Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Η ''ΘΕΟΛΟΓΙΑ'' ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (103 - N)
Ἀπό
αὔριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά ἔχωμε, ὡς γνωστόν, νέα ἀρχή τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Θά ἑορτάσωμε, ἑπομένως, ἐκκλησιαστική πρωτοχρονιά.
Αὐτό
ὀφείλεται κυρίως στόν λόγο ὅτι κατά τόν μῆνα αὐτόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ
διάφοροι ἑρμηνευταί, ἔχομε τήν ἀρχή τῆς ''συλλήψεως'' καί τῆς
''ἐγκυμοσύνης'' ὅλων σχεδόν τῶν καρπῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεως
λαμβάνει χώραν, τίς περισσότερες φορές, τόν μῆνα Μάρτιο. Ἀλλά καί
γενικώτερα κατά τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ συνάγομε τούς καρπούς, πού ἦσαν
βέβαια ἀσφαλῶς ἀποτέλεσμα τῶν παρελθόντων κόπων μας, γίνεται μία
ποικίλη ἐναλλαγή γύρω μας, ἡ γῆ ἀροτριᾶται καί γεωργεῖται ἐκ νέου, κλπ.
Ἐμεῖς δέ ξανασυμμαζευόμεθα ἐκ νέου, κλπ... Ἐνῷ, τήν 1η Ἰανουαρίου δέν
λαμβάνει χώραν καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή, οὔτε στόν καιρό, οὔτε στήν γῆ,
οὔτε σέ μᾶς.
Μέ
ἀφορμή ὅμως τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο θά
ἑορτάσωμε, ἄς ἀναφέρωμε κάποια στοιχεῖα γιά τόν χρόνο ἀπό ἀπόψεως
θεολογικῆς.
Ἀρχίζει
τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως λέγοντας: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός
τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γέν, Α´, 1). Οἱ ὅροι «οὐρανός» καί «γῆ»
εἰσήχθησαν πρός ἔκφρασιν ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος εἰς τήν μετάφρασι τῶν
Ο´, ἐλλείψει μονολεκτικῆς ἐκφράσεως στήν Ἑβραϊκή γλῶσσα, εἰς τήν ὁποίαν
πρωτογράφτηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη - ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστός
ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος -, διότι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ εἶναι τά
ἀμέσως ὁρατά εἰς πάντα ἄνθρωπον.
Κατά
τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Θεός ἐποίησε πᾶν τό ὁρατόν καί ἀόρατον, ὕλη
δηλαδή καί πνεῦμα, ἑπομένως ἐν τῷ οὐρανῷ πρέπει νά ἐννοήσωμε καί τούς
ἀγγέλους, πού εἶναι ἄϋλοι ὡς πρός ἐμᾶς.
Τώρα,
αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», εἰς τήν ἀρχήν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀκάκιος Καισαρείας,
εἶναι τό ἴδιον πρός τό «ἐποίησεν ὁ Θεός ἀρχήν τοῦ χρόνου καί τοῦ
κόσμου». Αὐτό τό «ἀρχῇ» σαφῶς καί ὑποδηλοῖ χρόνο. Καί ἐμεῖς ἄλλωστε στήν
καθημερινή μας ζωή ὅταν λέμε, ἐπί παραδείγματι, «σήμερα θά ἀρχίσω τήν
α´ ἐργασία, τήν τάδε ἐργασία», ὑπονοοῦμε ἀμέσως χρόνο ταυτόχρονα μέ τήν
ἐργασία.
Ἔτσι
λοιπόν στό βιβλίο τῆς Γενέσεως τίθενται δύο στοιχεῖα, ταυτοχρόνως. Τό
στοιχεῖο τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἡ Δημιουργία χωρίς τόν χρόνο εἶναι
ἕνα ἀκατανόητο πρᾶγμα. Δέν εὐσταθεῖ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου. Δέν νοεῖται ὁ
χρόνος χωρίς τόν χῶρο, οὔτε ὁ χῶρος χωρίς τόν χρόνο. Εἶναι καί τά δύο
ταυτόχρονα. Δέν ἔγινε δηλαδή τό ἕνα πιό μπροστά, ἔστω καί κατά
ἐλάχιστον, ἀπό τό ἄλλο.
Ὅπως
λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «ὄχι ἐν χρόνῳ, ἀλλά μετά τοῦ χρόνου ὁ Θεός
ἐστερέωσε - ἐδημιούργησε - τόν κόσμο». Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἤδη χρόνος
καί σέ κάποια στιγμή ξεκινᾶ ἡ Δημιουργία μετά. Συνεπάγεται δηλαδή ἀπό
τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι τό σύμπαν ἔχει ἀρχή.
Ὅλα
αὐτά λοιπόν, πού διετυπώθησαν πρίν τρισήμισυ περίπου χιλιάδες χρόνια
θεοπνεύστως ἀπό τόν Μωϋσῆ, τόν συγγραφέα τῆς Γενέσεως καί ὅλης βέβαια
τῆς Πεντατεύχου, μᾶς συνδέουν μέ τίς τελευταῖες ἀνακαλύψεις τῆς ὑγιοῦς
ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, ἀποδέχεται ὡς ἀρχή τοῦ χρόνου τήν στιγμή τῆς ἀρχῆς
τῆς δημιουργίας τῆς ὕλης.