Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Κυριακή Α¨Λουκά-Γιατί οι άνθρωποι μας προκαλούν λύπη; π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός




«Ἕκρινα δέ ἐμαυτῷ τοῦτο, τό μή πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς. Εἰ γάρ ἐγώ λυπῶ ὑμᾶς, καί τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μή ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;... ᾯ δέ τι χαρίζεσθε, καί ἐγώ. Καί γάρ ἐγώ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι’ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, ἵνα μή πλεονεκτηθῶμεν ὑπό τοῦ σατανᾶ. Οὐ γάρ αὐτοῦ τά νοήματα ἀγνοοῦμεν» (Β’ Κορ. 2, 1-2 και 10-11)
«Γι’ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα έρθω ξανά κοντά σας. Γιατί αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ... Σε όποιον εσείς συγχωρείτε κάτι, συγχωρώ κι εγώ. Γιατί κι εγώ, ό,τι έχω συγχωρήσει-αν υπήρχε κάτι να συγχωρήσω-το έκανα για χάρη σας ενώπιον του Χριστού. Έτσι, δε θα βγει κερδισμένος από μας ο σατανάς. Γνωρίζουμε καλά τις επιδιώξεις του».
  Σύνηθες φαινόμενο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η λύπη. Δεν μιλούμε για λύπη που πηγάζει από την φυσική μας φθορά, την αρρώστια, τον πόνο, τον θάνατο. Συνειδητά ή ασυνείδητα πράξεις, συμπεριφορές, χαρακτήρες γεννούν συναισθήματα λύπης, άλλοτε επιφανειακής, άλλοτε βαθιάς στις καρδιές μας. Συνήθως η λύπη έρχεται όταν ο άλλος δεν συμμερίζεται τις επιδιώξεις, τις ιδέες, τον τρόπο που θέλουμε να προχωρήσουμε στην ζωή. Διότι η λύπη έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αγαπούμε και νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Αυτοί που δεν μας ενδιαφέρουν, ακόμη κι αν μας στενοχωρήσουν για κάτι, δεν ανοίγουν τον δρόμο ώστε η λύπη να εισχωρήσει στην καρδιά μας, να κρατήσει. Λύπη υπάρχει όπου υπάρχει αγάπη ή όπου θα θέλαμε να υπάρχει αγάπη.

  Λύπη υπάρχει και όπου υπάρχει ματαιωμένο συμφέρον. Είναι λεπτή στην ψυχή η σύνδεση του συμφέροντος με την αγάπη. Αγαπούμε αυτούς που, εκτός από την ανταπόδοση της αγάπης, εξυπηρετούν και τα συμφέροντά μας. Κατά βάθος, συχνά το συμφέρον βαφτίζεται αγάπη και απαίτηση από τον άλλον, με αποτέλεσμα να έρχεται έντονη η λύπη. Είναι δύσκολο στα ανθρώπινα να βρούμε αγάπη ανιδιοτελή. Έχουμε όμως την ιδέα ότι εμείς αγαπούμε έτσι και περιμένουμε ανταπόδοση και γι’ αυτό πικραινόμαστε. Κάθε ίχνος όμως προσδοκίας από την αγάπη, δείχνει ότι η ανιδιοτέλεια δεν έχει κατορθωθεί. Γι’ αυτό και η λύπη.

  Στην εκκλησιαστική ζωή οι ανθρώπινες σχέσεις δεν διαφέρουν από τους άλλους χώρους. Μολονότι η αγάπη είναι η κυρίαρχη εντολή, μολονότι το πρότυπο του Θεανθρώπου Χριστού είναι ακριβώς το πρότυπο της ανιδιοτελούς αγάπης, οι μικρότητες των καρδιών μας, οι ατέλειές μας, γεννούν λύπες. Παραπικρασμούς. Λογισμούς εις βάρος των άλλων. Ένα αίσθημα αυτοδικαίωσης. Εγώ αγαπώ, γιατί
οι άλλοι δεν με αγαπούν; Εγώ έχω ανάγκη, γιατί οι άλλοι δεν την ικανοποιούν; Εγώ παραδέχομαι την αδυναμία μου, οι άλλοι γιατί δεν σπεύδουν να με στηρίξουν σ’ αυτήν; Η λύπη έρχεται επειδή περιμένουμε πάλι από τους άλλους να είναι σωστοί έναντί μας, να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού, να καταστήσουν την Εκκλησία κοινότητα τελείων και αγίων. Μια ματιά εντός μας θα μας έδειχνε ότι η αφετηρία της λύπης βρίσκεται εντός μας, στην δική μας ατέλεια, που όμως δεν γίνεται ταπείνωση, αλλά απαίτηση.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, επισημαίνει ότι δεν βιάζεται να τους επισκεφθεί, διότι νιώθει ότι η παρουσία του θα τους φέρει λύπη, καθώς οι Κορίνθιοι βρίσκονται σε σύγχυση. Κάποιοι χριστιανοί ιεραπόστολοι έχουν έρθει στην Κόρινθο και με το κήρυγμά τους ενέσπειραν σύγχυση, αμφισβητώντας την πίστη που ο Παύλος τους μετέφερε, ιδίως στο ζήτημα της τήρησης του μωσαϊκού νόμου. Σ’ αυτήν την αναστάτωση, ενώ θα περίμενε κάποιος ο Παύλος να πάει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, εντούτοις διαπιστώνει ότι ο απόστολος βλέπει ότι η παρουσία του θα φέρει λύπη στις καρδιές των ανθρώπων, διότι θα τους αναγκάσει να πάρουν θέση. Θα τους αναγκάσει να μαλώσουν. Δεν θα επιφέρει ενότητα αλλά διχόνοια. Προτιμά λοιπόν να γράψει στους Κορινθίους, ώστε να τους δώσει τον χρόνο να σκεφτούν τι έχει συμβεί και πού έγκειται η αλήθεια, όχι όμως να τους λυγίσει συναισθηματικά με την παρουσία του ως πατέρα που αναγκάζει τα παιδιά του να τον ικανοποιήσουν.

Η λύπη δεν διορθώνεται με τον εξαναγκασμό, με το ζόρι, αλλά φεύγει από την καρδιά μας εν ελευθερία. Όταν κατανοήσουμε τι την προκάλεσε. Όταν κάνουμε την αυτοκριτική μας. Όταν διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούν τα πράγματα να πορεύονται κατά το συμφέρον μας, ενώ και οι άνθρωποι δεν είναι όπως τους θέλουμε. Δεν μπορούμε να τους εξαναγκάσουμε να φερθούν κατά πώς κρίνουμε εμείς ότι είναι το σωστό. Είναι επώδυνο να μπορείς να πιέσεις τον άλλον, να μπορείς να τον υποχρεώσεις να κάνει αυτό που εσύ νομίζεις ως σωστό, να σου ανταποδώσει αυτό που του προσφέρεις και να μην ασκείς την εξουσία σου. Κατανοείς ότι μπορεί να μην δικαιωθεί η στάση σου ποτέ. Γνωρίζεις όμως ότι πάνω από την δύναμη της επιβολής, υπάρχει η αναμονή και η υπομονή της ελευθερίας του άλλου. Δεν πρέπει ο άλλος να μένει χωρίς νουθεσία. Δεν πρέπει όμως και να εξαναγκάζεται να ακολουθεί τον δρόμο που εμείς γνωρίζουμε ότι είναι σωστός, αλλά που θα του επιφέρει λύπη.


Η λύπη που οι άλλοι μας προκαλούν βρίσκει ίαση όταν συγχωρούμε. Όταν τους δίνουμε τον χρόνο που χρειάζονται για να δούνε την αλήθεια, αλλά και όταν έχουμε πάρει την απόφαση να μην επιτρέψουμε στον σατανά, τον πατέρα της λύπης, της διχόνοιας, της ακαταστασίας να κυριαρχήσει. Η δική μας καρδιά είναι το κέντρο. Ας αντιτάξουμε τον σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, την συγχώρηση, την υπομονή, κυρίως όμως την επίγνωση της αλήθειας, όπως και των ορίων μας. Με ταπείνωση ας μάθουμε να περιμένουμε. Και ας μην αφήνουμε στους λογισμούς της λύπης, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με την αυτοδικαίωσή μας να κυριαρχούν στην καρδιά μας. Στον αγώνα αυτό η δική μας σχέση με τον Χριστό και το ήθος της Εκκλησίας είναι η βάση.
Η αγάπη ξέρει να περιμένει!

«Κοινωνία της Μοναξιάς»- ένα οξύμωρο σχήμα «Απρόσωπη σύνταξη», ένα πρόβλημα ανθρώπινης προσέγγισης (Σαράντος Ι. Καργάκος, συγγραφέας – Ιστορικός).

 


 «Κοινωνία της Μοναξιάς»- ένα οξύμωρο σχήμα, που, επειδή είναι μια πραγματικότητα, εκφράζει με παραστατικότητα το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας. Δείχνει το μεγάλο μας «κατόρθωμα» να ενώσουμε δυο λέξεις με τόσο διαφορετικό νόημα: την κοινωνία, που σημαίνει επικοινωνία, και τη μοναξιά που σημαίνει απομόνωση, αποξένωση, έλλειψη επικοινωνίας. Έτσι αυτό που σήμερα ονομάζουμε κοινωνία, από σύνολο συνδεομένων λειτουργικά ανθρώπων, γίνεται σύνολο μοναξιάς. Ρίξαμε το καράβι της ανθρωπιάς στα βράχια κάποιου έρημου νησιού. Δεν επικοινωνούμε με ανθρώπινο τρόπο ούτε και στην έχθρα μας. Αντιπαθούμε τους συνανθρώπους μας όχι γι’ αυτό που είναι αλλά γι’ αυτό που είμαστε. Σκεπτόμαστε το διπλανό μας, μόνο όταν τον ζηλεύουμε και τον φθονούμε. Ο λόγος μας έχασε την επικοινωνιακή, συνδετική λειτουργία του. Ένα απλό «δυστυχώς» δε σημαίνει απόκριση και ανταπόκριση.«Γείτονα έχεις, Θεόν έχεις», έλεγαν παλιά.

 Σήμερα πια δεν έχουμε γείτονες, έχουμε συνοίκους. Κι ο Θεός φαίνεται δεν αντέχει μέσα στο συνωστισμό τού συνοικισμού, όπου οι άνθρωποι είναι πολλοί και η επικοινωνία λίγη. Αυτό φέρνει το θάνατο της ψυχής, ένα θάνατο διαφορετικό από το φυσικό, αλλά ανεπανόρθωτο, όπως κάθε θάνατος. Κι όμως στην πολιτισμένη κοινωνία μας υπάρχει περίθαλψη. Όντως, στα νοσοκομεία, στα νηπιαγωγεία, στα γηροκομεία παρέχεται φροντίδα, μα όχι αγάπη. Στις αποσκευές μας δεν υπάρχει χώρος για ένα τόσο μεγάλο φορτίο. Κι όμως κάπου πρέπει να συναντηθούμε. Όλοι μας είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό κι όλοι μας κάποτε θα ξαναγίνουμε αυτό που ήμαστε προτού γίνουμε ό,τι είμαστε τώρα. Αυτό το μήνυμα πέρασε στο τραγούδι «Είμαστε όλοι μας νερό» (We realle water) ο Τζων Λέννον (John Lennon): Γι’ αυτό είναι εύκολο να συναντηθούμε. Είμαστε όλοι μας νερό σ’ αυτό τον πλατύ ωκεανό και κάποια μέρα μαζί θα εξατμιστούμε.

 Προς το παρόν αυτό που εξατμίζεται είναι το συναίσθημα κι αυτό είναι που κάνει στεγνές τις ψυχές των νέων. Χαρακτηριστικό της σημερινής νεολαίας είναι η μελαγχολία, που τσακίζει τα φτερά της ψυχής. Έτσι οι νέοι αντί ν’ ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν ψηλά, περιορίζονται σ’ ένα στενό χώρο προβληματισμού και αδιεξόδου, με αποτέλεσμα τις φοβερές ανησυχίες για το αύριο. Και καθώς η νεολαία πιέζεται, συμπιέζεται, καταπιέζεται από κάθε λογής καταστάσεις, ξεσπάει, μην αντέχοντας τη συσσώρευση τόσων ανάμικτων συναισθημάτων, με χαρακτηριστικές εκδηλώσεις την εγκατάλειψη του σπιτιού ή τη φυγή σε πιο αποφασιστικές για την καταστροφή «λύσεις», όπως τα ναρκωτικά και η αυτοκτονία.

  Στις μέρες μας η αυτοκτονία, ως απόπειρα να κατορθωθεί το ακατόρθωτο, ως
διαμαρτυρία σε κάποια ανέλπιστη διάψευση ή ως έκφραση απόγνωσης απέναντι σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, έχει γίνει πια συρμός. Ο άνθρωπος που αφήνει αυτή τη ζωή, γιατί του λείπει ένας λόγος αγάπης ή ένα βλέμμα ανθρωπιάς, ενδιαφέρει μόνο το νεκροτομείο ή το αστυνομικό δελτίο. Η εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης από εφήβους, που δραπετεύουν από ένα χώρο που δεν τους «αγγίζει» ψυχικά, έχει καταλήξει καθημερινή είδηση στις εφημερίδες ή τελευταία είδηση στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Ο ψυχαναλυτής και το ψυχοθεραπευτικό παρασκεύασμα θεωρούνται πανάκεια για την επανεύρεση της ψυχικής μας ισορροπίας. Τα ναρκωτικά εξαπλώνονται όλο και περισσότερο και κατατρώνε σαν το σαράκι το σώμα και την ψυχή των νέων μας. Η επιζήτηση της ευκολίας έκανε άχρωμη κι ανούσια τη ζωή μας. Προτιμάμε το τηλέφωνο από τον άμεσο διάλογο, το βίντεο από τον κινηματογράφο, το αυτοκίνητο από τον περίπατο, το «γουόκμαν» από τη συναυλία. Είναι αντιληπτό πια —όσο ποτέ άλλοτε— ότι φυσάει ο παγερός άνεμος της μόνωσης.

  Σήμερα, η εναντίωση είναι κανόνας ζωής. Όλοι εναντίον όλων και ο καθένας για τον εαυτό του. Ένα ηθικό ξεχαρβάλωμα έκανε τη θηριωδία στάση ζωής. Κλεινόμαστε σαν το μεταξοσκώληκα στο κουκούλι μας, σε μια αψυχολόγητη προσπάθεια αυτοπροστασίας, μα τελικά αυτό που κατορθώνουμε είναι η απογύμνωση, η ερημιά, η στέγνα. 
«Αδυναμία και μοναξιά. Αυτά είναι όλα που μου απόμειναν στα γηρατειά», λέει μια τραγική μορφή του Σοφοκλή. Σήμερα, η αδυναμία και η μοναξιά είναι κλήρος όλων μας, νέων και γέρων. Κι αυτό με δική μας ευθύνη. Δεν απλώνουμε το χέρι, γιατί φοβόμαστε μη μας το πάρουνε. Δε γελάμε πια· μόνο καγχάζουμε. Το χαμόγελο έγινε πικρός μορφασμός, μια γκριμάτσα που παραμορφώνει το πρόσωπο, καθρεφτίζοντας την παραμορφωμένη ψυχή μας. Ο λόγος μας ένας πνιγμένος ήχος, που βεβαιώνει πως, ίσως, έχουμε πολλά να πούμε, μα δε λέμε τίποτα. Η κουβέντα μας πάγωσε κι έγινε πέτρα στην ψυχή μας. Κι αυτό που μένει πάντα είναι η απόλυτη σιωπή. Όχι εκείνη η απαλή, ερωτική σιωπή της νύχτας, αλλά μια αρρωστημένη σιωπή, νεκρική σιωπή, σιωπή του τάφου.

  Είναι, αναντίρρητα, ο ρυθμός και η ένταση της καθημερινής ζωής, που γεμίζοντας τον άνθρωπο με περιττές μέριμνες, παγιδεύοντας τον μέσα σε πολυάριθμες και χωρίς νόημα συμβάσεις, τον κάνει να νιώθει πως ενώ διαγωνίζεται την κάθε στιγμή με χιλιάδες ανθρώπους, είναι τόσο έρημος, όσο και οι κάκτοι στην έρημο του Μεξικού. Μόνο που εκείνοι μια φορά στα επτά χρόνια ανθοβολούν. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει προοπτική ανθοβολήματος. Η μέρα του είναι γεμάτη έγνοιες κι η νύχτα του γεμάτη εφιάλτες. Ούτε χώρος ούτε χρόνος υπάρχει για πραγματικές φιλίες και ουσιαστικούς δεσμούς. Κι όμως η συκιά καρποφορεί, αρκεί να την κοιτάξεις, λένε οι Άραβες με την παλιά τους σοφία.

 Σήμερα, όμως, αποφεύγουμε να κοιταχτούμε, αν εξαιρέσουμε τις στιγμές του μίσους. Έτσι δημιουργούμε ένα καθεστώς συμπαγούς σκληρότητας. Πνιγόμαστε μέσα στα δίκτυα θεσμών και τύπων, κρεμόμαστε από τ’ άγκιστρα της συμβατικότητας, που έχει αποξηράνει κάθε ικμάδα αυθεντικής ζωής. Ματαιοδοξίες, ματαιολογίες, άχρηστες ενασχολήσεις εγκλωβίζουν τη ζωή μας. Κι ο κλοιός κάθε μέρα στενεύει κι εμείς ασφυκτιούμε μ’ έναν κόμπο οδύνης στο λαιμό και μια γεύση στυφή από την πολλή ματαιότητα στα χείλη. Άλλοτε ένας άγνωστος διαβάτης έβρισκε την πόρτα και την καρδιά ανοιχτή. Τώρα η επίσκεψη γίνεται ύστερ’ από προειδοποίηση. Για να φορέσουμε το καλό μας πρόσωπο! Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο συνάνθρωπο, γιατί δεν έχουμε ούτε στον εαυτό μας. Κλειδωνόμαστε, κλειδαμπαρωνόμαστε, βάζουμε συστήματα συναγερμού, απαγορεύουμε στο παιδί μας —το ακόμα ανυποψίαστο— ν’ ανοίξει την πόρτα, να μιλά σε αγνώστους, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι περιφρουρούμε την ασφάλεια μας και ως ένα βαθμό την περιφρουρούμε, εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα. Ένα όμως είναι βέβαιο: στεκόμαστε στο ακρόχειλο της αβύσσου και φοβόμαστε μη μας σπρώξει κάποιος, ενώ στο βάθος το εσωτερικό μας κενό είναι τέτοιο που καταντά αδύνατο να κρατήσουμε την εσωτερική μας ισορροπία.

  Αντιμετωπίζουμε, ίσως πρώτη φορά σε τόση έκταση, μια κατάσταση ιδιόμορφης σχιζοφρένειας. Το μυαλό μας είναι «σχισμένο» σε δυο όψεις, όπως το κεφάλι του Ιανού. Το λεγόμενο «κοινωνικό στήσιμο» μας επιβάλλει να δείχνουμε την «καλή» του όψη, ενώ τα συμφέροντά μας να δείχνουμε την κακή. Κάπου, αν υπάρξει πίεση μεγάλη, το «φράγμα» ανάμεσα στις δυο όψεις σπάει και δημιουργείται μια διανοητική σύγχυση, που ξεσπά με λύσσα σε ωμές και αποτροπιαστικές πράξεις. Κάποιοι, για να προλάβουν τη ρήξη του τοιχώματος, καταφεύγουν στη λύση του αλκοόλ και των παραισθησιογόνων, που τους μεταφέρουν έξω από τον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας, που τους διχάζει.

  Πού άλλωστε να βρει μέρος να στεριώσει και να φιλιωθεί μ’ ένα χώρο ο σύγχρονος άνθρωπος; Οι πόλεις και τα σπίτια καθημερινά αλλάζουν πρόσωπο. Υποβάλλονται σ’ ένα πολεοδομικό «λίφτινγκ». Τίποτα δεν προφταίνει να του γίνει οικείο- ούτε η οικία του. Η πολυκατοικία είναι κέντρο διερχομένων, όγκος άψυχων υλικών. Ο ένοικος δεν εξουσιάζει το διαμέρισμά του- του παραδίνεται. Οι δρόμοι έπαψαν πια να έχουν «τη δική τους ιστορία». Οι τοίχοι μεταβλήθηκαν σε τείχη. Οι σχέσεις των συγκατοίκων έγιναν επίπεδα, όπως τα πατώματα των ορόφων. Οι διάλογοι αφορούν —κυρίως— στα κοινόχρηστα. Η αναγκαστική «καλημέρα του ασανσέρ» δε διορθώνει τίποτα. Αναζητούμε διέξοδο κι όλο μπλεκόμαστε στο αδιέξοδο. Κοιτάζουμε από τα παράθυρα τη λάβα του τσιμέντου και λιώνουμε μέσα της. Η σύγχρονη πόλη μας θάβει.

  Μα το κακό ολοένα προχωράει. Η προπαγάνδα -πολιτική, κοινωνική, εμπορική- μοιάζει με σκληρό σφυροκόπημα και προσπαθεί να μας επιβάλει ένα προϊόν: μια πίστη, μια ιδέα, μια οργάνωση, ένα καθεστώς, μια γραβάτα, που κι αυτή πνίγει. Όλοι οι τρόποι επικοινωνίας, ο άμεσος λόγος, το ραδιόφωνο, ο τύπος, η τηλεόραση λειτουργούν σαν μεταμόσχευση νωτιαίου μυελού. Ο χώρος που απομένει στο μυαλό μας από την καθημερινή φροντίδα, καλύπτεται από το σύνθημα. Ο άνθρωπος δεν έχει δυνατότητα να συλλογιστεί, να κοιτάξει ο ίδιος τον εαυτό του, να φιλοσοφήσει, να αισθανθεί, να τραγουδήσει. Ακόμη και το τραγούδι προσφέρεται έτοιμο.

  Τελικά συμβαίνει να μην υπάρχει άνθρωπος, ενώ υπάρχουν άνθρωποι. Ο καθένας μας είναι μια σύμπτωση ανάμεσα σ’ εκατομμύρια άλλες συμπτώσεις. Δεν πιστεύουμε πια στην αξία του ανθρώπου. Όταν λέμε τιμή, δεν εννοούμε την τιμή του αλλά το πόσο πουλιέται. Έτσι ο άνθρωπος συγκαταλέγεται στην κατηγορία των πραγμάτων. Δεν είναι επώνυμη υπόσταση, με προσωπική ιστορία και ιδιαιτερότητα, αλλά μονάδα ενός ομοιογενούς συνόλου μ’ ένα μόνο χαρακτηριστικό: την απροσωπία. Όλοι τοποθετούνται στον κόσμο της «απρόσωπης σύνταξης».
 Είναι γεγονός πως ζούμε σ’ έναν άφιλο κόσμο. Χιλιάδες γυάλινα μάτια μας κοιτούν. Δεν υπάρχουν φίλοι-υπάρχουν γνωστοί. Αυτοί οι τυπικοί γνώριμοι μπορεί να μας εξυπηρετούν, δεν μπορούν όμως να γεμίσουν το κενό της μοναξιάς. Τα πρόσωπα σήμερα είναι επαγγελματικές κατηγορίες, πολιτικές παρατάξεις, τυπολογικές έννοιες, που σχετίζονται μεταξύ τους στιγμιαία κι εξωτερικά, με το «δούναι και λαβείν» της καθημερινής συναλλαγής κι όχι μόνιμα, σταθερά, συναισθηματικά με την καθαυτό ανθρώπινη προσωπική τους διάσταση. Ο άλλος μας πιέζει κι εμείς νιώθουμε την απουσία του.

  Ωστόσο, περ’ από την αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, υπάρχει πάντα κι η αποξένωση από τον εαυτό του. Αυτή η βαθιά διάβρωση αλλοτριώνει, εντείνει κι επιτείνει το υπαρξιακό κενό. Η μόνωση είναι κυρίως μια εσωτερική απουσία. Όσοι δε χάρηκαν την ευδοκία της εσωτερικής ζωής, όσοι δε συνομίλησαν με τον εαυτό τους, όσοι υπηρέτησαν τη σύμβαση χωρίς ν’ ανησυχήσουν, χωρίς ν’ αγρυπνήσουν, θα ένιωσαν σίγουρα τον τρόμο του κενού. Η γλώσσα της σιωπής είναι πραγματικά μια βελούδινη γλώσσα, που κάποτε λυτρώνει κατεβάζοντας τον άνθρωπο από το ύψος που φέρνει ίλιγγο, στο βάθος που φέρνει τη γαλήνη. Παρ’ όλα αυτά, κάποια νωθρά πνεύματα και άδειες ψυχές, προσμένουν να τις γεμίσει η παρουσία ενός άλλου, ενώ κι ο άλλος είναι μια άδεια ψυχή, ανίκανη να συντηρήσει τον εαυτό της και πολύ περισσότερο να δοθεί.


Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχουν Ροβινσώνες σε κάποια απομακρυσμένα νησιά. Υπάρχουν, όμως οι Ροβινσώνες των πολυάνθρωπων πόλεων. Αυτοί έχουν περισσότερο κι από το ναυαγό την ανάγκη από ένα απαλό, γεμάτο αγάπη χέρι, που θα τους χαρίσει ένα χάδι, έτσι αυθόρμητα, χωρίς υπολογισμούς. Η κοινωνία μας κολυμπάει στη θάλασσα της μοναξιάς. Ζούμε σαν ναυαγοί κι αναζητούμε σανίδα σωτηρίας. Γύρω μας αναρίθμητα συντρίμμια, μα κανένα αποκούμπι. Κι όταν εμείς αποφασίζουμε να ζητήσουμε βοήθεια, να «εκπέμψουμε S.O.S.» —όπως γράφουν οι νεαροί στους τοίχους της Αθήνας- θ’ αντιληφθούμε έκπληκτοι ότι κι ο άλλος, απ’ τον οποίο αποτραβηχτήκαμε, έχει την ανάγκη μας. Μένει ν’ αποφασίσουμε, αν θ’ απλώσουμε τα χέρια.

  Ίσως ήρθε ο καιρός να καταλάβουμε πως παρατράβηξε το περιστατικό του Οδυσσέα. Βουλώνουμε τ’ αυτιά μας με κερί, για να μην ακούμε- ούτε κι ο άλλος, όμως, μας ακούει. Είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας να μαζέψουμε τ’ αγκάθια μας -που τα ορθώσαμε σαν τους σκαντζόχοιρους—, γιατί, όταν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο πληγωνόμαστε και όταν απομακρυνόμαστε παγώνουμε. Δεν είμαστε, βέβαια, ναυαγοί σε κάποιο έρημο νησί. Αλλά αυτό δεν κάνει καλύτερη τη θέση μας. Εκείνοι, τουλάχιστον, μπορούν ν’ ατενίζουν το πέλαγος και να ελπίζουν. Η δική μας ματιά κόβεται στ’ απέναντι ντουβάρια. Μπορεί να μην κλείνουμε στο μπουκάλι μηνύματα, κλείνουμε όμως σε μπουκάλια τις ελπίδες μας. Ο ναυαγός θα χαιρετήσει και θα μιλήσει με το θαλασσοπούλι, που θα περάσει έτσι απρόσμενα, χωρίς να το καλέσει. Εμείς, όμως, αν δε συνειδητοποιήσουμε πως είναι δική μας ευθύνη να μάθουμε ν’ αγαπάμε, θα καταδικάσουμε -ακούσια ίσως- την ψυχή μας να μείνει για πάντα έρημη — σαν έρημη πλατεία την ώρα της βροχής.

Αυτό που πρέπει να προσπαθήσουμε στο μέλλον είναι να δημιουργήσουμε και να δημιουργηθούμε. Όχι να μας δημιουργήσουν. Κάποτε πρέπει να νιώσουμε πως έκφραση υψηλής πολιτικής είναι να φυτεύεις λουλούδια. Κι όχι μόνο στο χώμα αλλά και στο χώρο της ψυχής.
11 Μαρτίου 1988

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄, GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Το άγριο και το Άγιο Πνεύμα…


Εκείνος περίπου 80χρονος κι εκείνη περίπου 25χρονη. Εκείνη καθηγήτρια της ιστορίας σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας κι εκείνος μόλις απόφοιτος της Βας Δημοτικού. Εκείνη παντελώς άθεη- ή για την ακρίβεια μηδενίστρια-κι εκείνος-σοφός μέσα στην αγραμματοσύνη του-φώτιζε, δρόσιζε και πότιζε τα κοπάδια των ανθρώπων, που τον επισκέπτονταν στο Μήλεσι της Αττικής. Όπου κι εκείνη, αναζητώντας, μέσα στα σκοτάδια της πολυγνωσίας της, τη διέξοδο κάποιου κεριού, οδηγείται στο ερημητήριό του, όπως η Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ.
 Η έξοδός της απ’ το κελί, μετά τη συνομιλία τους, επισφραγίστηκε με δάκρυα ευτυχίας. Διαμαρτυρήθηκε  στη σύνοδό της, που της είχε πει ότι ο Γέροντας, που τόση ώρα της μιλούσε στα γαλλικά, δεν γνωρίζει ούτε λέξη από τη γαλλική γλώσσα. Και οι παρευρισκόμενοι έμειναν κατάπληκτοι, όταν  άκουσαν ότι και η Γαλλίδα, που ο Γέροντας την άκουγε να του μιλάει ελληνικά δεν γνώριζε  ούτε κι αυτή ελληνικά.
 Δεν τα πιστεύετε; Δικαίωμά σας. Επιτρέψτε μου όμως να σας πω ότι πρόκειται για το Άγιο Πορφύριο, που, σαν τον Τειρεσία, τυφλός στα γεράματά του έβλεπε το καθετί, σαν μέσα σε μια σπιθαμή νερού. Και πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε το θαύμα της Πεντηκοστής. Τότε που οι μαθητές του Χριστού μιλούσαν στην μοναδική γλώσσα που γνώριζαν-εβραϊκή ή αραμαϊκή-κι εκείνοι, που δεν γνώριζαν αυτή τη γλώσσα, άκουγαν ο καθένας να τους μιλούν στις πολλές και διάφορες δικές τους γλώσσες.
Και το περιστατικό αυτό δεν είναι το μοναδικό στις μέρες μας. Διηγείται κάποιος παπάς: Μιλούσαν ιδιαιτέρως ο Άγιος Παΐσιος, μ’ έναν Γάλλο, που δεν γνώριζε ελληνικά. Και μετά ένα τέταρτο συζήτησης ο Γάλλος έφυγε χαρούμενος….
Και, βέβαια, πρόκειται για τη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν, που μίλησε ο άνθρωπος, όταν ήταν στον Παράδεισο. Αυτήν που μιλούν οι άγιοι σε κάθε εποχή. Και με την οποία όχι μόνο με όλους τους ανθρώπους μπορούν να συνεννοηθούν, αλλά κόμη και με τα ζώα και τ’ άψυχα.
Βέβαια κάποιοι θα μας πουν ότι το θαύμα αυτό στις μέρες μας έγινε, χάρη στην προηγμένη τεχνολογία, πεζή πραγματικότητα, στα διάφορα διεθνή συνέδρια. Όπου τα λεγόμενα του καθενός ομιλητή μεταφράζονται αυτόματα σε άλλες γλώσσες, που γνωρίζουν οι ακροατές.
 Όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Οι άνθρωποι των διαφόρων συνεδρίων, παρότι καταλαβαίνουν τα λεγόμενα των συνομιλητών τους, δεν μπορούν εντούτοις να συνεννοηθούν.
Και γιατί συμβαίνει αυτό; Πώς, δηλαδή, συμβαίνει οι άγιοι να συνεννοούνται ακόμη και με τα ζώα και τ’ άψυχα κι εμείς να μη μπορούμε ούτε με τους συνανθρώπους μας να συνεννοηθούμε;
Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, πολύ απλό. Γιατί η γλώσσα δεν βρίσκεται στο στόμα μας αλλά στην καρδιά μας. Οι άγιοι συνεννοούνται με τα ζώα και τ’ άψυχα, γιατί γνωρίζουν και μιλούν τη γλώσσα της αγάπης. Γιατί όλοι και όλα σε τελική
ανάλυση αναπαύονται και ειρηνεύουν με τη γλώσσα της αγάπης.
Οι άνθρωποι έπαψαν να συνεννοούνται, όχι όταν κομματιάστηκε σε διάφορα γλωσσικά ιδιώματα ο προφορικός τους λόγος, αλλά όταν κομματιάστηκε, απ’ την αλαζονεία και την απληστία, η γλώσσα της καρδιάς τους. Και αυτό ακριβώς υπονοεί η διήγηση σχετικά με τον Πύργο της Βαβέλ:
Γιατί η γλώσσα της Βαβέλ εκφράζει την εωσφορική επιβολή  και την τιτανική αλαζονεία. Με την οποία ο άνθρωπος θέλει, όχι μόνο να φτάσει το Θεό αλλά και να τον εξοβελίσει. Πρόκειται για τη γλώσσα του δεσποτισμού και της τυραννίας. Που χρησιμοποιούν αυτοί, που κατακερματίζουν την κοινωνία και την  Εκκλησία. Και μας καλούν κάθε φορά να  επικροτήσουμε και χειροκροτήσουμε αυτούς και της γλώσσα τους. Ή μάλλον πιο σωστά τη σύγχυση και τη σκοτοδίνη τους.
Είναι η  γλώσσα που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση χρησιμοποίησαν στη Σερβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία και στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας, αυτόν τον καιρό, οι ΝΑΤΟϊκοί και οι Τούρκοι.  Και που καθόλου δεν τους αρέσει να την μιλούν οι άλλοι σ’ αυτούς. Γιατί, όταν την μιλούν αυτοί στους άλλους, τη λένε γλώσσα της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Ενώ όταν οι άλλοι τη μιλούν σ’ αυτούς, τη λένε γλώσσα της τρομοκρατίας.
Κι αυτή τη γλώσσα, δυστυχώς,  χρησιμοποιούμε, στη συντριπτική πλειονότητά μας, όλοι οι άνθρωποι: Τη γλώσσα, που μας εμπνέει τη διάθεση να γελούμε στον πόνο των άλλων. Κι όταν εκείνοι ζητούν ψωμί και αγάπη, εμείς να τους προσφέρουμε μίσος, μαχαίρι και θάνατο. Κι όμως…
Όλοι μας θέλουμε να μας αγαπούν οι άλλοι. Και στις δύσκολες στιγμές μας να μας συμπαραστέκονται. Κι όλοι μας θέλουμε ν’ ακούσουμε απ’ τους άλλους τον καλό και τον γλυκό τους λόγο. Αλλά γιατί δεν θέλουμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο γι’ αυτούς, που ζητούν τη δική μας βοήθεια και συμπαράσταση; Και γιατί να  οπλίζουμε τη γλώσσα μας με θανατηφόρο  δηλητήριο!
Δεν θα ’ταν καλύτερα απ’ το «εγώ» να μεταφερθούμε στο «συ»; Να μπαίνουμε, δηλαδή πριν από κάθε λόγο και πράξη μας στη θέση του άλλου! Κι αν δεν μπορούμε-σαν το Άγιο Πορφύριο, το Άγιο Παΐσιο να μιλούμε τη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, να μιλούμε τουλάχιστο τη γλώσσα της ανθρωπιάς και της καλοσύνης! Που κι εμείς θα θέλαμε να μιλούν για μας οι άλλοι…
Και, αφού μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας αν όχι παραδείσια, τουλάχιστο ανθρώπινη, γιατί να βολοδέρνουμε μέσα στα αδιέξοδα της κόλασης, που η γλώσσα της Βαβέλ μας υπαγορεύει!
Παπα-Ηλίας Υφαντής

Να λες ΝΑΙ στο «Δεύτε» και να βοηθάς, φορτωνόμενος το φορτίο του άλλου π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός



«Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν» (Ἑβρ. 12, 1-2)
«Ἄς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. ῍Ας ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν ᾿Ιησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ»


 Η αγιότητα είναι η αποτίναξη των φορτίων από πάνω μας και η απόρριψη της αμαρτίας που μας μπλέκει σε καταστάσεις χωρισμού από τον Θεό και θέωσης του εαυτού μας, ενώ από την άλλη σημαίνει την προσήλωσή μας στον αρχηγό της πίστης μας τον Κύριο Ιησού, αυτόν που δίνει στην πίστη τελειότητα και που η συνάντηση μαζί Του είναι ο τελικός σκοπός της ύπαρξής μας.

 Ο αποστολικός λόγος αποτυπώνει το νόημα της Κυριακής των Αγίων Πάντων. Ο άγιος, βλαστός του Ευαγγελίου και καρπός του Αγίου Πνεύματος, καλείται να συνδράμει στην αποτίναξη κάθε φορτίου.

 «Κοπιώντες και πεφορτισμένοι» οι άνθρωποι. Η κούραση δεν έχει να κάνει μόνο με τον κόπο της επιβίωσης. Κυρίως έχει να κάνει με τον αγώνα η ζωή να έχει νόημα. Ο θάνατος να μην είναι ο φόβος. Και ο ανθρώπινος εαυτός να μην νικηθεί από το αίσθημα ότι αν δεν ικανοποιήσει κάθε επιθυμία, αν δεν απολαύσει, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Αλλά και οι άλλοι είναι κόπος για τον άνθρωπο. Κόπος γιατί δεν είναι όπως τους θέλει, γιατί δεν γίνονται συνήθως όπως τους θέλει, γιατί δε είναι εκείνος όπως τον θέλουν αυτοί και δε θα γίνει. Η συνάντηση είναι αναπόφευκτη. Και το φορτίο, είτε των λογισμών, είτε των γεγονότων, κουράζει.

Αλλά και η αμαρτία μας βαραίνει. Μας ξεγελά αρχικά, διότι μας κάνει να νομίζουμε ότι εμείς ελέγχουμε τη ζωή μας. Η ευχαρίστηση που βιώνουμε όταν κάνουμε κουμάντο στον κόσμο είναι μεγάλη. Όταν όμως διαπιστώνουμε ότι η εξουσία κατά βάθος δεν έχει νόημα, αλλά φθορά, διότι και η ευθύνη της είναι μεγάλη, αλλά και οι περιστάσεις εύκολα μεταβάλλονται, τότε η χαρά της αμαρτίας είναι λίγη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις απολαύσεις της σαρκός.

Μας ξεγελούν, αλλά δεν μας λυτρώνουν. Διότι η σάρκα θα νικηθεί από τον θάνατο, από τη φθορά, από την ελάττωση των δυνάμεών μας. Και αν ο άνθρωπος δεν κατανοήσει ότι η ζωή δεν αλλάζει, αν δεν αλλάξει ο ίδιος, αν δε γίνει πιο ελεύθερος, αν δεν μάθει να αγαπά, αν δεν πιστεύει στο Θεό και στην ανάσταση, τότε η αμαρτία της αυτοθέωσης θα τον κεντρίσει με τον ιό του θανάτου, όσες γνώσεις κι αν έχει, όση περηφάνεια και εμπιστοσύνη στον εαυτό του κι αν επιστρατεύσει.

Η απάντηση είναι ο Χριστός. Αυτός είναι που βοηθά. Αυτός είναι που νοηματοδοτεί την ζωή μας. Ο Χριστός όμως της Εκκλησίας. Ο Χριστός που καλεί προς ανάπαυσιν διά της αγάπης, και την ίδια στιγμή μάς ζητά να γυμνώσουμε τον εαυτό μας εν μετανοία από τον θρίαμβο του εγώ και να Τον εμπιστευτούμε. Να γίνουμε κοινωνοί Του και την ίδια στιγμή να αφεθούμε στην αγάπη Του. Εδώ είναι η οδός της αγιότητας. Κι αυτή είναι η οδός της Εκκλησίας. Να αφήσουμε το φορτίο μας και να κάνουμε ένα συνεχές ξεκίνημα αγάπης, ελπίδας, πίστης. Να νικήσουμε την κυριαρχία της αμαρτίας, με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος.

 Σημείο κλειδί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η κατεξοχήν οδός της αγάπης, όπου όλοι γινόμαστε ένα με τον αρχηγό και τελειωτή της πίστεώς μας Ιησού Χριστό. Κι Εκείνος μας λέει συνεχώς: «Δεύτε». Αυτή είναι η οδός της αγιότητας, τελικά. Το από την καρδιά μας ναι στο «Δεύτε». Αυτό που απευθύνεται σε όλους μας και δεν εξαιρεί κανέναν! Κι αν θέλουμε να είμαστε χριστιανοί που παλεύουμε για την αγιότητα, δεν αρκεί να εναποθέσουμε το φορτίο μας στον Χριστό. Χρειάζεται να φορτωθούμε και το φορτίο των άλλων, διότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη. Να λες ΝΑΙ στο «Δεύτε» και να βοηθάς, φορτωνόμενος το φορτίο του άλλου, για να γευτεί κι εκείνος την χαρά!

 Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος λέει: «Το θαύμα της θείας Ευχαριστίας δεν μένει μόνο στην αγία Τράπεζα, αλλά θρέφει όλους μας, όλη την Εκκλησία. Θυμάμαι πόσες φορές, καθώς μεταλάβαινα κόσμο, έβλεπα εμπρός μου πρόσωπα χαρακωμένα από την τυράγνια της ζωής, ή πρόσωπα με μάτια πνιγμένα σε περισπάσεις, που έπαιρναν στα χέρια τους το μάκτρον, δηλαδή το μανδήλιο, κι ένιωθα ότι ίσως δεν έχουν προετοιμάσει την ψυχή τους όσο θα χρειάζονταν. Όποτε έχω αυτή την εντύπωση, θυμάμαι έναν γέροντα που ‘λεγε σε έναν παπά πνευματικοπαίδι του: «νάσαι έτοιμος εσύ, καθώς ανοίγει το στόμα του, παίρνοντας πάνω σου το βάρος, να καλύψεις εσύ τα όσα αδύναμα έχει η ψυχή που μεταλαβαίνει. Μή κρίνεις, μόνον άρπαζε την αμαρτία απ΄ την ψυχή των άλλων. Φορτώσου το φορτίο τους, κι άσε στο Θεό τη μέριμνα για το πως θ΄ αντέξεις.»Τελικά αγιότητα είναι να αφήνεσαι στον Χριστό, να παλεύεις κι άλλοι να βρούνε τον δρόμο και να φορτώνεσαι όσο μπορείς αυτό που δεν μπορούν εκείνοι!

Κέρκυρα, 14 Ιουνίου 2020
Των Αγίων Πάντων

Ε’ Ματθαίου-Στήσαμε την δική μας δικαιοσύνη, χωρίς Θεό Ε΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ-ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός


«Ἀγνοοῦντες τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν» (Ρωμ. 10, 3)

«Στην πράξη αγνοούν πως μόνο ο Θεός μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιωθούν με τα έργα τους. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν αποδέχτηκαν τη δικαίωση που προσφέρει ο Θεός μέσω του Χριστού»

  Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους χριστιανούς της Ρώμης και περιγράφοντας την ανθρωπότητα, τόσο τους ειδωλολάτρες, όσο και τους Ιουδαίους, κάνει μια παρατήρηση για τους συμπατριώτες του, οι οποίοι είχαν δεχθεί πρώτοι την αποκάλυψη του Θεού στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης.


 «Θέλησαν να στήσουν τη δική τους δικαιοσύνη» ως βάση για την πίστη τους, ως βάση για την πορεία τους στον κόσμο. Αποφάσισαν ότι ο δικός τους τρόπος, ο σύμφωνος με την νοοτροπία του λαού τους, αλλά και με το θέλημά τους, όπως επίσης και με τον τρόπο ερμηνείας του μωσαϊκού νόμου ήταν η αλήθεια. Και άφησαν κατά μέρος την σχέση τους με τον Θεό, τον τρόπο που ο Θεός ήθελε να πορεύονται και αυτός ο τρόπος αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, με αποτέλεσμα να μην υπακούσουν στην δικαιοσύνη του Θεού.

 Τα λόγια του αποστόλου έχουν πλήρη επικαιρότητα και στους καιρούς μας, τόσο για τους εκτός της πίστεως όσο και για τους εντός. Για τους πολλούς η πίστη είναι μία θρησκεία μέσα σε όλες τις άλλες, μόνο που έχει κάποιες βασικές αρχές που μπορούμε οι άνθρωποι να τις χρησιμοποιήσουμε επιλεκτικά.


  Η αγάπη είναι η μία αρχή, την οποία την κόβουμε και την τεντώνουμε στην προκρούστεια κλίνη του δικού μας θελήματος και συμφέροντος.
 Όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας, ισχυριζόμαστε ότι ο Θεός είναι αγάπη και μας δέχεται χωρίς να χρειάζεται ούτε αν να μετανοήσουμε. 
Όταν έχουμε απαίτηση από τους άλλους να μας δώσουν, πάλι μιλούμε για την ανάγκη της αγάπης, ενώ η δική μας η καρδιά είναι κλειστή και αυτό φαίνεται τόσο ως προς τα αισθήματα όσο και ως προς την υλική βοήθεια.

 Η δεύτερη αρχή είναι η εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Κι αυτό όμως την
δεχόμαστε επιλεκτικά. Όταν είναι προς όφελός μας, την θέλουμε. Ιδίως σε περιόδους δοκιμασίας, παρακαλούμε τον Θεό να μη μας εγκαταλείψει. Όταν όμως η ζωή μας προχωρά καλά, τότε Τον εγκαταλείπουμε και εμπιστευόμαστε μόνο τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας. 

 Η τρίτη αρχή έχει να κάνει με το δίκιο μας. Κι εδώ θέλουμε να λέμε ότι έχουμε κριτήριο τις εντολές του Θεού, οι οποίες συνήθως μας δικαιώνουν, διότι δεν έχουμε κάνει κάτι κακό. Όμως αγνοούμε ότι όλες οι εντολές έχουν να κάνουν με την ανάγκη ο άνθρωπος να σχετίζεται, να συν-υπάρχει, να υπομένει, να μοιράζεται, να βλέπει με σεβασμό και αγάπη τον συνάνθρωπο, αλλά αυτό δεν έρχεται αυτόματα. Χρειάζεται πίστη και ασκητικότητα και υπέρβαση του εγώ.

  Άλλοι πάλι που είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού λειτουργούμε στην λογική της ανταπόδοσης. Επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι και καλοί χριστιανοί, περιμένουμε από τον Θεό να μας δώσει κάθε καλό και ανταμοιβή, και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Ξεχνούμε ότι η αγάπη δεν περιορίζεται στον μισθό, ούτε νικιέται από τον φόβο, αλλά προχωρά στην υιοθεσία μας από τον Θεό, αλλά και στην συνάντηση με τον πλησίον. Υιοθεσία σημαίνει άφημα στην αγάπη του Θεού, ακόμη κι αν οι δοκιμασίες είναι σκληρές. Υιοθεσία σημαίνει σεβασμός στην ελευθερία του άλλου που δεν θα είναι όπως τον θέλουμε,, διότι κι εμείς, κατά βάθος, στον λογισμό μας, αλλά και στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τον χρόνο και την ζωή μας, δεν είμαστε όπως θέλει ο Θεός, διότι προτεραιότητά μας είναι η επιβίωση, οι δικοί μας, η ζωή μας. Το ίδιο συμβαίνει και με την θέαση της Εκκλησίας ως θρησκείας και όχι ως συνάντησης προσώπων που γινόμαστε ένα με τον Θεό και τον πλησίον κοινωνώντας σώμα και αίμα Χριστού. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να λέμε «πρώτα το εγώ μας» ή «πρώτα ο άνθρωπος», αρνούμενοι το «πρώτα ο Θεός».


 Οι κοσμικοί άνθρωποι επιβεβαιώνουν πλήρως τον λόγο του Παύλου. Αυτοί έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους, εντελώς ανθρωποκεντρικό σύστημα, το οποίο γίνεται και εγωκεντρικό στην πράξη. Ένας πολιτισμός σπουδαίος, αλλά μόνο γι’ αυτή την πραγματικότητα. Ένας πολιτισμός που χρειάζεται, διότι ο κόσμος είναι ελεύθερος να πορευτεί χωρίς να πιστεύει στον Θεό, οπότε κάπως πρέπει να κυβερνιέται και να ισορροπεί, αλλά που δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί σε πορεία αιωνιότητας, καθώς βλέπει την ευτυχία του και την όποια δικαιοσύνη στην προοπτική του πρόσκαιρου. Το ήθος που θα μας οδηγήσει στο να μην παραβαίνουμε τους νόμους χρειάζεται δίκαιους νόμους κατ’ αρχήν, παιδεία που να μας οδηγεί στο να κατανοούμε το «γιατί;», αλλά και ανθρώπους με συνείδηση. Αν η συνείδηση δεν καλλιεργείται ή εντοπίζεται μόνο στα πλαίσια του φροϋδικού κανονιστικού συστήματος ή στα πλαίσια της χρησιμότητας, χωρίς να υπάρχει αύριο αιωνιότητας, καθώς αυτός ο πολιτισμός είναι μηδενιστικός, τότε το ήθος νικιέται από το συμφέρον.


Η κρίση την οποία διερχόμεθα σε όλους τους τομείς αυτό δείχνει. Στήσαμε την δική μας δικαιοσύνη, χωρίς Θεό. Βάλαμε το «εγώ», τον «άνθρωπο», την «επιβίωση», την «αυτάρκεια», την «διαφορετικότητα», τα «δικαιώματα» στην θέση του Θεού και πορευόμαστε στα αδιέξοδά μας. Διότι ό,τι ανθρώπινο, αν δεν έχει προοπτική αιωνιότητας, δεν σώζει, ούτε δικαιώνει. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος κάθε νόμου και κάθε δικαιοσύνης που έχουν προοπτική. Τον απόντα Χριστό ας αναζητήσουμε να εγκολπωθούμε στην Εκκλησία και στην ζωή μας!

Αν θέλουμε λοιπόν να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον,οφείλουμε κατ’ αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα

 


Περάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση,περάσαμε την επανάσταση την ηλεκτρονική,και το όφελος του ανθρώπου ποιό;
Η ποιότητα της ζωής του, το νόημα της ζωής του έχει χαθεί,έχει αλλοτριωθεί!
Η ζωή είναι αλλού και ο άνθρωπος ο σημερινός είναι αλλού!
Οι περισσότεροι άλλα ζητούν κι άλλα ζούνε,άλλα επιθυμούν και άλλα πραγματοποιούν μέσα στην κοινωνία.
Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών.
Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι.
Είμαστε ψυχασθενείς.Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος!
Αν θέλουμε λοιπόν να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον,οφείλουμε κατ’ αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα.
Αυτές οι χαβούζες που λέγονται πόλεις εξαφανίζουν τον άνθρωπο.
Θα κάνω μια παρένθεση: πήγα κάποτε στην Ιταλία και μπήκα σε μία από αυτές τις τεράστιες εκκλησίες που έχουνε.
Στάθηκα μέσα σ’ αυτό το πράγμα και χάθηκα πραγματικά.Και ένιωσα έτσι, ανύπαρκτος.
Αυτόματα σκέφτηκα κι ένα δικό μας,ένα εκκλησάκι σ’ ένα λοφίσκο,που μπαίνεις μέσα και ακουμπάς το Θεό ρε παιδί μου!
Εκεί εκμηδενίζουν εντελώς τον άνθρωπο.
Ενώ, αντίθετα, μπαίνεις σ’ σ’ ένα ερημοκλήσι και βλέπεις τον Παντοκράτορα από πάνω να σου χαμογελάει,να απλώσεις το χέρι να τον πιάσεις!
Δηλαδή, ο άνθρωπος ο οποίος θέλει να επικοινωνήσει,ανεξάρτητα αν πιστεύει στον Θεό ή δεν πιστεύει στο Θείο, κλπ.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι-κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους-θα νιώθουνε αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
Πολλές φορές όταν είμαι «φορτωμένος» και έχει Πανσέληνο βγαίνω στην βεράντα εδώ έξω ανοίγω τα χέρια μου-όπως όταν σταύρωσαν τον Χριστό-κι ανοίγω το στόμα μου και προσπαθώ να... καταπιώ το φεγγάρι.
Στέκω, έτσι, πέντε με δέκα λεπτά, και κάποια στιγμή χάνομαι,σταματάω μόνος μου, γιατί δεν ξέρω αν θα γυρίσω πίσω…
Εδώ κάτω έχω και μια ροδιά (αγαπάω πολύ τις ροδιές)η οποία, κάποια μέρα μου αρρώστησε.
Πήγα στον Γεωπόνο, πήρα φάρμακα, πήρα τούτο, πήρα τ’ άλλο,την ράντισα, τίποτα! Η ροδιά κάθε μέρα και χειρότερα.
Ήταν Πανσέληνος. Την σκεφτόμουνα κι ήμουν στενοχωρημένος.
Κατέβηκα τα σκαλοπάτια, κι έκατσα σε μια πέτρα δίπλα της και άρχισα να της λέω πόσο πολύτιμη είναι για μένα, πόσο την αγαπάω, να την χαϊδεύω, να της μιλάω τρυφερά κλπ.
Από την άλλη μέρα η ροδιά άρχισε να γίνεται καλύτερα.
Έγιανε, και τον Σεπτέμβρη πέταξε και εκτός εποχής, πια,δυο τεράστια ρόδια.
Τώρα, δεν ξέρω αν τα φάρμακα βοήθησαν, επίσης, αλλά εγώ αλλιώς το εισέπραξα και αλλιώς το ένιωσα.

Τρία είναι τα λιθάρια που οδηγούν στο να χτιστεί ένας αλλιώτικος εαυτός... ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗ

 



 «Σε κάθε ευκαιρία που συναντά ο άνθρωπος για να ασκήσει μια αρετή, πρέπει να βάζει ένα λιθάρι στην οικοδομή και έτσι ολόγυρα να την υψώνει με ένα λιθάρι συμπάθειας, ένα λιθάρι εκκοπής θελήματος, ένα λιθάρι πραότητας» (Αββάς Δωρόθεος)

  Στην εποχή μας ο προσανατολισμός της ανατροφής, όπως και της παιδείας, δεν έχει να κάνει με το χτίσιμο προσωπικοτήτων που να υπερβαίνουν το «εγώ». Το αντίθετο, μάλλον. 
 Ζητούμε από τα παιδιά να υπερασπίζονται τον εαυτό τους, να μπορούν δηλαδή να επιβιώσουν, τα θέλουμε να έχουν άποψη για όλα, τα δικαιολογούμε, ακόμη και στις παρεκτροπές τους, γιατί είναι παιδιά μας, τα προετοιμάζουμε για μία πραγματικότητα στην οποία δεν θα υπάρχουν άνθρωποι εμπιστοσύνης. Αυτό έδειξε και πρόσφατη έρευνα (ΔιαΝΕΟσις), ότι μόνο το 10,1% των Ελλήνων θεωρεί ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης». Η καχυποψία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του κλεισίματος στον εαυτό μας, λόγω της πανδημίας και του πολέμου. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι ορίζουμε τον εαυτό μας αμυντικά έναντι του κακού, θεωρώντας τον αυτονόητα κέντρο του κόσμου. Δεν μπορούμε έτσι να χτίσουμε προσωπικότητες στις οποίες ο κόσμος θα είναι μία συνεχής ευκαιρία εξωστρέφειας, όχι για την κατάκτησή του, αλλά για την αγάπη προς αυτόν.

  Η ασκητική παράδοση της πίστης μας μάς μιλά για τρία λιθάρια που οδηγούν στο να χτιστεί ένας αλλιώτικος εαυτός: η συμπάθεια, η εκκοπή του θελήματος και η πραότητα. 
 Συμπάθεια σημαίνει να μπαίνω στην θέση του άλλου, να προσπαθώ να καταλάβω πώς σκέφτεται και δρα, τι επιθυμεί, όχι για να τον αποκρούσω ή να φανώ πιο έξυπνος από αυτόν, αλλά για να τον βοηθήσω, να του εξηγήσω, να του δώσω να καταλάβει ότι δεν είμαστε εχθροί, ότι δεν είναι το κέντρο του κόσμου, ότι μπορούμε να συνυπάρξουμε ισότιμα, όσο αυτό είναι εφικτό.

  Εκκοπή του θελήματος σημαίνει πως ό,τι με κάνει να βλέπω τον άλλο ως αντικείμενο, όποια επιθυμία με κάνει να διαλύω τις σχέσεις μου, προσπαθώ να μην την έχω ως προτεραιότητα, και επιλέγω ό,τι με κάνει να αγαπώ. 

  Πραότητα σημαίνει στην επίθεση να αντιδρώ με καλοσύνη, στο ψέμα με αλήθεια, στην καχυποψία με υπομονή, ώστε, όπου είναι εφικτό, να ενεργοποιείται η οδός της συγχώρησης ή, τουλάχιστον, της μη ανταπόδοσης του κακού.

 Με αυτά τα λιθάρια χτίζεται μια προσωπικότητα που λειτουργεί φωτεινά στον κόσμο. Ξεπερνά το δίπολο δίκιο-άδικο και προχωρά στην πορεία της χαράς, της αγάπης, της ελπίδας, της καρδιάς που είναι ανοιχτή στον άλλον, χωρίς να είναι λιγότερο αποφασιστική μπροστά στο κακό. Ο χριστιανός δεν ονειροβατεί. Αντιστέκεται, χωρίς όμως να κάνει κακό αντί κακού. Επισημαίνει τα λάθη, δεν τα θεωρεί όμως αφορμή απόρριψης και συντριβής του άλλου. Και ψάχνει να βρει λύσεις αγάπης αντί για λύσεις «εγώ και μόνο εγώ».

 Θέλει πίστη, κόπο και ταπείνωση ένας τέτοιος δρόμος. Και δεν αρκούν τα λόγια. Χρειάζεται το παράδειγμα της καλοσύνης, της ανεκτικότητας, της έμπρακτης αγάπης. Χρειάζεται το παράδειγμα μιας καρδιάς που εν προσευχή υπομένει μικρούς σταυρούς που μας προσφέρουν οι άλλοι, κάποτε και ο ίδιος ο εαυτός μας, ώστε να ζητάμε τον Χριστό, να Τον εμπιστευόμαστε και να Τον ακολουθούμε στον τρόπο της Ανάστασης. Χρειάζεται, τελικά, ανατροφοδότηση στην Εκκλησία, ώστε αυτή η αγωγή να μην βυθίζεται, έστω κι αν κλονίζεται.


Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 4 Μαΐου 2022