Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

«ΝΑ ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΤΗ ΓΗ!» «Μόνον Σύ, Κύριε, γνωρίζεις τι χρειάζεται εις ημάς» (ή προσευχή του Πατριάρχου Σερβίας κ. Παύλου).


 

Από το αδύναμο αγοράκι, δια το οποίον άναβαν κερί νομίζοντες ότι απέθανε και το οποίον εις το μάθημα των θρησκευτικών βαθμολογείτο δια του 2, έγινε εις των μεγαλυτέρων πνευματικών της εποχής του.

Μετά από 22 ώρας αεροπορικού ταξιδιού επιστρέφων εκ της Αυστραλίας μεταβαίνει κατ' ευθείαν εις την αγρυπνία εις τον Μητροπολιτικό Ναόν του Βελιγραδίου, έπειτα επί δύο ώρας επιδιορθώνει το ταλαιπωρημένο ράσο του, δια να ξεκινήσει, το πρωί κατά τας 6 μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, δια την Μόσχα, οπού ό Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος Β' θα τον ερώτηση, εάν εν τω μεταξύ , πρόφθασε να επισκεφθεί την Ν. Ζηλανδία.

Ευρισκόμενος εις την Αμερική εις την αποστολή δια την επιστροφή και επανένωση των αποσχισθεισών επαρχιών της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας εις την Αμερική με την μητρική Εκκλησία της Σερβίας, το θέρος του 1992, προτού αναχώρηση από το Λος Άντζελες δια το Σικάγο, ή Αγιότης ό Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος σήκωσε το ράσο , του και εισήλθεν εις τα νερά του Ειρηνικού. Παρέμεινε εις την στάση αυτήν επ' ολίγον ατενίζων εις το βάθος και το ύψος του ορίζοντος, οφθαλμοφανώς προσευχόμενος• έσκυψε και από τον βυθόν έλαβε δύο λευκά πετραδάκια, τα φίλησε και τα έβαλε εις την τσέπη του.

Έπειτα σημείωσε το σχήμα του Σταυρού εις το σώμα του και έπορεύθη προς το αυτοκίνητο, το οποίον τον ανέμενε εις μικράν απόστασιν. Εις εκ των πρακτόρων του FΒΙ, οί όποιοι τον επέβλεπαν, πλησίασε, γονάτισε και ησπάσθη την χείρα του Σέρβου Πατριάρχου αναφωνών:
 «Να, ένας άγιος πού περπατά στη γη»!

Τα ίδια λόγια την εποχή εκείνη θα ήδύναντο να ακουσθούν και εις την Σερβία υπό των ανθρώπων, οι όποιοι παρακολουθούν τας τελετουργίας του, αλλά και υπό όσων τον συναντούν εις τας οδούς του Βελιγραδίου, καθώς με το «μπαστουνάκι» του μετέβαινε εις την αγορά η εις κάποιον σύναξιν ή εις κάποιον αλλην έργασίαν.

Μακράν και δύσκολο όδόν διήλθε ό Γκόικο Στόιτσεβιτς, μετέπειτα μοναχός και ακολούθως επίσκοπος Παύλος, έως ότου τον ονομάσουν ζώντα ακόμη εις την γήν «αγιον».

Έγεννήθη την ήμέραν του εορτασμού της Απότομης της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, 11 Σεπτεμβρίου (παλαιόν ημερολόγιο) το 1914 εις το χωρίον Κούτσαντασι της Σλαβονίας (σήμερον ή περιοχή αύτη ανήκει εις την Κροατία οί Σέρβοι εδιώχθησαν εκείθεν το 1995 κατά τον πρόσφατο πόλεμον), οπού μετανάστευσαν οί γονείς του από την Νότιον Σερβία. Πολύ νέος ακόμη έμεινε ορφανός, πράγμα το οποίον δυσκόλευσε την ζωήν του ακόμη περισσότερον.

«Πολύ ενωρίς έμεινα χωρίς γονείς», λέγει ο ίδιος, «ό πατήρ μου ειργάζετο εις την Αμερική, εκεί έπαθε φυματίωσιν και επέστρεψε εις το σπίτι μόνον πλέον, δια να αποθάνει. Ή μήτηρ μου ήλθε ν εις δεύτερον γάμο μετά εν έτος, ενώ ό αδελφός μου και εγώ μείναμε με την γιαγιά και την θείαν. και ή μήτηρ μου μετ' ολίγον απέθανε. Δια τούτο ή έννοια της μητρός εις έμέ είναι συνδεδεμένη με την θείαν. Ήσθανόμην την άπειρον άγάπην της, εκείνη μου αναπλήρωσε την μητέρα, ώστε εγώ και τώρα σκέπτομαι ότι όταν αποθάνω, πρωτίστως θα συναντήσω την θείαν και υστέρα τους υπολοίπους».

Ως παιδί ήτο, όπως διηγείται ό ίδιος, τόσον πολύ ασθενικός, ώστε κάποτε τού άναψαν και κερί πιστεύοντες ότι πέθανε! Ή θεία αντελήφθη ότι ό Γκόικο δεν ήτο δια αγροτικός εργασίας και απεφασίσθη να τον στείλουν εις τον θείον, δια να απόκτηση μόρφωσιν.

Αργότερον διηγείτο περί της εποχής αυτής: «Εις τα περίχωρα της πόλεως Τούζλα επεβιώσαμεν χάρις εις μίαν αγελάδα, την οποίαν είμεθα υποχρεωμένοι, εις βάρος σχεδόν του σχολείου και της μελέτης, να οδηγούμε εις την βοσκή. Ό θείος ήτο αυστηρός, αλλά δίκαιος. Όλα τα παιδιά του, μαζί και εγώ, μας μόρφωσε. Όλοι τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο, μερικοί αποκτήσαμε και διδακτορικό».

«Προτού αρχίσω το γυμνάσιο, με έστειλαν εις την μονήν Οραχόβιτσα, δια να προετοιμασθώ εκεί ολίγον... εκεί παρέμεινα επί ένα μήνα αλλά δεν ηδυνάμην να εννοώ τα πολλά εις τας Ακολουθίας. Είχα όμως την αίσθησιν των περασμένων αιώνων και των προγόνων, οί όποιοι προσηύχοντο εις τον χώρον αυτόν δια έμέ αύται αί προσευχαί ήσαν παρούσαι, όπως και οι αναστεναγμοί και αί χαραί των και τούτο εχαράχθη τόσον πολύ εις την μνήμην μου, δεν εφαντάσθη, όμως, τότε ότι το μέλλον μου θα ήτο συνδεδεμένο με την Έκκλησίαν».
Τίποτε εις τον νεαρό Γκόικο δεν εμαρτύρει το εκκλησιαστικό μέλλον του, ούτε καν ό βαθμός του εις το μάθημα των θρησκευτικών! Αν και μεγάλωνε εις θρησκευόμενη οικογένεια και ητο άριστος μαθητής, εις το μάθημα τούτο είχε βαθμό 2!

«Ό καθηγητής μας ητο κοντός, Σέρβος από την Ουγγαρία. Είχα ποικιλίαν διδασκάλων επί τόσα έτη, αλλά δι' έμέ εκείνος έμεινε ό καλύτερος παιδαγωγός και διδάσκαλος. Μία διδακτική ύλη, όπως είναι ή Δογματική, όλη εις ερωτήσεις και απαντήσεις, ήτο δυσκόλως κατανοητή εις την ηλικία εκείνη, Όμως, εκείνος την δίδασκε τόσον καλώς, ώστε να μη έχομεν δυσκολίας. Ήτο καλός, αλλά πάρα πολύ αυστηρός άνθρωπος. Όταν με σήκωνε εις το μάθημα, εγώ τα είχα τελείως χαμένα, δεν ημπορούσα τίποτε να ειπώ, κάτι ψέλλιζα από εδώ και από εκεί και εκείνος στρεφόμενος εις έμέ έλεγε: κάθισε»! Όταν εκείνος ερωτά κάτι δυσκολότερων, εγώ τότε ευρίσκω την ευκαιρία να βελτιώσω την εντύπωση. Συνήθως λέγει: «Όποιος γνωρίζει, θα πάρη 2». Αν γνωρίζω, σηκώνω το χέρι και διορθώνω τον βαθμό μου. Αργότερον, όταν μεγάλωσα, έγινα περισσότερον ανεξάρτητος, δεν είχα πλέον «τρακ», αν και περισσότερον μου άρεσαν τα μαθήματα, δια τα οποία δεν απαιτείτο πολλή μνήμη, όπως είναι τά μαθηματικά και ή φυσική. Υπερίσχυσε ή επίδρασης των συγγενών μου, ώστε να εγγραφώ εις Ιερατική Σχολή, αν και παρέμεινε το ενδιαφέρον μου δια την φυσική, με την οποίαν θα ησχολούμην Αργότερον, ιδιαιτέρως κατά τον ελεύθερον μου χρόνον».

Την Θεολογική Σχολή ό Πατριάρχης τελείωσε στο Βελιγράδιον. Ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον ευρίσκει εις την γενέτειρα του Σλαβονίαν, από οπού, όπως και πολλοί άλλοι Σέρβοι, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Σερβία. Εκ νέου ευρέθη εις το Βελιγράδιον, τώρα όμως πλέον ως πρόσφυξ. Δια να εχη τα προς τον ζην, ηναγκάσθη να δεχθεί να αναλάβει βαρείας εργασίας εις οικοδόμος.

Ό ίδιος διηγείται: «Όταν το 1941 κατέφυγα εις το Βελιγράδιον, ηργαζόμην εις τας οικοδόμος, εις τας αποβάθρας φορτοεκφορτώσεως των λιμένων... Εκείθεν και ή παραμόρφωσης του αντίχειρας μου. Δεν ηδυνάμην να αντέξω αύτάς τας εργασίας. Την άνοιξη του 1942 ό συμμαθητής μου Ιερομόναχος Ελισαίος (Πόηοβντς) με ώδήγησεν εις την ίεράν μονην της Αγίας Τριάδος εις την Όβτσαρα Ή μονή είχε καλά οικονομικά και ήδύνατο να συντήρηση και έμέ. Μου ανέθεσαν ελαφρότερες εργασίας. Έπειτα ηργαζόμην ως κατηχητής και παιδαγωγός εις την Μπάνια Κοβίλιατσα, εις το ίδρυμα των παιδιών προσφύγων από την Βοσνία. Μίαν ζεστή ήμέραν του Αυγούστου το 1944 ημείς οί παιδαγωγοί ωδηγήσαμεν τα παιδιά εις τον ποταμόν Δρίνα Εδείξαμεν εις αυτά το σημείον μέχρι του οποίου θα ήδύναντο να προχωρήσουν εντός του πόταμου, όμως τα παιδιά είναι παιδιά! Βλέπω, λοιπόν, ένα παιδί να απομακρύνεται και να βυθίζεται εις τα νερά πατά εις τον βυθόν, εμφανίζεται εις την επιφάνεια, προσπαθεί να εισπνεύσει, άλλα δεν ημπορεί να ελθη προς την όχθη. Ζεστός και κάθιδρος όπως ήμουν, όρμισα προς το παιδί και το έβγαλα έξω. Αμέσως το δίπλωσα στα γόνατα μου και του «τις έβρεξα» λέγοντας του: «Βρε, παιδάκι μου, από την Βοσνία εσώθης, ή μάνα και ό πατέρας σου έφονεύθησαν και εσύ τώρα θέλεις να πνιγείς εμπρός μου. Που είναι ό νους σου;». Αμέσως μετά ταύτα ασθένησα, είχα ψηλό πυρετό, επήγα δια εξετάσεις και μου είπαν: Φυματίωσης!».
Ή βαρεία ασθένεια, ή οποία εκείνη την εποχή δεν άφηνε καμμιάν ελπίδα σωτηρίας. 0ι Ιατροί εις τον Γκόικο είπαν ότι του έμειναν μόνον τρεις μήνες ζωής. Τον ανέλαβαν οί μοναχοί εις την Ίεράν Μονην Βούγιαν, αλλά του συνέστησαν να μη εισέρχεται εις τον ναό κατά την ώραν των ακολουθιών και της θείας Λειτουργίας, να μη τρώγει μαζί με την αδελφότητα και να αποφεύγει οποιανδήποτε επαφή με τους άλλους, ώστε να μη τους μεταδώσει το νόσημα Όσον οί μοναχοί τελείωναν τας Ακολουθίας, τότε εκείνος εισήρχετο εις τον ναόν και προσηύχετο λουόμενος εις τα δάκρυα

Εις την ίεράν Μονην ήρχοντο στρατιώται διαφόρων στρατών. Ήλεγχαν και το κελί του Γκόικο. Αν και προφανώς εξηντλημένος και άρρωστος, εις όλους ητο ύποπτος. Όταν, όμως, επληροφορούντο ότι έπασχε από φυματίωσιν, έφευγαν κλείνοντας ταχέως την θύραν.

Ό Γκόικο δεν έχασε το ηθικόν του. Με προσευχήν πολέμησε την ασθένειαν. Και τότε, ως εκ θαύματος, ήρχισαν να εμφανίζονται τα σημεία της θεραπείας. τούτο ήτο ευκαιρία, μόνος εις το κελί του, να αναλογίζεται τα του μέλλοντος. Προηγουμένως είχε πρόγραμμα την ζωήν του εγγάμου ιερέως. Τώρα, όμως, μετά από την παρέλευσιν της νόσου, κατάλαβε ότι το πρόγραμμα δεν μπορούσε πλέον δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Βλέπων εκ του πλησίον την ζωήν των μοναχών ηθέλησε και ό ίδιος να κόρη μοναχός.

Ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του προς την Ίεράν Μονην οπού εθεραπεύθη, ό ήδη δόκιμος μοναχός Ρόϊκο, με το μαχαιρίδιον σκάλισε εις το ξύλον τον Σταυρόν και την σταύρωσιν του Κυρίου. Εις την οπίσθια όψιν του Σταυρού χάραξε τα λόγια (σλαβονιστί): «Εις την μονην Βούγιαν δια την θεραπεία μου προσφέρω ό δούλος του Θεού Γκόίκο». Αυτός ό Σταυρός σήμερον είναι από τα συχνότερο ενθυμούμενα κειμήλια του θησαυροφυλακίου της Μονής.
'Ύστερα από τα έτη της ζωής του ως δοκίμου εις την Ίεράν Μονην Βούγιαν εκάρη μοναχός εις την Ίεράν Μονην του Ευαγγελισμού το 1948. Του εδόθη το όνομα Παύλος. Το όνομα, το οποίον με κάθε τρόπον θα προσπαθήσει να τίμηση ακολουθών την άποστολικήν όδόν και τα λόγια εκείνου, από το οποίον το έλαβε —του Αποστόλου Παύλου.

Από το 1949 έως το 1955, εις την εποχή του μεγάλου αγώνος της κομμουνιστικής εξουσίας εναντίον ήδη της βαθέως δοκιμαζόμενης Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανήκει εις την αδελφότητα της μονής Ράτσια.

«Όσον χρόνον ήμουν στην Ράτσια», θα σημείωση αργότερα σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενον, «εις την μονην δεν είμεθα χωριστά από τον λαόν και οΰτως πληροφορούμεθα το τι συνέβαινε εις τον κόσμον και εις ποίαν εποχή ζώμεν. Τας εσωτερικός μας ανησυχίας και αγωνίας εζεύξαμεν εις το άρμα των καθημερινών μας διακονιών, τας οποίας δεν προεφθάναμεν να διεκπεραιώσωμεν έως το βράδυ. Κάποτε ελαμβάναμεν μόνον ένα κομμάτι ψωμί και όλην την ήμέραν εργαζόμεθα εις τους αγρούς επεβλέπαμεν τα ζώα της Μονής, μεταφέραμε τα ξύλα από το δάσος Επί εν χρονικό διάστημα ειργαζόμην στον νερόμυλο της Μονής. Είχαμεν την ανυπομονησία το Εσπέρας μετά την εργασίαν να συγκεντρωθώμεν όχι δια ανάπαυσιν αλλά δια προσευχήν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερα μακαριστής από την στιγμήν, κατά την οποίαν ό κουρασμένος άνθρωπος προσεύχεται εν ταπεινώσει. Τότε όλος ό άνθρωπος μεταμορφούται ουσιωδώς εις κατάστασιν προσευχής: να σωθώμεν ως λαός και ως άτομα Πρέπει να υπηρετώμεν τον Θεόν, εσκεπτόμεθα, οποίος και να κυβερνά και τούτο δια ημάς απετέλει το βαθύτερο νόημα του μοναχικού βίου».

Εν το μεταξύ ό Ιεροδιάκονος Παύλος το έτος 1950 - 51 διετέλεσε λέκτωρ εις την Ιερατική Σχολή εις το Πρίζρεν (την οποίαν κατέστρεψαν και έκαψαν οι Αλβανοί τον Μάρτιον του 2004 εις το Κόσσοβο υπό τα όμματα ιών στρατιωτών του ΝΑΤΟ)... Ως ιερομόναχος έκάρη το 1954• το αυτό έτος έλαβε την διάκρισιν του πρωτοσύγκελου. Το 1957 γίνεται αρχιμανδρίτης. Τας μεταπτυχιακός σπουδές εις την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε κατά το διάστημα από το 1955 έως 1957. Εν συνεχείς εκλέγεται εις τον επισκοπικό θρόνο Ράσκας και Πρίζρεν (Κόσσοβο).

Εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια εις την περιοχή της Ράσκας, εις τον επισκοπικό αυτόν θρόνο θα υπηρέτηση σχεδόν 34 χρόνια Την εποχή εκείνη, όταν εγίνοντο πολλά κατά της Εκκλησίας με την συγκατάθεσιν του Κράτους, ηναγκάσθη να αντιστέκεται εις διαφόρους επιθέσεις: με την καθαράν προσευχήν, με την συνετή καθοδήγησιν και τας κραυγαλέας προσκλήσεις. Την Ίεράν Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας και το Κράτος ενημέρωνε συνεχώς ως προς τας επιθέσεις, αί οποίαι ελάμβαναν χωράν κατά των Σέρβων και κατά της περιουσίας της Σερβικής Εκκλησίας εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια

«Ελάμβανα τας προειδοποιήσεις να προσέχω τας τακτικός αναφοράς μου προς την Σύνοδο, διότι αύται έφθασαν και εις τας χείρας της κρατικής εξουσίας, καθώς ητο ολοένα και σαφέστερο ότι κάπου είχεν ήδη αποφασισθεί να μη είναι πλέον σερβικό το Κόσσοβο», θα σημείωση ό Πατριάρχης Αργότερον.

Καί ό ίδιος συχνά προσωπικώς εγίνετο θύμα Καθ' όδόν έγίνετο αντικείμενο προπηλακισμών, ύβρεων, βασανισμών. Εις τα λεωφορεία τον εδίωκαν βιαίως. Εις στάση λεωφορείου εις το Πρίζρεν κάποιος Αλβανός τον ράπισε με λύσσα χωρίς αιτία. Λόγω της βιαιότητας του ραπίσματος, το καλυμμαύκι και ό επίσκοπος επήγαν εις αντίθετο κατεύθυνσιν! Ό άρχιερεύς εσηκώθη, επήρε το καλυμμαύκι, το έβαλε εις την κεφαλήν, με οίκτων κοίταζε τον επιτεθέντα και συνέχισε τον δρόμο του. Από το Πρίζρεν μέχρι το Βελιγράδι ταξίδευε πολλάκις εις τα βαγόνια με παράθυρα χωρίς κρύσταλλα, οπού το χιόνι σκέπαζε τα καθίσματα Υπέφερε τα πάντα, χωρίς γογγυσμόν, φροντίζων πολύ περισσότερον δια την επαρχία του και τους άλλους, παρά δια τον εαυτόν του. «Αυτόν τον επίσκοπο και πολύ μορφωμένο θεολόγο», σημείωσε ό γνωστός Ιστορικός της Τέχνης Ζ.Σ., «τον βλέπαμε πώς από την σκαλωσιά, πού σου σπάει τον λαιμό, επιδιόρθωνε τας στέγες των ναών η τα κονάκια των μοναχών, ενώ στην έδρα της επαρχίας του δεν έχει αρχιεπισκοπικό μέγαρο, αλλά ένα κελί, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς προσωπικό γραμματέα, μόνον με την γραφομηχανή εις το γραφείο, οπού ό ίδιος συντάσσει τας εκθέσεις, αναφοράς και έπιστολάς γράφων εις το φθηνότερο χαρτί της αγοράς! Παντού υπάρχουν πλήθος ποιμαντικών απαντήσεων εις τας ερωτήσεις των πιστών: από τα πλέον απλά και πρακτικά θέματα μέχρι των πλέον πολύπλοκων και πνευματικών...».
Ιδιαίτερα φροντίδα έδειχνε δια την Ιερατική Σχολή του Πρίζρεν, οπού ενίοτε έκαμνε διαλέξεις. εκεί επεσκέπτετο συχνά τους μαθητάς ενδιαφερόμενος δια το ποίον εις τι θα βοηθήσει. Τας νύκτας σκέπαζε τους μαθητάς εις τον ύπνον των!

Πολλούς αιφνιδίασε το ότι ό επίσκοπος Παύλος εξελέγη εις τον πετραρχικό θρόνο. Έως τότε δεν είχε προβληθεί από τα ΜΜΕ και δια το κοινόν (αλλά και μεταξύ των υπολοίπων επισκόπων) δεν ήτο ό κύριος υποψήφιος δια την έδρα του πρώτου ιεράρχου.

Εις την συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας δια την εκλογή Πατριάρχου (1.12. 1990), συμφώνως προς το σύνταγμα της Εκκλησίας της Σερβίας, έπρεπε οί εκλέκτορες επίσκοποι να «σταυρώσουν» τρεις υποψηφίους, οί όποιοι όφειλαν να συγκεντρώσουν το ελάχιστον 13 ψήφους. Εις τον α' γύρο εξελέγησαν μόνον δύο. Ό τρίτος, ό επίσκοπος Παύλος, λόγω ανεπαρκείας ψήφων (11) παρέμεινε εκτός και μόνον εις τον 9ον γύρο εξελέγη δια 20 ψήφων και εισήλθεν εις την τριάδα των υποψηφίων. Ακολούθησε ή τελική φάσης της εκλογής δια κλήρου, δηλαδή δια του αποστολικού τρόπου: ό ηγούμενος της μονής Τρόνοσσα κατόπιν προσευχής εξάγει εκ του βιβλίου του Ευαγγελίου τρεις σφραγισμένους φακέλους με τα ονόματα των τριών υποψηφίων, τους ανακατεύει και λαμβάνει τον ένα, τον οποίον και παραδίδει εις τον προεδρεύοντα, τον μεγαλύτερον αρχιερέα, ό όποιος ιστάμενος προ της Ωραίας Πύλης δεικνύει τον σφραγισμένο φάκελο, τον ανοίγει και ανακοινώνει: «ό αρχιεπίσκοπος του Πεκίου, ό μητροπολίτης του Βελιγραδίου και των Κάρλοβτσι και ό Πατριάρχης της Σερβίας είναι ό επίσκοπος της Ράσκας και του Πρίζρεν Παύλος!».

Σχολιάζων, μετά 15 έτη από της εκλογής, ό μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος το γεγονός έγραφε: «Ό μοναδικός άνθρωπος, ό όποιος δεν ήθελε πράγματι να γίνει Πατριάρχης, ήταν ό Πατριάρχης Παύλος!».

Μετά την εκλογή ό Πατριάρχης Παύλος απευθυνόμενος εις την Ίεράν Σύνοδο θα πει: «Αι δυνάμεις μου είναι μικραι και σεις το γνωρίζετε. Εγώ εις αύτάς δεν ελπίζω. Ελπίζω εις την βοήθειάν σας καί, επαναλαμβάνω εις την βοήθειαν του Θεού, με την οποίαν Εκείνος μέχρι σήμερον με υπεστηριζεν. Ας είναι προς δόξαν Θεού και προς όφελος της Εκκλησίας του και του δοκιμασμένου λάου μας εις αυτούς τους δύσκολους καιρούς». Την επόμενη ήμέραν της ενθρονίσεως εις τον μητροπολιτικό ναό ανακοίνωνε το ολιγόλογο πρόγραμμα του: «Ανερχόμενος ως 44ος Πατριάρχης Σερβίας εις τον θρόνο του Αγίου Σάββα δεν έχω κανένα δικό μου πρόγραμμα δια το πατριαρχικό έργον. Το πρόγραμμα μου είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού η καλή αύτη αγγελία περί του Θεού μεθ ημών και της Βασιλείας Του εντός ημών -έφ' όσον με την πίστιν και την αγάπην Τον δεχθούμεν».

Ανέλαβε τα πατριαρχικά του καθήκοντα εις μίαν των δυσκολότερων περιόδων της σερβικής ιστορίας: στον καιρόν των πολέμων, των πιέσεων και εκβιασμών των ισχυρών του κόσμου, των εσωτερικών αναταραχών και της ανέχειας, εις τον καιρόν της αμφισβητήσεως των ιερών και οσίων.

Αντεστάθη εις το κακόν από οπού και αν ήρχετο, προσκαλών να συνετισθούν και οι συμπατριώται και οί ξένοι. Τονίζει ότι: «Υπό τον ήλιον υπάρχει αρκετός χώρος δια όλους» και ότι: «Την ειρήνη χρειάζονται ομοίως όλοι οί άνθρωποι, όπως ημείς και ο εχθροί μας». Πολλάκις αναφέρει χωρία από εν δημοτικό σερβικό ποίημα, οπού λέγεται: «Καλύτερον είναι να χάσωμεν το κεφάλι μας, παρά να χάσωμεν την ψυχήν μας». Με τους έξης λόγους διδάσκει ότι «έχομεν υποχρέωσιν και εις την πλέον δύσκολο κατάστασιν να συμπεριφερώμεθα ως άνθρωποι και δεν υπάρχει συμφέρον ούτε εθνικό ούτε προσωπικό, το οποίον θα ημπορούσε να αποτελεί δικαιολογία του να μη είμεθα άνθρωποι».

Αυτοί οί συνεχώς επαναλαμβανόμενοι λόγοι του «να είμεθα άνθρωποι», γέμισαν τα αυτιά ακόμη και των μικρών παιδιών, τα όποια χαϊδευτικός τον ονομάζουν «Ό Παύλος-Παύλος-Να Είμεθα-Άνθρωποι». Όλοι άκουσαν τους λόγους αυτούς, όμως πολλοί δεν ηθέλησαν να υπακούσουν. Μεταξύ αυτών και εκείνοι, οί όποιοι εις την γενέτειρα του (σημερινή Κροατία), κατά την διάρκεια του πολέμου του '90, κατεδάφισαν τον ορθόδοξο ναόν μόνον και μόνον επειδή εις αυτόν εβαπτίσθη ό Πατριάρχης των Σέρβων! Τούτο συνέβη, ενώ εις ακτίνα 40 χιλιομέτρων από τον ναόν δεν έγίνοντο καν μάχαις.

Ό Πατριάρχης Παύλος είναι ακούραστος εις την τέλεσιν των ποιμαντικών καθηκόντων του. Ούτω κατά το παρελθόν φθινόπωρο, εις τα 91 έτη του, απεφάσισε να επισκέφθει την Αυστραλία μεταξύ των άλλων και δια να άγιάση την έκτασιν των 87 εκταρίων, τα όποια αγόρασε ή Σερβική Εκκλησία, δια να κτιστή εκεί το κολλέγιον «Άγιος Σάββας», οπού μαζί με τα Σερβόπουλα, θα διδάσκωνται και Ρωσσόπουλα, Ελληνόπουλα κ.λπ.

Μερικοί επίσκοποι προσεπάθησαν να τον αποτρέψουν λέγοντες ότι ταξίδι τόσης διαρκείας είναι πέραν της αντοχής του. Ό Πατριάρχης αντέλεγε: «Δι' έμέ δεν είναι δύσκολο, αλλά πώς θα τα καταφέρουν αυτοί (ή συνοδεία);».

Επήγε εις την Αυστραλία προσπαθών την δύο εβδομάδων επίσκεψιν να την κάνη ιεραποστολικός όσον περιεκτικωτέραν έγίνετο. Όταν επέστρεψε εις το Βελιγράδιον, κατ' ευθείαν πήγε εις την αγρυπνία, αν και με το αεροπλάνο ταξίδευε επί 22 ώρας και αμέσως το πρωί ξεκίνησε δια την Μόσχα.

Γνωρίζων όλα αυτά ό φιλοξενών αυτόν Πατριάρχης της Ρωσίας Αλέξιος Β' αστειευόμενος τον ρώτησε:
«Αγιότατε, πήγατε τόσον μακρύ ταξίδι, φθάσατε και ως εδώ μήπως, τυχόν προφθάσατε να επισκεφθείτε και την Νέαν Ζηλανδία, επειδή και εκεί υπάρχει ό ορθόδοξος κόσμος μας;...».
«Αγιότατε, αυτήν την φοράν δεν το έκανα, αλλά βεβαίως θα το κάνω εντός των επομένων 90 ετών!».

Ό Πατριάρχης Παύλος, παρά τας πολλάς υποχρεώσεις του, ζή και γνήσιο μοναχικό βίον. Κάθε πρωί εις το παρεκκλήσιο του Πατριαρχείου λειτουργεί και κοινωνεί και κάθε βράδυ είναι παρών εις τον Μητροπολιτικό ναό κατά την εσπερινή ακολουθία.

Προτού τέλεση την θείαν Λειτουργία, δεν αναχωρεί δια κανένα σκοπό.
Με την πορείαν της ζωής του, αρχίζοντας από τον τόπον της γεννήσεως του και τους τόπους της μορφώσεως του έως εκείνους οπού υπηρετεί, έγινε εν ενωτικό σύμβολο της Σερβικής Εκκλησίας. Επίσης, κατά την ζωήν του και κατά τον ρόλο του εις τον ορθόδοξο κόσμον, εκείνος είναι και εν των συμβόλων της ενότητας της οικουμενικής Ορθοδοξίας.

Όσον κάποτε, κατά τα έτη των προσφάτων πολέμων» από το διαμέρισμα του εις το Πατριαρχικό μέγαρο είδεν εις τον δρόμο μίαν ομάδα προσφύγων να βρέχονται, κατέβει και ήνοιξεν την μεγάλην από ξύλον βελανιδιάς θύραν του Πατριαρχείου και τους κάλεσε να εισέλθουν, δια να προστατευθούν από την βροχή. Όταν οί συνεργάται του έκαναν παρατήρησιν ότι υπήρχε και πιθανότητα να εισέλθει και κάποιος μη καλοπροαίρετος —εις τον πόλεμο ήσαν—τους απήντησε: «Πώς μπορούσα εγώ να κοιμούμαι εκεί επάνω στα ζεστά, ενώ τα παιδιά αυτά να βρέχονται έξω!».

Και οί έξης συγκλονιστικοί λόγοι είναι ιδικοί του: «Εάν ηδυνάμην να προφθάσω, ό άναστάς Θεός είναι μάρτυς μου, θα εστεκόμην ενώπιον των ναών, των νοσοκομείων και ενώπιον των πολυτελών χώρων δια τας δεξιώσεις και τας επιδείξεις μόδας και προσωπικώς θα ζητούν ελεημοσύνη δια τα δοκιμαζόμενα αδέλφια και παιδιά μας. Ό κάθε εξ ημών θα έπρεπε, με ενεργό τρόπον, να εντροπιάση όλας εκείνος τας επιδεικτικός πλεονεξίας, αϊ οποίαι υπάρχουν εις τόσους δημοσίους χώρους και όχι μόνον απλώς να σκανδαλιζόμεθα και να απελπιζώμεθα, επειδή ή αναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας».

Ό Πατριάρχης φροντίζει ό ίδιος τον εαυτόν του εις όλας τας ανάγκας του: μόνος του ετοιμάζει το φαγητό του, καθώς ή διατροφή του, καθ' όλον το έτος, είναι σχεδόν νηστίσιμος -συνήθως τρώγει τα βραστά λαχανικά, το λάδι το προσθέτει μόνον κατά τας εορτές, σπανιότατα τρώγει ολίγον ψάρι, το κρέας ποτέ. Το αγαπημένο του ρόφημα είναι ό χυμός ντομάτας, καθώς ή τροφή της αρεσκείας του είναι ή τσουκνίδα Όταν δεν νηστεύει, του αρέσουν τα γαλακτοκομικά Τα ενδύματα του τα ράπτει, επιδιορθώνει και πλένει ό ίδιος. Όπως διορθώνει και συντηρεί και τα υποδήματά του.

Έκτος αυτού προσέχει και το τι γίνεται γύρω του. Εις το Πατριαρχείων επιθεωρεί και φροντίζει όλα να λειτουργούν όσον καλύτερα γίνεται. Όταν τελείωση το οραρίων της εργασίας και όλοι έχουν αναχωρήσει, τότε ό Πατριάρχης έρχεται να σβήσει τα φώτα, τα όποια λησμόνησαν οι εργαζόμενοι. Συχνάκις μόνος του διορθώνει και τα υδραυλικά, τα παράθυρα, τα κλείθρα..
Φροντίζει, παντού οπού υπάρχει ανάγκη και περί των πραγμάτων της γης, αν και τονίζει ότι ή πραγματική πατρίς ημών είναι «άνω» και δια τούτο υπενθυμίζει ότι πρέπει να προσέχωμεν: «Όταν μίαν ήμέραν παρουσιασθώμεν ενώπιον των προγόνων μας, να μη αισχυνθώμεν δια αυτούς, ούτε εκείνοι να αισχυνθούν δια ημάς».

Φαίνεται ότι το FΒΙ σπανίως κάνει λάθος: Αληθώς ένας άγιος πού περπατά στη γη!

(Ή πηγή: Τα δημοσιεύματα εις το περιοδικό «ΝΙΝ» υπό του Γ.Γ., του Α. Δι. κ.λπ., ή μετάφρασης από τα σερβικά: Μ.Β.).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Λόγος ουκ ανθρώπων, αλλά λόγος Θεού ενεργούμενος (Α' Θεσ. β' 13)

 


Συζήτηση με τον Βασίλη Αργυριάδη στην εκπομπή «Άνθρωπος μεθόριος» Ραδιοφωνικός Σταθμός Πειραϊκής Εκκλησίας 5-6 Φεβρουαρίου 2003


Μπορεί ή εποχή μας να είναι πολύ γνωσιολογική, γνωσιοκρατική και ορθολογιστική, με αποτέλεσμα να υπερτονίζει τη διανοητική λειτουργία του ανθρώπου, αλλά αν θέλει κανείς να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τότε βλέπει την ανεπάρκεια αυτού του ορθολογιστικού μονολιθισμού μέσα του. Το μυαλό του είναι πολύ στενό για να χωρέσει τα μεγάλα. Αν θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, θα λέγαμε ότι το μυαλό παίζει το ρόλο του εκτυπωτή, ενώ ή είσοδος και ή ανάλυση των πνευματικών μηνυμάτων γίνεται μέσα στην καρδιά
Ό χώρος της καρδιάς είναι πολύ ευρύτερος και έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες από τη σκέψη . Η σκέψη υπάρχει κυρίως για να εκφράζει και για να συνυπουργεί στο έργο της καρδιάς. Είναι πολύ δύσκολο βέβαια, σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, οπού ακόμα και τα συναισθήματα διανοητικοποιούνται, να μπορεί κάποιος να σκέφτεται με την καρδιά, να συλλαμβάνει τα μηνύματα κατ' ευθείαν στην καρδιά του. Κι όμως, το εντυπωσιακό είναι ότι αύτη ή τόσο δύσκολη, μα και τόσο σημαντική αλήθεια δεν αναφέρεται μόνο στα πνευματικά πράγματα, άλλα και στα επιστημονικά. Ή καλή επιστημονική έρευνα δεν βασίζεται τόσο στην οξύνοια, όσο στη διαίσθηση. Αυτά σίγουρα δεν γίνονται κατανοητά με μια στενή, ορθολογιστική αντίληψη, γι' αυτό και αποτελεί σταθερή πίστη της Εκκλησίας ότι τα μυστήρια υπερβαίνουν την ικανότητα της σκέψης. Μυστήριο είναι κάτι το οποίο ξεπερνά τα αντιληπτικά όρια και μέτρα του ανθρώπου. Όταν όμως κανείς ταπεινώνεται μπροστά στο μυστήριο το προσεγγίζει περισσότερο. Και όσο το προσεγγίζει τόσο αισθάνεται ότι διευρύνεται ό χώρος του αγνώστου. Δεν περιορίζεται το άγνωστο, γι' αυτό και δεν μικραίνει το μυστήριο. Ή λογική της Εκκλησίας αγαπά το μυστήριο δεν το φοβάται. Είναι το «έξω» από μας, είναι το «πέραν» από μας. Είναι αυτό πού μας υποψιάζει και μας ελκύει στην άλλου είδους ζωή.
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, επί, παραδείγματι, απ' όπου κι αν το πλησιάσει κανείς, αδυνατεί να το κατανοήσει. «Απορεί πάσα γλώσσα» να το εκφράσει και υπερβαίνει κάθε δυνατότητα διανοητική ή κατανόηση του. Προσπαθείς να το καταλάβεις και δεν μπορείς. Ταπεινώνεσαι και σου αποκαλύπτεται. Κι αύτη ή αποκάλυψη είναι τόσο δυνατή, πού επιβεβαιώνει ότι ή πίστη, ως οδός γνώσεως, είναι πληρέστερη και επαρκέστερη από τη σκέψη.
Μέσα από την προοπτική της πίστης διαβάζουμε και τα πατερικά κείμενα. Δεν τα διαβάζουμε για να μάθουμε, να τα αποστηθίσουμε σαν να πρόκειται να δώσουμε εξετάσεις. Ούτε
πάλι τα διαβάζουμε για να εφαρμόσουμε ότι λένε, αφού πολλά απ' αυτά δεν μπορούμε να τα εφαρμόσουμε. Τα διαβάζουμε για να κρινόμαστε και να ταπεινωνόμαστε. Και όταν ή ψυχή μας ταπεινώνεται, όταν μπορεί να δακρύσει για την ανεπάρκεια της και να την αποδεχθεί εν ειρήνη τότε πιο εύκολα μπορεί να στραφεί και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Όταν δε το έλεος του Θεού έρχεται, τότε ή εμπειρία της εσωτερικής μεταμορφώσεως αρχίζει να γίνεται ή νέα, ή «καινή» πραγματικότητα.
Ποια είναι αύτη ή πραγματικότητα; Είναι ό Θεός και οι ανακλάσεις Του είναι ότι Αυτόν θυμίζει και ότι από Αυτόν προέρχεται. Αυτός είναι ό Ων Αυτός είναι ή αληθινή πραγματικότητα. Πραγματικότητα δεν είναι τα πάθη και οι αδυναμίες μας - αυτά αποτελούν μια νοσηρή πραγματικότητα, όσο μένουμε προσκολλημένοι πάνω τους. Όλος μας ό σκοπός, όλος μας ό στόχος, όλος μας ό αγώνας είναι να εντοπίσουμε τα πάθη μας και ταπεινούμενοι ενώπιον του ελέους του Θεού, να ζητήσουμε τη δική Του ενεργέ μέσα μας, ώστε πλέον να μην ενεργούνται άλλα να ενεργείται ή χάρις Του, και να αποκαθαίρετε ό χώρος της καρδιάς.


Ή καρδιά
Θα ήταν ίσως αδικία πνευματική κατά του μυστηρίου του ανθρώπου να σχολιάσουμε αυτά πού περιγράφουν τα βιβλία, χωρίς προηγουμένως να έχουμε βαπτισθεί στην κολυμβήθρα της εμπειρίας τους. Οι άνθρωποι πού μπορούν να μας μιλήσουν βιωματικά για την καρδιά, είναι αυτοί πού έχουν καθαρθεί με τη λεγόμενη καρδιακή προσευχή. Αυτοί δεν χρειάζεται να διαβάσουν κανένα βιβλίο- ζουν την καρδιά ζουν αυτό για το «ποίο μιλούν οι Πατέρες, αυτό για το όποιο έχει μιλήσει και ό ίδιος ό Κύριος: <<Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου έξ όλης της καρδίας σου» και «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ». Παρά ταύτα, αξίζει να καταθέσουμε κάτι μικρό έστω και λίγο, με την συναίσθηση πώς αυτό προέρχεται από κάποια μικρή γνώση πού όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε, είτε ως άμεση εμπειρία, είτε ως πόθο και εσωτερική αναζήτηση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ H αυθεντικότητα στο βίωμα του σύγχρονου χριστιανού

 

Ομιλία στο Τομέα Επιστημόνων του Συλλόγου ιεραποστολικής Δράσης
« Ο Μέγας Βασίλειος» 12-10-2003
 

Α. Εισαγωγή
Η αποψινή ομιλία πρέπει να εκφράσει κάτι πού δύσκολα λέγεται και να δώσει χαρακτηριστικά και παραμέτρους για κάτι πού από τη φύση του είναι λιγότερο περιγραπτό και περισσότερο έμμεσα αντιληπτό, για κάτι πιο πολύ κεκρυμμένο πού το υποψιάζεσαι παρά φανερό πού μπορείς να το σχολιάσεις. Οί στόχοι προσδιορίζονται, τα βιώματα όμως δύσκολα περιορίζονται σε λεκτικά πλαίσια. Πολύ δε περισσότερο ή αυθεντικότητα του βιώματος της πίστεως και της χάριτος πού έχει να κάνει με το βαθύτερο είναι της ανθρώπινης φύσεως, την αλήθεια του ανθρώπου, κάτι πού αποτελεί μυστήριο πού διαρκώς μας αποκαλύπτεται και λιγότερο εκδήλωση, έκφραση ή τρόπο και συμπεριφορά προς τα όποια κανείς προσαρμόζεται.
Ένα βίωμα, όταν είναι πνευματικά αυθεντικό, φανερώνει τη θεϊκότητα του ανθρώπου, ενώ όταν είναι μη αυθεντικό, εμποδίζει τη χάρι του Θεού να ενεργεί στη ζωή του. Γι' αυτό και ή αυθεντικότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση πνευματικής ζωής.
Πώς λοιπόν να προσεγγίσουμε την αυθεντικότητα του βιώματος; Πώς να την προσδιορίσουμε; Πώς να την ψηλαφίσουμε; Το θέμα σίγουρα δεν είναι διανοητικό. Γι' αυτό, ας επικεντρώσουμε την προσπάθεια μας στο να καταλάβουμε όλα αυτά πού θα ακουσθούν ούτε πάλι να κρατήσουμε σημειώσεις για να μην ξεχάσουμε κάτι• ούτε ακόμη να υποτάξουμε την αθωότητα του αυθορμητισμού μας στη διαδικασία ενός σχολαστικού έλεγχου μήπως κάτι δεν είναι απόλυτα σωστό. Ή ομιλία αύτη δεν θέλει να είναι στοχαστική για να γεννήσει καλές σκέψεις ή ορθές κριτικές απόψεις• ούτε πειστική για να μας βάλει με το ζόρι στον μονότονο μονόδρομο μιας ανακουφιστικής και εφησυχαστικής συμφωνίας. Ή ομιλία προτιμά να είναι απλή, καρδιακή, για να προκαλέσει εξομολογητικά και προσωπικά αισθήματα στον καθένα μας. Γι' αυτό και ό,τι θα ακουσθεί δεν προσφέρεται από τον ομιλητή ως γνώση ή άποψη, αλλά κατατίθεται ως αφορμή κοινωνίας.
Στην πορεία λοιπόν αυτής της ομιλίας, ας προσπαθεί ό καθένας μας να δει ποιος πράγματι είναι. Όχι τι από τα λεγόμενα είναι σωστό και τι λάθος, αλλά τι σχέση έχουμε εμείς με την αλήθεια. Όχι σε ποια εποχή ζούμε, άλλα πώς εμείς ζούμε• τι θέση έχει ό Χριστός στην καρδιά μας και πώς προσδιορίζεται ή απόσταση μας από τη χάρι Του στη δική μας περίπτωση. Άλλα και πως λειτουργούν οι πόθοι μας, πως περιγράφονται οι στόχοι μας, πως διαγράφεται η κλήση μας ως «τέκνων του Θεού», ως ‘ αδελφών του Χριστού» ως πολιτών της βασιλεία Του, ως κεκλημένων στο δείπνο Του. Ο ευαγγελικός λόγος του Κύριου είναι αρκετά απόλυτος. « Ο ΜΗ ΩΝ ΜΕΤΑ ΕΜΟΥ ΚΑΤΑ ΕΜΟΥ ΕΣΤΙ» και « ΌΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ ΑΠΑΡΝΗΣΑΣΘΩ ΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ» και «ΕΑΝ ΜΗ ΠΕΡΙΣΣΕΥΣΗ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΥΜΩΝ ΠΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ ΟΥ ΜΗ ΕΙΣΕΛΘΗΤΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ». Ο Κύριος αρνείται το ανθρώπινο δικαιωμα σε κάποιον μαθητή του, να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα του προλέγει μαρτύρια και δοκιμασίες σε όσους Τον ακολουθήσουν, ελέγχει τη χλιαρότητα, απαιτεί το «εν» που λείπει, προτείνει την τελειότητα «ει θέλεις τέλειος είναι». Ο Θεός είναι απόλυτος εμπερικλείει και προσφέρει καθετί που έχει πληρότητα και αυτό το ίδιο το είναι στην τέλεια μορφή . Είναι ο Ίδιος, ό Ων, είναι το Πάν. Ή αλήθεια του Θεού πληροί μεν τον άνθρωπο, άλλα του αφήνει την αίσθηση ότι υπερβαίνει την πληρότητα του. Είναι κάτι ακόμη παραπάνω που δεν προσλαμβάνεται από τον άνθρωπο. Υπό αυτή την έννοια, ό Θεός, από οποίον θέλει να Τον ακολουθήσει, δεν ζητεί το υπερβάλλον σε δύναμη και δυσκολία -αυτό το αναπληρώνει ή χάρις Του-, αλλά την αυθεντικότητα στη συναίνεση, την αλήθεια στην προαίρεση, τη συνέπεια στην απόφαση. Μόνο έτσι ό άνθρωπος γίνεται συμβατός με τον Θεό• μόνο έτσι μπορεί να παρακολουθήσει τον βηματισμό Του, να αναγνωρίσει τα ίχνη Του


Β. Ό αληθινός χριστιανός
Συχνά στις ευαγγελικές περικοπές, συναντούμε τους Αποστόλους να επικαλούνται τη αυθεντικότητα της προσωπικής τους μαρτυρίας προκειμένου να γίνουν πειστικοί• « ο άκηκόαμεν, ο έωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο έθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν απαγγέλλομεν υμίν» και «οίδαμεν ότι αληθής εστίν ή μαρτυρία αυτού». Άλλα και οί Σαμαρείτες και ό Τίμιος Πρόδρομος προσφεύγουν στην αμεσότητα της προσωπικής τους εμπειρίας. Ή αυθεντικότητα του βιώματος αποτελεί το πειστικότερο επιχείρημα για την αλήθεια των λεγομένων μας.
Άς δούμε λοιπόν ποια είναι ή έννοια του αυθεντικού βιώματος στη ζωή του χριστιανού. Αυθεντικός είναι ό Πέτρος ακόμη και στις πτώσεις του, γιατί είναι αυθόρμητος. Ζητά αποδείξεις και ό Κύριος τον καλεί να βαδίσει επί των υδάτων. Ολιγοπιστεί και βυθίζεται . Αυθόρμητα ομολογεί ότι το άγιο στόμα Του αναδίδει «ρήματα ζωής». Προτρέπει τον Κύριο να αποφύγει το Πάθος και Εκείνος τον επιτιμά λέγοντας του πώς μέσα του ομιλεί ο σατανάς. Αποποιείται με υπεροχικό αίσθημα την πλύση των ποδών του από τον Κύριο και στη συνέχεια υποχωρεί με έναν ιδιαίτερα εκφραστικό τρόπο. Τολμά βίαια να κόψει το αυτί του Μάλχου και δέχεται την επίπληξη του Κυρίου και τη θαυματουργική αποκατάσταση του αυτιού. Αρνείται τον Κύριο λίγο προ του Πάθους και αμέσως μετανοεί. Ακούει το μήνυμα της Αναστάσεως και το αμφισβητεί γι' αυτό και τρέχει στον τάφο να το επιβεβαιώσει μόνος του. Πέφτει και σηκώνεται. 'Αμαρτάνει και μετανοεί. Δεν παριστάνει είναι. Είναι ελεύθερος και όταν είναι ανθρώπινος. Σφάλλει και διορθώνεται, δεν είναι αλάθητος. Είναι αληθινός.

Ο δρόμος της ζωής και ο δρόμος του θανάτου

 

Ό Θεός είναι Αθανασία, ευσέβεια
Ό Θεός είναι σεμνός, ηθικός
Ό Θεός είναι αμνός, αρνίον
Ό Θεός είναι σοφός, πανίσχυρος
Ό Θεός είναι ρόδον, κρίνον
Ό Θεός είναι άξιος πάσης τιμής
Ό Θεός είναι Κριτής, ελεήμων
Ό Θεός είναι μειλίχιος, ευμενής
Ό Θεός είναι αθώος, ειρηνικός
Ό Θεός είναι εργατικός, ταπεινός
Ό Θεός είναι στοργικός, φιλόκαλος
Ό Θεός είναι ένδοξος, φιλόξενος
Ό Θεός είναι Παράδεισος


 Ό Σατανάς θάνατος, ασέβεια.
 Ό Σατανάς άσεμνος, ανήθικος.
 Ό Σατανάς λύκος, τίγρης, λέων.
Ό Σατανάς άσοφος, μωρός, αδύνατος.
Ό Σατανάς ακάνθι, τρίβολος.
Ό Σατανάς ανάξιος, άτιμος.
Ό Σατανάς υπόδικος, ανελεήμων, σκληρός.
Ό Σατανάς πικρός, θράσος, κακούργος.
Ό Σατανάς ένοχος, πταίστης, φιλόνικος.
Ό Σατανάς τεμπέλης, υπερήφανος.
Ό Σατανάς τύραννος, φιλόκακος.
Ό Σατανάς άδοξος, μισόξενος.
Ό Σατανάς Κόλασης.

Αυτή είναι μία είκών του Θεού και του πονηρού πνεύματος. Ή μία Κλίμαξ αναβιβάζει τον άνθρωπον εις τον ουρανόν, εις τον Παράδεισον.
Ή δε δευτέρα καταβιβάζει εις τον Άδη, εις την αιώνιον κόλασιν.

Και τώρα μένει εις την διάθεση μας ελεύθερα να διαλέξωμεν τον ένα από τους δύο δρόμους, στην πρόσκαιρο αυτήν ζωή.
Χρειάζεται μελέτη και προσοχή δια να αποφασίσει ό καθείς ποίον δρόμο θα ακολουθήσει και θα βαδίσει αποφασιστικά και θετικά, σκεπτόμενος τας συνεπείας και τα αποτελέσματα, το τέλος της ζωής του.
Παράδεισον αιώνιον ή Κόλασιν.
Ό Θεός να μας αξιώσει να βαδίζωμεν τον δρόμο της ζωής. Αμήν.

ΙΕΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΑΜΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

 




Τι σημαίνει να σηκώσουμε τον σταυρό μας;


Ό Κύριος λέει ότι ό καθένας από μας πρέπει να σηκώσει τον δικό του σταυρό.

Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι αυτός ό σταυρός; Για τον καθένα ό σταυρός είναι διαφορετικός και αυστηρά προσωπικός, διότι για τον καθένα ό Θεός έχει ετοιμάσει τον δικό του σταυρό.


Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ποιος είναι ό δικός μας σταυρός, να ξέρουμε ότι έχουμε σηκώσει εκείνο ακριβώς τον σταυρό πού μας προτείνει ό Θεός. Είναι πολύ επικίνδυνο να επινοούμε σταυρούς για τον εαυτό μας. Και αυτό δυστυχώς το βλέπουμε συχνά.

Για την πλειοψηφία των ανθρώπων ο Θεός έχει ετοιμάσει τον σταυρό της ζωής μέσα στον κόσμο, τον σταυρό της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής.

Αλλά πολλές φορές άνθρωπος πού αποφάσισε να αρνηθεί τον εαυτό του και να ακολουθήσει στην ζωή του την οδό του Χριστού δεν πετυχαίνει τίποτα επειδή επινοεί για τον εαυτό του σταυρό πού του φαίνεται πιο σωστός. Νομίζει, παραδείγματος χάριν, ότι για να σωθεί πρέπει να γίνει μοναχός ή να πάει στην έρημο.


Αυτόν όμως το δρόμο ό Θεός τον ετοίμασε για πολύ λίγους, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σταυρό πού οι ίδιοι ούτε καν τον θεωρούν σταυρό και όταν τον σηκώνουν δεν καταλαβαίνουν ποιο βάρος έχουν στους ώμους τους.


Ποιο σταυρό έχουν οι περισσότεροι;

Έναν σταυρό απλό, όχι τέτοιο πού σήκωσαν οι άγιοι μάρτυρες και πού σήκωναν όλη τη ζωή τους οι όσιοι πατέρες στην έρημο. Εμείς έχουμε άλλο σταυρό.


Ή ζωή μας, ή ζωή όλων των ανθρώπων, είναι θλίψη και πόνος. Και όλες αυτές οι θλίψεις στην κοινωνική και την οικογενειακή ζωή μας είναι ο σταυρός μας.

Ό αποτυχημένος γάμος, ή ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, δεν μας προκαλούν αυτά πόνο και θλίψη; Δεν πρέπει ό άνθρωπος πού τον βρήκαν αυτές οι συμφορές να τις υπομένει; Οι σοβαρές ασθένειες, ή περιφρόνηση, ή ατιμία, ή απώλεια της περιουσίας, ή ζήλεια των συζύγων, ή συκοφαντία και όλα γενικά τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, όλα αυτά δεν είναι ό σταυρός μας;


Ακριβώς αυτά είναι ό σταυρός μας, σταυρός για την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτές είναι οι θλίψεις πού υποφέρουν οι άνθρωποι και όλοι μας πρέπει να τις σηκώνουμε, αν και οι περισσότεροι δεν το θέλουν. Άλλα ακόμα και οι άνθρωποι πού μισούν τον Χριστό και αρνούνται να ακολουθήσουν το δρόμο του και αυτοί ακόμα σηκώνουν το δικό τους σταυρό του πόνου.


Ποια είναι ή διαφορά μεταξύ αυτών και των χριστιανών;

Ή διαφορά είναι ότι οι χριστιανοί με υπομονή σηκώνουν τον σταυρό τους και δεν γογγύζουν κατά του Θεού.

Ταπεινά με χαμηλό το βλέμμα σηκώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους το δικό τους σταυρό ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το κάνουν για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, το κάνουν από θερμή αγάπη προς Αυτόν, γιατί όλη την σκέψη τους είχε αιχμαλωτίσει ή διδασκαλία του Ευαγγελίου.


Για να κάνει πράξη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, για να ακολουθήσει την οδό του Χριστού, ό άνθρωπος πρέπει ταπεινά και ακούραστα να σηκώνει τον σταυρό του, να μην τον βρίζει αλλά να τον ευλογεί. Τότε μόνο τηρεί την εντολή του Χριστού, γιατί είχε, αρνηθεί τον εαυτό του. Σήκωσε τον σταυρό του και ακολούθησε τον Χριστό, τον ακολούθησε σ' ένα μακρινό δρόμο, σ' ένα δρόμο για τον οποίο ό Κύριος είπε, ότι στην Βασιλεία των Ουρανών οδηγεί τεθλιμμένη οδός ή αρχή της οποίας είναι ή στενή πύλη. Και εμείς θέλουμε να είναι ή οδός της ζωής μας ευρύχωρη, χωρίς λάκκους, πέτρες, αγκάθια και λάσπη. Θέλουμε να είναι στρωμένη με λουλούδια. Και ό Κύριος μας δείχνει μία άλλη οδό, την οδό του πόνου. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι σ' αυτό το δρόμο, όσο δύσκολος και να είναι, αν με όλη την καρδιά μας στραφούμε στον Χριστό, τότε ό Ίδιος με έναν θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο μας βοηθάει. Μας στηρίζει όταν πέφτουμε. Μας δυναμώνει και μας παρηγορεί.


Όταν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο, ο οποίος στην αρχή μόνο μας φαίνεται δύσκολος, όταν αισθανθούμε τη χάρη του Θεού πού μας δυναμώνει σ' αυτή την πορεία, τότε με χαρά και ταπείνωση θα σηκώνουμε τον σταυρό μας και θα πορευόμαστε με βεβαιότητα επειδή γνωρίζουμε ότι έτσι μας ανοίγεται ή είσοδος στην Βασιλεία των Ουρανών.


Αυτό λοιπόν σημαίνει να μισήσουμε την ψυχή μας - να μισήσουμε την ακαθαρσία της, να αρνηθούμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να σώσουμε την αθάνατη ψυχή μας πού ό προορισμός της είναι ή κοινωνία με τον Θεό.


Αυτός πού με τέτοιο τρόπο θα χάσει την ψυχή του, θα την σώσει και θα είναι με τον Χριστό;


ΝΑ μας αξιώσει όλους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός της αιώνιας και ένδοξης ζωής μαζί Του, με τον Πατέρα Του και όλους τους αγγέλους.



Δείτε επίσης

1) Ευχή για ασθενούντα, προς Άγιο Λουκά τον Ιατρό  .mp3



2) Θαύμα στην Ρωσία. Video

Πως ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός έκανε καλά ένα παιδί. Φωτογραφία του παιδιού. Ομιλεί ο πατήρ Νεκτάριος Αντωνόπουλος, ηγούμενος Ι. Μ. ΣΑΓΜΑΤΑ

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Πάντα με πολλή παρρησία πρέπει να πλησιάζουμε τον Θεό, Να Τον ικετεύουμε σαν τα μικρά παιδιά πού περιμένουν βοήθεια από την μητέρα τους και απλώνουν προς αυτήν τα μικρά τους χεράκια.

Να Τον ικετεύουμε σαν ένας φτωχός πού πεθαίνει της πείνας και ήρθε να παρακαλέσει τον άνθρωπο πού είναι γνωστός για την ευσπλαχνία του να τον βοηθήσει.

Να Τον ικετεύουμε σαν την Χαναναία γυναίκα πού με επιμονή παρακαλά τον Χριστό και σηκώνει σ' Αυτόν τα χέρια της. Τον ικετεύει με παρρησία γιατί πιστεύει και ξέρει ότι θα λάβει αυτό πού ζητά, πιστεύει και γι' αυτό παίρνει βοήθεια,


Βλέπουμε λοιπόν ότι δύο προϋποθέσεις υπάρχουν για να γίνει δεκτή ή προσευχή μας από τον Θεό.

Πρώτ' απ' Όλα χρειάζεται βαθειά και μεγάλη πίστη στον Κύριο, με όλη μας την καρδιά να πιστεύουμε σ' Αυτόν πού ικετεύουμε. Και το δεύτερο, να μην υπάρχει ούτε ίχνος αμφιβολίας, κανένας δισταγμός στην καρδιά αλλά μόνο ή πίστη, ή πίστη στο άπειρο έλεος του Θεού.

Μόνο ή προσευχή πού βγαίνει από καρδιά πού είναι γεμάτη ελπίδα και πίστη ακούγεται από τον Θεό.
Εκτός απ' αυτό ή προσευχή θέλει επιμονή. Πρέπει να ξέρουμε ότι δεν θα λάβουμε αμέσως αυτό πού ζητάμε. Πρέπει να δείξουμε ότι είναι σταθερή ή ελπίδα πού έχουμε στον Θεό και ή επιμονή σ' αυτά πού ζητάμε..

Τι σημαίνει να προσευχόμαστε αδιάκοπα;


Δεν έχουμε και εμείς τις δικές μας βιοτικές φροντίδες, είναι δυνατόν να ασχολούμαστε μόνο με προσευχή; Ή εντολή αυτή φαίνεται απραγματοποίητη. Και Όμως είναι εφικτή και εφαρμόσιμη, διότι τίποτα το ανέφικτο δεν ζητάει από μας ό Κύριος Ιησούς Χριστός.


Πώς όμως μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας αυτή την εντολή πού ισχύει για όλους τους χριστιανούς;

Το να προσευχόμαστε αδιάκοπα δεν σημαίνει μόνο να διαβάζουμε τις ευχές, να κάνουμε γονυκλισίες και να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Να προσευχόμαστε αδιάκοπα μπορούμε πάντα και οπού και να βρισκόμαστε.. Το μόνο πού χρειαζόμαστε είναι να έχει ή καρδιά μας διάθεση για προσευχή. Να είναι ταπεινή και να θρηνεί αδιάκοπα την αναξιότητα και την αμαρτωλότητά της. Γεμάτη φόβο μπροστά στην μεγαλοσύνη του Θεού, τον Όποιο προσβάλλουμε με τις αμαρτίες μας, Αν τέτοια θα είναι ή καρδιά μας, τότε πάντα θα είμαστε προσευχόμενοι και στη δουλειά και στο σπίτι. Θα είμαστε προσευχόμενοι ακόμα και τότε όταν κληθούμε να δώσουμε λόγο σ' αυτούς πού έχουν στα χέρια τους εξουσία. Και στεκάμενοι μπροστά στην πόρτα τους θα στέλνουμε τις σιωπηλές μας κραυγές στον Θεό, παρακαλώντας Τον να μας προστατέψει.


Σε κάθε μας έργο μπορούμε να προσευχόμαστε, μόνο να υπάρχει διάθεση για προσευχή, να ποθεί ή καρδιά μας τον Κύριο και τότε ή εντολή πού μας έδωσε ό απόστολος μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί.


Δεν ακούει ό Θεός και εκείνες τις προσευχές πού δεν Του είναι ευάρεστες. Δεν δέχεται τις παρακλήσεις πού στρέφονται κατά των ανθρώπων.

Όταν, παραδείγματος χάριν, Του ζητάμε να τιμωρήσει τους δικούς μας εχθρούς. Πολλές φορές ασυνείδητα ζητάμε στις προσευχές μας κάτι βλαβερό για τον πλησίον, τέτοιες ευχές ό Θεός δεν εισακούει.


Ή ουσία της προσευχής είναι, να παραδιδόμαστε ολοκληρωτικά, με όλη την καρδιά μας να ικετεύουμε τον Θεό και ή προσευχή να είναι γεμάτη πίστη και ακράδαντη ελπίδα.

Έτσι όμως προσεύχεται ή πλειοψηφία των ανθρώπων;

Ασφαλώς όχι. Ή δική μας προσευχή είναι μόνο επανάληψη κάποιων λέξεων, πού έχουμε αποστηθίσει και ενώ τα διαβάζουμε, το πνεύμα μας δεν προσεύχεται, αλλά τα επαναλαμβάνουμε μηχανικά, χωρίς να σκεφτόμαστε αυτά πού ζητάμε. Εμείς οι ίδιοι δεν ακούμε τις προσευχές μας και αν δεν τις ακούμε εμείς, τότε πώς θέλουμε ό Θεός να ακούσει αυτά πού ζητάμε;

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΘΝΗΣΚΟΥΝ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ;



Τα τέκνα των πιστών χριστιανών για δύο αιτίες αποθνήσκουν νέα, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
 
Πρώτον μεν για σωφρονισμό και ταπείνωση των γονέων τους. Και δεύτερον για να τύχουν σωτηρίας αποθνήσκοντα καθαρά και αμόλυντα, επειδή ίσως ζήσουν πονηρή ζωή και κολαστούν, εάν τους αφήσουν οι γονείς τους πλούτο και δεν τον μεταχειριστούν κατά Θεό και σύμφωνα με την παραγγελία των γονέων τους να μοιράσουν στους πτωχούς ελεημοσύνη αντίθετα, γίνονται κακότροπα. Γι΄ αυτό ο Θεός τα παίρνει νέα από το κόσμο για να μη κολαστούν.
 
Ο δε άγιος Αμβρόσιος λέγει ότι δεν ζουν τα παιδιά ορισμένων ανθρώπων, διότι οι γονείς τους ήσαν άρπαγες και άδικοι. καταπατούσαν το δίκαιο των άλλων. Για να τους παιδεύσει λοιπόν ο Θεός, αποθνήσκουν τα τέκνα τους νέα. Όταν όμως οι γονείς τους μετανοήσουν και δώσουν πίσω όσα άρπαξαν άδικα και δεν ζητούν πλέον να αδικήσουν κανένα, τότε ο Θεός χαρίζει την υγεία στα τέκνα τους και δεν αποθνήσκουν.
 
"ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ", ετ. ΙΔ΄, 1949, αρ. 149-151, Ιανουάριος - Μάρτιος  1949,  σ. 13 κ.ε..,
 

ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ







ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ



Νομίζουμε ότι αυτή η ζωή, δεν περνάει. Περνάει πάρα πολύ γρήγορα και σημασία έχει, πού θα βρεθείς μετά...



Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης





Σήμερα οι μεγάλοι θέλουν να παίρνουν πολλά λεφτά με λίγη δουλειά και οι μικροί να παίρνουν μεγάλους βαθμούς, χωρίς διάβασμα. Και αν είναι δυνατόν, χωρίς να φεύγουν από την καφετέρια...



Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης





Η πείρα είναι μεγάλο πράγμα, αλλά δεν μαθαίνεται, παθαίνεται!



Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος





Είτε πέντε χρόνια ζήσει κανείς, είτε εκατόν πέντε δεν έχει σημασία. Αξία έχει η υγεία της ψυχής. Χαρά σ' αυτούς που αντιμετωπίζουν την περίπτωση της ασθενείας με μετάνοια και είτε ζήσουν είτε όχι, θα είναι έτοιμοι. Ο Κύριος περιμένει. Περιμένει στο Φρέαρ του Ιακώβ την κάθε ψυχή, όσο αμαρτωλή κι αν είναι. Περιμένει ν' αδειάσει στο εξομολογητήριο το θολό νερό της ψυχής της και να γεμίσει με νερό καθαρό, ώστε να μήν διψάσει στην Αιώνια Ζωή.



Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης





Μέσα στον γάμο πρέπει ο καθένας να προσπαθεί με φιλότιμο να σηκώνει τα βάρη του άλλου πάνω του και να τον ξεκουράζει. Χαρά τους να γίνεται, πως να αναπαύει ο ένας τον άλλον.



Άγιος Παΐσιος





Να μήν κατηγορείς κανέναν απολύτως, να μήν κοροϊδεύεις, να μήν οργίζεσαι, να μήν περιφρονείς. Φυλάξου πολύ να μη λες ''ο τάδε ζει ενάρετα ή ο δείνα άσωτα'', διότι αυτό ακριβώς είναι το ''μή κρίνετε''. Όλους να τους βλέπεις με το ίδιο μάτι, με την ίδια διάθεση, με την ίδια σκέψη, με απλή καρδιά, να τους δέχεσαι σαν τον Χριστό.



Άγιος Νήφων





Άσε τα παλιά. Να τα ξεχάσεις όλα! Από εδώ και πέρα!



Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης







Η Πνευματική ζωή έχει χαρές μεγάλες. Πετάς, φεύγεις από τον κόσμον, δεν λογαριάζεις τίποτε. Γίνεσθε παιδιά και κατοικεί ο Θεός εις την καρδιά σας.

Θα πάθετε αναισθησία, όπως λένε οι κοσμικοί, αλλά θα είναι ανύψωσις Πνεύματος.


Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής







Να κάνετε ελεημοσύνες στους γειτόνους και σε όλους, που έχουν ανάγκη. Πού είναι η Αγάπη, όταν δεν κάνουμε ελεημοσύνη;



Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης





- Υπάρχουν σήμερα Άγιοι μέσα στον κόσμο;
- Πάρα πολλοί. Ο Θεός τους γνωρίζει. Αν δεν υπήρχαν, ο κόσμος μας θα είχε πάψει να ζει. Το λέει καθαρά ο Άγιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος: ''Όταν λείψουν από τον κόσμο οι Άγιοι, θα εκλείψει κι ο κόσμος''...



Γέροντας Κλεόπας Ήλιε





Εκεί που ο Χριστός είναι απών, εκεί περισσεύει το ψεύδος και η βία θριαμβεύει...



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς





Τί σημαίνει να σηκώσεις το σταυρό σου; Αυτό θα πει να λαμβάνεις οικειοθελώς απο το χέρι της Θείας Πρόνοιας κάθε ιαματική πικρία, που σου προσφέρεται. Συμβαίνουν καταστροφές μεγάλες; Μείνε υποτασσόμενος στη βουλή του Θεού καθώς ο Νώε. Σου ζητείται αυτοθυσία; Πρόσφεέε την με τέτοια πίστη στο Θεό καθώς και ο Αβραάμ ήθελε να προσφέρει ως θυσία τον υιό του. Χάνεται η περιουσία, πεθαίνουν αιφνιδίως τα τέκνα σου και σε ζώνει αρρώστια βαριά; Υπόφερε τα πάντα με καρτερία και μήν απομακρύνεις την καρδιά σου από το Θεό, καθώς και ο Ιώβ το ίδιο έκανε.



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

 

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΙ

Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ μεγάλου μυστηρίου ποὺ περιβάλλει ὁλόκληρη γενικὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι «τὸ τελευταῖο μυστήριο», ὅπως τὸν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ ἐκείνους βεβαίως ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὁ θάνατος παραμένει τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν γεγονὸς φθορᾶς καὶ ἀφανισμοῦ τῆς ζωῆς, ἕνα μυστήριο τραγικὸ καὶ παράλογο ποὺ γεμίζει μὲ φόβο καὶ ἀμηχανία κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Γιὰ ὅσους ὅμως πιστεύουν στὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριο, ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ μεταμορφώνεται σ᾿ ἕνα γεγονὸς γεμάτο νόημα. Γίνεται ἕνα πασχάλιο μυστήριο, ἡ σωτηρία, δηλαδή, διάβαση πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, πού ξεπήγασε ἀπὸ τὸ κενὸ μνημεῖο τοῦ Κυρίου.
Σὰν ἕνα τέτοιο σωτηριολογικὸ γεγονὸς βίωσε ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ κάθε μέλους της. Σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, καὶ ποὺ ἐκφράζεται λειτουργικὰ μὲ τὴ νεκρώσιμη Ἀκολουθία.
Ἰδιαίτερα στὰ πλαίσια τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς καὶ μπροστὰ στὸ ἀποκεκαλυμμένο πρόσωπο τοῦ κηδευομένου ἀδελφοῦ ἡ Ἐκκλησία κάνει τὴν πιὸ δυναμικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν θάνατο, τὸν ἔσχατο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ περιέχει, μεταμορφώνει τὸ σκληρὸ πρόσωπο τοῦ θανάτου. Καὶ τὴν ὀδύνη τῶν θρήνων πραΰνει ἡ χριστιανικὴ παράκληση τῶν πενθούντων, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἄριστα μέσα στοὺς ψαλλόμενους ἐπικήδειους ὕμνους. Ἡ ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, ἡ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας καὶ ἡ μνήμη θανάτου σὰν μιὰ δυναμικὴ κατάσταση πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως, εἶναι μερικὰ ἀκόμη ἀπὸ τὰ πνευματικὰ μηνύματα τῆς νεκρωσίμου Ἀκολουθίας ποὺ συγκινοῦν κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ἐπηρεάζουν ἀναπόφευκτα καὶ τὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Ἡ μελέτη τῶν νεκρωσίμων καὶ ἐπιμνημοσύνων Ἀκολουθιῶν, πιστεύεται ὅτι προσφέρει ἕνα βοήθημα, ὄχι μόνον στοὺς εὐλαβεῖς λειτουργοὺς τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε εὐσεβὴ χριστιανὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐμβαθύνει στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, ὅπως αὐτὸ βιώνεται καὶ λειτουργεῖται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἐπίσκοπος Ἰωὴλ Φραγκάκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης & Ἀλμωπίας Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ φοβίες τῶν ἀνθρώπων ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ


Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν γεννιέται, ἔχει μέσα του (κληρονομοῦνται σ᾿ αὐτὸν) ψυχολογικὲς καὶ σωματικὲς ἀδυναμίες· π.χ. ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ ζωή, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ φθορὰ τοῦ σώματος, οἱ ποικίλες ἰδιόμορφες καταστάσεις, καχυποψίες γιὰ ἄλλους καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ τοῦ προκαλοῦν φόβο. Ὁ φόβος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειοποιηθεῖ στὴν ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς κολάσεως, (Ἑβρ. β´ 14-15). Δὲν μᾶς ἔφερε πνεῦμα δειλίας, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας (Ῥωμ. η´ 14-15). Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἐλευθερώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβο» (Α´ Ἰω. δ´ 18). Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν ἀγάπη, χρειάζεται ἀγώνας καὶ ἄσκηση καὶ φυσικὰ δὲν ζεῖ κάποιος τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ μιᾶς. Στὰ πρῶτα βήματά του πρὸς τὴν τελείωση, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει φόβο γιὰ μερικὰ πράγματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν κόλαση, τὴν ἁμαρτία, τὴν γέενα τοῦ πυρός. Νὰ φοβηθεῖ τὴν ἁμαρτία μήπως τὸν χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταδικασθεῖ.

ΓΝΩΜΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΑΥΤΗ

  • Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε νὰ μὴν πέσουμε στὴν ἁμαρτία εἶναι ἀρετή. Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. (Ἰσαὰκ ὁ Σύρος)
  • Ὁ φόβος εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πένθος τῶν ἁμαρτημάτων (Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).
  • Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβεῖται τὴν κόλαση, κι αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὴν κόλαση, τηρεῖ τὶς ἐντολές. Αὐτὸς πάλι ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές, ὑπομένει τὶς θλίψεις, κι ὅποιος ὑπομένει τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ (ὅπ.π.).
  • Ἄλλο πράγμα νὰ φοβεῖσαι τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἐφαρμόζεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Συμεὼν ὁ ν. Θεολόγος).
  • Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς στὴν πνευματική μας ζωὴ προηγεῖται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κάνει νὰ πενθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ὡς καρπός. Ὁ ἔμφυτος φόβος βοηθάει μαζὶ μὲ τὴν πίστη στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
  • Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πολεμᾶμε τὴν κακία καὶ ἐνῶ τὴν πολεμᾶμε, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν πολεμεῖ (Μάρκος ὁ Ἀσκητής).
  • Ἡ ρίζα τῆς εὐλάβειάς μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ πολεμήσουμε τὶς δυσκολίες στὴν πνευματική μας πορεία (Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).
  • Παράδειγμα χαρακτηριστικὸ ὁ ληστής. Ὅλοι ξέρουμε τί εἶπε στὸν ἐξ εὐωνύμων τοῦ Χριστοῦ κακοῦργο, ποῦ λοιδοροῦσε τὸν Χριστό: «οὐχὶ σὺ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ;» (Λουκ. κγ´ 29). Μπροστὰ στὸν Κύριο ὁ εὐγνώμων ληστὴς αἰσθάνθηκε μεγάλο φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ εἶπε τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια· «Ἰησοῦ, μνήσθητί μου ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ 41).

ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;

Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ξυπνάει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐπινοήσεων τοῦ διαβόλου. Ὅπως τὰ Χερουβὶμ ἦσαν ἄγρυπνα μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ Παραδείσου, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγρυπνος φύλακας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν τὸν φόβο χρειάζεται νὰ τὸν διατηρεῖ γιὰ νὰ μὴ βλαβεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Πράγματι πολλὲς φορὲς συγκρατούμεθα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, διότι μέσα μας ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀναλογιζόμαστε· «πῶς θὰ τὸ κάνω αὐτό; φοβᾶμαι τὸν Θεό, φοβᾶμαι τὴν κόλαση». Ὁ σωτήριος αὐτὸς φόβος μᾶς κάνει νὰ μισοῦμε τὴν ἀδικία, τὴν ὕβρη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτός, ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἀπομακρύνει εὔκολα τοὺς λογισμοὺς τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ δὲν αἰχμαλωτίζεται μὲ τίποτε. Δὲν ἔχει περισπασμοὺς στὸ νοῦ του, διότι περιμένει τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἐπιμελεῖται τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖ.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία μήτρα. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ σπέρμα. κι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἔχουμε καθαρὴ ἐλεημοσύνη, δηλ. ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κενοδοξία, φιλαργυρία καὶ ἡδονή, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ νεκρώσει τὰ πάθη αὐτά.
Ὅποιος θέλει νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό, θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του φόβου προσέχουμε καὶ τὰ λεπτότατα ἁμαρτήματα. Ἕνας ποὺ φοβᾶται τὸν Θεό, λέγει καὶ τὰ πιὸ μικρά του ἁμαρτήματα, διότι ἔχει τὴν ἐντύπωση, πὼς μετὰ θάνατο τὸν περιμένουν πολὺ ἄσχημες καταστάσεις.
Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεό, ἀγαπάει τὴν ἐγκράτεια. Μὲ φόβο πηγαίνει νὰ κοινωνήσει. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», προσκαλεῖ ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστούς. Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριο, δὲν φοβεῖται τῶν δαιμόνων τὶς ὁρμές, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀνθρώπων.

Ο ΦΟΒΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΕΙΔΗ

Οἱ Πατέρες λένε πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο μορφές. Εἶναι ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν καὶ ὁ φόβος τῶν τελείων.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἢ τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πέσουμε στὴν ἁμαρτία ἐξαιτίας τῆς κολάσεως. «Εἰσαγωγικὸς ἐστὶν ὁ ἀπέχων τῆς κακίας». Αὐτός, ποὺ ἔχει αὐτὸν τὸν φόβο φοβᾶται σὰν δοῦλος τὰ κολαστήρια, τὶς τιμωρίες καὶ τὶς καταδίκες.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ τέλειοι, ποὺ ἔχουν καὶ αὐτοὶ φόβο, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή. Φοβοῦνται μήπως παραβοῦν κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λυπήσουν. Φοβοῦνται μήπως ὑποστοῦν τροπὴ ἢ ἀλλοίωση στὴν πνευματική τους ζωὴ καὶ πέσουν στὴν ἁμαρτία.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξαφανίζεται, ὅταν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ δεύτερος, τῶν τελείων, παραμένει συνεχῶς στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἁγιάζει περισσότερο.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε πὼς μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε τὰ μέγιστα ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μία εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τὸ τονίζει αὐτὸ ἐμφατικά. «Ἔνθες ἡμῖν καὶ τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες».
Αὐτὲς τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ἂς ἐπιζητοῦμε σταθερά, γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΦΟΒΙΕΣ

Διήγησις πάνυ ὠφέλιμος περὶ τοῦ ὅτι δέον ὅπως παντὶ σθένει ἀποφεύγῃ ὁ εὐσεβὴς χριστιανὸς τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν (Θεοδικία)


Παναγιώτης Χ. Δημητρόπουλος, Ἐκ τῆς Θ.Η.Ε. τόμ.10, σελ.252-254


Κάποτε ἦλθον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ὁσίου Παχωμίου μερικοὶ Ἀσκηταὶ αἱρετικοὶ καὶ παρεκάλεσαν τοὺς Μοναχοὺς τοῦ θυρωρείου νὰ διαβιβάσουν εἰς τὸν Παχώμιον τὰς ἑξῆς:
Εἴμεθα ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν ἰδικόν μας Πατέρα πρὸς τὸν Γέροντα Παχώμιον νὰ τοῦ εἴπωμεν, ἐὰν πράγματι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει πεποίθησιν ὅτι τὸν ἀκούει ὁ Θεὸς ἂς ἔλθῃ μαζὶ μας διὰ νὰ περάσωμεν ἔτσι ὅπως εἴμεθα τὸν ποταμόν αὐτόν, βαδίζοντες ἐπάνω εἰς τὰ ὕδατά του, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦν ὅλοι ἐκ τοῦ θαύματος αὐτοῦ ποῖος ἔχει μεγαλυτέραν παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν.
Οἱ ἀδελφοὶ ἔσπευσαν καὶ ἀνέφεραν αὐτὰ εἰς τὸν Ὅσιον Παχώμιον ὅστις μὲ ἀγανάκτησιν τοὺς εἶπεν:
Θεωρήσατε σοβαρὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, ὥστε νὰ καταδεχθῆτε νὰ τὰ προσέξετε; δὲν ἐμάθατε ἀκόμη ὅτι αὐτὰ δὲν ἔχουν οὐδεμίαν σχέσιν μὲ τὸν Θεόν, καὶ εἶναι ξένα πρὸς τὸν Μοναχισμὸν καὶ τὸν Χριστιανισμόν;
Κατόπιν οἱ ἀδελφοὶ ὑπέβαλαν τὴν κατωτέρω ἀπορίαν πρὸς τὸν ἅγιον Παχώμιον.
Πῶς λοιπὸν εἶχον τὴν τόλμην ἐνῷ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ξένοι ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, νὰ σὲ προσκαλέσουν εἰς τόσον ὑψηλὴν δοκιμασίαν, τὴν θαυματουργίαν αὐτήν;
Ναί, ἀκριβῶς· τὸ πρόβλημα αὐτό, τὸ νὰ ἴδωμεν δηλαδὴ ποῖος θὰ θαυματουργήσῃ καὶ νὰ συμπεράνωμεν ἐξ αὐτοῦ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ εἶναι φρόνημα αἱρετικόν. Αὐτοὶ κατὰ παραχώρησιν ἴσως Θεοῦ, θὰ ἠδύναντο νὰ διέλθουν τὸν ποταμόν ὡς διὰ ξηρᾶς. διότι θὰ τοὺς ἐβοήθει ὁ διάβολος· καὶ θὰ τοὺς ἐβοήθει διὰ νὰ «δικαιώσῃ» τὴν πλάνην τῆς ἀσεβείας των ἐνώπιον ἐκείνων, ποὺ στηρίζονται εἰς τοιαῦτα ἐξωτερικὰ κριτήρια. Μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ τοιούτου θαύματος θὰ ἐνισχύετο ἡ πίστις πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς μερικῶν ποὺ ἔχουν ἀπατηθῇ ἀπὸ τὸν διάβολον. Εἰς ἐμένα ὅμως δὲν εἶναι ἀναγκαῖον τὸ θαῦμα διὰ νὰ πιστεύσω τὴν ἀλήθειαν.
Πηγαίνετε λοιπὸν νὰ εἴπητε εἰς τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς:
Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παχώμιος εἰς τὴν πρότασίν σας ἀπαντᾷ· ὁ ἀγών μου δὲν εἶναι πῶς νὰ περάσω τὸν ποταμόν χωρὶς νὰ βραχῶ, ἀλλὰ πῶς θὰ κατανοήσω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς, μὲ τὴν βοήθειάν Του νὰ ἀποφύγω τὰς μεθόδους τοῦ πολυμηχάνου διαβόλου.

ΘΕΟΔΙΚΙΑ

Κρίσις τοῦ Θεοῦ περὶ τῆς ἐνοχῆς ἢ τῆς ἀθῳότητος τοῦ κατηγορουμένου, δι᾿ ὑπερφυσικῶν σημείων ἐκδηλουμένη, ἐν χρῆσει παρὰ τοῖς πρωτογόνοις λαοῖς
Ἐκτὸς τῶν ἐσωτερικῶν πειρασμῶν (ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, κακαὶ ἕξεις, συνήθειαι πονηραὶ κλπ.), τῶν ἐξωτερικῶν πειρασμῶν (κακὸν παράδειγμα, κακαὶ συμβουλαί) καὶ τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπαγομένων ἢ ἐπιτρεπομένων πρὸς ἀνάδειξιν τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν καὶ ἄλλου τινὸς εἴδους περιασμοί, ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἀπαγορεύει ἡ ἐντολὴ «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτερ. στ´ 16). Ἐκπειράζειν τὸν Θεόν σημαίνει τὸ νὰ ὑποβάλλῃ τις τὸν Θεόν εἰς δοκιμασίαν, προκαλῶν αὐτόν νὰ φανερώσῃ μίαν ἢ περισσοτέρας τῶν ὑπερφυῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων κατὰ τρόπον ὑποκείμενον εἰς τὴν πεῖραν αὐτοῦ. Τοιοῦτος πειρασμὸς π.χ. εἶναι ἡ πρόκλησις τοῦ Θεοῦ, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἐνεργήσῃ θαῦμα τι, ἢ καταστροφὴν ὡς ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεώς του. Ἐπίσης ἐκπειράζει τις τὸν Θεόν ὅταν ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου ἐκθέτῃ εἰς προφανῆ κίνδυνον τὴν ἰδίαν ζωὴν ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σώσῃ αὐτόν θαυματουργικῶς (πρβλ. Ματθ. δ´ 6,7). Πᾶς τρόπος, δι᾿ οὗ πειρᾶται τις νὰ ὑποβάλῃ εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, δύναται νὰ ἐκφράζεται διὰ λόγου ἢ προσευχῆς ἢ προκλήσεως, μὲ τὴν σαφῆ πρόθεσιν νὰ βεβαιωθῇ ἐμπειρικῶς περὶ τῆς παντοδυναμίας ἢ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν ἀποτελεῖ εἰς πᾶσαν περίπτωσιν θανάσιμον ἁμάρτημα, ὡς σαφῶς διδάσκει ἡ Ἁγ. Γραφὴ (Ἔξ. ιζ´ 7, Δευτερ. στ´ 16, Ματθ. δ´ 7, Κορ. ι´ 9). Εἶναι ἀπόδειξις ἐλλείψεως σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεόν, διότι εἰς τὴν πραγματικότητα τὸ νὰ ζητῶμεν ἀπὸ τὸν Θεόν νὰ ὑποβληθῇ εἰς τὴν πεῖραν ἡμῶν ἰσοδυναμεῖ πρὸς ἀσέβειαν εἰς τὸν ὑπερθετικόν βαθμόν. Τὸ ὑποβάλλειν εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν εἶναι προσέτι ἔκφρασις ἐλαττωματικῆς πίστεως, ἀσταθοῦς ἐμπιστοσύνης εἰς τὸν θεῖον λόγον καὶ εἰς πλείστας περιπτώσεις νοσηρᾶς φιλοπεριεργείας. Ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν εἶναι ταυτόσημον πρὸς θρασύτητα, ἀσέβειαν, βλασφημίαν καὶ τοῦτ᾿ αὐτὸ πρὸς αἵρεσιν, διότι ὁ θέλων νὰ ὑποβιβάσῃ τὸν Θεόν εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀντικειμένων, τῶν ὁποίων ἡ πειραματικὴ γνῶσις ἀποτελεῖ ἱκανοποίησιν τῆς περιεργείας αὐτοῦ, σημαίνει ὅτι ἔχει αἱρετικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν κατεδίκασεν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὡς ἁμαρτίαν θανάσιμον, ὅταν ἐπετίμησε τὸν Σατανᾶν προτείνοντα εἰς αὐτόν νὰ βάλῃ ἑαυτὸν κάτω ἐκ τοῦ πτερυγίου τοῦ ναοῦ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ διατάξῃ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ νὰ ἄρουν αὐτόν εἰς τὰς χεῖρας των, ἵνα μὴ προσκόψῃ πρὸς λίθον τὸν πόδα του, εἰπὼν εἰς αὐτόν· «γέγραπται· οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. δ´ 6-7).
Ἀλλ᾿ ἡ παράκλησις πρὸς τὸν Θεόν ὅπως ἐπιδείξῃ θαυμαστῶς τὴν εὔνοιαν του πρὸς τὸν παρακαλοῦντα εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις δὲν συνιστᾷ ἀναγκαίως πειρασμὸν τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ζητῶμεν ἀπὸ τὸν Θεόν ἐν πάσῃ ταπεινοφροσύνῃ θαυμαστόν τι σημεῖον ἐν ἐπειγούσῃ ἢ ἐξαιρετικῇ ἀνάγκῃ, ἔχοντες ἐν νῷ μόνον τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρίαν ψυχῶν, οὐδόλως σημαίνει ὅτι ἐκπειράζομεν τὸν Θεόν. Τοῦτο εἶναι μᾶλλον πρᾶξις μαρτυροῦσα μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ἀγαθότητα καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, ὅταν τις παρακαλῃ τὸν Θεόν νὰ θεραπεύσῃ θαυματουργικῶς σοβαρὰν τινα νόσον, ἀπορρίπτῃ δὲ ἐντελῶς τὴν ἐκ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης βοήθειαν, ὡς καὶ πᾶσαν ἐκ μέρους ἀνθρώπων δυνατὴν θεραπείαν, ἐκπειράζει τὸν Θεόν. Τέλος, ἡ παραμέλησις τῶν συνήθων μέσων καὶ τῶν ἀπαιτουμένων ἐνεργειῶν διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ καθήκοντος ἡμῶν νὰ προάγωμεν τὴν ἀποστολὴν ἡμῶν ὡς χριστιανῶν ἐπὶ τῇ ἐλπίδι θαυματουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, συμφώνως πρὸς ἀφελῆ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα ἀποκάλυψιν ἢ προσωπικὴν ἔμπνευσιν, δὲν ἀποτελεῖ τόσον πειρασμὸν τοῦ Θεοῦ ὅσον ἀσύγνωστον ἔνοχον δεισιδαίμονα πίστιν καὶ παραμέλησιν τοῦ καθήκοντος.

Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Κωνσταντίνου - Ὁ φόβος τοῦ θανάτου στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς



Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ δώσει ζωὴ στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν καταστήσει κορωνίδα τῆς δημιουργίας, σίγουρα εἶχε μεγάλα σχέδια γι᾿ αὐτόν. Ἀπόδειξη ὅτι δὲν χρησιμοποίησε ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα ὑλικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴ δημιουργία του ἀλλὰ κι ἕνα «κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του». Ἡ Γένεσις μᾶς δίνει πολὺ παραστατικὰ τὴν εἰκόνα αὐτή: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν Ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸν πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β´ 7).

Τὸ δῶρο τῆς ζωῆς δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀκέραιο χωρὶς μικρότητες καὶ ὑπολογισμούς. Ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τέλεια ὅλα τὰ πλάσματά του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐκπληροῦσε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τάχτηκε ἀπ᾿ τὸν Δημιουργό του, μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει ὅλα τ΄ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν φτιαχτεῖ γι᾿ αὐτόν.

Ἦταν λοιπὸν τέλεια κάτοχος ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε ἡ προειδοποιητικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β´ 17), δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε τῆς Ἀθανασίας καὶ ἡ τυχὸν παρέκκλισή του ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ τιμωροῦνταν μὲ τὴ στέρησή της.

 Πράγματι ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Πρώτη καὶ ἄμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς ἠθικῆς παρεκτροπῆς ὑπῆρξε ὁ φόβος καὶ ἡ γνώση. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ἡ Π.Δ. μᾶς παρουσιάζει τὴ σκηνή: οἱ Πρωτόπλαστοι κρυμμένοι καὶ ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς καταδιώκει. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδὰμ βγαίνει μετὰ ἀπὸ πολλοὺς φόβους καὶ δισταγμούς: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι καὶ ἐκρύβην» (Γέν. γ´ 10).

Τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα φόβου δημιουργεῖ καὶ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Τρίτης «...ὤν, ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότος τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβω ἐκρύβη».

Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Φοβᾶται καὶ ντρέπεται. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ συναισθήματα εἶναι πρωτόγνωρα γι᾿ αὐτόν. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε αἰσθανθεῖ ἔτσι. Γιὰ πρώτη φορὰ συναισθάνεται τὴ γύμνια του μπροστὰ στὸ κριτικὸ βλέμμα τοῦ Πλάστη του. Αὐτὴ τὴ γύμνια δὲν τὴν γνώριζε πρῶτα. Ἡ Γένεσις ἀναφέρει σαφῶς ὅτι: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἠσχύνοντο» (Γέν. β´ 25).

Γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ γνώση τῆς ψυχικῆς του γύμνιας, τῆς ἠθικῆς του κατάπτωσης καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μεσολάβησε ἡ ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἄνθρωπος νεκρώθηκε. Ἔχασε τὴ γνησιότητα τῆς ἀνθρωπιᾶς του, τὴν ἀθωότητα καὶ τὴ μοναδικότητά του μέσα στὴ δημιουργία.

Ἡ γεμάτη δίκαιη ὀργή, φωνὴ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσε τὴ στερνὴ πικρὴ ἐντολὴ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. γ´ 19).

π. Ἀθανάσιος Γέφτιτς Μιὰ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Θεόδωρο Ντοστογιέφσκυ *



Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπάνθισμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
πρώην Ἐρζεγοβίνης (τῆς Σερβίας) κ. Ἀθανασίου Γέφτιτς, μὲ θέμα:
«Παπαδιαμάντης – Ντοστογιέφκσυ», εἰς τὴν Ἀθήνα τὴν 26η Μαΐου τοῦ 2001

Μόλις εἶχε τελειώσει ὁ Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ εἶχε καταρρεύσει ἡ Γερμανία, ἐνῷ οἱ Μπολσεβίκοι στὴν Ρωσσία εἶχαν νικήσει, ὁ γερμανὸς (λογοτέχνης) Χέρμαν Ἔσσε ἔγραφε, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κείμενά του (1919), γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ περίπου τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν Δύσι. Οἱ ἥρωές του, οἱ Καραμαζώφ, εἶναι ἀνατολικοὶ τύποι, πολὺ ἐπικίνδυνοι, σκοτεινοί, μὲ ἀσιατικὸ βάθος καὶ ἀποτελοῦν ἄμεσο κίνδυνο γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο». Αὐτὴ ἡ πόλωση, «Ἀνατολικοὶ – Δυτικοί», ποὺ ἔβλεπε τότε ὁ Ἔσσε, τὴν ἔχουν λίγο-πολὺ καὶ σήμερα οἱ περισσότεροι, ποὺ γράφουν γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους λαούς…

Εἶναι, ὅμως, τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας ὅτι ὁ Χ. Ἔσσε, ἀφοῦ πέρασε καὶ ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πάλι οἱ Γερμανοὶ ἠττήθησαν στὰ Βαλκάνια, ἔγινε βουδδιστής, δηλαδὴ ἄκρως Ἀνατολικός. Καὶ διερωτᾶται κανείς, μήπως οἱ λεγόμενοι Δυτικοὶ εἶναι πιὸ κοντὰ στοὺς ἄπω Ἀνατολίτες, παρὰ σὲ μᾶς ἐδῶ τοὺς κοντινοὺς Βαλκάνιους. Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ποὺ δὲν εἴμαστε Δυτικοί, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ Ἀνατολικοί του Ἔσσε· δὲν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι τοῦ Ἔσσε, ἀλλ᾿ ἀκόμη λιγότερο Ἀσιάτες του.

Οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν κατατάσσονται στὰ σχήματα αὐτά, οὔτε ἐξηγοῦνται ἀπὸ αὐτά: «Ἀνατολὴ-Δύσι, Εὐρώπη-Ἀσία, Ἀνατολικοί-Δυτικοί». Ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ πατρίδα τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δική μας, εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Μεσογειακὴ λεκάνη μὲ τὰ περίχωρά της, ὅπου περιλαμβάνονται ἡ χερσόνησος τοῦ Αἴμου, τὰ Βαλκάνια (ἀλλὰ καὶ ἡ Ρωσσία), ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Μεσοποταμία, ἡ Αἴγυπτος, ἡ Β. Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ν. Ἰταλία, δηλαδὴ ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός, καὶ ὅπου γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν παράδοσί της τὴν ζωντανή.

Τὰ πρόσωπα, ποὺ βρίσκομε στὰ ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν μπαίνουν καὶ δὲν ἐξηγοῦνται στὰ πλαίσια αὐτά: «Ἀνατολή-Δύσι», οὔτε στὴν πόλωσι αὐτήν: «Εὐρώπη-Βαλκάνια». Ὄχι πῶς δὲν εἶναι καὶ Ἀνατολικοὶ καὶ Δυτικοί, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται σ᾿ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὅπως δὲν ἐξαντλούμεθα ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸ νὰ χωριζώμεθα σὲ Εὐρωπαίους καὶ Βαλκάνιους…

Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν σ᾿ αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Εἶναι γνωστὴ ἡ σχέσι καὶ τῶν δυό με τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ μὲ τὰ Μοναστήρια, καὶ διαπιστώνεται αὐτὴ ἡ σχέσι στὰ ἔργα τους, μὲ διαφορὲς βέβαια, ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἐσωτάτη ταυτότητα. Οἱ Κολλυβάδες τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ οἱ Στάρετς (Γέροντες) τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἦσαν φορεῖς τῆς ζωντανῆς αὐτῆς παραδόσεως τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Οἱ Στάρετς τῆς Ρωσίας –καὶ ὄχι μόνον τῆς Ὄπτινα στὰ μετέπειτα ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ καὶ τοῦ (ἁγίου) Τύχωνος τοῦ Ζαντόνκ, ἐπισκόπου καὶ ἀσκητοῦ– καὶ οἱ Κολλυβάδες μαρτυροῦν προσωπικά, καὶ ὄχι μόνο με τὰ ἔργα τους ἣ τὰ γραπτά τους, ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ: Τὸ ἀνθρώπινο πρόβλημα, ἡ ἀνθρώπινη μοίρα, ἂν θέλετε, ἢ τὸ πεπρωμένο του· ὄχι, ὅμως, μὲ τὴν ἐξωχριστιανικὴ ἔννοια τοῦ κρίματος ἢ τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἑπομένως μαρτυροῦν γιὰ τὸ ἀνθρωπολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ πρόβλημα.

Ὁ Μηδενισμὸς τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Ἐπισκόπου πρώην Ἐρζεγοβίνης π. Ἀθανασίου Γέφτιτς


ἀπὸ ὁμιλία στὴν Ἀθήνα τὸ 1968 μὲ τίτλο
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὁ μηδενισμὸς τοῦ ἀνθρώπου»

Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἑνώσει μεθ᾿ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἑαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του. Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογικὴ (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἀ-θεο «θέωση»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μας ὁδηγοῦσε πρὸς μία κατάχρηση τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴ θέωση. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπιτύχαμε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ καταστρέψαμε τὴν ὕπαρξή μας τὴν αὐθεντικὴ καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2). Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεση ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα στὸν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴ τὴν θέωση, τὴν ὁποία ἔφεση δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνει, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλει ἐντελῶς.
Ἡ δημιουργικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ δοσμένη στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου κτιστῆ «εἰκών» (ἢ «ἐνέργημα») Του μὲ τὶς δυνάμεις καὶ ἐφέσεις της ἀποτελοῦν ἀκριβῶς τὸν «λόγο» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τελικὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Ὁμολογητής, ὁ θεῖος Μάξιμος, ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «λόγο» (ἢ τοὺς «λόγους») τῆς φύσεώς του, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ «λογιότητα». Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ «λογιότης» αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «ὁ λόγος», ἢ «τὸ λογικόν») καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ εἶναι ἡ Αὐτολογιότης, καὶ τὸν συνδέει πάλι μὲ τὸν Θεάνθρωπο Λόγο. Δὲν σημαίνει ἐδῶ ὁ «λόγος» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «τὸ λογικόν», ἢ «ἡ λογιότης») κάτι τὸ μόνο «διανοητικόν» (ratio) ἐντὸς τοῦ ἄνθρωπου, οὔτε πάλι σημαίνει κάτι τὸ «αὐτόνομον» τοῦ ἀνθρώπου, τὴν

Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Ἐκδ. Ἀκρίτας
Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σῴζεται ἀπὸ μόνος του. Σῴζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».
Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.

Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.
Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.
Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾷ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.

«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».
Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).
Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή. γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος