Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία,




Κατά καιρούς παρατηροῦμε ὅτι ἀσκεῖται μιά κριτική στά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί πολλοί ἀρνοῦνται  τήν ἰσχύ τῶν λόγων τους  γιά τήν ἐποχή μας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀφήνεται ἐλεύθερος ὁ χῶρος σέ κάθε στοχασμό καί συγκρητισμό.
Ὁ ἀναγνώστης μελετώντας τά κείμενα τοῦ νέου βιβλίου Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, κ. Ἱεροθέου, θά κατανοήση τόν σκοπό, τήν ἀγωνία καί τήν εὐθύνη ἑνός Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά προσανατολίση τόν ἀναγνώστη στά αὐθεντικά ὀρθόδοξα κριτήρια τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκφράζει τίς ἀνησυχίες του γιατί, ὅπως γράφει, «οἱ μεταπατερικές ἰδέες, ὅπως πρίν μερικά χρόνια οἱ νεορθόδοξες καί παλαιότερα οἱ βαρλααμιστικές,  ἔχουν εἰσχωρήσει στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο καί παραθεωροῦν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας».
Τά πρῶτα κεφάλαια ἀναφέρονται στήν λεγομένη μεταπατερική θεολογία ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό εἶναι ξένη πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ζωή. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἄλλα κεφάλαια πού ἀναφέρονται στήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων πού εἶναι ἡ ἐμπειρία καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὀνομάζει τήν μεταπατερική θεολογία κυοφορούμενη αἵρεση, διότι:
Ἐπιδιώκει μέ τόν στοχασμό καί τήν ἠθικολογία νά παραθεωρήση τήν ἐκκλησιαστική θεολογία.
Συνδέει τήν θεολογία μέ τόν πολιτισμό, ἐνῶ ἀγνοεῖ τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου καί ὑποτιμᾶ ἤ καί ἀρνεῖται τήν νηπτική-ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ βάση καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑρμηνεύει τήν ἐκκλησιολογία καί τήν ἀνθρωπολογία μέ βάση τήν Τριαδολογία καί ὄχι τήν Χριστολογία.
Ἔχει λανθασμένη θεωρία γιά τήν ἔννοια τοῦ προσώπου.
Διασπᾶ τό μυστήριο μεταξύ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁμιλεῖ γιά εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία πού ξεχωρίζει τήν θεία Εὐχαριστία ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή.
Ὁ συγγραφέας ὑπογραμμίζει τίς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν ὅπως τίς βίωσαν καί τίς κατέγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν ἱερά ἡσυχία.
Σέ εἰδικό κεφάλαιο:«Ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ καί ἡ γλώσσα τῶν ἀνθρώπων» ἀναλύεται ἡ διάκριση μεταξύ ἀρρήτων ρημάτων καί κτιστῶν ρημάτων καί νοημάτων πού εἶναι σημαντική γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὥστε νά μή γίνεται σύγχυση πού θά ἔχη συνέπειες στήν πνευματική ζωή. Ὁ Θεός εἶναι ὑπεράνω τῶν ρημάτων καί δέν ἀποκαλύπτεται στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στήν καρδιά του.
Μελετώντας γιά Τά φυσικά, τήν  μεταφυσική καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία γνωρίζουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδοκίμασαν ὅλες τίς θεωρίες τῶν μεταφυσικῶν πού συνδέονται μέ τήν φαντασία καί τόν στοχασμό. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται μέ τήν ἰατρική, τήν φυσική ἐπιστήμη καί τά μαθηματικά καί ὄχι μέ τήν μεταφυσική καί τήν φιλοσοφία.
Ἐπίσης ὡς πρός τήν μεθοδολογία της ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὁμοιάζει μέ τήν σύγχρονη ἐπιστήμη καί ὄχι μέ τήν φιλοσοφία καί τήν διαλεκτική. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρική καί, ὅταν χρειασθῆ νά διατυπωθῆ,  τότε χρησιμοποιοῦνται ἀποδεικτικοί συλλογισμοί.
Ἕνα ξεχωριστό κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τήν θεολογία τοῦ προσώπου μέσα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κάνοντας ἔμμεση κριτική σέ ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθῆ ἀπό σύγχρονους θεολόγους. Καταγράφοντας ὁ συγγραφέας τίς Ἐνστάσεις του γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου, καί παρουσιάζοντας τό χρονικό μιᾶς ἔρευνας γιά τό συγκεκριμένο θέμα, μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο εἶναι μιά μεταπατερική θεολογία καί δημιουργεῖ σύγχυση στήν Ἐκκλησία.
Μᾶς ἐκθέτει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί στόν ἄνθρωπο.  Γράφει ὅτι τά δογματικά θέματα, ἰδιαιτέρως ἡ σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι θέμα ἀποκαλύψεως καί ἐμπειρίας καί ὄχι στοχασμῶν διότι ὁ Θεός γνωρίζεται στήν θεοπτία.
Γίνεται γνωστό ὅτι τό θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης, ἤ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ὅπως παρουσιάζεται στίς μέρες μας· δέν στηρίζεται στήν πατερική ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλά στήν σύγχρονη φιλοσοφία.
Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ ἔννοια τῆς θέλησης στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί σέ τί διαφέρει ἀπό τήν προαίρεση;
Ποιά εἶναι τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί πῶς λειτουργεῖ ἡ ἐλευθερία στούς ἁγίους;
Ποιές οἱ συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στήν ἐκκλησιαστική ζωή, καί ποῦ μποροῦμε νά ὁδηγηθοῦμε ἐπιμένοντας στήν λανθασμένη ἑρμηνεία περί προσώπου;
Στά τελευταῖα κεφάλαια φανερώνεται ὅλος ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεολογίας. Παρουσιάζεται ἡ δημιουργία καί ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν.
Ἀναφερόμενος στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί στόν ἅγιο Νικόδημο τόν ἁγιορείτη γράφει ὅτι ἡ θεολογία τους εἶναι ἀπόσταγμα πνευματικῆς πείρας καί ὅτι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε μέ ποιόν τρόπο οἱ ἅγιοι Πατέρες καί συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης καθόρισαν τίς προϋποθέσεις πού ἔχει ἡ πορεία πρός τήν θέωση. Ἐπίσης ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ φιλοκαλική ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας.
Γράφοντας γιά τήν ἄκτιστη θεία Λειτουργία στόν ἄκτιστο ναό, σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, προσεγγίζουμε στήν ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ὁ ὁποῖος μετέφερε τήν ἄκτιστη πραγματικότητα μέ κτιστά ρήματα.  Βλέπουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσάρμοσαν τήν θεία Λειτουργία πού τελοῦμε στούς Ἱερούς Ναούς πρός τήν ἄκτιστη θεία Λειτουργία, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
Μέ τήν μελέτη τῶν κειμένων θά κατανοήση ὁ ἀναγνώστης ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν στηρίζεται στήν νοησιαρχία καί τόν ἠθικισμό, ἀλλά στήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἡ  πατερική περίοδος, ὅπως σημειώνει ὁ συγγραφέας στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου, δέν περατώθηκε γιατί δέν τελείωσε καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ διαφοροποίηση ἀπό τούς Πατέρες συνιστᾶ ἀπόκλιση ἀπό τήν θεολογία καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου