Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Η αλήθεια και το πρώτιστο θεολογικό έργο τών Πατέρων 10:45 μ.μ. Αναρτήθηκε από Nikos

Η αλήθεια και το πρώτιστο θεολογικό έργο τών Πατέρων



4. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΙΣΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

α) Γενικά.

Η αλήθεια, που ταυτίζεται με τη θεία πραγματικότητα, δόθηκε και δίδεται στον άνθρωπο με τρόπο αποκαλυπτικό. Η αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για τη σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος Θεολόγος χαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων» και «σεισμούς». Tο τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, που συνεχίζεται στο χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστ., PG 50, 454 εξ). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του αγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν «ελπίδος συμπλήρωσις» (Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36, 456ΑΒ), διότι «θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν» (Χρυσόστομος, PG 59, 424). Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι «ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής» (PG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στη συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Την ίδια Παράδοση και θεολογική γραμμή ακολουθούν και οι μεταγενέστεροι Πατέρες, όπως π.χ. ο ιερός Φώτιος (+891), που ερμηνεύουν το καίριο θεολογικό έργο των Πατέρων σαν αποτέλεσμα της φωτιστικής δράσεως του αγ.Πνεύματος. Διαφορετικά ούτε ιδιαίτερη αξία θα είχε η θεολογία αυτή, ούτε και θα μπορούσε να θεωρήται στην Εκκλησία ισόκυρη προς τη Γραφή:



«Και συ μέν (=Κύριε) επί μέρους ημίν την αλήθειαν απεκάλυψας, εκείνος δε (=ο Παράκλητος) οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν. Kαι σου μεν μυσταγωγούντος έτι δεόμεθα και σοφίας και δυνάμεως και αληθείας· εκείνος (=ο Παράκλητος) δε παραγεγονώς πάντων ημίν την απόλαυσιν άφθονον παράσχοι. Ει τοίνυν συ (=Κύριε) ταύτα, η ενυπόστατος σοφία και αλήθεια, διδάσκεις, ούκ επιδιστάζειν ημάς προσήκε και της προς το μείζον εξελαττούσης τιμής τε και δόξης το Πνεύμα παρ' ημών αξιούσθαι» (Φωτίου, Περί τής του αγ. Πνεύματος μυσταγωγίας PG 102. 305CD-308Α).

Σύμφωνα με το πολυσήμαντο αυτό χωρίο του Φωτίου, ο Χριστός αποκαλύπτει την αλήθεια «επί μέρους», ενώ το αγ. Πνεύμα οδηγεί σ' ολόκληρη την αλήθεια. Σοφά δε συμπληρώνει ότι έχομε ανάγκη («δεόμεθα») το σπουδαίο τούτο έργο του Πνεύματος. Γι'αυτό και το γεγονός ότι ο Κύριος μας δίδαξε, δεν είναι λόγος να μη ζητάμε περισσότερη διδασκαλία από το Πνεύμα του. Η βεβαιότης των Πατέρων για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλομένης στο άγ. Πνεύμα, στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, που είναι και οι «αποχαιρετιστήριοι» προς τους μαθητές του:

«Ταύτα λελάληκα υμϊν παρ' υμίν μένων· ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (Ιωάν. ιδ' 25-26).

«Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι· όταν δε έλθη εκεϊνος,το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμά ς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιστ' 12-13).

Οι λόγοι αυτοί άπαιτούν πολλή προσοχή από μέρους του θεολόγου. Η τομή που κάνουν στο πρόβλημα της φανερώσεως της αληθείας είναι βαθειά και αποτελούν σταθερό θεμέλιο προς αξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Ό,τι αναφέραμε στις δύο τελευταίες παραγράφους είναι ακριβώς η ορθή πατερική κατανόηση και εφαρμογή των ανωτέρω λόγων του Κυρίου. Σύμφωνα λοιπόν με τους λόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόησή τους, ο Χριστός είχε και άλλους λόγους να ειπή και άλλες διδασκαλίες να δώση στους μαθητές, που δεν είπε και δεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα ωδηγούσε σ' ολόκληρη την αλήθεια, θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία). Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου μας εισάγουν βέβαια στο χώρο της οικονομίας της αποκαλύψεως ή στον τρόπο με τον οποίο φανερώνει ο Θεός την αλήθεια (=τον εαυτό του), αλλά είναι ανάγκη να κάνωμε τις παρακάτω απλές διευκρινίσεις σχετικά με αυτό πού είναι ή αλήθεια.

Αφού ο Χριστός δεν ωδήγησε σ' ολόκληρη την αλήθεια και αφού στο πρόσωπό του έχομε την τέλεια αλήθεια, σημαίνει ότι η αλήθεια συνιστά ενιαίο και άπειρο όλο, που ακριβώς διότι είναι άπειρο δεν αποκαλύπτεται σε όλο το βάθος και εύρος του και όταν ακόμη ο Θεός Λόγος γίνεται άνθρωπος. Η ενανθρώπηση δηλ. είναι θεία οικονομία, πραγματική και γνήσια φανέρωση του θείου Λόγου. Αλλά η φανέρωση και αποκάλυψη αυτή δε σημαίνει ότι ο Θεός Λόγος φανερώνει και αποκαλύπτει την αλήθεια στην απειρία της, σ' ολόκληρο το βάθος και εύρος της.

Όταν λέγωμε αποκάλυψη της αληθείας, εννοούμε την εξής διπολική θεία πράξη: Ο Θεός φανερώνει βάσει σχεδίου στον άνθρωπο την αλήθεια. Στον άνθρωπο, που αγωνιά και ζητά με πόνο και προσευχή, συμβαίνει η εκκάλυψη, η άρση του πέπλου εκείνου που τον εμποδίζει να μετέχη στην αλήθεια και άρα να την γνωρίζη (Θεοδωρήτου, "Ερμηνεία" εις το "Άσμα ασμάτων", PG 81, 28ΑΒ-29Α). Ο άνθρωπος δηλαδή γίνεται ικανός προς θεωρία της αληθείας, η οποία όμως παραμένει άπειρη, όπως ο άνθρωπος παραμένει πεπερασμένος. Άρα όσο και να γνωρίση ο πεπερασμένος άνθρωπος την άπειρη αλήθεια, η τελευταία θά μένη ανεξάντλητη πάντα. Το κριτήριο δε για το μέτρο γνώσεως της αληθείας είναι μόνο η ανάγκη του ανθρώπου να σωθή, να ενωθή με το Θεό, καθώς και η δυνατότης του ανθρώπου να δεχθή κάτι το νέο. Επειδή ο άνθρωπος σώζεται όσο μετέχει στην αλήθεια και καθόσο θεωρεί αυτή, δημιουργείται πολλές φορές πρόβλημα γνησιότητος της θείας μετοχής και θεωρίας μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Κι επειδή από τη γνησιότητα ή μη της μετοχής, που γίνεται μερική γνώση, εξαρτάται η σωτηρία, το πρόβλημα παίρνει διαστάσεις μεγάλες, διαστάσεις προβλήματος ζωής ή θανάτου. Έτσι κατανοεί κανείς το ιερό πάθος των θεολογικών συζητήσεων, κι έτσι κατανοεί πώς γεννιούνται προοδευτικά στην Εκκλησία τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα και γιατί υπήρχαν πολλά, δηλ. άπειρα, που δεν είπε ο Κύριος και που θα τα φώτιζε ο Παράκλητος.

Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτει ατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και είναι η αυτοφανέρωση της αληθείας. Άρα η αποκάλυψη της αληθείας στο πρόσωπο του Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι. Έτσι αυτοαποκαλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για το πρόσωπό του ό,τι εξασφαλίζει τη σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγεια οικονομία του Χριστού. Κι ενώ εν συνεχεία στην Εκκλησία έχομε το Χριστό και ό,τι περί εαυτού είπε ο Χριστός, δε μπορούμε να είπωμε ότι εξαντλούμε την αλήθεια Χριστός, όπως αποδεικνύεται στις περιπτώσεις των μεγάλων θεολογικών συζητήσεων. Οι συζητήσεις αυτές (Τριαδολογία, Χριστολογία) απέδειξαν ότι οι πιστοί έχουν τη σώζουσα αλήθεια Χριστός, αλλά χρειάζονταν βαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στη διδασκαλία λ.χ. του Αρείου, όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά το Θεολόγο Γρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι ενώ μετέχομε του Χριστού, δε γνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά, από αυτά προσεγγίζομε καθαρώτερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με την αποστολή του Παρακλήτου να οδηγήση σ' ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξη τα πάντα. Υποσχέθηκε δηλ. ο Κύριος ότι ο Παράκλητος θα οδηγήση σε μεγαλύτερη, βαθύτερη κι ευρύτερη κατανόηση της αυτής πάντοτε αληθείας. Το «ολόκληρη» αλήθεια σημαίνει φυσικά το όση κατά καιρούς είναι αναγκαία για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστός μίλησε περί εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο του. Πρώτα δημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεως των θείων προσώπων, που σημαίνει ότι το άγ. Πνεύμα ωδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός, που είναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμος προς τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθή το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού. Αφού δε λυθή και τούτο, θά συζητηθή η σχέση των ενεργειών των δύο φύσεων του Χριστού.

Διαπιστώνομε λοιπόν στο χώρο της πατερικής θεολογίας μία σταθερή διαδικασία, βάσει της οποίας επιτυγχάνεται προοδευτικά μεγαλύτερη κατανόηση και άρα γνώση της αληθείας, που έχει ήδη αποκαλυφθή στη Γραφή, αλλά σαν άπειρη παραμένει ανεξάντλητη. Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας πραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ωρισμένα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.

Ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, που αναφέρονται στην προοδευτική πορεία της αποκαλύψεως, την καταφάσκουν και την δικαιολογούν. Kαι οι δύο ιεροί άνδρες φρονούν ότι δεν θα ήταν δυνατόν οι ακροατές του Κυρίου να καταλάβουν αυτόν, εάν τους έλεγε ότι ήταν «ίσος» προς τον Πατέρα, αφού ακόμη δε μπορούσαν να καταλάβουν ούτε καν ότι ήταν Υιός του Πατρός (Χρυσοστ., Εις τας Πράξεις Α 2. Γρηγ., Λόγος ΛΑ, PG 36, 161). Ο Γρηγόριος μάλιστα υπογραμμίζει και μιά άλλη πλευρά του θέματος, που οδηγεί στην περισσότερο θεολογική ερμηνεία της προοδευτικότητος, για την οποία μιλαμε. Λέγει δηλαδή ότι ο Θεός δε θεώρησε ορθό να ευεργετήση τους ανθρώπους, αποκαλύπτοντάς τους αλήθειες, χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν, χωρίς να το ζητούν («ούκουν ώετο δειν άκοντας ευ ποιείν, αλλ' εκόντας ευεργετείν», PG 36, 161). Επομένως η από μέρους των ανθρώπων αγωνία και ζήτηση (στην εποχή της Εκκλησίας και μετά την Πεντηκοστή) για ευρύτερη και βαθύτερη φανέρωση της αληθείας είναι όρος απαραίτητος για την πραγμάτωσή της από μέρους του Θεού με όργανα τους Πατέρες.

Έτσι λοιπόν στα χρόνια που διατυπώθηκε η αλήθεια του «ομοουσίου» ή εκείνη των δύο φύσεων του Χριστού, οι πιστοί επιζητούσαν τις αλήθειες αυτές μ' επιμονή και πολλή αγωνία, γι' αυτό κι ευεργετήθηκαν από το Θεό με τη φανέρωση της όψεως αυτής της αληθείας Χριστός.

Τα πρόσωπα της Εκκλησίας, διά των οποίων συντελείται η περαιτέρω φανέρωση της αληθείας, είναι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι. Αυτοί δηλαδή χρησιμοποιούνται από το Θεό για την αύξηση της Εκκλησίας σε διδασκαλία και δόγματα. Ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τον Παύλο, λέγει:

«Πάσα η Εκκλησία, έως αν έχη την κεφαλήν (=τον Χριστόν) αύξει » PG 62, 344. «... Kαι της Εκκλησίας... διηνεκώς αυξανούσης και προκοπτούσης, ως των του Λιβάνου κέδρων ταύτην υπερεκτείνεσθαι» (Πενθέκτη οικ. Σύνοδος, Καρμίρη, Ι, 227). Βλ. και Χρυσόστομο (Εις την προς Εφέσ. Γ 2, PG 62,26), που θέλει την Εκκλησία σαν αύξηση σπόρου σε δέντρο.

«Ημείς δε, αληθεύοντες εν αγάπη, τη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον και μηκέτι ψευδή δόγματα έχοντες, μήτε εν υποκρίσει ζώντες, αυξήσωμεν εις Χριστόν τά πάντα ημών, τον τε βίον και τα δόγματα. Αυτώ γαρ κεφαλή όντι οφείλομεν προσαρμόζειν τα ημέτερα, ίνα μηδέν ακατάλληλον φέρωμεν και ανάρμοστον της κεφαλής, αλλά πάντα προς αυτόν αυξήσωμεν» (Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Εις την προς Εφεσίους, PG 124, 1088D-1089Α).

Και ο Γρηγόριος Θεολόγος δηλώνει ότι θα κρατήση σαν βεβαία πίστη και διδασκαλία ό,τι τώρα τον φώτισε, ό,τι του φανέρωσε το άγιο Πνεύμα: «...οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ην εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσοντα, ως γνησίαν κοινωνόν και συνόμιλον» (Λόγος ΛΑ 33, PG 36, 172).


β) Η αλήθεια των Πατέρων ως διασάφηση και φωτισμός ή αποκάλυψη.

Μετά απ' όσα εκθέσαμε προβάλλει το ερώτημα: τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων ή μάλλον τι είναι η αλήθεια που εκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας, που ήδη έχει δηλωθή στη Γραφή και στην Παράδοση; Κατ' αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δεν έχομε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, που μιλάει για το τι μπορεί να προσφέρη επιπλέον («πλείον», «πλέον») ο καλός θεολόγος, σημειώνει εμφαντικά ότι δε φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της θείας οικονομίας (Έλεγχος Α Χ 3), δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα που γεννιούνται σε όσους ζουν τις παραπάνω αλήθειες. Αφού επομένως δεν έχομε νέα αλήθεια, θα πρόκειται περί διασαφήσεως ή ερμηνείας της υπαρχούσης. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά η διασάφηση εδώ είναι κάτι το πολύ ευρύτερο και δυναμικώτερο απ' ό,τι θα ήταν σε μια συνήθη ιστορικοφιλολογική προβληματολογία. Γι' αυτό και οι όροι αυτοί δεν αρκούν για να εξηγήσουν το σχετικό έργο των Πατέρων.

Η αλήθεια που μας απασχολεί δεν προσεγγίζεται με ανθρώπινες μεθόδους, ερμηνευτικές κ.ά., γιατί και η ίδια δεν φανερώθηκε με τρόπο φυσικό. Έτσι μια «διασάφηση» της αληθείας απαιτεί την είσοδο σ' αυτή και τη μετοχή κατά κάποιο τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο (οι εκφράσεις είναι κατ' ανάγκην συμβατικές) απ' όσο είχαν επιτύχει αυτό μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνται του χρόνου στον οποίο πραγματοποιεί την είσοδο αυτή ένας νέος Πατήρ και Διδ. της Εκκλησίας. Εάν η προσέγγιση και η γνώση της αληθείας δεν είναι πληρέστερη (ποτέ κυριολεκτικά πλήρης), τότε η διασάφηση είναι αδύνατη και τις περισσότερες φορές επικίνδυνη, γιατί εύκολα παρουσιάζεται σαν γνήσια διασάφηση της αληθείας, κάτι που είναι απλή φαντασίωση ή διανοητική σύλληψη του θεολόγου, οπότε βρισκόμεθα μπροστά στο φαινόμενο της κακοδοξίας. Στην περίπτωση π.χ. της σχέσεως Πατρός και Υιού διασάφηση είναι η διατύπωση του «ομοουσίου», το οποίο όχι μόνο δεν υπάρχει αυτολεξεί στη Γραφή, αλλά και τα σχετικά χωρία της είναι ασαφή και δεν οδηγούν καθαρά στο ομοούσιος με μόνη τη βοήθεια της φιλολογικής μεθόδου. Απόδειξη ότι επί αιώνες ταλαιπωρήθηκε η Εκκλησία με το πρόβλημα τούτο. Kαι αφού πέρασε δύο αιώνες αμφιβολίας (subοrdinatiο, η διάχυτη στο Β' και Γ' αιώνα αντίληψη της υποταγής του Γιού στον Πατέρα) κατέληξε στην αλήθεια του ομοουσίου.

Εάν τα σχετικά κείμενα έλεγαν ή δήλωναν σαφώς το ομοούσιος, δε θα γνώριζε η Εκκλησία τη φοβερή κρίση δύο αιώνων. Αφού όμως η Εκκλησία κάποτε έφθασε σ' αυτό, όταν τούτο έγινε πλέον πρόβλημα σωτηρίας ή απωλείας για τους πιστούς, σημαίνει ότι έφθασε με τη διαδικασία που ο Θεός φανερώνει γενικά την αλήθεια ή το θέλημά του στον άνθρωπο. Kαι η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται αποκάλυψη και φωτισμός. Ο Πατήρ και Διδάσκαλος φωτίζεται ή γίνεται ικανώτερος να θεωρή περαιτέρω την αλήθεια, αποκτά δηλ. ευρύτερη εμπειρία αυτής κι έτσι μπορεί να είπη κάτι περισσότερο περί αυτής απ' ό,τι έχει λεχθή. Ακριβώς δε το περισσότερο τούτο της αληθείας αναδεικνύει ένα συγγραφέα της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο.

Η προσφορά ή και η συμβολή των Πατέρων είναι και χαρακτηρίζεται ως έλλαμψη, ως αποτέλεσμα δηλ. φωτισμού του αγίου Πνεύματος (Γρηγόριος Θεολ., PG 36, 172ΑΒ). Κατά τον Μέγα Αθανάσιο μάλιστα ο Θεός «απεκάλυψε» σε ωρισμένους πιστούς - θεολόγους ό,τι δε μπορούν να κατανοήσουν άλλοι, γι' αυτό και προτρέπει να καταφεύγωμε στους έχοντες περισσότερο απ' όσο οι πολλοί την αποκάλυψη της αληθείας (Περί συνόδων 40, 3).

Στο Β' Θεολογικό του Λόγο (§ α), που αποτελεί θαυμάσια είσαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός προσγράφει στο άγιο Πνεύμα το ρόλο του «εμπνείν» και στο Μ-Α Λόγο του εις την Πεντηκοστή παρακαλεί: «παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον» (PG 36, 436) σχετικά με το τι είναι το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δε μπορούσε να θεολογήση χωρίς να έχη στο ιερό τούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το άγ. Πνεύμα. Εκείνος που θεολογεί με τις προϋποθέσεις αυτές δεν πρόκειται βέβαια να λάβη εμπειρία της αληθείας στην απειρία της, δε θα γνωρίση «το πάν», την αλήθεια σ' ολόκληρο το βάθος και εύρος της, αλλά θα επιτύχη απλώς «πλέον», περισσότερο εκείνου πού πέτυχε «άλλος» στην Παράδοση της Εκκλησίας (Λόγος, Λ PG 36, 125BC). Ο θεολόγος δε αυτός, που πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας «το πλέον», καλείται από το Γρηγόριο «άριστος» και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το οποίο και η όλη Εκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.

«Και ούτος άριστος ημίν θεολόγος, ουχ ος εύρε το παν -ουδέ γαρ δέχεται το παν ο δεσμός (=η κατάσταση του ανθρώπου)- αλλ' ος εάν άλλου φαντασθή πλέον και πλεϊον εν εαυτώ συναγάγη το της αληθείας ίνδαλμα ή αποσκίασμα ό,τι και ονομάσωμεν» (Γρηγ. Θεολ., Λόγος Λ 17, PG 36, 125BC). Βλ. σχετικά Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ο Θεολόγος και προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήνα 1971, σσ. 133-141).

Σημειώσαμε ήδη ότι «ρο πλέον» τού «αρίστου» θεολόγου χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος έλλαμψη, που του δόθηκε από το Θεό. Είναι πολύ ενδεικτικό ότι, αξιολογώντας ο ίδιος Πατήρ τη συμβολή του Αθανασίου στη διεύρυνση της αληθείας περί αγίου Πνεύματος, αποδίδει αυτή σε θεία έμπνευση που χαρίσθηκε τότε για πρώτη φορά στην Εκκλησία μέσω του Αθανασίου:

«Πρώτος και μόνος ή κομιδή συν ολίγοις αποτολμά την αλήθειαν σαφώς ουτωσί και διαρρήδην, των τριών μίαν θεότητα και ουσίαν εγγράφως ομολογήσας. Και ο τω πολλώ των πατέρων αριθμώ περί τον Υιόv εχαρίσθη πρότερον, τούτο περί του αγίου Πνεύματος αυτός εμπνευσθείς ύστερον και δώρον βασιλικόν όντως και μεγαλοπρεπές τω βασιλεί προσενεγκών, έγγραφον την ευσέβειαν κατά της αγράφου καινοτομίας» (Λόγος ΚΑ 33, PG 35, 1121C, 1124Α).


γ) Η προσφορά του Πατρ. και Διδ. είναι διεύρυνση και όχι βελτίωση της γνώσεως.

Σε όλη τη μακρά πορεία της Εκκλησίας ο Πατήρ και Διδ. προσφέρει πάντα με το φωτισμό του αγ. Πνεύματος κάτι περισσότερο στη φανέρωση της αληθείας. Με βάση τη Γραφή και τις κατά καιρούς προσθήκες (τα «πλέον») των Πατέρων έχομε τον πυρήνα της θεολογίας, που παίρνει τις μορφές της ύστερα από πολλές διεργασίες και προσπάθειες προς έκφραση της αληθείας μέσω των ιστορικών-φιλοσοφικών σχημάτων.

Ο πυρήνας αυτός της θεολογίας, που με τις συμβολές των Πατέρων διευρύνεται και αυξάνεται, σημαίνει άραγε βελτίωση και ωρίμανση του αρχικού πυρήνα της αποκαλύψεως, ή κάτι άλλο; Οι Πατέρες δηλαδή βελτιώνουν ό,τι παρέλαβαν από τον Κύριο, τους Αποστόλους και τους προγενέστερους Πατέρες; Όχι βέβαια. Ό,τι υπάρχει ως αλήθεια στην Εκκλησία είναι γνήσιο και αληθινό, δεν επιδέχεται αναθεώρηση και βελτίωση. Kαι τούτο γιατί κάθε αποκεκαλυμμένη διδασκαλία είναι έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία συντελείται αυθεντικά σε όλες τις εποχές, από τον Α' αιώνα μέχρι σήμερα. Αν η θεολογική προσφορά είναι βελτίωση, θα πρέπει ν' αμφιβάλλωμε για την εγκυρότητα του έργου της Εκκλησίας κάθε εποχής που προηγείται μιας συγκεκριμένης πατερικής προσφοράς, κάτι που αποτελεί πραγματική άρνηση της ίδιας της Εκκλησίας.

Η συμβολή του Διδασκάλου της Εκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησία δηλαδή, προκόπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στη χαρισματική γνώση της αληθείας, έχει και ζή κάποτε κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αληθείας, αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει, διότι είναι ταυτόσημη με τη θεία πραγματικότητα. Εκείνο που μόνο μπορεί να συμβή είναι να ικανωθή ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αληθείας. Με τον τρόπο αυτό έχομε, ανάλογα με τα δημιουργούμενα προβλήματα κατά καιρούς, «συμπλήρωση» της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στη συνήθη όμως θεολογική ορολογία αλήθεια ονομάζομε και τη θεία πραγματικότητα καθεαυτή και την εμπειρία της ή τη γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείς θέλομε να κάνωμε σαφές ότι στους Πατέρες, που πραγματικά αυξάνουν τη διδασκαλία-Παράδοση της Εκκλησίας, έχομε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεως της αληθείας, σύμφωνα και με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζοντας την ίδια παρεξήγηση:

Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτωμε αλήθειες, αλλ' ούτε και δόγματα «εκτός του εκ προκοπής τινα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχι μεταβολή έστιν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως » (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον PG 32, 829Β).

Κάθε διδασκαλία επομένως ή προτεινόμενο δόγμα που δεν αποτελεί «προκοπή γνώσεως» της αληθείας είναι κακοδοξία.

Τέλος, χρειάζεται να εξηγήσωμε ιδιαίτερα ολιγάριθμες περιπτώσεις, στις οποίες η θεολογική συμβολή των Πατέρων, μολονότι δεν είναι ξένη προς τη Γραφή, δεν φαίνεται ν' αποτελή καθαρά συνέχειά της, έκτασή της ή διεύρυνσή της. Πρόκειται π.χ. για τον Κανόνα της Γραφής ή για την αλήθεια του Αειπαρθένου της Θεοτόκου ή για την τιμή των Αγίων ή και την τιμή των ιερών Εικόνων. Τα θέματα αυτά αντιμετωπίζει ορθά μόνο αυτός που ζη τη γνήσια Παράδοση από τη Γραφή μέχρι την προσφορά των Πατέρων. Το γεγονός ότι δε συνδέονται στενότερα με τη Γραφή, όπως π.χ. η αλήθεια του «ομοουσίου», αυτό δεν κάνει την προσφορά των Πατέρων στα θέματα αυτά λιγώτερο γνήσια κι έγκυρη. Άλλωστε οι παραπάνω αλήθειες που αποτελούν πίστη της Εκκλησίας υπογραμμίζουν την ιδιαιτερότητα των Πατέρων έναντι της Γραφής και τον χαρακτήρα της ορθοδόξου θεολογίας. Ενώπιόν μας έχομε πορεία, της οποίας το τέλος θα συμπέση με το τέλος της ιστορίας.


δ) Η είσοδος εις το «απόθετον κάλλος», δηλ. εις το «πλέον» της αληθείας.

Η συμβολή των Πατέρων και Διδ. στην εμπειρία και γνώση της αληθείας δεν είναι γεγονός αυτόνομο και ανεξάρτητο, αλλά συνέχεια και διεύρυνση μιας πραγματικότητος. Η πραγματικότης αυτή παρέχεται στη Γραφή. Γι' αυτό και ό,τι δημιουργείται στη ζωή της Εκκλησίας συνδέεται άρρηκτα με την αλήθεια που είναι διατυπωμένη στη Γραφή. Οι Πατέρες κατά συνέπεια θεολόγησαν έχοντας θεμέλιο τη Γραφή. Το μέγιστο μέρος του σπουδαίου έργου τους αφορούσε τις όψεις της αληθείας που απαντούν στη Γραφή. Kαι τούτο διότι στη συνείδηση των Πατέρων η Γραφή αποτελούσε το θεόπνευστο βιβλίο που εξέφραζε τη γνήσια και μοναδική πραγματικότητα (αλήθεια). Έβλεπαν τη Γραφή σαν έκφραση και διατύπωση της αληθείας και όχι την ίδια την αλήθεια, που φυσικά, δε χωρεί καθεαυτή σε κανένα βιβλίο και σε κανένα σχήμα. Είχαν συνείδηση του γεγονότος ότι το κείμενο της Γραφής ως έκφραση και σχήμα είναι είδος συμβόλων, που χρησιμοποιούνται συμβατικά και με συνεννόηση των ενδιαφερομένων, για να εκφράσουν θεμελιώδεις σωτήριες όψεις της θείας αληθείας. Η διαδικασία υπενθυμίζει αυτό που συμβαίνει στη μουσική και μάλιστα στη βυζαντινή, η οποία λέγεται και παρασημαντική. Στη μουσική έχομε τα σημάδια ή σημεία, με τα οποία παριστάνομε ή δηλώνομε τους μουσικούς φθόγγους, όπως τους ακούμε. Τους φθόγγους δεν τους υποτάσσουν τα σημεία, μόνο προσπαθούν να υποδείξουν την ύπαρξή τους, το κάλλος τους, την ποιότητά τους. Ακόμη περισσότερο, τα σημεία δεν εξαντλούν τους φθόγγους. Το ευαίσθητο και ασκημένο αυτί μπαίνει βαθύτερα και ευρύτερα στους μουσικούς φθόγγους απ' όσο το μη καλλιεργημένο.

Χρειάσθηκε η σύντομη αυτή εισαγωγή, διότι οι Πατέρες ομιλούν συνεχώς για την είσοδο στο «κεκρυμμένον» ή «απόθετον κάλλος» που υπάρχει πίσω, κάτω ή πέρα από το γράμμα της Γραφής. Αναφέρονται δε σ'αυτό, διότι η θεολογική συμβολή τους πρέπει να είναι και να φαίνεται άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλήθεια της Γραφής. Το νέο που φέρνουν είναι βέβαια νέο ως προς την έκφραση της Γραφής, αλλά συνιστά μόνον έκφραση άλλων όψεων της αληθείας, οι οποίες κρύπτονται και υπάρχουν κάτω από το γράμμα της Γραφής. Τονίζοντας οι Πατέρες τη σχέση αυτή δημιουργούσαν κι ένα κριτήριο για τη γνησιότητα ή μη της θεολογ. συμβολής των θεολόγων της Εκκλησίας. Εάν δηλαδή το νέο που προσέφεραν κατά καιρούς σαν έκφραση του κρυμμένου κάλλους της αληθείας, των αφανέρωτων όψεών της, ήταν ομόλογο και σύμφωνο και φυσική συνέχεια εκείνων των όψεων που είχαν ήδη εκφρασθή με το γράμμα της Γραφής, τότε το νέο αυτό ήταν γνήσιο, ήταν αποτέλεσμα πραγματικού φωτισμού, κάτι που έπρεπε να γίνη (όπως και γινόταν) φρόνημα, πίστη, Παράδοση της Εκκλησίας.

Τη διαδικασία της εισόδου στο βάθος του γράμματος ή στο απόθετο κάλλος της αληθείας ακολουθούσαν μόνο οι Πατέρες, γι' αυτό μόνο το έργο τους είναι γνήσια αύξηση και διεύρυνση αυτού που έχομε στη Γραφή. Τουναντίον οι κακόδοξοι και οι αιρετικοί ακολουθούσαν άλλη τακτική: Έδειχναν φανατική προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής και απέρριπταν κάθε τι που δεν υπήρχε στο γράμμα. Ή κατασκεύαζαν αντιλήψεις που δεν ήσαν ομόλογες και σύμφωνες προς ό,τι σαφώς εξέφραζε η Γραφή. Ισχυρίζονταν πολλές φορές, για να δικαιολογήσουν τη μη γνήσια θεολογική συμβολή τους, πως κατείχαν δίγραφες, αποστολικές δήθεν, παραδόσεις.

Το έργο της εισόδου στο απόθετο κάλλος, δηλ. στην άπειρη πραγματικότητα της αληθείας, είναι κατ' εξοχήν επίτευγμα των Πατέρων και Διδ. και είναι ακριβώς εκείνο που κάνει ένα θεολόγο Πατέρα και Διδ., ενώ χαρακτηρίζεται συγχρόνως το ιερό τούτο έργο και αποκάλυψη ή φανέρωση ή φωτισμός. Τα σχετικά με το θέμα κείμενα είναι άπειρα:

«Μη τοίνυν απλώς παρατρέχωμεν τα εν ταις θείαις Γραφαίς κείμενα, μηδέ εξ επιπολής τοις λεγομένοις προσέχομεν, αλλ' εις το βάθος εαυτούς καθέντες και τον εναποκείμενον πλούτον καταμαθόντες δοξάσωμεν τον Κύριον» (Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν ΞΒ 3, PG 54,535).

«Όσω αν τις επί πλέον τας Γραφάς επιέναι σπουδάζοι, τοσούτω μάλλον κατοπτεύειν δύναται τον εγκεκρυμμένον θησαυρόν και πολύν και άφατον τον πλούτον εντεύθεν καρπούται» (Χρυσ., Εις την Γένεσιν, Ομιλ. ΙΓ', PG 53,100Α).

Την ορθότητα όσων υποστήριζε ο Θεολόγος Γρηγόριος περί αγ.Πνεύματος αναγνώριζαν «όσοι μη ραθύμως μηδέ παρέργως ταις θείαις Γραφαίς εντυχόντες, αλλά διασχόντες το γράμμα και είσωπαρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδειν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ της γνώσεως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΙ2l, PG 36, 156 CD).

Εξηγώντας ο ίδιος Πατήρ τον τρόπο με τον οποίο θεολογούσε κι ερμήνευε τη Γραφή ο φίλος του Μ. Βασίλειος, λέγει: «Όταν ταις άλλαις εξηγήσεσιν, ας τοις μικρά βλέπουσιν αναπτύσσει, τρισσώς εν ταις στερραίς εαυτού πλαξί της καρδίας απογραψάμενος, πεί0ομαι μη μέχρι του γράμματος ίστασθαι, μηδέ βλέπειν τα άνω μόνον, αλλά και περαιτέρω διαβαίνειν και εις βάθος έτι χωρείν εκ βάθους άβυσσον αβύσσω προσκαλούμενος και φωτί φως ευρίσκων, μέχρις αν φθάση προς το ακρότατον» (Λόγος ΜΓ, PG 36, 585Α).

«Την χάριν δεδεγμένος του Πνεύματος, το ευτελές του νομικού διείλες ένδυμα γράμματος και κρυπτόμενον κάλλος ημίν των εννοιών απεκάλυψας » (εις Γρηγόριον Νύσσης, Ωδή δ' 10ης Ιανουαρ.).

«Εν τω Σιναίω ακρωτηρίω πάλαι γνόφον εισδύς, Νόμον είλε, μάκαρ Κύριλλε, ο Μωσής, αναιρούντα τον του γράμματος, συ δε ανέπτυξας το κεκρυμμένον κάλλος του Πνεύματος» Ποίημα Ιωάννου Δαμασκηνού εις Κύριλλον Αλεξανδρείας, Ωδή ζ' 18ης Ιανουαρ.).

Παράδειγμα εκφράσεως αποθέτου κάλλους, όψεων δηλ. της αληθείας πέρα από τη διατύπωση της Γραφής, είναι ότι το άγιο Πνεύμα είναι Θεός και ομοούσιο προς τον Πατέρα. Κύριος εκφραστής της θεολογίας αυτής υπήρξε ο Θεολόγος Γρηγόριος, που στηρίχθηκε και σε ό,τι σχετικά είχε προσφέρει ο Μ. Αθανάσιος. Η Γραφή δεν αναφέρει ότι το αγ. Πνεύμα είναι ομοούσιο προς τον Πατέρα, ότι έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα. Εν τούτοις η αλήθεια του ομοουσίου του Πνεύματος είναι σύμφωνη και ομόλογη με ό,τι περί αυτού λέγεται στη Γραφή. Τούτο πείθει ότι το ομοούσιο εδώ είναι γνήσια έκφραση όψεως της αληθείας που δε σημειώνεται στη Γραφή, η οποία όμως δηλώνει γενικά την αλήθεια Πνεύμα. Στην αλήθεια περί της θεότητος του Πνεύματος έφθασε ο ιερός Πατήρ με την ευρεία του γνώση της Γραφής, αλλά και με την έλλαμψη του Πνεύματος. Διότι ο άνθρωπος μόνο διά του Θεου γνωρίζει τα του Θεού (Γρηγ. Θεολ., Λόγος ΜΓ 65, PG 36, 584ΑΒ), διότι του είναι απαραίτητη η εξαιρετική χάρη του να «διασκέπτεται» με το άγιο Πνεύμα περί του τι είναι το άγιο Πνεύμα (αυτόθι).

Η είσοδος του Πατρός και Διδασκάλου στο «απόθετον κάλλος» της αληθείας είναι πράξη που δεν αναλύεται λογικά. Συντελείται με προϋποθέσεις και κανόνες που δεν ελέγχονται από τη λογική λειτουργία του ανθρώπου, μολονότι ολόκληρο το πνευματικό γεγονός της θείας γνώσεως και κατά συνέπεια και της θεολογίας έχουν αναντίρρητα δική τους εσωτερική «λογική», συνέπεια και αρμονία. Η ευρύτερη όμως γνώση της αληθείας δεν γίνεται με την απουσία, ερήμην, των πνευματικών γενικώς δυνάμεων του ανθρώπου. Λέγοντας φωτισμό του Πνεύματος, εννοούμε ότι με τη δύναμη του αγ.Πνεύματος η διάνοια του ανθρώπου ευρύνεται, συλλαμβάνει ή μάλλον δέχεται περισσότερα απ' ό,τι μπορούσε να δεχθή προηγουμένως, αναγνωρίζει ως όντα και παρακολουθεί γεγονότα που άλλοτε δεν αναγνώριζε ούτε καν την ύπαρξή τους. Ο Μάξιμος Ομολογητής θέλει το πολυσήμαντο κέντρο του ανθρώπου, την καρδία, τόπο όπου δημιουργείται η αίσθηση της αληθείας.

Πατέρες και υμνογράφοι τονίζουν πάντοτε ότι ο νους, όταν θεολογή και ειδικώτερα τη στιγμή που συντελείται η αύξηση της γνώσεως, γίνεται «διαφανής», «διορατικός», λεπτύνεται, οξύνεται και αποβαίνει έτσι δέκτης (στο μέτρο της μετοχής του) της αληθείας με θαυμασμό και κατάφαση γι' αύτή. Η έκφραση και η σχετική ανάλυση της παραπάνω πνευματικής πράξεως, που δημιουργεί πλέον τη θεολογία, συνιστά ξεχωριστό πρόβλημα, στο οποίο θα επανέλθωμε.

«Ου γαρ έστιν ενταύθα (=στα κρυμμένα της Γραφής νοήματα) άτακτος φορά, αλλά Πνεύματος χάρις καταυγάζουσα ημών την διάνοιαν και την εύρεσιν των ζητουμένων... παρεχομένη» (Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν IΔ 1, PG 53, 106BC).

«Η τελεία του Πνεύματος έλλαμψις ουχ οίον νοημάτων μόνον εστίν αποκάλυψις, αλλ' υποστατικού φωτός εν ταις ψυχαις βεβαία και διηνεκής έλλαμψις. Το γαρ ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών (Β' Κορινθ. δ' 6) τούτο παρίστησι. Kαι τω μακαρίω δε Παύλω, το λάμψαν εν τη οδώ φως (Πράξ. θ' 3), δι' ου και εις τρίτον ουρανόν ήρται και μυστηρίων αλαλήτων ακουστής εγένετο (Β' Κορινθ. ιβ' 2-4), ου νοημάτων τις και γνώσεως ην φωτιαμός, αλλά δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος καθ' υπόστασιν εν τη ψυχη έλαμψις . . .δι' ου πάσα τε γνώσις αποκαλύπτεται και θεός προς την αλήθειαν τη αξία και φιλουμένη ψυχή γνωρίζεται» (Αποδιδόμενος στο Μακάριο Αιγύπτου, Λόγος περί Ελευθερίας, PG 34, 956D-957Β).

«Πνεύμα δε σοφίας εστίν η προς την αιτίαν των εν ταις εντολαίς πνευματικωτέρων λόγων ανάληψίς τε και ένωσις, καθ' ην αγνώστως τους εν Θεώ κατά το θεμιτόν ανθρώπους απλους μυούμενοι των όντων λόγους, ως έκ τινος βλαστανούσης πηγής της καρδίας, την εν τοις όλοις αλήθειαν ποικίλως τοις άλλοις ανθρώποις προσφέρομεν» (Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 54, PG 90, 251Β).

«Διαφανές γαρ τον σον νουν ώσπερ έσοπτρον εργασάμενος, το τρισσόν της θεότητος, Πάτερ, φως και αμέριστον εδέξω λαμπρότητα και την ακτίνα πλουσίως την ενιαίαν εχώρησας, ην νυν εκδυσώπει, ταις ψυχαίς ημών δοθήναι...» (Προσόμοιον εις Γρηγόριον Θεολόγον του Μ. Εσπερινού της 25ης Ιαν.)

«Ο ανελθών εις ουρανούς... και συγκαθίσας τω Πατρί δεξιόθεν... Πνεύμα δε το άγιον τοις σοφοίς μαθηταίς σον πέμψειν υποσχόμενος και ημών καταυγάσας τας διανοίας δίδων φωτισμόν» (Κάθισμα γ' Ωδής Κυριακής Πατέρων).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου