Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Η Θεανθρώπινη Εξέλιξη (Γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς)


popovits-583x330
Η Θεανθρώπινη εξέλιξη του  οσίου πατρός  Ο όσιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1884 στην πόλη Βράνε της νοτίου Σερβίας. Εκοιµήθη οσιακά στις 25 Μαρτίου το 1979. Σπούδασε Θεολογία στη Σερβία, Ρωσία και Αγγλία και ανεκηρύχθη το 1926 διδάκτωρ της Θεολογίας υπό της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Το 1935, εξελέγη υφηγητής και µετά καθηγητής της Δογµατικής της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου. Το 1945, επικρατήσαντος του κοµµουνιστικού καθεστώτος υπεχρεώθη να εγκαταλείψει το Πανεπιστήµιο και έζησε στην Ιερά Μονή των Αρχαγγέλων Τσέλε, κοντά στο Βάλιεβο ως πνευµατικός, συνεχίζοντας εκεί, κάτω από δυσχερείς συνθήκες, το πνευµατικό και συγγραφικό του έργο. Συνέγραψε τρίτοµο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», την γνωστή Δογµατική του, επτά τόµους ερµηνεία της Καινής Διαθήκης και Δώδεκα τόµους Βίους Αγίων και πολλά άλλα Θεολογικά και Φιλοσοφικά. Εφέτος συµπληρώνονται τριάντα χρόνια από την οσιακή κοίµησή του. Θεωρείται από τους µεγαλύτερους Θεολόγους του 20ου αιώνος, ακολούθησε κατά πάντα την Θεολογική εµπειρία και άσκηση των µεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, είναι η κρυφή συνείδηση της Σερβικής Εκκλησίας. Μαΐου 2009.
Ζητάς να σου απαντήσω στο ερώτηµα, αν µπορεί η επιστηµονική αντίληψη περί της εξελίξεως του κόσµου και του ανθρώπου να συνυπάρξει µέ την παραδοσιακή Ορθόδοξη αίσθηση και γνώση. Ακόµη, ρωτάς ποιά, το ποιά είναι στην περίπτωση αυτή η στάση των Πατέρων και για τον αν υπάρχει γενικώς η ανάγκη για µία τέτοια συνύπαρξη. Με πολλή συντοµία λοιπόν γράφω τα εξής:Η ανθρωπολογία της Καινής Διαθήκης στήκει και πίπτει επάνω στην ανθρωπολογία της Παλαιάς. Όλο το Ευαγγέλιο της Παλαιάς Διαθήκης ο άνθρωπος εικόνα του Θεού! Όλο το Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης ο Θεάνθρωπος εικόνα του ανθρώπου. Ο,τι επουράνιο, θείο αιώνιο, αθάνατο και αµετάβλητο στον άνθρωπο αποτελεί µέσα του την εικόνα του Θεού, το θεοειδές του ανθρώπου.
Αυτό το θεοειδές στον άνθρωπο κακοποιήθηκε µέ την εθελούσια αµαρτία εκείνου, µέ την σύµπραξη µέ τον διάβολο, µέσω της αµαρτίας και του θανάτου ως απόρροιας της παραβάσεως. Γι’ αυτό και ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να ανακαινίσει την εφθαρµένη από την αµαρτία εικόνα Του. Γι’ αυτό ενηνθρώπησε και έµεινε στον κόσµο των ανθρώπων ως Θεάνθρωπος, ως Εκκλησία, για να προσφέρει στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, όλα τα απαραίτητα µέσα, ώστε αυτός ο παραµορφωµένος θεόµορφος άνθρωπος να µπορέσει µέσα στο Θεανθρώπινο σώµα της Εκκλησίας, µέ την βοήθεια των Ιερών Μυστηρίων και των αρετών, να ωριµάσει «εις άνδρα τέλειον, εις µέτρον ηλικίας του πληρώµατος του Χριστού» (Εφ. 4,13). Αυτή είναι η θεανθρώπινη ανθρωπολογία. Ο σκοπός του θεοειδούς όντος που λέγεται άνθρωπος είναι ένας: να γίνει σταδιακά τέλειος, όπως ο Θεός Πατήρ, να γίνει Θεός κατά χάριν, να επιτύχει την θέωση, την θεοποίηση, την Χριστοποίηση, την Τριαδικοποίηση. Κατά τους Αγίους Πατέρες, «Θεός ενηνθρώπησε, ίνα ο άνθρωπος Θεός γένηται» (Μέγας Αθανάσιος).
Οµως οι αποκαλούµενες «επιστηµονικές» ανθρωπολογίες διόλου δεν αναγνωρίζουν το θεοειδές της ανθρώπινης υπάρξεως. Με αυτό, αρνούνται προκαταβολικά την θεανθρώπινη εξέλιξη του ανθρωπίνου όντος.
Αν ο άνθρωπος δεν αποτελεί την εικόνα του Θεού, τότε ο Θεάνθρωπος και το Ευαγγέλιό Του αποτελούν κάτι το αφύσικο για έναν τέτοιον άνθρωπο, κάτι το µηχανικό και απραγµατοποίητο. Τότε ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ένα ροµπότ, που κατασκευάζει άλλα ροµπότ. Ο Θεάνθρωπος γίνεται ένας δυνάστης, αφού θέλει από τον άνθρωπο, δια της βίας, να πλάσει ένα ον τέλειο, όπως ο Θεός. Στην ουσία µιλάµε για µία δικανική ουτοπία, µία αυταπάτη και ένα απραγµατοποίητο «ιδανικό». Στο τέλος τέλος, πρόκειται για ένα µύθο, για µία αφήγηση.
Αν ο άνθρωπος λοιπόν, δεν είναι µία θεοειδής ύπαρξη, τότε και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος είναι περιττός, αφού οι επιστηµονικές θεωρίες περί εξέλιξης δεν δέχονται ούτε την αµαρτία, αλλά ούτε και τον Σωτήρα της αµαρτίας. Στον επίγειο κόσµο της «εξέλιξης» τα πάντα είναι φυσικά και χώρος για αµαρτία δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και είναι κωµικό να γίνεται λόγος περί Σωτήρος και σωτηρίας, από την αµαρτία. Σε τελική ανάλυση τα πάντα είναι φυσικά: η αµαρτία, το κακό και ο θάνατος. Γιατί, αν όλα στον άνθρωπο συµβαίνουν και δίδονται ως αποτέλεσµα της εξέλιξης, τότε δεν υπάρχει κάτι το οποίο χρειάζεται να σωθεί σε αυτόν, αφού τίποτε το αθάνατο και αµετάβλητο δεν έχει µέσα του, παρά όλα είναι γήινα και χοϊκά και σαν τέτοια είναι παροδικά, φθαρτά και νοητά.
Μέσα σε έναν τέτοιο κόσµο της «εξέλιξης» δεν έχει θέση ούτε η Εκκλησία, η οποία είναι το σώµα του Θεανθρώπου Χριστού. Η θεολογία πάλι η οποία θεµελιώνει την ανθρωπολογία της επάνω στην «επιστηµονική» θεωρία της εξέλιξης δεν είναι τίποτε περισσότερο από µία αυτοαναίρεση. Πρόκειται στην ουσία για θεολογία δίχως Θεό και ανθρωπολογία δίχως άνθρωπο. Αν ο άνθρωπος δεν είναι η αθάνατη αιώνια και θεανθρώπινη εικόνα του Θεού, τότε όλες οι θεολογίες και όλες οι ανθρωπολογίες δεν είναι παρά µία ανόητη φάρσα, µία τραγική κωµωδία.
Η ορθόδοξη θεολογία και η σχέση, που έχουµε µέ τους Αγίους Πατέρες, είναι η οδός και ανάβασή µας προς την Θεανθρώπινη, την Ορθόδοξη Παναλήθεια. Αυτό είναι κάτι, που θέλει ανάλυση, είναι για όσους ασχολούνται µέ τα ευαγγελικά ζητήµατα επάνω στον πλανήτη. Όλα πάλι τα ευαγγελικά προβλήµατα επικεντρώνονται ουσιαστικά σε ένα µόνο πρόβληµα, εκείνο του Θεανθρώπου. Μονάχα ο Θεάνθρωπος αποτελεί την λύση στο καθολικό αίνιγµα που λέγεται άνθρωπος. Δίχως Θεάνθρωπο και έξω από τον Θεάνθρωπο, ο άνθρωπος πάντα –συνειδητά η όχι– µεταλλάσσεται σε υπάνθρωπο, σε οµοίωµα ανθρώπου, σε υπεράνθρωπο, σε διαβολάνθρωπο. Απόδειξη και αποδείξεις για τούτο; Όλη η ιστορία του ανθρωπίνου γένους!
Το κείµενο δηµοσιεύθηκε από τον µακαριστό Αρχιµ. π. Μάρκον Μανώλην στο Περιοδικό που ο ίδιος δηµιούργησε, στα «Ενοριακά Νέα», του Αγίου Γεωργίου Διονύσου Αττικής, στο τεύχος «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αριθ. Τεύχους 135   Νοέμβριος  2013
http://orthodoxanswers.gr

Πηγή: http://www.hristospanagia.gr/?p=18055

Ιουστίνος Πόποβιτς:Δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου


Φωτο:ramnousia.com
Φωτο:ramnousia.com
Θάνατος
Μπροστά στον θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύναμοι σαν τα κουνούπια, σαν τα πετραδάκια.
Για ποιό πράγμα καυχάσθε ω άνθρωποι;
Για τον πλούτο, την επιστήμη, την φιλοσοφία και την κουλτούρα;
Όλα αυτά είναι σκύβαλα – συ και εγώ δούλοι του θανάτου! Κάθε άνθρωπος είναι δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου.

Μπορεί να γίνει άνθρωπος σε αυτό τον κόσμο με χαρά;
Όχι δεν μπορεί.
Ο άνθρωπος που θα αντικρίσει σοβαρά τον εαυτό του και με σοβαρότητα θα κοιτάξει τον θάνατο σαν τον έσχατο σταθμό αυτής της ζωής, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χαρά σε αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμιά απόλαυση εδώ. Όλες οι απολαύσεις είναι ένα ψέμα, εάν ο θάνατος αποτελεί για μένα και για σένα τον τελευταίο σταθμό αυτού του κόσμου.

Ποιός εισήγαγε τον θάνατο σε αυτό τον κόσμο;
Ποιός άλλος από την αμαρτία;
Στον άνθρωπο ανήκει δυστυχώς, αυτός ο γεμάτος ντροπή ρόλος αυτής της ζωής, της εισαγωγής δηλ. της αμαρτίας και του θανάτου και του διαβόλου σε αυτό τον κόσμο.
Δεν το έπραξαν αυτό μήτε οι τίγρεις μήτε οι αλεπούδες, το έπραξε ο άνθρωπος.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος είναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστά σε όλα τα ζώα και όλα τα φυτά και όλα τα πετούμενα.
Πρέπει να ντρέπεται ο άνθρωπος και να εκλιπαρεί για συγνώμη από το κάθε πουλί για το ότι αυτός είναι που έφερε τον θάνατο στον κόσμο αυτό, έφερε τον θάνατο και στα πουλιά και στα ζώα και στα φυτά.
Τα πάντα φθείρονται και αποθνήσκουν.

Μέχρι πότε όμως;
Μέχρι την ανάσταση των νεκρών, όταν ο Κύριος θα κρίνει τον κόσμο και, στη θέση της παλαιάς γης, θα δώση καινή γη, όταν όλα θα γίνουν αθάνατα επάνω της.
Αυτό είναι κάτι που εμείς δεν μπορούμε μα ούτε και ξέρουμε να το συλλάβουμε, αλλά αυτό είναι η καλή είδηση του Κυρίου και Χριστού μας.
Πηγή: orthodoxfathers.com 

Φοβερή αμαρτία η φιλαρχία μέσα στην Εκκλησία


239904-frjustin

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Πουθενά η φιλαρχία δεν είναι τόσο φοβερή αμαρτία όπως στην Εκκλησία. Εάν περάσει στην καρδιά του ανθρώπου, διώχνει απ’ αυτήν την αγάπη, και μαζί με την αγάπη την αλήθεια. Και στην θέση τους ενθρονίζει κάθε κακό.
Η Εκκλησία κυβερνάται με την αγάπη και με την αλήθεια. Ο μεγαλύτερος διακονεί με αγάπη τον μικρότερο. Ο πρεσβύτερος είναι υπηρέτης όλων, πάντα κατά το παράδειγμα του παν-τέλειου Κυρίου Ιησού που δεν ήρθε στο γήινο κόσμο μας «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. Κ’, 26-28).
Αυτό διακρίνει την Εκκλησία απ’ όλες τις οργανώσεις του κόσμου. Αυτό είναι που την κάνει όχι αυτού του κόσμου και που δείχνει ότι είναι όλη απ’ τον άλλον κόσμο, απ’ τον κόσμο της θεϊκής αγάπης και της αλήθειας του Χριστού.
Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
Πηγές:makkavaios.blogspot.gr- hristospanagia3.blogspot.gr

Η ειδωλολατρεία δεν είναι μόνο προσκύνημα σε ψεύτικους θεούς…


239904-frjustinΑγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

«Οίδαμεν δε ότι ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν, ίνα γινώσκωμεν τον αληθινό∙ και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος. Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων. Αμήν.» (Α’ Ιωάν. 5,20-21)
Σε αυτό το στίχο (στ. 20) συνοψίζεται ολόκληρο το Ευαγγέλιο του αγίου Θεολόγου και ολόκληρη η θεολογία του. «Ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν», ώστε σ’ Αυτόν να γνωρίζουμε τον αληθινό Θεό. Και μας έδωσε και την δύναμη, με την οποία γίναμε δικοί Του, και κατοικήσαμε εν Αυτώ. Ώστε είμαστε μ’ όλο μας το «είναι» μέσα σ’ Αυτόν, στον αληθινό Θεό και δι’ Αυτού στην αιώνια ζωή, επειδή Αυτός είναι και αληθινός Θεός και ζωή αιώνια.
«Ημείς εσμεν εν Ιησού Χριστώ», είναι η ορθή απάντηση των πραγματικών χριστιανών στην ερώτηση: που είστε, που βρίσκεστε; Αν και ζούμε στον κόσμο που «όλος εν τω πονηρώ κείται», «ημείς εσμέν εν Ιησού Χριστώ»: στον αληθινό Θεό και στην αιώνια ζωή. Εάν δεν μας έδινε ο αληθινός Θεός «διάνοια», εμείς δεν θα αναγνωρίζαμε τον πραγματικό Θεό και για πάντα θα παραμέναμε ασεβείς.
Επειδή μόνο ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Όποιος δεν το βλέπει και δεν το ομολογεί είναι ασεβής, επειδή δεν γνωρίζει τον αληθινό Θεό. Παρόμοια εάν αναγνωρίζει κάποιον άλλον ή ό,τι άλλο για Θεό, πάλι είναι ασεβής, επειδή δεν αναγνωρίζει τον μόνο αληθινό Θεό και Κύριο Ιησού Χριστό. Και ότι Αυτός είναι ο αληθινός Θεός μάς το έδειξε και το απέδειξε με το ότι όχι μόνο έχει την αιώνια ζωή αλλά είναι και Αυτός ο ίδιος ζωή αιώνια και τη χαρίζει σ’ όλους όσους πιστεύσουν σ’ Αυτόν. Εξ αυτού αναγνωρίζεται ο αληθινός Θεός, που είναι ο Ίδιος ζωή αιώνια και την παρέχει σ’ όλους του ακολούθους του. Τούτο είναι το πιο σίγουρο μέτρο για την διάκριση του αληθινού Θεού από τους ψεύτικους θεούς. Ψεύτικος είναι κάθε Θεός που δεν μπορεί να δώσει στους ανθρώπους και να εξασφαλίσει την αιώνια ζωή. Κι αυτό δεν το μπορεί κανείς που δεν είναι σε θέση να νικήσει τον θάνατο.
Ο Θεάνθρωπος είναι ο μόνος που νίκησε το θάνατο με την Ανάστασή Του. Γι’ αυτό είναι ο αληθινός Θεός και η αιώνια ζωή. Όλα τ’ άλλα είναι ψεύτικοι θεοί. Η αναγνώριση, η ομολογία, το κήρυγμα οποιουδήποτε άλλου θεού, εκτός του Χριστού, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ασέβεια και ειδωλολατρεία. Κάθε ειδωλολατρεία στην πραγματικότητα είναι ασέβεια, εφόσον το προσκύνημα σ’ οποιοδήποτε είδωλο είναι ασέβεια.
Στην ειδωλολατρεία ανήκουν όλα: από τον πιο χονδροειδή φετιχισμό μέχρι το πιο λεπτό συμβολισμό. Η ειδωλολατρεία είναι όχι μόνο προσκύνημα σε ψεύτικους Θεούς, αλλά και στις πέτρες, στα δέντρα, στα ζώα, στους πλανήτες, στα αγάλματα, αλλά και στους ανθρώπους και στους ήρωες και στους ιδιοφυείς και στις εφευρέσεις και στις ιδέες και στα πάθη και στην κουλτούρα και στον πολιτισμό και στην επιστήμη και στη φιλοσοφία, και στην τέχνη, ή σε ο,τιδήποτε άλλο που θέλει να αντικαταστήσει με τον εαυτό του το αληθινό Θεό και Κύριο Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεολόγος τελειώνει την επιστολή του με τα λόγια: «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων»: να φυλάγεστε από την ειδωλολατρεία, να φυλάγεστε από την ασέβεια. «Αμήν».
π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
Πηγή:  makkavaios.blogspot.gr

Μα τί να την κάνω την Τεχνολογία και την Επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη;(Αγ.Ιουστίνος Πόποβιτς)


10696471_724504090963297_3297397834930375835_n
Το χειρότερο πράγμα για τους ανθρώπους είναι ο θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκου­λήκια, σε πηλό! Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρω­πος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό; Να, όμως, που ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο δια της Αναστάσεως Του, εξασφαλίζει την Αιώνιο Ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα ανα­στηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.
Γι’ αυτό και ο Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ο Μόνος Φιλάνθρωπος, ο Μόνος από κα­τασκευής κόσμου μέχρι της Φοβεράς Κρίσεως. Μονά­χα Εκείνος, που νίκησε τον θάνατο είναι ο Μόνος Φι­λάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι άπλες φλυαρίες. Και οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες;
Τί αστεία πράγματα! Μα τί να την κάνω την Τεχνολογία και την Επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη; Εκείνος είναι ο Μόνος Φιλάν­θρωπος, Αυτός που με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ’ αυτήν και του κα­κού.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Η Εκκλησία είναι μία, οι αιρέσεις είναι πολλές! (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)


Η Εκκλησία είναι μία, οι αιρέσεις είναι πολλές!
«Η Εκκλησία δεν είναι μόνον μία, αλλά και μοναδική. Εν τω Κυρίω Ιησού δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πολλά σώματα κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εν αυτώ πολλές Εκκλησίες.
Εν τω θεανθρωπίνω αυτού σώματι η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, όπως ο Θεάνθρωπος, ο Χριστός, είναι ένας και μοναδικός.
Δι’ αυτόν τον λόγον διαίρεσις, σχίσμα της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ένα πράγμα οντολογικώς αδύνατον.
Δεν υπήρξε ποτέ διαίρεσις της Εκκλησίας, και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, πλην υπήρξε και θα υπάρξη έκπτωσις εκ της Εκκλησίας, κατά τον τρόπον, που πίπτουν τα ξερά και άγονα κλήματα από την θεανθρωπίνην και αιωνίως ζώσαν άμπελον, που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός (Ιω. 13,16). Κατά καιρούς απεσπάσθησαν και εξεβλήθησαν από την μοναδικήν αδιαίρετον Εκκλησίαν οι αιρετικοί και σχισματικοί, οι οποίοι έκτοτε έπαψαν να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας και μέρη του θεανθρωπίνου σώματός της.
Έτσι έχουν κατ’ αρχήν αποκοπή οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί, κατόπιν οι Πνευματομάχοι, κατόπιν οι Μονοφυσίται, κατόπιν οι Εικονομάχοι, κατόπιν οι Ρωμαιοκαθολικοί, κατόπιν οι Προτεστάνται, κατόπιν οι Ουνίται και εν συνεχεία όλα τα άλλα μέλη των αιρετικών και σχισματικών λεγεώνων».

(Ιουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας», (Γαλλική μετάφραση) Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne 1995 – Αναδημο σιεύτηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο» στις 29/6/2007).
agioritikovima.gr

Τί είναι ο ανθρώπινος νους χωρίς τον Χριστό; (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)


Τί είναι ο ανθρώπινος νους χωρίς τον Χριστό; (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)Χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Χριστό; Τότε χωρίζεται από την μοναδική λογική έννοια του «όντος» του, της ζωής του, της υπάρξεώς του. Χωριζόμενος ο άνθρωπος από τον Χριστό, χωρίζεται και από την μόνη λογική έννοια της ψυχής του, του «νοός» του, της συνειδήσεώς του, του θελήματός του, του σώματός του.
Τί είναι ο ανθρώπινος νους χωρίς τον Χριστό;
Είναι ένας μαρτυρικός, βασανιστικός θρήνος.
Τί είναι η ψυχή του ανθρώπου χωρίς τον Χριστό; Είναι ένα ομιλούμενο σκιάχτρο.
Τί είναι η συνείδησή του, ή βούλησή του; Είναι ένας απελπισμένος τυφλός.
Τί είναι το σώμα του χωρίς το Χριστό; Είναι ένα αηδιαστικό, σιχαμερό σκουλήκι.
Τί είναι το θέλημα του; Είναι ένας αβοήθητος εγκληματίας.
Τί είναι γενικά ο άνθρωπος χωρίς τον Χριστό; Είναι ένα φοβερό εξωτερικό θέαμα.
Έτσι και κάθε άλλο δημιούργημα, από τον άγγελο μέχρι και το πιό ασήμαντο ον, χάνει κάθε λογική έννοια της υπάρξεώς του, αν δεν διατηρήσει στο «είναι» του, τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Η αμαρτία είναι η μοναδική διασπαστική δύναμη, που χωρίζει και διακόπτει κάθε δεσμό με τον Θεό. Χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, χωρίζει τον άγγελο και κάθε άλλο όν. Έτσι, απομακρύνοντας η αμαρτία τον άνθρωπο από τον Θεό, τον καταβυθίζει στη μωρία, στην χωρίς νόημα κατάσταση, στο θάνατο, στο διαβολισμό (στο κράτος του διαβόλου). Γι’ αυτό και ο φιλάνθρωπος Κύριος, ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και με την ένωση στον Εαυτό Του, της Θείας και ανθρώπινης φύσεως, «ασυγχύτως και αδιαιρέτως», καθάρισε την φύση μας από την αμαρτία, την παραφροσύνη, τον θάνατο και τον διάβολο.
Έτσι ο Θεάνθρωπος Κύριος πέρασε στη γη όλα τα μαρτύρια μας, έζησε όλες μας τις θλίψεις, και σ’ εμάς τους «πολύπλευρα νεκρούς» ξανάδωσε ζωή, μας αναβίωσε από τις «θνητότητες» μας, μας ανέστησε από τους τάφους μας και μας αναβίβασε στα ουράνια (Εφεσ. 2, 6-8).
Με την Θεανθρώπινη ζωή Του και την ολόπλευρη Θεανθρώπινη «οικονομία» της σωτηρίας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός έδωσε τις Θεοχαριτωμένες δυνάμεις, με τις οποίες οι άνθρωποι γίνονται «οικείοι του Θεού», γίνονται «γεγεννημένοι εκ του Θεού και συν Θεώ», περιτειχίζονται στην αγία εκκλησία και φθάνουν στο πλήρωμα της ζωής και της αιωνιότητας, διαμέσου της ευλογημένης Θεανθρωπότητας (Έφεσ. 2, 10¬22). Σύμφωνα με τον προαιώνιο προορισμό του ανθρώπου από τον Θεό, όλοι είναι δημιουργημένοι για τον ίδιο σκοπό, όλοι είναι κάτω από τον ίδιο Κύριο και Θεό, είναι κάτω από την αιώνια θεϊκή Αλήθεια, την δικαιοσύνη του Θεού και την αγαθότητά Του, όλοι είναι προορισμένοι «εις υιοθεσίαν διά Ιησοϋ Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού» (Έφεσ. 1, 4-5).
Γι’ αυτό σ’ όλους τους ανθρώπους είτε είναι Ιουδαίοι, είτε είναι Έλληνες, δούλοι ή ελεύθεροι, δόθηκε ένας, ο ίδιος Σωτήρας και μία, η ίδια σωτηρία, τα ίδια μέσα και οι ίδιες δυνάμεις σωτηρίας, ένα και το ίδιο Ευαγγέλιο.
Η σωτηρία επιτυγχάνεται διαμέσου της ευλογημένης, χαριτωμένης ψυχικής ενώσεως με τον Σωτήρα Χριστό.
Και μετά την κοινωνία των ανθρώπων με τις ουράνιες σωτηριώδεις δυνάμεις, που επιτυγχάνεται με το Ευαγγέλιο, γίνονται κοινωνοί και με όλες τις Θεανθρώπινες λυτρωτικές δυνάμεις, οι οποίες τους καθαρίζουναπό κάθε κακία και αμαρτία και τους πληρώνουν, τους γεμίζουν και με όλα τα «ένθεα καλά» (Εφεσ. 3, 6-7).
Και αυτό συντελείται στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, στην οποία βρίσκεται όλη η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας, η «οικονομία του μυστηρίου» του Θεού, σε σχέση με το ανθρώπινο γένος και με όλα τα όντα γενικά. Αυτό το παν-θαυμαστό και παν-θαυματουργό μυστήριο της εκκλησίας, θαυμάζεται από τους αγγέλους του Θεού και αποκαλύπτεται και σ’ αυτούς, διαμέσου της εκκλησίας, η «πολυποίκιλος σοφία του Θεού» και μαζί με τους ανθρώπους μαθαίνουν και αυτοί την ανείπωτη και απερινόητη σοφία και αγάπη του Θεού (Εφεσ. 3, 9-10).
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
«Προς Εφεσίους Επιστολή» Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Πηγή: oodegr.co

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η χριστοειδής καρδία του κόσμου


xristos
Καί δω σε μας δουλεύουν σκληρά μα δουλεύουν δίχως προσευχή.
Καί σε μας υπάρχει σκέψη μα σκέψη δίχως προσευχή.
Φαίνεται πως όλοι, συνειδητά και ασυνείδητα, πασχίζουν να αλλάξουν την από Χριστού δοσμένη οικονομία της εκκλησιαστικής ζωής, να την φτιάξουν κατ’ εικόνα και ομοίωση δική τους.
Στην θέση της εικόνος του Χριστού ν’ αποτυπώσουν την δική τους εικόνα, να καταλάβουν το μέρος της εικόνος. Όλα αυτά όμως, λίγο ή πολύ, αγγίζουν τα όρια της ανταρσίας: απέρριψαν τον από Χριστού ορισμένο οικονόμο, την προσευχή, από τον οίκο της προσευχής και νευρικά εισήγαγαν τους νομικούς και συνταγματικούς και τους επιστημο-φιλοσοφικούς οικονόμους, αυτούς τους στερημένους από χάρη και προσευχή.
Είναι φοβερά και απελπιστικά πολλοί, πάμπολλοι εκείνοι που εξυμνούν (θεοποιούν) το «πνεύμα των καιρών», το ενθρονίζουν στην καθέδρα της διανοίας τους, το προσκυνούν ως βασιλέα και Θεό τους, του προσφέρουν θυσίες νομίζοντας ότι προσφέρουν υπηρεσία στον Χριστό. Γι’ αυτούς δεν είναι το Αιώνιο κριτήριο για τον χρόνο, αλλά ο χρόνος για την αιωνιότητα.
Δεν νιώθουν πως ο χρόνος δίχως την Αιωνιότητα είναι το πιο φρικιαστικό μεταφυσικό τέρας το οποίο σχεδιάζει κακοποιημένες φιγούρες της ζωής παρμένες από το φυσικό χώρο, πλάθει την ύλη σαν άλλο ζυμάρι και την καταβροχθίζει με λαιμαργία. Καί ο Χριστός; Αυτός ο περίεργος Χριστός;
– Γιά την χριστομάχο υψηλοφροσύνη δεν είναι παρά μία τελειωμένη ιστορία στα μεθυσμένα στόματα της τραγωδίας που έχει μεθύσει τον πλανήτη.
Ο Χριστός, η απτή του παρουσία, το θελκτικό του πρόσωπο, είναι για μένα η αναγκαιότερη των αναγκαιοτήτων.
Ποθώντας συνεχώς Εκείνον, πως να μην αποκάμει η ψυχή μου στην προσευχή; Μα μήπως μπορώ να Τον προσεγγίσω και αλλιώς παρά μονάχα με την προσευχή; Ποιός είμαι εγώ για να φιλοσοφήσω, για να φιλοσοφώ περί Εκείνου δίχως προσευχή;
Πηγή: orthodoxfathers.com

Παπισμός κατά τον Γ. Ιουστίνο Πόποβιτς (β)


Παπισμός κατά τον Γ. Ιουστίνο Πόποβιτς (β)
Ούτως, αδελφοί μου, ανέστη ως βρυκόλαξ εις τας ημέρας μας η σατανική Ρώμη, εκείνη η Ρώμη, προ του μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία εδίωκε με πυρ και μάχαιραν τους Χριστιανούς και ημπόδιζε τον Χριστόν να εισέλθη εις την Ευρώπην.
Νικόλαος Ζήσης
 ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ
κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς
       Να ήστε έτοιμοι εις μαρτύριον δια τον Χριστόν εκ μέρους της Λευκής Δαιμονίας  (= Ευρώπης).


        Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, γεννήθηκε το 1894. Το 1916, σε ηλικία 22 ετών, έλαβε το Μοναχικό Σχήμα. Σπούδασε την Θεολογία στην Σερβία και στην Ρωσία και ανεκηρύχθη διδάκτωρ της Θεολογίας από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1926. Το 1935 εξελέγη υφηγητής και αργότερα καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς τον εξεδίωξε. Έ­κτοτε και μέχρι του θανάτου του (1979), αποσύρθηκε ως πνευματικός στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε, όπου συνέχισε το πνευματικό και συγγραφικό του έργο, αποτελώντας, όπως λέγει ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, την «κεκρυμμένην συνείδησιν της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει»1. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ένα από τα έργα του Γέροντος Ιουστίνου, «πρέπει να ίδωμεν τον π. Ιουστίνον όχι ως δογματικόν διδάσκαλον μόνον, αλλά και ως όσιον και ως προφήτην, διότι ζη μέσα εις το φως του Θεού την τραγωδίαν των ανθρώπων, προς τους οποίους εξαγγέλει την μοναδικότητα του Θεανθρώπου, την μοναδικότητα της Εκκλησίας και την εκτροπήν του Ευρωπαίου ανθρώπου από της Αληθείας... Ό,τι αρνείται ο π. Ιουστίνος, το αρνείται με θετικόν τρόπον, διότι πιστεύει ακρα­δάντως, ότι η Εκκλησία κατέχει εντός της την δυνατότητα ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων του ανθρώπου και των εφέσεών του και μάλιστα εις ασυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, απ' ό,τι αυτός δύναται να επιθυμήση»2.
        Οι εμπειρίες των Σέρβων Ορθοδόξων από την συνοίκησή τους με λαούς οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον παπισμό (Αυστριακούς, Ούγγρους, Κροάτες, Σλοβένους), φαίνεται πως υπήρξαν αφορμή για βαθεία ανάλυση εκ μέρους των Σέρβων θεολόγων του είδους ανθρώπου που διαμορφώνει ο ευρωπαϊκός ουμανισμός3 και το αποκορύφωμά του, ο Παπισμός4. Παρόμοιες εμπειρίες, άλλωστε, ήταν αυτές οι οποίες συνετέλεσαν στο να γνωρίσουν και οι Έλληνες Ορθόδοξοι την χριστιανική «αγάπη» και «δικαιοσύνη» των Φραγκο-Σαξώνων, στην πρόσφατη σταυροφορία και κατοχή του σερβικού Κοσσυφοπεδίου.
        Τα λόγια του Γέροντος Ιουστίνου δεν εκφράζουν βέβαια απαρέσκεια προς ανθρώπους, ούτε καν προς τους εχθρούς του έθνους του. όπως λέγει ο ίδιος, η ταύτιση αμαρτίας και αμαρτωλού είναι εφεύρημα του ουμανισμού και όχι διδασκαλία του Ευαγγελίου. Στα έργα του ο Παπισμός, όπως και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός ουμανισμός, κρίνεται εν συγκρίσει και κατ' αντιπαράθεση προς τον Θεανθρωπισμό ή Θεανθρωποκεντρισμό της Εκκλησίας. Οι λόγοι του κρίνουν τον Παπισμό ως παναίρεση και παναμαρτία, καταρρίπτοντας την αντίληψη πως ο Ρωμαιοκαθολικισμός διατηρεί την συγγενέστερη προς την Ορθοδοξία πίστη. Η ανατομία του σώματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού εκ μέρους του Γέροντος Ιουστίνου, η οποία ως εκ της καταστάσεως του πολιτισμού αυτού αποτελεί μάλλον νεκροψία, απαιτεί βεβαίως εμβριθέστερη μελέτη και ανάλυση. Η παρούσα μελέτη, δυστυχώς αδικεί το ύφος και το ύψος της θεολογίας του Σέρβου ασκητού, διότι επιδιώκει να παρουσιάσει απλώς τις απόψεις του για τον κυριώτερο πνευματικό καρπό της ευρωπαϊκής περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου αντιλήψεως, δηλ. τον Παπισμό. Ελπίζουμε, ωστόσο, πως έστω και αυτή η μερική γνώση της εκκλησιαστικής περί ουμανισμού αντιλήψεως, όπως αυτή εκφράζεται άριστα από τον Γέροντα Ιουστίνο, θα αποτελέσει για πολλούς αφορμή μελέτης των έργων του Γέροντος και θα διευρύνει την προοπτική με την οποία πρέπει ο Ορθόδοξος Χριστιανός να αντιμετωπίζει τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, την αντίδραση κατά του οποίου προσπαθούν να μονοπωλήσουν, προς ίδιον όφελος, ιδεολογίες που έχουν και αυτές τις ρίζες τους στην άθεη Δύση, όπως ο μαρξισμός και ο αναρχισμός.

1. Η επιβίωση του Αρειανισμού5
       Ο κόσμος μας, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος, χαρακτηρίζεται από ένα διαρκή αγώνα ανάμεσα σε δύο μυστήρια: το μυστήριο του καλού και το μυστήριο του κακού. Το μυστήριο του κακού είναι έντεχνα ελκυστικό. γοητεύει τον άνθρωπο μέχρι έρωτος, και ο άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία ολοκαυτώματος στην φοβερή αυτή του αγάπη. Αντιθέτως το μυστήριο του καλού είναι ταπεινό και πράο, αντικείμενο λοιδορίας και εμπτυσμών, γι' αυτό και είναι λιγότεροι οι εραστές του μυστηρίου του καλού απ' αυτούς του μυστηρίου του κακού. Εναντίον του μικρού καλού αντιτάσσεται μικρό κακό και εναντίον μεγάλου καλού, μεγάλο κακό. Έτσι, εναντίον του Θεού του καλού, του Ιησού Χριστού, εξέρχεται ο ίδιος ο Σατανάς6. Κύριος σκοπός του Σατανά και όλης της στρατιάς του εναντίον του Χριστού, είναι να εκσαρκώσει τον Θεάνθρωπο, να δείξει ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλ' ένας απλούς και αδύνατος άνθρωπος. Ο Σατανάς πολέμησε την Εκκλησία έξωθεν με τους διωγμούς, αλλά και εσωτερικά με πιο φοβερό τρόπο, διά του Αρείου. Ο Σατανάς, αφού εξήλθε από τον θεοκτόνο Ιούδα, εισήλθε στον Άρειο, διά του οποίου ενήργησε πιο ολοκληρωτικά από οποτεδήποτε άλλοτε7.
       Ο Αρειανισμός από την μεταφυσική του πλευρά ριζώνει στον σατανισμό και από την ψυχολογική του πλευρά στον ορθολογισμό. Οι αρειανοί αντικατέστησαν τους χριστιανικούς νόμους του Αγίου Πνεύματος με τις ορθολογιστικές κατηγορίες της λογικής του Αριστοτέλους. προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή «κατά τον ίδιον νουν» και έφθα­σαν να μετρούν την φύση του Χριστού με βάση την δική τους φύση, γι' αυτό και κατεβίβασαν τον Χριστό στο επίπεδο των κτισμά­των8. Ο Αρειανισμός, θέλοντας να εκλογικεύσει τον Χριστό, εξέπεσε σε αίρεση. έχοντας σμικρύνει τον Θεάνθρωπο Χριστό στα επίπεδα ενός ημιθέου, έγινε αναστημένος παγανισμός9. Η σκέψη του Αρειανισμού, η οποία αρνείται την θεότητα του Χριστού, είναι τόσο σατανική, ώστε πρέπει να έχει την αρχή της στον νου του Σατανά. αν σε κάθε αίρεση υπάρχει κάτι το διαβολικό, η αίρεση του Αρείου είναι ολόκληρη εκ του Διαβόλου και ολόκληρη εν τω Διαβόλω10. Η καθολική πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας εκφρά­σθηκε ιδιαίτερα στην ισχυρή λέξη ομοούσιος11. «Δοκίμασε την πίστιν σου και έλεγξέ την με το Σύμβολον της πίστεως... Εάν απορρίπτης το ομοούσιον δεν είσαι του Χριστού, είσαι του Αντιχρίστου, είσαι του Ιούδα, διότι η Εκκλησία ονομάζει τον Άρειον "δεύτερον Ιούδα"»12.
        Ο Αρειανισμός δεν έχει ακόμη ταφεί. είναι σήμερα της μόδας και έχει διαχυθεί σαν ψυχή στο σώμα της σύγχρονης Ευρώπης. στην κουλτούρα της Ευρώπης, στην φιλοσοφία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό και εν μέρει στην θρησκεία της, υπάρχει κρυμμένος ο Αρειανισμός. παντού ο Χριστός συστηματικά καταβιβάζεται σε απλό άνθρωπο. «Πόθεν τόσος αρειανισμός σήμερον;» διερωτάται ο Γέρων Ιουστίνος. «Ο άνθρωπος έγινε σήμερον το μέτρον των πάντων, μέτρον όλων των ορατών και αοράτων όντων και πραγμάτων. Μετρών με τον εαυτόν του τα πάντα ο ευρωπαϊκός άνθρωπος απορρίπτει παν ό,τι είναι ευρύτερον από τον άνθρωπον, μεγαλύτερον από τον άνθρωπον, απειρότερον από τον άνθρωπον. Το στενόν του μέτρον στενεύει τον Θεάνθρωπον εις άνθρωπον»13.
        Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σχετικοκρατία14 ακολουθεί τον Αρειανισμό. ο μεταφυσικός σχετικισμός γέννησε και τον ηθικό σχετικισμό. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτο ούτε υπεράνω του κόσμου ή του ανθρώπου, ούτε στον κόσμο ή στον άνθρωπο, ούτε γύρω από τον κόσμο ή τον άνθρωπο15. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από τον φετιχιστικό μέχρι και τον παπικό, βασίζονται στον άνθρωπο. Κάθε ουμανισμός στην οντολογία του δεν είναι τίποτε άλλο παρά χομινισμός. Ο άνθρωπος είναι η ανώτατη αξία, η παναξία, το ύψιστο κριτήριο. «μέτρον πάντων άνθρωπος»16. Όλοι οι ουμανισμοί, οι προ της Αναγεννήσεως και οι μετά την Αναγέννηση, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί επιδιώκουν εν γνώσει ή εν αγνοία ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την ζωή κατά Θεάνθρωπον με την ζωή κατ' άνθρωπον17. Ο φανερός ή κρυφός πόθος πολλών από τους δημιουργούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον Θεό18. Η ουσία της πρώτης πτώσης του ανθρώπου συνίσταται ακριβώς στο ότι ο άνθρωπος επαναστάτησε εναντίον της θεοειδούς οργανώσεως του «είναι», της υπάρξεώς του, και στο ότι παρέμεινε στην καθαρώς ανθρώπινη φύση, τον «χομινισμό» του. Εκδίωξε τον Θεό από τον εαυτό του, την συνείδησή του και την θέλησή του, δεν κατόρθωσε, όμως, να αποβάλει τα θεοειδή ιδιώματα του πνεύματός του, τα οποία εμφανίζονται ως πόθος για άπειρη πρόοδο, άπειρη γνώση, άπειρη τελειοποίηση, άπειρη ύπαρξη. Με όλες αυτές τις ουμανιστικές νοσταλγίες ο άνθρωπος τείνει πάλι προς το θεοειδές που έχασε και ουσιαστικά κραυγάζει για την αναγκαιότητα του Θεανθρώπου19.
        Όμως ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι στην ουσία Διαβολοκεντρισμός, διότι επιδιώκει ό,τι και ο Διάβολος: να αποθεανθρωπή­σει και να αθεώσει τον άνθρωπο. Ο ουμανιστής άνθρωπος καθίσταται όμοιος προς τον Διάβολο: και οι δύο θέλουν να ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, να είναι μόνο στον εαυτό τους και για τον εαυτό τους. μεταφέρονται έτσι στο βα­σίλειο του «δευτέρου θανάτου»20, όπου δεν υπάρχει ούτε Θεός, ούτε κάτι θεϊκό21. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι ουμανισμοί εξοντώνουν τον αμαρτωλό μαζί με την αμαρτία του, διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπο, ο οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου από την αμαρτία, τον θάνατο και τον Διάβολο. όποιος δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι και κατά του ανθρώπου και δολοφόνος του ανθρώπου. Ταυτόχρονα είναι και αυτόχειρας, διότι παραδίδει την ψυχή του στην πλήρη εξουσία της αμαρτίας, του θανάτου και του Διαβόλου επιφέροντας στον εαυτό του την αιώνια κόλαση22.
        Έξω από τον Θεάνθρωπο ο άνθρωπος χάνει την κεφαλή του,  αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, τον αιώνιο, τον αθάνατο, τον θεοειδή εαυτό του. «Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος»23. Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνον δια του Θεού και εν τω Θεώ. αυτό είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρωπίνου πολιτισμού. «Χωρίς τον Θεόν ο άνθρωπος δεν είναι παρά εβδομήκοντα κιλά αιμοφύρτου ύλης»24. Μαραμένος, υπανάπτυκτος, αντικειμενοποιημένος, εκφυλισμένος, ο άνθρωπος του ουμανισμού είχε απόλυτο δίκαιο, όταν ανακοίνωσε με τους σοφούς του ότι έγινε από τον πίθηκο. αφού εξισώθηκε με τα ζώα στην καταγωγή, γιατί να μην εξισωθεί και στην ηθική25; Καταφανώς ο ευρωπαίος άνθρωπος δεν είναι θεός, αλλά δούλος της ύλης. ο αυτοαποκαλούμενος θεός προσκυνεί δουλικώς τα πράγματα, τα είδωλα που μόνος του δημιούργησε, πουθενά δε δεν προσκυνούνται τόσο δουλικώς τα πράγματα, όσο στην Ευρώπη. Η προσκύνηση αυτή είναι της χειρότερης μορφής, διότι αποτελεί προσκύνηση χώματος. «Πέστε μου, δεν προσκυνεί άρα γε ο άνθρωπος χώμα, όταν εγωιστικώς αγαπά το γήινον χοϊκόν σώμα του και επιμόνως ισχυρίζεται: σαρξ ειμι και μόνον σαρξ;». Κύριο χαρακτηριστικό του ευρωπαίου ανθρώπου είναι η λαιμαργία του ως προς τα πράγματα. η φετιχιστική μεταφυσική του εκδηλώνεται δια της φετιχιστικής του ηθικής. Όπως στον ειδωλολατρικό φετιχισμό κύριο χαρακτηριστικό είναι η ανθρωποφαγία, έτσι και στον ευρωπαϊκό φετιχισμό: η ζωή είναι σφαγείο στο οποίο ο ισχυρότερος έχει δικαίωμα να σφάξει τον ασθενέστερο26.
       Η σχετικοκρατία της φιλοσοφίας ήταν αδύνατο να μην οδηγήσει σε σχετικοκρατία στην ηθική, η οποία υπήρξε με την σειρά της μητέρα του αναρχισμού και του μηδενισμού. αυτή η ιδεολογική φθορά του ιδεολογικού αναρχισμού και μηδενισμού, ήταν φυσικό να εκδηλωθεί στον πρακτικό αναρχισμό και μηδενισμό, μάρτυρες του οποίου υπήρξαν οι δύο παγκόσμιοι, «εις την πραγματικότητα ευρωπαϊκοί, πόλεμοι»27. Στους βωμούς της νέας ειδωλολατρίας τα τέρατα της Αποκαλύψεως του ευρωπαϊκού πολιτισμού επιτελούν πρωτοφανή στην ιστορία σφαγή μυριάδων ανθρωπίνων ψυχών δια των χειρών των διανοουμένων των λαών και της ανθρωπιστικής αγωγής τους. «Ορθώς έλεγεν ο Α. Ζίντ, ότι το Νταχάου και άλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως είναι βωμοί, τους οποίους ανήγειραν και εις τους οποίους ιερουργούν οι διανοούμενοι της Ευρώπης με θρησκείαν τον πολυθρύλητον ανθρωπισμόν των»28.
        Ποια είναι όμως, τέλος πάντων, η σχέση του Παπισμού με τον Αρειανισμό και την μετεξέλιξή του στον νεώτερο ευρωπαϊκό ανθρωπισμό (ουμανισμό);

2. Η πτώση του πάπα
       Ο Ρωμαιοκαθολικισμός εγκαταλείποντας την καθολική της Εκκλησίας πίστη, αυτομόλησε στην αρεια­νική μεθοδολογία29. Έτσι στην Δύση υπήρξε μία βαθμιαία μετατροπή του Χριστιανισμού σε ουμανισμό. για πολύ καιρό και με επιμονή στένευαν τον Θεάνθρωπο και στο τέλος τον σμίκρυναν σε άνθρωπο: στον αλάθητο άνθρωπο της Ρώμης και τον όχι λιγώτερο αλάθητο άνθρωπο του Βερολίνου. Εμφανίσθηκε έτσι ο δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός (ο Παπισμός), ο οποίος από τον Χριστό αφαιρεί τα πάντα, και ο δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μινιμαλισμός (ο Προτεσταντισμός), ο οποίος από τον Χριστό ζητεί το ελάχιστο, συχνά δε και τίποτε. Με τον περιορισμό του στον άνθρωπο μετεβλήθη ο δυτικός Χριστιανισμός σε ουμανισμό. Η αντικατάσταση του Θεανθρώπου από τον άνθρωπο είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση της θεανθρώπινης από την ανθρώπινη μεθοδολογία: στον σχολαστικισμό30  επικρατεί η αριστοτελική φιλοσοφία, στην ηθική επικρατεί η Ιερά Εξέταση31  και η καζουϊστική ηθική32, στις διεθνείς σχέσεις το παπικό κράτος και στην κοινωνία ο ατομισμός ως κοινωνική αρχή. Στον χαρακτήρα αυτό του δυτικού Χριστιανισμού έχουν τις ρίζες τους η αστική κοινωνία (η επιβολή του ατόμου ως μονάδος) και ο ουμανιστικός κοινωνισμός (η βιαία επιβολή του εγωιστικού ατόμου ως ομάδος)33. Η δυτική κοινωνία, έχοντας αυτές τις ρίζες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωμένη ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων, δηλαδή νομιμοποιημένη τέρψη του ανθρώπινου εγωισμού34.
        Η Αναγέννηση είχε πλημμυρίσει τις καρδιές των Ευρωπαίων, οι οποίοι είχαν μαραθεί από τον Βατικανισμό, με ελπίδα. Ο βρυκολακικός σχολαστικισμός στη φιλοσοφία και ο ανθρωποφάγος ιησουϊτισμός στην ηθική είχαν απομυζήσει από τον ευρωπαίο άνθρωπο τις ζωτικές του δυνάμεις. Η ανακαίνιση του Ευρωπαίου, όμως, έγινε με την στροφή στην αρχαία Ελλάδα, με την απομάκρυνσή του από τον Χριστό και την διακοπή κάθε συνδέσμου με τους άνω αοράτους κόσμους35.
       Ο Παπισμός δεν υπήρξε μόνον ο πρώτος ουμανισμός και γενεσιουργός αιτία του ευρωπαϊκού αθεϊστικού ουμανισμού36. Αποτελεί ταυτόχρονα αποκορύφωμα του ουμανισμού και τελευταία προσπάθεια διάσωσής του. Λέγει χαρακτηριστικώς ο π. Ιουστίνος πως μετά τον ορθολογιστικό διαφωτι­σμό37 του 18ου και τον μυωπικό θετικισμό38 του 19ου αιώνα, δεν απέμενε τίποτε άλλο στον ευρωπαϊκό ουμανισμό από το να αποσυντεθεί μέσα στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά του. την στιγμή εκείνη η δογματοποίηση του αλαθή­του του πάπα39 απετέλεσε προσπάθεια αναζωογονήσεως και διαιωνίσεως του ετοιμοθάνατου ουμανισμού. το δόγμα του αλα­θήτου του πάπα «είναι η τελευταία μεταμόρφωσις (transformatio) και η τελική αποθέωσις (glorificatio) του ουμανισμού»40. Το δόγμα αυτό έχει κοσμοϊστορική σημασία για όλη την τύχη της Ευρώπης, ιδιαίτερα για τους αποκαλυπτικούς καιρούς στους οποίους έχει αυτή εισέλθει. «Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάν­θεον απέκτησε τον Δία του»41. Ο δυτικός Χριστιανισμός, στην ουσία του, είναι ο πιο ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τον άνθρωπο αλάθητο και μετέβαλε την θεανθρώπινη θρησκεία σε θρησκεία ουμανιστική. Απόδειξη γι' αυτό είναι πως στην Ρωμαϊκή Εκκλησία ο Θεάνθρωπος απωθήθηκε στον ουρανό, και στην θέση του τοποθετήθηκε ο αναπληρωτής: Vicarius Christi... «Πόσον τραγικός παραλογισμός: να ορίζεται αντικαταστάτης και αναπληρωτής διά τον πανταχού παρόντα Κύριον και Θεόν! Είναι όμως γεγονός ότι αυτός ο παραλογισμός ενεσαρκώθη εις τον δυτικόν Χριστιανισμόν». Έτσι επιτελέσθηκε η αποθεανθρώπηση του Θεανθρώπου, η εκ-σάρκωση του ενσαρκωθέντος Θεού. Με όλα αυτά ο ουμανισμός είναι σαν να έλεγε στον Θεάνθρωπο: Αποσύρσου απ' αυτόν τον κόσμο σε άλλον, φύγε από μας, διότι εμείς έχουμε τον αντικαταστάτη Σου, ο οποίος σε αντικαθιστά αλαθήτως σε όλα42. Η Β' Βατικάνειος43 Σύνοδος, επιμένοντας και αυτή στο δόγμα του αλαθή­του του πάπα = του ανθρώπου, αποτελεί αναγέννηση όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννηση πτωμάτων. «Διότι αφ' ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήινον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα»44. «Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός»45. Υπ' αυτή την έννοια κατανοείται η θέση πως ο ουμανιστικός Χριστιανισμός αποτελεί την πιο αποφασιστική διαμαρτυρία εναντίον του Θεανθρώπου και της αξιολογίας και κριτηριολογίας Του46. Το μέγεθος της βατικανείου αυτής πτώσεως δεν είναι διόλου μικρό.
        «Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κανείς να γίνη καλός διά του εαυτού του». έτσι όμως εξισώνεται ο άνθρωπος με τον Διάβολο, ο οποίος θέλησε και αυτός να γίνει θεός διά του εαυτού του. Η ουσία της αμαρτίας συνίσταται σ' αυτήν ακριβώς την αλαζονική αυταπάτη. Αυτό είναι η ουσία του ιδίου του Διαβόλου, το να μη θέλει τίποτε έξω απ' αυτόν, αλλά να μένει μόνος του, ερμητικά κλεισμένος έναντι του Θεού47. Η πτώση του πάπα έγκειται στο ότι θέλει να αντικαταστήσει τον Θεάνθρωπο με άνθρω­πο48. Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας σφετερίσθηκε όλη την εξουσία και τα δικαιώματα που ανήκουν στον Θεάνθρωπο και αυτοανακηρύχθηκε Εκκλησία εν τη παπική εκκλησία, ιδιόμορφος Παντοκράτωρ. γι' αυτό το δόγμα του αλαθήτου του πάπα απέβη το κεντρικό δόγμα του Παπισμού, το οποίο δεν θα αποκηρυχθεί, έως ότου ο πάπας είναι πάπας του ουμανιστικού Παπισμού49. Ο πυρήνας του δόγματος του αλαθή­του του πάπα = του ανθρώπου είναι η αποθεανθρωποίηση του ανθρώπου, πράγμα που επιδιώκουν όλοι οι ουμανισμοί, ακόμη και οι θρησκευτικοί. έτσι επανέρχεται ο άνθρωπος στην ειδωλολατρία, στην πολυθεΐα, στον διπλό, φυσικό και πνευματικό, θάνατο. Απομακρυνόμενος από τον Θεάνθρωπο ο κάθε ουμανισμός μετατρέπεται σε μηδενισμό50. Με το δόγμα του παπικού αλαθήτου έγινε δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός, διότι έτσι δογματοποιήθηκε η παναξία, το παγκριτήριο του ουμανιστικού πολιτισμού «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος»51. Η σμίκρυση του Χριστιανισμού σε ουμανισμό έχει βέβαια απλοποιήσει τον Χριστιανισμό, ταυτόχρονα, όμως, τον έχει καταστρέψει52.
        Η ιδιαιτερότητα του Παπισμού έγκειται στην τόλμη του να αναγάγει σε δόγμα τον σατανικό πόθο του ανθρώπου να αυτοθεωθεί. λέγει ο π. Ιουστίνος ότι θεωρούμενοι από την σκοπιά του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ανθρωπισμοί μοιάζουν με εγκληματικές ουτοπίες, διότι όλοι φονεύουν και εξοντώνουν τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα. Το έργο όμως αυτό έχει αναχθεί, με το αλάθητο του πάπα, σε δόγμα53. Το αλάθητο είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας. Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας κατέλαβε την θέση του Θεανθρώπου. Για την Αληθινή Εκκλησία του Χριστού «... το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά και παναίρεσις. Διότι καμμία άλλη αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσο ριζοσπαστικώς και ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας του... το δόγμα αυτό είναι αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού... η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από της γης... νέα προδοσία, νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, αλλ' επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις διά το άθλιον γήινον ον, που λέγεται άνθρωπος»54. Η στροφή προς τον ουμανισμό είναι η ατμόσφαιρα εντός της οποίας ζη και προς την οποία στρέφεται η ανθρώπινη πεπτωκυία φύση. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, όμως, ποτέ δεν δογματοποίησε οποιονδήποτε ουμανισμό. η τραγωδία της δυτικής χριστιανωσύνης αντιθέτως έγκειται στο ότι προσπάθησε διορθώνοντας το πρόσωπο του Θεανθρώπου ή και αρνούμενη αυτό να εισαγάγει τον δαιμονισμένο ουμανισμό και μάλιστα στην καρδιά της Εκκλησίας, η οποία έχει ως σκοπό την καταπολέμηση του ουμανισμού. «Είναι φοβερόν και μόνον να σκεφθή κανείς πόσον μάλλον να ειπή, ότι κατ' αυτόν τον τρόπον το μοναδικόν "εργαστήριον της σωτηρίας" εις τον κόσμον τούτον μεταβάλλεται βαθμηδόν εις δαιμονοποιημένον "εργαστήριον" εκβιασμού ανθρωπίνων συνειδήσεων και απανθρωπίας... Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ουδέν δηλητήριον, ουδεμίαν αμαρτίαν, ουδένα ουμανισμόν, ουδέν επίγειον κοινωνικόν σύστημα ανεκήρυξεν εις δόγμα»55.
        Τα πράγματα, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Ποία είναι η ουσία της Ορθοδοξίας; - Ο Θεάνθρωπος Χριστός-... Παντού ο Θεός έχει την πρώτην θέσιν και ο άνθρωπος την δευτέραν. ο Θεός οδηγεί, ο άνθρωπος οδηγείται. ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος συνεργεί»56. Οι ορθόδοξοι δεν κηρύττουν ποτέ τον εαυτό τους. ποτέ δεν καυχώνται για τον άνθρωπο. ποτέ δεν ειδωλοποιούν τον ανθρω­πισμό57. Η Προσωπικότητα του Θεανθρώπου, μέσα στην θεαν­δρική τελειότητά της είναι αιωνίως καινούργια και νεανική, γι' αυτό δεν μπορεί ούτε να ανταλλάσσεται ούτε να αντικαθίσταται. Ο αγώνας για τον Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο. όχι οι ουμανιστές, αλλά οι άνθρωποι της θεανθρώπινης πίστης αγωνίζονται για τον αληθινό άνθρωπο, τον θεοειδή και χριστοειδή58. Οι ορθόδοξοι άνθρωποι είναι συνεργοί και μόνο του Αγίου Πνεύματος, συνεργοί οι οποίοι με την προσευχή ακούν τί το Πνεύμα λαλεί, οι οποίοι συνεχώς ποιούν εκείνο που θέλει το Πνεύμα, οι οποίοι ελέγχουν τις σκέψεις και τα λόγια τους συνεχώς διά του Πνεύματος59.
        Ο Προτεσταντισμός εμφανίζεται ως διαμαρτυρία εναντίον της παπικής εκκλησίας. Ο Γέρων Ιουστίνος είναι πεπεισμένος ότι ο ίδιος ο Παπισμός αποτελεί τον πρώτο Προτεσταντισμό (διαμαρτύρηση): «Και πράγματι, η πρώτη ριζική διαμαρτυρία εναντίον της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας πρέπει να αναζητηθή εις τον παπισμόν, ουχί εις τον λουθηρανισμόν. Και εις αυτήν την διαμαρτυρίαν (protest) έγκειται ο πρώτος προτεσταντισμός». Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας ανακηρύχθηκε ανώτερος όχι μόνον του ανθρώπου, αλλά και των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. με τέτοια αποστασία ο πάπας υπερέβη και τον Λούθηρο, τον δημιουργό του προτεσταντικού μινιμαλισμού. οι προτεστάντες απλώς αποδέχθηκαν το δόγμα του αλαθήτου και το ανέπτυξαν σε τρομερές διαστάσεις και λεπτομέρειες. κάθε προτεστάντης γίνεται αλάθητος στα ζητήματα πίστεως, κατά το παράδειγμα του αλαθήτου ανθρώπου της Ρώμης. Ο Προτεσταντισμός είναι λοιπόν ένας Παπισμός εφαρμοσμένος και ταυτόχρονα εκλαϊκευμένος. του λείπουν η μυστική διάσταση, η αυθεντία και η εξουσία60. Ως πιστό τέκνο του Παπισμού ο Προτεσταντισμός πέφτει λόγω της ορθολογιστικής σχολαστικής του δια μέσου των αιώνων από την μία αίρεση στην άλλη και πνίγεται στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. «Η παπιστική υψηλοφροσύνη και η "αλά­θητος" αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικώς και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του». Ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για όλους τους ψευδοχριστιανισμούς, για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα στον Οικουμενισμό βρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με κέντρο τον Παπισμό61.
       Μόνη λύση είναι η μετάνοια. όπως για κάθε αμαρτία, έτσι και για την «παναμαρτία» του Παπισμού, η οποία περιέχεται εις το αλαζονικό δόγμα περί του αλα­θήτου του πάπα, και για τις αμαρτίες των ουμανισμών σωτηρία προσφέρει μόνο η μετάνοια, η οποία μπορεί να μεταμορφώσει τον «αλάθητο» ευρωπαίο ουμανιστικό άνθρωπο και να τον σώσει από κάθε αμαρτία, κάθε κακό, κάθε κόλαση, κάθε Διάβολο, κάθε ουμανιστικό ορθολογισμό62. «Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θύελλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρωπον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους»63.

3. Λευκή Δαιμονία η Ευρώπη
       Επισφραγίζοντας τα λεγόμενά του για τον ανθρωπιστικό Οικουμενισμό, ο Γέρων Ιουστίνος παραθέτει αυτούσια μερικά λόγια του ομολογητού επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης Νικολάου64 σχετικά με την πνευματική κατάσταση της Ευρώπης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. μερικά εξ αυτών, σχετιζόμενα με το θέμα μας, παραθέτουμε αυτούσια.
        »Τί είναι η Ευρώπη; Είναι η επιθυμία και πόθος της εξουσίας και της ηδονής και η γνώσις. Αμφότερα ανθρώπινα: η ανθρωπίνη επιθυμία και πόθος και η ανθρωπίνη γνώσις. Και τα δύο προσωποποιούνται εις τον πάπαν και εις τον Λούθηρον. Τί είναι λοιπόν η Ευρώπη; Ο πάπας και ο Λούθηρος. Χορτασμέναι αι ανθρώπιναι επθυμίαι εις το έπακρον, και χορτασμένη η ανθρωπίνη γνώσις εις το έπακρον. Ο ευρωπαϊκός πάπας είναι η ανθρωπίνη επιθυμία της εξουσίας. Ο ευρωπαϊκός Λούθηρος, η πείσμων απόφασις του ανθρώπου τα πάντα να εξηγηθούν με τον νουν του.«
        »Ο Παπισμός χρησιμοποιεί την πολιτικήν, επειδή μόνον δι' αυτής αποκτά τις την εξουσίαν. Ο Λουθηρανισμός χρησιμοποιεί την φιλοσοφίαν και την επιστήμην, επειδή νομίζει ότι αυτός είναι ο δρόμος δια να αποκτήση τις την σοφίαν. Ούτως, η επιθυμία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της γνώσεως και η γνώσις κατά της επι­θυμίας65. Τούτο είναι η Ευρώπη. Εις την εποχήν μας όμως ήλθε μία νέα γενεά Ευρωπαίων, η οποία ενύμφευσε την επιθυμίαν με την γνώσιν και απέρριψε και τον πάπαν και τον Λούθηρον... Η ανθρωπίνη επιθυμία και η ανθρωπίνη σοφία εστεφανώθησαν εις τας ημέρας μας και ούτω συνήφθη γάμος, ο οποίος δεν είναι ούτε ρωμαιοκαθολικός ούτε λουθηρανικός, αλλ' οφθαλμοφανώς και δημοσίως σατανικός. Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι πλέον ούτε παπική ούτε λουθηρανική. Είναι υπεράνω και εκτός τούτων. Είναι ολοτελώς επίγειος, χωρίς έστω και τον πόθον να ανεβαίνη εις τον ουρανόν, είτε με το διαβατήριον του αλαθήτου πάπα είτε πάλιν δια της κλίμακος της προτεσταντικής σοφίας. Αρνείται εντελώς το ταξίδιον εκ του κόσμου τούτου. Επιθυμεί να παραμείνη εδώ. Επιθυμεί να είναι ο τάφος της όπου και το λίκνον της. Δεν γνωρίζει περί άλλου κόσμου. Δεν αισθάνεται την ουράνιον ευωδίαν. Δεν βλέπει εις τον ύπνον της τους Αγγέλους και τους Αγίους. Δια την Θεοτόκον δεν θέλει να ακούση. Η ακολασία την στερεώνει εις το μίσος κατά της παρθενίας.«
        »Ο βασιλεύς αντίχριστος αποτελεί την αρχήν του ΙΘ' αιώνος. Ο πάπας, αντίχριστος, αποτελεί την μέσην του ιδίου αιώνος. Οι φιλόσοφοι της Ευρώπης, αντίχριστοι (από το φρενοκομείον) αποτελούν το τέλος του αυτού αιώνος: Ναπολέων ο Βοναπάρ­της66, ο Πίος67, ο Νίτσε68. Τρία μοιραία ονόματα των τριών μεγαλυτέρων αρρώστων της κληρονομημένης ασθενείας... Ο καίσαρ, ο ποντίφηξ και ο φιλόσοφος... και μάλιστα όχι εις την αρχαίαν ειδωλολατρικήν Ρώμην, αλλ' εις την καρδίαν της βαπτισμένης Ευρώπης! Δεν είναι αυτοί οι νικηταί, αλλ' οι πλέον νικημένοι. Όταν ο Βοναπάρτης εγέλασεν εμπρός εις τους αγίους ναούς του Κρεμλί­νου69, και όταν ο Πίος ανεκηρύχθη αλάθητος, και όταν ο Νίτσε ανεκοίνωσε δημοσίως την λατρείαν του εις τον Αντίχριστον, τότε εσκοτίσθη ο ήλιος εις τον ουρανόν... Ποιος είναι τότε ο νικητής, αν όχι ο καίσαρ, ο ποντίφηξ και ο φιλόσοφος της αποχριστιανοποιημένης Ευρώπης; Ο νικητής είναι ο χωρικός των Βαλκανίων και ο Ρώσος μουζίκος70. Ποίος ήταν ο πλέον άγνωστος και ασήμαντος και μικρότερος κατά τον ΙΘ' αιώνα, τον αιώνα του μεγάλου Ναπολέοντος και του αλαθήτου Πίου και του απροσίτου Νίτσε, ποίος, αν μη ο Ρώσος μουζίκος, προσκυνητής «των Αγίων Τόπων», και ο χωρικός των Βαλκανίων, πολεμιστής εναντίον της ημισελήνου και απελευθερωτής των Βαλκανίων71; Διαβολικόν πεδίον μάχης, διαβολικόν ιερατείον και διαβολική σοφία, τούτο είναι ο καίσαρ, ο πάπας και ο φιλόσοφος του ΙΘ' αιώνος. Ο ορθόδοξος χωρικός των Βαλκανίων παρουσιάζει το τελείως αντίθετον τούτων: πρώτον, τον σταυροφόρον ηρωϊσμόν, δεύ­τερον, το μαρτυρικόν ιερατείον, και τρίτον, την αλιευτικήν αποστολικήν σοφίαν.«
        »Εάν θα είχε μείνει η Ευρώπη χριστιανική, θα εκαυχάτο δια τον Χριστόν και όχι για τον πολιτισμόν της. Και οι μεγάλοι λαοί της Ασίας και της Αφρικής, αβάπτιστοι μεν, αλλά με έφεσιν και τάσιν πνευματικήν, θα ηδύναντο να κατανοήσουν τούτο και να το εκτιμήσουν. Διότι και οι λαοί αυτοί καυχώνται έκαστος δια την πίστιν του, δια την θεότητά του, δια τα θρησκευτικά βιβλία του... Μόνον οι λαοί της Ευρώπης δεν καυχώνται δια τον Χριστόν και δια το Ευαγγέλιόν Του, αλλά δια τας επικινδύνους μηχανάς των και τα ευτελή προϊόντα των χειρών των, δηλαδή δια τον πολιτισμόν και την κουλτούραν των. Το αποτέλεσμα αυτής της ευρωπαϊκής αυτοκαυχήσεως με την περιβόητον «κουλτούραν», είναι το μίσος όλων των μη χριστιανικών λαών εναντίον του Χριστού και του Χριστιανισμού. Μισήσαντες το μικρόν εμίσησαν και το πλέον μέγα. Μισήσαντες τα ευρωπαϊκά προϊόντα και τους ανθρώπους, εμίσησαν και τον ευρωπαϊκόν θεόν. Αλλά, αλλοίμονον, αυτό δεν πονά την Ευρώπην, ούτε την στενοχωρεί. Εξ άλλου, η ιδία εμίσησε πρώτη απ' όλους και απέρριψε τον Θεόν της. Εις αυτήν την μη επίζηλον θέσιν έφερε την Ευρώπην η λανθασμένη εξέλιξίς της, υπό την επίδραση μιας λανθασμένης Εκκλησίας, δια μέσου των τελευταίων εννεακοσίων ετών. Δεν ευθύνονται δια τούτο οι λαοί της Ευρώπης. ευθύνην έχουν οι πνευματικοί οδηγοί των λαών. Δεν ευθύνεται το ποίμνιον, αλλ' οι ποιμένες του... Εκτός του Χριστιανισμού η Ευρώπη δεν έχει τίποτε δια να καυχηθή. Χωρίς τον Χριστόν η Ευρώπη είναι ο πτωχότερος επαίτης και ο πλέον αναίσχυντος εκμεταλλευτής του κόσμου τούτου.«
        »Οι φίλαρχοι και υπερήφανοι λαοί της Ευρώπης δεν αναγνωρίζουν ποτέ το σφάλμα των. Έχουν χάσει την έννοιαν της αμαρτίας και της μετανοίας. Δια κάθε κα­κόν εις τον κόσμον την ευθύνην έχει άλλος, αυτοί ποτέ. Πώς θα ηδύναντο αυτοί να διαπράξουν αμαρτίαν, αφού εκάθησαν επί του θρόνου του Θεού και ανεκήρυξαν τους εαυτούς των αλαθήτους θεούς! Πρώτον ανεκήρυξε τον εαυ­τόν του αλάθητον ο θρησκευτικός των ηγέτης, ο πάπας. Το παράδειγμά του, και εις πείσμα του72, το ηκολούθησαν οι άρχοντες της Δύσεως και οι βασιλείς. Όλοι ανεκηρύχθησαν αλάθητοι και οι τον Σταυρόν φορούντες και οι την μάχαιραν φέροντες.«
       »Τί νομίζετε σεις δια την Ευρώ­πην; Η Αφρική και η Ασία ονομάζουν τους Ευρωπαίους, «λευκούς δαίμονας». Επομένως, θα ηδύναντο να ονομάσουν την Ευρώ­πην: Λευκήν Δαιμονίαν. Θα την ωνόμαζον «Λευκήν», ένεκα του χρώματος του δέρματος, «Δαιμονίαν» δε, ένεκα της μελανότητος της ψυχής της... Ούτως, αδελφοί μου, ανέστη ως βρυκόλαξ εις τας ημέρας μας η σατανική Ρώμη, εκείνη η Ρώμη, προ του μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία εδίωκε με πυρ και μάχαιραν τους Χριστιανούς και ημπόδιζε τον Χριστόν να εισέλθη εις την Ευρώπην. Μόνον ότι η Λευκή δαιμονία έχει πέσει εις βαρυτέραν ασθένειαν από την αρχαίαν Ρώμην. Διότι, εάν η ειδωλολατρική Ρώμη, εβασανίζετο από ένα δαίμονα, η Λευκή Δαιμονία βασανίζεται από επτά πονηρά πνεύματα, δεινότερα από εκείνον τον δαίμονα της Ρώμης. Ιδού λοιπόν η νέα ειδωλολατρική Ρώμη, ιδού νέον μαρτύριον δια τον Χριστιανισμόν. Να ήστε έτοιμοι εις μαρτύριον δια τον Χριστόν εκ μέρους της Λευκής Δαιμονίας73.«  


  • 1. Πρόλογος του Καθηγητού Ιωάννη Καρμίρη, εν Αρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, έκδ. Αστήρ, Αθήναι 19936, σελ. 3. Εις το εξής ως: Θεάνθρωπος.   
  • 2.    Πρόλογος του πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου, εν Αρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, έκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σελ. 7.9. Εις το εξής ως Εκκλησία.
    Περισσότερα στοιχεία για τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς βλ. εν ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, π. Ιουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία, έκδ. «Διψώ», Πάτρα 1995.
  • 3.    Ουμανισμός ή ανθρωπισμός καλείται σύστημα ιδεών, το οποίο, στην πρώτη του μορφή, ταυτίζεται με την ιταλική αναγέννηση του 14ου, υπό τους Πετράρχη, Βοκκάκιο, Ραφαήλ, Μιχαήλ-Άγγελο. Με τον ανθρωπισμό επιδιώχθηκε η απαλλαγή της ανθρωπότητας από την μονομέρεια της παπικής εκκλησιαστικής αγωγής, η απόσειση της αυθεντίας της Εκκλησίας και η στροφή προς τον άνθρωπο. Οι ανθρωπιστές, απομακρυνόμενοι από το υπερβατικό, εστράφησαν στην έρευνα της ανθρωπίνης φύσεως, και επέδειξαν μοναδικό ενδιαφέρον για την μελέτη και προβολή των αρχαίων σοφών, τους οποίους δεν έβλεπαν ως ειδωλολάτρες που έζησαν εν τη πλάνη, αλλ' ως φορείς πολιτισμού μοναδικού, ο οποίος έχει ως σκοπό την εγκόσμια χαρά. Ο ανθρωπισμός προέβαλε έναντι του ασκητισμού τις απολαύσεις της ζωής, έναντι της ταπεινώσεως την ελευθέρως και ολοκλήρως ανεπτυγμένη ανθρώπινη προσωπικότητα. Οι ανθρωπιστές πρέσβευαν την δυνατότητα εναρμονίσεως της χριστιανικής και των αρχαίων κλασσικών παραδόσεων, και την βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του ανθρώπου δια της ευσεβείας αλλά και της λογικής. Βέβαια ανθρωπισμός μπορεί να σημαίνει κάθε φιλοσοφικό ή ηθικό σύστημα το οποίο συγκεντρώνεται γύρω από την έννοια της αξιοπρέπειας και ελευθερίας του ανθρώπου. Είναι φανερό πως ο ουμανισμός βλέπει ως πρότυπο ανθρώπου όχι τον Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά τον πεπτωκότα, αμαρτωλό, πλην όμως κοσμικά «μορφωμένο» άνθρωπο. Πρόδρομος του ανθρωπισμού και φίλος του Πετράρχη υπήρξε και ο αιρετικός αντιησυχαστής Βαρλαάμ ο Καλαβρός.    
  • 4.    Περισσότερα στοιχεία για τους έναντι των Σέρβων Ορθοδόξων διωγμούς και τις σφαγές εκ μέρους των κροατικών S.S. (Ustashi), τόσο το 1945 όσο και το 1991-93, μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΕΦΤΙΤΣ, Σέρβοι Νεομάρτυρες στον 20ο αιώνα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994. Πρβλ. και ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, «Θρησκευτικός πόλεμος κατά της βαλκανικής Ορθοδοξίας», Βαλκάνια και Ορθοδοξία, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1993, σσ. 54-63, Μητροπολίτου ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, «Το σημερινό δράμα της Σερβίας και η δοκιμασία της Ορθοδοξίας», Βαλκάνια και  Ορθοδοξία, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1993, σσ. 102-116, ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Έλληνες και Σέρβοι, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σσ. 93-103, ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ο Νεομάρτυρας Πλάτων, Επίσκοπος Μπανιαλούκα, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 1996.     
  • 5.    Αρειανισμός ονομάζεται η διδασκαλία η οποία εμφανίζεται στο πρόσωπο του πρεσβυτέρου της Αλεξανδρείας Αρείου, το 318 μ.Χ. Την διδασκαλία του Αρείου, η οποία συνοψίζεται κυρίως στο ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού και Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά μόνον το ανώτερο κτίσμα (δημιούργημα), κατεδίκασε η Α' Οικουμενική Σύνοδος (Μάιος 325 μ.Χ.), υποστηρίζοντας την εκκλησιαστική πίστη πως ο Υιός είναι της ιδίας φύσεως - ουσίας με τον Πατέρα («ομοούσιος τω Πατρί»), και συνεπώς Θεός.   
  • 6.    Ματθ. 4, 1-11. Λουκ. 4, 1-13.
  • 7.    Θεάνθρωπος, σελ. 133 ε.
  • 8.    Θεάνθρωπος, σελ. 137.
  • 9.    Θεάνθρωπος, σελ. 139.
  • 10.  Θεάνθρωπος, σελ. 138.
  • 11.  Θεάνθρωπος, σελ. 136.
  • 12.  Θεάνθρωπος, σελ. 142.
  • 13.  Θεάνθρωπος, σελ. 140-142.
  • 14.  Σχετικοκρατία ή σχετικισμός (relativismus): κατά την ειδική έννοια σχετικοκρατία ονομάζεται η θεωρία που διατείνεται πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, ανεξάρτητη από πρόσωπα, τόπο, χρόνο κ.ά. Η αλήθεια της σχετικοκρατίας μεταβάλλεται σύμφωνα με την εποχή, την κοινωνία, τον πολιτισμό κ.ά. παράγοντες. Κύριοι εκπρόσωποι της σχετικοκρατίας στην αρχαιότητα υπήρξαν οι σοφιστές, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι μέτρο για την αξιολόγηση όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος («πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος») και οι σκεπτικοί. Η ηθική σχετικοκρατία αρνείται την ύπαρξη απολύτων ηθικών αξιών και γενικώς ισχυόντων ηθικών κανόνων.
  • 15.  Θεάνθρωπος, σελ. 142.
  • 16.  «Όλων των πραγμάτων κριτήριο είναι ο άνθρωπος». το προαναφερθέν αξίωμα των αρχαίων σοφιστών. Οι σοφιστές προσάρμοζαν πάντα την αλήθεια σε αυτό που ήθελαν να υποστηρίξουν. Λόγω της τακτικής αυτής δόθηκε το όνομα «σοφιστεία» σε κάθε παραπλανητική και «τραβηγμένη» επιχειρηματολογία.
  • 17.  Θεάνθρωπος, σελ. 149 ε.
  • 18.  Εκκλησία, σελ. 151.]
  • 19.  Θεάνθρωπος, σελ. 107.
  • 20.  Αποκ. 21, 8. 20, 14.
  • 21.  Θεάνθρωπος, σελ. 149.
  • 22.  Θεάνθρωπος, σελ. 155 ε. Βλ. και σελ. 153· «Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ' ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού».
  • 23.  Θεάνθρωπος, σελ. 148.
  • 24.  Εκκλησία, σελ. 161.
  • 25.  Εκκλησία, σελ. 139.
  • 26.  Εκκλησία, σελ. 148 ε.
  • 27.  Εκκλησία, σελ. 141.
  • 28.  Εκκλησία, σελ. 201 ε.
  • 29.  Θεάνθρωπος, σελ. 143.
  • 30.  Σχολαστικισμός ή σχολαστική θεολογία: το θεολογικό σύστημα που κυριάρχησε στην παπική Εκκλησία από τον 10ο έως τον 14ο αι. οφείλει το όνομά του στις Σχολές όπου καλλιεργήθηκε, οι οποίες οργανώθηκαν στην Δύση σε παλάτια ηγεμόνων, σε αρχιεπισκοπές και μοναστήρια. Βασικά γνωρίσματα του σχολαστικισμού είναι η κατανόηση και ερμηνεία των θεολογικών αληθειών βάσει της αριστοτελικής φιλοσοφίας και η αντίληψη περί σωτηρίας του ανθρώπου ως «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» η οποία προσεβλήθη από την ανθρώπινη αμαρτία. Η φιλοσοφική διαλεκτική μέθοδος υπήρξε αιτία και της εισαγωγής του δόγματος του Filioque («και εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως από τους δυτικούς. Εισηγητής του σχολαστικισμού θεωρείται ο Άνσελμος Καντερβουρίας. ανάμεσα στους γνωστότερους σχολαστικούς συγκαταλέγονται ο Πέτρος Αβαιλάρδος, ο Πέτρος Λομβαρδός, ο Ιωάννης Βοναβεντούρα, ο Αλβέρτος Μάγνος και ο Θωμάς Ακινάτης. Την σχολαστική θεολογία καταδίκασε η Ορθόδοξη Εκκλησία δια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού και των άλλων αντιησυχαστών, στα μέσα του 14ου αι. (Συνοδικοί Τόμοι 1341, 1347, 1351).
  • 31.  Η Ιερά Εξέταση ιδρύθηκε από τον πάπα Γρηγόριο τον Θ' το 1231, ως ειδικό όργανο για την επισήμανση των αιρετικών, επανδρώθηκε δε κυρίως από Δομινικανούς μοναχούς. Το 1252 ο πάπας Ιννοκέντιος ο Δ' επέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρήση βασανιστηρίων από τους ιεροεξεταστές. Το 1478 ιδρύθηκε η ισπανική Ιερά Εξέταση για την δίωξη των Εβραίων, των Μουσουλμάνων και των αιρετικών της Ισπανίας. Η οργάνωση αυτή έδρασε και κατά τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως.
  • 32.  Καζουϊστική (από το λατ. casus = περίσταση): Ηθική μέθοδος που αναπτύχθηκε κυρίως στους χρόνους της σχολαστικής θεολογίας και φιλοσοφίας. Η καζουϊστική ηθική ενδιαφέρεται για την εφαρμογή στερεότυπων τρόπων συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στα χρόνια του σχολαστικισμού κυκλοφόρησαν οι Summae casuum conscientiae, τα πρώτα εγχειρίδια της καζουϊστικής ηθικής, ένα είδος βιβλίου καλής χριστιανικής συμπεριφοράς. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι δυνατό να δίνεται βάρος μεμονωμένα στην εξωτερική συμπεριφορά ανεξαρτήτως της εσωτερικής πνευματικής εργασίας, από την οποία πηγάζουν και την οποία εκφράζουν, παράλληλα δε και ενισχύουν τα εξωτερικά έργα. η μεμονωμένη σημασία στην εξωτερική συμπεριφορά είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε φαρισαϊσμό ή σχιζοφρένεια. Κατά τους λόγους του Κυρίου, πρέπει να πλυθεί το εσωτερικό του ποτηρίου για να είναι και το εξωτερικό καθαρό (Ματθ. 23, 26). Άλλωστε η αγιοπνευματική αρετή της διακρίσεως υποδεικνύει στον πνευματικό οδηγό καθενός πιστού τρόπους εφαρμοστέας συμπεριφοράς, που ενδέχεται να διαφέρουν σε περιπτώσεις που απλώς μοιάζουν ανάλογες, ώστε να μην είναι δυνατό να ομαδοποιηθούν επακριβώς οι τρόποι συμπεριφοράς και να κατευθύνονται βάσει ενός βιβλίου.
  • 33.  Εκκλησία, σελ. 176-178. Βλ. και Θεάνθρωπος, σελ. 128.
  • 34.  Εκκλησία, σελ. 167. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
  • 35.  Εκκλησία, σελ. 194.
  • 36.  Πρβλ. και Εκκλησία, σελ. 167. «Εις τον γυμνόν ανθρωπισμόν της Ευρώπης, ο οποίος έχει θρησκευτικάς ρίζας (το αλάθητον του πάπα, το οποίον εις τον Προτεσταντισμόν εξελίσσεται εις το αλάθητον του κάθε ατόμου), το πρωτείον το απέκτησε το άτομον».
  • 37.  Διαφωτισμός: Διαφωτισμό εννοούμε κυρίως το κίνημα των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών του 18ου αι. (Βολταίρου, Ρουσσώ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό), το οποίο χαρακτηριζόταν από την εμπιστοσύνη στη φύση του ανθρώπου με κέντρο την λογική και από την πολεμική εναντίον όλων των οργανωμένων κοινωνικών σχημάτων, της επίσημης θρησκείας και των απολυταρχικών πολιτικών συστημάτων.    
  • 38.  Θετικισμός: επιστημονικό ρεύμα με εισηγητή τον Αύγουστο Κοντ (1798-1857). Κατά τον θετικισμό η επιστήμη είναι ικανή να κατακτήσει τον κόσμο και να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις «νηπιακές του παραστάσεις», δηλ. τις θεολογικές και μεταφυσικές του αντιλήψεις.
  • 39.  Η Α' Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), η θεωρουμένη από τους παπικούς ως 20η Οικουμενική, διετύπωσε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο πάπας, όταν «από καθέδρας ομιλεί», χάρη στην θεία επιστασία «απολαύει του αλαθήτου» και οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε μεταρρύθμιση από κανένα. Η εισαγωγή του δόγματος αυτού υπήρξε και η αιτία αποσχίσεως πιστών του παπισμού, οι οποίοι απετέλεσαν την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών (Σύνοδος της Ουτρέχτης 1889).   
  • 40.  Θεάνθρωπος, σελ. 129.
  • 41.  Θεάνθρωπος, σελ. 150.
  • 42.  Θεάνθρωπος, σελ. 128. Πρβλ. και σελ. 152.
  • 43.  Έλαβε χώρα από το 1962 έως 1965. μεταξύ άλλων διεκήρυξε εκ νέου το αλάθητο του παπά.
  • 44.  Θεάνθρωπος, σελ. 156 ε.
  • 45.  Θεάνθρωπος, σελ. 158.
  • 46.  Θεάνθρωπος, σελ. 128.
  • 47.  Θεάνθρωπος, σελ. 152.
  • 48.  Θεάνθρωπος, σελ. 153.
  • 49.  Θεάνθρωπος, σελ. 152.
  • 50.  Θεάνθρωπος, σελ. 157.
  • 51.  Θεάνθρωπος, σελ. 150.
  • 52.  Θεάνθρωπος, σελ. 128.
  • 53.  Θεάνθρωπος, σελ. 157.
  • 54.  Θεάνθρωπος, σελ. 158 ε.
  • 55.  Εκκλησία, σελ. 181-183.
  • 56.  Θεάνθρωπος, σελ. 118.
  • 57.  Θεάνθρωπος, σελ. 124.
  • 58.  Θεάνθρωπος, σελ. 130 ε.
  • 59.  Θεάνθρωπος, σελ. 125.
  • 60.  Θεάνθρωπος, σελ. 126 ε. Πρβλ. και σελ. 158. «ο παπισμός είναι ο πρώτος προτεσταντισμός, κατά τους λόγους του οραματιστού της αληθείας Χομιάκωφ».
  • 61.  Εκκλησία, σελ. 224 ε.
  • 62.  Θεάνθρωπος, σελ. 159 ε.
  • 63.  Θεάνθρωπος, σελ. 157.
  • 64.  Ο Επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), καθηγητής και πνευματικός του Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς. Κατά την γερμανική κατοχή διετέλεσε κρατούμενος στο Νταχάου, μαζί με τον Πατριάρχη Σερβίας Γαβριήλ και τον Επίσκοπο Δαλματίας Ειρηναίο. Μαζί με τον Γέροντα Ιουστίνο υπήρξε υποστηρικτής του κινήματος των bogomoljaca, των απλών ανθρώπων του λαού που ασκούσαν αυστηρή ασκητική ζωή, η οποία ενισχυόταν από τακτικές επισκέψεις σε μοναστήρια.
  • 65.  Εννοεί την διαμαρτύρηση (προτεσταντισμό) εναντίον του παπισμού και την δημιουργία των προτεσταντικών εκκλησιών, με τις μεταρρυθμιστικές ενέργειες των Λουθήρου, Ζβιγγλίου και Καλβίνου κατά τον 16ο αι.
  • 66.  Ο γνωστός Γάλλος αυτοκράτωρ Ναπολέων ο Α' (1769-1821).
  • 67.  Ο πάπας Πίος ο Θ'. Επί των ημερών του (1846-1878) η Α' Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), η θεωρουμένη από τους παπικούς ως 20η Οικουμενική, διετύπωσε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα του αλαθήτου του πάπα.
  • 68.  Φρειδερίκος Νίτσε (1844-1900). Γερμανός φιλόσοφος, υιός προτεστάντου ιερέως. Κατά τον Νίτσε ο άλλος κόσμος είναι μία ψευδαίσθηση. ο άνθρωπος αντί να λατρεύει άλλους θεούς, πρέπει να μεριμνήσει για την δική του ανύψωση σε «υπεράνθρωπο». Ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε είναι ο άνθρωπος ο οποίος φλογίζεται από πάθη, που δεν τα καταπολεμεί, αλλά τα χρησιμοποιεί δημιουργικώς. Ο Νίτσε διεγίνωσκε έχθρα στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως. κατ' αυτόν, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί συγκεκριμένη ηθική σε όλους τους ανθρώπους. Το έργο του επηρέασε πολλούς μεταγενεστέρους, ανάμεσα στους οποίους, ο Έρμαν Έσσε, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Σίγκμουντ Φρόυντ. Οι Ναζί έκαναν χρήση των θεωριών του και δημοσίευσαν έργα του. Το 1889, ένδεκα χρόνια πριν πεθάνει, ο Νίτσε έπεσε σε παραφροσύνη.
  • 69.  Η εισβολή της «Μεγάλης Στρατιάς» του Ναπολέοντος στην Ρωσία άρχισε στις 22 Ιουν. του 1812. η Μόσχα  κατελήφθη από τα στρατεύματά του στις 14 Σεπτ. Στις 26 Δεκ. ο Ναπολέων υποχώρησε ηττημένος από την Ρωσία. από τους 610.000 άνδρες του, χάθηκαν στην εκστρατεία υπέρ τους 550.000.
  • 70.  Μουζίκος ονομάζεται ο Ρώσος χωρικός.
  • 71.  Τα Βαλκάνια απελευθερώθηκαν από την τουρκική κυριαρχία τον 19ο αι. Συγκεκριμένα η Σερβία έγινε πρώτα αυτόνομο κράτος (1830) και έπειτα βασίλειο (1882).
  • 72.  Στον λεγόμενο αγώνα «Περί περιβολής» (11ος-12ος αι.) ο παπισμός προσπάθησε να καθιερώσει το δικαίωμα του πάπα να ασκεί εξουσία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά πράγματα, και να αποτρέψει τις αντίθετες καισαροπαπικές τάσεις του γερμανικού θρόνου.
  • 73.  Εκκλησία, σελ. 239, 241, 242-244, 244ε., 249ε., 252ε.
    Η τελευταία αυτή φράση - προφητεία του μακαριστού Επισκόπου Αχρίδος, έχει ήδη εν μέρει εκπληρωθεί για τους Σέρβους ορθοδόξους αδελφούς μας της Κροατίας, Κράινα, Βοσνίας και εσχάτως του Κοσσυφοπεδίου. Άρα γε τί ετοιμάζουν και για τους υπολοίπους Ορθοδόξους οι κεφαλές της «Λευκής Δαιμονίας»;    
  
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999

Έξοδος από όλα τα αδιέξοδα ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ


Έξοδος από όλα τα αδιέξοδα
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ 
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ 

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Η έξοδος από όλα τα αδιέξοδα, ανθρωπιστικά = οικουμενιστικά = παπιστικά, είναι ο ιστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και το ιστορικόν θεανθρώπινον οικοδόμημά Του, η Εκκλησία, της οποίας Αυτός είναι η αιωνία Κεφαλή και η οποία είναι το αιώνιον Αυτού Σώμα. Η Αποστολική = Αγιοπατερική = Αγιοπαραδοσιακή = Αγιοσυνοδική = Καθολική Ορθόδοξος Πίστις είναι το φάρμακον της αναστάσεως από όλας τας αιρέσεις, όπως και αν αύται ονομάζωνται. Εις τελευταίαν ανάλυσιν, κάθε αίρεσις είναι από τον άνθρωπον και «κατ' άνθρωπον». κάθε μία από αυτάς τοποθετεί τον άνθρωπον εις την θέσιν του Θεανθρώπου, αντικαθιστά τον Θεάνθρωπον δια του ανθρώπου. Με τούτο αρνείται και απορρίπτει την Εκκλησίαν, η οποία υπάρχει όλη εν τω Θεανθρώπω και είναι όλη εκ του Θεανθρώπου και όλη κατά τον Θεάνθρωπον. Η μόνη σωτηρία από αυτό είναι η αποστολική θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδή ολική επιστροφή εις την θεανθρωπίνην οδόν των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων1. Τούτο  δε σημαίνει επιστροφήν εις την άμωμον ορθόδοξον πίστιν των εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, εις την κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωήν των εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος, εις την εν Χριστώ ελευθερίαν των, εις την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσεν, εις την θεανθρωπίνην κεχαριτωμένην εμπειρίαν των εν Αγίω Πνεύματι, εις τας θεανθρωπίνας αγίας αρετάς των. Τούτο και μόνον τούτο δύναται να σώση και να απελευθερώση τον άνθρωπον εκ της δουλείας εις διαφόρους ουμανιστικάς ανθρωπαρεσκείας, ανθρωποδουλείας και ανθρωπολατρείας, και να καθαρίση όλας τας αμαρτίας του. Διότι η δουλεία αύτη είναι το αυτό με την λατρείαν των ψευδοθεών του αναρχικομηδενιστικού αιώνος μας. Άλλως, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν οδόν, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν ακολούθησιν όπισθεν του μόνου αληθινού Θεού εις όλους τους κόσμους, και την λατρείαν του μόνου αληθινού και Αειζώου Θεού, του Θεανθρώπου και Σωτήρος Χριστού, είναι βέβαιον ότι ο άνθρωπος θα καταποντισθή εις την νεκράν θάλασσαν της ευρωπαϊκής πολιτισμένης ειδωλολατρείας και αντί του Ζώντος και Αληθινού Θεού, θα λατρεύη τα ψευδοείδωλα του αιώνος τούτου, εις τα οποία δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε ανάστασις, ούτε θέωσις διά το θλιμμένον ον, το ονομαζόμενον άνθρωπος.
Λυτρωμένοι διά του Θεανθρώπου Χριστού από την ειδωλολατρείαν εις όλας τας μορφάς της, ιδού τί μας ευαγγελίζονται, παραγγέλλουν και αφήνουν ως ιεράν παρακαταθήκην, οι άγιοι Πατέρες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, ως την μόνην ορθόδοξον οδόν, την οδόν του Θεανθρώπου, την οποίαν πρέπει να ακολουθήση τις ανάμεσα από όλα τα ιστορικά σκότη και τους ζόφους του αιώνος και του κόσμου τούτου: «Την του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκπληρούντες θείαν πρόσταξιν οι άγιοι Πατέρες ημών, τον παρ' αυτού δοθέντα αυτοίς λύχνον της θείας γνώσεως ουχ υπό το μόδιον έκρυ­ψαν, αλλ' επί την λυχνίαν ανέθηκαν της ωφελιμοτάτης διδασκαλίας. ίνα λάμψη πάσι τοις εν τη οικία, τουτέστι τοις εν τη Καθολική Εκκλησία γεννηθείσι, δια το μήποτε προσκόψαι τινα προς λίθον τον πόδα της αιρετικής κακοδοξίας των ευσεβώς ομολογούντων τον Κύριον. Αυτοί γαρ πάσαν πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί, εκκόπτουσι. και το πτύον κατέχοντες την άλωνα καθαίρουσι. και τον μεν σίτον, ήτοι τον τρόφιμον λόγον, τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου αποκλείουσιν εν τη αποθήκη της Καθολικής Εκκλησίας, το δε άχυρον της αιρετικής κακοδοξίας έξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί ασβέστω... Ημείς δε κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστίθεντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν. Αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα. Ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν, κα­θώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ Σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν... Και πιστεύομεν... ως φησιν ο προφήτης, ου πρέσβυς, ουκ άγγελος, αλλ' αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς (Ησ. 63, 9), ω και ημείς επόμενοι, και την τούτου φωνήν οικειούμενοι μεγαλοφώνως βοώμεν. ου σύνοδος, ου βασιλέων κράτος, ου συνομωσίαι θεοστυγείς της των ειδώλων πλάνης την Εκκλησίαν ηλευθέρωσαν, καθώς εληρώδησε το Ιουδαϊκόν συνέδριον... αλλ' αυτός ο της δόξης Κύριος ενανθρωπίσας Θεός και έσωσε, και της ειδωλικής απάτης απήλλαξεν. αύτώ τοίνυν δόξα, αυτώ χά­ρις, αυτώ ευχαριστία, αυτώ αίνος, αυτώ μεγαλοπρέπεια, αυτού η απολυξώτις, αυτού η σωτηρία του μόνου σώζειν εις το παντελές δυναμένου, και ουχ ετέρων των χαμαί ερχομένων ανθρώπων... Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών... Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν»2.
1. Ο «δέκατος τρίτος απόστολος», ο «πατήρ της Ορθοδοξίας», ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ευαγγελίζεται με την αποστολικήν και πατερικήν σοφίαν όλην την αλήθειαν περί της αληθινής πίστεως, λέγων ότι ημείς κρατούμεν «αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν και οι πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται, και ο ταύτης εκπίπτων ούτ' αν είη, ούτ' αν έτι λέγοιτο Χριστιανός» (Βλ. Προς Σεραπ. Επ. Α', PG 26, c. 593C, 596A).
2. Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, Πράξις δ', Mansi, vcl. 13, σ. 129. Βλ. επίσης και το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, Τριώδιον, εκδ. ΑΔ, Αθήναι 1960, σ. 145.

"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ"
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974  

Άνθρωπος και Θεάνθρωπος


Άνθρωπος και ΘεάνθρωποςΆνθρωπος και Θεάνθρωπος
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ    
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ


1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν  εξομολόγησιν:   «ουδέν   εμαυτώ   σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες... «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24).
Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε «το σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (πρβλ. Αποκ. 20, 14. 10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιωνίαν Ζωήν, την αιωνίαν Αλήθειαν, την αιωνίαν Αγάπην, την αιωνίαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση. Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ’ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του — της Εκκλησίας — παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η υψίστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός και ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος. Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη υψίστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρωπίνην του δυνατότητα, και παντός ό,τι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου. Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον. Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος». Αλλά το «μέτρον πάντων άνθρωπος» εξακολουθεί να βασιλεύη και να κυριαρχή, ως επί το πλείστον ferro ignique, εις τον ειδωλολατρικόν και πολυθεϊστικόν εξωχριστιανικόν κόσμον. Δια τούτο ο θεοσοφώτατος γνώστης του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, ο Απόστολος Παύλος, συνοψίζει όλας τας φιλοσοφίας του ανθρωπίνου γένους εις δύο: εις την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον και εις την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον (Κολ. 2, 8).

2. Μόνον ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος και τετελειωμένος άνθρωπος. Αλλά ταυτοχρόνως: και τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Εδώ η Υπόστασις του Θεού Λόγου είναι ο σπουδαιότερος παράγων. Τούτο ωμολόγησαν σαφώς και ηρμήνευσαν θεοπνεύστως οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι. Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ ο άνθρωπος έφθασεν εις όλας τας τελειότητάς του: δια του Θεού ετελειοποίησε και ωλοκλήρωσε την ψυχήν του και την συνείδησίν του, την βούλησίν του και τον νουν του, την καρδίαν του και το σώμα του. με μιαν λέξιν, ολόκληρον τον εαυτόν του. Και έγινε το σπουδαιότερον και το πλέον αξιαγάπητον θαύμα: ο Θεάνθρωπος άφησε τον Εαυτόν Του εις τον γήινον κόσμον μας και εις όλους τους κόσμους, ως Εκκλησίαν, ως σώμα Του, δια να δυνηθή κάθε άνθρωπος να καταστή «σύσσωμος» του σώματος του Θεανθρώπου και ούτω να φθάση εις όλας τας τελειότητάς του (πρβλ. Εφ. 3, 6). Μόνον εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου ημπορεί κάθε ανθρωπίνη ύπαρξις να γίνη αληθινός άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος. Μόνον με τον Θεάνθρωπον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» δύναται να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 3,18. 4, 11-16). Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», δια να ημπορή να πληρωθή καθείς από ημάς εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας με το πλήρωμα αυτό της Θεότητος (Κολ. 2, 9-10). Και τούτο είναι δυνατόν να επιτύχη έκαστος εξ ημών μόνον «συν πάσι τοις αγίοις», δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, προηγουμένης της αγίας πίστεως και της αγίας αγάπης (Εφ• 3, 17-20).
Άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πράγματι άνευ κεφαλής και επί πλέον άνευ του εαυτού του, άνευ του αιωνίου εαυτού του, άνευ του αθανάτου, του θεοειδούς εαυτού του. Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος. Εδώ πρέπει να προστεθή και η εξής αλήθεια: άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πάντοτε δούλος του θανάτου, δούλος της αμαρτίας, δούλος του διαβόλου. Μόνον δια του Θεανθρώπου φθάνει ο άνθρωπος εις τον υπό του Θεού τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεός κατά χάριν» και ούτω φθάνει εις την τελείαν πληρότητα της υπάρξεώς του και της προσωπικότητός του. Φθάνει εις την θείαν του αιωνιότητα δια της Θεανθρωπότητος. Ζων εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» ο άνθρωπος θεανθρωποποιείται βαθμηδόν δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τον γεμίζει η χαρά εκείνου του αγίου μηνύματος και της ουρανίου εντολής του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος».1 Δημιουργηθείς ως δυνάμει θεάνθρωπος, ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα εις το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας να ομοιώση τον νουν του προς τον Θεόν, να τον μεταμορφώση εις Θεό-νουν («ημείς νουν Χριστού έχομεν» - Α’ Κορ. 2, 16). προσπαθεί να ομοιώση ακόμη την συνείδησίν του προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-συνείδησιν. την θέλησίν του να την ομοιώση προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-θέλησιν. να ομοιώση και το σώμα του προς το σώμα του Θεανθρώπου, να το μεταμορφώση εις Θεό-σωμα («το σώμα τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι» - Α’ Κορ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος επαναφέρει τον εαυτόν του εις το προπτωτικόν θεοειδές,2 συμπληρών αυτό υπερεκπερισσού με το θείον κάλλος της εξαισίας χριστοειδείας (Γαλ. 4, 19. 3, 27. Ρωμ. 8, 29). Άνευ του Θεανθρώπου και εκτός του Θεανθρώπου ο άνθρωπος πάντοτε διατρέχει τον κίνδυνον να καταστή διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι ταυτοχρόνως και δύναμις και εικών του διαβόλου. και δουλεύων εκτός του Θεανθρώπου εις την αμαρτίαν ο άνθρωπος εκουσίως καταντά διαβολοειδής, γίνεται οικείος του διαβόλου: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστί» (1 Ιωάνν. 3, 8). Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι ο κύριος σκοπός του διαβόλου είναι να στερήση τον άνθρωπον του θεοειδούς, να τον απο-θεανθρωποποιήση, να τον α-θεώση και ούτω να τον μεταβάλη εις ένα ον όμοιον προς τον εαυτόν του. Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι κατ’ ουσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο θέλουν ένα πράγμα: να ανήκουν μόνον εις τον εαυτόν των, να είναι μόνον εις τον εαυτόν των, δια τον εαυτόν των. Τοιουτοτρόπως όμως εις την πραγματικότητα μεταφέρουν εαυτούς εις το βασίλειον του «δευτέρου θανάτου», όπου ουκ έστι Θεός ούτε τι του Θεού (Αποκ. 21, 8. 20, 14).
Ό,τι ελέχθη μέχρις εδώ δεν είναι άλλο τι παρά ο ευαγγελικός, ο αποστολικός, ο αγιοπατερικός, ο ορθόδοξος θεανθρωπισμός (θεοουμανισμός, θεοχομινισμός).

3. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από του πλέον πρωτογόνου μέχρι του πλέον λεπτού, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, βασίζονται επί της πίστεως εις τον άνθρωπον, όπως είναι αυτός μέσα εις την δεδομένην ψυχοφυσικήν του εμπειρικήν κατάστασιν και ιστορικότητα. Πράγματι, όλη η ουσία του κάθε ουμανισμού είναι ο άνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος εις την οντολογίαν του κάθε ουμανισμός δεν είναι άλλο τι παρά χομινισμός (homo - hominis). Ο άνθρωπος είναι η ανωτάτη αξία, η παναξία. ο άνθρωπος είναι το ύψιστον κριτήριον, το παγκριτήριον: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Αυτό είναι, in nuce, κάθε ουμανισμός, κάθε χομινισμός. Εντεύθεν όλοι οι ουμανισμοί, όλοι οι χομινισμοί, εν τελευταία αναλύσει, είναι ειδωλολατρικής, πολυθεϊστικής προελεύσεως. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει ή εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ’ άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ’ άνθρωπον. με μίαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ’ άνθρωπον. Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλαθήτου του πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικόν δόγμα του παπισμού. Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β’ Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι’ όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ήδη εισέλθει. Δια του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δία του.
Η ειλικρίνεια είναι η γλώσσα της Αληθείας: το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα του 20ού αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννησις της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτηριολογίας. Horribile dictu, αλλά και αυτό πρέπει να λεχθή: δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα ανήχθη εις δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός, κατά πρώτον λόγον ο ελληνικός. Ανήχθη εις δόγμα η παναξία, ανήχθη εις δόγμα το παγκριτήριον της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού, της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της πολιτικής, της επιστήμης: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Και όλα αυτά τί είναι; — Αναγωγή εις δόγμα της ειδωλολατρίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έφθασε να γίνη δόγμα η αυτάρκεια του ευρωπαίου ανθρώπου, την οποίαν επί αιώνας ενοστάλγουν όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί.
Το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι η νιτσεϊκή κατάφασις — «Ja – Sagung» — εις ολόκληρον την δημιουργίαν του ευρωπαίου ουμανιστικού ανθρώπου. «Ja-Sagung» εις την κουλτούραν και εις τον πολιτισμόν του, που και τα δύο είναι και ως προς τους σκοπούς και ως προς τας μεθόδους μάλλον ειδωλολατρικά και πολυθεϊστικά. Ευαγγέλιον και εντολή του Θεανθρώπου είναι: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα (τα άλλα) προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). —Και τί δεν διεκήρυξεν ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως και ως μέθοδον της εργασίας του ανθρώπου η ευρωπαϊκή ουμανιστική κουλτούρα και ο πολιτισμός της! Ο Θεάνθρωπος, ο Μόνος Σωτήρ του ανθρώπου από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον. ο Μόνος που ανακαινίζει και αθανατίζει και ανιστά και ανυψοί και αιωνίζει και θεοποιεί και θεανθρωποποιεί τον άνθρωπον εις όλους τους κόσμους, ρητώς και σαφώς ορίζει ως ύψιστον σκοπόν της υπάρξεως και της ζωής του ανθρώπου το να γίνη ο άνθρωπος τέλειος ως ο Θεός (Ματθ. 5, 48). Ενώ ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού και τί δεν έχει θέσει και δεν έχει καθιερώσει αντί αυτού ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως! Είναι ακαταμάχητος η ευαγγελική αλήθεια ότι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται», και μετά το έργον του Θεανθρώπου επί της γης (1 Ιωάνν. 5, 19-21). Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατά τον άγιον Απόστολον Παύλον, ο διάβολος είναι «ο θεός του αιώνος τούτου» (2 Κορ. 4, 4). Μεταξύ ενός τοιούτου κόσμου, ο οποίος εκουσίως «εν τω πονηρώ κείται», και του ανθρώπου που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον Χριστόν δεν υπάρχει συμβιβασμός. Εκείνος που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον δεν δύναται εις βάρος της Ευαγγελικής Αληθείας να κάμνη συμβιβασμούς με τον ουμανιστικόν άνθρωπον, που όλα αυτά τα δικαιολογεί και ανάγει εις δόγμα. Εδώ πάντοτε πρόκειται περί αποφασιστικού και κρισιμωτάτου διλήμματος και εκλογής: ή ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος. Διότι ο ουμανιστικός άνθρωπος δι’ όλων των ενεργειών του εμφανίζεται και φέρεται ως δρων με αυτάρκειαν, ως υπερτάτη αξία και ανώτατον κριτήριον. Εδώ δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Δι’ αυτό εις το ουμανιστικόν βασίλειον την θέσιν του Θεανθρώπου την κατέχει ο Vicarius Christi, ο δε Θεάνθρωπος έχει εξορισθή εις τον ουρανόν. Τούτο αποτελεί ασφαλώς ιδιόμορφον αποσάρκωσιν του Θεανθρώπου Χριστού. Δεν είναι έτσι;
Δια του δόγματος περί του αλαθήτου, σφετερισθείς υπέρ εαυτού, δηλαδή υπέρ του ανθρώπου, όλην την εξουσίαν και όλα τα δικαιώματα, που ανήκουν μόνον εις τον Θεάνθρωπον Κύριον, ο πάπας αυτοανεκηρύχθη εις την πραγματικότητα Εκκλησία εν τη Παπική εκκλησία, και έγινεν εν αυτή τα πάντα εν πάσι. Ιδιόμορφος παντοκράτωρ. Δια τούτο το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα απέβη το κεντρικόν δόγμα (svedogmat) του παπισμού. Και ο πάπας δεν δύναται να το αποκηρύξη με κανένα τρόπον, έως ότου θα είναι πάπας του ουμανιστικού παπισμού.

4. Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κάνεις να γίνη καλός δια του εαυτού του. το να θέλη κάνεις να γίνη τέλειος δια του εαυτού του. Το να θέλη κανείς να γίνη θεός δια του εαυτού του. Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιας έγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού. Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του. Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ό,τι ανήκει εις τον Θεόν. Και τί είναι αυτό;
Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού. Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτοράς μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3, 5). Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάσει της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου. Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεός» Του δεν επενέβαινε. Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άν¬θρωπον προς τον Θεάνθρωπον. τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.
Η πτώσις του πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.

5. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον».3 Αλλά και ο άνθρωπος είναι μόνον εν τω Θεανθρώπω καινός («καινή κτίσις»), πάντοτε καινός, αιωνίως καινός: Εις όλα τα θεανθρώπινα βιώματά του εις την οδόν της σωτηρίας, του αγιασμού, της μεταμορφώσεως, της θεώσεως, της θεανθρωποποιήσεως. Εις αυτόν τον γήινον κόσμον όλα γηράσκουν και όλα αποθνήσκουν. Μόνον ο άνθρωπος ο ενσωματωθείς εις τον Θεάνθρωπον και θεανθρωποποιηθείς, ο γενόμενος «σύσσωμος» του Χριστού, ο υπό του Θεανθρώπου ενσωματωθείς εις την Εκκλησίαν και εκκλησιοποιηθείς, δεν γηράσκει και δεν αποθνήσκει, διότι έγινε ζων, οργανικόν μέλος του αγίου και αιωνίου Θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού — της Εκκλησίας, εις την οποίαν το ανθρώπινον πρόσωπον αναπτύσσεται και συνεχώς «αύξει την αύξησιν του Θεού» (Κολ. 3, 19) — «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 13). Αυτό δε σημαίνει ότι αυξάνει και αναπτύσσεται απείρως και απεριορίστως, κατά τας θεοειδείς διαστάσεις του θείου απείρου, τας οποίας ο Τρισήλιος Κύριος έδωκεν εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν, όταν εδημιούργησε τον άνθρωπον θεοειδή.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν καινός και ο κατ’ εξοχήν εις και μοναδικός, ώστε εις την πραγματικότητα η «Αλήθεια» δι’ Αυτού εγένετο (Ιωάνν. 1, 17) και δι’ Αυτού έμεινεν εις τον ανθρώπινον κόσμον μας. Προ Αυτού και άνευ Αυτού — νυν και αεί — η Αλήθεια είναι ως να μη υπάρχη. Και όντως δεν υπάρχει, διότι μόνον η Θεανθρωπίνη Υπόστασις είναι η Αλήθεια: «Εγώ ειμι η Αλήθεια» (Ιωάνν. 14, 6). Δια τον άνθρωπον δεν υπάρχει αλήθεια άνευ του Θεανθρώπου. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος άνευ του Θεανθρώπου.
Τα πάντα είναι καινά εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου. Αυτός ο Ίδιος, εν πρώτοις. ακολούθως δε και η σωτηρία και η διδασκαλία περί της σωτηρίας και ο τρόπος της σωτηρίας. Είναι μοναδικά καινόν δια το αν¬θρώπινον γένος το μήνυμα του Θεανθρώπου: να διαχωρίζωμεν την αμαρτίαν από τον αμαρτωλόν. να μισώμεν μεν την αμαρτίαν, να αγαπώμεν δε τον αμαρτωλόν. να φονεύωμεν την αμαρτίαν, αλλά να σώζωμεν τον αμαρτωλόν. να μη εξισώνωμεν τον αμαρτωλόν με την αμαρτίαν. να μη φονεύωμεν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, αλλά να τον σώζωμεν από την αμαρτίαν. Συγκλονιστικόν παράδειγμα τούτου είναι η επί μοιχεία κατειλημμένη γυνή. Ο πανοικτίρμων Σωτήρ διεχώρισε την αμαρ¬τίαν της γυναικός από την θεοειδή ύπαρξίν της, κατέκρινε την αμαρτίαν και ηλέησε την αμαρτωλόν: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. πορεύου και μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάνν. 4, 11). Αυτή είναι η εις «δόγμα» αναχθείσα μέθοδος της Ορθοδοξίας εις το έργον της σωτηρίας του αμαρτωλού από την αμαρτίαν. αγιοπαραδοσιακή μέθοδος, θεοσόφως ανεπτυγμένη και θεσπισμένη εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπό των Αγίων Πατέρων. Και θεοπνεύστως διατυπωμένη υπό του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Το γαρ καλόν ου καλόν, όταν ου καλώς γένηται».4
Υπό το πρίσμα αυτής της ευαγγελικής και ιεράς ορθοδόξου παραδόσεως είναι αντιευαγγελική και αντίχριστος φρικαλεότης το να φονεύεται ο αμαρτωλός λόγω της αμαρτίας. Εν προκειμένω καμμία ιερά εξέτασις δεν δύναται να ανακηρυχθή ως ιερά. Εν τελευταία αναλύσει, όλοι οι ουμανισμοί φονεύουν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, εξοντώνουν τον άνθρωπον μαζί με την αμαρ¬τίαν. Διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπον, ο Οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου και από την αμαρτίαν, και από τον θάνατον, και από τον διάβολον. Εκείνος που δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι ως εκ τούτου κατά του ανθρώπου. και είναι ως εκ τούτου δολοφόνος του ανθρώπου. και ακόμη είναι ως εκ τούτου και αυτόχειρ. Διότι αφήνει τον άνθρωπον εις την πλήρη εξουσίαν της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, εκ των οποίων μόνον ο Θεάνθρωπος δύναται να τον σώση και κανείς άλλος υπό τον ουρανόν. Μεταχειριζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον τον αμαρτωλόν, ο ουμανιστικός άνθρωπος αναποφεύκτως αυτοκτονεί: φονεύει την ιδίαν την ψυχήν του, παραδίδει τον εαυτόν του εις την κόλασιν, εις αιωνίαν συναναστροφήν με τον διάβολον, αυτόν τον έκπαλαι «ανθρωποκτόνον» (Ιωάνν. 8, 44).

6.    Τί είναι εκείνο το οποίον ο Θεάνθρωπος δίδει εις τον άνθρωπον και το οποίον κανείς άλλος δεν ημπορεί να του δώση; Είναι η νίκη κατά του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, η Αιωνία Ζωή, η Αιωνία Αλήθεια, η Αιωνία Δικαιοσύνη, το Αιώνιον Αγαθόν, η Αιωνία Αγάπη, η Αιωνία Χαρά: όλον το πλήρωμα της Θεότητος και των θείων τελειοτήτων. Ή όπως ο Απόστολος λέγει: ο Θεάνθρωπος δίδει εις τους ανθρώπους «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (1 Κορ. 2,9).
Πράγματι, μόνον Αυτός, ο θαυμαστός Θεάνθρωπος είναι το «εν ου έστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. 10, 42) δια τον άνθρωπον, εις όλους τους κόσμους του και εις κάθε ζωήν του. Δια τούτο μόνον ο Θεάνθρωπος δικαιούται να ζητή από τους ανθρώπους εκείνο το οποίον κανείς άλλος δεν ετόλμησε να ζητήση. Δηλαδή, να Τον αγαπά κάθε άνθρωπος περισσότερον από τους γονείς, από τους αδελφούς, τας αδελφάς, τα τέκνα, τους φίλους, την γην, τους αγγέλους, από οποιονδήποτε και ο,τιδήποτε εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους (Ματθ. 10, 37-39. Λουκ. 14, 26. Ρωμ. 8, 31-39).

7.    Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ’ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήινον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου. Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα. Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον: διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια δε του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα. Διατί; Διότι το ίδιον το δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού. από του βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σαρτρ. Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θύελλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρω¬πον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.

8. Τί είναι ο πυρήν του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου; Η αποθεανθρωποποίησις του ανθρώπου. Αυτό επιδιώκουν όλοι οι ουμανισμοί, ακόμη και οι θρησκευτικοί. Όλοι επαναφέρουν τον άνθρωπον εις την ειδωλολατρίαν, εις την πολυθεΐαν, εις τον διπλούν θάνατον, τον πνευματικόν και τον φυσικόν. Απομακρυνόμενος από τον Θεάνθρωπον, ο κάθε ουμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εις μηδενισμόν. Αυτό δεικνύει η σύγχρονος χρεωκοπία όλων των ουμανισμών, με επί κεφαλής τον παπισμόν, έμμεσον ή άμεσον, εκούσιον ή ακούσιον πατέρα όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών. Η δε χρεωκοπία, η καταστρεπτική χρεωκοπία του παπισμού, έγκειται εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα. Και είναι ακριβώς το δόγμα αυτό το κορύφωμα του μηδενισμού. Δια του δόγματος αυτού ο άνθρωπος της Ευρώπης κατά δογματικώς αποφασιστικόν τρόπον, εκήρυξε το δόγμα της αυταρκείας του ευρωπαίου ανθρώπου και ούτω τελικώς εφανέρωσεν ότι δεν του χρειάζεται ο Θεάνθρωπος και εις την γην δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Ο τοποτηρητής του Χριστού — Vicamus Christi — τον αντικαθιστά πλήρως. Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί, ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός.
Όλοι οι ουμανισμοί του ευρωπαίου ανθρώπου κατ’ ουσίαν δεν είναι άλλο τι ή αδιάκοπος επανάστασις κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Καθ’ όλους τους δυνατούς τρόπους συντελείται Umwertung aller Werie (η ανατροπή όλων των αξιών). ο Θεάνθρωπος παντού αντικαθίσταται υπό του ανθρώπου. εις όλους τους ευρωπαϊκούς θρόνους ενθρονίζεται ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Εντεύθεν και δεν υπάρχει ένας vicarius Christi, αλλά αναρίθμητοι, μόνον με διαφορετικάς στολάς. Διότι, εν τελευταία αναλύσει, δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ανεκηρύχθη αλάθητος ο άνθρωπος γενικώς. Εξ ου και οι αναρίθμητοι πάπαι καθ’ όλην την Ευρώπην, και του Βατικανού και του προτεσταντισμού. Μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά, διότι ο παπισμός είναι ο πρώτος προτεσταντισμός, κατά τους λόγους του οραματιστού της αληθείας Χομιάκωφ.

9. Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρωπίνη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύ¬χθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας - άνθρωπος, κατέλαβε την θέσιν του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και «ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20, 14. 21, 8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και μετ’ αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως, κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον μας ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα-ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία. το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι φευ! η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην. νέα προδοσία του Χριστού. νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, άλλ’ επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις δια το άθλιον γήινον ον, που λέγεται άνθρωπος.

10. Υπάρχει διέξοδος από τας αναριθμήτους αυτάς ουμανιστικάς κολάσεις; Υπάρχει ανάστασις εξ αυτών των αναριθμήτων ευρωπαϊκών τάφων; Υπάρχει φάρμακον δι’ αυτάς τας αναριθμήτους θανατηφόρους νόσους; — Υπάρχει, βεβαίως υπάρχει: η μετάνοια. Αυτή είναι το αιώνιον μήνυμα του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου: «Μετάνοια εις επίγνωσιν αληθείας» (2 Τιμ. 2,25). Άλλως δεν δύναται κανείς να πιστεύη εις το πανσωστικόν Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου: «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω (Μαρκ. 1, 15). Η μετάνοια ενώπιον του Θεανθρώπου είναι το μόνον φάρμακον κατά της αμαρτίας. το μοναδικόν φάρμακον δια πάσαν αμαρτίαν, ακόμη και δια την παναμαρτίαν. Αναμφιβόλως δε, η μετάνοια είναι το φάρμακον και δι’ αυτήν την «παναμαρτίαν» του παπισμού, την περιεχομένην εις το αλαζονικόν δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα, αλλά και δια κάθε αμαρτίαν του κάθε ουμανισμού ιδιαιτέρως και όλων των ουμανισμών μαζί. Ναι, ναι, ναι: από την προσφιλή του παναμαρτίαν του «αλαθήτου» ο ευρωπαίος «αλάθητος» άνθρωπος, ο ευρωπαίος ουμανιστικός άνθρωπος, δύναται να σωθή μόνον δια της ολοκαρδίου και τα πάντα μεταμορφούσης μετανοίας ενώπιον του θαυμαστού και πανευσπλάγχνου και παναγάθου Κυρίου Ιησού Χριστού, του Θεανθρώπου, του μόνου όντως Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους από κάθε αμαρτίαν, από κάθε κακόν, από κάθε κόλασιν, από κάθε διάβολον, από κάθε ουμανιστικόν ορθολογισμόν, και γενικώς από όλας τας αμαρτίας, τας οποίας η ανθρωπίνη φαντασία δύναται να επινοήση.
Δια τους λόγους αυτούς όλοι οι άγιοι, θεοφόροι και θεόφρονες Πατέρες και των επτά αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ανάγουν όλα τα εν τη Εκκλησία του Χριστού προβλήματα εις το πρόβλημα του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού, ως εις την μεγαλυτέραν και την μόνην, την πολυτιμοτάτην αξίαν δια παν ανθρώπινον ον, είτε ευρίσκεται τούτο επί της γης είτε εις άλλον τινά εκ των κόσμων του Θεού. Το χριστολογικόν πρόβλημα είναι το παμπεριεκτικόν πρόβλημά των. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι δι’ αυτούς η μοναδική παναξία της Εκκλησίας του Χριστού εις όλους τους κόσμους. Αδιάκοπον και αιώνιον σύνθημα των είναι: Τα πάντα δώσε δια τον Χριστόν, τον Χριστόν μη δώσης δια τίποτε! Και γύρω από το άγιον σύνθημά των, ηχεί το ασίγητον χαρμόσυνον μήνυμά των: όχι ανθρωπισμός, αλλά θεανθρωπισμός! Όχι άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος! Ο Χριστός προ πάντων και υπεράνω πάντων.    

11. Πώς αισθάνεται ο ορθόδοξος ενώπιον του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού; Όλος παναμαρτωλός: αυτό είναι το αίσθημά του, η στάσις του, ο τρόπος του, ο νους του, ο λόγος του, η συνείδησίς του, η εξομολόγησίς του, αυτός ο ίδιος, ολόκληρος. Αυτό το αίσθημα της προσωπικής παναμαρτωλότητος ενώπιον του Γλυκυτάτου Κυρίου είναι η ψυχή της ψυχής του και η καρδία της καρδίας του. Ρίψατε εν βλέμμα εις τας ευχάς μετανοίας, τας ωδάς, τα τροπάρια, τα στιχηρά, της Δευτέρας και της Τρίτης έστω, εις την Παρακλητικήν και αμέσως θα διαπιστώσετε ότι το αίσθημα αυτό αποτελεί ιερόν χρέος και προσευχητικήν πραγματικότητα παντός ορθοδόξου χριστιανού ανεξαιρέτως. Εις αυτό προπορεύονται και μας οδηγούν πάντοτε οι αθάνατοι παιδαγωγοί μας, οι άγιοι Πατέρες. Ας ενθυμηθώμεν τουλάχιστον δύο από αυτούς: τον άγιον Δαμασκηνόν και τον άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον. Η αγιότης των είναι αναμφιβόλως χερουβική. η προσευχή των ασφαλώς σεραφική. εν τούτοις, οι ίδιοι έχουν μίαν πλήρη αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής των παναμαρτωλότητος και συγχρόνως μίαν βαθυτάτην διάθεσιν μετανοίας. Αυτή είναι η βιωματική αντινομία της ορθοδόξου, ευαγγελικής, αποστολικής πίστεώς μας και της ταπεινοφροσύνης μας εν τη πίστει αυτή.
Ο «αλάθητος» άνθρωπος, και απέναντί του ο «πανα¬μαρτωλός» άνθρωπος. η ταπεινοφροσύνη από το ένα μέρος και η υψηλοφροσύνη από το άλλο. Η απαράμιλλος αηδών του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου, ο άγιος Χρυσόστομος ευαγγελίζεται: «Θεμέλιός εστι της καθ’ ημάς φιλοσοφίας η ταπεινοφροσύνη»5. Η ταπεινοφροσύνη είναι το θεμέλιον της φιλοσοφίας μας περί της ζωής και του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητος, περί του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας. Ενώ θεμέλιον παντός ουμανισμού, ακόμη και εκείνου του αναχθέντος εις δόγμα, είναι η υψηλοφροσύνη, η πίστις εις τον λόγον του ανθρώπου, εις τον νουν και την λογικήν του. Η υψηλοφροσύνη είναι η ανίατος νόσος του νου του διαβόλου. Εντός της ευρίσκονται και εξ αυτής πηγάζουν όλα τα λοιπά διαβολικά κακά. Ενώ η ταπεινοφροσύνη μας διδάσκει να αναθέτωμεν την ελπίδα μας και να έχωμεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον άγιον, καθολικόν, θεανθρώπινον νουν της Εκκλησίας, τον «νουν Χριστού». «Ημείς νουν Χριστού έχομεν» (1 Κορ. 2, 16). Ημείς εν τω θεανθρωπίνω σώματι του Χριστού, τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εις την οποίαν ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το παν: και η κεφαλή και το σώμα και η ζωή και η αλήθεια και η αγάπη και η δικαιοσύνη και ο χρόνος και η αιωνιότης. αλλά και ημείς δια της πίστεως εις Αυτόν και της εν Αυτώ ζωής (Εφ. 4,11-21). Διότι «τα πάντα δι’ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται. και Αυτός εστι προ πάντων και τα πάντα εν Αυτώ συνέστηκε. και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, ίνα γένηται εν πάσιν Αυτός πρωτεύων» (Κολ. 1, 16-18). Αυτός, ο Θεάνθρωπος, και όχι ένας άνθρωπος, οποιοσδήποτε και αν είναι.


1. Παρά Γρηγορίω Θεολόγω, PG 36, 506.
2. Βλ. Νεκρώσιμον Ακολουθίαν: «...εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε».
3. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 3, 1. PG 94, 984.
4. Συμεών του Ν. Θεολόγου, Λόγος 18 και 68 (έκδ. Ζαγοραίου, Σμύρνη 1886, σ. 105 και 364).
5. Ιωάννου Χρυσοστόμου, PG 51, 312.

ΠΗΓΗ: “Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
    ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”
    ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
    ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
    ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974