Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου


Είμαι απόλυτα βέβαιος, έστω κι αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, ότι ο δυτικός Χριστιανισμός (Παπισμός και Προτεσταντισμός) θεολογικά συγγενεύουν περισσότερο με τον Μουσουλμανισμό, παρά με την Ορθοδοξία. Ήδη στην Δύση κυριαρχεί η άποψη του Προτεστάντου θεολόγου Harnack ότι η Ορθοδοξία είναι η ειδωλολατρική θεώρηση του Χριστιανισμού. Έτσι, στην όλη θεολογία και τον τρόπο ζωής, οι δυτικοί καταλαβαίνουν καλύτερα τους Μουσουλμάνους παρά τους Ορθοδόξους.

Στον Μουσουλμανισμό γίνεται λόγος για την μοναδικότητα του Θεού, και φυσικά για την ουσία Του, όπως αναπτύχθηκε στον μεταγενέστερο σουφισμό, με την ταυτόχρονη υποτίμηση του Χριστού, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αναπτυχθή η αγάπη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Αυτή η θεολογική θέση γίνεται αντιληπτή από τους δυτικούς Χριστιανούς, αφού και αυτοί μιλούν για την καθαρά ενέργεια του Θεού, για την ουσία Του, και όχι βέβαια για το πρόσωπο, με την έννοια και την σημασία που έχουν αναπτύξει οι Πατέρες του Δ’ αιώνος, οι οποίοι ταύτισαν το πρόσωπο με την υπόσταση. Στην Δύση επικρατεί μια ουσιοκρατία, αλλά και όπου γίνεται λόγος για πρόσωπο εννοείται ανυπόστατα, είναι ένας απλός περσοναλισμός. Έτσι, η οντολογία του προσώπου και οι διαπροσωπικές – υποστατικές σχέσεις είναι ακατανόητες από τους δυτικούς Χριστιανούς.

Έπειτα, το Κοράνιο διακρίνεται για τον ανθρωποκεντρισμό του και τον ρεαλιστικό και κοινωνικοπολιτικό του χαρακτήρα. Αργότερα, όμως, όταν στον Μουσουλμανισμό αναπτύχθηκε ο σουφισμός, δημιουργήθηκε ένας μυστικισμός που έχει σχέση με τον νεοπλατωνισμό. Οι δυτικοί διακρίνονται από την ίδια νοοτροπία, αφού έχουν κοινωνικοποιήσει το Ευαγγέλιο, το έχουν αποδεσμεύσει από τον οντολογικό του χαρκτήρα, και ακόμη κάνουν λόγο για μυστικισμό ανατολικού τύπου. Η ελληνορθόδοξη παράδοση επιμένει στην αντιμετώπιση των οντολογικών προβλημάτων, και, χωρίς να αλλοιώνη την θεολογία, τον λόγο περί Θεού, βλέπει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από γνήσια θεολογικά πλαίσια και έτσι δεν εκκοσμικεύει το μήνυμα της Αποκαλύψεως.

Επίσης, ο Μουσουλμανισμός επαγγέλλεται μια εγκοσμιοκρατική ευδαιμονία, την ικανοποίηση όλων των επιθυμιών και των αισθήσεων των πιστών, αλλά και μια ψυχική ευδαιμονία, μετά τον θάνατο, για τους πιστούς του Αλλάχ. Οι δυτικοί Χριστιανοί αντιλαμβάνονται καλύτερα αυτόν τον τύπο της ευδαιμονίας, παρά την ασκητική ζωή, την οποία έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ασκητική αποβλέπει στην υπέρβαση της ευδαιμονίας.

Την ίδια σχέση παρατηρούμε και σε άλλα θέματα, όπως στο θέμα των πηγών της Πίστεως. Για τον Μουσουλμάνο το Κοράνιο ταυτίζεται με την αποκάλυψη του Θεού, η δε λύτρωση του πιστού εξαρτάται από το βιβλίο αυτό και την ανάγνωσή του. Αυτήν την νοοτροπία συναντούμε και στους δυτικούς Χριστιανούς, κατά τους οποίους η Αγία Γραφή είναι ο λόγος του Θεού και η μοναδική πηγή της πίστεως, γι’ αυτό οι δυτικοί αντιλαμβάνονται καλύτερα την μουσουλμανική αντίληψη για την Αποκάλυψη και όχι την ορθόδοξη, κατά την οποία το Ευαγγέλιο δεν είναι η Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Επίσης, την σχέση μεταξύ δυτικών Χριστιανών και Μουσουλμάνων την βλέπουμε στο θέμα του πολέμου, της Θεοκρατίας κλπ., τα οποία δεν μπορούμε να θίξουμε εδώ ούτε και τηλεγραφικά.

Επαναλαμβάνω ότι την σχέση μεταξύ των Κρατών, των πολιτισμικών παραδόσεων και των Θρησκειών δεν πρέπει να την δούμε μόνον μέσα από πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά μέσα από θεολογικά πλαίσια. Γι’ αυτό σήμερα στην Ελλάδα πρέπει να δώσουμε μεγάλη προσοχή στην ιδιαιτερότητα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, και μάλιστα στην γνήσια έκφρασή της, και με αυτήν να θωρακίσουμε το Έθνος μας. Είναι αυτή που συνιστά την αρχοντιά μας, αλλά και αυτή που δεν μπορούνε να αντιληφθούν τόσο οι δυτικοί Χριστιανοί όσο και οι Μουσουλμάνοι και, συνεπώς, χαρακτηρίζει στην αυτοσυνειδησία μας.

ΠΗΓΗ: Ακτίνες, parembasis.

Η εν Χριστώ ελευθερία


της Μαρίας Κορνάρου
Η ελευθερία σήμερα μοιάζει να είναι το ζητούμενο. Βλέπουμε μέρα με τη μέρα να καταργούνται, επίσημα και ανεπίσημα, όλο και περισσότερα όρια, σταθερές και γενικά παραδεδεγμένες αλήθειες. Το αίτημα είναι να εκφραστεί ο άνθρωπος εντελώς «αδέσμευτα» χωρίς να μπαίνει τίποτα ανάμεσα σε εκείνον και τα θέλω του. Να διαμορφώνει τα πιστεύω του, όπως εκείνος κρίνει. Χωρίς υποδείξεις, αυθεντίες, χωρίς καν γενετικά προκαθορισμένες καταστάσεις. Καμία άφευκτη μοίρα. Μονάχα ελευθερία, οικονομική, πολιτική, της σκέψης, της έκφρασης, ελευθερία σεξουαλική, ηθική… Ο άνθρωπος όταν θα μπορεί να θέλει οτιδήποτε, και να κάνει ό,τι και όσα θελήσει, όταν θα απολαμβάνει την ελευθερία της βούλησής του χωρίς κανένα κοινωνικό φραγμό ή ηθική δέσμευση, τότε μόνο θα είναι ευτυχισμένος, αληθινά ελεύθερος.
Η ιδεολογία αυτή που έχει καταπιεί τον κόσμο δε θα μπορούσε να κερδίσει ποτέ έναν συνειδητό Ορθόδοξο Χριστιανό. Γιατί η πίστη μας είναι η μόνη που παραδέχεται ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, και η πνευματική ζωή είναι ο μόνος δρόμος για να ανακαλύψει ο άνθρωπος την ελευθερία με την οποία γεννήθηκε, το κατ’ εικόνα Θεού που φέρει μέσα του. Όταν ανακαλύψει αυτή την ελευθερία, να την κατευθύνει στον προορισμό της, που είναι η ομοίωση του Θεού. Αυτή η δυνατότητα μας δίνεται από τους κανόνες της Εκκλησίας, που συνενώνουν εις ένα τους πιστούς, από την υπακοή στον πνευματικό, που φανερώνει το θέλημα το Θεού, και από την παράδοση των Αγίων, που φανέρωσαν ο καθένας την παρουσία του Χριστού στη γη. Μόνο υπό το πρίσμα της ελευθερίας, μπορεί να υπάρχει Θεός αγάπης. Αλλιώς, αν δεν ήταν ελεύθερος ο άνθρωπος, θα έπρεπε ο κάθε «θεός» που πιστεύουν οι θρησκείες να είχε ως τώρα αναγκάσει όλους να τον λατρεύουν. Ποιος Θεός αγάπης δε θα ανάγκαζε να τον λατρεύουν οι πάντες, ώστε να μην κολαστούν; Βλέπουμε πώς καταρρέει κάθε πλανεμένη «θεολογία» και κάθε αίρεση, μπροστά στην αλήθεια της εν Χριστώ ελευθερίας.
Πολλοί πιστοί της κοσμικής ελευθερίας όπως την εκθέσαμε πιο πάνω, γελούν όταν ακούν κάτι τέτοια. Οι Χριστιανοί είναι ανελεύθεροι! Αφού το πρώτο που μαθαίνουν τί είναι; Η υπακοή. Κάνουν όλοι τα ίδια, νηστείες, προσευχές, δεν έχουν καμία προσωπικότητα. Ειδικά ο μοναστικός βίος, δύσκολα χωρά στα κοσμικά μυαλά. Τους φαίνονται ότι είναι δούλοι οι μοναχοί, που όλη μέρα κάνουν έργο για την Εκκλησία, ούτε φεύγουν ποτέ, μονάχα την υπακοή γνωρίζουν. Λείπει η πνευματική όραση. Αντικρύζουν την μοναστική πολιτεία, που μαρτυρεί τα δικαιώματα που’χουν οι άνθρωποι στην πολιτεία των αγγέλων, και εκείνοι κολλάνε στα υλικά και τα τυπικά. Αυτό που στην πραγματικότητα αποστρέφονται, δεν είναι η υπακοή, αλλά η ταπείνωση που η υπακοή φανερώνει. Αυτή συκοφαντούν. Ονομάζουν σκλαβιά την ελευθερία, και τη δουλεία το πνεύματος τη λένε λεφθεριά.
Η ελευθερία, όμως, είναι τρόπος του υπάρχειν. Χρειάζεται σταθερές για να αναπτυχθεί, μαραίνεται όταν εκτονώνεται πέρα-δώθε χωρίς κανένα προσανατολισμό ή σκοπό. Η εντύπωση ότι είμαστε αυτόνομοι και αυτοκαθοριζόμενοι, είναι απλά εντύπωση, όχι αλήθεια. Οι αποφάσεις της ζωής υπαγορεύονται από κοινωνικά πρότυπα, από πιέσεις, από τα πάθη μας που επιζητούν ικανοποίηση και προβολή. Ακόμη και η άρνηση των κοινωνικών προτύπων, διαμορφώνεται τελικά με βάση το κοινωνικό πρότυπο. Ο άνθρωπος πάντα σε κάτι θα συμμορφωθεί, ανταλλάσσοντας την ελευθερία του με την αποδοχή. Η ζωή μας καθορίζεται από τις αδυναμίες μας και τις αποφάσεις των άλλων. Μία βόλτα να κάνουμε στην πόλη, μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε; Έτσι νιώθουμε, μα στ’ αλήθεια μπορούμε μόνο ν’ ακολουθήσουμε τους δρόμους, που άλλοι σχεδίασαν για εμάς. Έχουμε την ψευδαίσθηση της επιλογής, ενώ δρούμε πάντοτε σε πλαίσια προκαθορισμένα. Ακόμη και όσοι νομίζουν ότι αλλάζουν τις συνθήκες με τις οποίες γεννήθηκαν, δεσμεύονται από τη βούληση και την ανοχή του Θεού στις προσπάθειές τους. Συχνά δε, μπαίνει στο δρόμο ο πειρασμός, και σπαταλά ο άνθρωπος τη ζωή του κυνηγώντας χίμαιρες, ξεγελασμένος ότι εκφράζει την ελευθερία του…
Όσοι βαδίζουν στο δρόμο του Θεού, καθώς αγωνίζονται, κάποια στιγμή καταλαβαίνουν ότι έχουμε στ’ αλήθεια, δύο μόνο επιλογές: ή το Χριστό, ή όχι. Όλα όσα νομίζουμε ότι μας αρέσουν, ότι μας εκφράζουν, ότι είναι σωστά, εάν επιμείνουμε στα λόγια του Κυρίου κάποια στιγμή θα ξεθωριάσουν. Θα καταρρεύσουν σιγά-σιγά μέσα μας όλα τα είδωλα, όλες οι ψεύτικες ελπίδες και τα παινέματα του κόσμου. Θα μείνει μονάχα η πίστη μας, η πίστη που γεμίζει τον άνθρωπο, που επισφραγίζει την ελευθερία μας με την μόνη αληθινή επιλογή, που είναι ο Χριστός.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Η κάρτα του ουρανοπολίτη»


Η πόλις των Πατρών εόρτασε την Τρίτη, 30 Δεκεμβρίου 2010 με κάθε μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και εκκλησιαστική τάξη την επέτειο της Ιεράς Μνήμης του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Αγίου Ανδρέου.
Χιλιάδες πιστών από διάφορα μέρη της Χώρας μας παρακολούθησαν τις θρησκευτικές εκδηλώσεις του διημέρου.
Στο κάλεσμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου ανταποκρίθηκαν δεκαπέντε Μητροπολίτες οι οποίοι τέλεσαν το πρωί στον Νέο περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο.
Ομίλησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος ανέγνωσε μήνυμα του ασθενούντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Παρακάτω παραθέτουμε την ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου:
(Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέου Πατρών, 30-11-2010)
Είναι τιμή και ευλογία να ομιλή κανείς σήμερα, αυτήν την ημέρα στον μεγαλοπρεπέστατο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου, στην ετήσια μνήμη του Πρωτοκλήτου Αποστόλου, ο οποίος είναι το καύχημα της πόλεως των Πατρών, αλλά και όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μάλιστα να ομιλή ενώπιον πολυπληθούς εκκλησιάσματος, που αποτελείται από άρχοντες και αρχομένους, από τον ευλαβή λαό του Κυρίου, σε αυτήν την ευχαριστιακή σύναξη, που συλλειτουργούν πλειάδα Ιεραρχών και Κληρικών.
Αυτήν την τιμή, την οποία αισθάνομαι δυνατά μέσα μου, την οφείλω, πέρα από τον Θεό και τον άγιο Ανδρέα και στον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, τον πολυαγαπητό εν Χριστώ αδελφό που μου ανέθεσε αυτήν την διακονία και ο οποίος είναι κόσμημα αυτής της Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την σύνεσή του, την αγάπη του στον Θεό και την Εκκλησία, την κενωτική διακονία του και τον ιεραποστολικό του ζήλο. Τον ευχαριστώ εκ καρδίας.
1. Οι τρεις πορείες
Σκεπτόμενος την μεγάλη μορφή του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, αναλογίζομαι τις τρεις μεγαλειώδεις πορείες που πραγματοποίησε στην ζωή του. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κάνουν πορείες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να εκφράσουν τα δίκαια αιτήματά τους. Και ο άγιος Ανδρέας έκανε τρεις μεγαλειώδεις πορείες, τις οποίες θα αναφέρω.
Η πρώτη πορεία του ήταν προς τον Τίμιο Πρόδρομο και μπορεί να τιτλοφορηθή αναζήτηση. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος ευρισκόμενος στην έρημο του Ιορδάνου, κήρυττε την μετάνοια, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Έτσι, ο άγιος Ανδρέας ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που αναζητούσαν την έλευση του Χριστού.
Είχε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Στους Ψαλμούς του Δαυίδ είναι γραμμένο: «αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ , 6). Ανήκε, λοιπόν, στην γενιά που αναζητούσαν τον Χριστό, για να τους ελευθερώση από τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες ζούσαν.
Η δεύτερη πορεία του αγίου Ανδρέου ήταν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Χριστό και μπορεί να χαρακτηρισθή ως εύρεση.  Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Τίμιος Πρόδρομος. Ήταν ένας Προφήτης, που έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, που είχε λάβει το Άγιον Πνεύμα από την κοιλία της μητέρας του, ενώ ήταν έξι μηνών βρέφος.
Αυτή η ανακάλυψη φαίνεται καθαρότερα στον λόγο που απηύθυνε ο Πρωτόκλητος Ανδρέας στον αδελφό του Σίμωνα-Πέτρο. Του είπε: «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. α , 42). Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του Πρωτοκλήτου.
Ο Αρχιμήδης όταν βρήκε έναν νόμο της φύσεως φώναξε σαν τρελός «εύρηκα, εύρηκα». Ο άγιος Ανδρέας δεν βρήκε έναν νόμο της φύσεως, αλλά τον δημιουργό της φύσεως, τον Χριστό. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια δεν είναι «τι», πράγμα, αντικείμενο, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά «τις», πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεού. Κατά τον ιδεαλισμό η αλήθεια είναι μια ιδέα –«εν αρχή ην η ιδέα». Για τον υλισμό η αλήθεια είναι η ύλη –«εν αρχή ην η ύλη». Για τον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο –«εν αρχή ην ο Λόγος» (Ιω. α , 1).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «τούτο το ρήμα ψυχής εστιν ωδινούσης την παρουσίαν του Σωτήρος και προσδοκώσης την άφιξιν άνωθεν και περιχαρούς γεγενημένης μετά το φανήναι το προσδοκώμενον». Ας προσέξουμε τα ρήματα «ωδινούσης»  και «προσδοκώσης» ψυχής. Πρόκειται για έναν πόνο εσωτερικό, για μια γέννα, αλλά και για μια νοσταλγία. Γίνεται λόγος για σπέρμα πνευματικό που εισέρχεται στην καρδιά του ανθρώπου και κυοφορεί πνεύμα σωτηρίας. Δεν ενδιέφεραν τον άγιο Ανδρέα επίγειες χαρές, αλλά ουράνιες προσδοκίες. Ωδινούσε για την έλευση της Βασιλείας των Ουρανών.
Στην πορεία αυτή του αγίου Ανδρέου εξαίρεται η σημαντική παρουσία του Τιμίου Προδρόμου. Ήταν ο Πνευματικός Πατέρας και διδάσκαλός του, αλλά δεν τον κράτησε για τον εαυτό του, δεν ήθελε να τον κάνη οπαδό του, αλλά του άνοιξε τον δρόμο για τον Χριστό. Είπε δε εκείνον τον εκπληκτικό λόγο: «αυτόν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. γ , 30). Ήθελε να εξαφανισθή μπροστά στην παρουσία του Χριστού.
Η τρίτη πορεία του αγίου Ανδρέου είναι η πορεία από τον Χριστό προς τον Σταυρό και μπορεί να χαρακτηρισθή πορεία προς την δόξα. Μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στον Χριστό, έζησε την οδύνη του Σταυρού και την χαρά της Αναστάσεως του Χριστού, έλαβε το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής και στην συνέχεια εξήλθε σε όλον τον κόσμο για να κηρύξη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού και αυτό το έκανε έως την ημέρα του μαρτυρίου του, εδώ στην Πάτρα.
Έτσι, ο άγιος Ανδρέας από την μικρή Παλαιστίνη εξήλθε σε ολόκληρο τον κόσμο, από μια μικρή επαρχία ταξίδευσε, με τα πενιχρά μέσα της εποχής εκείνης, στην Οικουμένη, από δουλοπάροικος που ήταν, αφού η Παλαιστίνη ήταν υπόδουλη στους Ρωμαίους, έγινε ελεύθερος εν Χριστώ και μαζί με τoύς άλλους Αποστόλους συνετέλεσαν στο να μεταμορφώσουν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε χριστιανική αυτοκρατορία, που ανέδειξε τέτοιον πολιτισμό. Ο ίδιος δε ίδρυσε την Εκκλησία στο Βυζάντιο και γι’ αυτό θεωρείται ως ο προστάτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Διερωτάται κανείς: Ποιά ήταν η δύναμη του αγίου Ανδρέου και των άλλων Αποστόλων για να κάνουν αυτήν την μεγαλειώδη πορεία που συνδέεται με την αναζήτηση, την εύρεση και την δόξα; Ασφαλώς η πίστη στον Χριστό, που δεν είναι μια αφηρημένη ιδεολογία, αλλά σχέση και κοινωνία μαζί Του.
Γιατί, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η πίστη είναι ενυπόστατη, «Χριστόν είναι φαμέν την ενυπόστατον πίστιν», και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η πίστη είναι «νόησις και όρασις καρδίας». Τελικά η πίστη είναι σχέση και κοινωνία με τον Χριστό.
Έτσι, ο άγιος Ανδρέας έκανε τρεις θαυμαστές πορείες. Η μία προς τον Προφήτη της μετανοίας, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η δεύτερη προς τον Χριστό, τον εναθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, και η τρίτη προς την Οικουμένη, την τότε κοινωνία, που οδήγησε προς την σταυρική θυσία και την ουράνια πολιτεία. Με αυτές τις πορείες, που είναι επαναστατικές, έγινε ουρανοπολίτης.
2. Η δική μας πορεία
Η περίπτωση του αγίου Ανδρέου υποδεικνύει σε μας να κάνουμε παρόμοιες πορείες σε δύο σημεία.
Το πρώτον είναι στο να βγούμε από την φιλαυτία μας και να οδηγηθούμε στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Αυτό ουσιαστικά έκανε ο άγιος Ανδρέας, αφού βγήκε από τον εαυτό του, αγάπησε τον Χριστό και στην συνέχεια αγάπησε όλο τον κόσμο.
Φιλαυτία είναι το κλείσιμο μέσα στον εαυτό μας, είναι η άλογη φιλία προς το σώμα μας, η κυριαρχία της ευδαιμονίας, η φυλακή στην αυτάρκειά μας. Αυτή είναι μια φρικτή φυλακή και γεμίζει τον άνθρωπο με φοβία, ανασφάλεια, υπαρξιακό κενό, ψυχική και πνευματική μοναξιά, αλλά και μια ψυχική αναπηρία και υπαρξιακή αυτοκτονία.
Είπε κάποιος ότι κόλαση είναι το να είναι κανείς κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και να τον περιβάλλουν από παντού παραμορφωτικά κάτοπτρα και να βλέπη συνεχώς τον εαυτό του. Έτσι, η κόλαση ταυτίζεται με την φιλαυτία, το να μην μπορή κανείς να δη πέρα από τον εαυτό του.
Η απελευθέρωση από την κόλαση της φιλαυτίας οδηγεί τον άνθρωπο στην φιλοθεΐα, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε ο άνθρωπος εξίσταται από τον εαυτό του και ζη για τον Χριστό, γεμίζει από αγάπη, πληρούται ο εσωτερικός κόσμος του από φως και ζωή. Το επόμενο δε βήμα είναι η φιλανθρωπία, δηλαδή η αγάπη για κάθε άνθρωπο, που είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού.
Όποιος αγαπά τον Θεό, αγαπά οπωσδήποτε και τον συνάνθρωπο, τον οποίο θεωρεί αδελφό του. Και είναι γνωστός ο πατερικός λόγος: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν σου», όπως είναι γνωστός και ο λόγος του οσίου Ισαάκ του Σύρου ότι η αγάπη είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης κτίσεως».
Το δεύτερο σημείο που εξάγεται από την ζωή του αγίου Ανδρέου είναι ότι όταν κανείς οδηγήται με την βοήθεια κάποιου Προφήτη προς τον Χριστό, ο οποίος είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων, τότε λαμβάνει ζωή που είναι υπέρβαση του θανάτου και δεν φοβάται τίποτε, δεν διακατέχεται από φοβίες, είναι ελεύθερος απ’ όλα, δεν φοβάται ούτε τον θάνατο.
Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο άγιος Ανδρέας: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι , 28).
Μέσα από αυτήν την πίστη ο άγιος Ανδρέας αψήφισε τον θάνατο και έγινε παγκόσμιος, ουράνιος άνθρωπος, ατρόμητος εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος εξέφραζε αυτήν την κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η , 38-39). Είχε μέσα του τον Χριστό και δεν τον διακατείχε κανένας φόβος.
Είναι θαυμάσιο το χωρίο της προς Διόγνητον επιστολής του β  αἰ­ῶ­νος που εκφράζει την πίστη των πρώτων Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων γράφεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πανθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη».
Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν πατρίδες, αλλά στην πραγματικότητα ζουν ωσάν να είναι πάροικοι, μετέχουν στην κοινωνική ζωή ως πολίτες, αλλά όλα τα υπομένουν ωσάν να είναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τον θεωρούν πατρίδα τους, και την πατρίδα τους την θεωρούν ως ξένη. Άλλωστε, «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ , 20).
Και αυτό συμβαίνει γιατί, πάλι κατά την προς Διόγνητον επιστολή, οι Χριστιανοί «επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους». Δηλαδή, ζουν στην γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό, υπακούουν στους νόμους της Πολιτείας, αλλά με την ζωή τους υπερβαίνουν τους νόμους.
Είναι εξόχως καταπληκτικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που λέγει ότι ο Χριστιανός δεν είναι απλώς «πολίτης» του κόσμου αυτού, αλλά είναι «οδίτης» προς το ουράνιο πολίτευμα.
Και γράφει: «μη είπης· έχω τήνδε την πόλιν και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστίν. Τα παρόντα οδός εστίν». Δηλαδή, οι Χριστιανοί θεωρούν ως πραγματική τους πόλη τον ουρανό, ήτοι την μετοχή της δόξης του Θεού και διαρκώς πορεύονται προς αυτήν την ένδοξη πόλη. Έτσι, στην πραγματικότητα είμαστε «οδίτες» προς την ουρανούπολη. Και αυτό συνδέεται με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ , 14). Είμαστε «ουρανοδρόμοι» και «ουρανοπολίτες».
Παρά ταύτα, εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, τα νεώτερα αδέλφια τέτοιων μεγάλων αγίων και οικουμενικών διδασκάλων, αν και έχουμε τέτοιους αγίους, όπως τον άγιο Ανδρέα, ζούμε πολύ φτωχά, είμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρό εχθρό, ακόμη και την σκια μας, είμαστε φυλακισμένοι στην φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στα στενά κελλιά του εαυτού μας, διακατεχόμαστε από ανασφάλεια.
Φοβόμαστε τον διπλανό μας, αφού τον κάθε άνθρωπο τον θεωρούμε απειλή της ύπαρξής μας, φοβόμαστε τον διάβολο, τον Αντίχριστο, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε στους αγίους, γιατί όποιος συνδέεται με τον Χριστό και αγαπά τους αδελφούς του δεν μπορεί να φοβάται κανέναν, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α  Ἰ­ω. δ , 18).
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος ενός λογοτέχνη που μιλά για τον σύγχρονο αγχώδη άνθρωπο και τον συγκρίνει με τον Φώτη Κόντογλου, τον γνωστό Χριστιανό καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνεόταν από την αγάπη του Θεού. Γράφει:
«Στο δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες: νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν η θα πεθάνουν. Σαν τα πρόβατα, σαν τις όρνιθες, καταχτυπούν μια στιγμή τις σκόνες και τα πεζοδρόμια κι ύστερα θα χαθούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες: τούτος δεν θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή, πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα εφήμερη ζωή και την κάνει αθανασία… τα μάτια του λάμπουν κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…” η “Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία…”. Κι η πίκρα ξορκίζεται κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον παράδεισο».
Έτσι ζουν οι άγιοι, χωρίς φοβίες, χωρίς ανασφάλειες, αλλά με την δύναμη και την πληρότητα της ζωής. Με τον τρόπον αυτό αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, αλλά με τον ίδιο τρόπο υπερβαίνουν θαρραλέα και τον φόβο του θανάτου.
Αγαπητοί μου,
Πολλοί μας ρωτούν για την κάρτα του πολίτη που ετοιμάζεται. Βεβαίως, θα αποφανθή για το θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος, όπως ήδη ασχολείται. Τα επίλεκτα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μερικά από τα οποία είναι παρόντα σήμερα στην πανηγυρική αυτή θεία Λειτουργία, έχουν βαθειά αίσθηση της ευθύνης, διαθέτουν εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξη συνείδηση και θα αποφανθούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για το θέμα αυτό. Και εμείς πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην Ιερά Σύνοδο, δεν είμαστε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ , 36).
Όμως, εκείνο που χρειάζεται επειγόντως είναι να λάβουμε «την κάρτα του ουρανοπολίτη». Οι άγιοι, όπως ο άγιος Ανδρέας, πορεύθηκαν την οδό προς την ουράνια πόλη, υπερβαίνοντας όλες τις αντίξοες συνθήκες στην ζωή τους και μάλιστα αντιμετώπισαν, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μια σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε σύμβολα ειδωλολατρικά και λάτρευε τον αυτοκράτορα ως θεό. Οι άγιοι έλαβαν την κάρτα του ουρανοπολίτη, έγιναν ουρανοπολίτες.
Και εμείς πρέπει να τους μιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεόμαστε με τον Χριστό, να χαραχθή το όνομα του Χριστού στην καρδιά μας, σύμφωνα με τον λόγο της Αποκαλύψεως «και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ  α­το εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ , 1).
Αυτό δε το όνομα του Αρνίου και του Πατρός του στο μέτωπο του πιστού Χριστιανού δηλώνει, κατά τον Αρέθα Καισαρείας, «ως τω θείω φωτί του προσώπου αυτού του θείου σφραγίζονται, δι’ ου τοις αντιτίμοις επί τούτου και ολεθρίοις δαίμοσι φοβεροί γίνονται». Τότε θα ισχύη ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κόσμω» (Α  Ἰ­ω. δ , 4).
Ζώντας αυτήν την εν Χριστώ ζωή στην Εκκλησία, δεν θα φοβόμαστε κανέναν, θα είμαστε ελεύθεροι εν Χριστώ, θα πορευόμαστε από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από το μικρό περιβάλλον στο οποίο ζούμε θα ανοιγόμαστε στην παγκοσμιότητα και θα γίνουμε ουρανοπολίτες. Δεν θα βασανιζόμαστε από την «μένουσαν πόλιν», με όλα τα πτωτικά της φαινόμενα, αλλά θα εμπνεόμαστε από την «μέλλουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ , 14) «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. ια , 10).

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΦΟΒΗΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ


Λουμπάση Γεωργίου
Φιλολόγου-Γλωσσολόγου

Σήμερα γίνεται εὐρύτατα λόγος γιὰ ἕνα διεθνὲς περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο οἱ λαοὶ τῆς γῆς προσεγγίζουν ὁλοένα καὶ περισσότερο ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀποβάλλοντας συστατικὰ καὶ γνωρίσματα ποὺ κληροδότησε τὸ παρελθὸν γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά. Μέσα ἀπὸ ἀλλαγὲς οἱ ὁποῖες συντελοῦνται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς, δημόσιας καὶ ἰδιωτικῆς, προκύπτει βαθμηδὸν ἕνα νέο κράμα κοινωνίας: εἶναι κοινωνία ἀπρόσωπη, χωρὶς συγκεκριμένους προσανατολισμοὺς διαχρονικῆς ἀξίας, δίχως τὴ σφραγίδα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὄντος λογικοῦ μὲ συνειδητὲς ἐπιλογὲς οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ τῆς ἰδιοσυστασίας λαῶν καὶ ἀτόμων. Εἶναι ὅμως ἡ παγκοσμιοποίηση δεδομένο ἢ μήπως ἐνδεχόμενο;
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαντήσει κάποιος μὲ διάφορους τρόπους χρησιμοποιώντας μάλιστα πειστικὰ ἐπιχειρήματα. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα αἴρεται μόνον ὅταν θελήσουμε νὰ εἰσδύσουμε στὴν οὐσία τοῦ προβλήματος. Μποροῦμε π. χ. νὰ περιγράψουμε μὲ τρόπο ἀκριβῆ ὅσο καὶ γλαφυρὸ τὴ σημερινὴ παγκόσμια κοινωνία ἡ ὁποία ἀπολαμβάνει πλῆθος ἀγαθῶν, ἔχει στὴν ὑπηρεσία της ἐπιστημονικὰ καὶ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα ἀσύλληπτα γιὰ τὸν κοινὸ νοῦ μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ὁραματίζεται ἕνα κοντινὸ μέλλον στὸ ὁποῖο τίποτε δὲν θὰ εἶναι ἀκατόρθωτο. Εἴμαστε συγχρόνως σὲ θέση νὰ διαπιστώσουμε πὼς στὶς μέρες μας ἔχουν ἀναπτυχθεῖ καὶ διαμορφωθεῖ πάνω στὸν πλανήτη μας δυνάμεις καὶ σχηματισμοὶ ποὺ μποροῦν νὰ ἐπιβάλλουν μιὰ ἄποψη καὶ νὰ παγιώνουν καταστάσεις, νὰ ἀντιμετωπίζουν ἀπειλὲς καὶ νὰ κονιορτοποιοῦν ἀντιπάλους, νὰ περιφρονοῦν κινδύνους καὶ νὰ ὑψώνουν τρόπαια. Ἔχουμε ὅμως πείρα καὶ τῶν δεινῶν ποὺ σωρεύονται: ἀποξένωση τῶν ἀνθρώπων μὲ παράλληλη διάρρηξη τῶν μεταξύ τους σχέσεων, ἀπομάκρυνση ἀπὸ ἀξίες οἱ ὁποῖες ἦταν ἀνέκαθεν σταθερὸς ὁδοδείκτης τῆς ἀνθρωπότητας, καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἐξ αἰτίας τῆς βουλιμίας μὰ καὶ τῆς ἀφροσύνης τῆς ἐποχῆς μας.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἀκόμη ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ θυμηθεῖ εἶναι πτυχὲς τῆς σημερινῆς παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ὅμως, ὁ πυρήνας τοῦ θέματος βρίσκεται σὲ ἄλλο σημεῖο: στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος τείνει νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τὰ ὑπόλοιπα ὄντα, καθὼς χάνει τὰ γνωρίσματά του ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὂν μὲ ἀξία ἀνεκτίμητη. Πρόκειται γιὰ πορεία πτώσης καὶ κατάπτωσης, τὴν ὁποία δὲν ἐπιλέγει αὐτοβούλως καὶ ἀσμένως τὸ ἄτομο – θὰ ἦταν παράδοξο νὰ συνέβαινε αὐτό. Σχεδιάζεται, ἐξυφαίνεται καὶ ἐπιβάλλεται ὡς ὁ μόνος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἔργο ἐκείνων οἱ ὁποῖοι καὶ συμφέρον ἔχουν καὶ τὴν ἀπαιτούμενη δύναμη διαθέτουν γιὰ τὴν ἐπιβολή της. Οἱ ὑπόλοιποι, τὸ μέγα πλῆθος, εἴτε ὡς ἄτομα εἴτε ὡς σύνολα (λαῶν, κοινωνιῶν) πειθαναγκάζονται, ὑποκύπτουν καὶ ἀκολουθοῦν. Παρηγοροῦνται μὲ τὴ σκέψη ἢ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ νέα κατάσταση ποὺ τὴν ὀνόμασαν παγκοσμιοποίηση θὰ φέρει καλύτερες ἡμέρες στὴ ζωή τους. Νιώθουν νὰ εἶναι ἐγκλωβισμένοι, δεσμῶτες χωρὶς δυνατότητα διαφυγῆς ἢ ἄλλης ἐπιλογῆς.
Μιὰ ἁπλῆ ὅμως ὅσο καὶ εὔκολη κίνηση θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀλλάξει τὴν πορεία τῶν πραγμάτων. Ἐπιστροφὴ στὸ παρελθὸν καὶ ἀναδίφησή του διδάσκει ὅτι στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλοτε εἶχε διαμορφωθεῖ μιὰ κοινωνία παγκόσμια, μὲ χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, δὲν διέφεραν πολύ ἀπὸ αὐτὰ τῆς ἐποχῆς μας. Ἦταν τότε ποὺ ἡ Ρώμη εἶχε κυριαρχήσει καὶ εἶχε ἐπιβάλει στοὺς κατακτημένους λαοὺς τὸ πρότυπο τῆς ρωμαϊκῆς ζωῆς. Ἦταν ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν Μονογενῆ.
Ἡ Ρώμη τότε εἶχε κυριαρχήσει σὲ ὁλόκληρη σχεδὸν τὴν οἰκουμένη. Η αυτοκρατορία τὴν ὁποία εἶχε συστήσει παρεῖχε στοὺς ὑπηκόυς της τὴν αἴσθηση πλήρους κρατικῆς εὐημερίας. Ἡ ρωμαϊκὴ εἰρήνη (pax romana), ὰποδιδόμενη στὸν αὐτοκράτορα, εἶχε περίπου θεοποιηθεῖ, ἀφοῦ βωμός της στὴν πρωτεύουσα τῆς  αὐτοκρατορίας ὑπενθύμιζε σὲ ὅλους τὸ ἱερὸ χρέος ποὺ εἶχαν. Σὲ ἄλλες πόλεις τοῦ ἀχανοῦς κράτους κυρίαρχα στοιχεῖα ἦταν ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ λαμπρότητα, τὰ ἐπιβλητικὰ σὲ ὄγκο κτήρια, ἡ ρυμοτομία καὶ ὁ φωτισμός, τὰ κέντρα διασκεδάσεως, ἡ ἔντονη πνευματικὴ κίνηση. Ἡ εἰκόνα αὺτὴ τῆς συνολικῆς ὑλικῆς εὐημερίας συμπληρωνόταν μὲ τὴν εὐχαρίστηση τὴν ὁποία αἰσθάνονταν ὡς ἄτομα οἱ ὑπήκοοι τῆς Ρώμης λόγω τῆς εἰρήνης ποὺ εἶχε παγιωθεῖ καὶ τῆς ἀρραγοῦς ἑνότητας τῆς αὐτοκρατορίας.
Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐξαιρετικὰ εὐνοϊκὲς συνθῆκες πλοῦτος πολὺς εἶχε κάμει τὴν ἐμφάνισή του. Ὅμως οἱ φτωχοὶ καὶ πολλοὶ ἦσαν καὶ σὲ μεγάλη δυστυχία ζοῦσαν. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ πλουσίων καὶ φτωχῶν ἦταν μεγάλη. Οἱ πρῶτοι ζοῦσαν σὲ πολυτελεῖς κατοικίες, οἱ δεύτεροι ἀντιμετώπιζαν ὀξύτατο πρόβλημα στέγης. Ἡ ἀφθονία τοῦ πλούτου ὁδήγησε στὴν ἐπικράτηση ὑλιστικῶν τάσεων καὶ στὴν ὲπιδίωξη πλουτισμοῦ μὲ κάθε τρόπο – ἀκόμα καὶ μὲ προσευχές. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ οἰκογένεια καὶ ὁ οἰκογενειακὸς βίος βρίσκονταν σὲ μεγάλη δοκιμασία. Ὁ γάμος ἦταν κάτι τὸ ἐντελῶς ἀνθρώπινο, χωρὶς ἱερὸ χαρακτήρα, δίχως ἠθικὴ διάσταση. Γιὰ τὴ σύναψή του πρωτεῦον κριτήριο ἦταν τὸ οἰκονομικὸ μέρος καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ ὑπολογισμοί. Ἡ γυναίκα ἦταν σχεδὸν πλήρως χειραφετημένη, εὐρύτατα δὲ κυκλοφοροῦσαν ἑταῖρες. Νομοτελειακὴ συνέπεια εἶχαν ὅλα αὐτὰ τὴν πολυγαμία, τοὺς οἰκογενειακοὺς φόνους, τὴν εὔκολη διάλυση τοῦ γάμου, τὴν ἀνοχὴ πρὸς τὴ μοιχεία, τὴν ἔξαρση τῆς πορνείας, γενικὰ τὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ τὴ διαφθορά.
Πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἔβλεπαν τὴν κατάσταση καὶ τὴν ἀποδοκίμαζαν. Ἐπεσήμαιναν τοὺς κινδύνους, στηλίτευαν τὴν κατάπτωση, προσπαθοῦσαν νὰ συμβουλεύσουν καὶ νὰ νουθετήσουν. Καὶ ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ τὸ ὅτι ἡ ἐξαχρείωση γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσαν ἦταν τὸ ἄλλο πρόσωπο, ἡ ὀδυνηρὴ πραγματικότητα στὴν ὁποία εἶχε ἐγκλωβίσει τοὺς ἀνθρώπους ἡ παγκόσμια κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, παρὰ τὸ ὅτι σημαντικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς καὶ ἀξιωματοῦχοι μὲ κορυφαῖες θέσεις ἦσαν μεταξὺ τῶν ἀνησυχούντων καὶ διαμαρτυρομένων, ἡ φωνή τους ἔμενε ἀσθενικὴ καὶ πάντως ἀναποτελεσματική: ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἀντισταθοῦν στὴν ἰσοπέδωση ποὺ ἐπιβαλλόταν παντοῦ. Ἡ ἐξάπλωση τῆς ἠθικῆς ἀποσύνθεσης ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀνακοπεῖ, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν νὰ προτείνουν μιὰ πορεία διαφορετική, δὲν μποροῦσαν νὰ ὁραματισθοῦν μιὰ κοινωνία ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ  ποὺ ἐπέσειε τὸ παγκόσμιο κράτος τῆς Ρώμης. Δυστυχῶς γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικότερα, τὸ παράδειγμα τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν εἶχε ἀξιοποιηθεῖ. Δὲν εἶχαν, δηλαδή, συνειδητοποιήσει ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ παγκόσμια κυριαρχία εἶχε λάβει χώρα κυριαρχία τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὄχι ὅμως διὰ τοῦ ξίφους, καθὼς ἐπρόκειτο γιὰ πνευματικοῦ περιεχομένου γεγονός: ἡ ἀκτινοβολία ποὺ ἐξέπεμπαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ὑπῆρξε καὶ τὸ ὄργανο μέσω τοῦ ὁποίου κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ ἡ κοινωνία εἶχε γίνει παγκόσμια.
Ὁ λόγος, βεβαίως, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ρωμαϊκὸς κόσμος εἶχε πάρει αὐτὸν τὸ δρόμο δὲν ἦταν τὸ ὅτι οἱ κρατοῦντες τῆς ἐποχῆς ἦσαν ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ὁμολόγους των κάποιων ἄλλων ἐποχῶν. Συνοψίζοντας εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδώσουμε τὴν κατάπτωση τῆς κοινωνίας στὴν ἔλλειψη πνευματικότητας, στὴν ἀνυπαρξία ἠθικῶν κανόνων καὶ φραγμῶν, στὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀρθοῦν πάνω ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὰ πρόσκαιρα, στὴν τύφλωση ποὺ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα πρὸς τὸ ἐπέκεινα καὶ νὰ δοῦν ἐκεῖ τὸ φῶς ποὺ θὰ φώτιζε τὴ ζωή τους καὶ τὴν πορεία τους.
Αὐτὸ τὸ φῶς ἦρθε νὰ φέρει στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Χριστός. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐπὶ γῆς ἐνσάρκου παρουσίας του δηλώθηκε συμβολικῶς ἡ σχέση του μὲ τὸ φῶς, ἀφοῦ ἄστρο φωτεινὸ ἔλαμψε πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τῆς Βηθλεὲμ καὶ κατηύθυνε τὰ  βήματα τῶν μάγων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀργότερα διδάσκοντας τὸ ὑπενθύμισε: φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα. Φῶς ὅμως ποὺ προοριζόταν ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς χώρας στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἤ, ἔστω, γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Προοριζόταν γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὅπου γῆς – καὶ κάθε ἐποχῆς. Ἡ ἱστορία ἔκτοτε, ὅπως ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὴν ἀντιλαμβάνεται, ἔχει μερισθεῖ σὲ δύο περιοχές, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴν μετὰ Χριστόν. Ἐπισημαίνεται ὅμως ὅτι τὸ φῶς τοῦ Κυρίου φωτίζει ὄχι μόνο τὴν μεταχριστιανικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸ Χριστοῦ περίοδο, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀσφαλέστερα ὅταν θεωρηθεῖ μέρος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γνωρίζουμε καὶ εἴμαστε σὲ θέση νὰ περιγράψουμε τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες εἶχε γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία τὸ γεγονὸς αὐτό. Τὸ πλαίσιο τὸ εἶχε κατ’  ἀρχὴν ὁρίσει ὁ Συμεών, ὅταν διεμήνυε ὅτι τὸ βρέφος τότε Ἰησοῦς κεῖται … εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Μαζί του ἢ ἐναντίον του συνασπίζονται ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι εἴτε γιὰ νὰ τὸν πολεμήσουν, οἱ δεύτεροι, εἴτε γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὰ ἰδεώδη του οἱ πρῶτοι. Εἶναι τῶν ἀνθρώπων ἡ στάση αὐτὴ καὶ ἀντιστοίχως ἡ πρόσληψη τῆς διδασκαλίας του. Διότι ὁ ἴδιος δὲν ἔκαμε ποτὲ καὶ δὲν κάνει μέσω τῆς Ἐκκλησίας του διαχωρισμοὺς μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια. Ὁ λόγος ποὺ εἶπε οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν ὄχι μόνον ἐπαληθεύτηκε πλήρως, ἀλλὰ συντελέσθηκε τάχιστα μὲ τρόπο ποὺ καταπλήσσει, γι’  αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ δέος παρατηρεῖ: «Σκέψου ὅλα τὰ ἔθνη, Σύρους Κίλικες, Καππαδόκες, Βιθυνούς, ἐκείνους ποὺ κατοικοῦν στὸν Εὔξεινο πόντο, στὴ Θράκη, στὴ Μακεδονία, σ’  ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, αὐτοὺς ποὺ μένουν σὲ νησιά, ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὴν Ἰταλία, στὶς πρὸς βορρᾶν τοῦ τόπου μας περιοχές, ὅσους βρίσκονται στὰ βρεταννικὰ νησιά, τοὺς Σαυρομάτες, τοὺς Ἰνδούς, ὅσους κατοικοῦν τὴ χώρα τῶν Περσῶν, τὰ ἀμέτρητα ἄλλα γένη καὶ τὶς φυλές, τῶν ὁποίων οὔτε τὰ ὀνόματα γνωρίζουμε. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπος σὲ σύντομο χρόνο νὰ περιοδεύσει σὲ τόσο μεγάλο κομμάτι κατοικούμενης γῆς. Καὶ ὅμως μπόρεσε νὰ ἐλευθερώσει ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνο τοὺς Ρωμαίους ἀλλὰ καὶ τοὺς Πέρσες καὶ γενικὰ τοὺς βαρβαρικοὺς λαούς … καὶ σκέψου πόσο μεγάλο ἔργο εἶναι σὲ βραχὺ χρόνο τὴν ὑπὸ τὸν ἥλιο γῆ νὰ γεμίσει μὲ τόσες Ἐκκλησίες, νὰ μεταθέσει τόσων εθνῶν τὴν  πίστη, νὰ μεταπείσει λαούς, νὰ καταλύσει πατροπαράδοτα ἔθιμα, νὰ ξερριζώσει ριζωμένη συνήθεια, τῆς ἡδονῆς τὴν τυραννία καὶ τῆς κακίας τὴ δύναμη σὰν σκόνη νὰ ἀπομακρύνει, καὶ βωμοὺς καὶ ναοὺς καὶ ἀγάλματα καὶ τελετὲς καὶ τὶς ἀσεβεῖς ἑορτὲς καὶ τὴν ἀκάθαρτη κνίσσα σὰν καπνὸ νὰ ἀφανίσει καὶ παντοῦ θυσιαστήρια νὰ ἐγκαθιδρύσει στῶν Ρωμαίων τὴ χώρα καὶ στῶν Περσῶν καὶ στῶν Σκυθῶν, στῶν Μαύρων, στῶν Ἰνδῶν. Ἀλλὰ τί λέγω; Σὲ ὅλες τὶς πρὸς βορρᾶν μας χῶρες, ἀφοῦ τὰ βρεταννικὰ νησιὰ, τὰ νησιὰ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο, ἀκόμα κι αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὸν ὠκεανὸ ἔνιωσαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἐκεῖ χτίστηκαν θυσιαστήρια».
Αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ἦσαν ἀποτέλεσμα τῆς ἐντολῆς πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη. Ἄλλοτε μὲ εἰρηνικὴ διείσδυση, ἄλλοτε μὲ πολεμικὴ τακτική, ὁ Χριστιανισμὸς ἐξαπλώθηκε πρὸς ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα εἰς τρόπον, ὥστε νὰ ἀληθεύει πλήρως ὁ λόγος εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. Ἡ διακήρυξη τοῦ Ἰησοῦ οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος καὶ Ἕλλην ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ κατὰ τρόπο πανηγυρικό. Ἀπὸ τότε, ἐξ ἄλλου, εἶχε ἀρχίσει ἡ πορεία πρὸς τὴ δημιουργία μιᾶς παγκόσμιας κοινότητας, μιᾶς οἰκογένειας ἡ ὁποία μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰησοῦ θὰ περιελάμβανε συνδεδεμένους μὲ δεσμοὺς πνευματικοὺς τοὺς πιστούς του, ἕνα μέγα πλῆθος ἀδελφῶν συνηγμένων ὅλων σὲ μία ποίμνη. Ἔξαιρέσεις δὲν ὑπῆρξαν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης – καὶ τὰ πρόβατα αὐτὰ ἦσαν οἱ ἐξωχριστιανικοὶ λαοί.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θεμελιώνεται καὶ ἡ παγκόσμια ἀποστολὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι μνημονεύονται σὲ πλῆθος σημείων στὶς Γραφὲς πάντα τὰ ἔθνη καὶ πάντες οἱ λαοὶ. Προδιαγράφεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ: κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα προσδιορίζεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας: ἐπ’  αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν (10, 11). Καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ τῶν ἐθνῶν ὁ Χριστιανισμὸς μετουσίωσε σὲ ὑπαρκτὴ καὶ ζῶσα πραγματικότητα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Καθὼς δηλαδὴ ἐμφανίστηκε σὲ συγκυρία σὰν αὐτὴ στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, δὲν περιορίσθηκε στὸ κυρίως ἔργο του ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἀφ’  ἑνὸς ἐδήλωσε ρητῶς τὴ διάκριση μεταξὺ ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν, προσέδωσε στὸ θεσμὸ τοῦ γάμου κύρος διὰ τῆς εὐλογίας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξύψωσε τὴ θέση τῆς γυναίκας καὶ τοῦ παιδιοῦ, ἔθεσε ἐπὶ ἄλλης βάσεως τὴ δουλεία καὶ τὴν ἐργασία, ἐστηλίτευσε τὴν ἠθικὴ κατάπτωση, ἀφ’  ἑτέρου συνέδεσε τὴν πορεία του μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ τόσο διὰ τῆς ἀποδοχῆς στοιχείων ποὺ δὲν ἦσαν ἀντίθετα πρὸς τὴ διδασκαλία του ὅσο καὶ διὰ τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἦταν ἡ παγκόσμια γλώσσα τῆς ἐποχῆς.
Ἐξ ἀρχῆς, δηλαδή, ὁ Χριστιανισμός εἶχε τὸ γνώρισμα τῆς παγκοσμιότητας. Οἱ προφῆτες εἶχαν προαναγγείλει τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως ὡς ἄρχοντος ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ὁ ὁποῖος θὰ κυριαρχήσει κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν καὶ τὴν ἔρημον(Ζαχαρ. 14, 10). Εἶχαν προεξαγγείλει καὶ τὴν παγκοσμιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ: καὶ ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα τὰ ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν (Ἠσ. 52, 10). ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰς γλώσσας, καὶ ἥξουσι καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου (Ἠσ. 66, 18). Ἡ πολυθεΐα θὰ καταπέσει, εἶχαν γράψει,  παραχωρώντας τὴ θέση της στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό: ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καὶ θυσία καθαρά, διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι (Μαλαχ. 1, 11). Ὁ Ἰησοῦς ἐκάλεσε σὲ σωτηρία ὅλους τοὺς ἀνθρώπους: οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’  ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (Ἰωάν. 3, 16). Ὁ Πέτρος ἀπεκάλυψε ὅτι ἡ σωτηρία ὡς προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπεκταθεῖ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅτι τὸ περιεχόμενό της εἶναι ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι τελικὸς σκοπός της εἶναι ἡ καθολικὴ πίστη καὶ ὅτι ὁ Θεὸς πρὸς τοῦτο παρεσκεύασε τὰ ἔθνη. Ὁ δὲ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη ἐπιτέμνει παρελθὸν καὶ μέλλον λέγοντας: καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἄῤῥενα ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ἡρπάσθη τὸ τέκνον αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ (12, 5).
Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν θρόνον αὐτοῦ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς πίστεώς μας καλεῖ καὶ σήμερα, ὅπως κατὰ τὸ παρελθόν, ὅπως θὰ συμβαίνει καὶ στὸ μέλλον, ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία παγκόσμια, ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν ἀποστολή του. Ὑπενθυμίζει τὴ φυσικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό. Ὑπενθυμίζει τὴ φυσικὴ ἐπικυριαρχία τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ πάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δημιουργία μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Ὑπενθυμίζει καὶ τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Πατρὸς Δημιουργοῦ γιὰ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Εἶναι δὲ καὶ ὰπόδειξη τῆς υἱοθεσίας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κατ’  αὐτὸν τὸν τρόπο ἔγιναν ἀδελφοί, μέλη τοῦ ἴδιου σώματος, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, φύλου, θρησκεύματος, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς καταστάσεως.
Κατὰ τὴ διαδρομή του μέσα στὸ χρόνο ὁ Χριστιανισμὸς οὐδέποτε ἀπώλεσε τὸ στοιχεῖο τῆς παγκοσμιότητας. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸ παραβλέπουν, ἀκόμη καὶ σήμερα. Ὅσοι ὅμως δὲν ἀρκοῦνται στὰ φαινόμενα ἀλλὰ συνηθίζουν νὰ εἰσδύουν στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων γνωρίζουν ὅτι οἱ δεσμοὶ ποὺ παραμένουν ἰσχυροὶ καὶ ἄθραυστοι εἶναι ὅσοι ἔχουν χαρακτήρα πνευματικό. Ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι αὐτῆς τῆς τάξεως ἀγαθό. Ὁ παγκόσμιος ἑορτασμὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ εὐκαιρία, ἕνα ἐρέθισμα, γιὰ νὰ κάμουν τὸ πρῶτο βῆμα οἱ δύσπιστοι. Διότι, γιὰ νὰ πεισθοῦν, πρέπει ὁ ἑορτασμὸς αὐτὸς νὰ ἀποκτήσει τὸ βάθος ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ  ἀπὸ τὴν κοσμικότητα μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔχει περιβάλει ἡ ματαιοδοξία πολλῶν ἀνθρώπων. Τότε, καὶ μόνο τότε, θὰ μπορέσουν ὅλοι νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἀπάντηση στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ τῆς ἐποχῆς μας, σ’  αὐτὸ τὸ τεχνητό, ψευδεπίγραφο καὶ ἑπομένως ἐπικίνδυνο κατασκεύασμα ποὺ μάλιστα προβάλλεται συχνὰ καὶ ὡς κατάκτηση τῆς ἀνθρωπότητας. Νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι δὲν εἶναι μιὰ προγραμματικὴ πολιτικὴ ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στὴ διαχείριση τῆς ἐπίγειας ζωῆς – κάτι ποὺ ἐπαγγέλλονται ἢ ἐπιδιώκουν ἄλλες παγκόσμιες λεγόμενες θρησκεῖες. Νὰ συνειδητοποιήσουν δηλαδὴ ἐν τέλει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει προσέγγιση ἀνθρώπων καὶ λαῶν μέσω τῆς ἐγκαθιδρύσεως ἑνὸς παγκοσμίου οἰκονομικοῦ συστήματος (τὸ ὁποῖο, πέραν τῶν ἄλλων, θὰ ὑπηρετεῖ τὰ συμφέροντα τῶν ὀλίγων) ἢ διὰ τῆς ἰσχύος τῶν ὅπλων. Καὶ ἀκόμη ὅτι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι προδιαγεγραμμένη, ὅπως ὁ Παῦλος προανήγγειλε: γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ ἀκούσονται (Πράξ. 28,28) .

ΜΕ ΤΟ «ΑΡΝΙΟΝ» Ή ΜΕ ΤΟ «ΘΗΡΙΟΝ» Μέ τήν Ἀποκάλυψη τῆς Ἀληθείας ἤ τήν συγκάλυψή της; Τοῦ πρωτ. Ἰωάννου Κ. Φωτοπούλου ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς



Ἀπάντηση στίς ἀπορίες καί στίς συγκεχυμένες τοποθετήσεις
τοῦ  π. Βασιλείου Βολουδάκη
σχετικά μέ τήν ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τή στάση τοῦ «ὄχλου τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων».

Δημοσίευσε ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης στό φύλλο τῆς 14 Ἰανουαρίου 2011 τῆς ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος» κείμενο μέ τίτλο : «Σύ εἶ ὀ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;» καί ὑπότιτλο : «Ἐμεῖς περιμένουμε τόν Χριστόν ἤ τόν Ἀντίχριστον;» Γιά τούς καλούς ἀναγνῶστες πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἀνέκαθεν ὁ π. Βασίλειος μαζί μέ μερικούς ἄλλους κληρικούς ἀντιδροῦν κατά τῆς διδασκαλίας τῆς Ἱερᾶς ἀποκαλύψεως τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς διδαχῆς τοῦ π. Παΐσίου περί τοῦ Ἀντιχρίστου, τοῦ ἀριθμοῦ καί τῆς σφραγίδας του. Ἀκολουθοῦν τό δικό τους δρόμο ξέχωρα ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.  Ἐπειδή στό ἐν λόγῳ κείμενο ὁ π. Βασίλειος ἐκφράζει ἀπορίες καί ἐμφανίζει μιά σχετική σύγχυση σχετικά μέ τήν ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπαντοῦμε στά ἐρωτήματα καί τίς ἐνστάσεις του.
.  Στό πρῶτο ζήτημα (ἄν περιμένουμε τόν Χριστό ἤ τόν Ἀντίχριστο) ἀπαντοῦμε ἐκ μέρους τοῦ «ὄχλου τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων», ὅπως ἀποκαλεῖ τούς ἀνησυχοῦντας χριστιανούς, ὅτι βεβαίως τόν Χριστό ἀναμένουμε. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ ἐλπίδα μας. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως ὁμιλεῖ περί τοῦ Διαβόλου καί τῆς πονηρίας του· ὅπως μᾶς προετοιμάζει καί μᾶς προειδοποιεῖ γιά τά τεχνάσματά του, ἔτσι μᾶς ὁμιλεῖ καί περί τοῦ Ἀντιχρίστου.  Ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν ἀνησυχία τῶν χριστιανῶν γιά τήν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου δέν ἀπαντᾶ καθησυχαστικά, οὔτε «φασκιώνει τά πνευματικά του παιδιά» (π. Παΐσιος) μέ ψευδοπνευματικές συμβουλές ἀλλά τί τούς λέει ;  «μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον·  ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ καθίσαι ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός…» (Β΄Θεσ. β΄3 – 4).  Μετάφραση : «Ἄς μή σᾶς ἐξαπατήσει κανείς κατά κανένα τρόπο, διότι δέν θά ἔλθει ἡ Ἡμέρα ἐκείνη [τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου], ἐάν δέν ἔλθει πρῶτα ἡ ἀποστασία καί φανερωθεῖ ὀ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ὁποῖος ἐπαναστατεῖ καί σηκώνει τό κεφάλι ἐναντίον κάθε ὄντος πού λέγεται Θεός ἤ λατρεύεται, ὥστε νά καθίσει σάν Θεός εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀξίωση ὅτι εἶναι αὐτός Θεός».  Δηλαδή ἀνησυχοῦν οἱ χριστιανοί γιά τή Δευτέρα Παρουσία καί ὁ Ἀπόστολος τούς ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἀντιχρίστου!   Καί βέβαια δέν τούς τρομοκρατεῖ ἀλλά τούς προετοιμάζει- μ ᾶ ς προετοιμάζει – γι’ αὐτή τή δυσάρεστη κατάσταση.
. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁμιλεῖ στό Εὐαγγέλιο  γιά τόν Ἀντίχριστο, «τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, ἑστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ» (Ματθ. κδ΄15, Μαρκ. ιγ΄14 ) γιά Κάποιον Ἄλλο πού θά ἔλθει καί θά τόν πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι: «ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε»(Ἰω. ε΄43).   Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁμιλεῖ ρητῶς περί τοῦ Ἀντιχρίστου : «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καί καθώς ἀκούσατε (αὐτό σημαίνει τήν «ἄνωθεν πληροφορία» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος) ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται» (Α΄ Ἰω. β΄ 18) καί βεβαίως ἡ Ἱερά Ἀποκάλυψις συνεχῶς ὁμιλεῖ γιά τό «θηρίον» (π.χ. Ἀποκ. ια΄ 7, ιγ΄ 1 ,2,4 , 14 -18) γιά τόν «ἀριθμόν» καί τό «χάραγμα (ιγ΄18, ιδ΄9-11, ιϛ΄2 , ιθ΄20, κ΄4). Ὅλα αὐτά γράφονται γιά νά προειδοποιήσουν τούς χριστιανούς γιά τά ἐπερχόμενα δεινά καί νά τούς κρατοῦν σέ ἐγρήγορση καί «καλή ἀνησυχία» γιά νά μήν πλανηθοῦν ἀπό κάποιον πολύ ὄμορφο, γλυκό, ἤμερο καί ταπεινό ἀπατεῶνα πού θά ζητήσει νά πάρει τή θέση τοῦ Χριστοῦ . Ὁ π. Παΐσιος μέ τόν ἀποφατικό αὐτό ὅρο τά λέει ὅλα. Καί «ἀνησυχία» πρέπει νά ἔχουμε καί «καλή» πρέπει νά εἶναι αὐτή. Δηλαδή καί γνώση τῆς πνευματικῆς ἀναρχίας καί ἀποστασίας νά ἔχουμε- νά μή ζοῦμε στή «γυάλα» μιᾶς δῆθεν πνευματικῆς ζωῆς κλεισμένοι σέ ψευδαισθήσεις- καί τό ἐνδεχόμενο τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου νά μᾶς κάμει νά ζοῦμε πνευματικά, προσεκτικά, μέ νήψη, ὀρθή πίστη καί κατά Χριστόν ζωή.
. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὁμιλώντας περί ἀντιχρίστου δημιουργοῦν φόβο, πανικό καί ἀπελπισία.  Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή ὑπάρχουν ὑπερβολές θά πρέπει νά κλείνουμε στρουθοκαμηλικά τά μάτια μας μπροστά στό Εὐαγγέλιο καί στά συνεχῶς ἐξαπλούμενα «σημεῖα τῶν καιρῶν» γιά νά ζοῦμε βολικά καί εὐχάριστα.  Εἶναι βλάσφημο νά χλευάζουμε εὐθέως ἤ νά περιφρονοῦμε πλαγίως τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη – ὁ π. Βασίλειος δέν κάνει οὔτε μιά ἀναφορά στά ἐσχατολογικά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς. Δέν θά ἐφαρμόσουμε τό λαϊκό ρητό …«πονάει κεφάλι-κόψε κεφάλι».  Θά διδάξουμε τόν λαό μας τήν ἀλήθεια καί θά ἐμπνεύσουμε τήν πίστη, τήν προσκόλληση στόν Κύριο καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
.  Ἄρα: α΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα. Τόν Χριστόν προσδοκοῦμε καί προσέχοντας τήν Ἁγία Γραφή ὁπλιζόμαστε πνευματικά ὥστε μπροστά στίς ἀντίχριστες προκλήσεις νά ἐπιμείνουμε «τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καί ἑδραῖοι καί μή μετακινούμενοι ἀπό τῆς ἐλπίδος τοῦ Εὐαγγελίου» ( Κολ. Α΄23).
. Στό δεύτερο ζήτημα («Ποτέ στό παρελθόν της ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολήθηκε μέ τόν Ἀντίχριστο») ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Πατέρων ἀσχολήθηκε μέ τόν Ἀντίχριστο καί μάλιστα μερικοί ἐκ τῶν Πατέρων στίς συγγραφές τους ἀσχολήθηκαν ἐκτενῶς.  Καί βέβαια δέν θά μποροῦσαν νά κάμουν ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός καί οἱ Ἅγιοι ἀπόστολοι «ἀσχολήθηκαν».  Ἔχουμε και λέμε : Ἅγιος Ἱππόλυτος Ρώμης, («Περί Χριστοῦ καί Ἀντιχρίστου»,), Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων( ἐκτενῶς στήν «ΙΕ΄ Κατήχηση Φωτιζομένων»), Ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας («Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν»), Ἀρέθας Καισαρείας («Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἀποκάλυψιν»), ἅγιος Εἰρηναῖος («Ἐλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως»), ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος (στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ ἐπιστολῆς πρός Θεσσαλονικεῖς), «Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος (Λόγος εἰς τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου καί περί συντελείας καί εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου»), ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός («Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως), ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στίς Διδαχές του.  Νομίζω, αὐτοί οἱ Πατέρες εἶναι ἀρκετοί γιά νά δώσουμε τή β΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα: Ἡ Ἐκκλησία μας διά τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων της, ὡς φιλόστοργη μητέρα μέσα στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς της φροντίδας ἀσχολήθηκε ἐπαρκῶς μέ τόν Ἀντίχριστο καί δίδαξε τούς πιστούς γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπό τίς παγίδες του καί νά μήν τόν δεχθοῦν ἀντί τοῦ Χριστοῦ.
.  Στό τρίτο ζήτημα-τοποθέτηση  τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὀποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι «ποτέ ἄλλοτε οἱ χριστιανοί δέν εἶχαν στραμμένη τήν προσοχή τους σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου, στό πῶς θά προστατευθοῦν ἀπό τόν Ἀντίχριστο» ἀπαντοῦμε ὅτι κατ’ ἀρχάς οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν σάν ἀποκλειστικό τους ἐνδιαφέρον τήν προστασία τους ἀπό τόν Ἀντίχριστο.  Ζοῦν τό κατά δύναμη τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά εἶναι γεγονός ὅτι τούς ἀπασχολεῖ τό θέμα τοῦ Ἀντιχρίστου περισσότερο ἀπό παλιά.  Κι αὐτό γιατί α) βλέπουν τήν πρωτοφανῆ ἀποστασία ὡς σημεῖο τῶν ἐσχάτων: π.χ. πλῆθος ἱερέων ἀμνηστεύει ὡς «παρωνυχίδες»τά σαρκικά ἁμαρτήματα·  Πατριάρχες καί ἐπίσκοποι συναγελάζονται συμπροσεύχονται καί συλλειτουργοῦν μέ κάθε αἱρετικό ·  φωτογραφίζονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ἐπικοινωνία μέ παπαδίνες δηλωμένες λεσβίες καί κληρικούς ἐγνωσμένους γκέϊ· ἀνάβουν καντήλια καί κεριά σέ διαθρησκειακές φατρίες· ἠ ὁμοφυλοφιλία, γιά μοναδική φορά στήν παγκόσμια ἱστορία ἀνακηρύσσεται μιά καλή ἐπιλογή, γίνονται «γάμοι» ὁμοφυλοφίλων.   β) ὅπως ἐπεσήμανε φίλος μου ἱερεύς μέχρι πρίν 40 χρόνια δέν ἀκουγόταν καί δέν βλεπόταν πουθενά ὁ δυσώνυμος ἀριθμός 666. Ξαφνικά ἄρχισε ὁ ἀριθμός αὐτός νά ἁπλώνεται παντοῦ.
.  γ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα : Οἱ χριστιανοί ἀνησυχοῦν καί ἀγρυπνοῦν μέ τήν «καλή ἀνησυχία» σχετικά μέ τόν ἀντίχριστο α) γιατί αὐξάνουν τά σημεῖα τῶν καιρῶν, δηλ. ἡ ἀποστασία ἀπό τήν πίστη, τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τή στοιχειώδη ἠθική καί β) γιατί προκλητικά καί καταιγιστικά ἐμφανίζεται παντοῦ ὁ δυσώνυμος ἀριθμός 666.
.  Στήν τετάρτη τοποθέτηση- ἐρώτηση  τοῦ π. Βασιλείου, σχετικά μέ τόν δυσώνυμο ἀριθμό 666 ὑπάρχει  μιά σύγχυση πού ἐκφράζεται μέ τίς φράσεις : «Ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ἕνας ἀριθμός. Ἄν ἦταν, τότε καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος …καί οἱ μαθητές του θά κυνηγοῦσαν ἕναν ἀριθμό….. Δέν θά ἦταν ..φυσικό ἄν ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀνησυχήσουμε γιά τόν ἀριθμό – φόβητρο καί τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου, νά ἀνησυχήσουν πρῶτα οἱ Χριστιανοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης;».
. Ἀπαντοῦμε στήν ἀπορία του. α) Ἀσφαλῶς ποτέ δέν ἰσχυρίσθηκε κανείς ὅτι ὁ Ἀντίχριστος  εἶναι ἕνας ἀριθμός -τί φοβερή σύγχυση! – ἀλλά, ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις, ὁ δυσώνυμος 666 εἶναι ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματός του τόν ὁποῖο ὁ Ἀντίχριστος, τό «θηρίον», θέλει νά χρησιμοποιήσουμε σέ ἔνδειξη ὑποταγῆς σ’αὐτόν κατά τίς συναλλαγές μας  καί τόν ὁποῖο θέλει νά χαράξει στό μέτωπο ἤ στο χέρι μας. Προσθέτοντας τούς ἀριθμούς πού ἀντιστοιχοῦν σέ κάθε γράμμα τοῦ ὀνόματός του, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαιοελληνική ἀρίθμηση, σχηματίζεται ὁ ἀριθμός 666.  Εἶναι ὁ «ἀριθμός τοῦ θηρίου»(Ἀποκ. 13, 18). Π.χ.  ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ :  Β=2, Ε=5, Ν=50, Ε=5, Δ=4, Ι=10, Κ=20, Τ==300, Ο=70 Σ=200 , Ἄθροιση :  2+5+50+5+4+10+20+300+70+200= 666.  Αὐτός λοιπόν ὁ ἀριθμός, ὄχι ὅταν εἶναι τυχαῖα βαλμένος στίς σελίδες τῶν βιβλίων, στίς πινακίδες τῶν αὐτοκινήτων, ἤ σάν ἀριθμός καταχωρίσεως στά πρωτόκολλα τῶν ὑπηρεσιῶν κλπ., ἀλλά σκοπίμως πάνω στά πράγματα πού ἀγοράζουμε ἤ -Θεός φυλάξοι ! – στό μέτωπο ἤ τό χέρι μας δηλώνει τήν ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου, εἶναι τό σύμβολο τῆς δύναμής του, ἡ σφραγίδα πάνω σέ ὅ, τι ἐξουσιάζει ἤ νομίζει ὅτι ἐξουσιάζει.    Τά πράγματα ἐν προκειμένῳ εἶναι ἁπλᾶ. Γι’ αὐτό καί οἱ κατά καιρούς σοφιστεῖες καί ἀλχημεῖες, οἱ στρουθοκαμηλικές φοβίες τῶν σημερινῶν παραχαρακτῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἀνίσχυρες μπροστά στήν προφανῆ , ἀκόμη καί γιά τά μικρά παιδιά, ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως. β)  Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί δέν ἀνησυχοῦσαν γιά τόν δυσώνυμο ἀριθμό, διότι δέν τόν ἔβλεπαν στήν καθημερινότητά τους. Γράφει ὁ Ἀρέθας Καισαρείας (10ς αἰώνας) γιά τούς ἐσχάτους καιρούς-ἐκπληκτικό!: «καί ἔγινε ἀντικείμενο φροντίδας νά διαδοθεῖ παντοῦ ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος τοῦ θηρίου, καί στίς πωλήσεις καί στίς ἀγορές γιά νά πεθάνει ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων αὐτός πού δέν φέρει πάνω του τόν ἀριθμό».  Αὐτό λοιπόν, ἡ ὐπερβολική διάδοση τοῦ ἀριθμοῦ,  γίνεται στίς μέρες μας. Πάνω σέ προϊόντα, πάνω στά ροῦχα, στούς δίσκους Ρόκ μουσικῆς, μέσα στήν αἴθουσα τοῦ ΟΗΕ, στόν λογότυπο, τό σῆμα τοῦ πείραματος CERN.  Ἀκόμη καί κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα ἦταν σαφής ἡ παρουσία τοῦ δυσωνύμου ἀριθμοῦ.  Συναντήθηκαν 6 ἐπίσκοποι ὀρθόδοξοι, 6 καρδινάλιοι καί 6 πολιτικοί.  Μπορεῖ κανείς λογικός ἄνθρωπος σ’αὐτή τήν πρόκληση νά μένει ἀδιάφορος, ὅταν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ  Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ρητῶς ἀναφέρεται σ’ αὐτόν τόν ἀριθμό;  Δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά μένει ἀδιάφορος, ὅπως ἀκριβῶς προτρέπει τούς χριστιανούς ἡ ὑπ’ἀριθ. 2626 /7- 4 -/97 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος : «… ὁ ἀριθμός 666, ἀπό τήν ἀναφορά του στήν Ἀποκάλυψη, εἶναι καθιερωμένος σάν ὁ ἀριθμός τοῦ Ἀντιχρίστου.  Καί συνεπῶς δέν εἶναι δυνατό ὁ Χριστιανός νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἠθελημένη  καί συστηματική εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ ἀριθμοῦ στή ζωή του· καί ἐν προκειμένῳ στή ζωή τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους…».
. Μετά τίς ἀνωτέρω ἐξηγήσεις νομίζουμε ὅτι τό «κυνηγητό» τοῦ ἀριθμοῦ δέν τό κάμουν οἱ χριστιανοί.  Ἀντιθέτως τά ἀντίχριστα ὄργανα τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων πού τόν ὑπηρετοῦν, κυνηγοῦν καί ἀπειλοῦν τούς Χριστιανούς γιά νά ἐπιβάλλουν στήν καθημερινότητα καί, εἰ δυνατόν στό σῶμα τους τόν δυσώνυμο ἀριθμό.
. Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀμφισβήτηση τοῦ π. Βασιλείου κατά πόσον στό γραμμωτό κώδικα ὑπάρχει ὁ δυσώνυμος 666, καί ἄν γενικά ἡ  ἠλεκτρονική διακυβέρνηση σχετίζεται μέ τόν ἀριθμό αὐτό θά ἀρκοῦσε ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα – ἄν ὁ 666 ὑπάρχει στό γραμμωτό κώδικα- πού ἔγινε στόν ἴδιο τόν ἐφευρέτη τοῦ barcode  George Laurer, ὅπως εἶναι καταγεγραμμένη στό διαδίκτυο: «ναί, ὑπάρχει, ἀλλά εἶναι μιά σύμπτωση»!  Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ σχετική ἀποδεικτική μελέτη τοῦ μοναχοῦ Προδρόμου Γρηγοριάτου, ἠλεκτρολόγου μηχανικοῦ.
.  δ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα: Ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ἀριθμός.  Ὁ ἀριθμός 666 εἶναι ὁ ἀριθμός τοῦ «θηρίου», σύμβολο τῆς ἐξουσίας του καί σφραγίδα πάνω στούς δούλους του. Δέν κυνηγοῦμε τόν ἀριθμό, δέν τόν ἀναζητοῦμε, ἀλλά δέν μποροῦμε καί νά μένουμε ἀδιάφοροι στήν προσπάθεια νά ἐπιβληθεῖ στή ζωή μας.  Ἡ ἀναγραφή του στό barcode εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένη.
. Πέμπτη συγκεχυμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου : Λέει ὅτι εἶναι λάθος «νά πιστεύουμε πώς αὐτός [ ὁ Σατανᾶς] πού δέν ἔχει ἐξουσία οὔτε στά γουρούνια νά εἰσέλθη χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι μπορεῖ νά κυριαρχήσει πάνω στούς ἀνθρώπους-χωρίς αὐτοί νά γίνουν ψυχικά γουρούνια- καί νά τούς κάνει δικούς του (αὐτό εἶναι τό Χαραγμα) μόνο καί μόνο ἐπειδή αὐτοί ἔλαβαν ἀπό τήν Πολιτεία τά κρατικά ἔγγραφα, ὅπως ἔκαναν μέχρι σήμερα, ἐνῷ μέσα στά ἔγγραφα αὐτά ὑπάρχει κρυμμένος ἀριθμός…» κλπ. κλπ.
. Ἀπαντοῦμε καί ἐξηγοῦμε: Ὁ Χριστός δίνει ἄδεια νά κυριαρχήσει ὁ Σατανᾶς- ἄν καί ἐδῶ ὁμιλοῦμε περί τοῦ Χαράγματος τοῦ Ἀντιχρίστου, ὄχι τοῦ Σατανᾶ- στόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ἄν παραδοθεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά καί ἄν παραδοθεῖ σ΄αὐτόν (δηλ. τόν Σατανᾶ) ἤ ἐν προκειμένῳ στό καλλίτερο «παιδί»του, τόν Ἀντίχριστο, ἀρνούμενος τόν Χριστό καί προσκυνώντας καί ἀποδεχόμενος τό σύμβολό Του.
. Ἰδού τί γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη : «Καί ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ · εἴ τις προσκυνεῖ τό θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ καί λαμβάνει χάραγμα ἐπί τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἤ ἐπί τήν χεῖρα αὐτοῦ καί αὐτός…βασανισθήσεται ἐν πυρί καί θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου…καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νύκτας οἱ προσκυνοῦντες τό θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ καί εἴ τις λαμβάνει τό χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιδ´, 9-12). Μετάφραση : «καί ἄλλος ἄγγελος, τρίτος τούς ἀκολούθησε καί ἔλεγε μέ φωνήν δυνατήν, ʺὅποιος προσκυνεῖ τό θηρίον καί τήν εἰκόνα του καί ἔχει τό σημάδι χαραγμένο εἰς τό μέτωπόν του ἤ στό χέρι του…θά βασανισθεῖ μέ φωτιά καί θειάφι ἐμπρός στούς ἁγίους ἀγγέλους καί ἐμπρός στό Ἀρνίο…καί δέν θά ἔχουν ἀνάπαυση ἡμέρα καί νύχτα, ὅσοι προσκυνοῦν τό θηρίο καί τήν εἰκόνα του  καί ὅποιος ἔχει τό χαραγμένο σημάδι τοῦ ὀνόματός του». Λοιπόν μέ τήν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά κυριαρχήσει ὀ ἀντίχριστος σέ ὅποιον τό προσκυνεῖ καί σέ ὅποιον δέχεται τό χάραγμά του.
. Ὅσον ἀφορᾶ στά «κρατικά ἔγγραφα», τί θά ἔλεγε ὁ π. Βασίλειος -γιά νά θυμηθοῦμε τόν π. Παΐσιο- γιά τούς ἀρνητές τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα ἐξασφάλιζαν, ἔναντι χρημάτων, ἕνα χαρτί – «κρατικό ἔγγραφο» πού βεβαίωνε ὅτι τά προσκύνησαν κι ἔτσι ἔμεναν ἀνενόχλητοι;  Πουθενά δέν ἐμφανίζονταν, δέν προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα, δέν θυσίαζαν, δέν ἀρνοῦνταν τόν Χριστό, καί ὅμως ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό… «χαρτάκι» τό θεώρησε ἄρνηση. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν Καρτα τοῦ Πολίτη.  Μέ τό δυσώνυμο ἀριθμό τοῦ βδελυκτοῦ «θηρίου» ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη δέν εἶναι ἁπλό κρατικό ἔγγραφο, ἀλλά δεῖγμα ὑποταγῆς στόν ἀντίχριστο, σημεῖο ἀποδοχῆς τῆς ἐξουσίας του.  Καί γι’ αὐτό συνιστᾶ «πτώση», κατά τόν γέροντα Παΐσιο.
. ε΄  ἀπάντηση – συμπέρασμα:  Ὁ σατανᾶς καί ὁ ἀντίχριστος ἔχουν ἐξουσία, κατά θεία παραχώρηση, νά κυριαρχοῦν πάνω στούς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο ἄν ἁμαρτάνουν, ἀλλά κι ἄν δειλιάσουν καί δεχθοῦν τό χάραγμα, δηλ. τό ὄνομα ἤ τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματός τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ ίσχυρισμός ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ δυσώνυμου ἀριθμοῦ σέ ἕνα ἔγγραφο μέ τό ὁποῖο ταυτοποιοῦμαι καί ρυθμίζω ὅλη τήν καθημερινότητά μου (συναλλαγές, εἴσπραξη μισθῶν, παροχές ὑγείας, διαβατήριο, ἐκλ. βιβλιάριο, διόδια κλπ. κλπ.) δέν ἀποτελεῖ πρόβλημα, ἀποτελεῖ εὐτελῆ σοφιστεία. Ὅποιος  χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ἔγγραφο-ἠλεκτρονική ταυτότητα καί μάλιστα ἐν γνώσει του, σέ κάθε χρήση τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ κάμει μιά…μετάνοια καί προσκυνεῖ τό «θηρίο», στό ὁποῖο ἀπό δειλία  παραχωρεῖ τήν ἐλευθερία του καί δέχεται τόν ἀριθμό του γιά νά ἐπιβιώσει.  Δείχνει ἀπιστία στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί βέβαια γιά νά μιλήσουμε μέ τά λόγια τοῦ π. Βασιλείου, στήν περίπτωση αὐτή  «δέν ζοῦμε τόν Χριστό, δέν προσδοκοῦμε τήν Βασιλεία Του καί γι’ αὐτό δέν ρυθμίζουμε τή ζωή μας σύμφωνα μ΄Αὐτόν».  Ἄν προσδοκοῦμε τή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑποτασσόμαστε στόν ἐχθρό μας, τόν ἀντίχριστο, δέν ρυθμίζουμε τή ζωή μας μέ τά κριτήρια τῆς ἐπιβιώσεως, δέν παίρνουμε τόν ἀριθμό τοῦ θηρίου, οὔτε στό χέρι, οὔτε στό μέτωπο οὔτε στήν ταυτότητά μας, ἀλλά τόν ἀρνούμαστε καί ὑπομένουμε ὅλα τά παθήματα γιά νά συνδοξασθοῦμε μέ τόν Χριστό.
.  Ἕκτη συγκεχυμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου.  Γράφει :  «Τό θέμα δέν πρέπει νά εἶναι οἱ πωλήσεις καί οἱ ἀγορές, ἀλλά τό τί εἴδους πνεῦμα ʺ πουλᾶμε ʺ καί τό τί εἴδους πνεῦμα ʺἀγοράζουμεʺ (sic). Ὁ Θεός μᾶς εἶπε μέ τόν ἅγιο Παῦλο νά δοκιμάζουμε τά πνεύματα ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τόν Διάβολο».  Ἐδῶ ἀπαντοῦμε ὡς ἐξῆς. Ὁ π. Βασίλειος κάνει μιά φανερά ἀτυχῆ ἀλληγορική ἑρμηνεία  τῶν στίχων 16-17 τοῦ 13ου κεφ. τῆς Ἀποκαλύψεως, πού γράφει σέ μετάφραση: «καί ὑποχρέωσε ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, πλούσιους καί πτωχούς, ἐλεύθερους καί δούλους, νά ἔχουν ἕνα σημάδι χαραγμένο στό δεξί τους χέρι ἤ στό μέτωπό τους, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀγοράσει ἤ νά πωλήσει παρά ἐκεῖνος πού ἔχει τό χαραγμένο σημάδι, δηλ. τό ὄνομα τοῦ θηρίου, ἤ τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματός του».
. Εἶναι σαφές ἀπό τό κείμενο ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ὁμιλεῖ κυριολεκτικά γιά ἀγορές καί πωλήσεις. Δηλ. τά ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου θά προσπαθήσουν μέ τήν ἀπειλή τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς πείνας, νά ὑποτάξουν στόν Ἀντίχριστο κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν ἀναγκάσουν νά δεχθεῖ τή ρυπαρή σφραγίδα του.  Γράφει καί ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρο: «προσέχετε ἀδελφοί μου, τήν ὑπερβολή τοῦ θηρίου· διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας.  Ἄρχεται ἀπό τήν γαστέρα · ἵνα ὅταν τις  στενοχωρηθεῖ μή ἔχων φαγητά, ἀναγκασθεῖ νά λάβει τήν σφραγίδα ἐκείνου» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά σ. 328). Λοιπόν οὔτε ἀγοράζουμε, οὔτε πουλᾶμε πνεῦμα ! Τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν, τό λιγότερο, ἐξεζητημένες παραδοξολογίες, πού ἐκφράζουν ἀγωνία καί φυγή ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἀποκαλύψεως.
. ϛ΄ ἀπάντηση- συμπέρασμα: Οἱ στίχοι 16-17 τοῦ 13ου κεφαλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τή σαφήνεια καί τήν ἁπλότητά τους, ἀποτελοῦν ἕνα ἀσφαλές σῆμα προειδοποιήσεως τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὥστε ὅταν δοῦν τόν δυσώνυμο 666 καί τήν ἀπειλή  ἀποκλεισμοῦ τους ἀπό τή ζωή νά εἶναι, ὄχι σέ ταραχή, ἀλλά σέ πνευματική ἐγρήγορση καί νά ἀντιληφθοῦντήν ἔστω ἀπό μακριά ἐρχόμενη δυσωδία τοῦ ἀντιχρίστου καί νά προφυλαχθοῦν, ἀρνούμενοι τό χάραγμα ἤ τόν ἀριθμό τοῦ θηρίου.
. Ἑβδόμη ἐσφαλμένη τοποθέτηση, ἀποτελεῖ α) ἡ ἀπαράδεκτα κολοβωμένη παράθεσις ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου τῆς γνώμης τοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου περί Ἀντιχρίστου καί χαράγματος καί β)  ἡ γνώμη του γιά τό πρόσωπο τοῦ γέροντος Παϊσίου.
. Α) Παραθέτουμε  τί γράφει ὁ π. Βασίλειος σχετικά μέ τή γνώμη τοῦ π. Ἐπιφανίου: « Καί βεβαίως ἄν κάποτε οἱ κυβερνῆτες μας συσχετίσουν τήν παράδοση τῶν κρατικῶν ἐγγράφων μέ τήν ἀποδοχή καί τήν προσκύνηση τοῦ Διαβόλου, τότε-ὅπως ἔγραψε καί ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος-ʺ ὄχι μόνον δέν θά λάβωμεν τά ʺδιαβολόχαρταʺ , ἀλλ΄οὔτε κἄν θά τά ἐγγίσωμενʺ».    Ὅσα γράφει ἐδῶ ὁ π. Βασίλειος εἶναι μόνον τά εἰσαγωγικά τῆς γνώμης τοῦ Γεροντος Ἐπιφανίου, ὅπως ἔχει δημοσιευθεῖ στήν ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΤΥΠΟΣ.  Ίδού τί γράφει στή συνέχεια ὁ π. Ἐπιφάνιος : «Τό αὐτό θά συμβῇ καί ἄν τά δελτία φέρουν τόν ἀριθμόν 666.  Ἐάν μέν ὁ ἀριθμός αὐτός ἐτέθη ἐπίτηδες, ὡς σχετιζόμενος μέ τόν ἀντίχριστον, θά ἦταν ἀδιανόητον νά φέρωμεν ἐπάνω μας τά σύμβολα τοῦ ἀντιχρίστου!  Ἀλλά καί ἐάν ὁ ἀριθμός αὐτός δέν ἐπελέγη σκοπίμως, δηλαδή ὡς σύμβολον τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλ’ἁπλῶς ὡς ἕνας ἀριθμός μεταξύ τῶν πολλῶν, ἴσως διότι παρουσιάζει ὡρισμένα μαθηματικά πλεονεκτήματα..ἔναντι τῶν λοιπῶν…καί πάλιν τά δελτία ταυτότητος, ὡς προκαλοῦντα τήν θρησκευτικήν μας εὐαισθησίαν μέ τήν χρῆσιν ἑνός ὑπόπτου καί διαβλητοῦ ἀριθμοῦ, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτα. ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΑΛΑΒΩΜΕΝ!» [ τά κεφαλαῖα εἶναι τοῦ π. Ἐπιφανίου].  Καί καταλήγει ὁ μακαριστός Γέροντας : «ἐάν τά διαδιδόμενα εἶναι ἀληθῆ καί τά νέα δελτία ταυτότητος θά φέρουν ἐμφανῶς ἤ ἀφανῶς, εἴτε τήν μορφήν τοῦ Βεελζεβούλ εἴτε τόν ἀριθμόν 666 εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἀντιχριστιανικόν σὐμβολον, ἤ ἀκόμη καί ἄν θά ἔχουν μόνον τόν Ε.Κ.Α.Μ. [ ἦταν ὁ τότε προβλεπόμενος γιά τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός] ἄνευ προηγουμένης διασφαλίσεως τῶν δημοκρατικῶν δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν τοῦ πολίτου θά εἴπωμεν ΟΧΙ καί πάλιν ΟΧΙ καί μυριάκις ΟΧΙ εἰς τά νέα δελτία ὁ,τιδήποτε καί ἐάν ἀντιμετωπίσωμεν».Δέν χρειάζονται σχόλια γιά τήν ξεκάθαρη, κρυστάλλινη γνώμη τοῦ γέροντος Ἐπιφανίου καί γιά τήν μεταχείρισή της ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου.  Τό μόνο πού θά ἀπαιτούσαμε ἐκ μέρους του θά ἦταν περισσότερος σεβασμός  σέ ὅσα ἔγραψε ὁ μακαριστός γέροντας.
. Β) Ὁ ἴδιος καί περισσότερος σεβασμός ἀπαιτεῖται γιά τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου γέροντος Παϊσίου.  Νά τί γράφει ὁ π. Βασίλειος :  «Ὁ π. Παΐσιος ἐνεπλάκη στήν ἱστορία αὐτή (ἐννοεῖ στά περί  τοῦ ἀντιχρίστου καί 666) ἐκ τῶν ὑστέρων, παρακινούμενος φορτικά ἀπό τάχα θεολογικά κατηρτισμένους, τούς ὁποίους ὑπήκουσε-κατά τό ʺἄκακος ἀνήρ πιστεύει παντί λόγῳʺ …».  Ἀλήθεια, τί σημαίνει αὐτός ὁ στίχος 14, 15 τῶν Παροιμιῶν, ʺ ἄκακος ἀνήρ, πιστεύει παντί λόγῳʺ;  Ὁ ἑρμηνευτής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος ἑρμηνεύει : « Ὁ ἀφελής πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς πάντα λόγον», καί προσθέτει σέ ὑποσημείωση:  « Ὁ ἀδαής τῶν τοῦ κόσμου πιστεύει μετ΄ ἀφελείας πᾶν ὅ, τι ἀκούει καί γίνεται θῦμα, παίγνιον τοῦ τυχόντος».  Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ἔτσι τόν ἴδιο στίχο: «ὁ ἐπιπολαίως τήν ἀκοήν ἀδιάκριτος· ἀνοίας γάρ τό παντί πιστεύειν ἁπλῶς» (P.G. 64, 700D) δηλ. «ἐκεῖνος πού ἀκούει ἐπιπόλαια εἶναι ἀπερίσκεπτος, γιατί εἶναι ἀνοησία νά πιστεύει κάποιος ἄκριτα». Τό λοιπόν ὁ π. Παΐσιος, κατά τόν π. Βασίλειο εἶναι κάποιος ἀφελής, πού ἄκουγε τά πάντα ἐπιπόλαια καί ἄκριτα καί ἔγινε θῦμα καί παιχνίδι τοῦ κάθε τυχόντος, ἐν προκειμένῳ κάποιων ʺτάχα κατηρτισμένων θεολογικάʺ καί βέβαια μιᾶς προτεστάντισσας!!! Λυπούμαστε γιά αὐτές τίς βλασφημίες καί γιά τήν περιφρόνηση τοῦ ἁγίου Γεροντος. Ὑπάρχουν βέβαια ἐνστάσεις κατά τῆς ἁγιότητος τοῦ π. Παϊσίου. Ἀπό ποιούς; Ἀπ’ αὐτούς πού φοβοῦνται τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη καί ἀπό κάποιους σοφούς καθηγητάδες πού περιμένουν νά δοῦν τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του γιά νά βεβαιωθοῦν!  Ὅμως τά θαύματα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Γέροντος εἶναι πάμπολλα καί εἰς πεῖσμα ἁγιομάχων τινῶν, στόν τάφο του ἀκουμπᾶ ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία.  Ὅσα ἔγραψε καί εἶπε γίνονται τροφή πνευματική γιά τούς πιστούς.
.  Σάν ζ΄ ἀπάντηση-συμπέρασμα ἕνα μποροῦμε νά ποῦμε : «Οὐαί οἱ λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν. – Οὐαί οἱ συνετοί ἐν ἐαυτοῖς καί ἐνώπιον ἑαυτῶν ἐπιστήμονες» ( Ἠσ. 5, 20-21).
. Ὀγδόη καί τελευταία ἐσφαλμένη τοποθέτηση τοῦ π. Βασιλείου. Γράφει ὁ π. Βασίλειος ὅτι γιά νά διεκδικήσουμε τά δικαιώματά μας ἀπό τήν πολιτεία πρέπει  «νά ὁδηγήσουμε καί νά προτρέψουμε πιστούς ἀνθρώπους νά γίνουν πολιτικοί».  Λέει ἀκόμη ὅτι εἶναι «δικαίωμα καί ὑποχρέωσή μας νά ἐπιλέγουμε παντοῦ καί πάντοτε χριστιανούς[πολιτικούς]». Βλέπει λοιπόν τή σημερινή κατάσταση ἀντιμετωπίσιμη διά τῆς πολιτικῆς.  Παρά ταῦτα δέν βλέπουμε νά τόν ἀνησυχεῖ οὔτε σάν πολίτη ἡ σημερινή παγκόσμια ἀντίχριστη κατάσταση.  Δέν ἀνησυχεῖ ὄχι μόνο ὡς χριστιανός, ἀλλά οὔτε σάν πολίτης. Ὁ π. Βασίλειος φανερώνει φοβερή, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, ἄγνοια γιά τήν Κάρτα τοῦ Πολίτη.  Περιορίζοντας τήν ἀνάλυσή του στήν παρουσία ἤ μή τοῦ 666, μοιάζει νά μήν ἀντιλαμβάνεται τήν τρέχουσα τραγική κατάσταση.  Ἀπειλεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό τό πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐφιαλτική παρακολούθηση, τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα,  γιά τό ὁποῖο ἀνησυχοῦσε καί στό ὁποῖο ἐναντιωνόταν σφοδρά ὁ π. Ἐπιφάνιος, τό οἰκονομικό «στράγγισμα» ὁλοκλήρων λαῶν, ἡ προσπάθεια ἐλέγχου καί καθορισμοῦ τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς πού μηχανεύεται ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων καί πού πραγματώνεται σέ μεγάλο βαθμό μέσῳ τοῦ «ἐργαλείου»τῆς Κάρτας τοῦ Πολίτη – ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας, φαίνεται πώς τόν ἀφήνει ἀδιάφορο. Δέν βλέπει ὅτι ἡ παγκόσμια ἠλεκτρονική διακυβέρνηση εἶναι ἀντίχριστη καί προοίμιο τῆς τυραννίας τοῦ ἀντιχρίστου. Δέν βλέπει ὅτι ἀφοῦ ὁλοκληρωθεῖ σέ μεγάλο βαθμό ἡ τυραννική ἐξουσία θά βάλει τήν τελική σφραγίδα του, σέ ὅσους ὑποκύψουν. Λοιπόν μέ τί θά ἀσχοληθοῦν οἱ «χριστιανοί πολιτικοί» πού ὀνειρεύεται ὁ π. Βασίλειος; Ἀγνωστο. Γι’ αὐτό  παρά πολλοί χριστιανοί-ὀρθόδοξοι πολίτες ἀπό αὐτό τόν «ὄχλο τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων» δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ἐπιλέξουμε τέτοιους «χριστιανούς» πολιτικούς πού ἀδιαφοροῦν γιά τήν προσωπική, ἐθνική καί παγκόσμια τυραννία πού μεθοδεύεται εἴτε μέ, εἴτε χωρίς 666.
. η΄ καί τελευταία ἀπάντηση-συμπέρασμα : Δέν μποροῦν οἱ χριστιανοί νά ὑποστηρίξουν ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν ἀληθινή εὐαισθησία γιά τήν θεόσδοτη ἐλευθερία καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
. Τελειώσαμε μέ τίς ἀπαντήσεις μας στά σπουδαιότερα θέματα καί τίς ἀπορίες τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη.
. Δυό λόγια γιά τούς ἀναγνῶστες.
. Θά θέλαμε νά προτρέψουμε ὅσους διαβάζουν αὐτές τίς γραμμές νά μή δίνουν καμμιά σημασία καί προσοχή σέ σοφιστικές ἐρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς τήν ὁποία παρουσιάζουν κληρικοί καί λαϊκοί.  Νά ἀδιαφοροῦν γιά τή γνώμη ἀνθρώπων πού φοβοῦνται νά διαβάσουν ταπεινά ὅλη τήν Ἁγία Γραφή· πού φοβοῦνται νά χρησιμοποιήσουν χωρία τῆς Ἀγίας Γραφῆς πού «καῖνε»·  πού φοβοῦνται νά ἀναφέρουν τά χωρία αὐτά· πού φοβοῦνται ἀποκρύπτουν καί διαστρέφουν τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων· πού χλευάζουν τούς ἀγίους Γέροντες· πού ὑβρίζουν τούς πιστούς ἀνθρώπους ἀποκαλώντας τους «ὄχλο θρησκευομένων ἀνθρώπων».  Σ᾽ αὐτούς ἀπευθύνεται μέ πόνο ὁ π. Παΐσιος : «Ἀπορῶ! Δέν τούς προβληματίζουν ὅλα αὐτά τά γεγονότα; Γιατί δέν βάζουν ἔστω ἕνα ἐρωτηματικό γιά τίς ἑρμηνεῖες τοῦ μυαλοῦ τους; Κι ἄν ἐπιβοηθοῦν τόν ἀντίχριστο γιά τό σφράγισμα, πῶς παρασύρουν καί ἄλλες ψυχές στήν ἀπώλεια; Αὐτό ἐννοεῖ· “…τό ἀποπλανᾶν εἰ δυνατόν καί τούς ἐκλεκτούς”». (Μαρκ. ιγ΄ 22).
. Σέ αὐτούς καί σέ ὅλους μας, ὅσοι ἔχουμε σαρκικά ἤ πνευματικά παιδιά, ἀπευθύνεται καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὁ ὀποῖος ἀφοῦ παρουσίασε στή 15η  Κατήχησή του τήν διδασκαλία του περί ἀντιχρίστου καταλήγει:  «Ἀσφάλιζε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε·  ἔχεις τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου· καί μή μόνος μνημόνευε τούτων, ἀλλά καί ἀφθόνως πᾶσι μεταδίδου. Εἰ τέκνον ἔχεις κατά σάρκα, τοῦτο ἤδη νουθέτει· καί εἰ διά κατηχήσεως ἐγέννησάς τινα, καί τοῦτον προασφαλίζου, ἵνα μή τόν ψευδῆ δέξηται ὡς ἀληθῆ». (Κατηχ. Φωτιζομένων, ὁμ. ΙΕ΄ ).  Μετάφραση : «Ἀσφάλιζε λοιπόν τόν ἑαυτό του, ἄνθρωπε. Ἔχεις τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου. Νά μήν τά φέρεις στή μνήμη σου μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά νά τά μεταδίδεις ἄφθονα καί στούς ἄλλους. Ἄν ἔχεις παιδί δικό σου, σαρκικό, νά το συμβουλεύεις.  Ἄν πάλι μέ τήν Κατήχηση γέννησες κάποιο πνευματικό παιδί, καί αὐτό νά τό προφυλάξεις μέ τίς συμβουλές σου, ὥστε νά μή δεχθῆ τόν ψευδῆ [τόν ἀντίχριστο] γιά ἀληθινό [γιά τόν Χριστό]».
ΠΗΓΗ: klision.blogspot.com, orthodox–watch.blogspot.com

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


Τοῦ Φω­τί­ου Κα­τσά­ρου, θε­ο­λό­γου
Ἡ Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να « πνευ­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι» ποὺ προ­ο­ρι­σμὸς του εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Ἡ λει­τουρ­γι­κὴ αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δος ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κο­ρύ­φω­ση καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῶν πι­στῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄ­σκη­σης  καὶ τὴν καλ­λι­έρ­γει­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.
Στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὔ­τε κά­τι ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ λο­γι­κή, τὸ συ­ναί­σθη­μα, τὴν αἰ­σθη­τι­κή, ἀλ­λὰ ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ Χρι­στια­νοῦ μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ κοι­νω­νί­α του μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι συ­νώ­νυ­μη μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή. Ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ του Χρι­στια­νοῦ καὶ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς ἕ­νω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ γί­νε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ταυ­τί­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση. Ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι κά­ποια πα­θη­τι­κὴ – ψυ­χο­λο­γι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ πρό­ο­δος πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν. Ἡ ἄ­σκη­ση συ­νι­στᾶ τὸ ἐμ­πει­ρι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση καὶ τὴ χά­ρη τῶν Μυ­στη­ρί­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ βρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸν προ­ο­ρι­σμό του, νὰ γί­νει «εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ὡς ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος καὶ δόγ­μα εἶ­ναι ἡ κλή­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς θε­αν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς καὶ χά­ρης, στὸ πλή­ρω­μα τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης, στὴν εὐ­αγ­γε­λι­κὴ κλή­ση, γε­γο­νὸς ποὺ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ ἐ­πί­γνω­ση, ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ εὐ­θύ­νη.
Ἡ ἄ­σκη­ση ὅ­πως ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δὲν εἶ­ναι ἕ­να σύ­στη­μα ἀ­πὸ ἀρ­χὲς ἢ ἠ­θι­κὴ φι­λο­σο­φί­α. Μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ὑ­πο­μο­νὴ ὁ ἄν­θρω­πος στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θε­ό, πα­ρὰ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φύ­σης του, γιὰ νὰ βι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­λυ­τη με­τα­βο­λὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ θε­οῦ.
Αὐ­τὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ὄ­χι μὲ βί­α τῶν «ἠ­θι­κῶν ἀρ­χῶν», ποὺ μὲ ἀ­πρό­σω­πο καὶ δύ­σκαμ­πτο τρό­πο ὁ­δη­γοῦν πολ­λὲς φο­ρὲς στὴν ὑ­πο­κρι­σί­α, στὴ δου­λεία τοῦ κα­θή­κον­τος καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κή.
Ὁ ἄν­θρω­πος προ­κει­μέ­νου νὰ ξα­να­βρεῖ μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τὸν ἑ­αυ­τὸ του μέ­σα στὸν κό­σμο τοῦ Θε­οῦ, νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ὸ δὲν ἀρ­κεῖ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­νει ἁ­πλῶς ὁ­ρι­σμέ­να ἠ­θι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα καὶ νὰ συμ­μορ­φώ­νε­ται μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς ἠ­θι­κοὺς κα­νό­νες. Ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴν με­τα­μορ­φω­τι­κὴ καὶ ζω­ο­ποι­ὸ δύ­να­μη τῆς θεί­ας χά­ρης, τὴν καρ­πο­φο­ρί­α τῶν χα­ρι­σμά­των τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δας. Μέ­τρο καὶ κρι­τή­ρι­ο τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­το­μι­κὴ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἡ θέ­λη­ση καὶ ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως δι­α­σώ­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­λή­θει­α καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πράτ­τει ὡς κα­θο­λι­κὸς ἄν­θρω­πος, ὡς ἄν­θρω­πος ποὺ ἡ ἀ­το­μι­κή του συ­νεί­δη­ση ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ στὴν κα­θο­λι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.  Ἡ ἄ­σκη­ση δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ ἁ­πλὰ στὴν βελ­τί­ω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ στὴν προ­σω­πι­κὴ με­το­χὴ στὴ χά­ρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ στὴν ἔμ­πρα­κτη κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἴ­δια τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἂν χω­ρί­σου­με τὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση, τό­τε ἡ ζω­ὴ ἐκ­πί­πτει σ’ ἕ­να κα­θα­ρὰ βι­ο­λο­γι­κὸ ἢ ἐν­στι­κτῶ­δες ἢ στα­τι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἀλ­λὰ κι ἂν χω­ρί­σου­με  τὴν ἄ­σκη­ση ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, τό­τε ἡ ἄ­σκη­ση γί­νε­ται ἕ­νας κα­θα­ρὰ ἀν­τι­κει­με­νι­κὸς καὶ τυ­ραν­νι­κὸς κα­νό­νας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ τὴ με­τα­μορ­φώ­νει  καὶ τὴν ὁ­λο­κλη­ρώ­νει μέ­σα στὴ χά­ρη τῆς μυ­στη­ρι­α­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Στὴν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χὴ τῶν τέ­λει­ων μέ­σων καὶ τῶν συγ­κε­χυ­μέ­νων σκο­πῶν, μέ­σα στοὺς θο­ρύ­βους, στὸν εὐ­δαι­μο­νι­σμὸ καὶ τὴν κρί­ση, ὅ­που ἀ­που­σι­ά­ζει ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση μπο­ρεῖ νὰ ξα­να­δώ­σει νό­η­μα στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ στὴν ἀ­γά­πη. Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος μὲ τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης καὶ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται στὸν ἀ­το­μι­κι­σμὸ καὶ τὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α του. Οἱ ἀ­νάγ­κες του καὶ τὰ προ­βλή­μα­τα πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται σὲ τέ­τοιο ση­μεῖ­ο, ὥ­στε νὰ ὑ­πάρ­χει ὁ­ρα­τὸς κίν­δυ­νος γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα καὶ φό­βος γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ἡ φρε­νί­τι­δα χα­ρα­κτη­ρί­ζουν κά­θε πτυ­χὴ καὶ κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που σή­με­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ποιὸς εἶ­ναι καὶ ποῦ πη­γαί­νει. Ἡ σω­τη­ρί­α ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δό τοῦ σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμοῦ, μπο­ρεῖ νὰ ἔρ­θει ὑ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση μὲ τὴν ὑ­πεύ­θυ­νη καὶ ὥ­ρι­μη στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­ναν­τι στὸν πο­λι­τι­σμὸ τοῦ ὑ­πε­ραν­θρώ­που, τῆς ἐκ­με­τάλ­λευ­σης, τῆς ἀ­δι­κί­ας, ποὺ ὑ­πο­δου­λώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά του.
Ἡ ἄ­σκη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­φρα­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­πό­φα­σης καὶ ἐ­κλο­γῆς τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν ὁ­δὸ πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν ἐν­σω­μά­τω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ μυ­στι­κὸ καὶ μυ­στη­ρι­α­κὸ σῶ­μα της, δί­νε­ται τὸ μέ­τρο καὶ τε­λει­ώ­νε­ται ὁ σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀ­σκού­με­νου πι­στοῦ μὲ τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα ἐν Χρι­στῷ.
Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι ἀ­γώ­νας ποὺ γί­νε­ται συ­νει­δη­τὰ καὶ ἀ­δι­ά­λει­πτα. Ἂν ἡ ἐ­νέρ­γει­α τῆς χά­ρης δὲν ἔρ­θει μὲ τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ σφρα­γί­σει τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, νὰ τὸν ὑ­ψώ­σει στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νου σκο­ποῦ, δη­λα­δὴ στὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ἁ­γι­α­σμό, τό­τε ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι δί­χως ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α. Αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας πα­ρα­μέ­νει στὸ χῶ­ρο τῶν ἀν­θρώ­πι­νων πε­ρι­ο­ρι­σμῶν καὶ δυ­να­το­τή­των, τῶν πό­νων καὶ τῶν κό­πων, γε­γο­νό­τα ποὺ μαρ­τυ­ροῦν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τει­α καὶ ἀ­πο­τυ­χί­α. Ἀ­κό­μα κι ἂν ὁ ἄν­θρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τορ­θώ­σει τὴ νη­στεί­α, τὴν ἐγ­κρά­τει­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ ὅ­λη τὴν ἄ­σκη­ση καὶ κά­θε ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ πνεύ­μα­τος στὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο τῆς καρ­διᾶς του δὲν θὰ ἐ­πι­τε­λοῦ­σε αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴ χά­ρη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­παυ­ση, τό­τε ὅ­λοι αὐ­τὴ ἡ συ­νο­δεί­α τῆς ἄ­σκη­σης  θὰ ἦ­ταν ἀ­τε­λὴς καὶ σχε­δὸν ἀρ­γή, για­τί δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γαλ­λί­α­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ ἐ­νερ­γεῖ­ται μυ­στι­κὰ στὴν καρ­διά. Εἶ­ναι κα­λὸ πράγ­μα ἡ νη­στεί­α, ἡ ἀ­γρυ­πνί­α, ἡ ἄ­σκη­ση καὶ ἡ ἀ­να­χώ­ρη­ση. Ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι κά­ποια ἀρ­χὴ καὶ τὸ προ­οί­μι­ο μί­ας πο­λι­τεί­ας ποὺ ἀ­γα­πᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὥ­στε νὰ μὴ θε­ω­ρεῖ­ται ἐμ­φυ­ὲς τὸ νὰ στη­ρι­ζό­μα­στε ἁ­πλῶς σ’ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χὴ τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­τι,  κι ἂν ἀ­κό­μη κά­ποιος ἐρ­γα­σθεῖ ὅ­λα τὰ ἔρ­γα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀρκεῖται  σ’ αὐ­τά, οὔ­τε νὰ ἐλ­πί­ζει οὔ­τε νὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἔ­κα­με κά­τι με­γά­λο. Ὁ δυ­να­μι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας τῆς χρι­στια­νι­κῆς τε­λεί­ω­σης βρί­σκε­ται κυ­ρί­ως στὴν τε­λει­ω­τι­κὴ καὶ θε­ο­ποι­ὸ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ ἔρ­γα ἢ τὰ μέ­σα τῆς ἄ­σκη­σης. Τὸ τέ­λος τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ἐ­πί­τευγ­μα, ἀλ­λὰ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φυ­σι­κή, ὀρ­γα­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ καὶ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ πρό­σκλη­ση ποὺ ἀ­πευ­θύ­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στὴ θύ­ρα τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καὶ τὸ σκο­πὸ τῆς ἄ­σκη­σης: «τὸν τῆς νη­στεί­ας και­ρόν, φαι­δρῶς ἀ­παρ­ξώ­με­θα, πρὸς ἀ­γώ­νας πνευ­μα­τι­κοὺς ἑ­αυ­τοὺς ὑ­πο­βάλ­λον­τες/ἁγνί­σω­μεν τὴν ψυ­χήν, τὴν σάρ­κα κα­θά­ρω­μεν/ νη­στεύ­σω­μεν ὥ­σπερ ἐν τοῖς βρώ­μα­σιν ἐκ παν­τὸς πά­θους, τὰς ἀ­ρε­τὰς τρυ­φῶν­τες  τοῦ πνεύ­μα­τος/ ἐν αἷς δι­α­τε­λοῦν­τες πό­θω, ἀ­ξι­ω­θεί­η­μεν πάν­τες, κα­τι­δεῖν τὸ πάν­σε­πτον  πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πά­σχα, πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­γαλ­λι­ώ­με­νοι». (Κα­τα­νυ­κτι­κὸ στι­χη­ρὸ ἑ­σπε­ρι­νοῦ Κυ­ρι­α­κῆς τῆς Τυ­ρινῆς ).
Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κει τὴν τι­μω­ρί­α καὶ τὸν βα­σα­νι­σμό, δὲν ἀ­περ­γά­ζε­ται τὴν ἄρ­νη­ση καὶ τὴν κα­τά­λυ­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, ἀλ­λὰ τὴ θε­ρα­πεί­α καὶ τὴν κά­θαρ­σή της, τὴν ἀ­πο­δέ­σμευ­ση καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της, ἀ­πὸ κά­θε πρᾶγ­μα ποὺ ἐμ­πο­δί­ζει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὰ πά­θη. Εἶ­ναι ὁ προ­σα­να­το­λι­σμὸς τῆς ζω­ῆς, ποὺ ἀ­παι­τεῖ δι­αρ­κῆ ἀ­πάρ­νη­ση καὶ συ­νε­χῆ ὑ­πέρ­βα­ση, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­κὸς δρό­μος τῆς με­τα­μόρ­φω­σης καὶ ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό, γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὶς ἀ­ρε­τές, νὰ οἰ­κει­ω­θεῖ τὶς με­γά­λες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ, νὰ γί­νει τὸ ἄ­φθαρ­το δο­χεῖ­ο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν χα­ρι­σμά­των, νὰ πλη­ρω­θεῖ μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα.
Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι μαρ­τυ­ρι­κή, ἀλ­λὰ καὶ χα­ρο­ποι­ὸς πο­ρεί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ πι­στοῦ μέ­σα στὴν ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ πλη­ρό­τη­τα τῆς χά­ρης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γεῖ πραγ­μα­τι­κὲς σχέ­σεις μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ ἄ­σκη­ση κα­τα­ξι­ώ­νε­ται καὶ κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ό. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ ἕ­νω­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ση­μαί­νε­ται μὲ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸ  καὶ ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦν­ται  καὶ συ­νι­στοῦν ταυ­τό­χρο­να ἀ­νο­δι­κὴ καὶ κα­θο­δι­κὴ κί­νη­ση. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συμ­φω­νοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀλ­λο­τρι­ώ­νει καὶ δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πο­μό­νω­ση, για­τί ἔρ­γο της δὲν εἶ­ναι μό­νο νὰ ἑ­νώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, ἀλ­λὰ καὶ νὰ κα­ταλ­λάσ­σει καὶ νὰ ἑ­νώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­ξύ τους. Σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ ὑ­περ­βοῦ­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ καὶ τὰ ὅ­ρι­α τῆς μο­να­ξιᾶς, τὴν ἀ­το­μι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ αὐ­θαι­ρε­σί­α καὶ νὰ φθά­σου­με στὸ ἐ­πί­πε­δο, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δὲν κά­νει θε­ω­ρί­ες, ἀλ­λὰ με­τα­βάλ­λε­ται καὶ γί­νε­ται ἡ πρά­ξη τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸς ὁ ὀ­ξυ­δερ­κὴς ρε­α­λι­σμὸς τῆς ἄ­σκη­σης μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι κα­μί­α ἄ­σκη­ση χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη δὲ φέρ­νει κον­τὰ στὸν Θε­ό. Θὰ κρι­θοῦ­με γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ κά­να­με, ἀλ­λὰ προ­παν­τὸς, για­τί ἀ­με­λή­σα­με τὸ κα­λὸ καὶ δὲν ἀ­γα­πή­σα­με τὸν πλη­σί­ον μας.
Κά­θε ἄ­σκη­ση εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σί­α τῆς κα­τὰ Θε­ὸν ἀ­γά­πης καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ κί­νη­τρο καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἄ­σκη­σης, ὅ­πως τὴ συ­ναν­τᾶ­με στοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τῶν με­γά­λων ἐ­ρη­μι­τῶν καὶ ἀ­να­χω­ρη­τῶν. Ο Μ. Βα­σί­λει­ος δι­δά­σκει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ ὅ­τι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα τη­ροῦν­ται τὰ προ­στάγ­μα­τα καὶ οἱ ἀ­παι­τή­σεις καὶ φυ­λάσ­σον­ται οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν­ται τὰ με­γά­λα χα­ρί­σμα­τα, χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη, ὅ­λα αὐ­τὰ λο­γί­ζον­ται ὡς ἔρ­γα ἀ­νο­μί­ας. Για­τί προ­σπα­θοῦ­με νὰ δι­α­στρέ­ψου­με τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους καὶ νὰ τὰ ταυ­τί­σου­με μὲ τὴν ἀ­το­μι­κή μας θέ­λη­ση καὶ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἀλ­λο­τρι­ώ­νον­τὰς τα ἀ­πὸ τὴν μο­να­δι­κό­τη­τα καὶ τὴ τε­λεί­ω­σή τους, ὅ­πως ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν ἀ­γά­πη γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τους δι­ά­στα­ση καὶ προ­ο­πτι­κή. (PG. 31,1568B).
Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη δὲν κα­τα­πι­έ­ζε­ται τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι «εἰς δό­ξαν καὶ εὐ­χα­ρι­στί­αν Θε­οῦ». Ὁ ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὄ­χι τὸ σῶ­μα, ἀλ­λὰ τὸ «ἐν σαρ­κὶ πε­ρι­πα­τεῖν καὶ ζῆν καὶ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τῆς σαρ­κός», ποὺ εἶ­ναι ση­μεῖ­α θα­νά­του, για­τί ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση δὲν σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πλα­τω­νι­κὴ  ἢ μα­νι­χα­ϊ­κὴ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος. Ἡ ἄ­σκη­ση ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­να­φο­ρὰ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ἀ­πο­βλέ­πει στὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ σώ­μα­τος, στὴν ἄ­σκη­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, γιὰ νὰ γί­νει ἁ­γνὴ « ἁ­γνὴ ἡ γῆ τοῦ σώ­μα­τος». Ἡ σω­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση ὁ­ρί­ζει καὶ ἐκ­φρά­ζει τὴν ἄ­με­ση καὶ ἔμ­πρα­κτη ὑ­πο­τα­γὴ τοῦ σώ­μα­τος στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φυ­σι­κῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, μί­α φά­ση τῆς κα­θο­λι­κῆς με­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν και­νὴ ζω­ὴ ἐν Χρι­στῷ. Σκο­πὸς τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ κα­τα­στεί­λει τὴν ἀν­ταρ­σί­α τοῦ σώ­μα­τος, νὰ ὑ­ψώ­σει ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση καὶ τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή του καὶ νὰ τὸ κά­νει συ­νερ­γὸ στὴν κα­τὰ χά­ρη με­τα­μόρ­φω­ση καὶ θέ­ω­σή του. Νὰ βο­η­θή­σει τὸ σῶ­μα νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὴ θεί­α κλή­ση καὶ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ οἶ­κος τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ να­ὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ ὀρ­θό­δο­ξο νό­η­μα τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης συ­νο­ψί­ζει ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς λό­γος: «ἡ­μεῖς οὐκ ἐ­δι­δά­χθη­μεν σω­μα­το­κτό­νοι, ἀλ­λὰ πα­θο­κτό­νοι» (Ἀβ­βὰς Ποι­μήν, Γε­ρον­τι­κόν).
Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς κλα­σι­κὲς μορ­φὲς τῆς ἄ­σκη­σης καὶ ἡ κύ­ρι­α ἔκ­φρα­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης. Σκο­πὸς τῆς νη­στεί­ας εἶ­ναι ἡ ἔμ­πρα­κτη ἄρ­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­το­σκο­πό, αὐ­τὸ καὶ οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες του, ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση τοῦ σώ­μα­τος μὲ τὸν Θε­ό, ἡ με­το­χή του στὴν κα­θο­λι­κὴ ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἡ προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ τῆς προ­σπά­θει­ας τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν ἄ­με­ση ὑ­πο­τα­γή της στὸν Θε­ό.  Ἡ νη­στεί­α, ποὺ γί­νε­ται μὲ δι­ά­κρι­ση, εἶ­ναι θαυ­μά­σι­α οἰ­κο­δο­μὴ σὲ κά­θε ἀ­γα­θό. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γι’ αὐ­τὴν εἶ­ναι νω­θρὸς καὶ στὰ ἄλ­λα ἀ­γω­νί­σμα­τα καὶ ἀ­με­λής. Ἀν­τί­θε­τα, ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἀ­σκεῖ­ται δι­αρ­κῶς σ’ αὐ­τήν, ἀ­πο­κτᾶ ἀ­σά­λευ­τη δι­ά­νοι­α, ἕ­τοι­μη γιὰ ἀ­πάν­τη­ση καὶ ἱ­κα­νὴ γιὰ τὴν ἀ­πο­τρο­πὴ ὅ­λων τῶν δυ­σχε­ρῶν πα­θῶν.
Σή­με­ρα ἡ νη­στεί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἄρ­νη­ση τοῦ πε­ριτ­τοῦ, τῆς πλη­σμο­νῆς καὶ τῆς σπα­τά­λης τῶν κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το της γα­στρι­μαρ­γί­ας καὶ τῆς μέ­θης, ποὺ ἀ­πο­βλέ­πουν στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης καὶ στὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή της μέ­σα στὴν αἰ­σθη­σι­α­κὴ ἡ­δο­νὴ καὶ στὸ φρό­νη­μα τῆς σάρ­κας. Ἔ­τσι ἡ νη­στεί­α γί­νε­ται εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ με­τά­δο­ση ἀ­γά­πης.

Περ. «Ἅγιος Σε­ρα­φείμ»