Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Δεν υπάρχεις Θεέ!

Δεν υπάρχεις Θεέ!


Τι αξία έχει, αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους, εάν ο Θεός κρύβεται; Μπορώ ν’ αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπεσμένους από τον Θεό, ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδιές των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική Του δυνατή γλώσσα λέει. Τι είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού; Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή; Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέση να πείσουν; Πώς θα ζεσταθεί με μια σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός, αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δίκη του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Δεν βγαίνω μπροστά σας για να τον προστατεύσω, αφού ο ίδιος ζητώ την προστασία Του μέρα και νύχτα. Δεν βγαίνω εγώ, ο πτωχός, να ζητήσω από εσάς, τους πτωχούς, ενίσχυση του Θεού και των θείων πραγμάτων.
Όχι, αλλά αντίθετα, βγαίνω με την πρόταση, με το αίτημα, -κυρίως με το αίτημα- να ζητήσουμε την ενίσχυση του εαυτού μας και των πραγμάτων μας από τον Θεό, και μόνον από τον Θεό. Δεν έχει να κάνει με χάρη προς τον Θεό, αλλά με χάρη προς τον εαυτό μας. Επαναλαμβάνω: όχι για χάρη του Θεού, αλλά για χάρη του εαυτού μας. Γιατί ο Θεός θα παραμείνει το ίδιο Μέγας, είτε τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε. Ο Θεός θα λάμπει, όσο σκοτάδι και αν ρίξουμε στο όνομα Του. Ο Θεός θα υπάρχει, ακόμα κι αν όλη γη από τα χείλη όλων των ηφαιστείων ούρλιαζε: «Δεν υπάρχεις Θεέ»! Ο Θεός θα υπάρχει, φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ήλιου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών.

Ω Θεέ, αιώνιε λαμπερέ και αιώνια μεγάλε, να είσαι η ενίσχυσή μας όπως είσαι τόσων ήλιων στο διάστημα! Και οι ήλιοι θα έσβηναν, εάν απέστρεφες το βλέμμα Σου, και θα μεταμορφώνονταν την ίδια στιγμή σε βρεγμένες σκοτεινές εστίες – πώς εμείς να λάμπουμε χωρίς εσένα;

Πώς θα μπορέσουμε, αδελφοί μου, να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας χωρίς την ενίσχυση του Θεού; Ιδού, δεν κάναμε καν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν μάθαμε ακόμα να αγαπάμε ούτε καν τους φίλους μας. Ακόμα χειρότερα: δεν μάθαμε ακόμα να αγαπάμε τους εαυτούς μας. Πώς θα αγαπήσουμε τους εχθρούς μας; Οι λόγοι του Χριστού περί αγάπης για τους εχθρούς μας, περιφέρονται ακόμα στον κόσμο από στόμα σε στόμα, αλλά ακόμα δεν καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο από το στόμα στην καρδιά.

Δεν αγαπάμε τους εχθρούς μας. Άραγε δεν είναι οφθαλμοφανές χωρίς αποδείξεις; Αγαπάμε μόνον εκείνους που μας αγαπούν και δανείζουμε μόνον σ’ εκείνους που μπορούν να μας τα επιστρέψουν, και κάνουμε καλό μόνο σε εκείνους που μπορούν διπλά να μας ξεχρεώσουν. Αγαπάμε τον εαυτό μας και τους φίλους μας. Αγαπάμε τους κοντινούς μας, τους πιο κοντινούς μας, με την κυριολεκτική σημασία. Οι απόμακροι μας βρίσκονται μακριά από την αγάπη μας. Η καρδιά μας προσκολλάται σε εκείνο που προσκολλώνται και τα μάτια μας. Τα μάτια μας είναι ο οδηγός και της καρδιάς μας.

Σκεπτόμαστε: ας αγαπάμε τον εαυτό μας και τους φίλους μας. Και σ’ αυτό εξαπατώμαστε, αφού τον εγωισμό τον αποκαλούμε αγάπη απέναντι στους φίλους μας. Στην πραγματικότητα δεν αγαπάμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους φίλους μας και κατά τον ίδιο τρόπο ούτε τους εχθρούς μας. Γιατί ε αυτό που εμείς ονομάζουμε αγάπη δεν υπάρχουν τα πιο καλά στοιχεία της. Και τα πιο καλά στοιχεία της αγάπης είναι: η επίγνωση, ο σεβασμός και η θυσία. Η αγάπη έναντι του εαυτού μας δεν διαθέτει ούτε την επίγνωση ούτε τον σεβασμό ούτε τη θυσία. Η αγάπη μας έναντι των φίλων μας επίσης δεν διαθέτει τίποτε από τα τρία. Η αγάπη μας αποτελείται μόνον από τα κατώτερα μας στοιχεία. Η αγάπη μας έναντι του εαυτού μας και των κοντινών μας δεν είναι τίποτε άλλο από δυναμωμένη και σαθρή ταυτόχρονα ενστικτώδης αγάπη, ζωώδης αγάπη. Και εκείνο που κάνει την ανθρώπινη αγάπη των ήμερων και των άγριων ζώων είναι η επίγνωση, ο σεβασμός και η θυσία. […]

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Αργά Βαδίζει ο Χριστός, εκδ. Εν πλω, σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου