις δῶσε ἐσύ".

Οντολογική προσέγγιση απο τον π.Βαρνάβα Γιάγκου. H θρησκευτική ζωή όταν γίνει σκοπός οδηγεί τον άνθρωπο στην ειδολολατρεία και στην διακοπή της σχέσης με τoν Θεό. Μερικές φορές η κατάσταση αυτή καταλήγει σε δεξιά πλάνη και σε παθογένεια. Τα μυστήρια ειναι το μέσο της εν Χριστώ ζωής και προσωπικής σχέσης που έχουμε μαζί του, και όχι μια μορφή τήρησης τυπολατρείας αλλά άνοιγμα έρωτος. 
"euxh.gr"

sigouria2

Τὰ πράγματα τότε εἶναι διαφορετικά.

Οἱ λογισμοὶ ποὺ μᾶς πιάνουν καὶ οἱ ἀμφιβολίες καὶ οἱ ἀντιδράσεις καὶ οἱ ἀπορίες ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί νιώθουμε ἀνασφαλεῖς ἐνώπιόν του Θεοῦ. Γιατί φτιάξαμε μία ἰδέα περὶ Θεοῦ ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὸν πραγματικὸ Θεό. Καὶ δὲν νιώθουμε ἄνετοι καὶ ἀσφαλεῖς κοντά Του. Καὶ συνήθως, οἱ λογισμοὶ βγαίνουν ὅταν δὲν ἀφήνεσαι σὲ μία σχέση. Δὲν νιώθεις σίγουρος. Ἢ θεωρεῖς ὅτι πρέπει νὰ περάσουν ἀπ' τὰ χέρια σου τὰ πράγματα, νὰ ἐλέγχεις τὴ σχέση. Οι λογισμοί, οἱ ἀμφιβολῖες εἶναι καρπὸς τῆς διάθεσής μας νὰ ἐλέγχουμε μία σχέση. Πότε ἐλέγχουμε μία σχέση; Ὅταν δὲν εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου.

Βαρνάβας Γιάγκου

Ὅταν, λοιπόν, ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν θέλω...

νὰ Τὸν ἐλέγξω. Θέλω ν' ἀφεθῶ. Δὲν ἔχω λογισμοὺς τότε. Εἶμαι σίγουρος. Ξέρει ὁ Θεός. Ξέρεις ὁ Θεός. Τὸ "ξέρει ὁ Θεὸς" ἔχει πραγματικότητα ὅταν εἶναι καρπός του ὅτι κάποτε ἔστω γιὰ λίγο ζήσαμε καὶ βεβαιωθήκαμε καὶ εἴχαμε ἐμπειρία τῆς ἀγάπης του. Τότε, ἔχοντας αὐτὴ τὴ μνήμη, λέμε μὲ σιγουριά: "Ξέρει ὁ Θεός". Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐλευθερωτικό.

πηγή:
(Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία τοῦ π.Βαρνάβα Γιάγκου - Ι.Ν.Παναγίας Λαοδηγήτριας iomilia.net)

Λόγος Ψυχoφελής και θαυμάσιος Εκτύπωση

Λόγος Ψυχoφελής και θαυμάσιος

Stavros

Του Αγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλὀς, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχὴ καὶ σῶμα, ἔχει ἑπομένως διπλἑς τόσο τὶς αἰσθήσεις, ὅσο καὶ τὶς ἀρετές τους. Οἱ αἰσθήσεις τοῦ τῆς ψυχῆς, τὶς ὁποῖες οἱ σοφοὶ ὀνομάζουν καὶ δυνάμεις, εἶναι οἱ ἑξῆς πέντε: νοῦς, διάνοια, δόξα (γνώμη), φαντασία καὶ αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος εἶναι πάλι πέντε, ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση καὶ ἁφή. Ἀπὸ ἀυτὰ συνάγεται ὅτι καὶ οἱ ἀρετές εἶναι διπλές, ὅπως καὶ οἱ κακίες. Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε μὲ σαφήνεια πόσες οἱ σωματικές, ποιὰ εἶναι τὰ σωματικὰ πάθη καὶ ποιὰ τὰ ψυχικά.

Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι κατ᾽ἀρχὴν οἱ γενικότερες τέσσερις ἀρετές, ἀνδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Ἀπὸ ἀυτὲς γεννοῦνται οἱ ψυχικὲς ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ἀνεξικακία, χρηστότητα, ἀοργησία, γνώση, εὐθυμία, ἁπλότητα, ἀταραξία, ἀνυποκρισία, ἡ χωρὶς ἔπαρση ὑπερηφάνεια, φθόνο καὶ δόλο διάθεση, ἀφιλαργυρία, συμπάθεια, ἐλεημοσύνη, μεταδοτικότητα, ἀφοβία, ἔλλειψη λύπης, κατάνυξη, σεμνότητα, εὐλάβεια, ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ έπιθυμία τῆς θείας υἱοθεσίας.

Σωματικὲς ἀρετές, ἢ μᾶλλον ἐργαλεῖα ἀρετῶν, οἱ ὀποῖες ὅταν πράττονται κατὰ Θεόν, μὲ γνώση καὶ χωρὶς καμία ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγμάτωση τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀπάθειας, εἶναι οἱ εξῆς: ἐγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὁλονύκτια, στάση στὴν προσευχή, συνεχὴς γονυκλισία, ἀλουσία, χρήση μόνον ἑνὸς ἐνδύματος, ξηροφαγία (..) καὶ ἄλλα παρόμοια, ποὺ εἶναι πολὺ ἀναγκαῖα καὶ ωφέλιμα ὅταν τὸ σῶμα εἶναι εὔρωστο καὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ὅταν ὅμως ἀσθενεῖ καὶ ἔχει κυριαρχήσει στὰ πάθη μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ παραπάνω δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀναγκαῖα, διότι ἡ ἁγία ταπείνωση καὶ ἡ εὐχαριστία ἀναπληρώνει τὰ πάντα. (...)

Ἡ ἀναίρεση τῶν ὀκτὼ (κυρίαρχων) παθῶν γίνεται ὡς ἑξῆς: Μὲ τὴν ἐγκράτεια ἀναιρεῖται ἡ γαστριμαργία· μὲ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀναιρεῖται ἡ πορνεία· μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἡ φιλαργυρία· μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ τὴν ἀγαθωσύνη ἡ ὀργή· μὲ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ἀναιρεῖται ἡ κοσμικὴ λύπη· μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία καὶ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ακηδία· μὲ τὴν κρυπτὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς ἡ κενοδοξία. Μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνουμε κάποιον καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώνουμε, ὅπως ὁ ἀλαζόνας Φαρισαῖος, ἀλλὰ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἔσχατο ὅλων, ἀναιρεῖται ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι, καθὼς ὁ νοῦς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω πάθη καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν μακάρια ζωὴ, δεχόμενος τὸν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναχωρώντας λοιπὸν ἀπὸ τὰ γήινα, μὲ άπάθεια καὶ ἀληθινὴ γνώση, παρίσταται ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ λαμπρύνεται μαζὶ μὲ τοὺς θείους ἀγγέλους στοὺς ἀπέραντους αἱῶνες.
imagesAGIOS

Ἂς προσθέσουμε στὸν άπέριττο αὐτὸν λόγο, σὰν χρυσὸ ἐπισφράγισμα, καὶ λίγα περὶ τοῦ «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ὁμοίωσιν» τοῦ πλέον τιμημένου ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Τὸ νοερὸ λοιπὸν καὶ λογικὸ "ζῶον", ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μόνον ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα πλάσθηκε «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ.

Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν λέγεται κατ᾽εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα (δωρεά) τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ ἀκατάληπτο, τὸ ἀθεώρητο, τὸ ἀθάνατο καὶ τὸ αὐτεξούσιό τους· καὶ γιὰ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι (ὁ ἄνθρωπος) ἡγεῖται (ὅλης τῆς φύσεως), τεκνογονεῖ καὶ οἰκοδομεῖ. Λέγεται πάλι καθ᾽ὁμοίωσιν άνάλογα μὲ τὴν ἀρετή του καὶ ὅταν, ὡς ἐνάρετος, ἐκτελεῖ ὅλες τὶς θεώνυμες καὶ θεομίμητες πράξεις τῆς ἀρετῆς. Δηλαδὴ γιὰ τὸ ὅτι φερόμασθε φιλάνθρωπα πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὸ ὅτι συγχωροῦμε καὶ ἐλεοῦμε καὶ ἀγαποῦμε τοὺς συνδούλους μας, δείχνοντας κάθε εὐσπλαγχνία καὶ συμπάθεια· γιατὶ ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς μᾶς προτρέπει, νὰ εἶσθε οἰκτίρμονες, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας σας στοὺς οὐρανοῦς εἶναι οἰκτίρμων.
 

Τὸ κατ᾽εἰκόνα τὸ κατέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάκλητα. Τὸ καθ᾽ὁμοίωσιν ὅμως εἶναι σπάνιο· (τὸ κατέχουν) μόνον οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ ἅγιοι, ποὺ μιμοῦνται τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ἂς ἀξιωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν ὑπεράγαθο φιλανθρωπία Του, ὅσοι Τὸν εὐαρεστήσαμε μὲ ἀγαθὲς πράξεις, καὶ ἂς μιμηθοῦμε ἐκείνους ποὺ εὐαρέστησαν ἀπὸ αἰώνων τὸν Χριστό· διότι σὲ Αὐτὸν άνήκει τὸ ἔλεος καὶ ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο, ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν.

πηγή: xristianos.gr

Εγώ είμαι τα πάντα για σένα. Τι άλλο θέλεις ;

Εγώ είμαι τα πάντα για σένα. Τι άλλο θέλεις ;

egv pathr


"Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τόν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον; Τοῦτο γάρ ἐστιν εἰς τὸν παρόντα βίον πονεῖσθαι. Τί εἰς πῦρ ξαίνεις; τί τῷ ἀέρι πυκτεύεις; "
(Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος - Περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ Προέλευση κειμένου: Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρος)


Μετάφραση: Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ᾖλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις; Γιατὶ ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾷ; Γιατὶ κοπιάζεις γιὰ τὸν κόσμο; Γιατὶ ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ καταπονῆσαι εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Γιατὶ λαναρίζεις τὴν φωτιά; Γιατὶ πυγμαχεῖς εἰς τὸν ἀέρα; Γιατὶ τρέχεις ἄδικα; Κάθε τέχνη δὲν ἔχει καὶ ἕνα σκοπόν; Εἰς τὸν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερόν. Δεῖξε μου καὶ σὺ τὸν σκοπὸν τῆς σπουδῆς εἰς τὴν ζωήν. (Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου ἀπόσπασμα ἐκ τῆς οστ΄ ὁμιλίας αὐτοῦ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον 24,16-31 {ΕΠΕ τόμ. 12, σελ. 34})

Πιστεύω στο Θεό αλλά η Εκκλησία δεν έχει νόημα

Πιστεύω στο Θεό αλλά η Εκκλησία δεν έχει νόημα


cba4add836531d2ad751b4163c1cda4d L

Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού


Πόσες φορές δεν ακούμε στην ζωή μας μέσα στον κόσμο την εξής κατηγορία: «Πιστεύω στο Θεό, αλλά νιώθω ότι η Εκκλησία δεν έχει να μου πει κάτι. Ο κλήρος της δεν μπορεί να με κάνει να πιστέψω, γιατί απέχει πολύ από αυτό που θέλει ο Χριστός». Προσέχουμε τι κάνουν οι ιερείς, πώς φέρονται, αν πορεύονται σύμφωνα με τα πρότυπα που έχουμε στη σκέψη μας γι’ αυτούς. Και όχι μόνο αυτό. Τα τελευταία χρόνια, μέσα από τα ΜΜΕ και την πολεμική που κατά καιρούς ασκείται κατά της Εκκλησίας, η συγκεκριμένη κατηγορία παίρνει διαστάσεις. Ενίοτε γίνεται και η τετριμμένη δικαιολογία στα χείλη των ανθρώπων, γιατί, παρόλο που δεν θέλουν να το παραδεχτούν, η συνείδησή τους τούς ελέγχει για το γεγονός ότι έχουν περιθωριοποιήσει το Θεό από τη ζωή τους. Δεν είναι όμως σε θέση να το παραδεχθούν με ειλικρίνεια. Έτσι, προσαρμόζονται στα δεδομένα ενός άθεου πολιτισμού, ο οποίος θεωρεί την θρησκευτική πίστη και ζωή, όπως αυτή εκφράζεται μέσω της Εκκλησίας, ως ιδιωτικό γεγονός και μάλιστα ξεπερασμένο για το σύνολο. Τα πρόσωπα είναι πάντοτε εύκολος στόχος, όταν δεν θέλουμε να ψάξουμε την ουσία στη ζωή μας.
 
Αυτή την κατηγορία, διατυπωμένη όμως με παράπονο και απογοήτευση και όχι με απόρριψη, εξέφρασε και ο πατέρας που έβλεπε το παιδί του να πάσχει από δαιμονικό πνεύμα και το έφερε στο Χριστό, λίγο μετά την Μεταμόρφωσή Του. Δεν θέλησε να το πάει πρώτα στον Κύριο, γιατί δεν Τον είδε ανάμεσά τους. Ο Χριστός κατέβαινε με τους τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, από το Θαβώρ. Οι υπόλοιποι μαθητές δεν μπόρεσαν να κάνουν καλά το παιδί με το δαιμονικό πνεύμα, παρότι ο Χριστός τους είχε δώσει την ευλογία να κηρύττουν το μήνυμα του Ευαγγελίου και να θαυματουργούν στο όνομά Του, όπως επίσης και είχαν δει τα δαιμόνια να υποτάσσονται σ’ αυτό το όνομα. Όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι μαθητές δεν μπόρεσαν να δώσουν στον πατέρα αυτό που επιζητούσε. Έτσι, εκείνος, όταν ο Χριστός εμφανίζεται ενώπιον όλων, του λέει  για το δαιμόνιο: «είπον  τοις μαθηταίς  σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν» (Μάρκ. 9, 18).
                Γιατί όμως δεν κατάφεραν οι μαθητές να εκδιώξουν το δαιμόνιο;

Η απάντηση βρίσκεται στα λόγια του Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζει τη γενιά των Ιουδαίων «άπιστη». ΟΙ μαθητές δεν ήταν μάγοι. Ήταν άνθρωποι που πίστευαν στο Χριστό. Δεν είχαν μέσα τους μαγικές δυνάμεις, ούτε ήταν θαυματοποιοί. Δεν έκαναν θαύματα κατά παραγγελίαν, ούτε ήταν επαγγελματίες οπαδοί ενός ξεχωριστού προσώπου.  Η σχέση του ανθρώπου με το Θεό δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο επίπεδο μιας μαγικής συναλλαγής. «Δώσε μου», για να πιστέψω. «Ικανοποίησέ μου την επιθυμία και το θέλημά μου κι εγώ θα είμαι κοντά Σου». Αυτή η στάση δεν έχει να κάνει με την πίστη, δηλαδή την εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και στον Θεό ως Πρόσωπο, αλλά ικανοποιεί την ανθρώπινη ιδιοτέλεια και ανάγκη να πετύχει στόχους στη ζωή. Όμως ο Θεός ζητά από εμάς πρωτίστως αγάπη και εμπιστοσύνη στο Πρόσωπό Του και όχι συναλλαγή.

εκκλησία παιδιά
               
Ταυτόχρονα, όταν οι μαθητές Του θα ρωτήσουν το Χριστό «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» (Μάρκ. 9, 28), ο Χριστός θα τους απαντήσει ξεκάθαρα ότι το γένος των δαιμόνων, η δύναμη του κακού, δεν εξέρχεται από την ανθρώπινη ύπαρξη παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία.

Η προσευχή είναι η σπουδαιότερη κίνηση εμπιστοσύνης του ανθρώπου προς το Θεό. Μέσα από την προσευχή η ύπαρξη αφήνεται σ’ Αυτόν που την αγαπά και αποδέχεται το θέλημά Του. Η νηστεία είναι ο μικρότερος ή μεγαλύτερος κόπος που καταβάλλει ο άνθρωπος για να μπορέσει να προσαρμόσει τη ζωή του στο Ευαγγέλιο και την Αλήθεια που αυτό φανερώνει, δηλαδή στο λόγο και τη ζωή που ο Χριστός μας διδάσκει. Η νηστεία είναι εκκοπή του θελήματός μας, είναι αλλαγή όχι μόνο διατροφής, αλλά κυρίως της επιθυμίας μας να ζούμε ελεύθερα, χωρίς όμως Θεό, και να απολαμβάνουμε τα πάντα.

             
Άρα, ο Χριστός απορρίπτει την μαγική λογική της ισχύος έναντι του κόσμου και έναντι του κακού.  Δείχνει στους μαθητές Του ότι δεν μπορούν με γνώμονα την αυτάρκειά τους και την προσωπική τους ικανότητα να σώσουν τον άνθρωπο και σωματικά και πνευματικά, αλλά μόνο δια της πίστεως σ’ Εκείνον. Κι αυτή η πίστη εκφράζεται μέσα από την προσευχή και τη νηστεία. Μάς δίνει ο Θεός, αλλά Εκείνος κρίνει τι και πώς και πότε. Ζητά όμως από εμάς, συγκαταβαίνοντας στις ανάγκες μας, να Του προσφέρουμε την εμπιστοσύνη, την προσευχή και τη νηστεία, δηλαδή να κάνουμε πράξη το θέλημά Του μέσα στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας.

            Κάθε φορά που ακούμε την κατηγορία εναντίον του κλήρου και ζητούμε μαγικά από το Θεό να μας δώσει στη ζωή μας ή ισχυριζόμαστε ότι μπορούμε να έχουμε σχέση με το Θεό εκτός της ζωής της Εκκλησίας, εκτός δηλαδή του τρόπου τον οποίον Εκείνος μας υπέδειξε, παραδίδουμε τον εαυτό μας στις δυνάμεις του κακού, που μας καταλαμβάνουν γιατί μας βρίσκουν δίχα Χριστού και δίχα Εκκλησίας στη ζωή μας. Είναι εύκολο να λιθοβολούμε πρόσωπα, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και τις επιλογές μας ή να λειτουργούμε στα πλαίσια του πολιτισμού μας, χωρίς Θεό και συνείδηση.  Όμως χωρίς την Εκκλησία και τη ζωή της, χωρίς την πίστη, την προσευχή και τη νηστεία, σώματος και ψυχής, ας μην περιμένουμε ότι  θα βρούμε λύτρωση από τις δυσκολίες που το κακό προξενεί τόσο στον κόσμο όσο και στη ζωή μας. Όχι γιατί ο Θεός δεν μπορεί να το καθυποτάξει και να μας δώσει ό,τι ποθούμε. Αλλά γιατί τότε θα προσέκρουε στην ελευθερία μας και στην ανάγκη να την αποδεικνύουμε καταβάλλοντας λίγο κόπο.
          
Αυτά όλα βεβαίως δεν δικαιολογούν συμπεριφορές και στάσεις ζωής από την μεριά των ταγών της Εκκλησίας που σκανδαλίζουν ή τραυματίζουν τους αδύναμους ανθρώπους. Όμως, όπως υπάρχουν τα κακά παραδείγματα, υπάρχει και ο τρόπος και ο δρόμος των Αγίων μας. Ας διδαχθούμε από αυτούς τουλάχιστον και ο Χριστός δεν θα μας αφήσει.


ΠΗΓΗ: pentapostagma.gr

Συντρίβοντας την βιτρίνα της υποκρισίας Εκτύπωση

Συντρίβοντας την βιτρίνα της υποκρισίας

Συντρίβοντας την βιτρίνα της υποκρισί

Απολαύστε το φρόνημα της αληθινής ταπείνωσης, όπως εκφράζεται από έναν άνθρωπο που έζησε για τον Θεό και μαζί με τον Θεό, τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο.

 Η Ορθοδοξία, μέσα από την θεραπευτική της, είναι ικανή να προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο την θεραπεία που χαρίζει ο Τριαδικός Θεός μας. Από την αυτογνωσία και το σωτήριο πένθος, μέχρι τον φωτισμό και την θέωση. Γιατί, ο Θεός δεν βλέπει τον αμαρτωλό ως νομικό παραβάτη, αλλά ως άνθρωπο ασθενή που έχει ανάγκη ιατρού.

Ακολουθεί απόσπασμα από την 25η πνευματική ομιλία του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.

«Σε εκείνους που υπάρχει ο Θείος νόμος, γραμμένος όχι με μελάνι και γράμματα, αλλά φυτεμένος μέσα στις καρδιές τους, αυτοί έχοντας φωτισμένα τα μάτια της ψυχής τους και επιθυμώντας πάντα όχι την αισθητή ελπίδα που φαίνεται, αλλά την αόρατη και νοητή, κατορθώνουν να υπερνικούν τα σκάνδαλα του πονηρού, όχι με τη δική τους δύναμη, αλλά με την ανίκητη δύναμη του Θεού. Εκείνοι όμως που δεν έχουν τιμηθεί με το λόγο του Θεού και δεν έχουν διδαχτεί από το Θείο νόμο, μάταια υπερηφανεύονται, γιατί νομίζουν ότι με τη δική τους θέληση μπορούν να καταργήσουν τις αφορμές της αμαρτίας, πράγμα που μόνο με το μυστήριο του Σταυρού μπορεί να συμβεί. Διότι, η ελευθερία που βρίσκεται στη δύναμη του ανθρώπου, υπάρχει για να αντιστρατεύεται το διάβολο, όμως δε μπορεί να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά πάνω στα πάθη […]

Αυτός λοιπόν που θέλει να γίνει μέτοχος της θεϊκής δόξας και να βλέπει μέσα στο νου του τη μορφή του Χριστού σαν σε καθρέπτη, οφείλει με στοργή ανικανοποίητη και αχόρταγη διάθεση, με όλη την καρδιά και την δύναμή του, νύχτα και ημέρα, να ζητάει με επιμονή τη βοήθεια του Θεού, γιατί σε αυτή τη θεϊκή δόξα είναι αδύνατο να συμμετάσχει, παρά μόνο, όπως προανέφερα, αφού απομακρυνθεί από την αγάπη του κόσμου, από τις επιθυμίες που φέρνει ο ίδιος ο διάβολος, που είναι ξένα προς το θείο φως και ενέργειες του πονηρού, και εντελώς ξένα και τελείως άσχετα προς το αγαθό.

Λοιπόν, αν θέλεις να μάθεις για ποια αιτία, ενώ δημιουργηθήκαμε με τιμή και κατοικούσαμε μέσα στον παράδεισο, στο τέλος καταταγήκαμε με τα ανόητα κτήνη και γίναμε όμοια με αυτά, αφού έχουμε εκπέσει από την άχραντη δόξα, μάθε ότι με την παρακοή, αφού γίναμε δούλοι των σαρκικών επιθυμιών, αποκλείσαμε τους εαυτούς μας από τη μακάρια χώρα των ζώντων και αφού  αιχμαλωτισθήκαμε, καθόμαστε και κλαίμε ακόμη «στα ποτάμια της Βαβυλώνας», και επειδή βρισκόμαστε ακόμα αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο «δεν έχουμε ακόμα κληρονομήσει τη γη της επαγγελίας», όπου «τρέχει μέλι και γάλα».

Δεν έχουμε ζυμωθεί ακόμα με το προζύμι της ειλικρινείας, αλλά βρισκόμαστε ακόμα ζυμωμένοι με το προζύμι της πονηρίας. Δεν  έχει ραντισθεί ακόμα η καρδιά μας με το αίμα του Θεού, διότι ο τόπος όπου κατοικεί ο Άδης και το αγκίστρι της κακίας είναι βαθιά μέσα σε αυτήν. Δεν έχουμε απολαύσει την αγαλλίαση που φέρνει η σωτηρία του Χριστού, διότι «το κεντρί του θανάτου» βρίσκεται ακόμα ριζωμένο μέσα μας. Δεν έχουμε ντυθεί ακόμα «τον καινούριο άνθρωπο, που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού για να ζει με δικαιοσύνη και οσιότητα», επειδή δεν έχουμε αποβάλλει «τον παλαιό άνθρωπο, αυτόν που φθείρεται, επειδή ακολουθεί τις επιθυμίες της απάτης».

Δεν έχουμε φορέσει ακόμα «την εικόνα του επουρανίου ανθρώπου», ώστε να γίνουμε «όμοιοι με την ένδοξη μορφή του». Δεν έχουμε προσκυνήσει «πνευματικά και αληθινά τον Θεό», επειδή κυριαρχεί «η αμαρτία στο θνητό μας σώμα». Δεν «έχουμε δει ακόμα την δόξα’’ του άφθαρτου Θεού, διότι ακόμα ενεργούμε καθοδηγούμενοι από το σκοτισμένο μυαλό μας […] Δεν έχουμε δοξαστεί ακόμα με τον Χριστό, γιατί δεν έχουμε συμπάθει με τον Χριστό. Δεν φέρουμε στο σώμα μας «τα σημάδια του πάθους» που θα έπρεπε, πλησιάζοντας το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού, διότι ακόμα κατεχόμαστε από τα σαρκικά πάθη και τις επιθυμίες μας.

Δεν έχουμε γίνει ακόμα «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού», διότι υπάρχει  ακόμα μέσα μας «το πνεύμα της δουλείας», και όχι η πίστη, ότι «είμαστε τέκνα του Θεού». Δεν έχουμε γίνει ακόμα ναός του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, διότι ακόμα είμαστε ναός ειδώλων και δοχείο πονηρών πνευμάτων, εξ αιτίας της ορμής που έχουμε προς τα διάφορα πάθη. Διότι πράγματι δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα τον τέλειο τρόπο ζωής και το φωτισμό στην διάνοιά μας […] Δεν έχουμε πληγωθεί από τον Θείο έρωτα και από την πνευματική αγάπη του Νυμφίου. Δεν έχουμε γνωρίσει την ανέκφραστη κοινωνία με το Θεό και τη δύναμη και την ειρήνη, που προέρχεται από τον αγιασμό μας.

Και για να ανακεφαλαιώσω όλα όσα προανέφερα, δεν έχουμε γίνει ακόμα «γένος εκλεκτό, ιεράτευμα βασιλικό, έθνος άγιο, ξεχωριστός λαός μέσα στην οικουμένη, επειδή ακόμα είμαστε «φίδια, και γεννήματα οχιών». Πως λοιπόν δε θα είμαστε φίδια, αφού δεν υπακούσαμε στο θέλημα του Θεού, αλλά βρισκόμαστε κάτω από την επίδραση εκείνης της παρακοής που έγινε με την μεσολάβηση του φιδιού;

 Για όλα αυτά λοιπόν δεν ξέρω πώς να θρηνήσω επάξια τη συμφορά μου· δεν ξέρω πώς να κλάψω και να φωνάξω δυνατά προς Εκείνον που μπορεί να με ελευθερώσει από την πλάνη που βρίσκεται μέσα μου […] Διότι, αν δεν εξολοθρεύσω τους εχθρούς που έχω μέσα μου, χρησιμοποιώντας όλα αυτά, δεν πρόκειται να μπω και να αναπαυθώ στο αγιαστήριο του Θεού, και ούτε να γίνω μέτοχος της δόξας του επουράνιου βασιλιά.

Φρόντισε να γίνεις γνήσιο τέκνο του Θεού και «να μπεις μέσα σε εκείνη τη μακαρία ανάπαυση»,«όπου πρώτος για τη δική μας χάρη μπήκε ο Χριστός». Φρόντισε να απογραφείς στην επουράνια εκκλησία μαζί με όλους τους αγίους, για να βρεθείς στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Υψίστου. Φρόντισε να μπεις μέσα στην άγια πόλη, στην άνω Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχει η ειρήνη και ο παράδεισος. Διότι αυτά τα θαυμαστά και μακάρια παραδείγματα δε μπορείς να αποκτήσεις με άλλο τρόπο, παρά μόνο αν χύσεις δάκρυα μέρα και νύχτα, όπως λέγει ο Ψαλμωδός· «θα λούσω κάθε νύχτα την κλίνη μου, με τα δάκρυα μου θα βρέξω το στρώμα μου» […] το άυλο και θείο πυρ συνήθως φωτίζει τις καρδιές και τις δοκιμάζει όπως δοκιμάζεται στο καμίνι το καθαρό χρυσάφι, αλλά κατακαίει την κακία όπως η φωτιά καίει τα αγκάθια και τις καλαμιές […]

 πηγή:exprotestant