Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα

Ποιο ήταν το πρωταρχικό θέμα το οποίο αντιμετώπισε η Ορθόδοξη Θεολογία κατά τη διάρκεια του αιώνα που μόλις τελείωσε; Και ποιο θα είναι το πρωταρχικό θέμα ενώπιόν μας κατά τη διάρκεια της νέας χιλιετίας; Προσωπικά, θεωρώ την Εκκλησιολογία ως κυρίαρχο θέμα της ορθόδοξης θεολογίας κατά τον παρελθόντα αιώνα.

Αυτό συνέβη πάνω απ' όλα για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1917. Για ποιο λόγο υπάρχει η Εκκλησία; Όταν παύει να είναι ένας εθνικός ή κρατικός θεσμός, τότε ποια είναι η διακριτική της λειτουργία; Τι είναι αυτό που κάνει, το οποίο κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει; Αν η εκκλησιαστική ιεραρχία δεν έχει πια καμιά υποστήριξη από τις πολιτικές αρχές, τι συγκρατεί την Εκκλησία σε συνοχή και την διατηρεί στην ενότητα;Ένας δεύτερος παράγοντας που έφερε στο προσκήνιο το ερώτημα της εκκλησιολογίας ήταν η εκτεταμένη μετανάστευση ορθοδόξων χριστιανών στη Δύση και η αυξανόμενη εμπλοκή τους στην Οικουμενική Κίνηση. Για άλλη μια φορά ως Ορθόδοξοι υποχρεωθήκαμε να αναρωτηθούμε: Γιατί υπάρχει η Εκκλησία; Τι έχουμε κοινό εμείς ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους δυτικούς Χριστιανούς, και τι μας διαφοροποιεί; Τι έχουμε να διδάξουμε στους μη Ορθόδοξους, και τι έχουμε να διδαχθούμε από αυτούς;

Η Εκκλησία είναι πρωταρχικά ένας ευχαριστιακός οργανισμός, ο οποίος πραγματώνεται αυθεντικά όταν, και μόνο όταν, τελεί τη Θεία Λειτουργία. Η διακριτή και πρωταρχική λειτουργία της Εκκλησίας είναι να εορτάζει το Κυριακό Δείπνο, τη μεσσιανική σύναξη του ερχόμενου αιώνα, μέχρι την επιστροφή του Χριστού (Α΄ Κορινθ. 11:26). Η εκκλησιακή ενότητα δεν επιβάλλεται άνωθεν με τη δύναμη εξουσίας, αλλά δημιουργείται εσωτερικά με την από κοινού μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Σωτήρα. Η Εκκλησία δεν είναι ένα τμήμα του κράτους, αλλά ο χώρος στον οποίο προσφέρεται η Μυστική θυσία, ο καθοριστικός της χαρακτήρας δεν είναι εθνικός ή εθνοτικός αλλά μυστηριακός. Καταδείχθηκε ο οντολογικός σύνδεσμος μεταξύ Εκκλησίας και Ευχαριστίας. Η Εκκλησία είναι πάνω απ' όλα το Σώμα του Χριστού. Ο όρος "Σώμα Χριστού" υποδηλώνει και το μυστήριο της Ευχαριστίας και την κοινότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία φανερώνεται στην πληρότητά της σ' αυτήν την Ευχαριστία, στην οποία ομολογείται η αληθινή πίστη και η οποία συγκεντρώνεται υπό τον Επίσκοπο ή με την ευλογία του. Επιπλέον, κάθε τοπική Εκκλησία τελεί την Ευχαριστία σε κοινωνία με όλες τις άλλες τοπικές εκκλησίες ανά τον κόσμο. Η "Ευχαριστιακή" και η "Παγκόσμια" κατανόηση της Εκκλησίας δεν είναι επομένως εναλλακτικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες. Και τα δύο "μοντέλα" έχουν θέση σε μια ισορροπημένη εκκλησιολογία. Αναμφισβήτητα, στον εικοστό πρώτο αιώνα η εκκλησιολογία θα συνεχίσει να μας απασχολεί. Θα υπάρξει όμως μια στροφή στην κεντρική εστίαση της θεολογικής έρευνας από την εκκλησιολογία στην ανθρωπολογία. Το ερώτημα-κλειδί δεν θα είναι μόνο "Τι είναι η Εκκλησία;", αλλά επίσης και πιο θεμελιακά "Τι είναι το ανθρώπινο πρόσωπο;"

Το ερώτημα αναφορικά με το πρόσωπο είναι εξαιρετικά επίκαιρο την παρούσα στιγμή, καθώς, στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ζούμε σε μια εποχή συνεχώς αυξανόμενης αστικοποίησης και παγκοσμιοποίησης. Το άτομο, στη διακριτή του ταυτότητα, κινδυνεύει να απορροφηθεί σε οικοδομικά τετράγωνα πολυκατοικιών, σε απέραντους συνοικισμούς, σε πολύπλοκες διεθνείς εταιρίες. Κατά δεύτερον, στο επίπεδο της τεχνολογίας ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχείται όλο και πιο πολύ από τις μηχανές. Οι συνάδελφοί μου στο πανεπιστήμιο είναι τόσο απασχολημένοι μιλώντας στους υπολογιστές τους, ώστε έχουν όλο και λιγότερο χρόνο να συζητήσουν μεταξύ τους. Τρίτον, στο ηθικό επίπεδο, πρόσφατες εξελίξεις στην γενετική μηχανική εγείρουν προβληματικά ζητήματα, τα οποία, λιγότερο από μια γενιά πριν, οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Υπάρχει, τέταρτον, η καταστροφική οικολογική κρίση, η οποία συνδέεται άμεσα με την εκτίμησή μας για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Δεν είναι πρωταρχικά μια κρίση στο φυσικό περιβάλλον αυτό καθ' αυτό, αλλά μια κρίση στην καρδιά του ανθρώπου, μια ανθρωπολογική κρίση, καθώς το βασικό πρόβλημα δεν είναι απλώς τεχνολογικό ή οικονομικό, αλλά, βαθύτερα, προσωπικό και πνευματικό. Η θεώρηση του ίδιου μας του εαυτού, πιστεύω, χρειάζεται να αναπτυχθεί στη νέα χιλιετία με τρεις τρόπους. Αυτοί μπορούν καλύτερα να συνοψιστούν στις λέξεις μυστήριο, εικόνα και μεσίτης:

Πρώτον, λοιπόν, ως ανθρώπινες υπάρξεις γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε μόνο ένα μικρό μέρος από αυτό που είμαστε, είμαστε μυστήριο για τον εαυτό μας. Δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι μέχρι τώρα κρυμμένες δυνατότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας, ποια είναι τα έσχατα όρια του προσώπου, ποια είναι η αληθινή πληρότητα του να είσαι πρόσωπο. Ένας συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η διάσταση του μυστηρίου είναι η δημιουργικότητα. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι αυτό στο οποίο συνεχώς πραγματοποιούνται νέες απαρχές, είναι οντολογικά ανοικτό, παραπέμποντας πάντα σε κάτι πέραν της παρούσας καταστάσεως προς ένα μέλλον το οποίο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί: "Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα" (Α΄ Ιω. 3:2). Η προσωπικότητα είναι σ' αυτή την προοπτική ένα δυνάμει σημείο ελπίδας. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι ατελεύτητα ποικίλος, καινοτόμος, απροσδόκητος, να υπερβαίνεις τον εαυτό σου. Ως ανθρώπινες υπάρξεις έχουμε δημιουργηθεί κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού. Αφού ο Θεός είναι ακατάληπτος, το ίδιο είναι και η εικόνα του, το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο καθένας από εμάς δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια ζώσα εικόνα του ζώντος Θεού, μια κτιστή εικόνα της άκτιστης απεραντοσύνης του Θεού. Γι' αυτό το λόγο είμαστε ελεύθεροι και δημιουργικοί. Επειδή είναι με αυτό τον τρόπο εικονική, η ανθρώπινη φύση είναι αναπόφευκτα σχεσιακή. Στην ίδια την ουσία της ανθρωπότητάς μας υπάρχει εντυπωμένη μια σχέση με τον Θεό. Πρέπει να τονιστεί ότι ως ανθρώπινα πρόσωπα, δεν περικλείουμε το "μυστήριο" αποκλειστικά εντός μας. Το ανθρώπινο πρόσωπο χωρίς τον Θεό δεν είναι πια αυθεντικά ανθρώπινο, αλλά μετατρέπεται σε υπάνθρωπο. Ως άνθρωποι έχουμε δημιουργηθεί για κοινωνία με τον Θεό, και αν αγνοήσουμε ή απαρνηθούμε αυτή την κοινωνία με τον Θεό, αρνούμαστε τον ίδιο τον αληθινό μας εαυτό. Σε ποια συγκεκριμένη διάσταση της λειτουργίας του ανθρώπινου προσώπου οφείλουμε να εντοπίσουμε τη θεία εικόνα; Αυτό είναι κάτι που από καμία εκκλησιαστική σύνοδο δεν προσδιορίστηκε ακριβώς. Αυτή η ασάφεια εκφράζει αυτό που πρωτύτερα εκθέσαμε για την αποφατική διάσταση της ανθρωπολογίας.

Αντί να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε πολύ στενά τα όρια και το χαρακτήρα της θεϊκής εικόνας, ας συγκρατήσουμε δύο βασικές αλήθειες. Πρώτον, "κατ' εικόνα Θεού" σημαίνει κατ' εικόνα του Χριστού, του Δημιουργού Λόγου. Δεύτερον, σημαίνει κατ' εικόνα του Θεού ως Αγίας Τριάδας. Στην αναζήτηση λοιπόν μιας απάντησης στο ερώτημα "Ποιος είμαι; Τι είμαι;" κοιτάμε πρώτα στον Χριστό. Η ανθρωπολογία είναι ένα κεφάλαιο ή υποδιαίρεση της Χριστολογίας. Αλλά κατά δεύτερο λόγο κατανοούμε επίσης τους εαυτούς μας στο φως της αμοιβαίας αγάπης των τριαδικών προσώπων. Ως ένα τρίτο βασικό στοιχείο της χριστιανικής μας ανθρωπολογίας κατά τη διάρκεια του εικοστού πρώτου αιώνα χρειάζεται να επανενεργοποιήσουμε την πατερική ιδέα του ανθρώπινου προσώπου ως μεσίτη μεταξύ ουρανού και γης, ως κοσμικό λειτουργό, ως ιερέα της δημιουργίας.

Αγκαλιάζοντας όλη την ποικιλία της δημιουργίας, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένας δεύτερος κόσμος, ένα μεγάλο σύμπαν μέσα σε ένα μικρό, "οίόν τινά κόσμον δεύτερον, έν μικρώ μέγαν". Εδώ σκόπιμα αντιστρέφεται η γνωστή ελληνική αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη ως μικρόκοσμο. Το "μεγάλο σύμπαν" δεν είναι ο εξωτερικός κόσμος. Ασύγκριτα πιο απέραντο είναι το εσωτερικό της ανθρώπινης καρδιάς. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε μικρόκοσμος αλλά μακρόκοσμος. Δημιουργημένο όμως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι μόνο μικρόκοσμος, ούτε μόνο μακρόκοσμος, αλλά επίσης -πολύ βαθύτερα και ουσιατικότερα- μικρός θεός. Ως όντα αποτελούμενα και από ύλη και από μη-ύλη, είμαστε ο καθένας imago mundi, "εικόνα του κόσμου", προικισμένοι με την κλήση να εξισορροπήσουμε, να συμφιλιώσουμε και να εναρμονίσουμε σύνολη την δημιουργημένη τάξη εντός και μέσω του εαυτού μας. Αλλά, πέρα και πάνω από αυτά, ως imago Dei, ως "εικόνα του Θεού", έχουμε επίσης τη δυνατότητα μέσω της θείας χάρης να υπερβούμε τον εαυτό μας και να προσφέρουμε τον κόσμο πίσω στον Θεό. Τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν αυτό το μεσιτικό καθήκον απομονωμένα και χωρίς βοήθεια, με τις δικές τους εσωτερικές δυνάμεις. Αντίθετα, αυτή η μεσιτεία είναι δυνατή μόνο εν Χριστώ και δια του Χριστού, του Θεανθρώπου. Είναι αυτός, ο Δεύτερος Αδάμ, και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, που αποτελεί τον ένα και αληθινό μεσίτη.

Εδώ, λοιπόν, είναι μια θεολογική κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου που μπορεί να μας καθοδηγήσει και να μας εμπνεύσει στον εικοστό πρώτο αιώνα, καθώς παλεύουμε με τα ακανθώδη προβλήματα της βιοηθικής και της οικολογίας. Αντί να μιλήσουμε για τους εαυτούς μας ως βασιλιάδες και διαχειριστές του κτιστού κόσμου, οφείλουμε να δούμε τους εαυτούς μας ως ιερείς της δημιουργίας, ως προσφέροντες και λειτουργούς. Βέβαια αυτή η κοσμική ιερωσύνη μπορεί να εξασκηθεί μόνο διά της χάριτος του Ιησού Χριστού, του μόνου Αρχιερέως. Προσφορά, όμως, σημαίνει θυσία. Η Ευχαριστία και η άσκηση συμβαδίζουν. Σε ένα πεπτωκότα κόσμο, όπου πλεονάζει η αμαρτία, δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική ευχαριστιακή πράξη χωρίς αυταπάρνηση. Για να είναι ευχαριστιακό ζώον, το ανθρώπινο πρόσωπο πρέπει επίσης να είναι και ασκητικό ζώον. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τρία στοιχεία -μυστήριο, εικόνα, μεσίτης- τα οποία, όπως πιστεύω, θα αποδειχθούν κεντρικά στις ανθρωπολογικές διερευνήσεις μας κατά τη διάρκεια της νέας χιλιετίας.

Υπάρχει βέβαια ένα βαθύτερο στοιχείο, το οποίο είναι θεμελιώδες σε κάθε κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου, και αυτό είναι η ποιότητα της αγάπης. Χωρίς αγάπη δεν είμαστε άνθρωποι. Η αγάπη κείται στην καρδιά του ανθρώπινου μυστηρίου, αυτή εκφράζει την χριστολογική και τριαδολογική εικόνα εντός ημών, η αγάπη μας καθιστά ικανούς να δράσουμε ως ιερείς και μεσίτες της δημιουργίας. Ο Rene Descartes επέλεξε ως εναρκτήριο σημείο την αρχή Cogito, ergo sum, "Σκέφτομαι άρα υπάρχω". Θα μπορούσε ίσως καλύτερα να έχει λάβει ως εναρκτήριο σημείο τη βεβαίωση Amo, ergo sum "Αγαπώ, άρα υπάρχω", ή, ακόμη καλύτερα, Amor, ergo sum, "Με αγαπούν, άρα υπάρχω". Αν μπορούμε να κάνουμε την αγάπη το εναρκτήριο και το ακροτελεύτιο σημείο στη διδασκαλία μας για το πρόσωπο, η χριστιανική μας μαρτυρία στον εικοστό πρώτο αιώνα θα αποδειχθεί συνολικά δημιουργική και ζωοποιός.

 Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος (Ware), Καθηγητής Πανεπιστημίου Οξφόρδης

πηγή: Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου