Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Η εορτή των Θεοφανείων και το μήνυμα της Πηγή: «Όσιος Νικάνωρ»

 



Οι χριστιανικές γιορτές που γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες είναι γεγονότα που ξεπερνούν τις στενές χωροχρονικές συναρτήσεις και αποσκοπούν να εντάξουν τον άνθρωπο στο μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας. Είναι τομές μέσα στον ιστορικό χρόνο, που τον αγκαλιάζουν και τον κάνουν αιωνιότητα. Είναι μεγάλα ορόσημα, με μοναδική λυτρωτική σημασία για τον πιστό. Έτσι ο χρόνος για τον άνθρωπο πού συμμετέχει στο γιορταστικό κύκλο της Εκκλησίας δεν είναι μία μονότονη ροή ωρών, ημερονυκτίων, εβδομάδων, μηνών και ετών, αλλά ενταγμένος στη λυτρωτική διάσταση αυτών των ήμερων του μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ αναγεννήσεως, την οποία καμία άλλη ενδοκοσμική δύναμη δεν μπορεί να προσφέρει. Σε αυτή τη λυτρωτική διάσταση μας μεταφέρει και η γιορτή των Θεοφανείων ή Επιφανειών ή Αγίων Φώτων, πού είναι η αρχαιότερη μετά το Πάσχα δεσποτική γιορτή. Το θέμα της είναι η βάπτιση του Ιησού Χρίστου από τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη ποταμό και η Θεοφάνεια (φωνή του Πατέρα για τον Υιό, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς). Η αρχή της γιορτής είναι ανάλογη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Την 6η Ιανουαρίου οι Εθνικοί της Αιγύπτου και Αραβίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο, το όποιο κατά τους αρχαίους υπολογισμούς συνέπιπτε με την 6η Ιανουαρίου και την αρχόμενη με την αύξηση της ημέρας νίκη του φωτός κατά του σκότους. Στις αρχές του γ’ αιώνα πρώτοι οι αιρετικοί οπαδοί του Βασιλείδου επιχείρησαν την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής γιορτής με τη γιορτή της βαπτίσεως του Χριστού. Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε την 6η Ιανουαρίου ως ήμερα γιορτής των Επιφανειών ή Θεοφανείων. Έτσι στην επιφάνεια των ψευδών θεών και αυτοκρατόρων η Χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του αληθινού Θεού και Βασιλέως Χριστού, τα αληθινά Θεοφάνεια. Επίσης στη λατρεία του ηλίου, πού νικάει κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκοτάδι της νύχτας, αντιπαρέθεσε τη λατρεία του αληθινού ηλίου, του Χριστού, πού κατά τον Ησαΐα ανέτειλε στον εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενο κόσμο. Επί πλέον η βάπτιση του Χριστού και τα Θεοφάνεια σημαίνουν την ανάδειξη του Χριστού στον κόσμο ως Μεσσία και Λυτρωτή. Η φωνή του Πατέρα πού ακούγεται κατά τη βάπτιση του Χριστού υποδηλώνει την ενθρόνιση Του ως του μόνου και αληθινού Βασιλέως και Κυρίου της ανθρωπότητας. Η βάπτιση του Χριστού εισάγει στον κόσμο ένα νέο είδος εξουσίας, την εξουσία και δύναμη που πηγάζουν από την αγάπη και τα παθήματα χάρη των άλλων. Η γιορτή των Θεοφανείων αποτελεί και την απαρχή τον χριστιανικού βαπτίσματος και τον αγιασμού του κόσμου. Στον Ιορδάνη ο Χριστός αγίασε τα ύδατα ώστε να γίνουν «αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον», Στους πρώτους μάλιστα χριστιανικούς αιώνες την ήμερα των Θεοφανείων γινόταν και ο φωτισμός δηλ. το βάπτισμα των κατηχουμένων, από το όποιο η γιορτή των Θεοφανείων ονομάσθηκε και γιορτή των Φώτων. Το βαθύτερο νόημα της γιορτής των Θεοφανείων φανερώνεται σε εκείνους, πού θα λουσθούν στα νάματα τον Ιορδανού και θα καθαρίσουν με τον αγιασμό τις αισθήσεις τους από το συσκοτισμό της καθημερινότητας. Σε εκείνους πού θα προσεγγίσουν το μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας όχι νοησιαρχικά, αλλά βιωματικά. Τότε θα δουν με έκπληξη και δέος ότι τα γεγονότα αυτών των ήμερων είναι τόσο κοντά μας και έχουν να μας δώσουν ένα μήνυμα σύγχρονο και επίκαιρο. Ένα μήνυμα ελευθερωτικό και σωστικό. Το μήνυμα του σωσμένου, του ακέραιου και αυθεντικού ανθρώπου. Ένα μήνυμα πού διαφυλάσσεται δύο χιλιάδες χρόνια τώρα στο χώρο της Εκκλησίας, πού είναι ο παρατεινόμενος στους αιώνες Χριστός και αποτελεί το χώρο της λυτρώσεως και καταφάσεως της ανθρώπινης αξίας. Μονάχα εκεί διασώζεται η αρχέγονη κληρονομιά του άνθρωπου και ορίζεται το νόημα τον υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται αντιληπτό το θεολογικό βάθος των ευχών της γιορτής των Θεοφανείων, πού είναι γεμάτες ενεστωτικές σωτηριολογικές εκφράσεις και αποτελούν ύμνο της ανακαινισμένης εν Χριστώ κτίσεως: «Σήμερον τα του Ιορδανού νάματα, μεταποιείται τη του Κυρίου παρουσία. Σήμερον ρείθροις μυστικοίς πάσα η κτίσις αρδεύεται. Σήμερον του σκότους ελυτρώθημεν και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον η αχλύς του κόσμου καθαίρεται τη επιφάνεια του Θεού ημών. Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί. Σήμερον λαμπαδοφεγγεί πασά η κτίσις άνωθεν. Σήμερον η πλάνη κατήργηται και οδόν ημίν σωτηρίας εργάζεται η του Δεσπότου επέλευσις…»

Ἡ νηστεία τὴς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων

 


Theofania 01Συνήθως λέγεται ότι η νηστεία της παραμονής των Θεοφανείων αφορά στην πόση του μεγάλου αγιασμού και επομένως ότι η προϋπόθεση για την κοινωνία από αυτόν αποτελεί η νηστεία μιας ημέρας. Για το θέμα αυτό θα ήταν σκόπιμο να λεχθούν δυο λόγια, γιατί είναι από τα πιο συζητούμενα θέματα από αυτά που σχετίζονται με τον αγιασμό των Θεοφανείων και για τα οποία ζητούν οι πιστοί τη συμβουλή των ιερέων.

Ότι ο μέγας αγιασμός «τα δευτερεία επέχει των θείων μυστηρίων» (Ευχολόγιον, κώδ. Βατοπεδίου 134 [745] του έτους 1538), είναι δηλαδή το δεύτερο μετά τη θεία κοινωνία ιερώτατον «μυστηριακόν είδος» (κατά τη σχολαστική ορολογία), κανείς δεν αμφιβάλλει. Είναι το «ύδωρ της αναγεννήσεως» του αγίου βαπτίσματος, που διά της επικλήσεως και επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος «αναστοιχειούται» (ή «μεταστοιχειούται»), κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (Εις Ιωάννην Β΄ 1), και γίνεται «αφθαρσίας πηγή, αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον» για τους πιστούς που μεταλαμβάνουν ή χρίονται από αυτό, πάροχο αγιασμού και ευλογίας σ’ ολόκληρη την κτίση.

Ότι το ύδωρ του μεγάλου αγιασμού είναι το ίδιο με το ύδωρ του αγίου βαπτίσματος είναι καταφανές και από την ταυτότητα των καθαγιαστικών ευχών, και από την παλαιά, και τη σύγχρονη ακόμα, πράξη της Εκκλησίας, που βάπτιζε και βαπτίζει σ’ αυτό τους κατηχουμένους, και από όσα γράφει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, που θεωρεί μάλιστα αντιστρόφως το ύδωρ του βαπτίσματος «κατ΄ ουδέν ελαττούμενον του των αγίων Θεοφανείων» (Διάλογος, κεφ. 70). Ως τέτοιο δίδεται αντί της θείας κοινωνίας στους πιστούς, που για κάποιο λόγο κωλύονται να προσέλθουν σ’ αυτήν.

Αυτό ακριβώς προκάλεσε δύο ευλαβείς παρεξηγήσεις: ότι δηλαδή υποκαθιστά τη θεία μετάληψη, ως κατά κάποιο τρόπο ίσο με αυτήν, και ότι κατ’ αναλογίαν προηγείται της πόσεώς του νηστεία. Το πρώτο δεν θα έπρεπε καν να συζητείται, γιατί είναι σαφές ότι ο μέγας αγιασμός είναι μεν για τους λόγους που είπαμε το ιερότερο μετά τη θεία κοινωνία είδος, αλλά επ’ ουδενί είναι κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου, ούτε ποτέ την αντικαθιστά. Παρά ταύτα υπάρχει η λαϊκή αντίληψη ότι τα Θεοφάνεια δεν κοινωνούμε, γιατί θα πάρουμε αγιασμό και «είναι το ίδιο».

Όσο δε για τη νηστεία προ του μεγάλου αγιασμού, και αυτή μάλλον καλλιεργήθηκε κατ’ αναλογίαν προς το νεώτερο έθος της νηστείας προ της θείας κοινωνίας, που δεν μπόρεσε όμως και αυτή να εξελιχθεί σε τριήμερη, λόγω του ότι οι προ των Θεοφανείων ημέρες του εορταστικού δωδεκαημέρου έχουν «κατάλυσιν εις πάντα», πλην, εννοείται της παραμονής. Όσο για τη νηστεία αυτή της παραμονής, που κοινώς θεωρείται ότι γίνεται για τον αγιασμό, είναι άσχετη με αυτόν και τηρείται, είτε πρόκειται κανείς να κοινωνήσει από αυτόν είτε όχι. Γι’ αυτό και δεν καταλύεται μετά την τυχόν πόση του αγιασμού κατά την παραμονή.

Έχει δε την αρχή της στο αρχαίο έθος να προηγείται των μεγάλων εορτών μία ημέρα νηστείας της Εκκλησίας όλης, είτε για το βάπτισμα των κατηχουμένων, όπως κοινώς λέγεται, που εγίνετο κατ’ αυτές, είτε, ασχέτως μάλλον προς αυτό, ως ένας από τους πολλούς τρόπους εξάρσεως της κυρίας ημέρας της εορτής και προπαρασκευής γι’ αυτήν με νηστεία, εγκράτεια και προσευχή. Ότι δε δεν αφορά στην πόση του αγιάσματος, φαίνεται και από το ότι ο αγιασμός όχι μόνον τελείται – επομένως και πίνεται – και κατά την παραμονή, κατά το νεώτερο έθος, της οποίας παραμονής δεν προηγείται ποτέ νηστεία, και από το ότι συχνά συμβαίνει και η παραμονή να μην είναι νήστιμος ημέρα, όταν συμπίπτει με Σάββατο ή Κυριακή.

Δεν προηγείται δηλαδή της πόσεως του μεγάλου αγιασμού νηστεία; Βεβαίως, ναι. Αλλ’ αυτή δεν είναι νοητό να είναι αυστηροτέρα ή μακροτέρας διαρκείας από την προβλεπομένη για την προσέλευση στη θεία κοινωνία νηστεία, τη λεγομένη «ευχαριστιακή νηστεία». Και αυτή, όπως και άλλοτε μας δόθηκε αφορμή να γράψουμε, είναι σαφής και απαράβατος, με μόνιμη εξαίρεση όταν υπάρχει κίνδυνος θανάτου. Η τελεία δηλαδή αποχή τροφής και ποτού από του δείπνου ή του μεσονυκτίου, της προηγούμενης ημέρας μέχρι της κοινωνίας, οποιαδήποτε ώρα κι αν γίνεται αυτή, το πρωί δηλαδή κατά τις μη νήστιμες ημέρες και το εσπέρας κατά τις ημέρες της νηστείας.

Όπως δε είδαμε, η τέλεση και η πόση του μεγάλου αγιασμού προβλέπεται από την εκκλησιαστική μας τάξη και παράδοση μετά τη θεία μετάληψη και προ της βρώσεως του αντιδώρου, δηλαδή λειτουργικότερα – το επαναλαμβάνουμε – μεταξύ της εκφωνήσεως της ευχής της ευχαριστίας μετά το «πάντας μεταλαβείν» («Ότι συ ει ο αγιασμός ημών…»), κατά την παλαιοτέρα τάξη, ή μετά την οπισθάμβωνο ευχή, κατά τη νεωτέρα, και του «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…» και την επακολουθούσα διανομή του αντιδώρου και απόλυση.

Η νηστεία, κατά τους πατέρες και την παράδοση της Εκκλησίας, είναι «μέγα καλόν». Κινείται όμως μέσα σε ορισμένες από την παράδοση προδιαγραφές χρόνου και ποιότητος, που καλούμαστε να προβάλλουμε και να αξιοποιούμε. Η επέκτασή της όμως πέραν των ορίων αυτών μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα και να αποβαίνει τελικώς εις βάρος αυτού του θελήματος του Θεού και του σκοπού της Εκκλησίας, που είναι ο αγιασμός των πιστών και όλης της δημιουργίας διά της μεταλήψεως και του ραντισμού διά του ύδατος του μεγάλου αγιασμού των Θεοφανείων. Καλός συμβιβασμός της παλαιάς με τη νεωτέρα παράδοση μπορεί να είναι η σύσταση ξηροφαγίας κατά το δείπνο της παραμονής, όταν συμπίπτει με Σάββατο ή Κυριακή. Η επέκταση δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της ευχαριστιακής νηστείας μέσα σε λογικά όρια.

(Απόσπασμα από το έργο «Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας», Ε΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 235-237)

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ - Σπουδή στήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Θεοφανείων

 





Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸν παλαιὸ Ἀδάμ, δηλαδὴ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἐκτέλεσε ὅλα τὰ ἐπιβαλλόμενα ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ Νόμο, πῆγε στον Ἰωάννη, για να βαπτισθεί. Ὄχι γιατὶ ὁ Ἴδιος τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ για να ξεπλύνει τὴν ἀνθρωπίνη φύσῃ ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ να ἐνδύσει τὴν γυμνότητά της μὲ τὴν πρώτη στολή που ἀστραποβολᾶ τὴν Θεϊκὴ λάμψη.

Ὁ Ἰωάννης ἐκήρυττε τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ ἔτρεχε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ Κύριος κηρύττει τὸ βάπτισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐλπίσει σὲ Αὐτὸν δεν θὰ ὑπακούσει; Τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τοῦ Ἰωάννου) ἦταν ἡ εἰσαγωγή, τὸ βάπτισμα αὐτὸ (τοῦ Κυρίου) εἶναι τὸ τελειωτικό. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸ εἶναι ἡ οἰκειώσῃ μὲ τὸν Θεό. Μὲ τὴν βάπτισή Του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἕνα τέλος καὶ στὸ τυπικὸ αὐτὸ βάπτισμα, ὅπως τρώγοντας για τελευταία φορὰ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα τὸ κατάργησε καὶ ἐγκαινίασε τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου φάνηκε ὁ Υἱὸς Θεός, ἀλλὰ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ψάλλει καὶ ὁ ὑμνῳδὸς στο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱὸς βαπτιζόταν, τοῦ Πατρὸς ἡ φωνὴ ἀκουγόταν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατερχόταν «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναγεννιούνται πνευματικὰ καὶ ὀνομάζει ἀδελφοὺς ὅσους συμμετέχουν στην ὅμοια μὲ Αὐτὸν γέννηση διὰ ὕδατος καὶ Πνεύματος.

Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε, ἁγίασε ὅλη τὴν φύσῃ τῶν ὑδάτων καὶ ἔθαψε μέσα στα ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη, κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνακαίνισε καὶ ἀνέπλασε τὸν παλαιωθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο καὶ τοῦ χάρισε τὴν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα οὐρανοῦ καὶ γῆς, φανερώθηκε κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν.

Ὁ κατερχόμενος στὸν Ἰορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τὶς κεφαλὲς τῶν ἀοράτων δρακόντων καὶ ἐλευθερώνει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους. Μὲ τὴν βάπτισή Του στον Ἰορδάνη, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ νόμου καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν καινὴ Χάρη.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ για τὴν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ τονίζει ὅτι διὰ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Στὴν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως Χριστοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεοφάνεια. «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Μὲ αὐτὴ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξὺ τοῦ λαοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.

Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε. Ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Μεγαλυνάριον.
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.

Πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/eortologio/eortologio.asp?file=jan/6.htm#1

Σπουδή στην εικόνα των Αγίων Θεοφανείων

ΦώταΤα Άγια Θεοφάνεια είναι μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Εορτάζεται το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου στα Ιορδάνια νάματα και ταυτόχρονα φανερώνεται η Τριαδική Θεότητα στον κόσμο.Η σπουδαιότητα της εορτής φαίνεται από τις ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι μετά το Πάσχα, η εορτή των Θεοφανίων είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή. Το γεγονός της Βαπτίσεως έχει τεράστια θεολογική σημασία. Ο αγιογράφος κατάφερε να αποτυπώσει με τα χρώματα αυτό το πλούσιο σε νοήματα γεγονός.

Ο Χριστός βρίσκεται μεταξύ ψηλών βράχων, που σμίγουν και σχηματίζουν «κλεισούραν». Τα νερά, που δεν είναι αγιασμένα, μας θυμίζουν την εικόνα του θανάτου – κατακλυσμού. Ο συμβολισμός των βράχων της εικόνας της γεννήσεως συνεχίζεται στην εικόνα των Θεοφανίων και καταλήγει στην εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη. Η εικόνα της βαπτίσεως παρουσιάζει τον Ιησού να εισέρχεται στα νερά, στον υγρό τάφο. Ο Άδης έχει την μορφή ενός σκοτεινού σπηλαίου, που περιέχει όλο το σώμα του Κυρίου, δείχνοντας την προκάθοδο Του στον Άδη, για να διαλύσει το δυνατό του κόσμου τούτου. Όπως αναφέρει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιησούς «Καταβάς ἐν ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Η κάθοδος του Χριστού στα Ιορδάνια νερά σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ’ επέκταση τον καθαγιασμό ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 22).

Ο Χριστός στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ή με άσπρο ρούχο στη μέση του. Το σώμα του σαν να είναι σκαλισμένο στο ξύλο με διάφορα σχήματα γραμμένα ζωηρά κι όχι σαρκώδες. Είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα κι έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμά της. Με το δεξί ή και με τα δύο του χέρια ευλογεί τα νερά και τα ετοιμάζει να γίνουν τα νερά της βαπτίσεως, τα οποία αγιάζει με την δική του κατάδυση. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη εξαγνισμού, γιατί ήταν προαιωνίως αγνός. Πήρε το βάπτισμα του Ιωάννη από ταπεινοφροσύνη και σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση. Βαπτιζόμενος ο Κύριος δεν αγιάστηκε από το νερό αλλά αγίασε το νερό και μαζί με αυτό ολόκληρη την κτίση.

Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά, για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του, να βαπτιστεί από το Ιωάννη και να βγει στην δημόσια δράση. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό ότι είναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἀμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν. α΄ 29), στάθηκε καθοριστική. Σε μερικές εικόνες της βαπτίσεως ο Χριστός εικονίζεται να πατά πάνω σε μια πλάκα, στην οποία από κάτω βρίσκονται καταπλακωμένα φίδια, τα οποία ξεπροβάλλουν το κεφάλι τους θέλοντας να γλυτώσουν. Η παράσταση αυτή είναι παρμένη από το βιβλίο των Ψαλμών και εδράζεται στο στίχο «σὺ ἐκρατέωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» (Ψαλμ. ογ΄ 13).

Μέσα στον Ιορδάνη, γύρω από το σώμα του Κυρίου, κολυμπούν ψάρια. Κάτω ξεχωρίζουν μια γυναίκα κι ένας γέρος να κάθονται πάνω σε θεριόψαρα. Η γυναίκα συμβολίζει τη θάλασσα κι ο γέροντας τον Ιορδάνη ποταμό. Ο γέροντας κρατά στα χέρια του μία υδρία από την οποία τρέχει νερό. Αυτά τα πρόσωπα ζωγραφίζονται με βάση τον ψαλμικό στίχο «ἡ θάλασσα εἶδεν καὶ ἔφυγεν ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». (Ψαλμ. ριγ΄ 3).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει μια βαθιά αλληγορία στη στροφή του Ιορδάνη προς τα οπίσω. Ο ποταμός πηγάζει από δύο πηγές, τη μια που ονομάζεται Ιόρ και την άλλη που λέγεται Δαν. Από την συνένωση των δύο ποταμών προκύπτει ο Ιορδάνης που χύνεται στην Νέκρα θάλασσα. Έτσι και το ανθρώπινο γένος προήλθε από τους προπάτορες, τον Αδάμ και την Εύα. Μετά την αποστασία το ανθρώπινο γένος πορευόταν στην αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο, που αλληγορούνται με τη Νεκρά θάλασσα. Ο Σωτήρας Χριστός με τη Ενανθρώπησή του ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την υποδούλωση στη φθορά και στο θάνατο με αποτέλεσμα ακόμη και ο Ιορδάνης ποταμός να θέλει να στραφεί προς τα πίσω, και να μη θέλει να νεκρωθεί.

Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια. Την φανέρωση της Αγίας Τριάδας ο αγιογράφος τη δηλώνει με το χέρι του Πατρός, που ευλογεί από ένα τμήμα ενός ημικύκλιου που παριστά τους ουρανούς. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος και φωτίζουν το περιστέρι. Κατά τη στιγμή αυτή ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Του Υιόν. Ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται στον Ιορδάνη φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχία του Σατανά. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέρχεται με μορφή περιστεράς , βεβαιώνει την μαρτυρία του Πατρός και μας χαρίζει το αδιασάλευτο θεμέλιο της πίστεώς μας. Είναι το Πνεύμα που «ἐντέλλεται» το Χριστό και τον οδηγεί στη δημόσια αποστολή του.

Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κατ΄ αναλογία με το κατακλυσμό και το περιστέρι με το κλαδί της ελιάς είναι σημείο της ειρήνης. Το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου «ἐπεφέρετο ἐπάνω» από τα αρχέγονα νερά κι ανέδειξε τη ζωή (Γεν. α΄ 2). Έτσι και τώρα στη Βάπτιση αιωρείται πάνω στα νερά του Ιορδάνη και προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος.

Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται με ταπείνωση και σεβασμό στο πρόσωπο του Μεσσία. Είναι στραμμένος προς το Άγιο Πνεύμα , που κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Το πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένο σε πλάγια στάση λόγω της υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος. Το δεξί του χέρι αγγίζει το κεφάλι του Χριστού ενώ το αριστερό βρίσκεται σε στάση δεήσεως. Το κεφάλι του είναι αναμαλλιασμένο και το γένι του αραιό. Η έκφραση του είναι αυστηρή και σοβαρή. Τα χέρια και τα πόδια του είναι άσαρκα, διότι «ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μτ. γ΄ 4). Το πρόσωπό του αγιογραφείται λιπόσαρκο και μελαψό, για να δηλωθεί ο καύσωνας της ερήμου. Φορεί ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση (Μτ. γ΄ 4).

Δίπλα του Προδρόμου βρίσκεται μια αξίνα σφηνωμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου. Συμβολίζει τα λόγια του προφήτη Ιωάννη: «…ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται˙ πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. γ΄ 10). Εδώ φανερώνεται η θεία δίκη που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, για να διαλέξει τα καρποφόρα από τα άκαρπα δέντρα.

Στη δεξιά πλευρά της εικόνας βρίσκονται οι άγγελοι. Έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους και τα προτείνουν στο Χριστό, έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Ένα ιδιαίτερο ύφασμα ή το ιμάτιο σκεπάζει τις ανοικτές παλάμες, που έχουν σχήμα δεήσεως και συνάμα προθυμίας για εξυπηρέτηση.

Τα απότομα φωτεινά χρώματα που ξεχύνονται από το ουρανό και κατεβαίνουν ως το Χριστό, τους Αγγέλους και τον Πρόδρομο, «δημιουργούν ιερότητα υπερβατικής ατμόσφαιρας, κατάλληλης για την εικόνα της Βαπτίσεως που είναι γεμάτη από υπερφυσικά στοιχεία, όπως η μεγαλειώδης φωνή του Πατρός και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος».

Πηγή: Δέσποινας Ιωάννου–Βασιλείου, Το Δωδεκάορτο–Εικόνα: Η άλλη γλώσσα της Θεολογίας, Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λευκωσία 2009.

«Διά τοῦ Βαπτίσματος ἔχουμε ταφεῖ μαζί μέ τόν Χριστό, ὥστε ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν μέ τή δόξα τοῦ Πατέρα, ἔτσι κι ἔμεῖς νά ζήσουμε μιά νέα ζωή». 5 Ιανουαρίου 2014 «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἴνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». (Ρωμ. στ΄: 4) «Ποιός εἶναι ὁ σκοπός καί ἡ δύναμη τοῦ Βαπτίσματος; Εἶναι ἡ ἀλλοίωση (ἡ μεταμόρφωση) αὐτοῦ πού βαπτίστηκε καί στό νοῦ καί στά λόγια καί στά ἔργα καί, σύμφωνα μέ τή δύναμη πού τοῦ δόθηκε, ἡ ὁμοίωσή του μέ τό Θεό ἀπό τόν Ὁποῖον δημιουργήθηκε». (Μεγάλου Βασιλείου, Ἠθικά, ὅρος Κ΄, ΒΕΠΕΣ 53, 57)

 

 

«συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον,

ἴνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός,
οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν».

(Ρωμ. στ΄: 4)

«Ποιός εἶναι ὁ σκοπός καί ἡ δύναμη τοῦ Βαπτίσματος; Εἶναι ἡ ἀλλοίωση (ἡ μεταμόρφωση) αὐτοῦ πού βαπτίστηκε καί στό νοῦ καί στά λόγια καί στά ἔργα καί, σύμφωνα μέ τή δύναμη πού τοῦ δόθηκε, ἡ ὁμοίωσή του μέ τό Θεό ἀπό τόν Ὁποῖον δημιουργήθηκε».

(Μεγάλου Βασιλείου, Ἠθικά, ὅρος Κ΄, ΒΕΠΕΣ 53, 57)

Κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι Θεοφάνεια.Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ

 

 Θεοφάνεια_ Theophany  _Богоявле́ние-Теофа́ния_Teofanía_ნათლისღება_BoboteazaБогоявление-XVI-в.Афон-монастырь-Дионисиат

”ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα.”

Άγια Θεοφάνεια(Φώτα) – η Βάπτιση του Κυρίου

Εορτάζει στις 6 Ιανουαρίου

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες. Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.

Κι έτσι Αυτός εμφανίστηκε. Αυτός στον οποίο ο κόσμος χρωστούσε τη δημιουργία του· εκτός όμως από σπάνιες εξαιρέσεις, «ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. 1,10). Το γεγονός ήταν ανυπολόγιστα πάνω απ’ την αντίληψη ενός συνηθισμένου ανθρώπου.Ο πρώτος που τον αναγνώρισε ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και γι’ αυτό ειπώθηκε γι’ αυτόν ότι ήταν «ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών» και το τέλος του νόμου και των προφητών (Ματθ. 11,9-13).

Αυτός ήρθε «ίνα σώση τον κόσμον» (Ιωάν. 12,47), ν’ αποκαλύψει σ’ εμάς τον ένα Αληθινό Θεό. Αποκάλυψε σ’ εμάς το όνομα του Πατέρα. Έδωσε σ’ εμάς το λόγο που έλαβε ο ίδιος από τον Πατέρα. Αποκάλυψε σ’ εμάς το Θεό σαν Φως που διαλύει κάθε σκοτάδι (Α’ Ιωάν. 1,5). Γνώρισε σ’ εμάς το πιο σπάνιο μυστήριο απ’ όλα, ότι ο Θεός είναι μια υποστατική ύπαρξη, όχι όμως ένα πρόσωπο αλλά τρία σε ένα: Η Αγία Τριάδα. Έδωσε σ’ εμάς το βάπτισμα «εν πνεύματι αγίω και πυρί» (Ματθ. 3,11). Στο φως αυτής της γνώσεως μπορούμε να δούμε τώρα την οδό προς την αιώνια τελειότητα (Ματθ. 5,48)…Αισθανόμαστε τη θεία παρουσία του και μέσα μας και έξω από μας, στο ύψιστο μεγαλείο του σύμπαντος, στο πρόσωπο του ανθρώπου και στην ακτινοβολούσα διάνοια του… Και στις ώρες που το άσβεστο φως του φωτίζει την καρδιά μας αντιλαμβανόμαστε ότι δε θα πεθάνουμε. Το γνωρίζουμε αυτό με γνώση που δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί με τα συνηθισμένα μέσα, που όμως για μας δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, εφ’ όσον το Πνεύμα το ίδιο μαρτυρεί μέσα μας.

Mausoleums_der_Galla_Placidia_in_Ravenna_008

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ-ΠΡΩΤΑΤΟ14 Σκοπός της θείας Λειτουργίας είναι να μας μεταδώση τον Χριστό.
Η θεία Λειτουργία μας μαθαίνει ένα ήθος, το ήθος της ταπεινώσεως. Κάθε θεία Λειτουργία είναι Θεοφάνεια. Φανερώνεται το Σώμα του Χριστού. Το κάθε μέλος της Εκκλησίας είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού.
Μετά την θεία Λειτουργία πρέπει να συνεχίζουμε να εικονίζουμε την Βασιλεία του Θεού, τηρώντας τις εντολές Του. Η δόξα του Χριστού είναι να καρποφορήση σε κάθε μέλος ο καρπός Του.

 Η θεία Λειτουργία έγινε μια φορά και για πάντα. Έχει αιωνιότητα. Κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, εμείς ανεβαίνουμε στο ύψος της. Αν βιώσουμε μερικές πτυχές της θείας Λειτουργίας, τότε καταλαβαίνουμε το μεγαλείο της, όπως συνέβη με τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που είδε αγγέλους να εισέρχωνται στον Ναό κατά την Μικρά Είσοδο. Παρακολουθούμε την θεία Λειτουργία, γιατί δεν την βιώνουμε, ή μέχρι να την βιώσουμε.

Εμείς οι Ορθόδοξοι ζούμε τον Χριστό στην θεία Λειτουργία, ή μάλλον ο Χριστός ζη μέσα μας κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Η θεία Λειτουργία είναι έργο Θεού. Λέμε: “καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω”. Μεταξύ των άλλων σημαίνει ότι τώρα είναι ώρα να ενεργήση ο Θεός. Ο Χριστός λειτουργεί, εμείς ζούμε μαζί με τον Χριστό.

Η θεία Λειτουργία είναι ο τρόπος που γνωρίζουμε τον Θεό και ο τρόπος που γνωρίζεται ο Θεός σε μας.

Όταν τηρή κανείς τις εντολές του Χριστού, δεν κάνει απλώς υπακοή, αλλά ενώνεται με τον Χριστό και αποκτά το φρόνημα του Χριστού.

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου,«Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»,Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου του ησυχαστού και θεολόγου

ΑΓ.ΠΝΕΥΜΑ-ΒΥΖ.ΜΟΥΣΕΙΟ - Αντίγραφο

Απολυτίκιο Θεοφανείων – Ήχος α’.

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις· του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι, αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσα· και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός, και τον κόσμον φωτίσας δόξα σοι.

Ιερουργήσας το Βάπτισμα, και τελειώσας Πρόδρομε τα προς Θεόν, σαφώς δοθέντα σοι Μυστήρια, ως αρνίον άκακον ιερουργούμενος, προσηνέχθης θυσία· διό μετά σού συμφώνως ψάλλομεν· Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων ημών.

 https://iconandlight.wordpress.com/2015/01/05/5395/

Ὁ Κανών τῶν Φώτων, Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.Σε ἐλεύθερη ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Εὐσέβιο Βίττη

 

 Ἦχος β΄ Ὠδὴ α΄

Ὁ Εἱρμὸς
«Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον,
Ἤπειρον αὖθις, Ἰσραὴλ δεδειγμένον.
Μέλας δὲ πόντος, τριστάτας Αἰγυπτίων,
Ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος,
Ῥώμῃ κραταιᾷ, δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου.»

Βαδίζει τὴν κυματισμένη θάλασσα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ χάρη του ξανάγινε στεριά! Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα ἔκρυψε στὰ σπλάχνα της τοὺς Αἰγυπτίους ἄρχοντες, θάβοντάς τους ἔτσι σὲ νερόστρωτο τάφο. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Κυρίου.
Ὄρθρου φανέντος τοῖς βροτοῖς σελασφόρου,
Νῦν ἐξ ἐρήμου, πρὸς ῥοὰς Ἰορδάνου
Ἄναξ ὑπέσχες, ἡλίου σὸν αὐχένα,
Χώρου ζοφώδους, τὸν Γενάρχην ἁρπάσαι,
Ῥύπου τε παντός, ἐκκαθᾶραι τὴν κτίσιν.

Ὅταν πρόβαλε ὁ σὰν λαμπρὴ Αὐγὴ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, Ἐσύ, Βασιλιὰ Χριστέ, ἔκλινες τὸν αὐχένα σου, ἂν καὶ εἶσαι ὁ ὑπέρλαμπρος πνευματικὸς Ἤλιος. Καὶ τὸ ἔκανες αὐτό, γιὰ νὰ ἁρπάξης ἀπὸ τὸν κατασκότεινο ἅδη τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸν Ἀδάμ, καὶ νὰ καθαρίσης ὅλη τὴν κτίση ἀπὸ κάθε ρύπο.

Ἄναρχε ῥείθροις, συνταφέντα σοι Λόγε,
Νέον περαίνεις, τὸν φθαρέντα τῇ πλάνῃ ,
Ταύτην ἀφράστως, πατρόθεν δεδεγμένος,
Ὄπα κρατίστην• Οὗτος ἠγαπημένος,
Ἴσος τέ μοι Παῖς, χρηματίζει τὴν φύσιν.

Κύριε, Ἐσύ, ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχὴ ὡς ἄναρχος, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μαζί σου θάφτηκε στὰ νερά, τὸν κάνεις καινούργιο, γιατὶ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴ διαβολικὴ πλάνη. Ἄκουσες ἐτούτη τὴ δυνατὴ Πατρικὴ φωνή. Αὐτός, ποὺ βαφτίζεται στὰ νερά, εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, ἴσος μὲ ἐμένα ὡς πρὸς τὴ φύση του, Θεός.

***

ᾨδὴ γ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
«Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα βρόχων,
Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων.»

Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.

Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοπεῖται , σαρκικῇ παρουσίᾳ·
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν.

Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὂροις.
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει,
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης.
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων.

Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.

****

ᾨδὴ δ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
«Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀρρήτου Λόγου,
ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη».

Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῆ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.

Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκύσαι τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου.

Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσης καὶ νὰ ἀπομακρύνης τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσης πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλης σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποία βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.

Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει,
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ,
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν.

Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν’ ἀκουστῆ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.

Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων.
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαῴζει τὴν κτίσιν.

Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.

ᾨδή ε΄ Ὁ Εἱρμὸς

«Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
Μόνοις προσιτήν, οἷς Θεὸς κατηλλάγη».

Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν σημφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.

Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὂν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυρρύτοισι δίναις ἐκπλύνων,
Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας.

Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.

Μετ᾽ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύσοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον.

Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.

***

ᾨδὴ ς᾽ Ὁ Εἱρμὸς
«Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ,
Ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὸς ἐξηρεύξατο.
Ναί φησιν, Οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων,
Φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους,
Λόγος τέ μου ζῶν, καὶ βροτὸς προμηθείᾳ.

Μὲ καταχαρούμενη φωνὴ καὶ ἀγαλλίαση εἶπε ὁ Οὐράνιος Πατέρας, ὅτι τοῦ εἶναι ἀγαπητός του Υἱός, αὐτός, ποὺ μὲ τρόπο ἄφραστο καὶ ἀπερίγραπτο ὁ ἴδιος γέννησε. «Ναί, λέει, Αὐτὸς ποὺ εἶναι γέννημά μου ἀπὸ τὴν ἴδια μου φύση, αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόβαλε ὁλόφωτος καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δηλαδὴ καὶ ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια καὶ δικός μου ζωντανὸς Θεὸς καὶ Λόγος καὶ ταυτόχρονα ἄνθρωπος μὲ θεϊκὴ καὶ στοργικὴ Πρόνοιά μου καὶ φροντίδα».

Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος,
Ξένως Προφήτης ἐγκάτοις φλοιδούμενος,
Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας,
Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου,
Πᾶσι προφαίνων, τῶν χρόνων ἐπ᾽ ἐσχάτων.

Θαλασσοβρεγμένος ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ποὺ παραδόξως ἔμεινε τρεῖς μέρες σὲ θαλάσσιο κῆτος, βγῆκε πάλι ζωντανὸς ἀπὸ αὐτό. Καὶ ἔτσι δήλωσε προφητικὰ τὴν ἀναγέννηση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρωποκτόνου δράκοντα, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φανέρωσε, ὅ,τι θὰ γινόταν στὰ τελευταῖα χρόνια.

Ἀνειμένων Πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν,
Μύστης ὁρᾷ πρὸς Πατρὸς ἐξικνούμενον,
Μένον τε Πνεῦμα τῷ παναχράντῳ
Λόγῳ, Ἐπελθὸν ὡς πέλειαν ἀφράστῳ τρόπῳ,
Δήμοις τε φαίνει, προσδραμεῖν τῷ Δεσπότῃ.

Καθὼς ἄνοιξαν πάμφωτοι οἱ οὐρανοί, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ τοῦ ἔγινε γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὸν πανάχραντο καὶ πεντακάθαρο Λόγο τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο ἀπερίγραπτον. Καὶ φάνηκε στὰ πλήθη γιὰ νὰ τρέξουν στὸν Δεσπότη Χριστό.

***

ᾨδὴ ζ’ Ὁ Εἱρμὸς
«Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τάς κάρας,
Ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα,
Νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας,
Τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας,
Ὅλην πλύνει δέ, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος».

Ζεμάτισε μὲ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ἤρεμη καὶ ἀκίνδυνη τὴν τεράστια φωτιὰ τῆς καμίνου, ὅπου ρίχτηκαν οἱ εὐσεβεῖς Νέοι. Καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς δυ

σκολοθεράπευτης ἁμαρτίας τὴν ξεπλένει ἐντελῶς μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ζωγραφοῦσαν τὴν Ἀσσύριον φλόγα,
Ἐκστῶσαν ἵστης, εἰς δρόσον μετηγμένην.
Ὕδωρ ὅθεν νῦν ἀμφιέσσαο φλέγον,
Σίντην κάκιστον Χριστὲ προσκεκευθμένον,
Πρὸς τὴν ὄλισθον ἐκκαλούμενον τρίβον.

Ἡ ἀσσυριακὴ φλόγα Ἐσένα ζωγράφισε, Χριστέ. Τὴν μεταβάλλες, ἂν καὶ ἦταν τεράστια, σὲ δροσιά. Τώρα ὅμως ντύθηκες τὸ νερό, ποὺ καταφλέγει τὸν ἄθλιο κακοῦργο, Χριστέ, πού, κρυμμένος, σπρώχνει στὸν γλιστερὸ δρόμο τοῦ κακοῦ.

Ἀπορραγέντος τοῦ Ἰορδάνου πάλαι,
Ἰσθμῷ περᾶται λαός, Ἰσραηλίτης,
Σὲ τὸν κράτιστον ἐμφοροῦντα τὴν κτίσιν,
Ἠπειγμένως νῦν ἐν ῥοαῖς διαγράφων,
Πρὸς τὴν ἄρρευστον καὶ ἀμείνονα τρίβον.

Ὅταν κάποτε κόπηκε στὰ δυὸ ὁ Ἰορδάνης, πέρασε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιέγραψε Ἐσένα τὸν Παντοδύναμο Κύριο τῆς Δημιουργίας. Τώρα ὅμως ὁδηγεῖς μὲ δύναμη στὸν ἄρευστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν αἰώνιο καὶ ἄριστο δρόμο, Κύριε.

Ἴδμεν τὸ πρῶτον τὴν πανώλεθρον κλύσιν,
Οἰκτρῶς σε πάντων εἰς φθορὰν παρεισάγειν,
Ὦ τρισμέγιστα χρηματίζων καὶ ξένα.
Νῦν δὲ κλύσαντα Χριστὲ τὴν ἁμαρτίαν,
Δι᾽ εὐπάθειαν, καὶ βροτῶν σωτηρίαν.

Γνωρίζουμε τὸν πρῶτο παγκόσμιο κατακλυσμό, ποὺ ἔφερε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ἐσὺ Κύριε, ποὺ πραγματοποιεῖς τεράστια καὶ παράδοξα γεγονότα. Τώρα ὅμως προκάλεσες τὸν κατακλυσμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

ᾨδὴ η’ Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται.
Υἱοὶ δὲ φωτός, οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι.
Μόνος στενάζει, τοῦ σκότους ὁ προστάτης.
Νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον,
Ἡ πρὶν τάλαινα τῶν Ἐθνῶν παγκληρία.

Ἡ κτίση ἔχει γνώρισμά της τὴν ἐλευθερία καὶ εἶναι παιδιὰ φωτεινά, ποὺ πρὶν ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Ἀπομονωμένος, τώρα στενάζει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκοταδιοῦ διάβολος. Τώρα ἂς εὐγογῆ καὶ ἂς δοξάζη μὲ ὅση δύναμη μπορεῖ τὸν αἴτιο αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως ὅλη ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα.

Τριττοὶ θεουδεῖς ἐμπύρως δροσούμενοι,
Αἰγλῆντα τριτταῖς παμφαῶς ἁγιστείαις,
Σαφῶς ἐδήλουν τὴν ὑπέρτατον φύσιν,
Μίξει βροτείᾳ πυρπολοῦσαν ἐν δρόσῳ,
Εὐκτῶς ἅπασαν τὴν ὀλέθριον πλάνην.

Τὰ τρία νέα παιδιά, ποὺ ἦταν θεοφοβούμενα καὶ εἶχαν φρόνημα θεϊκό, δροσίζονταν στὴ φωτιὰ καὶ δήλωναν ἔτσι λατρεία στὴν τριπρόσωπη Θεότητα, τὴν Ὕψιστη Τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἑνὸς Προσώπου της πυρπολοῦσε μὲ δροσιά, δηλαδὴ μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν ὀλέθρια πλάνη, πράγμα ἐπιθυμητό …

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.

Ἂς ντυθῆ στὰ λευκὰ κάθε ἡ γήινη φύση, ποὺ τώρα ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν ξεπεσμό της ἀπ’ τὸν οὐρανό. Γιατὶ τώρα μέσῳ τοῦ συντηρητὴ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου ἔχει ξεπλυθῆ μὲ τὰ τρεχούμενα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὰ φταιξίματα καὶ τὶς ἁμαρτίες της. Ἔτσι ξέφυγε πιὰ λουσμένη στὸ φῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασή της.

ᾨδὴ θ’
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
Ψαλλόμενα ἐν τῇ ᾨδῇ ταύτῃ

Ἕτερα εἰς τὸν Ἰαμβικὸν Κανόνα
Σήμερον ὁ Δεσπότης, κλίνει τὸν αὐχένα, χειρὶ τῇ τοῦ Προδρόμου.
Σήμερον Ἰωάννης, βαπτίζει τὸν Δεσπότην, ἐν ῥείθροις, Ἰορδάνου.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, νάμασιν ἐνθάπτει, βροτῶν τὴν ἁμαρτίαν.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἄνωθεν μαρτυρεῖται, Υἱὸς ἠγαπημένος.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἦλθεν ἁγιάσαι, τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, τὸ βάπτισμα λαμβάνει, ὑπὸ χειρὸς Προδρόμου.

Δόξα…
Μεγάλυνον ψυχή μου, τῆς τρισυποστάτου, καὶ ἀδιαιρέτου, Θεότητος τὸ κράτος.

Καὶ νῦν…
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν λυτρωσαμένην, ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας.

Ὁ Εἱρμὸς
«Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων!
Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη
Δι᾽ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,
Δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.»

Ὤ, πόσο ξεπερνοῦν τὸ νοῦ μας τὰ θαύματα τοῦ Παιδιοῦ Σου, Πάναγνε Νύμφη, Παναγία μας καὶ Μητέρα εὐλογημένη! Διὰ μέσου Σου βρήκαμε τὴν ὁλοκληρωτική μας σωτηρία. Γι’ αὐτὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη προσφέρουμε στὸν Κύριο καὶ Υἱό σου ὕμνον εὐχαριστίας.

Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα.
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα.

Ξέρουμε αὐτά, ποὺ δείχτηκαν στὸ Μωυσή. Εἶναι μὲ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο τρόπο καμωμένα καὶ φανερωμένα. Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, σώθηκε ἡ Παρθένος ἔχοντας μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν φωτοφόρο Εὐεργέτη. Καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ τὰ δέχτηκαν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.

Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνία,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον.

Ἀλείφεις μὲ ἱερὸ χρίσμα, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἄναρχε Βασιλιά. Καὶ μὲ τὰ ἄχραντα ρεύματα τοῦ νεροῦ χάρισες τὴν κάθαρση καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ταυτόχρονα ντρόπιασες καὶ ξευτίλισες τὴ δύναμη, ποὺ σήκωσε μὲ ἀλαζονεία τὸ κεφάλι της ἔντασί Σου. Καὶ τώρα ἀνταλάσσεις τὴ θνητὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς.
 
 http://agiopneymatika.blogspot.gr/2016/01/blog-post_4.html

Ἑρμηνεία εἰς τόν κανόνα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


 Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

       Τροπάριον.
Τόν ρύπον ὁ σμήχων τῶν ἀνθρώπων, τούτοις καθαρθείς ἐν Ἰορδάνῃ, οἷς θελήσας ὡμοτώθη ὅ ἦν μείνας, τούς ἐν σκότει φωτίζει Κύριος· ὅτι δεδόξασται.

      Ἑρμηνεία.
Ὁ Κύριος, λέγει, ὁ ὁποῖος καθαρίζει καί ἀποπλύνει τόν μολυσμόν τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, αὐτός σήμερον ἐκαθαρίσθη εἰς τόν Ἰορδάνην ποταμόν διά τοῦ Βαπτίσματος. Τίνος χάριν; Διά τούτους τούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους θεληματικῶς ὡμοιώθη κατά φύσιν γενόμενος ἄνθρωπος, μή τραπείς κατά τήν Θεότητα, ἀλλά μείνας ἐκεῖνο ὅπου ἦτον: ἤτοι τέλειος Θεός· ὅθεν εἶπεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· «Ὁ μέν γάρ (Χριστός) αὐτοκάθαρσις ἦν, καί οὐκ ἐδεῖτο καθάρσεως, ἀλλά σοί (διά σέ) καθαίρεται, ὥσπερ καί σαρκοφορεῖ, ἄσαρκος ὤν» (Λόγος εἰς τό Βάπτισμα). Οὐ μόνον δέ σμήχει ὁ Χριστός καί καθαρίζει, ἀλλά καί φωτίζει· καθαρίζει μέν γάρ, τό θεῖον προβαλλόμενος ὕσσωπον, καί ὑπέρ χιόνα λευκαίνων τούς τό θεῖον λαμβάνοντας Βάπτισμα· περί ὧν καί ὁ Δαβίδ παρεκάλει πρότερον λέγων· «Ραντιεῖς με ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλ. ν´ 9). Ὅθεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος λουτρόν ὀνομάζει τό Βάπτισμα, ὡς ἔκπλυσιν (Λόγος περί Βαπτίσματος).
Φωτίζει δέ πάλιν ὁ Χριστός, διότι αὐτός κατά τόν Ἰωάννην (α´ 9) εἶναι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ὁποῖον φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν Κόσμον, ὄχι εἰς τόν αἰσθητόν καί ὑλικόν κόσμον, ἀλλ᾿ εἰς τόν νοητόν ἐκεῖνον τῶν ἀρετῶν· διά τοῦτο πάλιν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος φώτισμα ὀνομάζει τό Βάπτισμα (Λόγος περί Βαπτίσματος).Ὅρα ὅμως, ἀγαπητέ, ὅτι πρῶτον καθαρίζει ὁ Κύριος, καί δεύτερον φωτίζει· καθαρίζει γάρ πρῶτον τόν ἄνθρωπον ἀπό τά πάθη διά τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καί δεύτερον φωτίζει τόν κεκαθαρμένον διά τῆς ἐλλάμψεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί καθώς οἱ γανόνοντες τά χάλκινα ἀγγεῖα, πρῶτον καθαρίζουσιν αὐτά ἀπό τόν μολυσμόν ὅπου ἔχουσιν, ἔπειτα λαμπρύνουσιν αὐτά μέ τό γάνωμα· οὕτω καί ὁ Θεός, πρῶτον καθαρίζει τήν καρδίαν καί τόν νοῦν, καί ἔπειτα λαμπρύνει αὐτά μέ τό φῶς τῆς θείας του χάριτος. Ὥστε ὅποιος ἀγαπᾷ νά φωτισθῇ ἐκ Θεοῦ, πρῶτον πρέπει νά καθαρισθῇ ἀπό τά πάθη διά τῶν θεουργῶν ἐντολῶν «Οὗ γάρ κάθαρσις, ἐκεῖ ἔλλαμψις· (λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος Λόγος εἰς τά Φῶτα) ἄνευ γάρ τοῦ πρώτου τό δεύτερον οὐ δίδοται» εἰ δέ πρό τοῦ νά καθαρισθῇ τινάς ζητεῖ νά φωτισθῇ, μάτην καί ἀνωφελῶς κοπιάζει.

                                                                 Τροπάριον.
Στειρεύουσα πρίν, ἠτεκνωμένη δεινῶς σήμερον, εὐφραίνου Χριστοῦ Ἐκκλησία· δι᾿ ὕδατος καί Πνεύματος, Υἱοί γάρ σοι γεγέννηνται, ἐν πίστει ἀνακράζοντες· Οὐκ ἔστιν Ἅγιος ὡς ὁ Θεός ἡμῶν, καί οὐκ ἔστι δίκαιος, πλήν σου Κύριε.

                                                                Ἑρμηνεία.
Τήν ὑπόθεσιν τῆς τρίτης Ὠιδῆς, ἥτις ἦτον ἡ Προφῆτις Ἄννα ἡ στεῖρα οὖσα πρότερον, ὕστερον δέ γενομένη πολύτεκνος, σμίγων ὁ θεῖος Μελωδός μέ τήν ἑορτήν τῶν Φώτων, ἐπιστρέφει πρός τήν ἐξ Ἐθνῶν Ἐκκλησίαν, καί λέγει πρός αὐτήν· ὦ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρῴην στεῖρα καί δεινῶς ἠτεκνωμένη: ἤτοι ἡ πολλά ἄτεκνος, σύ εὐφραίνου καί ἀγάλλου σήμερον κατά τήν παροῦσαν ἑορτήν τῶν Φώτων. Διά τί; Ἐπειδή πολλά τέκνα ἐγεννήθησαν εἰς ἐσέ διά τοῦ ὕδατος καί τοῦ Πνεύματος: ἤτοι διά μέσου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τοῦ ἐξ ὕδατος συνισταμένου καί Πνεύματος· γέννησις γάρ ὀνομάζεται καί τό Ἅγιον Βάπτισμα· διότι εἶπεν ὁ Κύριος πρός τόν Νικόδημον· «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ´ 5)· καί πάλιν· «Τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος Πνεῦμά ἐστι» (αὐτόθι 6). Ἐγεννήθησαν δέ Υἱοί εἰς ἐσέ τήν πρίν στεῖραν ὅλοι διορατικοί καί προφητικοί, καθώς ἦτον ὁ Σαμουήλ· οὗτοι δέ εἶναι οἱ βαπτισθέντες χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μέ πίστιν ἀνακράζουσιν εἰς τόν τούτους πνευματικῶς γεννήσαντα Χριστόν· «Οὐκ ἔστιν Ἅγιος, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν, καί οὐκ ἔστι δίκαιος πλήν σου Κύριε».

Σημείωσαι δέ, ὅτι τό ρητόν τοῦτο τοῦ Εἱρμοῦ ἐρανίσθη ὁ Μελωδός ἀπό τόν Προφήτην Ἡσαΐαν λέγοντα· «Εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα· ρῆξον καί βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον (τῆς ἐξ Ἐθνῶν Ἐκκλησίας), ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα (τῆς Ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς)» (Ἡσ. νδ´ 1). Ἀλλά καί ἡ Προφῆτις Ἄννα ἡ Ποιήτρια τῆς Ὠιδῆς ταύτης εἰς τύπον εἶναι τῆς ἐξ Ἐθνῶν Ἐκκλησίας κατά τόν Θεοδώριτον, ἡ δέ Φενάννα, εἰς τύπον τῆς Συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἐξ Ἐθνῶν λοιπόν Ἐκκλησία ἐγέννησεν ἑπτά: ἤτοι πολλά· ἐπειδή ὁ ἑπτά ἀριθμός παρά τῇ θείᾳ Γραφῇ εἶναι δηλωτικός πλήθους, καί σημαίνει τήν πολυγονίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κατά τόν αὐτόν Θεοδώριτον· ἡ δέ Συναγωγή τῶν Ἑβραίων πολύτεκνος οὖσα πρότερον, τώρα ἔγινε πάντη στεῖρα καί ἄτεκνος· ὅθεν ἐπληρώθη τό τῆς Ἄννης λόγιον τό λέγον· «Ἡ Στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καί ἡ πολλή ἐν τέκνοις ἠσθένησε» (α´ Βασιλ. β´ 5).
Ὁ δέ Θεοδώριτος οὕτως ἑρμηνεύει τό ἀνωτέρω ρητόν τοῦ Ἡσαΐου· «Εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα· οὐ γάρ ἔτικτεν ἡ Ἐκκλησία πάλαι, τῇ δέ τῶν εἰδώλων δουλείᾳ προσήδρευε· ρῆξον καί βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· τέθεικε τό «ρῆξον» ἐπί τῆς βιαίας γεννήσεως, ὡσαύτως δέ καί τό «βόησον»· φασί γάρ τάς μαίας παρακελεύεσθαι ταῖς δυστοκούσαις καί βιάζεσθαι καί βοᾶν· τό δέ «εὐφράνθητι» ἐπί τῆς παρ᾿ ἐλπίδα δωρηθείσης πολυπαιδίας τέθεικε· ἐναντίον δέ πως εἶναι δοκεῖ τό «ρῆξον καί εὐφράνθητι»· ἀμφότερα δ᾿ ὅμως συνέβη· καί γάρ παρ᾿ ἐλπίδα γεγένηκε· τοιαῦται γάρ τοῦ Παναγίου Πνεύματος αἱ ὠδῖνες».

Τά αὐτά σχεδόν λέγει καί ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος ἑρμηνεύων τό ρητόν τοῦτο, παρά τοῦ ὁποίου φαίνεται ὅτι τά ἐρανίσθη ὁ Θεοδώριτος· οὕτω γάρ φησίν· «Ἰδού προστέτακται ρῆξαί τε καί βοῆσαι· ἔθος δέ τοῦτο δρᾶν ταῖς ἐπί δίφρῳ καί τικτούσαις γυναιξίν, ἅς δή φασί παροτρύνειν τάς μαίας ἔντονόν τι καί τορόν ἀναβοᾶν, ἵν᾿ ἐκθλίβοιτο τῆς μήτρας τό βρέφος, εὐρυνομένου τοῦ σπλάγχνου πρός τήν βοήν· τοῦτο, οἶμαι, ἐστί τό «ρῆξον καί βόησον». Ἄρξαι δή οὖν τοῦ τίκτειν, φησί, καί ὡς ὠδίνουσα πολλούς δίδου συχνῶς τήν ταῖς τικτούσαις ἀεί πρέπουσαν βοήν· ὡς ἐσομένη δέ Μήτηρ ἀναριθμήτων λαῶν εὐφροσύνην δέχου τήν πνευματικήν… Ἔθος μέν οὖν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ ἔρημον ἀποκαλεῖν τήν χήραν. Ἐχήρευσε δέ τῶν Ἐθνῶν ἡ πληθύς· οὐ γάρ ἐπλούτει τήν κοινωνίαν τήν πρός τόν σπορέα λόγον· ἐπειδή δέ παρεδέξατο τόν ἐξ Οὐρανοῦ Νυμφίον, πολλά γέγονεν αὐτῆς τά τέκνα μᾶλλον ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα».

                                                                  Τροπάριον.
Μεγάλη φωνή, ἐν τῇ ἐρήμῳ βοᾷ Πρόδρομος· Χριστοῦ ἑτοιμάσατε ὁδούς, καί τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, εὐθείας ἀπεργάσασθε, ἐν πίστει ἀνακράζοντες· Οὐκ ἔστιν Ἅγιος, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν, καί οὐκ ἔστι δίκαιος, πλήν σου Κύριε.

                                                                 Ἑρμηνεία.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ἐρανίσθη ὁ Μελωδός τό Τροπάριον τοῦτο· λέγει γάρ ἐκεῖνος ἐκεῖ· «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. μ´ 3). Ὅθεν οὕτως ἀρχίζει· ὁ τοῦ Κυρίου μέγιστος Πρόδρομος, ἡ μεγάλη καί ὑψηλοτάτη καί ἐξάκουστος φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, βοᾷ εἰς τού λαούς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου καί λέγει· ἑτοιμάσατε, ὦ λαοί, ἑτοιμάσατε τήν στράταν τοῦ Χριστοῦ: ἤτοι ἕτοιμοι γίνεσθε εἰς τήν εὐαγγελικήν πολιτείαν, καθώς ἑρμηνεύει ὁ Θεοφύλακτος· ὁδός γάρ τό Εὐαγγέλιον λέγεται· εὐθείας κάμετε τάς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν: ἤτοι τάς τοῦ παλαιοῦ Νόμου ἐντολάς ἀναδείξατε πνευματικάς· ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εὐθές εἶναι· τά δέ τοῦ Νόμου προστάγματα λέγονται τρίβοι, ὡς τετριμμένα καί παλαιά, κατά τόν αὐτόν Θεοφύλακτον.
Σημείωσαι, ὅτι τό «μεγάλη φωνῆ» δύναται νά νοηθῇ καί εἰς δοτικήν κατ᾿ ἔλειψιν τῆς ἐν προθέσεως οὕτω· ὁ Πρόδρομος βοᾷ ἐν μεγάλῃ φωνῇ. Ποῦ δέ βοᾷ; Ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γάρ ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει· «Ἐν δέ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας» (Ματθ. γ´ 1). Καί μολονότι ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς λέγει, ὅτι ἦλθεν εἰς πᾶσαν τήν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, κηρύσσων Βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (Λουκ. γ´ 3)· μ᾿ ὅλον τοῦτο πιθανόν εἶναι νά ἦτον καί ἔρημοι τόποι μεταξύ τῆς περιχώρου τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου οἱ ὄχλοι ἐρχόμενοι ἤκουον τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου· ὅθεν λέγει ὁ Ματθαῖος· «Τότε ἐξεπορεύετο πρός αὐτόν Ἱεροσόλυμα καί πᾶσα Ἰουδαία καί πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου» (Ματ. γ´ 5). Ὁ δέ Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ὅτι ἐπειδή τό ρῆμα (τό πρόσταγμα) Κυρίου ἐγένετο ἐν τῇ ἐρήμῳ πρός Ἰωάννην, ὡς λέγει ὁ Λουκᾶς, «Ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπί Ἰωάννην τόν τοῦ Ζαχαρίου Υἱόν ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Λουκ. γ´ 2), ἐκ τούτου λέγεται καταχρηστικῶς, ὅτι ἐκήρυττε τό κήρυγμα του ἐν τῇ ἐρήμῳ. Εἰ δέ θέλει νά νοήσῃ τινάς ἔρημον τούς ἐρήμους ὄντας ἀνθρώπους πάσης θεογνωσίας καί ἀγαθοεργίας, ἁρμόζει νά νοήσῃ περί τῶν ἀνθρώπων τό «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Ὁ δέ Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνός λέγει ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ του κατά Ματθαῖον· «Δύο ἐρήμους νοοῦμεν, μίαν τήν ἐνδοτέραν, ἀφ᾿ ἧς ἦλθεν ὁ Ἰωάννης, καί ἐν ᾗ ἐγένετο πρός αὐτόν τό ρῆμα Κυρίου κατά τόν Λουκᾶν· δευτέραν δέ τήν περί τόν Ἰορδάνην, ἐφ᾿ ἥν ἐξῆλθεν, ἥν ὁ Ματθαῖος ἔρημον τῆς Ἰουδαίας ὠνόμασεν, ὁ δέ Λουκᾶς, περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου».

                                                                   Τροπάριον.
Ρυπτόμενον ἥλιον τίς εἶδεν, ὁ Κήρυξ βοᾷ, τόν ἔκλαμπρον τῇ φύσει; ἵνα σε ὕδασιν ἀπαύγασμα τῆς δόξης, Πατρός χαρακτήρ ἀϊδίου ἐκπλύνω, καί χόρτος ὤν, πυρί ψαύσω τῆς σῆς Θεότητος; Σύ γάρ Χριστός, Θεοῦ σοφία καί δύναμις.

                                                                   Ἑρμηνεία.
Ἐκ μέρους τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου προσφέρει ὁ Μελωδός τό παρόν Τροπάριον, καί λέγει οὕτω· ὁ Κήρυξ καί Πρόδρομός σου, Σῶτερ, ἀποφεύγων τήν βίαν ὅπου ἔκαμνες εἰς αὐτόν διά νά σέ βαπτίσῃ ταῦτα ἔλεγε δικαιολογούμενος· ποῖος ἄνθρωπος εἶδε ποτέ τόν αἰσθητόν τοῦτον καί φύσει λαμπρότατον Ἥλιον νά καθαρίζεται; Βέβαια οὐδείς. Ἄν δέ τόν αἰσθητόν τοῦτον Ἥλιον, ὅς τις εἶναι κτίσμα καί ποίημα, κανείς δέν ἐπιχειρίζεται νά πλύνῃ καί νά καθαρίσῃ καμμίαν φοράν, πῶς ἐγώ τολμῶ νά πλύνω καί νά καθαρίσω ἐσέ τόν ἀληθῆ καί καθαρώτατον Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τόν Κτίστην καί Ποιητήν τοῦ Ἡλίου; πῶς δύναμαι νά βαπτίσω ἐσέ ὅπου εἶσαι τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός, καί ὁ χαρακτήρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ;
Καί ἐκεῖνος μέν ὅπου ἤθελεν ἐπιχειρισθῆ νά καθαρίσῃ τόν Ἥλιον, βέβαια μέλλει νά περιγελᾶται ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά περιπαίζεται ὡς ἀνόητος, ἐπειδή ἐπεχείρησε νά κάμῃ ἕνα πρᾶγμα ἀδύνατον· ἐγώ δέ, ἄν βαπτίσω ἐσέ, ὄχι μόνον ἔχω νά περιγελῶμαι ἀπό ὅλους ὡς ἄφρων, ἀλλά πρός τούτοις θέλω κατακαύσει τάς χεῖράς μου· ἐπειδή χορτάρι ξηρόν ὤν: ἤτοι φθαρτός κατά τήν φύσιν τοῦ σώματος, ἀπετόλμησα νά ἐγγίσω εἰς τό φύσει ἄϋλον πῦρ τῆς ἰδικῆς σου Θεότητος. Ἐπιφέρει δέ ἀκολούθως ὁ Μελωδός Σύ γάρ τό, εἶσαι ὁ Χριστός ἡ ἐνυπόστατος τοῦ Θεοῦ σοφία καί δύναμις· τό ὁποῖον εἶπε καί ἀνωτέρω· συνήθειαν γάρ ἔχει οὗτος ἐξαίρετον παρά τούς ἄλλους Μελωδούς νά τελειώνῃ πολλάς Ὠιδάς τῶν Κανόνων του μέ τό ἴδιον τέλος, ὡς εἴπομεν ἑρμηνεύοντες τόν Κανόνα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ.

                                                                   Τροπάριον.
Ψυχῆς τελῶν ἔμφρονος, καί λόγῳ τιμώμενος, ἀψύχων εὐλαβοῦμαι· εἰ γάρ βαπτίσω σε, κατήγορόν μοι ἔσται, πυρί καπνιζόμενον ὄρος, φυγοῦσα δέ θάλασσα διχῇ, καί Ἰορδάνης οὗτος στραφείς· σύ γάρ Χριστός, Θεοῦ σοφία καί δύναμις.

                                                                    Ἑρμηνεία.
Παρομοίως μέ τά ἀνωτέρω δύο Τροπάρια ἀναφέρει καί εἰς τό Τροπάριον τοῦτο ὁ Μελωδός τόν Βαπτιστήν Ἰωάννην δικαιολογούμενον καί λέγοντα πρός τόν Δεσπότην Χριστόν, ὅς τις ἐζήτει νά βαπτισθῇ. Δέν ἤθελα γένει τόσης καταδίκης ἄξιος, Δέσποτα, ἄν ἔμελλον νά νικηθῶ κατά τήν εὐλάβειαν ἀπό τόν Μωϋσῆν ἐκεῖνον τόν ἐστολισμένον μέ νοῦν καί λογικόν, τόν Προφήτην, τόν νομοθέτην καί δημαγωγόν τόσων μυριάδων λαοῦ, καί τόν ἀξιωθέντα νά σέ ἰδῇ καί νά σέ ἀκούσῃ, ὡς εἶπον ἀνωτέρω· ἀλλά τώρα καί αὐτῶν τῶν ἀψύχων καί ἀλόγων κτισμάτων ἔχω νά φανῶ ἀνευλαβέστερος καί κατώτερος ἐγώ ὅπου ἔχω ψυχήν νοεράν καί φρονοῦσαν τό πρέπον, καί ὁ ὁποῖος εἶμαι τιμημένος μέ λογικόν καί διάκρισιν, ἄν δέν εὐλαβηθῶ τό ἀξίωμα τῆς Θεότητός σου, ἀλλά τολμήσω νά σέ βαπτίσω.
Ἐπειδή καί αὐτά τά ἄψυχα ἔχουν τρόπον τινά νά λάβουν φωνήν καί νά μέ κατηγορήσουν· τό Σίναιον Ὄρος, τό ὁποῖον ἐκαπνίζετο ὅλον ἀπό φωτίαν διά τήν ἰδικήν σου κατάβασιν «Τό ὄρος, φησί, τό Σινᾶ ἐκαπνίζετο ὅλον διά τό καταβεβηκέναι ἐπ᾿ αὐτό τόν Θεόν ἐν πυρί, καί ἀνέβαινεν ὁ καπνός, ὡσεί καπνός καμίνου, καί ἐξέστη πᾶς ὁ λαός σφόδρα» (Ἔξοδ. ιθ´ 18), δικαίως θέλει μέ κατηγορήσει ὡς τολμηρόν καί ἀνευλαβῆ· θέλει μέ κατηγορήσει ἡ ἐρυθρά θάλασσα, ἥτις ἔφυγεν ἀπό τοῦ προσώπου σου, καί ἐσχίσθη εἰς δύο μέρη, καί τό μέν ἕνα μέρος αὐτῆς ἐστάθη ὡς τεῖχος ἐκ δεξιῶν, τό δέ ἄλλο, ἐξ ἀριστερῶν· ἀλλά πρό ἐκείνων θέλει μέ κατηγορήσει ὁ ποταμός οὗτος Ἰορδάνης, εἰς τόν ὁποῖον στεκόμεθα· διότι καί αὐτός ἐκ προσώπου σου ἐμπόδισε πρό ὀλίγου τό ρεῦμά του, καί δέν ἔτρεχε κάτω, ἀλλ᾿ ἐστράφη εἰς τά ὀπίσω κατά τόν Προφητάνακτα λέγοντα· «Ἡ θάλασσα εἶδε καί ἔφυγεν· ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τά ὀπίσω» Ψαλ. ριγ´ 3). Ἐρωτᾷ δέ ὁ Προφήτης τήν αἰτίαν λέγων· «Τί σοι ἐστί θάλασσα, ὅτι ἔφυγες; καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὀπίσω; » Καί ἀποκρίνεται. «Ἀπό προσώπου Κυρίου ἐσαλεύθη ἡ γῆ, ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ» (αὐτόθι 5).

 Σημείωσαι, ὅτι ὁ ἀνώνυμος ἑρμηνευτής εἰς τό «ἀψύχων» θέλει νά νοεῖται ἐξωθεν ἡ ἀπό πρόθεσις, καί νά λέγηται «εὐλαβοῦμαι, αἰδοῦμαι, φυλάττομαι ἀπό τῶν ἀψύχων. Καί τοῦτο δέ σημείωσαι, ὅτι τά ἀνωτέρω κατά προσωποποιΐαν ρητορικήν ἐσχηματίσθησαν ὑπό τοῦ Μελωδοῦ καί τοῦ Δαβίδ· ὅθεν εἶπεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· «Πολλά ἡ Γραφή προσωποποιεῖν οἶδε καί τῶν ἀψύχων»· ὁ δέ Χρυσόστομος θέλει ὅτι διά τῶν τοιούτων λόγων τῶν ἀψύχων παρασταίνεται τό μέγεθος τῶν συμβαινόντων πραγμάτων· οὕτω γάρ λέγει· «Μάνθανε τῆς Γραφῆς τό ἔθος· ὅτε γάρ βούλεται μέγα τι Χριστόν, ἤ μέγα λυπηρόν ἀπαγγεῖλαι, καί αὐτά τά ἄψυχα αἰσθάνεσθαί φησιν· οὐκ ἐπειδή αἰσθάνεται, ἀλλ᾿ ἵνα τό μέγεθος παραστήσῃ τῶν συμβαινόντων».

                                                                    Ὠδή ε´.

                                                                Ὁ Εἱρμός
Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός, λύσαι τό κατάκριμα ἥκει, Ἀδάμ τοῦ Πρωτοπλάστου· καθαρσίων δέ, ὡς Θεός μή δεόμενος, τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ· ἐν ᾧ τήν ἔχθραν κτείνας, ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν, εἰρήνην χαρίζεται.

                                                              Ἑρμηνεία.
Ἀπό διάφορα ρητά συνεκροτήθη τό παρόν Τροπάριον ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Μελωδοῦ· τό γάρ «ὁ ζωῆς ἀρχηγός» ἐρανίσθη ἀπό τάς Πράξεις, ὅπου ὁ Κορυφαῖος Πέτρος ἔλεγε πρός τούς Ἰουδαίους· «Ὑμεῖς ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, τόν δέ ἀρχηγόν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε» (Πράξ. γ´ 15). Ὅθεν λέγει ὁ Μελωδός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Σωτήρ τοῦ Κόσμου, ὁ ἀρχηγός τῆς κατά Πνεῦμα καί αἰωνίου ζωῆς ἦλθεν εἰς τόν Κόσμον διά νά λύσῃ τό κατάκριμα καί ἐπιτίμιον, τουτέστι τόν θάνατον, εἰς τόν ὁποῖον ὑπέπεσεν ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ διά τήν παράβασιν· «Ἧι δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ, φησί, φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ (τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως) θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β´ 17)· διότι τοιαῦτα εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ς´ 23). Καί δικαίως ἐγένετο ἡ εἰς τόν Κόσμον ἔλευσις τοῦ Ἰησοῦ· διότι οὐδείς ἄλλος ἐδύνατο νά καταλύσῃ τήν στέρησιν τῆς ζωῆς, πάρεξ ὁ ἔχων τήν ἐξουσίαν τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἤ καλύτερα νά εἰπῶ, ὁ ὤν αὐτοζωή καί τῆς ζωῆς ἀρχηγός. Καθώς δέ τό σκότος στέρησις ὄν τοῦ φωτός, λύεται ἀπό τόν Ἥλιον, ὅταν ἀνατείλῃ· οὕτω καί ὁ θάνατος στέρησις ὤν τῆς ζωῆς, ἐλύθη, ὅταν ὁ τῆς ζωῆς ἀρχηγός ἐπεδήμησεν.
Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν μολονότι δέν εἶχεν χρείαν νά καθαρισθῇ διά τοῦ Βαπτίσματος, ἐπειδή ποίαν χρείαν ἔχει ἡ αὐτοκάθαρσις νά καθαρισθῇ; μ᾿ ὅλον τοῦτο αὐτός καθαίρεται καί βαπτίζεται σήμερον χάριν τοῦ Ἀδάμ, ὅς τις ἔπεσεν εἰς τήν λάσπην τῆς ἁμαρτίας, καί διά τοῦτο ἐχρειάζετο νά καθαρισθῇ ἀπό αὐτήν. Βαπτιζόμενος δέ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ, ἀπέκτεινεν εἰς αὐτόν καί ἐθανάτωσε τήν ἔχθραν, ἡ ὁποία ἦτον μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ διά τήν ἁμαρτίαν. Ἀφ᾿ οὗ δέ τήν ἔχθραν ἐθανάτωσεν, ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς τήν ἑαυτοῦ θείαν εἰρήνην, ἥτις ὑπερέχει κάθε νοῦν καί διάνοιαν. Κατεσκεύασε δέ τό τέλος τοῦ Τροπαρίου ὁ Μελωδός ἀπό διάφορα ρητά τοῦ Παύλου· διότι αὐτός ἐν μέν τῇ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῇ γράφει «Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν, ὁ καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας» (Ἐφ. β´ 14).

 Καί πάλιν, «Ἵνα ἀποκαταλλάξῃ τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ Σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ» (αὐτόθι 16)· ἐν δέ τῇ πρός Φιλιππησίους ἐπιστολῇ γράφει «Καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τάς καρδίας ὑμῶν» (Φιλιπ. δ´ 7). Ἀνέφερε δέ τό περί εἰρήνης ρητόν ὁ θεσπέσιος Μουσουργός, διά νά χαρακτηρίσῃ τήν πέμπτην Ὡιδήν, τῆς ὁποίας ποιητής εἶναι ὁ Προφήτης Ἡσαΐας λέγων· «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, εἰρήνην δός ἡμῖν· πάντα γάρ ἀπέδωκας ἡμῖν» (Ἡσ. κς´ 12).
Ἤθελε δέ ἀπορήσῃ τινάς, κατά τόν Πτωχόν Πρόδρομον, πῶς ὁ μέν Παῦλος εἶπεν ἀνωτέρω, ὅτι ὁ Χριστός ἀπέκτεινε τήν ἔχθραν ἐν τῷ Σταυρῷ, ὁ δέ Μελωδός λέγει ἐδῶ, ὅτι ἀπέκτεινεν αὐτήν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ; Ἡμεῖς λοιπόν λύοντες τήν ἀπορίαν, κατά μέν τό πρόχειρον καί ἁπλούστερον νόημα λέγομεν, ὅτι τήν ἔχθραν ὅπου ἡμεῖς εἴχομεν πρός τόν Θεόν, ἔλυσεν ὁ Δεσπότης Χριστός μέ ὅλα τά Μυστήρια τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, καί ἐφιλίωσεν ἡμᾶς τῷ Θεῷ καί Πατρί μέ τήν Σύλληψιν, μέ τήν Γέννησιν, μέ τό Βάπτισμα, μέ τό Πάθος, μέ τόν Σταυρόν, καί μέ τόν Θάνατόν Του· καί διά νά εἰπῶ καθολικῶς, ἐφιλίωσεν ἡμᾶς τῷ Θεῷ καί Πατρί μέ ὅλα τά θεοπρεπῆ, καί ἀνθρωποπρεπῇ θαυμάσια ἔργα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Δεσπότης Χριστός ἐν τῇ ἐνσάρκῳ του ἐπιδημία.
Κατά δέ τό μυστικώτερον καί βαθύτερον νόημα λέγομεν, ὅτι ἐν τῷ Ἰορδάνῃ καί ἐν τῷ Βαπτίσματι ὁ Χριστός ἀπέκτεινε τήν ἔχθραν ὅπου εἴχομεν μέ τόν Θεόν· καθότι τό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου Σταυρός ὀνομάζεται ἀπό τόν Παῦλον λέγοντα «Ἀνασταυροῦντας ἑαυτοῖς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ς´ 6)· καί πάλιν· «Τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη (ἐν τῷ Βαπτίσματι)· «τῷ Χριστῷ»· ὅθεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος σύν τῷ Θεοφυλάκτω ἑρμηνεύοντες τά ἀνωτέρω ρητά, Σταυρόν τό Βάπτισμα ὀνομάζουσιν· ἐπειδή εἰς αὐτό σταυρώνεται μαζί μέ τόν Χριστόν ὁ παλαιός τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπος.

Ἐπειδή λοιπόν ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἰκονίζεται μυστικῶς ἐν τῷ Βαπτίσματι, διά τοῦτο ὁ μέν Παῦλος εἶπεν, ὅτι ἐν τῷ Σταυρῷ ἀπέκτεινε τήν ἔχθραν ὁ Κύριος, ὁ δέ Μελωδός, ὅτι ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, τοὐτόν εἰπεῖν, ἐν τῷ Βαπτίσματι, τῷ μυστικῶς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου εἰκονίζοντι ἀπέκτεινεν αὐτήν· Σταυρός γάρ καί Βάπτισμα ἄν καί φαίνωνται δύο, ἕνα ὅμως εἶναι τῇ ἀληθείᾳ. Αὕτη δέ ἡ ἔχθρα, κατά τόν Πτωχόν Πρόδρομον, δικαίως ἠμπορεῖ νά νοηθῇ δράκων ἐμφωλεύων εἰς τά ὕδατα, τοῦ ὁποίου τήν κάραν συνέτριψεν ὁ Κύριος, κατά τόν Δαβίδ λέγοντα· «Σύ συνέθλασας τήν κεφάλην τοῦ δράκοντος». (Ψαλ. ογ´ 14).
Τοῦτο τό νόημα βεβαιώνουσι καί ἄλλα ρητά τοῦ ἰδίου Παύλου, καθώς τό «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ Βαπτισματος εἰς τόν θάνατον» (Πωμ. Σ´ 3-4), καί τό «Εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ» (Ρωμ. ς´ 5).

                                                                   Τροπάριον.
Συνελθόντων ἀπείρων λαῶν, ὑπό Ἰωάννου βαπτισθῆναι, αὐτός ἐν μέσῳ ἔστη, προσεφώνει δέ τοῖς παροῦσι· Τίς ἔδειξεν ἀπειθεῖς, τήν ὀργήν ὑμῖν ἐκκλῖναι τήν μέλλουσαν; καρπούς ἀξίους Χριστῷ ἐκτελεῖτε· παρών γάρ νῦν, εἰρήνην χαρίζεται.

                                                                    Ἑρμηνεία.
Ἐκ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου ἐρανίζεται ὁ Μελωδός τό παρόν Τροπάριον· φησί γάρ ἐκεῖνος περί τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου· «Ἰδών δέ (ὁ Ἰωάννης) πολλούς τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπί τό Βάπτισμα αὑτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπό τῆς μελλούσης ὀργῆς; Ποιήσατε οὖν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας» (Ματθ. γ´ 7-8). Ταῦτα λοιπόν ἐρανισθεις ὁ Μελωδός λέγει, ὅτι ὅταν πάμπολλοι λαοί τῶν Ἰουδαίων ἐσυνάχθησαν διά νά βαπτισθοῦν ἀπό τόν Ἰωάννην, τότε ἱστάμενος αὐτός εἰς τό μέσον αὐτῶν, ἔλεγε εἰς τούς ἐκεῖ παρόντας Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους τά λόγια ταῦτα· ὦ γεννήματα ἐχιδνῶν, ποῖος σᾶς ἔδειξε νά φύγετε διά τοῦ Βαπτίσματος τῆς μετανοίας τήν μέλλουσαν ὀργήν τῆς κολάσεως; Λέγει δέ αὐτούς γεννήματα ἐχιδνῶν· διότι ἐφόνευσαν παρανόμως μέ διαφόρους τρόπους θανάτου τούς Προφήτας καί διδασκάλους των, καθώς τά τέκνα τῶν ἐχίδνων θανατώνουν τάς μητέρας των σχίζοντα τήν κοιλίαν των, καί οὕτω γεννῶνται ἀπό αὐτάς κατά τούς φυσικούς.
Θαυμάζει δέ ὁ Πρόδρομος (κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ Θεοφυλάκτου) μέ τόν λόγον τοῦτον, πῶς ἔγινε νά μετανοήσῃ ἡ πονηρά αὐτῶν καί ἀμετανόητος γενεά· ὅμως ἐάν (λέγει ὁ Πρόδρομος) ἐσεῖς μετανοῆτε τῇ ἀληθείᾳ, ποιήσατε καί καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας, ποιήσατε ἔργα θεάρεστα καί ἄξια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν· ἐπειδή δέν εἶναι ἀρκετόν εἰς τήν σωτηρίαν σας μόνον τό νά προσέλθετε εἰς τό ἰδικόν μου Βάπτισμα, χωρίς νά κάμετε καί ἔργα ἀρεστά εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος τώρα εὑρισκόμενος εἰς τό μέσον σας, χαρίζεται εἰρήνην εἰς ὅλους ἡμᾶς. Τοῦτο δέ ἐρανίσθη ὁ Μελωδός ἀπό τό ρητόν ἐκεῖνο τοῦ Ἰωάννου τό λέγον· «Μέσος ὑμῶν ἕστηκεν (ὁ Χριστός), ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε» (Ἰωάν. α´ 26)· διότι τό «μέσος ὑμῶν ἕστηκεν» εἶναι ταυτόσημον μέ τό «παρών νῦν». Ὁ δέ Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ὅτι ἐρανίσθη τοῦτο ἀπό τό ρητόν τοῦ Ἰωάννου τό λέγον «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. γ´ 2). Βασιλεία δέ ἐγγίζουσα τῶν Οὐρανῶν εἶναι ὁ Χριστός· περί οὗ καί ἀλλαχοῦ εἶπεν ὁ ἴδιος· «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21)· προσφυέστερον ὅμως εἶναι τό ἀνωτέρω νόημα.

                                                                 Τροπάριον.
Γεωργός ὁ καί Δημιουργός, μέσος ἑστηκώς ὡς εἷς ἁπάντων, καρδίας ἐμβατεύει· καθαρτήριον δέ πτύον χειρισάμενος, τήν παγκόσμιον ἅλωνα πανσόφως διΐστησι, τήν ἀκαρπίαν φλέγων, εὐκαρποῦσιν, αἰώνιον ζωήν χαριζόμενος.

                                                                Ἑρμηνεία.
Καί τοῦτο τό τροπάριον εἶναι ἐρανισμένον ἀπό τόν Εὐαγγελιστήν Ματθαῖον λέγοντα οὕτω περί τοῦ Χριστοῦ· «Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί, οὗ τό πτύον ἐν τῇ χειρί αὐτοῦ, καί διακαθαριεῖ τήν ἅλωνα αὑτοῦ, καί συνάξει τόν σῖτον εἰς τήν ἀποθήκην αὑτοῦ, τό δέ ἄχυρον κατακαύσει πυρί ἀσβέστῳ)» (Ματ. γ´ 11-12)· τά ἴδια γάρ ταῦτα λόγια ὀλίγον ἀλλάξας ὁ Μελωδός λέγει, ὅτι ὁ Χριστός ὁ δημιουργός καί γεωργός τῆς ἰδικῆς μας φύσεως (δημιουργός τῶν ἔργων τοῦ καθενός, ἤ διότι δίδει εἰς ἡμᾶς τά σπέρματα τῶν ἀρετῶν) οὗτος καθό μέν ἄνθρωπος στέκεται ἐδῶ εἰς τό μέσον, ὡς ἕνας ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους· «Μέσος, φησίν, ὑμῶν ἕστηκεν, ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε» (Ἰω. α´ 26)· καθό δέ Θεός ἐξετάζει καί ἐρευνᾷ τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων· μόνου γάρ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἴδιον τό νά ἠξεύρῃ τάς καρδίας, καθώς λέγει ὁ Σολομών· «Σύ μονώτατος οἶδας τήν καρδίαν πάντων» (γ´ Βασ. η´ 39).
Εἰς τάς χεῖρας λοιπόν τούτου εὑρίσκεται, λέγει, καθαρτικόν πτυάρι: ἤτοι ὁ διακριτικός λόγος καί διαιρετικός τοῦ κρείττονος ἐκ τοῦ χείρονος, κατά τόν Πτωχόν Πρόδρομον, ἤ ἡ κρίσις καί ἐξέτασις, κατά τόν Θεοφύλακτον. Μέ τήν κρίσιν δέ ταύτην καί τήν ἐξέτασιν αὐτός ἔχει νά καθαρίσῃ τό ἁλῶνι του, τό ὁποῖον εἶναι ἤ ὁ Κόσμος ὅλος, κατά τόν ρηθέντα Πρόδρομον, ἤ ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν Θεοφύλακτον· καθώς γάρ εἰς τό ἁλῶνι εὑρίσκεται καί σιτάρι καί ἄχυρον, οὕτω καί εἰς τόν Κόσμον καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν εὑρίσκονται καί καλοί καί κακοί, οἱ μέν καλοί, ὡς σιτάρι, οἱ δέ κακοί, ὡς ἄχυρον.

 Ὁ Χριστός λοιπόν διαχωρίζει εἰς δύο τό τοῦ Κόσμου καί τῆς Ἐκκλησίας παγκόσμιον ἁλῶνι του· καί τήν μέν ἀκαρπίαν: ἤτοι τούς κακούς, ἔχει νά κατακαύσῃ μέ τό πῦρ τό ἄσβεστον τῆς κολάσεως· ὅθεν καί ὁ ἀνώνυμος ἑρμηνευτής ἀκαρπίαν ἐνόησε τήν κακοκαρπίαν, ὡς ἄφωνον λέγομεν τόν κακόφωνον μουσικόν· τούς δέ ποιοῦντας καρπούς τῶν ἀρετῶν ἔχει νά συνάξῃ εἰς τήν ἀποθήκην τῆ Βασιλείας του, καί χαρίσῃ εἰς αὐτούς ζωήν αἰώνιον.
Δικαίως δέ ἡ ἁμαρτία ὀνομάζεται ἄχυρον· διότι, καθώς τό ἄχυρον εἶναι ἐλαφρόν καί εὐκολόκαυτον καί τροφή τῶν ἀλόγων ζώων, οὕτω καί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐλαφρά, εὐκολοκρήμνιστος καί τροφή τῶν πονηρῶν Δαιμόνων, καί ἔχει νά κατακαῇ ἀπό τό ἄσβεστον πῦρ τῆς γεένης. Ὁμοίως καί ἡ ἀρετή δικαίως ὀνομάζεται σιτάρι· διότι, καθώς τό σιτάρι εἶναι καθαρόν καί βαρύ, καί εἰς ἄρτον μεταποιούμενον γίνεται τροφή τῶν λογικῶν ἀνθρώπων, τοιουτοτρόπως καί ἡ ἀρετή εἶναι καθαρά, εἶναι μέ φρένας βαρείας καί ἡγεμονικάς, καί γίνεται ἄρτος ἐπιτήδειος διά νά παρατεθῇ εἰς τήν τράπεζαν τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ. Σημείωσαι ὅτι καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος οὕτως ἑρμηνεύει τά ἀνωτέρω· «Τί δέ τό πτύον; Ἡ κάθαρσις. Τί δέ τό πῦρ; Ἡ τοῦ κούφου δαπάνη, καί ἡ ζέσις τοῦ Πνεύματος» (Λόγος εἰς τά Φῶτα).

                                                                   Ὠδή ς´

                                                              Ὁ Εἱρμός.
Ἡ φωνή τοῦ Λόγου, ὁ Λύχνος τοῦ Φωτός, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ τοῦ Ἡλίου Πρόδρομος, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μετανοεῖτε, πᾶσι βοᾷ τοῖς λαοῖς, καί προκαθαίρεσθε· ἰδού γάρ πάρεστι Χριστός, ἐκ φθορᾶς τόν Κόσμον λυτρούμενος.

                                                            Ἑρμηνεία.
Μέ τρία ὁμοιώματα δείχνει ὁ Ἱερός Μελωδός ἐν τῷ Τροπαρίῳ τούτῳ τήν οἰκειότητα ὅπου ἔχει ὁ Βαπτιστής Ἰωάννης μέ τόν Δεσπότην Χριστόν· παρομοιάζει γάρ τόν Ἰωάννην μέ τήν φωνή, μέ τόν λύχνον καί μέ τόν ἑωσφόρον (τόν αὐγερινόν)· τόν δέ Δεσπότην Χριστόν παρομοιάζει μέ τόν λόγον, μέ τό φῶς καί μέ τόν Ἥλιον. Παρομοιάζει λοιπόν πρῶτον τόν Ἰωάννην μέ τήν φωνήν, τόν δέ Χριστόν, μέ τόν λόγον· διότι ἡ φωνή εἶναι ἀήρ πεπληγμένος, καί γίνεται ὄχημα τοῦ προφορικοῦ λόγου· καί ἄν ἡ φωνή πρώτη δέν ὑποτεθῆ, ὁ προφορικός λόγος δέν εἶναι δυνατόν νά φανερωθῇ εἰς τούς ἄλλους.

Παρομοιάζει δεύτερον τόν Ἰωάννην μέ τόν λύχνον, καί τόν Χριστόν, μέ τό φῶς· διότι ὁ λύχνος εἶναι ὄχημα τοῦ φωτός· ἐπειδή τό φῶς ἐπιτιθέμενον εἰς τόν λύχνον φωτίζει τό ὁσπίτιον καί τούς ἐν τῷ ὁσπιτίῳ κατοικοῦντας ἀνθρώπους. Παρομοιάζει τρίτον ὁ Μελωδός τόν Ἰωάννην μέ τόν ἑωσφόρον, τόν δέ Χριστόν, μέ τόν Ἥλιον. Ταῦτα δέ τά τρία ὁμοιώματα τοῦ Προδρόμου, ἡ φωνή, ὁ λύχνος καί ὁ ἑωσφόρος, εἶναι πρότερα κατά τόν χρόνον τῶν ὁμοιωμάτων τοῦ Χριστοῦ: δηλαδή τοῦ λόγου, τοῦ φωτός καί τοῦ Ἡλίου· κατά τήν αἰτίαν ὅμως καί τήν ἀξίαν πρότερα εἶναι τά ὁμοιώματα τοῦ Χριστοῦ· ὅθεν καί προτιμῶνται τά τοῦ Χριστοῦ ὁμοιώματα ἀπό τά τοῦ Προδρόμου· ἐπειδή, ἄν ἐρωτήσῃ τινάς, διά τί ἡ φωνή γίνεται; ἀποκρινόμεθα, διά νά ἐποχηθῇ ἐπάνω εἰς αὐτήν ὁ λόγος· ὁμοίως ἄν ἐρωτήσῃ τίς, διά τί γίνεται ὁ λύχνος; ἀποκρινόμεθα, διά νά βαλθῇ εἰς αὐτόν τό φῶς καί νά λάμψη· ὡσαύτως καί ἐάν εἰπῇ τινάς, διά τί ὁ αὐγερινός προλάμπῃ; ἀποκρινόμεθα, διά νά μηνύσῃ τόν ἐρχομόν τοῦ Ἡλίου.
Τούτων οὕτω προεγνωσμένων, λέγει ὁ Ἱεράρχης Κοσμᾶς, ὅτι ὁ Βαπτιστής Ἰωάννης, ἡ φωνή τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Πατρός, ὁ λύχνος τοῦ ἀϊδίου καί ἀκτίστου φωτός, καί ὁ αὐγερινός, ὁ πρόδρομος καί προμηνυτής τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ φωνάζει εἰς ὅλους τούς λαούς ὅπου προσῆλθον εἰς αὐτόν, τό, Μετανοεῖτε, καί προκαθαρισθῆτε ἀπό τάς ἁμαρτίας· ἐπειδή, ἰδού εἶναι παρών ὁ Χριστός, καί λυτρώνει τόν Κόσμον ἀπό τήν φθοράν τῆς ἀσεβείας καί ἁμαρτίας, καί ἐνδύει αὐτόν ἀφθαρσίαν διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Τό μέν οὖν «μετανοεῖτε» εἶπεν ὁ Ἰωάννης, καθό φωνή· ταύτης γάρ ἴδιον εἶναι τό βοᾶν· τό δέ «προκαθαίρεσθε» εἶπε, καθό λύχνος· ἴδιον γάρ εἶναι τοῦ λύχνου νά καθαρίζῃ ὁπωσοῦν τό σκότος καί νά εἰσάγῃ τόν φωτισμόν · τό δέ, «ἰδού πάρεστι Χριστός ἐκ φθορᾶς τόν Κόσμον λυτρούμενος» τό εἶπε, καθό αὐγερινός· τοῦτο γάρ τοῦ αὐγερινοῦ ἴδιον εἶναι· ὁ γάρ αὐγερινός πρό τοῦ Ἡλίου ἀνατέλλων, φαίνεται τρόπον τινά νά λέγῃ εἰς τούς κοιμωμένους ἀνθρώπους· σηκωθῆτε, ὦ ἄνθρωποι, ἀπό τόν ὕπνον, σηκωθῆτε καί ἐργάζεσθε τάς τέχνας σας· διότι ἰδού ὁ Ἥλιος εἶναι παρών, καί ἡ ἡμέρα ἐγγίζει, σηκώνουσα ὑμᾶς ἀπό τήν ἀναισθησίαν τοῦ ὕπνου. Σημείωσαι, ὅτι ἐρανίσθη τά ἀνωτέρω ὁ Μελωδός ἀπό τόν εἰς τά Φῶτα λόγον Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου λέγοντος· «Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, ὁ λύχνος τῷ Ἡλίῳ φησίν· ἡ φωνή, τῷ Λόγῳ· ὁ φίλος, τῷ Νυμφίῳ· ὁ προδραμών καί προδραμούμενος, τῷ φανέντι (ἐπί γῆς), καί φανησομένῳ (ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ)».

                                                                Τροπάριον.
Γεννηθείς ἀρρεύστως, ἐκ Θεοῦ καί Πατρός, ἐκ τῆς Παρθένου, δίχα σαρκοῦται ρύπου Χριστός· οὗ τόν ἱμάντα, τήν ἐξ ἡμῶν τοῦ Λόγου συνάφειαν, λύειν ἀμήχανον (διδάσκει ὁ Πρόδρομος), γηγενεῖς ἐκ πλάνης λυτρούμενος

                                                               Ἑρμηνεία.
Ὁ Δεσπότης, λέγει, Χριστός, ὁ τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, καθ᾿ ὅ μέν Θεός ἐγεννήθη ἐρρεύστως καί ἀπαθῶς κατά τήν πρώτην καί προαιώνιον καί οἰκείαν αὑτοῦ τῆς Θεότητος Γέννησιν· καθό δέ ἄνθρωπος ἐσαρκώθη ἀσπόρως ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας, κατά τήν δευτέραν αὐτοῦ καί οἰκείαν τῆς ἀνθρωπότητος Γέννησιν· ὄθεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἶπε· «Πίστευε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν προαιώνιον Λόγον, τόν προελθόντα ἐκ τοῦ Πατρός ἀχρόνως καί ἀσωμάτως, τοῦτον ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν γεγενῆσθαι διά σέ καί Υἱόν ἀνθρώπου, ἐκ τῆς Παρθένου προελθόντα Μαρίας ἀρρυπάρως· οὐδέν γάρ ρυπαρόν, οὗ Θεός, καί δι᾿ οὗ σωτηρία» (Λόγος εἰς τό Βάπτισμα).

Πρέπει δέ οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί νά πιστεύουσι μέν, ὅτι ὁ Χριστός ἐγεννήθη διττῶς, ὡς εἴπομεν, καί κατά τήν Θεότητα καί κατά τήν ἀνθρωπότητα, νά μή τολμοῦν δέ νά ἐρευνοῦν τόν τρόπον ἤ τῆς ἄνω προαιωνίου αὐτοῦ Γεννήσεως, ἤ τῆς κάτω καί ἐπ᾿ ἐσχάτων· ἀλλά τόν τοιοῦτον ἀκατάληπτον τρόπον νά ἀφίνουσιν εἰς μόνην τήν σοφίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον, κατά τόν Ἀπόστολον, ἐξετάζει ὅλα· «Πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (α´ Κορ. β´ 10) λέγει δέ καί ὁ πολύς ἐν Θεολογίᾳ Γρηγόριος· «Οὐχ ὡς ἀγνοῶν ταῦτα (ἐρευνᾷ), ἀλλ᾿ ὡς ἐντρυφῶν τῇ τούτων θεωρίᾳ (Λόγος ἐπιταφίου εἰς τόν Βασίλειον).
Ὅθεν καί ὁ μέγας Πρόδρομος τοῦτο διδάσκει ἡμᾶς, δηλαδή τό νά μή ἐρευνῶμεν τήν τοῦ Θεοῦ Λόγου περί ἡμᾶς συγκατάβασιν, καί τήν μετά τῆς ἀνθρωπότητος καθ᾿ ὑπόστασιν γενομένην τῆς Θεότητος ἕνωσιν, μηδέ τόν Λόγον καί τόν τρόπον αὐτῆς νά ἐξετάζωμεν· ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν εἰς κανένα ἄνθρωπον νά καταλάβῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδέ αὐτός ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος Πρόδρομος εἶναι ἱκανός νά λύσῃ τό λωρί τό συνάπτον τόν πόδα μετά τοῦ ὑποδήματος τοῦ Κυρίου, δηλαδή δέν εἶναι ἱκανός νά καταλάβῃ τόν τρόπον κατά τόν ὁποῖον ὁ Θεός Λόγος ἡνώθη μέ τήν ἐξ ἡμῶν προσληφθεῖσαν παρ᾿ αὐτοῦ ἀνθρωπότητα.

Τοῦτο δέ τό νόημα ἐδανείσθη ὁ Μελωδός ἀπό τήν Θεολογικήν λύραν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου λέγοντος· «Τί δέ ὁ σφαιρωτήρ τοῦ ὑποδήματος, ὅν οὐ λύεις ὁ βαπτίζων Ἰησοῦν, ὁ Παλαιᾶς καί Νέας μεσίτης; Τί τοῦτο; Τυχόν ὁ τῆς ἐπιδημίας λόγος καί τῆς σαρκός, οὗ μηδέ τό ἀκρότατον εὐδιάλυτον, μή ὅτι τοῖς σαρκικοῖς καί νηπίοις ἐν Χριστῷ ἀλλ᾿ οὐδέ τοῖς κατά Ἰωάννην τῷ Πνεύματι» (Λόγος εἰς τά Φῶτα).
Ἐκ τῶν λόγων δέ τούτων τοῦ Βαπτιστοῦ καί τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου, καί ἄλλο αἱρετικόν φρόνημα ἀνατρέπεται· οἱ ὀπαδοί γάρ καί ἀκόλουθοι τοῦ ἄφρονος Ὠριγένους ἐφλυάρουν, ὅτι ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου προσληφθεῖσα φύσις τῆς ἀνθρωπότητος ἦτον ἑνωμένη μέ τόν Θεόν Λόγον ἕως τῆς Ἀναλήψεως· ὅταν δέ ὁ Χριστός ἔμελλε νά ἀναβῇ εἰς τόν ὑπερουράνιον τόπον, καί νά ἀναπαυθῇ εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός· τότε ἀπέρριψε μέν καί ἀπεσκεύασε τήν ἀνθρωπότητα ὡς ἕνα βάρος, ἔβαλε δέ αὐτήν μέσα εἰς τόν δίσκον τοῦ Ἡλίου, κακῶς ἐννοοῦντες τό Δαβιτικόν ἐκεῖνο ρητόν τό λέγον· «Ἐν τῷ Ἡλίῳ ἔθετο τό σκήνωμα αὑτοῦ» (Ψαλ. ιη´ 6)· καί οὕτω μέ γυμνήν τήν Θεότητα ἀνέδραμε καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ὁμοίως τοῦτο ἐφλυάρουν καί οἱ Μανιχαῖοι, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «Εἴ τις ἀποτεθεῖσθαι νῦν τήν σάρκα λέγοι, καί γυμνήν εἶναι τήν Θεότητα σώματος, ἀλλά μή μετά τοῦ προσλήμματος καί εἶναι καί ἥξειν, μή ἴδοι τήν δόξαν τῆς παρουσίας. Ποῦ γάρ τό σῶμα νῦν, εἰ μή μετά τοῦ προσλαβόντος; οὐ γάρ δή κατά τούς τῶν Μανιχαίων λήρους τῷ Ἡλίῳ ἐναποτέθειται, ἵνα τιμηθῇ διά τῆς ἀτιμίας» (α´ Ἐπιστολή πρός Κληδόνιον).

                                                                 Τροπάριον.
Ὥσπερ Οὐρανῷ, σύν τρόμῳ καί θαύματι παρίσταντο, ἐν Ἰορδάνῃ αἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων σκοπούμεναι, τοσαύτην Θεοῦ τήν συγκατάβασιν· ὅπως ὁ κρατῶν τήν ὑπέρῳον τῶν ὑδάτων ὑπόστασιν, ἐν τοῖς ὕδασι, σωματοφόρος ἕστηκεν, ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.

                                                                 Ἑρμηνεία.
Καθώς τά τῶν ἐπιγείων Βασιλέων τάγματα, τόσον οἱ δορυφόροι, ὅσον καί οἱ λοιποί ὑπήκοοι, δέν τιμῶσι μόνον τόν Βασιλέα μέσα εἰς τά Βασίλεια, ὅπου αὐτός κάθηται ἐπάνω εἰς τόν βασιλικόν του θρόνον, καί φορεῖ στολήν βασιλικήν καί ὑπέρλαμπρον, ἀλλά καί ἄν ἰδοῦν αὐτόν νά ἔμβῃ μέσα εἰς καλύβην καί πτωχικόν ὁσπίτιον διά καμμίαν χρείαν, δέν ἀτιμάζουσι τόν Βασιλέα των διά τήν εὐτέλειαν τῆς καλύβης, ἀλλά μέ τόν αὐτόν φόβον καί τήν τιμήν παραστέκονται εἰς αὐτόν, καί ὅταν εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν καλύβην ἐκείνην, καθώς ὅταν εὑρίσκεται εἰς τά Βασίλεια· διότι ἡ εὐτέλεια τῆς καλύβης δέν ἀτιμάζει τόν Βασιλέα, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον ὁ Βασιλεύς τιμᾷ τήν εὐτέλειαν τῆς καλύβης διά τῆς βασιλικῆς του δόξης καί μεγαλειότητος.

Τοιουτοτρόπως καί αἱ ὑπερκόσμιοι Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, βλέπουσι τόν Μονογενῆ Υἱόν τοῦ Πατρός τόν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις θρόνοις καθεζόμενον νά στέκεται εἰς τάς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, καί νά ζητῇ ὑπό Ἰωάννου τό Βάπτισμα, παρεστέκοντο εἰς αὐτόν μέ τόσον φόβον καί θαυμασμόν, μέ ὅσον παραστέκονται εἰς αὐτόν καί ἐν τῷ Οὐρανῷ· ἔβλεπον γάρ μίαν ἄπειρον τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Διότι ἐκεῖνος ὁ Θεός ὅπου διακρατεῖ μέ τήν αὑτοῦ πρόνοιαν τήν οὐσίαν καί φύσιν τῶν ὑδάτων τήν εὑρισκομένην εἰς τά ὑπερῷα: ἤτοι ὑπεράνω τοῦ στερεώματος, καί συνέχει τά ὕδατα ἐπάνω εἰς τήν κυρτήν περιφέρειαν τοῦ στερεώματος, καί δέν ἀφίνει αὐτά νά τρέχουν εἰς τοιοῦτον κατηφορικόν τόπον, αὐτός σῶμα φορῶν ἐστέκετο εἰς τά ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου. Ἐπιφέρει δέ ὁ Μελωδός τό «Ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν», ἵνα δείξῃ τό χαρακτηριστικόν γνώρισμα τῆς ἑβδόμης Ὠιδῆς.
Ὁ δέ ἀνώνυμος ἑρμηνευτής οὕτως ἀνέγνω (καί ἴσως ἐπιτυχικώτερον) τό παρόν Τροπάριον· «Ὤ! Πῶς ὁ κρατῶν τήν ὑπέρῳον τῶν ὑδάτων ὑπόστασιν ἐν τοῖς ὕδασι σωματοφόρος ἕστηκεν; » ἑρμηνεύει δέ οὕτως· «Αἱ δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων παρίσταντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὡς ἐν Οὐρανῷ σύν τρόμῳ καί θαύματι, σκοπούμεναι τοσαύτην Θεοῦ τήν συγκατάβασιν· ἔλεγον δέ θαυμαστικῶς· (ὅπερ ἔξωθεν νοεῖται) ὤ! πῶς ὁ συνέχων τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεώς του τήν ἄσχετον καί ὀλισθηράν φύσιν τῶν ὑδάτων τήν ἐπάνω τοῦ στερεώματος, ἵσταται τώρα σωματοφόρος ἐν τοῖς ὕδασι τοῦ Ἰορδάνου, καί ὑπό δούλου βαπτίζεται; »

                                                                  Τροπάριον.
Νεφέλη ποτέ, καί θάλασσα θείου προεικόνιζον, Βαπτίσματος τό θαῦμα, ἐν οἷς ὁ πρίν βαπτίζεται, διεξοδικῶς τῷ Νομοθέτῃ λαός. Θάλασσα δέ ἦν τύπος ὕδατος, καί νεφέλη τοῦ Πνεύματος· οἷς τελούμενοι, Εὐλογητός εἶ κράζομεν, ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.

                                                                 Ἑρμηνεία.
Ἐν τῷ Τροπαρίῳ τούτῳ ἀναφέρει ὁ Ἱερός Μελωδός, τόσον τά ὑπό τοῦ Παύλου ρηθέντα, ὅσον καί τά ὑπό τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου· ὁ μέν γάρ Παῦλος λέγει· «Καί πάντες (οἱ Ἰσραηλῖται) εἰς τόν Μωϋσῆν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλῃ καί ἐν τῇ θαλάσσῃ» (α´ Κορ. ι´ 2)· ὁ δέ Θεολόγος οὕτω φησίν· «Ἐβάπτισε Μωϋσῆς, ἀλλ᾿ ἐν ὕδατι, καί πρό τούτου ἐν νεφέλῃ καί ἐν θαλάσσῃ· τύπος δέ τοῦτο ἦν, ὡς καί Παύλῳ δοκεῖ, ἡ θάλασσα, τοῦ ὕδατος, ἡ νεφέλη, τοῦ Πνεύματος» (Λόγος εἰς τά Φῶτα).

Λέγει λοιπόν ὁ Μελωδός, ὅτι τόν παλαιόν καιρόν ἡ νεφέλη, ἡ ὁποία ἐσκέπαζεν ἄνωθεν τούς Ἰσραηλίτας ἐν τῇ ἡμέρᾳ διά νά μή καίῃ αὐτούς ὁ Ἥλιος, καί ἡ ἐρυθρά θάλασσα, διά τῆς ὁποίας ἐπέρασαν οἱ Ἰσραηλῖται, καί τά δύο ταῦτα ὁμοῦ ἐπροεικόνιζαν τό θαῦμα: ἤτοι τό θαυμαστόν Μυστήριον τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος· διότι μέ τήν θάλασσαν καί τήν νεφέλην ἐβαπτίσθη ὁ Ἰσραηλιτικός λαός ὑπό τοῦ νομοθέτου Μωϋσέως, ὡς εἶπεν ἀνωτέρω ὁ Παῦλος· ἐβαπτίσθη ὅμως αὐτός ἐν τῇ θαλάσσῃ ὄχι καταβυθιστικῶς, ὅν τρόπον κατεβυθίσθησαν εἰς αὐτήν οἱ Αἰγύπτιοι, ἀλλά διαβατικῶς, ἐπειδή διέβη ἀβλαβῶς τήν θάλασσαν σχισθεῖσαν ὑπό τοῦ Μωϋσέως διά τῆς ράβδου. Καί ἡ μέν ἐρυθρά θάλασσα προεικόνιζε τό νερόν τοῦ ἰδικοῦ μας ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ δέ νεφέλη προεικόνιζε τήν ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μέ τά ὁποῖα ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί τελειούμενοι, κατά τόν Θεόδωρον, ἤ τελείως καθαιρόμενοι καί ἀναπλαττόμενοι, κατά τόν ἀνώνυμον ἑρμηνευτήν, «Ἐάν (φησί) μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ´ 5), οὕτω, λέγω, τελειούμενοι κράζομεν· «Εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Πῶς δέ ὁ Μωϋσης ἐβάπτιζεν ἐν ὕδατι, μέ συντομίαν φανερώνομεν ἐδῶ· ἐν τῷ δεκάτῳ ἐννάτῳ Κεφαλαίῳ τῶν Ἀριθμῶν γράφεται, ὅτι προστάζει ὁ νόμος νά σφάζεται μία δάμαλις κόκκινη καί ἄζευκτη ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καί νά καίεται ὁμοῦ μέ τό δέρμα, ἡ δέ στάκτη αὐτῆς νά φυλάττεται· ἥτις ραντιζομένη μέ νερόν, ἐκαθάριζεν ἐκείνους ὅπου ἤθελαν πιάσει σῶμα νεκροῦ, ἤ κόκκαλον ἀνθρώπου, ἤ τάφον. Διά τοῦτο ὁ Θεολόγος Γρηγόριος νομικήν καί σκιώδη καί πρόσκαιρον ὀνομάζει τήν τοιαύτην κάθαρσιν, καί τοῦ σώματος, οὐ τῆς ψυχῆς, καί οὐ παντελῆ τῆς ἁμαρτίας ἀναίρεσιν· «Τί γάρ ἔδει (φησί) πολλάκις καθαίρεσθαι τούς ἅπαξ κεκαθαρμένους; (Λόγος εἰς τό Βάπτισμα). Ἐπειδή ὅσες φορές ἐμολύνετο τινάς μέ τούς ἀνωτέρω σωματικούς μολυσμούς, τόσες φορές καί ἐκαθαρίζετο. Καί ὁ Παῦλος δέ περί τούτου γράφει· «Σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τούς κεκοινωμένους, ἁγιάζει πρός τήν τῆς σαρκός καθαρότητα» (Ἑβρ. θ´ 13).

                                                                Τροπάριον.
Ἅπαντες πιστοί ἐν ᾧ τήν τελείωσιν ἐλάβομεν, θεολογοῦντες ἀσιγήτως, σύν Ἀγγέλοις δοξάσωμεν, Πατέρα Υἱόν καί Πνεῦμα Ἅγιον· τοῦτο γάρ Τριάς ὑποστάσεσιν ὁμοούσιος, εἷς δέ Θεός, ᾧ καί ψάλλομεν· Κύριος, καί Θεός εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων.

                                                               Ἑρμηνεία.
Μέ τό Τροπάριον τοῦτο καλεῖ ὁ Μελωδός τόν βαπτιζόμενον λαόν τῶν Χριστιανῶν εἰς ὕμνον καί δοξολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἥτις ἐτελείωσεν ἡμᾶς διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὅλοι, λέγει, ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἐκαθαρίσθημεν μέ τό ἅγιον Βάπτισμα, καί πρός θεογνωσίαν ὁδηγηθέντες, εἰς τήν τῶν Ἀγγέλων κατάστασιν ἀνεβιβάσθημεν, ὅλοι ἀσιγήτως μετά τῶν Ἀγγέλων ἄς θεολογήσωμεν. Ποῖον; Τό Θεῖον (τό ὁποῖον ἔξωθεν ἐννοεῖται κατά τόν Πτωχόν Πρόδρομον), ἐν ᾧ (μέ τό ὁποῖον) ἐλάβομεν τήν τελειότητα διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἄς δοξολογήσωμεν δέ τόν Πατέρα τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ποία δέ δοξολογία εἶναι τῷ Θεῷ πρέπουσα; Τό νά διαιροῦμεν μέν τήν Ἁγίαν Τριάδα κατά τάς ὑποστάσεις καί πρόσωπα, νά ἑνοῦμεν δέ πάλιν αὐτήν κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν· οὕτω γάρ καί οἱ ἐν Οὐρανοῖς Ἄγγελοι, καί μάλιστα τό τάγματα τῶν φλογερῶν Σεραφείμ, ὑμνοῦσι τόν τρισυπόστατον Θεόν καί δοξάζουσι τούς τρεῖς ἁγιασμούς εἰς μίαν συνάγοντες κυριότητα, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον· λέγοντες γάρ αὐτοί τρίς, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, δηλοῦσι τάς τρεῖς ὑποστάσεις· λέγοντες δέ μίαν φοράν τό «Κύριος» δηλοῦσι τό ἕν κράτος τῶν τριῶν καί τήν μίαν αὐτῶν Βασιλείαν καί Θεότητα. Ἐπιφέρει δέ ὁ Μελωδός, ὅτι τό Θεῖον, Τριάς μέν εἶναι κατά τάς ὑποστάσεις, ἕνας δέ Θεός ὁμοούσιος κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν, εἰς τόν ὁποῖον ψάλλομεν· «Εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».

                                                                     Ὠδή η´

                                                                 Ὁ Εἱρμός.
Μυστήριον παράδοξον, ἡ Βαβυλῶνος ἔδειξε κάμινος, πηγάσασα δρόσον· ὅτι ρείθροις ἔμελλεν, ἄϋλον πῦρ εἰσδέχεσθαι ὁ Ἰορδάνης, καί στέγειν σαρκί, βαπτιζόμενον τόν Κτίστην· ὅν εὐλογοῦσι Λαοί, καί ὑπερυψοῦσιν, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.

                                                                  Ἑρμηνεία.
Ἡ Βαβυλωνία, λέγει, κάμινος, ἐπειδή ἀνέβλυσε δρόσον οὐρανίαν, διά τοῦτο ὑπέδειξε τό παράδοξον Μυστήριον, τό ὁποῖον ἠκολούθησε σήμερον εἰς τόν Ἰορδάνην· ἐφανέρωσε γάρ, ὅτι καθώς αὐτή ἐδέχθη μέσα εἰς τόν ἑαυτόν της τήν θεϊκήν δρόσον, τήν ὁποίαν ὀλίγην οὖσαν δέν ἐδυνήθη νά νικήσῃ ἡ τόση ὑπερβολική φωτία ὅπου εἶχεν, οὔτε νά ἐξατμίσῃ αὐτήν εἰς τόν ἀέρα, ἀλλά μᾶλλον ἡ ὑπερβολική της φωτία ἐνικήθη ἀπό τήν ὀλίγην δρόσον καί κατεσβέσθη· οὕτως ἐκ τοῦ ἐναντίου ὁ ροώδης καί ὑδατώδης ποταμός Ἰορδάνης ἔμελλε νά δεχθῇ μέσα εἰς τά ἰδικά του ρεῖθρα τό ἄϋλον πῦρ τῆς Θεότητος, καί νά στέξῃ: ἤτοι νά βαστάσῃ τόν Κτίστην τοῦ Παντός βαπτιζόμενον κατά τήν ἀνθρωπότητα· οὐ γάρ τό ἄϋλον καί θεῖον πῦρ ἐσβέσθη ἤ ἐνικήθη ἀπό τό ὑλικόν ρεῖθρον τοῦ Ἰορδάνου· αὐτό δέ μᾶλλον ἐνίκησε τό Ἰορδάνειον ρεῖθρον, καθώς καί ἐκεῖ τότε ἐνικήθη ἀπό τήν δρόσον ἡ κάμινος. Ἐπιφέρει δέ ὁ Μελωδός τό «Ὅν εὐλογοῦσι λαοί καί ὑπερυψοῦσιν εἰς πάντας τούς αἰῶνας». Διά νά δείξῃ, ὅτι εἶναι ὀγδόη Ὠδή, τῆς ὁποίας εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀνωτέρω λόγια.

                                                                Τροπάριον.
Ἀπόθου φόβον ἅπαντα, ὁ Λυτρωτής τῷ Προδρόμῳ ἔφησεν· ἐμοί δέ πειθάρχει, ὡς χρηστῷ μοι πρόσελθε· τοῦτο γάρ φύσει πέφυκα· ἐμῷ προστάγματι εἶξον, καί βάπτισόν με συγκαταβάντα, ὅν εὐλογοῦσι Λαοί καί ὑπερυψοῦσιν, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.

                                                               Ἑρμηνεία.
Διά τοῦ παρόντος Τροπαρίου ἀναφέρει ὁ ἱερός Μελῳδός τόν Δεσπότην Χριστόν παραθαρρύνοντα τόν Βαπτιστήν διά νά βαπτίσῃ αὐτόν· ὅθεν λέγει· ὁ Λυτρωτής τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων Χριστός, «Ὁ Θεός (φησίν) ὁ ὕψιστος, Λυτρωτής αὐτῶν ἐστι» (Ψαλ. οζ´ 35), ὁ Χριστός, λέγω, εἶπεν εἰς τόν Πρόδρομον Ἰωάννην· ἀπόβαλε ἐκ τῆς ψυχῆς σου κάθε φόβον, ὦ Ἰωάννη, καί πείσθητι διά δύο αἴτια καί πλησίασον εἰς ἐμέ· πρῶτον, διότι δέν θέλεις πάθῃ ἀπό ἐμέ κανένα κακόν, ἐπειδή ἐγώ εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, καί τοῦτο φύσει πέφυκα: τουτέστιν ἐγώ μόνος φυσικήν ἔχω τήν ἀγαθότητα καί χρηστότητα· «Οὐδείς (φησίν) ἀγαθός, εἰμή εἷς ὁ Θεός» (Μαρ. ι´ 18)· διότι οἱ μέν ἄνθρωποι καί Ἄγγελοι λέγονται καί χρηστοί θέσει καί κατά μετοχήν τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καί χρηστότητος· ἐγώ δέ εἶμαι ἀγαθός φύσει καί πρώτως καί κατ᾿ αἰτίαν. Ὥστε θαρρῶν πλησίασον εἰς ἐμέ, ὡς εἰς χρηστόν καί ἀγαθόν· τό γάρ ἀγαθόν δέν προξενεῖ φόβον καί ἀποφυγήν, ἀλλά θάρρος καί πλησιασμόν· οὐδέ κακοποιεῖ τινά, ἀλλά μᾶλλον εὐεργετεῖ πάντας. Ἄν ὅμως δέν ἑλκυσθῇς ἀπό τήν φυσικήν μου χρηστότητα, ἐλκύσου κἄν ἀπό τήν φυσικήν μου μεγαλειότητα, καί ὑποτάσου εἰς τήν προσταγήν μου καί βάπτισόν με, διότι εἰς τοῦτο ἐσυγκατέβην καί ἔγινα ἄνθρωπος.
Μερικοί δέ, ὡς ὁ ἀνώνυμος ἑρμηνευτής τῶν Κανόνων καί ἄλλοι, τό «χριστῷ» διά τοῦ ι γράφουσιν, ἐννοοῦντες μέ τήν τοιαύτην λέξιν τό «Θεανθρώπῳ»· τοῦτο ὅμως δέν εἶναι ὀρθόν, κατά τόν Θεόδωρον, διά δύο αἴτια. Πρῶτον, διότι δέν ἁρμόζει εἰς τόν σκοπόν τοῦ Ἰησοῦ· ὁ σκοπός γάρ αὐτοῦ ἦτον νά κάμῃ τόν Ἰωάννην νά λάβῃ θάρρος εἰς τό νά βαπτίστῃ αὐτόν· ἐπειδή ποῖον θάρρος ἔμελλε νά λάβῃ ἐάν ἤκουεν ἀπό τόν Χριστόν νά τόν λέγῃ, πλησίαζε εἰς ἐμέ ὡς εἰς Χριστόν, τουτέστιν ὡς εἰς Θεόν τέλειον, καί τέλειον ἄνθρωπον; ἐκεῖνος γάρ διά τοῦτο καί μόνον ἐφοβεῖτο τόν Χριστόν, διότι ἦτον Θεός. Δεύτερον, διότι τό ἐκ τοῦ τοιούτου λόγου συναγόμενον νόημα εἶναι μακράν τῶν δογμάτων τῆς Ἱερᾶς Θεολογίας· ἐπειδή γάρ τό ὄνομα «Χριστός» σημαίνει «Θεάνθρωπος», ὡς εἴπομεν, καί δηλοῖ, οὐ τήν χρίσασαν μόνον Θεότητα, ἀλλά καί τήν χρισθεῖσαν ὑπ᾿ αὐτῆς ἀνθρωπότητα, ἀκολουθεῖ ἐξ ἀνάγκης, ὅτι ὁ Θεάθρωπος Χριστός μίαν μέν ὑπόστασιν ἔχει, καθ᾿ ἥν ἡ προσλαβοῦσα Θεότης ἡνώθη μέ τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, δύο δέ τάς φύσεις καί θελήσεις καί ἐνεργείας, κατά τήν κοινήν γνώμην τῶν Ἱερῶν Θεολόγων. Ἐάν λέγωμεν λοιπόν ὅτι ὁ Χριστός ὁ ἐν δυσί φύσεσι θεωρούμενος φύσει μιᾷ πέφυκεν, ἀσεβές εἶναι καί βλάσφημον· διότι τό νά λέγῃ τινάς τόν Χριστόν φύσει Θεόν καί φύσει ἄνθρωπον, διπλῶς λεγομένου τοῦ «φύσει», τοῦτο εἶναι ὀρθόν καί εὐσεβές· τό δέ νά λέγῃ ἅπαξ, φύσει Θεόν καί ἄνθρωπον, τοῦτο οὐδαμῶς λέγεται παρά τοῖς Θεολόγοις Πατρᾶσι.

                                                                    Τροπάριον.
Τριάδος ἡ φανέρωσις, ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν· αὕτη γάρ ὑπέρθεος φύσις· ὁ Πατήρ ἐφώνησεν· οὗτος ὁ βαπτιζόμενος, Υἱός ὁ ἀγαπητός μου· τό Πνεῦμα συμπαρῆν τῷ ὁμοίῳ· ὅν εὐλογοῦσι Λαοί, καί ὑπερυψοῦσι εἰς πάντας τούς αἰῶνας.

                                                                    Ἑρμηνεία.
Κατά τά τρία ταῦτα Τροπάρια, τά δύο προλαβόντα καί τό παρόν, εὑρίσκονται κατά σειράν, καί τό ἕνα ἀκολουθεῖ εἰς τό ἄλλο· τό μέν γάρ πρῶτον ἀναφέρει τήν θαρσοποίησιν ὅπου ὁ Δεσπότης Χριστός ἐποίει εἰς τόν Ἰωάννην διά νά τόν βαπτίσῃ· τό δέ δεύτερον διηγεῖται, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀφείς κάθε ἀντίστασιν, ἐβάπτισεν αὐτόν· καί τό παρόν τρίτον διηγεῖται, ὅτι ἀφ᾿ οὗ ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος, ἐσχίσθησαν οἱ Οὐρανοί, καί ἡ φωνή τοῦ Πατρός ἐξηχήθη, καί τό Πνεῦμα κατῆλθεν ἐν εἴδει περιστερᾶς· οὕτω γάρ διηγεῖται ταῦτα καί τό ὕφος τῶν τριῶν ὁμοῦ Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου καί Λουκᾶ. Λέγει λοιπόν ὁ Μελωδός, ὅτι ἡ φανέρωσις τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔγινεν εἰς τόν Ἰορδάνην ποταμόν· ἡ γάρ Ἁγία Τριάς ἐφάνη μέν διά πολλῶν συμβόλων καί πολλάκις εἰς τούς παλαιούς Προπάτορας καί Προφήτας τούς καθαρούς τῷ πνεύματι· ἐφάνη ὅμως σκιωδῶς καί αἰνιγματωδῶς· καθώς τοῦτο ἠμπορεῖ νά τό βεβαιωθῇ τινάς, ἐάν ἀναγνώσῃ τήν παλαιάν Γραφήν καί τούς Προφήτας· ἡ δέ καθαρά καί ἐναργής καί διά τῶν ἐνεργειῶν ἀποκάλυψις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰς τόν ποταμόν Ἰορδάνην ἔγινεν· αὕτη γάρ ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι φύσις ὑπέρθεος. Ὅμοιον δέ τοῦτο εἶναι, κατά τόν ἀνώνυμον, μέ τό ρητόν ἐκεῖνο τοῦ Δαβίδ, λέγοντος πρός τόν ἐν Τριάδι ἕνα Θεόν· «Σφόδρα ὑπερυψώθης ὑπέρ πάντας τούς Θεούς» (Ψαλ. ψς´ 9)· ἀπό τό ὁποῖον ρητόν πολλοί Θεολόγοι ἐπαρακινήθησαν νά εἰποῦν ἐπί Θεοῦ τήν λέξιν ταύτην, ὑπέρθεος.
Ἔπρεπε δέ ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ ἐν γνόφῳ (ἐν τῇ ἀορασίᾳ τῆς ἀκαταληψίας) πάλαι κεκαλυμμένη νά φανερωθῇ ἐσχάτως τρανῶς καί καθαρῶς εἰς ὅλην τήν Κτίσιν. Ἐπειδή δέ, κατά τόν Ἀπόστολον, πᾶν τό φανερούμενον φῶς ἐστι (Ἐφ. ε´ 13), φῶς ἀληθινόν ἆρα εἶναι ἡ μακαρία καί ὑπερούσιος Τριάς, ἡ ὁποία ἐφανερώθη, ὡς εἴπομεν, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ· ὁ μέν γάρ Μονογενής Υἱός κάτω σωματικῶς ἐβαπτίζετο, ὁ δέ Πατήρ ἐμαρτύρει αὐτοῦ τήν υἱότητα, βροντῶν ἄνωθεν μέ φωνήν ἐξάκουστον καί μεγάλην, καί πάντων τάς ἀκοάς κατακτυπῶν καί λέγων «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ´ 17), τό δέ Πνεῦμα τό Ἅγιον φανέν ἐν εἴδει περιστερᾶς, παρευρίσκετο μέ τόν βαπτιζόμενον Υἱόν ὡς ὁμοούσιον αὑτοῦ.

Ἐδανείσθη δέ ταῦτα ὁ Μελωδός ἀπό τόν Θεολόγον Γρηγόριον οὕτω λέγοντα· «Ἄνεισιν Ἰησοῦς ἐκ τοῦ ὕδατος· συναναφέρει γάρ ἑαυτῷ τόν Κόσμον, καί ὁρᾷ σχιζομένους τούς Οὐρανούς, οὕς ὁ Ἀδάμ ἔκλεισεν ἑαυτῷ τε καί τοῖς μετ᾿ αὑτόν, ὥσπερ καί τῇ φλογίνῃ ρομφαίᾳ τόν Παράδεισον καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα· τῷ γάρ ὁμοίῳ (τῷ ὁμοουσίῳ) προστρέχει καί ἡ ἐξ Οὐρανῶν φωνή· ἐκεῖθεν γάρ ὁ μαρτυρούμενος, καί ὡς περιστερά· τιμᾷ γάρ τό σῶμα, ἐπεί καί τοῦτο τῇ θεώσει Θεός σωματικῶς ὁρωμένη» (Λόγος εἰς τά Φῶτα). Ταῦτα ἑρμηνεύων ὁ Σχολιαστής Νικήτας λέγει· «Τό Πνεῦμα σωματικῶς ὁραθέν, καί ὡς περιστερά προσελθόν τῷ Χριστῷ, τιμᾷ τό σῶμα αὐτοῦ, ὅπερ οὔτε φύσει (ἦν) Θεός, ἄτοπον γάρ, οὔτε θέσει· οὐ γάρ ἐκ προκοπῆς, ἀλλά τῇ θεώσει καί τῇ καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσει, ὑπέρ φύσιν καί θέσιν ἐξ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως θεωθέν».
Ἔφη δέ καί ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν λόγῳ αὐτοῦ περί τῆς ὑπεροχῆς τοῦ θεοϋποστάτου προσλήμματος· «Τοῦ προαιωνίου Λόγου, οὐ μόνον ἡ Θεότης ἀνεξιχνίαστος, ἀλλά καί ὁ πρός τήν σάρκα τῆς ἑνώσεως τρόπος ἀπερινόητος, καί ἡ συγκατάβασις ἀνυπέρβλητος, καί τό τοῦ προσλήμματος θεῖον καί ἀπόρρητον ὕψος, ὑπερεξηρημένον (ἐστί) καί νοῦ καί λόγου παντός, ὡς μηδέ τοῦτο σύγκρισιν ὅλων πρός τήν Κτίσιν ἐπιδέχεσθαι δύνασθαι· ὡραῖος γάρ, φησί, κάλλει παρά τούς Υἱούς τῶν ἀνθρώπων· οὐκ εἶπεν ὡραιότερος, ἀλλ᾿ ἁπλῶς, ὡραῖος, ἵνα μή τά ἀσύγκριτα συγκρίνῃ ψιλοῖς ἀνθρώποις, φύσιν ὁμόθεον».

 

http://www.imaik.gr/?p=489#more-489