Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Γέρων Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης Ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση



O π. Θε­ο­δό­σιος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, κα­τά κό­σμον Θε­ό­δω­ρος Ἀν­τω­νᾶ­τος, γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­τα­λάν­τη Λο­κρί­δος τήν πρώ­τη Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 1901. Σπο­ύ­δα­σε στήν Ἀ­νω­τά­τη Ἐμ­πο­ρι­κή καί, ὅ­σο ἦ­ταν στόν κό­σμο, ἀ­σχο­λεῖτο μέ τό ἐμ­πό­ριο. Σχέ­ση μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζωή δέν εἶ­χε, γιά νά μήν ποῦ­με ὅ­τι ἦ­ταν καί ἀν­τί­θε­τος. Θέλοντας νά αὐ­ξή­ση τίς δου­λει­ές του σχε­τί­στη­κε μέ μί­α ὁ­μά­δα πνευ­μα­τι­στῶν καί ὄν­τως αὐ­ξή­θη­καν τά κέρ­δη του.
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό εἶ­χε ἐκ­δώ­σει στήν Γαλ­λί­α μί­α Γαλ­λί­δα ἕ­να βι­βλί­ο: «Ἕ­να μῆ­να μέ το­ύς ἄν­τρες τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους», ὑ­βρι­στι­κό γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος[1]. Ἐ­πει­δή εἶ­χε με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α, βρέ­θη­καν κά­ποι­οι καί δυ­στυ­χῶς τό με­τέ­φρα­σαν καί στά Ἑλ­λη­νι­κά. Μία ἐ­φη­με­ρί­δα, τήν ὁ­πο­ί­α ἔ­παιρ­νε ὁ Θε­ό­δω­ρος, τό δη­μο­σί­ευ­ε σέ συ­νέ­χει­ες. Ἀ­φοῦ εἶ­χε δι­α­βά­σει κά­ποι­α τε­ύ­χη, ὡς ἀ­νή­συ­χο πνεῦ­μα πού ἦ­ταν, τοῦ ἦρ­θε ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ πε­ρι­έρ­γεια νά ἐ­πι­σκε­φθῆ τό Ἅγιον Ὄ­ρος. «Ἀπό τόσα πού γρά­φει αὐ­τή ἡ Γαλ­λί­δα, τά μι­σά νά εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος πρέ­πει νά εἶ­ναι...
κά­τι σπου­δαῖ­ο. Θά πά­ω», σκέ­φθη­κε.

Με­τά ἀ­πό με­ρι­κές μέ­ρες εἶ­χαν συ­νάν­τη­ση μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν πνευ­μα­τι­στῶν καί πῆ­γε καί αὐ­τός. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ὅ­μως δέν εἶ­χαν καμ­μί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τά πνε­ύ­μα­τα. Ἐ­πι­κλή­σεις, ἐ­πι­κλή­σεις… τί­πο­τα! Τότε ἀ­κο­ύ­στη­κε φω­νή νά λέ­η: «Ἄν δέν ἀλ­λά­ξη τήν ἀ­πό­φα­ση πού ἔ­βα­λε στό νοῦ του ὁ Θε­ό­δω­ρος, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με τί­πο­τα!». Ὁ Θε­ό­δω­ρος ὅ­μως πε­ί­σμω­σε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί προ­γραμ­μά­τι­σε τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἔ­φθα­σε στό Ὄ­ρος πα­ρα­μο­νή τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γο­ύ­στου καί ἀ­κο­λου­θών­τας τό πλῆ­θος τῶν προ­σκυ­νη­τῶν πῆ­γε στῶν Ἰ­βή­ρων. Πα­ρα­κο­λο­ύ­θη­σε τήν ἀ­γρυ­πνί­α, ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε, ἀλ­λά δέν ἀλ­λοι­ώ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­πει­τα ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν Ἅγιο Παῦ­λο. Ἐ­κεῖ κά­τι συ­νέ­βη μέ­σα του, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί ἀ­να­κο­ί­νω­σε στόν Πνευ­μα­τι­κό τῆς Μο­νῆς πα­πα–Ἰ­γνά­τιο (ὑ­πο­τα­κτι­κό τοῦ γνω­στοῦ πα­πα–Ἰ­γνά­τιου Πνευ­μα­τι­κοῦ) τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά με­ί­νη. Τόν δέ­χθη­καν οἱ πα­τέ­ρες. Κοι­νο­βί­α­σε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου καί στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου 1936 ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Θε­ο­δό­σιος.

Ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός ὁ π. Θε­ο­δό­σιος, ἐ­πι­σκέ­φθη­κε χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας τόν φη­μι­σμέ­νο γιά τήν ἀ­ρε­τήν του Γρη­γο­ριά­τη ἡ­γού­με­νο πα­πα–Θα­νά­ση. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­δω­σε πο­λύ­τι­μες συμ­βου­λές γιά τήν μο­να­χι­κή του ζω­ή καί στό τέ­λος τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά γί­νης κα­λός μο­να­χός, νά δι­α­βά­ζης τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ τόν Σύ­ρο. Πάν­τα νά τόν ἔ­χης στό προ­σκε­φά­λαι­όν σου». Πράγ­μα­τι κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­νε­γί­νω­σκε τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ καί ἐ­καρ­ποῦ­το με­γί­στην ὠ­φέ­λεια. Τόν ἀ­γά­πη­σε πο­λύ, ἀλ­λά πεί­σθη­κε ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἐκ­φρά­σεις πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ γιά τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­τι δη­λα­δή εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός, ἄ­ξιος γιά τήν κό­λα­ση καί ἄλ­λες πα­ρό­μοι­ες ἐκ­φρά­σες ὅ­τι πράγ­μα­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ εἶ­ναι στήν κό­λα­ση. Γι᾿ αὐ­τό πο­νοῦ­σε πο­λύ καί, ἐ­πει­δή τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι νά τόν βγά­λη ὁ Θε­ός ἀ­πό τήν κό­λα­ση.

Κά­ποι­α φο­ρά πού ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν ἔ­βα­λε νά κά­νη ἀ­νά­γνω­ση στήν τρά­πε­ζα καί δι­ά­βα­σε κά­τι σχε­τι­κό μέ τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ, τόν βί­ον του ἤ κά­ποι­ο ἐγ­κώ­μιο, διεπίστωσε ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ, ὄχι­ μό­νο δέν βρί­σκε­ται στήν κό­λα­ση, ἀλ­λά εἶ­ναι καί πο­λύ με­γά­λος Ἅ­γιος. Ἀ­πό τήν χα­ρά του καί τήν συγ­κί­νη­ση ἄρ­χι­σε νά κλαί­η καί δι­α­κό­πηκε ἡ ἀ­νά­γνω­ση.

Ὁ πα­τήρ Θε­ο­δό­σιος ἐρ­γά­σθη­κε πο­λύ, ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­ες γιά νά τα­ξι­νο­μή­ση τήν βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς. ­Δη­μι­ούρ­γη­σε καί σκευ­ο­φυ­λά­κιο μέ εἰ­κό­νες. Ἦταν ἐ­πι­με­λής στήν με­λέ­τη καί συ­νέ­γρα­ψε πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α. Οἱ πολ­λές ἁ­γι­ο­γρα­φι­κές καί πα­τε­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές πού ὑ­πάρ­χουν στό Μο­να­στή­ρι, γρά­φτη­καν μέ τό χέ­ρι του.

Ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε πο­λύ πό­λε­μο μέ τόν διά­­βο­λο, ἐ­πει­δή ὡς λα­ϊ­κός εἶ­χε μπλέ­ξει μέ τόν πνευ­μα­τι­σμό. Ὁ δι­ά­βο­λος τοῦ ἔ­κα­νε ἄ­γρι­ες ἐ­πι­θέ­σεις. Σῶ­μα μέ σῶ­μα πά­λευ­αν. Ἐ­ξωμο­λο­γεῖ­το στόν Ἡ­γού­με­νο τίς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ πει­ρα­σμοῦ καί ἔ­χοντας πε­ποί­θη­ση στόν ἑ­αυ­τό του, ἔ­λε­γε· «ἄν τολ­μή­ση καί ξα­νάρ­θη, νά δῆς τί θά τόν κά­νω». Ὁ­πό­τε τήν ἴ­δια νύ­χτα ἦρ­θε ὡς συ­νή­θως ὁ πει­ρά­ζων καί μέ τήν μα­νί­α πού τόν εἶ­χε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ὥρ­μη­σε πά­νω του, τόν ἔ­πια­σε μέ τό ἕ­να χέ­ρι του ἀ­πό τό μά­γου­λο καί μέ τό ἄλ­λο προ­σπα­θοῦ­σε νά τόν ρί­ξη κά­τω. Ἀλ­λά σέ λί­γο ἔ­νι­ω­θε νά τόν κα­τα­βάλ­η ὁ ἀν­τι­κεί­με­νος. Ὁ­πό­τε, βλέ­ποντας τήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῶν δυ­νά­με­ών του, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α καί ἀ­μέ­σως χά­θη­κε ὁ πει­ρα­σμός, μή ὑ­πο­φέ­ροντας τήν δύ­να­μη τοῦ Ὀ­νό­μα­τος. Ἔ­τρε­ξε ὕ­στε­ρα στόν Ἡ­γού­με­νο καί τοῦ ἐ­ξω­μολο­γή­θηκε: «Ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πα, ἄν ἔρ­θη νά δῆς τί θά τόν κά­νω, ἦ­ταν τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας μου». Ἐ­γνώ­ρι­σε στήν πρά­ξη ὅ­τι οἱ δαί­μο­νες νι­κῶν­ται μέ τήν τα­πεί­νω­ση καί τήν θεί­α δύ­να­μη.

Δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια φο­ρά, ἐ­νῶ ἔ­γρα­φα τή νύ­χτα πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, κά­ποι­ος χτύ­πη­σε πο­λύ δυ­να­τά τό τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου, τό­σο πο­λύ πού πῆ­γε νά σπά­ση. Κοι­τά­ζω καί βλέ­πω μία σκιά στό τζά­μι. “Ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ νά φύ­γης”, λέ­ω καί σταυ­ρώ­νω συ­νε­χῶς τό πα­ρά­θυ­ρο. Σέ λί­γο βλέ­πω τήν σκιά νά ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σάν ἀ­στρο­να­ύ­της».

Ἄλ­λη φο­ρά τοῦ συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς, ὅ­πως δι­η­γήθη­κε: «Ἕ­να βρά­δυ στό κελ­λί μου ἦρ­θε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της.

–Πότε ἦρ­θες; τοῦ λέ­ω, δέν σέ πρό­σε­ξα.

–Νά, τό ἀ­πό­γευ­μα. Θά βγά­λεις βι­βλί­ο, ἔ­μα­θα.

–Ναί, τοῦ ἀ­παν­τῶ. Θά βγά­λω ἕ­να βι­βλί­ο γιά τόν πνευ­μα­τι­σμό. Τότε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος μοῦ λέ­γει:

–Τά μέν­τιουμ ἀπ᾿ αὐ­τά πού λέ­γουν 99% εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, 1% εἶ­ναι ψέμ­μα­τα καί αὐ­τό τό 1 ἀ­ναι­ρεῖ τά 99.

–Αὐ­τό πού λέ­γεις εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο νά τό γρά­ψω στό βι­βλί­ο, ἀλ­λά ποῦ τό βρῆ­κες, ἐ­ρω­τῶ.

–Στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα, ἀ­παν­τᾶ.

»Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό κελ­λί μου, ἀ­νο­ί­γω τά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα καί τό βρί­σκω ἀ­μέ­σως. Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα τό πρό­χει­ρο γρά­ψι­μο καί ἤ­μουν ἕ­τοι­μος νά τό στε­ί­λω γιά τό τυ­πο­γρα­φεῖ­ο, ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά ψά­ξω νά βρῶ τήν σε­λί­δα ὅπου ἦ­ταν γραμ­μέ­νο αὐ­τό πού μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ π. Γε­ρά­σι­μος. »Ψάχνω τρεῖς φο­ρές ὅ­λο τό βι­βλί­ο καί δέν τό βρί­σκω γραμ­μέ­νο. Ση­κώ­νο­μαι καί πη­γα­ί­νω στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να, βρί­σκω τόν π. Γε­ρά­σι­μο καί τοῦ λέ­γω:

–Ὅ­ταν ἦρ­θες στό Μο­να­στή­ρι μοῦ εἶ­πες αὐ­τό καί αὐ­τό. Δέν τό βρί­σκω τώ­ρα στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα. Τί συμ­βα­ί­νει;

–Οὔ­τε ἦρ­θα στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο –ἔ­χω πο­λύ και­ρό νά ἔλ­θω–, ἀλ­λά καί οὔ­τε σοῦ εἶ­πα τέ­τοι­ο πρᾶγ­μα.

Ἔ­μει­να ἄ­ναυ­δος. Ἀ­πα­τή­θη­κα λοι­πόν σέ τέ­τοι­ο βαθμό ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο; Τότε σκέ­φθη­κα ὅ­τι, ἐ­άν τό ἔ­γρα­φα αὐ­τό, θά ἔ­κα­να με­γά­λο κα­κό, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δι­ά­βα­ζε τό βι­βλί­ο θά σκε­φτό­ταν: “­Ἐφ᾿ ὅ­σον τό 99 εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τί μέ νοι­ά­ζει γιά τό 1; Θά πά­ω στά μέν­τιουμ”­».

«Ὅ­ταν εἶ­χα ἑ­τοι­μά­σει τό βι­βλί­ο πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, τό κα­θα­ρό­γρα­φα γιά νά τό στε­ί­λω τό πρωΐ γιά ἐ­κτύ­πω­ση. Εἶ­χαν με­ί­νει ἀ­κό­μη 4 σε­λί­δες γιά νά τε­λει­ώ­σω. Ξαφ­νι­κά αἰ­σθά­νο­μαι δί­πλα μου τόν δι­ά­βο­λο. Ἀ­να­τρί­χια­σα ὁ­λό­κλη­ρος. Ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά στα­μα­τή­σω. “Ὄ­χι”, εἶ­πα, “­θά τε­λει­ώ­σω καί με­τά θά στα­μα­τή­σω”. “Χρι­στέ μου, βο­ή­θα με”, καί συ­νέ­χι­σα νά γρά­φω κλα­ί­γον­τας καί προ­σευ­χό­με­νος, ἐ­νῶ ἔ­τρε­μα ἀ­πό τόν φό­βο μου.

»Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα, ξά­πλω­σα λί­γο. Σέ λί­γο ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­κα τε­λε­ί­ως ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Δέν μπο­ροῦ­σα οὔ­τε νά φω­νά­ξω. Μόνο τό μυα­λό μου, ἡ σκέ­ψη μου, λει­τουρ­γοῦ­σε. Τότε θυ­μή­θη­κα τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ πού λέ­γει: “Μόνο τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ μπο­ρεῖ νά δι­ώ­ξη τό πνεῦ­μα τοῦ δι­α­βό­λου”.

»Ἄρ­χι­σα τό­τε νά προ­σε­ύ­χωμαι θερ­μῶς, ὁ­πό­τε ἐν­τός ὀ­λί­γου ἔ­φυ­γε ὁ δι­ά­βο­λος καί ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κα».

Πάλι δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια ἄλ­λη φο­ρά ἦ­ταν νύ­χτα καί ἔ­νι­ω­σα νά τρέ­μη δυ­να­τά τό κρεβ­βά­τι μου. Σκέ­φθη­κα ὅ­τι γί­νε­ται δυ­να­τός σει­σμός καί σί­γου­ρα μέ τέ­τοι­ον σει­σμό θά πέ­σουν τά κτί­ρια καί θά κα­τα­στρα­φῆ τό Μο­να­στή­ρι.

»Μόλις στα­μά­τη­σε, βγα­ί­νω ἔ­ξω καί πηγαίνω στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τήν ὥ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἄ­να­βε τά καν­τή­λια ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός. Τόν ρω­τῶ:

–Μήπως ἔ­γι­νε σει­σμός; Μήπως αἰ­σθάν­θη­κες τί­πο­τε;

–Ὄ­χι, ἀ­παν­τᾶ. Πε­ρί­ερ­γο, σκέ­φτο­μαι. Ρω­τῶ καί ἄλ­λον μο­να­χό, “ὄ­χι”, μοῦ εἶ­πε καί ἐ­κεῖ­νος.

»Τό πρωΐ ρω­τῶ το­ύς πα­τέ­ρες∙ ὅ­λοι ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι δέν αἰ­σθάν­θη­καν τόν σει­σμό.

»Σκέ­φθη­κα: “­Τόν Σα­τα­νᾶ, τί μοῦ κά­νει!”».

Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος πή­γαι­νε κά­θε χρό­νο στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ Κελ­λιοῦ τῶν Γο­βδε­λά­δων πού γι­νό­ταν στίς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου. Οἱ Ἅ­γιοι Γο­βδε­λᾶς καί Κασ­δό­α εἶ­ναι θαυ­μα­τουρ­γοί. Εἶ­χαν κά­νει ἕ­να με­γά­λο θαῦ­μα στό Κου­τλου­μού­σι. Ἔ­χουν τήν εἰ­κό­να τους στό Μο­να­στή­ρι καί πα­λαιά ἔ­κα­ναν καί ἀ­γρυ­πνί­α. Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε ἕ­να πρό­βλη­μα ὑ­γε­ί­ας. Ἔ­βγα­ζε ἐκ­ζέ­μα­τα στά χέ­ρια του. Τόσο ἄ­σχη­μα φα­ί­νον­ταν, πού σι­χαι­νό­σουν νά πά­ρης εὐ­χή. Μία χρο­νιά κατ᾿ οἰ­κο­νο­μί­α Θε­οῦ ξε­χά­στη­κε καί δέν πῆ­γε στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Γο­βδε­λᾶ. Ὅ­ταν τό θυ­μή­θη­κε, στε­νο­χω­ρή­θη­κε πο­λύ, ἔ­κλα­ψε καί μο­νο­λο­γοῦ­σε. «Νά χά­σω τήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Ἁ­γί­ων!». Ἕ­να δά­κρυ ἔ­πε­σε πά­νω στά χέ­ρια του καί ἔ­γι­ναν κα­λά. Τό θε­ώ­ρη­σε θαῦ­μα τῶν Ἁ­γί­ων.

Κάποτε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ἦ­ταν γιά πο­λύ και­ρό ἄρ­ρω­στος μέ 40οC πυ­ρε­τό καί δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­ρη τά πό­δια του. Ἐ­κεῖ­νες τίς ἡ­μέ­ρες ἦρ­θε τό Λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Πα­χω­μί­ου. Μόλις τό ἔ­μα­θε, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Ἅ­γιο καί ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε κα­λά· τόν ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός, κα­τέ­βη­κε καί προ­σκύ­νη­σε τό ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο.

Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐγ­γράμ­μα­τος καί δρα­στή­ριος, βοήθη­σε πά­ρα πο­λύ καί κυ­ρί­ως στά δι­οι­κη­τι­κά τό Μο­να­στή­ρι του. Ἔ­κα­νε Ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς Μο­νῆς καί Ἐ­πι­στά­της στήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα στίς Κα­ρυ­ές. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε στό ἑ­στι­α­τό­ριο νά ἔ­χουν μα­γει­ρέ­ψει κρέ­ας σέ ἡ­μέ­ρες νη­στε­ί­ας, ἔρ­ρι­χνε πε­τρέ­λαι­ο στό ντα­βά.

Στήν Σύναξη τῆς Μο­νῆς ὅ,τι ἔ­λε­γε, εἶ­χε βα­ρύτητα καί περ­νοῦ­σε ἡ ἄ­πο­ψή του. Ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τήν ἀ­ξί­α του καί τόν σέ­βον­ταν.

Καί ποῦ δέν βο­η­θοῦ­σε ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος; Ἕ­να δι­ά­στη­μα πού πα­ραιτή­θηκε ἀ­πό Προ­ϊ­στά­με­νος καί ἀ­πό τό γρα­φεῖ­ο, εἶ­χε τήν τρά­πε­ζα, πή­γαι­νε ταυ­τό­χρο­να καί στίς ἐ­λι­ές. Ἦ­ταν ὑ­περ­δρα­στή­ριος. Ὅ­ταν ἦ­ταν 78 ἐ­τῶν ἀ­νέ­λα­βε τό κά­θι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος καί με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­παιρ­νε τό ντορ­βα­δά­κι του καί πή­γαι­νε νά πο­τί­ση τίς ἐ­λι­ές. Ἄν χρει­α­ζό­ταν πή­γαι­νε καί μέ­σα στόν κα­ύ­σω­να. Ἦ­ταν ἀ­κο­ύ­ρα­στος.

Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη καί πάντα προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νη τό κα­λύ­τε­ρο γιά νά ἀ­να­πα­ύ­η το­ύς πα­τέ­ρες, καί αὐ­τό τό στή­ρι­ζε στόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο τόν Στου­δί­τη. Συ­χνά πή­γαι­νε νά βο­η­θή­ση καί στό μα­γει­ρεῖ­ο.

Ὅ­ταν ἕ­να δι­ά­στη­μα ἦ­ταν το­πο­τη­ρη­τής στό Μο­να­στή­ρι, τίς νύ­χτες με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο περ­πα­τοῦ­σε χω­ρίς πα­πο­ύ­τσια ἔ­ξω ἀ­πό τά κελ­λιά. Ἄν ἄ­κου­γε κά­που ὁ­μι­λί­ες, δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τε, ἀλ­λά τό πρωΐ στήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­λε­γε στο­ύς μο­να­χο­ύς πού μι­λοῦ­σαν με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο «νά μήν ἐ­πα­να­λη­φθῆ αὐ­τό». Εἶ­χε λε­πτό­τη­τα.

Ὃ­ταν ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Τί σκέ­φτε­σαι; Πῶς αἰ­σθά­νε­σαι;». Καί ἀ­πάν­τη­σε: «Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι θά πά­ω στόν Κύριο καί εἶ­μαι πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος». Πράγ­μα­τι ἦ­ταν χα­ρω­πό τό πρό­σω­πό του, καί σέ δυό μέ­ρες ἐ­κοι­μή­θη στίς 4 Ἰ­ου­λί­ου 1987 σέ ἡ­λι­κί­α 86 ἐ­τῶν.

Ἦ­ταν πο­λύ ἀ­κτή­μων. Ἡ κε­κρυ­μμέ­νη του ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης φα­νε­ρώ­θη­κε στήν κο­ί­μη­σή του, ὅ­που οἱ πα­τέ­ρες δέν βρῆ­καν ροῦ­χα γιά νά τόν ντύ­σουν. Ἄλ­λος ἔ­δω­σε ζω­στι­κό, ἄλ­λος ρά­σο, ἄλ­λος παν­τε­λό­νι.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

1. Ἀργότερα ἡ Γαλ­λί­δα αὐ­τή με­τε­νό­η­σε καί ἀ­πε­κά­λυ­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ψέμ­α­τα ὅ­,τι ἔ­γρα­ψε, καί ὅ­τι δέν μπῆ­κε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Αὐτό ὡς συ­νή­θως ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε ἀ­πό τά Μ.Μ.Ε. Ὡσ­τό­σο τά ἔ­σο­δα τοῦ βι­βλί­ου ἡ Γαλ­λί­δα ὡς ἔν­δει­ξη με­τα­νο­ί­ας τά δώ­ρη­σε σέ ἕ­να φι­λαν­θρω­πι­κό Ἵ­δρυ­μα στήν Γαλ­λία­.

enromiosini

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/07/blog-post_9.html#more

"Λάβετε, φάγετε".



Αγαπήστε τη Θεία Λειτουργία, προστατέψτε το ευωδιαστό τριαντάφυλλο του Χριστού, φωτίστε τις ψυχές σας με το φως του θεϊκού ήλιου. Θεωρήστε μια χαμένη μέρα στη ζωή σας όταν αποτύχατε να είστε στη Θεία Λειτουργία ... Αφήστε τα μάτια σας να βλέπουν πάντα το Θείο Δισκοπότηρο, αφήστε τα αυτιά σας να ακούσουν πάντα: "Λάβετε, φάγετε". Ευχαριστώ τον Κύριο πάντα για το μεγαλύτερο δώρο που οι άγγελοι τρέμουν πριν.

(Αγ. Σεραφείμ (Zvezdinsky)
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/07/blog-post_10.html

Νά ὁμιλεῖς μόνο ὅταν πρόκειται νά πεῖς κάτι ἀνώτερο τῆς σιωπῆς



 Να ομιλείς μόνο όταν πρόκειται να πεις κάτι ανώτερο της σιωπής
Σιώπα και ειρήνευε.

Ο πολύλογος, έστω κι αν είναι ρήτορας, πνευματικά δεν ευδοκιμεί.

Η αργολογία εκδιώκει από την καρδιά το χαροποιόν πένθος. Να ομιλείς μόνο όταν πρόκειται να πεις κάτι ανώτερο της σιωπής.

Αυτός, που θέλει να μιμηθεί τον πράο και ησύχιο Κύριο, πρέπει να αγαπήσει την ευλογημένη σιωπή.

Τότε μόνο θα μπορεί να προφέρει αδιαλείπτως το πανάγιο Του όνομα και να εργάζεται διαρκώς το θέλημα Του «εξ όλης της ψυχής» του και με πόθο άγιο.

Για να αποκτήσεις τη σιωπή και την ησυχία στην καρδιά σου, απόφευγε τις περιττές βιοτικές σκέψεις.

Έτσι θα σωθείς και θα συγχορεύεις με Αγγέλους.

Να γνωρίζεις για ποιο σκοπο σιωπάς.

Αν π.χ. με τη γλώσσα σιωπάς και με τον λογισμό σου κατακρίνεις, δεν σε ωφελεί μια τέτοια σιωπή.

Ούτε πάλιν ωφελεί να σιωπάς και στην καρδιά σου να βασιλεύει μελαγχολία και απόγνωση.

Ένας Γέροντας, πολύ μεγάλος νηστευτής, είπε: «Εκείνη την ημέρα, που θα παραβιάσω ασκόπως την ευλογημένη σιωπή, δεν μπορώ ούτε κι αυτό τον κανόνα της νηστείας μου να τηρήσω, καθώς πρέπει».

Για τη σιωπή, που μ’ ερωτάς, πρέπει να ξέρεις ότι αυτή δεν έγκειται μόνο στη σιωπή της γλώσσας, αλλά προπαντός στη σιωπή των λογισμών.

Αν δηλαδή σιωπά η γλώσσα σου, οι λογισμοί σου όμως κρίνουν και καταδικάζουν τους άλλους, ε! Τότε αυτό δεν είναι σιωπή!

Είναι γραμμένο κάπου: «Μπορεί να ομιλείς όλη την ημέρα, και όμως εσωτερικά να έχεις ευλογημένη σιωπή, επειδή δηλαδή δεν θα λέγεις εκείνα, που δεν αρμόζουν.

Και μπορεί να σιωπάς όλη την ημέρα, και όμως να μην τηρείς θεάρεστα τη σιωπή, διότι ο λογισμός σου φλυαρεί και κατακρίνει».

Έλεγε κάποιος:
«Αν και πολλές φορές μετάνιωσα, επειδή μίλησα, όμως ποτέ μου δεν μετάνιωσα, επειδή σιώπησα.»

Και εγώ σε συμβουλεύω να ομιλείς μόνο, όταν πρόκειται να ’πεις κάτι, που είναι καλύτερο της σιωπής!

Όπως υπάρχει η καλή σιωπή, υπάρχει και η κακή.

Όπως υπάρχει η καλή ομιλία, υπάρχει και η κακή.

Καλή σιωπή είναι η ταπεινή, η εσωτερική, αυτή, που συνοδεύεται με προσευχή, και γεμίζει την ψυχή με χαρά.

Κακή σιωπή είναι εκείνη, που την συνοδεύει η δειλία, η εσωτερική κατάκριση, η ολιγοπιστία, η θλίψη, η απόγνωση. Καλή ομιλία είναι εκείνη, που λέγει τα σωστά και αναγκαία. Κακή ομιλία είναι η αργολογία, η ευτραπελία, η κολακεία, η υποκρισία, ο θυμός, η οργή, η αισχρολογία, η κατάκριση, η συκοφαντία και όλα τα παρόμοια.

Πρέπει λοιπόν να αποκτήσουμε «νουν Χριστού» (Α’ Κορ. β’ 16), ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε πότε θα πρέπει να μιλήσουμε και πότε θα πρέπει να σιωπήσουμε.

Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη

https://epanosifi.blogspot.com/2019/06/blog-post_174.html

Ἕνας μοναχός φύτεψε μία ἑλιά καί ἄρχισε νά προσεύχεται:



Ένας μοναχός φύτεψε μια ελιά και άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε, στείλτε μου βροχή.

Και ο Κύριος έστειλε βροχή στη γη.

Το δέντρο ήταν κορεσμένο με υγρασία και ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται: Και τώρα, Κύριε, σας ζητώ να στείλετε πολύ ήλιο - το δέντρο μου χρειάζεται ζεστασιά.
Και ο Κύριος έστειλε τον ήλιο.

Το δέντρο μεγάλωσε.
Ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται γι 'αυτό: Κύριε, δώσε λίγο παγετό για να ενισχυθούν οι ρίζες και τα κλαδιά. Ο Κύριος έστειλε παγετό και ... το δέντρο πέθανε.

Ο μοναχός ήταν πολύ αναστατωμένος.
Πήγε σε άλλον μοναχό για να πει την ιστορία του και να μοιραστεί τη θλίψη του.

Έχω επίσης μια ελιά, κοίτα - απάντησε ένας άλλος μοναχός.
Το δέντρο του έχει μεγαλώσει όμορφα. Αλλά προσευχήθηκα διαφορετικά. 

Είπα στον Θεό ότι είναι ο Δημιουργός αυτού του δέντρου και ότι ξέρει καλύτερα τι χρειάζεται γι 'αυτό.

Απλώς ζήτησα από τον Θεό να τον φροντίσει και το κάνει.

Αυτό ισχύει για εμάς. Συχνά ρωτάμε, κατά τη γνώμη μας, τι χρειαζόμαστε. Αλλά μόνο ο Θεός ξέρει τι χρειαζόμαστε. Τον εμπιστευόμαστε εντελώς!


https://epanosifi.blogspot.com/2019/06/blog-post_124.html

Νά μή διαλέγετε ἀρνητικούς τρόπους γιά τή διόρθωσή σας. Άγ.Πορφύριος


Άγ.Πορφύριος
 
Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα σ' αυτά.
Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν' απαλλαγείτε από αυτές. Ν' αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος.
Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν' αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.λπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ' αντιδράσετε χειρότερα.


Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ' αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε ή και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. Κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σ' αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.

Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσουμε το εσωτερικό μας απ' τα μπερδέματα και τα πάθη.

https://proskynitis.blogspot.gr/2018/01/blog-post_15.html?m=1

Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα τοῦ καὶ Χαμαετοῦ


Αγιος Νικόλαος καβάσιλαςΞαναγυρίζοντας τώρα στό Βυζάντιο εἶναι καλό νά πᾶμε πρῶτα στόν τελευταῖο μεγάλο μυστικό του, τόν Νικόλαο Καβάσιλα (+ 1471), πού ἐμπνέεται πολύ ἀπό τόν Συμεῶνα.
Τό οἰκογενειακό του ὄνομα ἦταν Χαμαετός, γνωστή βυζαντινή οἰκογένεια. Γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη ἀλλά σπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Καβάσιλας ἔφτασε στίς ἀκρότερες συνέπειες, στίς ὁποῖες ὁδηγοῦσε ἡ κατεύθυνση πού μέ τόσο ζωηρό παλμό ἐχάραξεν ὁ Συμεών. Τό σπουδαιότερο ἔργο του εἶναι ἡ «ζωή ἐν Χριστῷ». Τό ἁπλό καί μαζί βαθύ, λυρικό καί μαζί μυστικό ὖφος του ἀποπνέει τή δροσιά καί τήν αἰσιοδοξία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες αἰσθάνονταν συχνά τήν ἀνάγκη νά ξαναγυρίζουν στό Σωκράτη γιά νά βαπτιστοῦν στή γεμάτη αἰσιοδοξία ἀλλά καί ἁπλότητα σκέψη καί ζωή του, ἔτσι καί οἱ Βυζαντινοί, ὅσες φορές ἡ ἐκλεπτυσμένη θεολογική σκέψη ἐστέγνωνε τήν ψυχήν των ξαναγυρίζουν στούς ἀποστολικούς χρόνους, στήν ἁπλότητα τῆς πίστης καί στήν αἰσιοδοξία των.

Θά σταματήσωμε σέ δυό μόνο σημεῖα πού δείχνουν σημαντική πρόοδο τῆς μυστικῆς θεωρίας. «Ὁ νόμος τοῦ πνεύματος, λέγει ὁ Καβάσιλας, πού εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό, εἶναι νόμος φιλίας καί εὐγνωμοσύνης. Γιά νά ἀκολουθήση κανείς αὐτό τό νόμο δέν εἶναι ἀνάγκη νά καταβάλη κόπους, οὔτε έξοδα, οὔτε νά χύση ἰδρῶτα ... Οὕτε, προσθέτει, εἶναι ἀνάγκη νά ἀφήσης τή δουλειά σου, ἤ νά ἀποσυρθῆς σέ ἀπόμερα μέρη, νά διάγης μιά παράξενη ζωή καί νά φορῆς ἕνα παράξενο ἔνδυμα. Δέ χρειάζεται νά κάμης ὅλα αὐτά. Μπορεῖς νά μείνης στό σπίτι σου, καί, χωρίς νά χάσης τά ἀγαθά σου, νά βρίσκεσαι πάντα στή μελέτη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, στή μελέτη τῆς συγγενείας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θεῖο καί σέ κάθε ἄλλη τέτοιας λογῆς μελέτη».
«Καί πρῶτα πρῶτα, προσθέτει ἀλλοῦ, δέ χρειάζονται προετοιμασίες γιά τήν προσευχή μας, οὔτε εἰδικοί τόποι, οὔτε φωνές ὅταν ἐπικαλούμαστε τό Θεό. Γιατί δέν ὑπάρχει τόπος ἀπό ὅπου λείπει ὁ Θεός, δέν εἶναι δυνατό νά μήν εἶναι μαζί μας, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πάντα πιό κοντά σέ κείνους πού τόν καλοῦν, ἀπό ὅσο εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιά τους. Θά ἔλθη πρός ἠμᾶς, ἀκόμη κι ἄν εἴμαστε κακοί, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός». Χάνεται τελείως, ὅπως βλέπομε, ὄχι μόνο ἡ ἀντιδικία μέ τή σάρκα, ἀλλά καί ὅλες οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες καί μορφές τῆς ζωῆς (ἀναχωρητισμός, ἔνδυμα κλπ.) πού τίς θεωροῦσαν ἀπαραίτητες. Ἡ εὐσέβεια εἶναι ἀποκλειστικά ἔργο τῆς δικῆς μας ἐσωτερικῆς διαθέσεως, τῆς δικῆς μας θέλησης. Γι' αὐτό δέν εἶναι ἀπαραίτητο ἐπακόλουθο τοῦ μυστικισμοῦ ἡ ἐξωτερική ἀποχώρηση ἀπό τόν κόσμο, ὁ ἀναχωρητισμός. Μένοντας μέσα στήν καθημερινή, τήν κοινωνική του ζωή ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ καί πρέπει νά τήν μετουσιώνη μέ τή μελέτη τῶν ὑψηλῶν πνευματικῶν θεμάτων, πού ἀπεργάζονται τή μεταστροφή τῆς βουλήσεώς του.
Δέν εἶναι λοιπόν ὁ Καβάσιλας ὁ μυστικός τῶν ἐκστατικῶν καταστάσεων. Σκοπός του νά περιγράψη τή θεία χάρη μέσα στόν κοινό χριστιανό. Καί αὐτό τό κάνει μέ ἐξαιρετικά δυνατή θεολογική πνοή. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού μπαίνει μέσα στόν καθένα μας μέ ἕνα μυστήριο οἰκειότητας. Εἶναι φυσικό, λέγει, κάθε πρᾶγμα νά εἶναι δεμένο μέ τόν ἑαυτόν του περισσότερο παρά μέ κάθε ἄλλο. Ἔτσι πιστεύομε. Καί ὅμως, προσθέτει ὁ Καβάσιλας, ἡ ἔνωσή μας μέ τό Χριστό εἶναι ἀκόμα πιό δυνατή. Οἱ μακάριοι ἄνδρες νοιώθουν τόν ἑαυτό τους δεμένο περισσότερο μέ τό Σωτῆρα παρά μέ τόν ἑαυτό τους. Ὁ Χριστός εἶναι τήν ἴδια ὥρα ξένος μας καί ἐνδιαίτημά μας. Ἀναπνέομε τό Χριστό. Σέ τοῦτο ἀκριβῶς διαφέρει ἡ Νέα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, στήν παρουσία μέσα μας τοῦ Χριστοῦ, πού διαθέτει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν μεταπλάθει. Χρέος μας ἱερό νά μή σβύσωμε τή μέσα μας ἀναμένη λαμπάδα, ἀλλά νά σκάψωμε μέσα μας καί νά ἀνακαλύψωμε τήν καθαρή οὐσία τῆς ἀρετῆς, τήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. «Οὔτε οἱ ναοί, λέγει ὁ Καβάσιλας, οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο ἱερό εἶναι τόσο ἅγιο ὅσο ὁ ἄνθρωπος μέ τή φύση τοῦ ὁποίου κοινωνεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού θά ἔλθη καθήμενος ἐπί τῶν νεφῶν εἶναι ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι ἀσφαλῶς Θεός. Καθένας μας, μπορεῖ νά λάμψη περισσότερο ἀπό τόν ἤλιο, νά ἀνέβη στά σύννεφα, νά πετάξη πρός τό Θεό, νά τόν πλησιάση, νά κάμη ὥστε ὁ Θεός νά τόν κυττάξη μέ γλυκύτητα». Νάμαστε λοιπόν πάλι στή Σωκρατική ἀφετηρία, μέ νέο βάθος: νά ἀνακαλύψης τήν ἀξία τῆς φύσης σου καί νά οἰκοδομήσης τή ζωή σου πάνω σ' αὐτήν. «Ἄν, προσθέτει ὁ Καβάσιλας, ὕστερα ἀπό αυτή τήν ἀνακάλυψη ἀναλογισθῆ ὁ ἄνθρωπος τήν φτώχεια μέσα στήν οποία ζεῖ, -ἐνῶ ἔχει τόσο πλούσια φύση,- ἐπειδή ἄφησε τήν ὀκνηρία καί τόν ὕπνο νά τόν περιτυλίξουν, μεγάλη λύπη καί δάκρυα πολλά θά τόν συνοδεύουν σέ ὅλη του τή ζωή. Ἀλλά τήν ἡμέρα ὅμως πού θά κάμη τή ζωή του ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, ἀπό πηγή θλίψεως καί δακρύων πού ἤτανε, θά γίνη τότε ἡ ζωή του πηγή εὐδαιμονίας καί πνευματικῆς χαρᾶς». Μέ τόν ἰδεαλισμό του κατορθώνει ὁ Καβάσιλας, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον Βυζαντινό, νά ἀνακαλύψη τόν πνευματικό ἄνθρωπο ὄχι στόν ἀναχωρητή, ἀλλά στήν, ἔξοχη ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν ὁποίαν ἐπικοινωνεῖ ὁ Θεός, καί νά καλέση κάθε Χριστιανό νά κάμη τήν ἴδια ἀνακάλυψη. Ἡ θρησκευτική σκέψη λυτρώνεται ἀπό κάθε δεσμό μέ έξωτερικές συνθῆκες. Ἀπό τόν ἀσκητισμό τοῦ σώματος, τόν πόλεμο κατά τῆς σάρκας των ἑρημιτῶν τῆς Θηβαΐδος, ἀνεβαίνουμε στήν κορφή τῆς καθαρῆς πνευματικῆς χώρας τoῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἀπό τίς μεγαλύτερες πνευματικές νίκες τοῦ Βυζαντίου.
Πρόλογος: B N Τατάκη
http://www.orthodoxfathers.com/Logoi/Agios-Nikolaos-Kavasilas-CHamaetos

Τίς ὁ νοῦς τῆς Θείας Λειτουργίας (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)


Στὴν τελετουργία τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων διακρίνουμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ ἔργο τῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων σὲ θεῖο σῶμα καὶ αἷμα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν νὰ κερδίσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ν’ ἀποχτήσουν σὰν κληρονομία τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζὶ μὲ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἀκολουθοῦν.
β’
Ὡς προπαρασκευὴ δὲ καὶ τελείωμα, στὸ ἔργο καὶ στὸ σκοπὸ ποὺ ἀναφέραμε, πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὶς εὐχές, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀναγνώσεις τῶν θείων Γραφῶν καὶ ὅλα γενικά, ὅσα τελοῦνται ἤ λέγονται μὲ ἱεροπρέπεια πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Καί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τὰ ἅγια καὶ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν προσφέρουμε πρῶτοι ἐμεῖς σὰν δικό μας — γιατί ὅλα εἶναι εὐεργεσίες του — ὅμως, μᾶς δεσμεύει μὲ τὴν ἀπαίτησή του, πὼς πρέπει πρῶτα νὰ γίνουμε ἱκανοὶ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε καὶ ἔπειτα, κατ’ ἀνάγκη, νὰ τὰ διατηρήσουμε. Καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ μετάδινε τὸν ἁγιασμὸ του ἂν δὲν πλησίαζε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μ’ αὐτὴ τὴ διάθεση. Ἔτσι ἀκριβῶςἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ βροῦμε τὸν ἁγιασμό μας στὸ βάπτισμα, στὸ χρῖσμα καὶ στὸ δεῖπνο του, τὴν ἁγία καὶ φρικτὴ Τράπεζά του.
γ’
Κι αὐτὸ ἴσα – ἴσα μᾶς φανέρωσε μὲ τὴν παραβολή του γιὰ τὸ σπορέα, ὅπου λέει: βγῆκε ὁ σποριάς, ὄχι νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, μὰ γιὰ νὰ «σπείρει» (Ματθ. ιγ’ 3)· γιατί τὸ ὄργωμα καὶ κάθε ἄλλη προπαρασκευὴ πρέπει νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
δ’
Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ὑποχρεωτικὸ στὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων νὰ γίνεται ἔτσι, δηλ. νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα καὶ πλήρως προπαρασκευασμένοι γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἱερὰν ἀκολουθία τῆς λειτουργίας καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα — ὅπως ὑπάρχουν. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς βοηθοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμωδίες καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ ἱεροπρέπεια γίνεται ἤ λέγεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιατί, ὁλ’ αὐτά, μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προδιαθέτουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, πρῶτα νὰ δεχτοῦμε, ὅπως πρέπει, τὸν ἁγιασμὸ καὶ μετὰ νὰ τὸν κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, μὲ τὴν πιὸ δυνατὴν ἀσφάλεια.

ε’
Ὁ ἁγιασμός μας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία γίνεται μὲ δύο τρόπους. Στὸνπρῶτο τρόπο, τὸν βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα μας ὡς ὠφέλεια ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα. Οἱ εὐχές, ποὺ σὰν προσευχὴ ἀναπέμπουμε, ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ καὶ προξενοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας∙ ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ψαλμωδίες μας, ποὺ ἐξιλεώνουν τὸν Κύριο καὶ τὸν κάνουν νὰ στρέψει γλυκὰ τὸ βλέμμα του πρὸς ἐμᾶς. «Θῦσον γὰρ – λέγει ὁ ψαλμωδὸς – τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’, 14-15).
Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸφόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ’ ἔτσι σιγὰ – σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κιὃλ’ αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.
Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ’ ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.
ς’
Ὁ ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα ὅσα τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ: σ’ ὅλ’ αὐτὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου κι ὅσα Ἐκεῖνος ἔκαμε ἤ ἔπαθε γιά μᾶς. Γιατί, στὶς ψαλμωδίες καὶ στ’ ἀναγνώσματα, καθὼς καὶ σ’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελεῖ ὁ ἱερεὺς μέσα στὴ θεία λατρεία, φανερώνεται ἡ θεία οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας φανερώνονται οἱ πρῶτες φάσεις τοῦ θείου ἔργου του∙ στὸ δεύτερο μέρος, σημαίνεται ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου του∙ καὶ στὸ τελευταῖο, ὅ,τι θ’ ἀκολουθήσει. Καὶ πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν καὶ βλέπουν ὅλ’ αὐτά, νὰ φέρνουν πάντα μπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σημαίνονται μ’ αὐτά.
Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α’ Κορ. ια’ 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ’ αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ’ τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ’ 49∙ Πράξ. α’ 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ’ Αὐτόν.
ζ’
Ἡ ὅλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ἀκριβῶς σὰν μία εἰκόνα ἑνιαία του μοναδικοῦ σώματος τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, βάζοντας τάξη σὲ ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, κ’ ἐναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.
η’
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοί, ποὺ σὰν προοίμια ψάλλονται, κι ἀκόμη πιὸ πρὶν ἀπ’ αὐτούς, τὰ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, φανερώνουν τὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ θείου ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅσα ἀκολουθοῦν τοὺς ψαλμούς, δηλ. τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τ’ ἄλλα, σημαίνουν τὴν περίοδο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκολούθησε μετά.
θ’
Ἂν κ’ ἔχει λεχθεῖ, πὼς γι’ ἄλλο λόγο ἔχουν εἰσαχθεῖ τὰ ἀναγνώσματα κ’ οἱ ψαλμωδίες, ὅτι δηλ. εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ μᾶς προδιαθέτουν γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν στὸ νὰ ἐξιλεώνουμε τὸ Θεό, ὅμως, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν καὶ τὰ δυὸ νὰ συμβοῦν: τὰ ἴδια ἱερὰ ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή, καὶ τὴ θείαν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ σημαίνουν.
Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ’ αὐτὰ ἤ μ’ ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.
Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ’ ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργούνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν’ ἀπ’ αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.
Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ’ ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι – ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.
ι’
Ἀνάλογα παραδείγματα θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στ’ ἄλλα Μυστήρια∙ ὅπως π.χ. στὸ Βάπτισμα, ὅπου, ὑποχρεωτικά, πρὶν βαπτιστοῦν ἔβγαζαν τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ροῦχα τους, ἅπλωναν τὰ χέρια τους καὶ φυσοῦσαν. Ἀλλά, βέβαια, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χρησιμότητα, παρὰ ὁ συμβολισμὸς τῶν κινήσεων, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ μῖσος γιὰ τὸ δαίμονα − ὅσο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας − καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν διώξει πολὺ μακριά του, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανὸς μετὰ τὸ βάπτισμα. Καί, φυσικά, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες πράξεις καὶ στ’ ἄλλα μυστήρια θὰ ἔχουν πάντα καὶ τὴν ἀνάλογη σημασία τους.
ια’
Ὅσα τελοῦνται τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος∙ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε καθαρὰ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κ’ ἔτσι ν’ ἁγιάζει τὶς ψυχές μας, ποὺ θὰ γίνονται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἄξιες νὰ δεχτοῦν τ’ ἄχραντα Μυστήρια. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ πραγματοποιήθηκε τὸ θεῖο ἔργο του, ἀνάστησε τὸν πεσμένο κόσμο τῆς οἰκουμένης, ἔτσι πάντα κάνει ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸ βλέπουν ἐσωτερικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ πάλι. Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει καμμιὰν ὠφέλεια ἂν δὲν τὸ ἐνστερνίζονταν μὲ τὴ μέσα θεωρία καὶ τὴν πίστη. Κ’ εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχει κηρυχτεῖ καὶ πού, γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυὸ τρόπους καὶ μέσα ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο γιατί, τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἡ πραγματοποίησή του ἔμενε ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν νὰ σωθοῦν. Βέβαια, τότε ποὺ πρωτοφανερωνόταν μὲ τὸ κήρυγμα, γεννοῦσε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ σεβασμό, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ – πράγματα ὡς τότε ἄγνωστα γι’ αὐτούς∙ σήμερα, ὅμως, ὅταν θεωρεῖται ἐσωτερικὰ καὶ μὲ θέρμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἤδη χριστιανούς, δὲν γεννᾶ βέβαια κεῖνα τὰ εὐλογημένα αἰσθήματα μέσα τους, ἀλλὰ βρίσκοντάς τα μέσα τους τὰ διατηρεῖ, τ’ ἀναγεννᾶ καὶ τὰ δυναμώνει. Κ’ ἔτσι, τοὺς στηρίζει πιὸ πολὺ στὴν πίστη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ θερμοὺς στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἀγάπη. Γιατί, ἐκεῖνα ποὺ δημιούργησε ἀπ’ τὴν ἀνυπαρξία τότε, θὰ εἶναι πολὺ εὐκολώτερο νὰ τὰ διασώσει, νὰ τὰ διατηρήσει καὶ νὰ τ’ ἀνανεώσει σήμερα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, πάντα μ’ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια Μυστήρια∙ γιατί ἡεὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μᾶς ζεσταίνει ἐσωτερικὰ καὶ πολύ μᾶς ἀνυψώνει∙ ἐνῶ, χωρὶς ὅλ’ αὐτά, καὶ ἁπλῆ ματιὰ ἔστω νὰ ρίξουμε στ’ ἅγια Μυστήρια, βρισκόμαστε σὲ μεγάλην ἀσέβεια.
ιβ’
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μπεῖ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεωρία μέσα στὴν τάξη τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ μᾶς τοποθετεῖ συμβολικά, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων, μπροστὰ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μένουμε μονάχα μὲ τὴ σκέψη πρὸς τὰ τελούμενα, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴ μεγάλη φτώχεια τοῦ Πλουσίου∙ τὴν ξενητιὰ καὶ τὸν ἐρχομό σ’ ἐμᾶς, Ἐκείνου, ποὺ κατοικοῦσε δικαιωματικὰ τὸν κάθε τόπο∙ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τοῦ Εὐλογημένου κ’ ἐγκωμιαζόμενου ἀπ’ ὅλους∙ τὰ πάθη Ἐκείνου, ποὺ δὲν γνώρισε κανένα πάθος∙ γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μισήθηκε καὶ πόσον ἀγάπησε∙ πόσο ψηλὰ βρισκότανε καὶ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ χάρη μας∙ πόσα χρειάστηκε νὰ κάμει καὶ πόσα νὰ πάθει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει αὐτὸ τὸ θεῖο τραπέζι, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Κ’ ἔτσι, θαυμάζοντας τὴν ἀνανέωση τοῦ σωτηρίου ἔργου του κι ἀναμετρώντας συγκλονισμένοι τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του, νὰ δείξουμε τὴν εὐλάβειά μας σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τόση φιλανθρωπία μᾶς σπλαχνίστηκε καὶ μᾶς ἔσωσε: μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τὴν ψυχή μας, νὰ τοῦ παραδώσουμε ὁλάκερη τὴ ζωή μας καὶ ν’ ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης του. Κι ὅταν πιὰ φτάσουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων μὲ οἰκειότητα καὶ δίχως κανέναν κίνδυνο.
ιγ’
Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαμε κάποτε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἤ τὸ ὅτι πιὰ τὴν ξέρουμε, γιὰ ν’ ἀποχτήσουμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία πρὶν λίγο ἀναφέραμε. Ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ ἔχουμε καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἐκεῖ καὶ νὰ θεωροῦμε ἐσωτερικὰ τὰ γινόμενα, διώχνοντας ἀποτελεσματικὰ κάθε ξένο λογισμό, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν ψυχὴ μας ἐκεῖνες τὶς διαθέσεις καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀναφέραμε, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸν ἄνωθεν ἁγιασμό. Γιατί, κι ἂν τύχει καὶ ξέρουμε καλά τούς λόγους τῆς θρησκείας μας, κατὰ τρόπο πού, ἂν μᾶς ρωτήσει κάποιος κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε σωστά, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε ἀπολύτως, ἂν τὴν ὥρα τῆς μυσταγωγίας δὲν προσέχουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖ, ἀλλ’ ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ τρέχει σ’ ἄλλα πράγματα – τέτοια ξερὴ γνώση, δὲν μπορεῖ ν’ ἀφήσει κανέν’ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ προαναφέραμε νὰ εἰσέλθει μέσα μας. Γιατί, οἱ διαθέσεις μας δημιουργοῦνται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις ἐκείνης τῆς ὥρας∙ ἑπομένως, καὶ τὰ πάθη κ’ αἰσθήματα ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι ἀποτέλεσμα, ποιοτικά, ἀνάλογο πάντα μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὰ γέννησαν.
ιδ’
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπινόησαν αὐτὸν τὸ συμβολικὸ τύπο στὴ θεία λειτουργία γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: γιατί δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ μᾶς μιλήσει μὲ λόγια μόνο, ἀλλὰ φέρνει τὰ πάντα μπρὸς στὰ μάτια μας, φανερώνοντας ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας. Κι αὐτό, γιατί θέλουν, ἀπ’ τὴ μιὰ μεριά, νὰ ἐπιδράσει εὐκολώτερα πάνω στὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴ μείνει μία ἁπλῆ θεωρία μονάχα, γιὰ νὰ χαράξει μέσα μας ἐκεῖνο τὸ βαθὺ πάθος κ’ αἴσθημα, ἔτσι πού, αὐτὰ ποὺ φανταζόμαστε, μὲ τὴν πρόσθετη αὐτὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, νὰ τυπωθοῦν καὶ νὰ μείνουν καθαρώτερα μέσα μας. Ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, θέλουν ἀκόμη, αὐτὸς ὁ τύπος τῆς λειτουργίας νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ λαβὴ στὴ λήθη, μήτε ν’ ἀφήσει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμὸς πρὸς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὥσπου νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ οὐράνιο τραπέζι. Κ’ ἔτσι πιά, γεμᾶτοι ἀπὸ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἔννοιες κ’ ἔχοντας ἀνθισμένη τὴ μνήμη ἀπὸ θεῖες εἰκόνες, νὰ μεταλάβουμε τ’ ἄχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στὸν ἁγιασμὸ μας ἕνα νέον ἁγιασμὸ – δηλ. στὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐσωτερικῆς μας θεωρίας προσθέτουμε τὸν ἁγιασμὸ τῆς τελετουργίας — καὶ «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β’ Κορ. γ’ 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη στὴ μεγαλύτερη καὶ ὑψηλότερην ἀπ’ ὅλες τὶς δόξες.

(Χριστιανικὸ Συμπόσιο Γ΄, ἐκδόσεις Ἑστία, Ἀπόδοση Π. Πάσχου)

(Πηγή ηλ. κειμένου: agiazoni.gr)

Ὁ Θεός εἶναι πάντα πιό κοντά σέκείνους πού τόν καλοῦν, ἀπό ὅσο εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιά τους(Ἅγ.Νικόλαος Καβάσιλας)


 «Η αγάπη για το Θεό, είναι νόμος φιλίας και ευγνωμοσύνης. Για να ακολουθήσει κανείς αυτό το νόμο δεν είναι ανάγκη να καταβάλει κόπους, ούτε έξοδα, ούτε να χύσει ιδρώτα ...
 Ούτε, είναι ανάγκη να αφήσεις τη δουλειά σου, ή να αποσυρθείς σε απόμερα μέρη, να διάγεις μια παράξενη ζωή και να φορείς ένα παράξενο ένδυμα. Δεν χρειάζεται να κάμεις όλα αυτά.
Μπορείς να μείνεις στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσεις τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας τού ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη.
Δεν χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε τον Θεό.
Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ὁ Θεός, δεν είναι δυνατόν να μην είναι μαζί μας, αφού ο Θεός είναι πάντα πιο κοντά σε κείνους πού τον καλούν, από όσο είναι η ίδια η καρδιά τους. Θα έλθει προς εμάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός»

Από το βιβλίο « Περί της εν Χριστώ ζωής» Αγίου Νικολάου Καβάσιλα Ιερόν Ησυχαστήριον « Ευαγγελιστής Ιωάννης ὁ Θεολόγος»
πηγή

https://proskynitis.blogspot.com/2018/06/blog-post_99.html

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας – Ὁ συμβολισμός τῆς Θείας Λειτουργίας



Να λοιπόν γιατί μια τέτοια θεωρία, η οποία είναι ικανή να εντυπώσει μέσα μας αυτά, έπρεπε να αποτυπωθεί στη διάταξη της θείας λειτουργίας, για να μη συλλογιζόμαστε μόνο με τον νου, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και να βλέπουμε με τα μάτια μας τη μεγάλη πτωχεία του Πλουσίου (Β’ Κορ. 8:9), την έλευση στον κόσμο Εκείνου που κατέχει κάθε τόπο, τους ονειδισμούς του Ευλογημένου, τα πάθη του Απαθούς· πόσο μισήθηκε και πόσο μας αγάπησε· ποιος ήταν και πόσο ταπείνωσε τον εαυτό Του· τι έπαθε και τι έκανε για να ετοιμάσει μπροστά μας αυτή την τράπεζα. Και αφού έτσι θαυμάσουμε την παράδοξη σωτηρία και μείνουμε έκπληκτοι από το πλήθος των οικτιρμών, να σεβαστούμε Εκείνον που έτσι μας ελέησε και έτσι μας έσωσε, να Του εμπιστευθούμε τις ψυχές μας, να Του παραδώσουμε τη ζωή μας και να ανάψουμε τις καρδιές μας με τη φωτιά της αγάπης Του. Και αφού γίνουμε τέτοιοι, τότε με ασφάλεια και οικειότητα να πλησιάσουμε τη φωτιά των μυστηρίων.
Γι’ αυτό το λόγο επινοήθηκε αυτός ο συμβολισμός, ο οποίος, αφενός δεν περιορίζεται να φανερώσει τα της θείας Οικονομίας μόνο με λόγια, αλλά και θέτει τα πάντα μπροστά στα μάτια μας, αφετέρου είναι ορατός σε όλα τα στάδια της ιερουργίας. Έτσι, με το πρώτο επιδρά ευκολότερα επάνω στις ψυχές μας, για να μη μας γίνει μόνο απλό θέαμα, αλλά να δημιουργήσει μέσα μας και πάθος (πίστη, ελπίδα, αγάπη· βλ. ανωτέρω), διότι μια ορατή αναπαράσταση μπορεί να παραγάγει μέσα μας μια εντύπωση πιο δυνατή. Και με το δεύτερο, δεν επιτρέπει διόλου να μας καταλάβει η λησμοσύνη, ούτε αφήνει να στραφεί ο λογισμός μας σε τίποτε άλλο, μέχρι τη στιγμή που θα μας οδηγήσει σ’ αυτή τη θεία τράπεζα. Και τότε, γεμάτοι από αυτές τις σκέψεις και έχοντας άγρυπνη τη μνήμη, θα κοινωνήσουμε τα άγια μυστήρια, βάζοντας μέσα μας αγιασμό επάνω στον αγιασμό, τον αγιασμό δηλαδή της τελετής επάνω στον αγιασμό των θεωριών και «μεταμορφούμενοι από δόξης εις δόξαν» (Β’ Κορ. 3:18), από την κατώτερη δηλαδή στην πιο μεγάλη απ’ όλες τις δόξες.
(1) Θεία Οικονομία ονομάζεται από τους Πατέρες το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ο Θεός ενήργησε την απολύτρωση και τη σωτηρία μας: η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, η ζωή, η διδασκαλία, τα πάθη, η σταύρωση, η ανάσταση, η ανάληψή Του, η ίδρυση της Εκκλησίας Του.
(2) Πατερικός όρος που χρησιμοποιείται συχνά από τον Καβάσιλα και σημαίνει το να μη μένει κανείς στην απλή θέα των τελουμένων, αλλά να μεταβαίνει στο πνευματικό τους νόημα εμβαθύνοντας σ’ αυτά βιωματικά με τη νοερά μελέτη.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Μετάφραση Αντ. Γαλίτη. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 27.
https://paraklisi.blogspot.com/2019/06/blog-post_950.html

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

ΠΕΡΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ, ΑΓΓΕΛΩΝ, ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ





Αποστάγματα σοφίας, χρήσιμα για όλους μας, από μεγάλες μορφές της ορθόδοξης πίστης

«Μη νομίσεις ότι μόνον οι άγιοι μεσολαβούν για μας, αλλά και οι άγγελοι παρακαλούν τον Θεό στις θλίψεις μας». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος



«Όταν χάσει την ταπείνωση η ψυχή, χάνει συγχρόνως και τη χάρη και την αγάπη για τον Θεό και τότε σβήνει η φλογερή προσευχή». Άγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης



«Να συνηθίζεις να αυτοκατακρίνεσαι, μήπως τυχόν διέπραξες κάποιο αμάρτημα με τον λογισμό σου, μήπως η γλώσσα έτρεξε πριν από τον νου ή γλίστρησε σε λόγο άτοπο, μήπως και χωρίς να το θέλεις έπραξες αμαρτία». Μ. Βασίλειος



«Η νηστεία μάς εξομοιώνει με τους αγγέλους, μας κάνει συγκάτοικους με τους αγίους, φρονηματίζει τη ζωή μας». Μ. Βασίλειος



«Να χαίρεσαι στις θλίψεις σου, να πλουτίζεις στη φτώχεια σου, να παρηγορείσαι στις ασθένειές σου». Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης



«Όσο μεγαλύτερες είναι οι ευεργεσίες που πήραμε, τόσο βαρύτερα και σκληρότερα τιμωρούμαστε, όταν αποδειχθούμε ανάξιοι της ευεργεσίας». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος



«Ας απομακρύνουμε από το στόμα μας κοροϊδίες και βρισιές και αισχρολογίες και κακολογίες, καθώς και την κακή συνήθεια των όρκων». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος



«Το άγχος καταπολεμείται με την εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού και τον καλόν αγώνα». Άγ. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης



«Ούτε να έχεις μεγάλο θάρρος, ούτε να απελπίζεσαι υπερβολικά. Το πρώτο σε εξασθενεί, το δεύτερο σε ρίχνει κάτω». Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος



«Τίποτα δεν χαρακτηρίζει τόσο πολύ τον Χριστιανό όσο το να είναι ειρηνοποιός, γιατί ο Κύριος μας υποσχέθηκε και την ανταμοιβή μας για αυτό». Μ. Βασίλειος



«Η σιωπή είναι μεγάλο δυναμωτικό του αόρατου πολέμου και μια βέβαια ελπίδα νίκης». Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης



«Όσοι ξέπεσαν από την αρετή πασχίζουν να παρασύρουν και τους άλλους, για να μην είναι μόνοι τους στην ασχημοσύνη». Άγ. Εφραίμ ο Σύρος



«Ο Θεός επιτρέπει, σύμφωνα με το σχέδιό Του, να δοκιμαστεί ο καθένας με διάφορες θλίψεις, για να φανερωθούν εκείνοι που Τον αγαπούν». Άγ. Εφραίμ ο Σύρος



«Οι άνθρωποι όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον. Και πάλι όσο πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, τόσο πλησιάζουν και τον Θεό». Αββάς Δωρόθεος



«Πέφτουμε σε μεγάλες αμαρτίες, γιατί δεν φροντίσαμε όσο πρέπει για να κόψουμε τα μικρότερα ελαττώματά μας». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος



«Πρέπει κανείς να φροντίζει να μένει μαζί ή τουλάχιστον να συνομιλεί συχνά με ανθρώπους που έχουν πνευματική γνώση». Άγ. Μάρκος ο Ασκητής



«Η χαρά του Θεού δεν γεννιέται σε οποιαδήποτε ψυχή, αλλά εάν κάποιος έκλαψε πολύ για την αμαρτία του». Μ. Βασίλειος



«Κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει την αδυναμία του, αν δεν πέσει σε σωματικούς πειρασμούς. Τότε προσεύχεται και συντρίβεται και ταπεινώνεται». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Πήγαινε κοντά στους δίκαιους και διά μέσου αυτών θα πλησιάσεις τον Θεό. Να συναναστρέφεται αυτούς που έχουν ταπείνωση και θα μάθεις τους τρόπους τους». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Μη ζητάς υπεροχή, αλλά να αναγνωρίζεις την ισότητα της φύσης και να αγαπάς να είσαι ισότιμος προς εκείνους που φαίνονται ότι υστερούν κάπως απέναντί σου». Μ. Βασίλειος



«Με την υπομονή φθάνουμε στην ταπείνωση και στη συνέχεια απολαμβάνουμε τη χάρη του Θεού». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Τα θεμέλια κάθε αρετής είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Αυτές, όταν γίνονται με διάκριση, βοηθούν τον άνθρωπο σε κάθε καλό». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Η παρρησία προς τον Θεό αποκτάται από την καθαρή συνείδηση και τα έργα της αρετής». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Μόλις δει ο εχθρός διάβολος το όπλο της νηστείας σε κάποιον άνθρωπο, αμέσως φοβάται, καθώς θυμάται την ήττα του από τον Σωτήρα στην έρημο». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Η γενναιότητα της καρδιάς αποκτάται από την πολλή πίστη στον Θεό και η πίστη από την ταπεινή καρδιά». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Τα υγιή μάτια επιθυμούν το φως, έτσι και τη νηστεία που γίνεται με διάκριση την ακολουθεί η επιθυμία της προσευχής». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Οι άγιοι πάντοτε εσκέπτοντο την άλλη ζωή. Είναι πνευματικό χάρισμα η μνήμη του θανάτου». Γέρων Αμφιλόχιος Μακρής



«Ο πονηρός δεν πειράζει και ταλαιπωρεί την ψυχή όσο θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός». Άγιος Εφραίμ ο Σύρος



«Όπως όλα τα άλλα, έτσι και οι γάμοι των Χριστιανών πρέπει να έχουν και την κοσμιότητα, και κοσμιότητα είναι η σεμνότητα». Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος



«Να εξετάζεις την εργασία κάθε ημέρας, σύγκρινέ τη με την προηγούμενη εργασία και βιάσου να βελτιωθείς. Να προοδεύεις στις αρετές, ώστε να πλησιάζεις τη ζωή των αγγέλων». Μέγας Βασίλειος



«Όποιος υποφέρει με χαρά την αδικία, αυτός έχει παρηγοριά από τον Θεό». Άγιος Ισαάκ ο Σύρος

http://ikivotos.gr

 

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ





Αποστάγματα σοφίας, χρήσιμα για όλους μας, από μεγάλες μορφές της ορθόδοξης πίστης



«Θα μας ζητηθεί να λογοδοτήσουμε όχι για κάθε λόγο και πράξη μας, αλλά και για κάθε χρόνο, ακόμη και για κάθε στιγμή και λεπτό της ώρας». Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος



«Βλέποντας ο Θεός ότι αυτά που κατορθώνεις εσύ με τη δύναμη τα αποδίδεις στον Θεό, και Αυτός με τη σειρά Του σου χαρίζει τα δικά Του, τα πνευματικά, τα θεία». Άγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος



«Η νωθρότητα είναι σύζυγος του ύπνου και η οκνηρία, μητέρα της πείνας». Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος



«Γνώριζε ότι χωρίς πειρασμούς βρίσκεσαι μακριά από τον δρόμο του Θεού και δεν περπατάς στα ίχνη των αγίων». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Αρχή της ραθυμίας είναι η αναβολή. Ας μην αναβάλλουμε, λοιπόν, για αύριο τη διόρθωσή μας, γιατί δεν ξέρουμε τι θα φέρει η αυριανή μέρα (Παροιμ. 27:1), ούτε να λέμε ότι θα νικήσουμε την κακή συνήθεια σιγά-σιγά, γιατί αυτό το σιγά-σιγά δεν θα φτάσει ποτέ». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος



«Η αμαρτία, πριν εμφανιστεί και πραγματοποιηθεί, σκοτίζει τον λογισμό και εξαπατά τον νου. Όταν όμως ολοκληρωθεί, τότε φανερώνει την απρέπειά της, προξενώντας διαρκή οδύνη στην ψυχή και αφαιρώντας την παρρησία της συνειδήσεως». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος



«Δεν είναι δυνατό να σωθεί κανείς, αν δεν κάνει τίποτα για τη σωτηρία του πλησίον του». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος



«Ακόμα κι αν ζεις ανώτερη πνευματική ζωή, δεν θα αποκτήσεις καμία παρρησία στον Θεό, εφόσον αδιαφορείς για τους αδελφούς σου που χάνονται». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος



«Δεν είναι το μαρτύριο, αλλά ο σκοπός που κάνει τον μάρτυρα». Άγ. Αυγουστίνος



«Τα θαύματα δεν είναι αντίθετα στη φύση, αλλά αντίθετα σε αυτό που ξέρουμε για τη φύση». Άγ. Αυγουστίνος



«Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από τον Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στον Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου». Άγ. Αυγουστίνος



«Μην προσπαθείς να κατανοήσεις για να πιστέψεις. Πίστεψε για να κατανοήσεις». Άγ. Αυγουστίνος



«Μη φοβηθείς τους πειρασμούς διότι δι’ αυτών βρίσκεις τα πολύτιμα αγαθά. Προσευχήσου να μην εισέλθεις στους ψυχικούς πειρασμούς, αλλά για σωματικούς να ετοιμάζεσαι με όλη τη δύναμή σου, διότι χωρίς αυτούς δεν μπορείς να πλησιάσεις τον Θεό. Μέσα τους είναι αποτεθειμένη η θεία ανάπαυση. Όποιος αποφεύγει τους πειρασμούς των θλίψεων και όχι των επιθυμιών αποφεύγει την αρετή». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Ο ασθενής στην ψυχή που διορθώνει τους άλλους είναι σαν τον τυφλό που δείχνει τον δρόμο σε άλλους». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Να μην ξεχωρίζεις τον πλούσιο από τον φτωχό και να μη θέλεις να μάθεις τον άξιο από τον ανάξιο, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι στο αγαθό». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Στους ανθρώπους είναι βδελυκτή η πτωχεία, στον Θεό όμως είναι πολύ περισσότερο βδελυκτή η υπερήφανη ψυχή και ο υψηλόφρων και επηρμένος νους. Στους ανθρώπους τιμάται ο πλούτος, από τον Θεό όμως τιμάται η ταπεινωμένη ψυχή!». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος



«Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου: Ο Χριστός είναι Αγάπη. Έτσι, θα αγαπάς όλους τους ανθρώπους, θυσιάζοντας, χάριν αυτής της Αγάπης, ό,τι έχεις ακριβό, ακόμα και την ίδια σου τη ζωή». Άγ. Ιωάννης Κροστάνδης



«Η καρδιά που δεν πιστεύει είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσα. Η καρδιά που πιστεύει είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι». Άγ. Ιωάννης Κροστάνδης



«Να προτιμάς την κούραση απ’ την ξεκούραση». Άγ. Γεώργιος Καρσλίδης



«Η ψυχρότητα στην προσευχή είναι αποτέλεσμα κατακρίσεων, οργής και θυμού, κοσμικών ενδιαφερόντων και απασχολήσεων, σαρκικών ικανοποιήσεων και απολαύσεων… Φυλαχθήτε απ’ όλα αυτά και θα υποχωρήση». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος



«Κάθε έργο εμποτίζεται με εκείνα τα αισθήματα με τα οποία πραγματοποιείται. Όσοι έχουν καθαρή καρδιά το αισθάνονται αυτό. Όπως ευωδιάζουν τ’ άνθη έτσι ευωδιάζουν τα έργα που γίνονται με καλή προαίρεση. Η ευωδία των καλών έργων υψώνεται προς τον ουρανό, όπως το θυμίαμα». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος



«Κάθε αναφορά του νου και της καρδιάς προς τον Θεό είναι πραγματική προσευχή. Εάν καθώς εργάζεσθε ενθυμείσθε τον Θεό, αυτό αποτελεί προσευχή». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος.



http://ikivotos.gr

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΙΟΠΑΓΙΤΗΣ ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ




«Όσο για τα ονόματα, που αποδίδομε στον Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές Του που κατέρχονται προς εμάς, αλλά δεν μας φέρνουν κοντά στην απρόσιτη ουσία Του. Για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης κάθε έννοια  που αναφέρεται στον Θεό είναι ομοίωμα, απατηλή εικόνα, είδωλο. Οι έννοιες  που σχηματίζουμε ακολουθώντας την φυσική μας κρίση και γνώμη, κάνοντας μας να βασιστούμε σε μία νοητή αναπαράσταση, δημιουργούν είδωλα Θεού, αντί να μας αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα όνομα για να εκφράσει την Θεία φύση - είναι ο θαυμασμός  που κυριεύει την (πιστή) ψυχή, όταν συλλογίζεται τον Θεό».




 ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;



«Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων αιτία,  που όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι, ούτε χωρίς ζωή ούτε χωρίς λόγο ούτε χωρίς νου ούτε σώμα είναι. Ούτε σχήμα έχει ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή ποσότητα ή όγκο. Ούτε βρίσκεται σε ορισμένο τόπο ούτε βλέπεται ούτε έρχεται σε επαφή ούτε αισθάνεται ούτε γίνεται αισθητή ούτε συγχύζεται ούτε ταράζεται ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη ούτε από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ' όσα παθαίνουν τα αισθητά ούτε είναι τίποτε από αυτά. Και ανερχόμενοι λέμε ότι ούτε ψυχή είναι ούτε νους. Ούτε είναι λόγος ούτε είναι νόηση. Ούτε λέγεται ούτε νοείται. Ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα. Ούτε στέκεται ούτε κινείται ούτε ησυχάζει ούτε έχει δύναμη ούτε είναι δύναμη ούτε είναι φως. Ούτε ζει ούτε είναι ζωή. Ούτε είναι ουσία ούτε είναι αιώνας ούτε είναι χρόνος. Ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί κανείς να έχει επαφή μαζί Της ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια. Ούτε είναι βασιλεία ούτε είναι σοφία. Ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα ούτε είναι πνεύμα όπως εμείς ξέρουμε. Ούτε υιότητα ούτε πατρότητα ούτε τίποτε άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα. Ούτε ανήκει στα μη όντα, αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τι είναι. Ούτε αυτή γνωρίζει με την γνώση τι είναι τα όντα. Ούτε υπάρχει λόγος γι' αυτήν ούτε όνομα ούτε γνώση. Ούτε είναι σκοτάδι ούτε είναι φως. Ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. Ούτε μπορεί καθόλου να ορισθεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση. Αλλά και όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε (αποφατικά), σ' αυτήν ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου  που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα, που τα πάντα υπερβαίνει».



 

ΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ


Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ: ΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ




Απόσπασμα ομιλίας από τον μακαριστό (1927-2006) π. Αθανάσιο Μυτιληναίο

Ἡ δαιμονική μέθοδος τῆς συνυπάρξεως τοῦ διαλόγου, τῆς διεισδύσεως καί τῆ...


Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ: Η ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΥΠΑΡΞΕΩΣ, ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ




Ἡ δαιμονική μέθοδος τῆς συνυπάρξεως, τοῦ διαλόγου, τῆς διεισδύσεως καί τῆς ἀνατροπῆς. Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου.