Σάββατο 18 Μαΐου 2024

π. Ν. Λουδοβίκος: Η υγεία ως θεμελιώδης πνευματική μεταφορά

Ο Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και η Έπαρση - π. Νικόλαος Λουδοβίκος (21 Ι...

Γιατί ασθενεί ο άνθρωπος - π. Νικόλαος Λουδοβίκος (9 Αυγ 2015)

π. Ν. Λουδοβίκος: Νέκρωση ελευθερίας και ψυχική αδρανοποίηση

Η κουλτούρα της αυτοδικαίωσης και το τέρας του ναρκισσισμού - π. Νικόλαο...

Η ψυχοθεραπευτική δύναμη της εκκλησιαστικής κοινότητας - π. Νικ. Λουδοβί...

Αναζήτηση εαυτού - π. Νικόλαος Λουδοβίκος (26 Οκτ 2014)

Αμεριμνία, το αντικαταθλιπτικό φάρμακο - π. Νικόλαος Λουδοβίκος (11 Νοε ...

Λόγοι των όντων: Πώς τα όντα κοινωνούν δια των λόγων τους Σύνδεση ηθικής και οντολογίας (2ο μέρος) Εξήγηση τής οντολογίας τού αγίου Μαξίμου από τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο Παύλος Κλιματσάκης

 

 

Πηγή: Aντίφωνο

Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr/portal

 

Ο π. Νικόλαος στρέφει στην συνέχεια την προσοχή στο ότι οι λόγοι των όντων παίζουν κρίσιμο ρόλο στη υπαρξιακή πορεία του ανθρώπου, η οποία, όπως ελέχθη, μπορεί να είναι κατά φύσιν ή παρά φύσιν. Το τελευταίο αποφασίζεται από την ελεύθερη κίνηση του θελήματος των λογικών όντων [από το αυτεξούσιό τους], η οποία είτε συγκατανεύει στον λόγο της φύσεως [στο πώς θέλησε ο Θεός να είναι ο άνθρωπος] είτε είναι φθαρτική του λόγου της φύσεως. (σελ. 131) Στην κακή εκδοχή, αυτήν της παρά φύσιν προαιρέσεως, στον κατά φύσιν λόγο αντιτίθεται ο «παρά φύσιν τρόπος» ως απλή άρνηση του λόγου της φύσεως [όχι δηλαδή ως μια νέα θετική πραγματικότητα]. Πρόκειται για μια μηδενίζουσα φορά εκ μέρους της κτιστής φύσεως, εκδηλούμενη ως παρά φύσιν κίνησιν της προαιρέσεως. [αυτεξούσιο σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί μεν να θέτει τον εαυτό του, αλλά όχι απολύτως κατά το ον, αυτό είναι δουλειά του Θεού, αλλά κατά το βούλεσθαι] Ο Άγιος Μάξιμος βεβαιώνει ότι «πάθος και φύσις κατά τον λόγον του Είναι ουδαμώς αλλήλοις συνυπάρχουσιν».

Το πάθος μηδενίζει την φύση και δεν έχει θέση μέσα στον λόγο του όντος με κανέναν τρόπο. (σελ. 132) [αξιοσημείωτη έκφραση «το πάθος μηδενίζει την φύση»∙ κατ’ αντιδιαστολή οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να «ζούνε με πάθος»]

Στην καλή εκδοχή της ορθής προαιρέσεως ο Μάξιμος ομιλεί για «κατόρθωσιν των κατά φύσιν λόγων» [ο λόγος ενός όντος ως ουσία δεν δηλώνει μια άπαξ δεδομένη τελεία κατάσταση∙ η ουσία πρέπει να ενεργήσει, να καταστεί ο εαυτός της]. Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι οι λόγοι είναι ενδεχόμενα υπαρξιακά κατορθώματα ελεύθερης προαιρέσεως του λογικού όντος και όχι απλά οντολογικά δεδομένα. (σελ. 132) Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, και επομένως ο εκ Θεού παραχωρηθείς λόγος της φύσεως μπορεί να αποτελεί τόσο «κατόρθωμα» όσο και μηδενισμό. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι οι λόγοι δεν είναι μόνο, αλλά και πράττονται, και ως εκ τούτου, όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, «ο λόγος της φύσεως, γίνεται και νόμος της φύσεως, λαμβάνοντας σε συμφωνία και την γνώμη κατά την ενεργοποίηση των κατά φύση δυνάμεων». Στην καλή περίπτωση «η γνώμη του ανθρώπου συμφωνεί κατά πάντα προς τον Θεό… [και έτσι και προς τον λόγο του είναι της] και αυτή (η σύμφωνη προς τον Θεό ενέργεια) έχει καταστεί έμπρακτος διάθεσις που αποσκοπεί στην γένεση της αρετής με τη χάρη του φύσει αγαθού Θεού» (σελ. 132-3) Επομένως, η κατά λόγον κίνηση της γνώμης καθιστά τον λόγο εσωτερικό νόμο του όντος [έξις του αγαθού, θα έλεγε ο Αριστοτέλης] και οδηγεί στην γένεση της αρετής.

Σε αυτό το σημείο ο π. Νικόλαος επιχειρεί μια παρουσίαση της έννοιας της ηθικής ως «εσωτερικευμένης οντολογίας» και έλλογης πράξης αρετής. Η πραγματοποίηση του εν Θεω λόγου του είναι του ανθρώπου απαιτεί ελεύθερη βουλητική διεργασία και εκούσια κίνηση της προαιρέσεως, και αυτό παραπέμπει σε μία οντολογική ηθική, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος. (σελ. 133) Πρόκειται περαιτέρω για ηθική πράξη που οδηγεί σε όλο και βαθύτερη ευχαριστιακή ενσωμάτωση στο σώμα της εκκλησίας. Ο λόγος διαθέτει, κατά τον Άγιο Μάξιμο, κάποια ζωτική επίδραση στη λογική ύπαρξη και οδηγεί στην εμφύτευση της θείας ζωής στους ανθρώπους και τους αγγέλους, προωθώντας τους προς το αεί ευ είναι.  Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο «αυτοί που με κάθε τρόπο κατέστησαν τη γνώμη τους σύμφωνη με τη φύση τους και την έκαναν δεκτική των λόγων της φύσεως, διασώζοντας καθ’ ολοκληρίαν τον λόγο του αεί ευ είναι, ένεκα της συμπαθείας της γνώμης τους προς την θεία βούληση, αυτοί θα μετάσχουν σε όλη την αγαθότητα [του Θεού] σύμφωνα με την θεία ζωή που λάμπει επάνω τους είτε ως άνθρωποι είτε ως άγγελοι». (σελ. 134) Η αντίθετη περίπτωση προκαλεί απόσταση από τον Θεό και καταστροφή των λόγων της φύσεως του ανθρώπου.

Ο λόγος της φύσεως του κάθε ανθρώπου συνιστά περαιτέρω και κριτήριο, κατά τον Άγιο Μάξιμο, σύμφωνα με το οποίο θα κριθεί το πώς κινήθηκε η προσωπική γνώμη του καθενός. Όπως σχολιάζει ο π. Νικόλαος, βλέπουμε ότι ο λόγος είναι ο δρόμος προς την ευχαριστιακή ενσωμάτωση του λογικού όντος. Ο λόγος είναι ο τόπος της φανερώσεως της θείας ζωής, της υπαρξιακής συναντήσεως ανθρώπου και Θεού. «Κατόρθωση» αυτού του λόγου είναι επομένως κατόρθωση της αναφερθείσας συναντήσεως. (σελ. 135) Αυτήν την συνάντηση διαμεσουργεί κατά τον Άγιο Μάξιμο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «συνέχει την γένεση καθενός και με τη δύναμη της πρόνοιας διέρχεται από όλους και ανακινεί τον λόγο της φύσεως μέσα στον καθένα» [επαναφορά της πρωταρχικής φύσεως του ανθρώπου μέτα την πτώση]. Όσοι έχουν αγαθή προαίρεση μπορούν τότε να έρθουν σε συναίσθηση όσων έχουν πραχθεί ελλιπώς και να αποδεχθούν τους κατά φύσιν λογισμούς. (σελ. 135-6) Το Πνεύμα ανακινεί λοιπόν την δραστικότητα των λόγων της αληθούς φύσεως του ανθρώπου και κατά δύναμη προνοητική, σε σχέση με όσους έχουν αγαθή προαίρεση, υποβοηθεί στην «προς τον λόγον ευθυπορία τους».

Ο π. Νικόλαος σημειώνει (λαμβάνοντας αφορμή από Αξελό και Κονδύλη) ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν κατορθώθηκε πραγματική ενότητα μεταξύ του θεωρητικού και του πρακτικού στοιχείου στον άνθρωπο. Η μεν θεωρία παρέμεινε ιδεαλιστική, η δε ηθική παρέμεινε ιδεατή [ανεφάρμοστη]. Το ανεφάρμοστο της φιλοσοφικής ηθικής κλονίζει και τα θεμέλια της οντολογίας που το υποβαστάζει. (σελ. 137) [Δεν νομίζουμε ότι είναι καλά τοποθετημένο το ζήτημα∙ το κρίσιμο ερώτημα είναι μάλλον ότι ακόμα και η εφαρμοσμένη εξ ανθρώπου ηθική δεν δύναται αφ’ εαυτής να υπερβεί τους όρους της πτώσεως] Γι’ αυτό, όπως δικαίως τονίζει ο π. Νικόλαος, ενώ η εξ ανθρώπου (φιλοσοφική) ηθική αφήνει τον άνθρωπο μόνο του να κοπιάσει για την εφαρμογή της στο πλαίσιο μιας εναντιούμενης πραγματικότητας, η εσωτερικευμένη οντολογία είναι και έργο του Χριστού μέσα στον άνθρωπο με όργανο τον υπάρχοντα «άκτιστο» (σελ. 137) λόγο της συγκεκριμένης ανθρώπινης υπάρξεως, έργο που ζητά μόνο την συγκατάθεση της προαιρέσεώς του. Πρόκειται για θεραπευτικό έργο και αποκατάσταση εν Αγίω Πνεύματι του «κατά φύσιν και λόγον» μέσα στον άνθρωπο. Πρόκειται για όντως «λογοποίηση» και αληθοποίηση του κόσμου.

 

Λόγοι πρόνοιας και λόγοι κρίσεως

Ο π. Νικόλαος εξηγεί στη συνέχεια ότι κατά τον Άγιο Μάξιμο η πρόνοια και η κρίση αποτελούν τρόπους μυστηριακής επισκέψεως του Θεού στα όντα, αμφότεροι αναγκαίοι για τη σύσταση του μυστηρίου της σωτηρίας μας. (σελ. 138) Αυτό το μυστήριο έχει συσταθεί ως «γενικωτάτη των όντων συνοχή» [σωτηρία είναι η συνοχή των όντων – η αποκατάσταση της κοινωνίας τους]. Η αναφερθείσα συνοχή, όπως ερμηνεύει χαρακτηριστικά ο π. Νικόλαος, αφορά την ενοποίηση μέσα στη διαφορά τους της παρούσας και της μέλλουσας ζωής. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι οι ξένοι μελετητές δεν έχουν διακρίνει τη σχέση των λόγων της πρόνοιας και της κρίσεως προς τους λόγους των όντων και την οντολογική δυναμική τους. Κατά τον Άγιο Μάξιμο πρόνοια και κρίση γίνονται προσιτές στον πιστό∙ ο μεν λόγος της πρόνοιας με την φυσική θεωρία, ο δε λόγος της κρίσεως με την πρακτική φιλοσοφία. Και οι δύο αποσκοπούν στην τήρηση του κατά φύσιν των όντων, αποτελούν δε εκδήλωση, όπως και η ίδια η δημιουργία, της δημιουργικής αγάπης του Λόγου προς τα κτίσματα. (σελ. 142) Η κρίση επικουρεί στην πρόνοια, συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση της προς τον λόγον ευθυπορίας των όντων. Και οι δύο αποτελούν έκφραση της ελευθερίας του Θεού ως δημιουργού, αφού «προνοεί κανείς μόνον για ό,τι ελεύθερα θέλει και τότε μόνο μεριμνά για την ολοκλήρωσή του στο κατά φύσιν», παρατηρεί ο π. Νικόλαος. Πρόνοια και κρίση αποδεικνύουν λοιπόν την ελευθερία της δημιουργικής δράσεως του Θεού, και αυτή περαιτέρω ότι τα κτιστά όντα προέρχονται εκ της εξ ουκ όντων παραγωγής στο Είναι.

Εάν η κτίση ήταν συναϊδία του Θεού, τότε η πρόνοιά Του και η κρίση Του θα εστερούντο νοήματος, και η δημιουργία θα υπήρχε εξ αρχής τέλεια, όπως ορθά παρατηρεί ο π. Νικόλαος. [αυτό θα αποτελούσε λογική αντίφαση, το κτιστό είναι εξ ορισμού ατελές, αν και μπορεί να δημιουργηθεί καλό, η δε φύση δεν μπορεί να είναι αϊδια]. Σε μία περαιτέρω σημαντική παρατήρηση ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι, καθώς ο Θεός νοεί τους λόγους των όντων αδιαχωρίστως από αυτούς της πρόνοιας και της κρίσεως, νοεί επομένως τα όντα σε μια διαδικασία βαθμιαίας ελεύθερης τελειοποιήσεως του κτίσματος μέσω ελεύθερης συνεργίας Θεού και ανθρώπου. [θα δούμε αργότερα ότι η τελειοποίηση στον άνθρωπο είναι δυνατή μόνο δια του αυτεξουσίου και υπό το πρίσμα ότι ο άνθρωπος πραγματοποιεί την κοινωνία των όντων] Επιπλέον, ο Θεός νοεί τα όντα στη διαδιακασία της ελεύθερης πραγματοποιήσεως της κατά φύσιν ολοκληρώσεώς τους [Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος μόνον δια του θελήματος του Θεού, αλλά πρέπει να καταστεί ελεύθερος οικεία βουλήσει. Το κατά φύσιν, η ουσία δεν επαρκεί, όταν πρόκειται για όντα με αυτεξούσιο]

Ο π. Νικόλαος προτείνει ερμηνευτικά να θεωρηθούν οι λόγοι των όντων όχι ως στατικά τέλεια πρότυπα των όντων στον Θεό, αλλά ως δυναμικές βουλητικές προσωπικές προτάσεις του Θεού προς τα όντα. (σελ. 143) Περαιτέρω, ότι τα συγκεκριμένα όντα μέλλουν να γίνουν ελευθέρως, όπως τα θέλει ο Θεός, ερειδόμενα στους άκτιστους λόγους προνοίας και κτίσεως που συνέχουν την κατά φύσιν πραγμάτωση του λόγου του είναι τους. Σε αυτό το σημείο (υποσημείωση 184) ο π. Νικόλαος λαμβάνει θέση ενάντια σε άλλες ερμηνείες της θεολογίας των λόγων κατά τις οποίες οι λόγοι παραλληλίζονται με τις πλατωνικές ιδέες. Εξηγεί ότι σε αντίθεση με την «κτιστοκεντρική» θεωρία των ιδεών ως αναζητήσεως κοσμολογικών αρχών ή προτύπων η θεολογία στον Άγιο Μάξιμο είναι εσχατολογική. [Ο Πλάτων βλέπει τις ιδέες ως πρότυπα των όντων, αλλά δεν κατορθώνει να εξηγήσει γιατί τα αισθητά δεν είναι σύμφωνα προς τις ιδέες τους. Σχετικά με το νόημα της τελεολογίας δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε απολύτως τον π. Νικόλαο, αν και δικαίως την διακρίνει από την εσχατολογία. Πάντως, επειδή θεωρούμε ότι στην τελεολογική θεώρηση καταδεικνύεται το θεϊκό στοιχείο ακόμα και στον μεταπτωτικό κόσμο, θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα και με άλλο κείμενο]

 

Λόγος φύσεως – τρόπος υπάρξεως

Ο π. Νικόλαος μεταβαίνει στο πολύ σημαντικό ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στον «λόγο της  φύσεως» και στον «τρόπο της υπάρξεως», η οποία έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την κατανόηση της έννοιας του ανθρώπινου προσώπου. Τα όντα δεν είναι δυνατά ούτε χωρίς τον άκτιστο λόγο τους αλλά ούτε και χωρίς τον τρόπο της υπάρξεώς τους. [Ο λόγος τους ως «άκτιστος» είναι, ας πούμε, το αιώνιο θέλημα του Θεού∙ ο λόγος όμως πρέπει επίσης να υπάρξει, αφού ο Θεός βούλεται τη δημιουργία του κόσμου. Η ύπαρξη του όντος, και ιδίως του αυτεξουσίου όντος, μπορεί ωστόσο να μην είναι σύμφωνη προς τον λόγο του]. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι, ενώ η φύση όλων των όντων που μετέχουν στον ίδιο λόγο είναι κοινή, ο «τρόπος» αναφέρεται πάντοτε στη συγκεκριμένη υπόσταση του καθενός, αποτελώντας το ίδιον, το συγκεκριμένο ον, το πρόσωπο. Κατά τον Riou: «είναι ο προσωπικός τρόπος της υπάρξεως και πραγματοποιήσεως της κλήσεως που είναι εγγεγραμμένη στη φύση». (σελ. 146) Στο Άγιο Μάξιμο συναντάμε την διάκριση «τι εστιν – όπως έστιν» στην ριζική μορφή της ως λόγος της ουσίας [ή φύσεως] σε αντιδιαστολή προς τον τρόπο της υπάρξεως. (σελ. 148)

Σε σχέση με την Αγία Τριάδα ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Μονάς γαρ εστι ασύγχυτος τη ουσία… και Τριάς εστι ταις υποστάσεσι και τω τρόπω της υπάρξεως» Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι ο Άγιος Μάξιμος τονίζει ότι οι φύσεις υπάρχουν πάντοτε ως συγκεκριμένοι τρόποι υπάρξεως, και κάθε υπόνοια περί «γυμνής» υπάρξεώς τους [των φύσεων, των ουσιών] ανήκει στον χώρο των αφαιρέσεων και μόνο. [Δεν υπάρχουν γυμνές ουσίες∙ οι ουσίες ή οι λόγοι δεν «υπάρχουν» κατά κυριολεξία, υπαρκτά είναι τα ατομικά όντα] Ο π. Νικόλαος παραπέμπει εν προκειμένω στον Μάξιμο για να διαπιστώσει ότι «κάθε καινοτομία αφορά στον τρόπο της υπάρξεως και δεν μπορεί να αφορά τον λόγο της φύσεως, διότι τότε θα έφθειρε την φύση». (σελ. 148-9) Στο θαύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι καινοτομείται ο τρόπος της υπάρξεως, και τότε η φύση εμφανίζεται να ενεργεί και να ενεργείται υπεράνω των ορίων της. [στο θαύμα η φύση παριστάνεται να υπερβαίνει τα όρια της, διότι το θαύμα, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι η αληθής φύση, αποκαθιστά δια της χάριτος την κοινωνία των ουσιών και τις φανερώνει υπερβαίνουσες τον εαυτό τους. Στο θαύμα ένα ατομικό ον, ένας καθ’ έκαστον άνθρωπος, αλλάζει κατά την ατομικότητά του, δεν αλλάζει, δηλαδή, η ουσία του, αλλά αποκαθίσταται∙ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ουσία ενός ανθρώπου ενοικεί μεν στον καθ’ έκαστον άνθρωπο, αλλά όχι, όπως θα έπρεπε, δηλαδή κοινωνώντας προς τις άλλες ουσίες π.χ. των άλλων ζώων. Έτσι η κακή εξατομίκευση του ανθρώπου είναι και εξατομίκευση της ουσίας του, και αποκαθιστάμενος ο άνθρωπος, η ουσία του φαίνεται κατά την αλήθεια της] Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι η ενσάρκωση του Χριστού καινοτομεί τον τρόπο της υπάρξεως της ανθρώπινης φύσεως και όχι την ουσία της (σελ. 149) [βεβαίως, η κακή εξατομίκευση ως τρόπος υπάρξεως πρέπει να αναιρεθεί]

Οι αρετές είναι τρόποι αυθεντικής υποστάσεως των λόγων των όντων. (σελ. 149) Ο Άγιος Μάξιμος γράφει: «Όθεν εν μεν τω τρόπω το παρηλλαγμένον των προσώπων κατά την πράξιν γνωρίζεται, εν δε τω λόγω το της φυσικής ενεργείας απαράλλακτον» [ο τρόπος της υπάρξεως είναι το πώς υπάρχει ο καθ’ έκαστον άνθρωπος, η κάθε υπόσταση, και αυτό φαίνεται από το πώς πράττει, ενώ η φύση ενεργεί σε όλους με τον ίδιο τρόπο. Η φύση όμως ως ουσία καθίσταται και άτομο, ή καλύτερα, υπάρχει ως άτομο. Αυτή η μετάβαση γίνεται δυνατή μόνο δια μιας δημιουργικής πράξεως, είναι έργο του ακτίστου όντος. Με άλλα λόγια το ότι τα ατομικά όντα παραπέμπουν σε μία ουσία αποτελεί απόδειξη ότι συνιστούν έργα του ακτίστου. Το αν συμφωνούν ή όχι με την ουσία τους είναι δικό τους έργο, τουλάχιστον στην περίπτωση του ανθρώπου, ο οποίος διαθέτει αυτεξούσιο] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο Άγιος Μάξιμος ταυτίζει τρόπο υπάρξεως, υπόσταση και πρόσωπο με ευκρίνεια και αμεσότητα. (σελ. 150)

Οι λόγοι λαμβάνουν υπόσταση μόνο ως συγκεκριμένοι τρόποι υπάρξεως, και η προσωπική ετερότητα είναι η μόνη δυνατότητα υπαρξιακής φανερώσεώς τους. Το πρόσωπο είναι η κατάσταση στην οποία οι λόγοι των όντων λαμβάνουν την αυθεντική υπόστασή τους. [αληθής υπόσταση είναι το πρόσωπο, δηλαδή το άτομο που κοινωνεί] Οι λόγοι γνωρίζονται εν προσώπω … γνωρίζονται μέσα στη σχέση που συνιστά το πρόσωπο ως ετερότητα, σχέση πριν από όλα του ανθρώπου με το Θεό. Τα προηγούμενα συνιστούν οντολογική θεμελίωση του προσώπου (σελ. 150) Η εκπλήρωση των λόγων των όντων, η σφαίρα της κατά φύσιν υποστάσεώς τους, είναι το πρόσωπο. Ο Άγιος Μάξιμος εισάγει το πρόσωπο στην οντολογία του, καθιστώντας την ερμηνεία της αδιανόητη χωρίς αυτό. (σελ. 150) Όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με την ευχαριστιακή προσωπολογία ως κοινωνική αμοιβαιότητα ανθρώπου και Θεού μέσω των λόγων των όντων ως δώρων και δομάτων. Σε αυτήν την συνάφεια το πρόσωπο είναι το πνευματικό γεγονός κατά το οποίο οι λόγοι των όντων καθίστανται «δώρα» του ανθρώπου προς τον Θεό και δόματα του Θεού στον άνθρωπο, εκπληρώνοντας έτσι την κατά φύσιν λειτουργικότητά τους, τον αυθεντικό τρόπο της υπάρξεώς τους. (σελ. 151)

 

Λόγοι των όντων και άκτιστες ενέργειες

Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι οι δυτικοί μελετητές δεν μπορούν να δεχθούν τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Παραπέμπει στους Μπούλοβιτς και Riou, σύμφωνα με τους οποίους ο ίδιος ο Άγιος Μάξιμος ονομάζει τους λόγους «θείες ενέργειες». (σελ. 152) Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι στο Μάξιμο η διάκριση ουσίας και ενέργειας είναι φανερή: «δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει κάποιος ούτε καν αν υπάρχει η θεία ή η ανθρώπινη φύση ούτε ότι διαφέρει από κάποια άλλη χωρίς την ενέργεια της ουσίας τους» (σελ. 153)  [βεβαίως, διότι η ουσία είναι το έμμεσο, η ενέργεια είναι το φανερώνεσθαι σε έτερον τι] Η ουσιώδης ενέργεια είναι έκφραση της ουσιώδους δυνάμεως του υποκειμένου, οριζόμενη από τον ίδιο τον λόγο της ουσίας του. [όλα αυτά είναι αριστοτελικά] Το αυτό συμβαίνει περί του θείου και ανθρώπινου υποκειμένου. Στον Θεό η σχέση δυνάμεως και ενεργείας διαμεσουργείται από την έννοια του θελήματος. Ο π. Νικόλαος εξηγεί: δια του θελήματος η δύναμη ενεργοποιείται, διότι, κατά τον Μάξιμο, «κυριώτερον και πρώτον ιδίωμα πάσης μάλιστα φύσεως λογικής η κατ’ έφεσιν αυτής κίνησις» [η κίνηση της λογικής φύσεως είναι η θέλησή της] που εκφράζει τον λόγο της ουσιώδους δυνάμεώς της. (σελ. 154) [Πολύ σημαντικό. Κάθε φύση κινείται, επειδή θέλει αυτό που ταιριάζει στη φύση της∙ αυτό δε το οποίο θέλει συμφωνεί με την δύναμη η οποία προκύπτει από τη φύση της. Κακό είναι επομένως να βούλεται κάποιος το παρά φύσιν, και αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η ροπή προς την κακή εξατομίκευση, την έλλειψη κοινωνίας]

Κάθε φύση διαθέτει λοιπόν ενέργεια με βάση τον ουσιώδη της λόγο. Αυτή είναι η φυσική της ενέργεια. Σε αυτήν την συνάφεια ο Άγιος Μάξιμος γράφει περί Χριστού ότι «αφού διέθετε τους ουσιώδεις λόγους των φύσεων, των οποίων συνιστά υπόσταση, [της θεϊκής και της ανθρώπινης] θα είχε και την ενέργεια της φύσεως της έμψυχης σάρκας … και καθώς διέθετε φυσική ανθρώπινη ενέργεια, κατά τον λόγο της ανθρώπινης φύσεώς Του, θα διέθετε και ως Θεός φυσική ενέργεια, την οποία εξέφαινε ο λόγος της υπερούσιας θεότητάς Του». (σελ. 154) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο λόγος συνιστά μέσα στην ουσία την ενέργειά της, είναι η βαθειά ενότητα ουσίας και ενέργειας … και ως εκ τούτου το εύ-λογο της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, εν τη ενότητι του ουσιώδους λόγου τους στον Θεό. [υπέροχο παράδειγμα διαλεκτικής]

Στην συνέχεια ο π. Νικόλαος αναφέρεται σε ένα σημαντικότατο απόσπασμα του Μαξίμου: «ο νους αντιλαμβανόμενος τους λόγους των όντων … εννοεί δι’ αυτών πολλές και άπειρες ενέργειες του Θεού … αλλά δεν μπορεί να εννοήσει πως σε κάθε έναν λόγο χωριστά και σε όλους μαζί τους λόγους κατά τους οποίους υπάρχουν όλα, υπάρχει ο Θεός … [ο Θεός υπάρχει σε κάθε ιδιαίτερο λόγο] … Αυτός που δεν είναι κανένα από τα όντα και ταυτόχρονα είναι όλα τα όντα και πάνω από όλα τα όντα. Εάν λοιπόν κάθε θεία ενέργεια φανερώνει αμερίστως τον Θεό ολόκληρο δι’ αυτής σε κάθε ον ανάλογα με τον ιδιαίτερο λόγο της ουσίας του, ποιος υπάρχει που μπορεί να εννοήσει … με ποιον τρόπο υπάρχει ο Θεός σε όλα ολόκληρος και σε καθένα των όντων ιδιαιτέρως, αμερώς και αμερίστως, χωρίς ούτε να συνδιαστέλλεται ποικίλως κατά τις άπειρες διαφορές που ενυπάρχουν στα όντα [χωρίς να ταυτίζεται με την ιδιαιτερότητά τους], ούτε να συστέλλεται στην ιδιαίτερη ύπαρξη του καθενός, ούτε όμως και να περιορίζει τις διαφορές των όντων σύμφωνα με την μία και ενοειδή ολότητα των πάντων [ούτε ταυτίζεται με το ιδιαίτερο ούτε και αναιρεί το ιδιαίτερο] αλλά είναι αληθώς τα πάντα μέσα σε όλα τα όντα, Αυτός ο οποίος ουδέποτε εξέρχεται από τη δική του αμέριστη απλότητα» (σελ. 155) [το απόσπασμα αυτό συνιστά αποθέωση της διαλεκτικής. Ο Θεός είναι κατά τον εαυτό του απλός, δεν παρουσιάζει δηλαδή διαφορά προς έτερον τι∙ στα κτιστά όντα ενυπάρχει όλος ο Θεός και ταυτόχρονα δεν είναι σε αυτά∙ γίνεται δηλαδή πέραν εαυτού, διότι μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει το έτερον του Θεού ον]

Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι ο Θεός υπάρχει με τους λόγους Του σε καθένα από τα κτίσματα∙ αυτή δε η παρουσία υποβαστάζεται από την απειρία των θείων ενεργειών, κάθε μία εκ των οποίων υποσημαίνει, δηλώνει όλον τον Θεό μέσα σε κάθε ον (σελ. 155-6) [πολύ καλή έκφραση. Κάθε ον ως κτίσμα είναι δια του ενεργείν του Θεού, το οποίο ενεργείν δεν παράγει απλώς το εκάστοτε ιδιαίτερο κτίσμα, αλλά ο Θεός παραμένει επίσης μέσα σε αυτό ως όλος ο Θεός, διότι ο Θεός δεν μερίζεται] Ο άκτιστος λόγος λειτουργεί έτσι ως όριο και ορισμός της άκτιστης ενέργειας, όχι με την έννοια πώς είναι το περιέχον της, αλλά ως κατ’ επίνοια προηγούμενός της. (σελ. 156) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι αδιανόητη χωρίς αναφορά στους ακτίστους λόγους∙ με αυτόν τον τρόπο προωθείται και η διάκριση ουσίας και θελήσεως που προέρχεται από τους Καππαδόκες Πατέρες.

Η προήγηση των λόγων των όντων σε σχέση με τις άκτιστες ενέργειες φανερώνει, όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, τον προσωπικό χαρακτήρα του Θεού, και εμφαίνει τη διάκριση ουσίας και προσώπων σε Αυτόν. (σελ. 156-7) Υπόσταση ή πρόσωπο σημαίνει ελεύθερη θέληση και δύναμη προς δραστηριοποίηση της προσωπικής ουσίας [ουσία ως ατομικότητα], ενέργεια που ανήκει στην ουσία του εκάστοτε προσώπου. (156-7). Έτσι και στον Παλαμά, σε αντίθεση προς την ουσιοκρατική θεώρηση του Βαρλαάμ, οι άκτιστες ενέργειες ερείδονται επί του προσωπικού χαρακτήρα του ζώντος Θεού της Γραφής [Θεός ως δρων ιστορικό πρόσωπο] (σελ. 157) Επί τη βάσει της ευχαριστιακής κοινωνητικής αμοιβαιότητας ανθρώπου και Θεού, η οποία βασίζεται στους λόγους των όντων, μπορούμε να σκεφθούμε ότι η θεία Ευχαριστία είναι το πλαίσιο εντός του οποίου γίνονται φανερές οι άκτιστες ενέργειες ως βουλητικές, αγαπητικές δωρεές του Θεού στον άνθρωπο. (σελ. 157-8)

 

Οι λόγοι και οι δυνάμεις της ψυχής

Η υπαρξιακή σημασία των λόγων των όντων έχει αρχίσει να διαφαίνεται. Ο άνθρωπος σχετίζεται με τους λόγους των όντων δια της πληρότητας των ακτίστων ενεργειών του Θεού εν Πνεύματι αγίω. (σελ. 159) Σε ένα πολύ ενδιαφέρον χωρίο ο Άγιος Μάξιμος λέει ότι «το ίδιο το Πνεύμα το άγιο ζητεί εν ημίν την γνώσιν των όντων και ερευνά∙ αλλά ουκ εαυτώ ζητεί το ζητούμενον, ότι Θεός, και πάσης επέκεινα γνώσεως∙ αλλά ημίν τοις δεομένος της γνώσεως». Ο π. Νικόλαος ερμηνεύει εν προκειμένω την γνώση ως μέθεξη-μετοχή με αυτουργό το Πνεύμα του Θεού. Πρόκειται για μια διόδευση του κτιστού δια των πνευματικών λόγων, η οποία φανερώνει τους λόγους των όντων ως δυνάμεις της ψυχής: «αυτός που ευσεβώς δια της θεωρίας κατανόησε τα όντα και διαβουλεύθηκε τον ορθό σε σχέση με αυτά  λόγο και εφύλαξε τον εαυτό του ως προς την κρίση απαρέγκλιτο, αυτός συνέλαβε όλη την αρετή και δεν κινείται παρά μόνο προς την αλήθεια … και έχει μέσα στην ψυχή του την πράξη μέσα στο λόγο χωρίς αντιμαχία και συγκεντρώνοντας τους απαθείς λόγους … καθώς αυτοί είναι δυνάμεις της λογικής ψυχής». (σελ. 160) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι καθώς η ψυχή ευθυπορεί προς τους λόγους, οι δυνάμεις της καθίστανται λογικές, δρουν δηλαδή και κινούνται κατά τους λόγους του είναι [μετά λόγου και όχι παρά τον λόγον]∙ βαθμιαίως η ψυχή λογοποιείται εξ ολοκήρου καθιστάμενη εικόνα του μεγάλου Λόγου με την κατ’ αρετήν μετοχή στους λόγους. (σελ. 160) Πρόκειται για την υπαρξιακή διαδικασία του «καθ’ ομοίωσιν», δια της οποίας ο άνθρωπος αποκτά πρόσωπον. (σελ. 160) [Ωραία παρατήρηση, η απόκτηση της αρετής ως απόκτηση προσώπου, κοινωνητικού χαρακτήρα]

Εφόσον ο άνθρωπος φτάσει σε αυτό το σημείο γίνεται κατά τον Μάξιμο «ως Θεός με τη θέωση, και θα του επιτραπεί μαζί με το Θεό να διασκεφθεί [εννοήσει] τα κτίσματα και να αποκτήσει την γνώση που έχει ο Θεός γι’ αυτά, και θα έχει κατά χάριν την ίδια με τον Θεό σοφή γνώση των όντων εξαιτίας της μεταποιήσεως του νου και της αισθήσεώς του ώστε να γνωρίζει ως Θεός» [«νοητική εποπτεία»; Πιθανόν αυτό δηλώνει η Γένεση όταν λέει ότι ο Θεός εδίδασκε στον Αδάμ τα ονόματα των ζώων] (σελ. 161) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι ουσιαστικά πρόκειται για πλήρωση των λογικών δυνάμεων της ψυχής, για εκπλήρωση του έργου τους μέσω της πραγματώσεως της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, παραπέμπει δε στην έκφραση του Μαξίμου ότι ο άνθρωπος «εν τω λόγω τον Θεόν ευρίσκει». Οι δυνάμεις της ψυχής βρίσκουν λοιπόν την αλήθειά τους στην ταύτισή τους με τους λόγους των όντων [γνώση ως μέθεξη]. (σελ. 161)

Ο π. Νικόλαος σημειώνει εν τέλει ότι αυτή η θεώρηση δεν ταυτίζεται με φιλοσοφική ή ψυχολογική ανθρωπολογία. Ως κύριο άξονα της κριτικής του ο π. Νικόλαος θέτει το εσχατολογικό στοιχείο των δυνάμεων της ψυχής, οι οποίες φτάνουν στην αλήθεια τους στο «καθ’ ομοίωσιν». Το έσχατο πάντως κέρδος της εμπλοκής στην αναζήτηση των λόγων των όντων είναι η αποκάλυψη και θεωρία της αλήθειας του Θεού μέσα στα όντα. Πρόκειται για επαλήθευση δια της μετοχής του ανθρώπου στην έσχατη αλήθεια τους. Η θεολογία των λόγων των όντων αφορά λοιπόν την προσωπική μας αυθεντικότητα [αυτό που κατ’ εξοχήν και κατ’ αλήθειαν είμαστε], η οποία πραγματώνεται στον ύψιστο βαθμό μέσα από την οντογονική ενέργεια των λόγων, δια της οποίας τελείται και η κοινωνία των όντων. Η κοινωνία των όντων δια των λόγων τους και το γίγνεσθαι των όντων δια των λόγων τους, αλλά και η σημασία αυτών για τον βίο του ανθρώπου προς το αεί ευ είναι, αποτελούν το αντικείμενό μας εις το εξής.

 

Η κοινωνία των όντων δια των λόγων τους

Σύμφωνα με τον Μάξιμο «όταν λέγη ο Απόστολος ιδού γέγονε τα πάντα καινά, ουδέν έτερον λέγει ή ότι, ιδού γέγονε τα πάντα εν» [σωτηρία ως ενοποίηση του διασπασμένου κτιστού όντος]. Η άποψη αυτή του Μάξιμου βασίζεται, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, στην θεωρία του για τους λόγους των όντων. (σελ. 165) Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι οι λόγοι των όντων δεν είναι «κλειστές» οντότητες, [οι μονάδες του Leibniz δεν έχουν παράθυρα, ενώ οι αληθείς ατομικότητες, αυτές δηλαδή που είναι ολότητες, κοινωνούν], αλλά υπάρχουν μόνο σε κοινωνία ενοποιητική των διαιρέσεων που τυχόν εμφανίζονται να υπάρχουν στην κτίση. (σελ. 165) «Οι λόγοι των επιμέρους προσχωρώντας στους λόγους των καθολικοτέρων όντων, ενοποιούν τα διηρημένα. Διότι οι καθολικότεροι λόγοι περιλαμβάνουν ενοειδώς τους λόγους των επί μέρους» [στην φύση -την μεταπτωτική-η συμπερίληψη των όντων δεν είναι φανερή, είναι όμως στους λόγους της φύσεως, προς τους οποίους και με βάση τους οποίους το κτιστό πρέπει να αναμορφωθεί].

Η παραπάνω διατύπωση συνιστά μια πρώτη θεμελιώδη έκφραση της κοινωνίας των όντων μεταξύ τους. Ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει περαιτέρω: «Αλλά και μεταξύ νου και αισθήσεως, ουρανού και γης, αισθητών και νοητών, φύσεως και λόγου, υπάρχει κάποιος σχετικός [συσχετίζων] λόγος εν πνεύματι, ο οποίος εκτελεί την προς άλληλα ένωση». (σελ. 166) Κατά τον Μάξιμο η διαίρεση πρέπει να εξεπερασθεί. (σελ. 166)  Μέσα στα όντα ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει την «φιλικήν συγγένειαν» η οποία πρόκειται να υπερβεί «τον μερισμόν και την διάστασιν» που απειλεί τα όντα. Ο Μάξιμος ομιλεί «περί της ενότητας εν αλλήλοις των όλων» [καλή διατύπωση], ενότητα που αυτή μόνη μπορεί να διασώσει την «φυσική ετερότητα» [Εξαιρετική παρατήρηση - στην αληθή ενότητα και μόνον εκεί διασώζεται η διαφορά των όντων. Η ενότητα των ανατολικών θρησκειών είναι απόπειρα καταστροφής της ατομικότητας]. Ο Θεός ενέσπειρε στα όντα «τον λόγο της ενοποιητικής δύναμης που δεν επιτρέπει να αγνοηθεί η υποστατική προς ένωση τους ταυτότητα εξαιτίας της φυσικής ετερότητάς τους∙ επίσης, για να μην υπερισχύει η ιδιαιτερότητα ενός όντος απέναντι στην συγγένειά του προς τα άλλα όντα. Και η ίδια δύναμη που τα διατηρεί ασύγχυτα, τα διατηρεί επίσης και αδιαίρετα [διαλεκτική ως αποτέλεσμα του ενεργείν του Θεού] (σελ. 167) Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ακόμα ότι τα όντα ανήκουν σε άλληλα περισσότερο από όσο ανήκουν στον εαυτό τους.

Τα αναφερθέντα σκιαγραφούν κατά τον Άγιο Μάξιμο τον τρόπο της υπάρξεως του Θεού μέσα στην κτίση «διότι ο Θεός που έχει απορρήτως κρυφθεί μέσα στα όντα, ανάλογα φανερώνεται με καθένα από τα βλεπόμενα, όλος σε όλα … και ανελάττωτος, στα διάφορα όντα ο μη διάφορος και παντοτινά ίδιος … για εμάς που έχουμε παχεία διάνοια, καταδέχθηκε να σωματοποιηθεί … για να μπορέσει με όλα αυτά να μας συγκεντρώσει γρήγορα στον εαυτό Του, ενοποιούμενους κατά το πνεύμα, και να μας οδηγήσει στην απλή και ελεύθερη γνώση Του, έχοντας τόσο πολύ συνενώσει εμάς (ημάς συστείλας) για να ενωθούμε κατόπιν μαζί Του [πολύ σημαντικό] όσο ο ίδιος διαφοροποίησε τον εαυτό Του (εαυτόν διέστειλε) χάριν ημών». (σελ. 168) [πολύ σημαντικό∙ η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό περνάει από την ένωση με τους συνανθρώπους Του] Η κενωτική συγκατάβαση του Θεού προς τα κτιστά αποσκοπεί στην ενοποιητική συναγωγή των όντων προς Αυτόν, ούτως ώστε στα έσχατα να ολοκληρωθεί η ενότης τους, «όπου θα υπάρχει σε κάθε έναν η εναργός παρουσία του Θεού, ανάλογα με την επιφαινόμενη στον καθένα θεία δύναμη, η οποία θα συντηρεί τον  δεσμό των όντων αιωνίως άλυτον» [τι να προσθέσει κανείς;](σελ. 168)

Η συναγωγή όλης της δημιουργίας, είναι κατά τον Μάξιμο η ουσία της σωτηρίας ως αποκασταστάσεως της κτίσεως, σχολιάζει ο π. Νικόλαος, μνημονεύοντας εν προκειμένω τον Florovsky. Πρόκειται για συναγωγή των όντων: «έτσι ό,τι είναι ο Θεός για την ψυχή, πρέπει να γίνει και αυτή για το σώμα, ώστε να αποδειχθεί ένας ο δημιουργός των όλων … και ενώ είναι διαφορετικά τα πολλά κατά την φύση, να φθάσουν στο ένα συγκλίνοντας όλα μαζί γύρω από τη μία φύση του ανθρώπου, και να γίνει τα πάντα στα πάντα ο ίδιος ο Θεός … υποστασιοποιώντας τα πάντα μεσα Του». Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι εν προκειμένω ο Άγιος Μάξιμος υπερβαίνει τον πλατωνίζοντα ωριγενισμό, στον οποίο ο υλικός κόσμος νοείται αρνητικά. Η σωτηρία όλου του κόσμου, και του φυσικού, αναμένεται μέσα από την συμπερίληψη του στην ανθρώπινη φύση. (σελ. 169) [πολύ σημαντικό∙ ο φυσικός κόσμος σώζεται δια της συμπεριλήψεώς του και μόνον, και αυτή λαμβάνει χώρα στην ανθρώπινη φύση]. Ο τόπος της των πάντων ενώσεως είναι η ανθρώπινη φύση [πολύ σημαντικό: αυτό συμβαίνει επειδή η φύση πρωταρχικά υπήρξε δια των ενεργειών του Θεού (όχι από εξέλιξη οδηγούμενη από φυσική τυχαιότητα), της οποίας υπέρτατη στιγμή, κατά την οποία ο κτιστός κόσμος ετίθετο ως εικόνα Θεού, ήταν ο άνθρωπος∙ βλέπουμε εν προκειμένω, γιατί η νατουραλιστικά εννοούμενη εξέλιξη αποτελεί προσβολή ενάντια στην θεία βούληση!] Η Εκκλησία είναι τώρα μέσα στην ιστορία ο τόπος της υπερβάσεως των διαιρέσεων και των «αυτονομιών», και αυτή η υπέρβαση επιτελείται μέσα στο ανθρώπινο σώμα του Χριστού. (σελ. 169-70) Η ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν έκφανση αυτής της οντολογίας της καθολικοποιήσεως, στην οποία πραγματοποιείται η ενότητα των όντων, η οποία μάλιστα αποκαλύπτεται στους αγίους ως «εν τη Τριάδι νούμενη ενότητα». Κατά τον Μάξιμο, ο Θεός «άγει τους αγίους αγνώστως προς την άγνωστον μονάδα [ενότητα], ενώνοντας αυτούς δια της χάριτος, και ομοιώνοντας τους κατά μέθεξιν προς αυτήν την μονάδα και Τριάδα» (σελ. 171)

Ο π.Νικόλαος σχολιάζει στη συνέχεια την θεολογία του Μαξίμου σε αντιδιαστολή προς την αρχαία φιλοσοφία, κρίνοντας την πλατωνική ρήση: «φύσις προς φύσιν ουκ αν κοινωνήση κατά φύσιν ποτέ αν∙ αλλά αμέτοχος, παντή κατ’ ουσίαν προς πάσαν έστι διάφορος». Ο Πλάτωνας, ως γνωστόν, στον Σοφιστή επιλήφθη του θέματος της «κοινωνίας των ειδών», καταλήγοντας στο ότι κάποια είδη κοινωνούν με κάποια∙ αναζήτησε δε κάποια τέχνη [μέθοδο] που θα καταδείκνυε πώς τα είδη κοινωνούν (μεταλαμβάνουν) (σελ. 171) Πρόκειται για την διαλεκτική. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι το εκπληκτικό τόλμημα του Μάξιμου συνίσταται στο ότι, ενώ συμμερίζεται το ακοινώνητον των ουσιών, τις καθιστά δια των λόγων και εν τοις λόγοις κοινωνήσιμες, θεωρώντας ότι το κατά φύσιν των όντων είναι να τελούν εν κοινωνία και να προοδεύουν σε αυτήν και στην κοινωνία τους με τον Θεό μέσω του ανθρώπου. (σελ. 172) Κατά τον Μάξιμο τα όντα δεν είναι χωρίς αυτήν την καθολική τους κοινωνία [την οποία ο Άγιος Μάξιμος ορά, και την βλέπει να συστήνει τα όντα]. Άρα, καταλήγει ο π. Νικόλαος, κατά τον Μάξιμο ο Θεός δεν νοεί τα όντα ως χωριστά αλλά μόνο εν τη κοινωνία των ουσιών τους και με Αυτόν τον ίδιο, και αυτή η αντίληψη κατοχυρώνεται από τη θεωρία των λόγων των όντων. Πρόκειται για μια «θεολογική διαλεκτική».

 

Η Πρόνοια ως το άκτιστο έρεισμα του κοινωνείν

Η πρόνοια παίζει κατά τον Μάξιμο καθοριστικό ρόλο στην διεξαγωγή της κοινωνικής ενοποιήσεως των όντων «… σκοπός της θείας πρόνοιας είναι η δια της ορθής πίστεως και της πνευματικής αγάπης ενοποίηση των ποικίλλως υπό της κακίας διεσχισμένων [διαχωρισμένων μεταξύ τους]. Άλλωστε γι' αυτό έπαθε ο Σωτήρ, για να συναγάγει στον εν τα διεσκορπισμένα». (σελ. 173) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει τα αναφερθέντα, λέγοντας ότι η κακία προκαλεί διάσχιση, καταστροφή της κοινωνίας, ενώ ουσία της σωτηρίας είναι η συναγωγή, με οντολογικούς όρους, των διεσκορπισμένων όντων στην κοινωνική αγαθότητα της θείας αγάπης. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Αφού εδημιούργησε ο Θεός τα πάντα με την άπειρη δύναμή Του και τα έφερε στην ύπαρξη, τα συγκρατεί, τα συνενώνει και χαράζει τα όριά τους. Συνδέει με την πρόνοιά Του το ένα με το άλλο και με τον εαυτό Του, και τα νοητά με τα αισθητά … (τα όντα) συμφύονται όλα μαζί χωρίς να συγχέονται, σύμφωνα με την ακατάλυτη σχέση και φύλαξη της μοναδικής αρχής και αιτίας … (τις ιδιαιτερότητες) δεν τις καταστρέφει και δεν τις αναιρεί και δεν τις κάνει να μην υπάρχουν, αλλά με το να τις νικά και να λάμπει επάνω τους, όπως το όλον στα μέρη του». (σελ. 174)

Η πράξη της δημιουργίας, παρατηρεί ο π. Νικόλαος, ολοκληρώνεται στην κοινωνική ενδιάσφιγξη όλων των όντων μεταξύ τους και με τον Δημιουργό ως έκφανση της προνοητικής Του δυνάμεως, η οποία συνέχει, συναγάγει και οριοθετεί τα κτιστά όντα και τα ασφαλίζει από την μετάπτωσή τους στο μη ον. Ο Θεός συναγάγει τα «κατά την φύσιν διεστηκότα αλλήλων» μέσω της ενοποιητικής ισχύς της νεύσεως, της τάσεως, των όντων προς τον Θεό [τα όντα είναι πρωταρχικώς καλά μεν, αλλά όχι τέλεια∙ επειδή περιέχουν το θεϊκό στοιχείο, ως ουσία τους, πρέπει να εξισωθούν προς αυτήν την ουσία τους] Η αναφερθείσα τάση είναι κατά τον Μάξιμο «αρχή σχέσεως», η οποία οφείλεται στην αναφορικότητα των όντων του ενός προς το άλλο δια των λόγων τους. Δια αυτής λοιπόν τα όντα προοδεύουν σε μία ταυτότητα υπάρξεως και κινήσεως, ακατάλυτη μεν, αλλά και σωστική της ετερότητας. Δηλαδή, κατά τον Μάξιμο, δεν φθείρονται και ούτε αναιρούνται οι επί μέρους ουσίες, αλλά η υπερφυής θεία αιτία όλων καλύπτει τις επιμέρους ατομικές υπάρξεις, φανερώνοντας πρωτίστως την κοινωνική αλήθεια του όλου. Αποτέλεσμα της πρόνοιας ανάμεσα στα όντα είναι η ανάδειξη της κοινωνικής τους ενότητας, ανάδειξη του όλου, όχι εις βάρος των μερών, αλλά αντιθέτως ως πλήρωση της ετερότητάς τους. Δια της προνοιακής κοινωνιοποιητικής πρόνοιάς Του ο Θεός φανερώνεται «πυθμήν αδιάστατος της περιοχής πάντων» (σελ. 175)

Η ζωή της κοινωνίας με τον Θεό και των όντων μεταξύ τους είναι περαιτέρω η ζωή της «ατρεψίας» και της χαρισματικής αφθαρσίας [σημαντικό: η σωτηρία ως κοινωνία είναι και ατρεψία, αλλά βέβαια εν μεταβολή]. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι στο Προς Θαλάσσιον ο Άγιος Μάξιμος μάς λέει ότι ο Θεός, εκτός από την συντήρηση του κτιστού, απεργάζεται «μέσω της προνοίας την εξομοίωση των καθολικών προς τα μερικά∙ [ενδιαφέρουσα διατύπωση: τα επί μέρους, τα λιγότερο καθολικά, πρέπει να εξομοιωθούν με καθολικά –προφανώς, διότι μόνο έτσι μπορούν αληθώς να κοινωνήσουν] … (έτσι) κάμει τα επιμέρους όντα σύμφωνα μεταξύ τους και ομοίως κινούμενα, χωρίς να έχουν τα μερικά προς τα γενικά διαφορά γνώμης [τι θα μπορούσε, άραγε, να σημαίνει αυτό για τα όντα της φύσεως;] αλλά θα φανερωθεί ένας και ο αυτός λόγος για όλα τα όντα …  και θα δείξει έτσι ενεργούμενος την χάρη που θεώνει τα πάντα … (με αυτήν την χάρη ενεργεί ο Θεός) για να καταστεί με όλα και σε όλα ένα ο Τριαδικός Θεός, φανερούμενος σε όλους ανάλογα με την χάρη για την οποία καθείς είναι άξιος». (σελ. 176) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι η προς το ευ είναι, κίνηση των μερικών όντων οδηγεί στην καθολική ενοποίησή τους, στην οποία φανερώνεται σε όλα ο ένας και αυτός λόγος. (σελ. 177) [σωτηρία = κοινωνία = ενοποίηση εν διαφορά = καθολικοποίηση των μερικών = εμφάνιση του αυτού λόγου σε όλα, δηλαδή του Θεού∙ στην σωτηρία ο Θεός, ο κεκρυμμένος λόγος κάθε όντος, καθίσταται φανερός στο κάθε ον ή το κάθε ον παρουσιάζεται θεοποιημένο] Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι το όραμα του Μάξιμου είναι εκπληκτικό: η ποικιλία των κτιστών όντων φθάνει σε μία τέτοια κοινωνία, ώστε οι πολλοί λόγοι των όντων να καθίστανται δια της πρόνοιας ένας και ο αυτός λόγος [παρά τη διαφορά τους, η οποία εξίσου δεν αναιρείται∙ άρα, θέωση].

Η κοινωνία των όντων τα οδηγεί όλα προς την θέωση συμπεριλαμβάνοντας όλο το κτιστό ον στην ανθρώπινη φύση και κατευθύνοντάς το προς τον Θεό. Ο Θεός δρα προνοιακώς σημαίνει ότι δρα ζωοποιώντας, παρέχοντας προσβάσεις στην ενεργούμενη κοινωνία εν Χριστώ [ωραία έκφραση!]. Ο Άγιος Μάξιμος συσχετίζει την Πεντηκοστή με την πραγμάτωση της κοινωνίας ως «απαρχή και τέλος των όντων, και λόγος, ω τα πάντα φύσει συνέστηκε». (σελ 177) Η πρόνοια λοιπόν κορυφώνεται στην Πεντηκοστή, στην καθολική έκχυση του Πνεύματος. Κατά τον Μάξιμο η Πεντηκοστή είναι το εσχατολογικό γεγονός της πλήρους αποκαταστάσεως των όντων κατά την πρόνοια του Θεού, και επομένως η τέλεια ένωση της φύσεως τους με τον λόγο τους, η τέλεια λογοποίηση των όντων.

 

Ο Χριστός ως μυσταγωγός της εν κοινωνία ενότητας

Στην κορύφωση της αρχιερατικής προσευχής ο Χριστός παρακαλεί τον Πατέρα «ίνα πάντες εν ώσι … ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν». Εν προκειμένω, όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, ο Κύριος συνδέει την τελειότητα με την ενότητα, η οποία προκύπτει από την υιοθεσία των πιστών. Η ενότητα των πιστών είναι εικόνα της ενότητας του Υιού με τον Πατέρα∙ στην άλλη πλευρά έχουμε τον κόσμο [τον μεταπτωτικό] ο οποίος είναι βυθισμένος στην διαίρεση και τον διχασμό. Ο Χριστός φανερώνει την αλήθεια των όντων, η δε αλήθεια αυτή πραγματώνεται και στην κοινωνία που συγκροτεί ο Χριστός με τους φίλους και τους μαθητές του στον κόσμο. (σελ. 179)

Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι η θεολογία του Μαξίμου που αναπτύσσεται στο Περί διαφόρων αποριών εκθέτει τον κοινωνικό προορισμό του ανθρώπου και το ενοποιητικό έργο του Χριστού «ίνα την μεγάλη βουλή πληρώση του Θεού και Πατρός, εις Εαυτόν ανακεφαλαιώσας τα πάντα». (σελ. 180) Το αίτημα της ανακεφαλαιώσεως του παντός προκύπτει από τις πέντε μεγάλες διαιρέσεις που αφορούν την φύση των όντων: Πρώτη είναι η διαίρεση ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο∙ δεύτερη διαίρεση, που αφορά το κτιστό ον, είναι αυτή ανάμεσα σε αισθητά και νοητά όντα∙ τρίτη διαίρεση, που αφορά στα αισθητά, είναι η διάκριση ανάμεσα σε Γη και ουρανό∙ τέταρτη διαίρεση, που αφορά τη Γη, είναι αυτή ανάμεσα σε παράδεισο και οικουμένη, [η τέταρτη διαίρεση πρέπει μάλλον να νοηθεί υπό το πρίσμα προπτωτικών συνθηκών]∙ και τέλος πέμπτη είναι η διαίρεση που αφορά στον άνθρωπο, ο οποίος διαιρείται σε άρρεν και θήλυ.  Κατά τον Μάξιμο ο άνθρωπος [προφανώς, στην προπτωτική κατάσταση] διαθέτει την «προς ένωσιν δύναμιν» των αναφερθέντων διχοτομήσεων, προοδεύοντας στην σταδιακήν «ανατατικήν» ενοποίηση «των προσεχών επί τα πόρρω και των ηττόνων επί τα κρείττονα», η οποία «αποπερατούται» στον Θεό. (σελ. 180)

Ο άνθρωπος εισάγεται τελευταίος στην δημιουργία «οιονεί σύνδεσμος τις φυσικός τοις καθόλου δια των οικείων μερών μεσιτεύων άκροις, εις εν άγων εν εαυτώ τα πολλά κατά την φύσιν αλλήλων διεστηκότα τω διαστήματι». [καταπληκτικά πράγματα∙ αυτή είναι η πραγματική έννοια της δημιουργίας, αλλά και της εξέλιξης, η οποία δεν είναι απλώς τυχαία φυσική διαδικασία -όπως θα το ήθελαν οι σύγχρονοι εξελικτιστές-, αλλά σκόπιμη εκ Θεού ηθελημένη δημιουργική ενέργεια∙ σε αυτήν δε ο άνθρωπος φανερώνεται ως εικών Θεού, ικανός να μεσιτεύσει ανάμεσα στα όντα, τα οποία είναι μεν καλά δια της παρουσίας του Θεού, αλλά όχι τέλεια]  Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι προορισμός του ανθρώπου είναι η βαθμιαία άρση των οντολογικών διαιρέσεων «καθ’ ειρμόν και τάξιν», ξεκινώντας από την άρση της διαιρέσεως μεταξύ άρρενος και θήλεος, μεταβαίνοντας στην ενοποίηση παραδείσου και οικουμένης και στην ένωση ουρανού και γης (επιτυγχάνοντας ταυτότητα με τους αγγέλους κατά την αρετήν), ώστε κατόπιν να ενώσει τα αισθητά με τα νοητά, προκειμένου «ένεκα της ισότητας στη γνώση με τους αγγέλους, να ενοποιήσει την σύμπασα κτίση», και εντός του «να μην έχει καμία έλλειψη η γνωστική του ικανότητα η σχετική με τους λόγους». Όπως παρατηρεί ο π. Νικόλαος, στο αναφερθέν κείμενο η γνώση των λόγων των όντων καθιστά τον άνθρωπο ίσο με τους αγγέλους και είναι ο τρόπος αποκαταστάσεως της ενότητας της φύσεως, καθώς η τελευταία αυτή πλέον ως προς την δυνατότητα της γνώσεως γίνεται ολόκληρη, αισθητή και νοητή, διάφανη με τη γνώση των λόγων που την εμψυχώνουν. (σελ. 181)

Στο τέλος, ο άνθρωπος ενώνει την κτιστή με την άκτιστη φύση καθιστώντας τες «δι’ αγάπης» «εν και ταυτόν κατά την έξιν της χάριτος» «… προσχωρώντας όλος καθ’ ολοκληρίαν στον Θεό, και καθιστάμενος όλα όσα είναι ο Θεός χωρίς την κατ’ ουσίαν ταυτότητα μαζί Του». (σελ. 181) Ο άνθρωπος, όμως χρησιμοποίησε την δεδομένη σ’ αυτόν φυσική δύναμη προς ένωση των διαιρεμένων στην επίταση μάλλον της διαιρέσεως «και με αυτόν τον τρόπο κινδύνευσε ελεεινώς να μεταχωρήσει ξανά προς το μη ον».

Ο Θεός γίνεται λοιπόν άνθρωπος «για να σώσει τον άνθρωπο που χανόταν, ενώνοντας τα υπάρχοντα στη φύση της όλης κτίσεως ρήγματα δια του εαυτού Του, και φανερώνοντας τους καθολικούς λόγους των επι μέρους κτισμάτων, δια των οποίων είναι φυσικό να γίνεται η ένωση των διαιρεμένων όντων, ώστε να εκπληρώσει την μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός, ανακεφαλαιώνοντας στον εαυτό Του τα πάντα όσα είναι στον ουρανό και όσα είναι στην γη…» (σελ.182) [η έννοια του Χριστού ως Σωτήρος]. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι στο χωρίο αυτό η σωτηρία του ανθρώπου ταυτίζεται με την άρση των ρηγμάτων της φύσεως και την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ∙ αυτό όμως δια της συνδέσεως με το ζήτημα της συνάψεως των λόγων των όντων, δια των οποίων και μόνον μπορούν να ενωθούν τα διαιρεμένα. (σελ. 182) [εκεί όπου λέει ο Άγιος Μάξιμος «φανερώνοντας (δείξας) τους καθολικούς λόγους (προφερομένους) των επιμέρους κτισμάτων»∙ άρα η σωτηρία ως ανακεφαλαίωση της κτίσεως δια του Χριστού σημαίνει ότι οι επιμέρους λόγοι ενοποιούνται υπαγόμενοι στους καθολικότερούς τους∙ ενοποιούνται, θα λέγαμε καθολικοποιούμενοι.

Επομένως, στην προπτωτική κατάσταση ο άνθρωπος ως ανακεφαλαιωτής της φύσεως είναι το καθολικότερο ον∙ αυτό όμως μόνον δια της ενότητας με τον Θεό, ο οποίος επενεργεί την ενότητα δια των λόγων των όντων –καθιστώντας τους δηλαδή ύπαρξη-. Μετά την πτώση προκύπτει κακή εξατομίκευση, αφού οι λόγοι παύουν να ενεργούνται από το Θεό και δεν διατηρούνται στην ενοποιητική τους συσχέτιση, αλλά αυτονομούνται] Όταν ο Άγιος Μάξιμος ομιλεί λοιπόν για κοινωνία και ένωση των όντων εννοεί την δια των λόγων τους κοινωνία και ένωση (σελ. 182) [τα όντα κοινωνούν δια των λόγων τους, διότι σε αυτούς εκφέρονται ως κοινωνία. Στο βαθμό που τα όντα υπάρχουν εκτός Θεού υπάρχει διαίρεση των λόγων αυτόκλητα, την οποία επομένως είτε την συγκρατεί και την συνέχει ο Θεός, όπως προπτωτικά είτε την επαναθέτει στο ον ο Χριστός, ο οποίος είναι και η πηγή των λόγων των όντων.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λόγοι ως άκτιστοι συνιστούν ατομικές ολότητες και κοινωνούν ούτως ή άλλως. Εφόσον δια της δημιουργίας το περιεχόμενό τους τίθεται εκτός Θεού, ώστε να υπάρξουν τα κτιστά, οι λόγοι αυτόκλητα διασπώνται∙ αλλά όμως ο Θεός παρίσταται στο έτερον Αυτού ον και συγκρατεί με την ίδια δημιουργική ενέργεια τα όντα σε κοινωνία καθιστώντας τα λόγους. Λόγω του αυτεξουσίου του ανθρώπου είναι όμως δυνατόν να επιλεγεί η αντίθετη κατεύθυνση, η εξατομίκευση, η διάσπαση της κοινωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί πλέον να ανεγερθεί ει μη μόνο δια του Χριστού, ο οποίος ως άνθρωπος -κτιστός- μετέχει μεν του διηρεμένου, αλλά ως Θεός μπορεί να το ενοποιεί]

Σύμφωνα με τον Μάξιμο ο Χριστός υπερβαίνει τη διάκριση των φύλων δια της γεννήσεώς του εκ της Παρθένου. Μετά την ανάσταση Του συνδιαιτώμενος με τους μαθητές φανερώνει την ένωση παραδείσου και οικουμένης, ενώ με την ανάληψη ενοποιεί γη και ουρανό. Ακολούθως, διερχόμενος με την ψυχή και το σώμα όλα τα αισθητά και τα νοητά ενοποιεί την σύμπασα κτιστή φύση «την προς το εν της όλης κτίσεως κατά τον εαυτής αρχικώτατον και καθολικότατον λόγον σύννευσιν δείξας εν εαυτώ παντελώς αδιαίρετον και αστασίαστον». Εν τέλει Ο Χριστός εμφανίζεται ενώπιον του Πατρός ως άνθρωπος, «έχοντας εκπληρώσει ως άνθρωπος αληθινά και έμπρακτα με απαράβατη υπακοή όσα προόρισε ο Θεός να γίνουν». (σελ. 182-3) Ο π. Νικόλαος σημειώνει ως έσχατο προορισμό και βουλή του Πατρός την καθολική ενοποίηση των πάντων, η οποία εκπληρώνεται από τον Χριστό. Το είναι συγκροτείται ως τέτοιο δια της κοινωνίας και εν τη κοινωνία των επί μέρους επί τα καθολικότερα και στην σύναψη των ρηγμάτων, ως πρόοδος της κοινωνικής ζωής των όντων μέχρι τον έναν «παντελώς αδιάκριτον λόγον» [τον καθολικότατον;] της κτίσεως. (σελ. 182)

Ο Άγιος Μάξιμος λέγει ακόμα ότι «πάντα γαρ κατά τον αληθή λόγον αλλήλοις συνεμπίπτει»∙ ταυτοποιούνται, δηλαδή όλα τα κτιστά «χωρίς ούτε το πιο ευτελές ανάμεσα στα όντα να εγκαταλείπεται … διότι όλα τα όντα τα οποία είναι διακεκριμένα μεταξύ τους με τις ιδιαίτερες διαφορές τους, ενώνονται και μέσω κάποιου γενικού λόγου της φύσεώς τους (γενικώ τινί λόγω της φύσεως) συνωθούνται προς το έν και ταυτόν» (σελ. 184) [ενοποίηση ως καθολικοποίηση και συνώθηση προς τον καθολικό λόγο, τον Χριστό] Στο επόμενο μέρος αυτής της σειράς θα δούμε πώς νοείται από τον Μάξιμο η κίνηση των όντων, το γιγνεσθαί τους κατά τους λόγους τους, ώστε να οδηγηθούν στην ενότητα με τον καθολικό Λόγο, τον Χριστό.

Εἰσαγωγὴ στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε


 

 Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε

Στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ μὲ μιὰ ὑψηλὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη, μιὰ μεγάλη σειρὰ ἀπὸ ὀντολογικὰ προβλήματα. Παρουσιάζοντας τὸ θεῖο σχέδιο ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, γιὰ νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν τελείωσή τους μέσα στὸ Θεό, ἑρμηνεύει τὶς πιὸ βασικὲς ἀπόψεις τῆς πραγματικότητας. Σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ κυρίως τοὺς θεολογικοὺς ὅρους καὶ τὸν ὀντολογικὸ χαρακτῆρα τῆς κίνησης τῶν πάντων πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ οὔτε αὐτοὶ οἱ ὅροι, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάστηκαν στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» σὰ σύνολο συστηματικό.

 Στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τὸν Υἱοῦ Θεοῦ» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει ἕνα ἀρκετὸ μέρος τοῦ ὑλικοῦ, ποὺ περιέχεται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», μὲ τὴ μορφὴ σύντομων ἀφορισμῶν. Ἀλλὰ οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο παρουσιάζεται τὸ ὑλικὸ σὲ πραγματικὴ καὶ λογικὴ συνέχεια.

Μιὰ μεγαλύτερη προσπάθεια νὰ παρουσιαστῆ ἡ πνευματικὴ ζωή, οἰκοδομημένη πάνω στὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις, ποὺ ἐξηγοῦνται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο στὸ ἔργο του «Εἰς τὴν Προσευχὴν τοῦ Πάτερ Ἡμῶν»’ πρὸς ἕνα φιλόχριστον Ἑρμηνεία Σύντομος», ἀλλὰ πιὸ πολὺ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον». Ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο τοῦτο ἔργο, ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει τὴ χριστιανικὴ πνευματικὴ ζωὴ σὰν ἕνα σύνολο ποὺ ὑψώνεται διαδοχικὰ ὥς τὴν τελειοποίησή του μέσα στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Ὅπως στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» καὶ στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας», ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει καὶ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον» αὐτὴ τὴν κίνηση σὰν φαινόμενο ἀτομικῆς ζωῆς καὶ σὰν οἰκουμενικὴ δυναμικὴ κίνηση, ποὺ ὁδηγεῖ ὅλο τὸν κόσμο σὲ ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Στὴ «Μυσταγωγία» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει συστηματικὰ αὐτὴ τὴν ἴδια ἐξύψωση τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ κόσμου πρὸς τὸ Θεό. Ὅμως σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔργο, περιγράφει τὴν ἐξύψωση μὲ πολὺ πιὸ περιληπτικὸ καὶ συγκεντρωμένο τρόπο.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, μὴν μπορῶντας ν’ ἁπλωθῆ στὴν ἀνάλυση τῶν διαφόρων στιγμῶν τῆς κίνησης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔκανε ἀνάγλυφη σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, μὲ τρόπο πιὸ ἔντονο καὶ καθαρό, τὴ διαδοχὴ τῶν βαθμίδων αὐτῆς τῆς ἀνάπτυξης, καὶ ἐπέμεινε λιγώτερο στὸν τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιτύχη τὴν κάθε πνευματικὴ βαθμίδα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ἔχομε ὅλη τὴν ἀνθρωπολογικὴ καὶ κοσμολογικὴ θεωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου σκιαγραφημένη σὲ πιὸ πυκνὴ μορφὴ καί, γι’ αὐτό, σ’ ἕνα σύνολο καθαρὸ στὶς γενικὲς γραμμές του

Μ’ αὐτὸ τὸ σκοπό, ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο νὰ ἔχουν σὰν πρότυπο τὴν Ἐκκλησία. Παρουσιάζει ἔτσι ἀνάγλυφα τὴν ἐξύψωση πρὸς τὸ Θεὸ σὰν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα καὶ ἡ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι οἱ δυὸ συντεταγμένες ὅλης τῆς κτιστῆς πραγματικότητας. Ὑπάρχει μιὰ ἀρχικὴ ἑνότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀναπτύσσεται μὲ τὴν κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τελειοποιεῖται σὰν ἑνότητα μέσα σ’ Αὐτόν. Ἡ ἀρχικὴ ἑνότητα εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἑνότητα μέσα στὸ Θεό, γιατί διαφορετικὰ δὲ θὰ ἦταν δυνατή. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μέσα στὸ Θεὸ ἑνότητα ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴν ὤθηση πρὸς μιὰ ἑνότητα ἀκόμη πιὸ ἔντονη ἀνάμεσα στὰ μέρη τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ κόσμου ἐν Θεῷ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουν αὐτὴ τὴν τελειοποιημένη ἑνότητα, τὰ μέρη ἔχουν τὴν κίνηση σὰν ἔμφυτη ἰδιότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑλκύει τὴν προσοχὴ τόσο στὴν ἑνότητα τῶν μερῶν, ὅσο καὶ στὰ μέρη ποὺ εἶναι ἑνωμένα μέσα στὴν ἑνότητα αὐτή

Ἡ διαφορὰ τῶν μερῶν καὶ ἡ ἑνότητά τους χαρακτηρίζουν τόσο τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μόνο ἂν ὑπάρχη σ’ αὐτὰ οὐσιαστικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ διαφοροποίηση ἀνάμεσα στὰ μέρη τους, τείνουν μὲ τὴν κίνησή τους πρὸς τὸ Θεὸ σὲ μιὰ ἕνωση ἤ , ἀκριβέστερα, σὲ μιὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη ἕνωση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ πρῶτα-πρῶτα τὴν ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Θεό. Ἀλλά, μιλῶντας γιὰ Θεό, βλέπει τὸ Θεὸ στὴν ἕνωσή του μὲ ὅλη τὴ δημιουργία. Κατὰ συνέπεια, κάνει μιὰ σύγκριση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνωση τῶν πιστῶν μὲ τὸ Θεό, καὶ τὴν ἕνωση ὅλης της δημιουργίας μὲ τὸ Θεό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος, σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη σύγκριση, ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θεὸ σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα μέσα στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸ ἴδιο νόημα, σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἀλλὰ δὲν ξεχωρίζει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὁλότητα τοῦ κόσμου, ὅπως δὲν ξεχωρίζει τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἐνεργητικὸ παράγοντα, ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν (κέφ. Α’). Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὴν πρώτη ἐξήγηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ τὸν κόσμο ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, δὲν ὑπάρχει μόνο ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μέρος τοῦ κόσμου, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸ ἀσκεῖται ἡ ἑνοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ πραγματικὸ μέρος τοῦ κόσμου σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν κίνησή της πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν. Μ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα ἡ Ἐκκλησία δέχτηκε τὴν κλήση νὰ διεισδύση σ’ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήση σὲ μιὰ πιὸ στενὴ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι μιὰ ἀποκατάσταση τῆς ἀρχικῆς ἕνωσης ποὺ ἐξασθένησε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

 Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέσα στοὺς κόλπους τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κι ὁ κόσμος εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ πράγματι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δυνάμει. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δένει τὰ μέρη τοῦ κόσμου μὲ μιὰ σχέση ἢ μιὰ συμπάθεια μεταξύ τους, ποὺ εἶναι ἔμφυτη σ’ αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ τὴ ρυθμίζει ἡ Πρόνοια• δένει καὶ τὰ μέρη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ χάρη, ποὺ ἰσχυροποιεῖ τὴ σχέση ἢ τὴ φυσικὴ στοργὴ ποὺ ἔχουν κι αὐτὰ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς δημιουργίας.(117) Γιατί πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία καὶ ἡ χάρις πού μᾶς ἔρχεται ἀπὸ Αὐτόν, περιλαμβάνονται στὸ ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας, σὰν κορυφαία πράξη στὸ ἔργο της. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιτείνουν στὸν ἅγιο Μάξιμο ὅτι ἡ χάρις εἶναι δωρεὰ ὁλοκληρωτικὰ ὑπερφυσική, ἐνῷ ἡ σχέση καὶ ἡ φυσικὴ στοργὴ ποὺ δένει τὰ μέρη τοῦ κόσμου μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἰδιότητα ποὺ ἀνήκει στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ὅμως ὁ ἅγιος Μάξιμος τονίζει ὅτι κι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μ’ αὐτὴ τὴ σχέση γίνεται ἀποτελεσματικὸς στὸν κόσμο, γιατί εἶναι «τὸ πᾶν ἐν πᾶσι»• «ὁ Θεὸς πάντα τῇ ἀπείρῳ δυνάμει ποιήσας… συνέχει καὶ συνάγει καὶ περιγράφει καὶ ἀλλήλοις καὶ ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει».(118) Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς χάριτος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πραγματοποιεῖται κάτω ἀπὸ τὴν ὤθηση τοῦ πόθου του γιὰ τὸ Θεό.(119) Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία πρὸς αὐτὴ τὴν ἑνοποιὸ κατεύθυνση, σὰ Θεὸς ἐνσαρκωμένος. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲ σημαίνει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του ἑνώθηκε πιὸ στενὰ μὲ τὴ δημιουργία καὶ ἦρθε στὸ ἐσώτατο βάθος της. Κι αὐτὸ γίνεται αἰσθητὸ ἀντικειμενικὰ ὄχι μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ διαχωρισμό, ἀλλὰ γιὰ ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δεμένος μὲ τὸ Θεό, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος, ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, δὲν ἔχει μόνο ὁμοιότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βάση σ’ αὐτόν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μιὰ ὄχι ἀναπτυγμένη, ὄχι πλήρως πραγματοποιημένη Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει ὅμως μέσα του τὴν Ἐκκλησία σὰν ζύμη ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήση νὰ ἀναπτυχθῆ ὥς τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πλήρως πραγματωμένη του κατάσταση. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἤδη σύγκριση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο τὸν ἑνωμένο μὲ τὸ Θεὸ βλέπουμε, ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ βλέπει τὴν Ἐκκλησία σὰν πραγματικότητα στατική, ἀλλὰ σὰν πραγματικότητα δυναμική. «Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τὰ αὐτὰ τῷ Θεῷ περὶ ἡμᾶς ὡς ἀρχετύπῳ εἰκὼν ἐνεργῶσα δειχθήσεται».(120)

 Ὁ ἑνιαῖος χαρακτῆρας, ὁ ἑνοποιὸς ρόλος καὶ τὸ δυναμικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἢ καλύτερα ὁ χαρακτῆρας τῆς αὐξανόμενης συμφωνίας ποὺ ἔχει, παρουσιάστηκαν ἀνάγλυφα ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο μὲ ἄλλο ἕνα τρόπο: Μὲ τὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας σὰν εἰκόνας τοῦ κόσμου ἰδωμένου καθ’ ἑαυτόν, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔχουν χαρακτῆρα ἑνιαῖο καὶ δυναμικὸ-ἑνοποιὸ (κέφ. II-V). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εἰκόνα τῶν τριῶν αὐτῶν, τόσο ἐπειδὴ ἔχει σὰν μέρη τὸ ναό, τὸν ἱερατικὸ χῶρο καὶ τὸ βωμό, ὅσο κι ἐπειδὴ τὰ μέρη της εἶναι ἑνωμένα, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ναὸς εἶναι ὁ ἱερατικὸς χῶρος, δυνάμει, γιατί τείνει πρὸς τὴν καθαγίαση, καὶ ὁ ἱερατικὸς χῶρος εἶναι ὁ πραγματοποιημένος ναός, ἐκεῖ ὅπου γίνεται ἡ ἀρχὴ τῆς πράξης τοῦ καθαγιασμοῦ στὸ ναό. Θεωρῶντας τὴν Ἐκκλησία σὰν εἰκόνα αὐτῶν τῶν τριῶν πραγματικοτήτων, ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ βλέπει πιὰ τὴν ἐκκλησία μὲ τὴν ἰδιότητά της σὰν γενικῆς κοινότητας τῶν πιστῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδιότητά της σὰν οἰκοδομήματος ὠργανωμένου μὲ ἕνα ὡρισμένο τρόπο. Ἀλλὰ βλέπονταςτὸ ναὸ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτόν, καὶ τὸν ἱερατικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ μένουν σ’ αὐτόν, ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὶς δύο ἔννοιες τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο, μονάχα ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία σὰν οἰκοδόμημα περιέχει τὴν Ἐκκλησία σὰν κοινότητα, διατηρεῖ ἕνα δυναμικὸ χαρακτῆρα, ἀκόμα κι ὅταν θεωρῆται σὰν κτίριο. Τὰ δύο μέρη τοῦ κόσμου, ποὺ μοιάζουν μὲ τὰ μέρη τῆς ἐκκλησίας, εἶναι τὸ πεδίο τῶν ὁρατῶν πραγματικοτήτων καὶ τὸ πεδίο τῶν νοητῶν ὄντων. Αὐτὰ τὰ δύο πεδία συνδέονται μεταξύ τους καὶ τείνουν μαζὶ πρὸς τὸ θεῖο μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπεράνω ἀπ’ αὐτά. Τὰ δύο μέρη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ποὺ δένονται μεταξὺ τους σὲ μιὰ ἑνότητα ποὺ τείνει πρὸς τὸ Θεό. Καὶ τὰ δυὸ ὅμοια μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ θεωρητικὸς νοῦς καὶ ὁ πρακτικὸς λόγος, δεμένα μεταξὺ τους σὲ μιὰ ἑνότητα καὶ σὲ μιὰ κίνηση πρὸς τὸ Θεό.

Τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο ὁ κόσμος ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζουν αὐτὴ τὴ διαφοροποίηση μέσα στὴν ἑνότητα καὶ παρασύρονται σὲ κίνηση πρὸς τὸ Θεό, δείχνει τὸν ἄνθρωπο σὰν κόσμο καὶ τὸν κόσμο σὰν ἄνθρωπο.

Μποροῦμε ἔτσι νὰ ποῦμε, πρῶτα-πρῶτα, ὅτι ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στὸ ἐσωτερικό τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας• καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία σὰν ἐντατικὴ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι ἡ πιὸ ἔντονη μορφὴ τῆς ἑνότητας καὶ τοῦ ἐνοποιοῦ δυναμισμοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἄνθρωπου.

Κατὰ συνέπειαν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος συμμετέχουν στὴν Ἐκκλησία, ὅταν τείνουν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν κατάσταση τοῦ ἀληθινοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι πραγματικότητα παράλληλη πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι μέσα στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, συμβάλλοντας στὴν ἕνωση καὶ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς κίνησής τους πρὸς τὸ Θεό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν παρὰ μόνο σὰν Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ ταυτόχρονα μ’ αὐτά, καὶ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ παρὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ ταυτόχρονα μ’ αὐτά.

Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὅτι ὥσπου ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποτελέσουν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τρόπο συνειδητό, δὲν ἔχουν συνείδηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα τους, ποὺ πραγματοποιεῖται ἀτελῶς οὔτε τῆς συμμετοχῆς τους στὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας

Μ’ ἕνα τέτοιο δυναμικὸ χαρακτῆρα δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνωμε τὴν Ἐκκλησία σὰν οἰκοδόμημα, κοινότητα καὶ Λειτουργία. Γιατί ἡ Λειτουργία δὲν εἶναι παρὰ ἡ κίνηση ἀνόδου τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τῆς τελειοποίησης τῆς ἑνότητάς της μέσα σ’ Αὐτόν. Κατὰ συνέπειαν, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ χωρὶς τὴ Λειτουργία, ποὺ εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῆς κίνησης τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἡ Λειτουργία, χωρὶς τὴν Ἐκκλησία, σὰν πνευματικὸ καὶ ὁρατὸ χῶρο ποὺ στὴν ἔκτασή του τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ σὰν κοινοτικὴ προϋπόθεση τῆς Λειτουργίας. Σὰν τέτοια, ἡ Ἐκκλησία περιέχεται στὴ Λειτουργία καὶ ἡ Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία. Δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε μιὰ λειτουργικὴ κίνηση, παρὰ σ’ ἕνα χῶρο προσανατολισμένο πρὸς τὸ ὑπερβατικὸ θεῖο ὕψος καὶ σὰν κίνηση μιᾶς κοινοτικῆς προϋπόθεσης προσανατολισμένης σ’ αὐτἠ τὴν κατεύθυνση• καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε ἕνα τέτοιο χῶρο καὶ μιὰ τέτοια κοινοτικὴ προϋπόθεση στὸ πλαίσιό τους, στερημένα ἀπὸ τὴν κίνηση ποὺ περιέχεται σ’αὐτά

Ὅμως, ἂν ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ πραγματοποιημένη κίνηση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἂν αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι ἐπίσης γνώρισμα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἔπρεπε ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης νὰ εἶναι εἰκόνα μιᾶς λειτουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου

Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος, μιλῶντας γιὰ τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τὴν παρουσιάζει πιὰ κατ’ εὐθεῖαν αὐτὴ σὰν εἰκόνα (ἢ σὰν πρότυπο) μιᾶς κοσμικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς λειτουργίας.(121) Ὁ δισταγμὸς αὐτὸς τοῦ ἁγίου Μαξίμου νὰ θεωρήση τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας σὰν εἰκόνα (ἢ πρότυπο) μιᾶς κοσμικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς λειτουργίας, μᾶς φανερώνει σ’ αὐτὸν μιὰ σκέψη πιὸ διαλεκτικὴ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.

 Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορῆ νὰ ὑπάρχη χωρὶς τὴ Λειτουργία, θὰ ἔπρεπε ἡ Λειτουργία ποὺ γίνεται στὴν Ἐκκλησία ν’ ἀποτελῆ εἰκόνα (ἢ πρότυπο) μιᾶς λειτουργίας, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸν κόσμο καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ εἰκόνα (ἢ ἕνα πρότυπο) τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας δὲ θὰ ἦταν παρὰ ἕνας δυναμικὸς τύπος τῆς Λειτουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ λειτουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου μιὰ συμμετοχή, κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴ Λειτουργία κατὰ κυριολεξία.

 Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μὲ δεδομένα, πρῶτον, ὅτι ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πραγμάτωση τῆς ἐκκλησίας ἢ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου σὰν Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δεύτερον ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ πλήρης πραγμάτωση σὰν Ἐκκλησίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν δηλωμένο μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀποφεύγει νὰ δηλώση ὅτι μέσα στὸν κόσμο ἤ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν δηλωμένα μέρη τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖται Λειτουργία.

 Ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκκλησίες, σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας μιὰ διάταξη τῶν μερῶν τους ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία, διάταξη ποὺ τὰ διεγείρει νὰ ἀνέβουν πρὸς τὸ Θεό, ὅπως πρὸς ἕνα βωμό. Ὁ Θεὸς κρατεῖ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες (τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο) σὲ ἑνότητα καὶ μέσα σ’ ἐκείνη τὴ διάταξη τῶν μερῶν πού, δοσμένη σ’ αὐτὲς μὲ τὴ δημιουργία, τοὺς δίνει πάντοτε τὴ δυνατότητα καὶ τὶς ὑποκινεῖ στὸ ἀνέβασμά τους. Ἀκόμα πιὸ πολύ, αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες προσφέρουν μιὰ βάση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ καθεαυτοῦ νόημά της. Ἔτσι ὁ Θεός, μὲ τὴν ἰδιότητά τους τῆς ἐκκλησίας, τὶς κρατεῖ καὶ σὰν χῶρο τῆς Λειτουργίας καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ καθεαυτοῦ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὶς χρησιμοποιήση σὰν ἕνα τέτοιο χῶρο.

Ὅμως ἡ κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ ἢ ἡ καθεαυτοῦ Λειτουργία δὲν πραγματοποιεῖται στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο μένουν ἔξω ἀπὸ τὴν καθεαυτοῦ Ἐκκλησία. Γιὰ τοῦτο ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἔμειναν μέσα στὸν ἑαυτό τους, δὲν πραγματοποιοῦν μὲ πληρότητα τὸ χαρακτῆρα τους τῆς ἐκκλησίας. Δὲν ξεπέφτουν, οὐσιαστικά, ἀπὸ αὐτὸ τὸ χαρακτήρα• διατηροῦν ἀκόμα καὶ τὴ φυσική τους κίνηση, ἐμφυτευμένη καὶ ὑποστηριγμένη σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ὑψώνωνται στὸ Θεό, καὶ ἡ ὁποία γενικὰ πραγματοποιεῖται πάντα σὲ σκοπούς, ποὺ θεωροῦνται σὰν καταστάσεις πιὸ ὑψηλές. Κι ὅμως, αὐτὴ ἡ κίνηση δὲν προχωρεῖ πάντα ἐνσυνείδητα πρὸς τὸ Θεό, ποὺ ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς σκοποὺς ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ρητὰ καὶ συνειδητὰ μέρος τῆς Ἐκκλησίας, προορίζονται γιὰ μιὰ Λειτουργία ποὺ δὲν πραγματοποιεῖται ἀκόμα, ἀλλὰ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀρχίση νὰ πραγματοποιῆται κάθε στιγμή• γιὰ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τοὺς περιμένει κάθε στιγμὴ νὰ μποῦν στὴν κίνησή της, μέσα στὴν ὁποία ἡ κίνησή τους θὰ μποροῦσε νὰ δεχθῆ ἕνα καθορισμὸ τῆς κατεύθυνσής της.

Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τὴ φυσικὴ κίνηση τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ λειτουργική της κίνηση κι ἔτσι ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι προσφέρουν τὴ συμβολή τους στὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ποὺ προσκομίζονται στὸ Θεὸ κατὰ τὴ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δύναμη τοῦ ὕμνου τῶν πιστῶν, αὐξάνουν στὸν κόσμο, ἀπὸ τὴ συμβολὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων

Ἔπειτα, ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ σαφῆ τρόπο καὶ δὲ βρίσκονται ἀκόμα ἀπ’ εὐθείας μέσα στὴν κίνηση τῆς Λειτουργίας τῆς ἐκκλησίας, διατηροῦν κι ἔτσι ἀκόμα τὸ χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησίας. Ἂν στεροῦνταν καθ’ ὁλοκληρία τὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, δὲ θὰ εἶχαν πιὰ τὴν φυσικὴ ἑνότητα καὶ γενικὰ τὴν κίνηση πρὸς κάτι ὅλο καὶ πιὸ ὑψηλό, ἑνότητα καὶ κίνηση ποὺ μέσα σ’ αὐτὲς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σὰν Δημιουργὸς καὶ Θεία Πρόνοια παρουσιάζεται καὶ ἐνεργεῖ. Ἀλλὰ αὐτὰ δὲν εἶναι ἡ τέλεια πραγματωμένη Ἐκκλησία, γιατί δὲν πραγματώνεται ἀκόμα σ’ αὐτὰ ἡ Λειτουργία καὶ δὲν ἐμπλέκονται ἀκόμα στὴ λειτουργικὴ κίνηση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο δὲν εἶναι μόνο ἢ καθεαυτοῦ Λειτουργία, ἀλλὰ ὅλη ἡ κίνηση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ σκέψη τους καὶ τὴν ἐνεργητικότητὰ τους πρὸς τὸ Θεό.

 Ἀποτελοῦν ἐκκλησία, ἔστω κι ἂν μένουν στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας τῆς τέλεια πραγματωμένης, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν τελεῖται ἡ Λειτουργία. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι, ὑπάρχει ἐκκλησία, γιατί αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἡ Ἐκκλησία δυνάμει, ὅμως δὲν ἔχουν ἀνακαλύψει ἀκόμα τὸν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτῆρα καὶ κατὰ συνέπεια δὲν τὸν ἔχουν πραγματώσει μὲ πλήρη προσήλωση στὸ Θεό, σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ἡ φύση τους. Εἶναι ἀκόμα ἔξω ἀπὸ τὴν καθεαυτοῦ Ἐκκλησία, εἶναι ὅμως ταυτόχρονα δυνάμει μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι μιὰ ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε. Ἡ ἐκκλησία εἶναι μέσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὁ Θεὸς παραμένει σὲ σύνδεσμο μαζί τους, ὅπως παραμένει καὶ μέσα στὸ μεταξὺ τοὺς σύνδεσμο. Μ’ αὐτὴ τους τὴν ἰδιότητα, βρίσκονται στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀνακαλύφθηκε καὶ πραγματώθηκε γιὰ ἄλλους καὶ στὶς πύλες τῆς ἐκκλησίας ποὺ γι’ αὐτοὺς δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε ἀκόμα, ποὺ περιμένει ὅμως νὰ ἀνακαλυφθῆ καὶ νὰ πραγματωθῆ• καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἡ Ἐκκλησία διεγείρει τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἐκκλησία ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ πραγματώσουν, εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ μερικοὶ ἔχουν ἀνακαλύψει καὶ πραγματώσει. Δὲν μποροῦν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς πύλες αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀνακαλύφθηκε γιὰ μερικούς, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ποὺ παρέμεινε γι’ αὐτοὺς καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς ἀνανακάλυπτη.

 Βρίσκονται, γιὰ τοῦτο, ἀπὸ τὴ μιὰ, σὲ σχέση θετική, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ σχέση ἀρνητικὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ζωή τους δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση καὶ δὲν μποροῦν νὰ ρυθμίσουν τὴ ζωή τους χωρὶς αὐτὴ τὴ σχέση. Ἀκόμα κι ὅταν τονίζουν, συνειδητά, τὴν ἀρνητική τους σχέση ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ βγοῦν ἀπ’ αὐτὴ τὴ σχέση. Ὁ σημερινὸς κόσμος, ποὺ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἀσχολεῖται πιὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε κἄν μὲ τρόπο ἀρνητικό, εἶναι ὡστόσο τρομαγμένος ἀπὸ τὸ κενό, ποὺ ἄφησε ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἀπουσία της ἀπὸ τὶς ἀσχολίες τους, κι αὐτὸς ὁ κόσμος ζητεῖ νὰ διαπεράση αὐτὸ τὸ κενό, γιὰ νὰ φτάση σὲ μιὰ κίνηση προικισμένη μὲ κάποιο νόημα, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία. Μ’ αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο παραμένει μολαταῦτα ἡ ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀνακαλύφθηκε καὶ δὲν πραγματώθηκε ἢ ἡ ἐκκλησία ποὺ εἶναι «κεκαλυμμένη», ἀλλὰ ποὺ γίνεται αἰσθητὴ σὰν μιὰ «ἀποῦσα παρουσία».

Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀνακάλυψαν μέσα τους τὴν ἐκκλησία, δὲν τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί δὲ συμμετέχουν ἀκόμα στὴ Λειτουργία, ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς πραγματωμένης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ὅσο παραμένουν στὶς πύλες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση, παραμένουν καὶ σὲ μιὰ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ σχέση μὲ τὴ Λειτουργία της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ὁ ἅγιος Μάξιμος, μέσα στὴν καθολικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ σημασιολόγηση ποὺ δίνει στὴ Λειτουργία, τοὺς θέτει κι αὐτοὺς σὲ σχέση μὲ τὴ Λειτουργία• δείχνει δηλαδὴ ὅτι καὶ ὁ δικός τους προορισμὸς καθορίζεται σὲ σχέση πρὸς τὴ Λειτουργία. Ἀφοῦ ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι τόσο σκληρή, θὰ μποροῦσε νὰ φανῆ ὅτι ἡ Λειτουργία εἶναι θέμα τῆς Ἐκκλησίας μόνο καὶ ὅτι, κατὰ συνέπειαν, ὅσοι δὲν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἐκκλησίας μὲ σαφῆ τρόπο, δὲ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς Λειτουργίας. Ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ δείξη ὅτι ὅλοι, ὅσοι δὲν ἔλαβαν μέρος στὴ Λειτουργία, δὲ θὰ λάβουν μέρος οὔτε στὰ ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας Λειτουργίας, κι αὐτὴ ἡ καταδίκη ποὺ θὰ ὑποστοῦν συμβολίζεται μὲ πράξεις ποὺ πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπειαν, ἡ ἐπίγεια Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται καὶ σ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἐπίκληση καὶ τὴν ἀγγελία τῆς καθολικῆς κρίσης, ἔτσι ὅπως κι αὐτοὶ ἀναφέρονται σ’ αὐτὴν ἔστω καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτήν. Ἡ ἐπίγεια καὶ αἰώνια ζωή τους δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῆ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀρνητικὴ ἀναφορὰ στὴ Λειτουργία. Τόσο αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ Λειτουργία, δείχνουν συνεπῶς ὅτι καὶ αὐτοὶ προορίζονται γιὰ τὴ Λειτουργία καὶ ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία ὁ προορισμός τους δὲν ὁλοκληρώνεται ὅπως πρέπει. Ἡ Λειτουργία εἶναι γι’ αὐτοὺς μιὰ «ἀποῦσα παρουσία» καὶ καθορίζει τὸν προορισμὸ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας• τὸν προορισμὸ μερικῶν μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, ἄλλων μὲ θετικὸ τρόπο, γιατί ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθῆ θετικὰ ὁ προορισμὸς τῆς ἀνθρωπότητας. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁλόκληρος ὁ κόσμος προορίζεται νὰ ἀποτελῆ μιὰ Λειτουργία κι αὐτοὶ ποὺ ἢ δὲ θέλουν νὰ ὑψωθοῦν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἢ ξεπέφτουν ἀπὸ αὐτή, μένουν ἔξω ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ προορισμοῦ τους. Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅπως εἴπαμε, δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ πραγματοποιεῖται σὰν ἱερὴ ἀκολουθία μέσα στὸ κτίριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὸ γενικὸ ἀνέβασμα πρὸς τὸ Θεὸ πρὸς μιὰ ἕνωση πάντα πιὸ μεγάλη μέσα σ’ Αὐτόν, γιὰ τὴν ὁποία προορίζεται ὅλος ὁ κόσμος. Ἀλλὰ μποροῦμε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ παρουσιάσωμε ἀνάγλυφο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι δεμένος κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴ Λειτουργία, ἀκόμα κι ἂν δὲ συμμετέχη ὡλοκληρωμένα σ’ αὐτήν.

Μὲ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός, ὅτι ὁδηγεῖ ὅλη τὴν κοινότητα σὲ μιὰ τέλεια ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὑπεράνω τοῦ κόσμου, ἡ Λειτουργία ἀποκαλύπτει τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τῆς ἱστορίας ὅλου τοῦ κόσμου καὶ διατηρεῖ τὴν τάση τῆς ἱστορίας πρὸς τὸ τέλος της μέσα στὸ Θεό. Καὶ στοὺς πιστοὺς διατηρεῖ τὴ συνείδηση αὐτῆς τῆς τάσης

Κατὰ συνέπειαν, ἀπὸ τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ἡ Λειτουργία ἀποκτᾶ ἀξιόλογο νόημα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἀποκαλύπτει ἕνα ἀνάλογο νόημα τῆς ἱστορίας, παρουσιάζοντάς την σὰν κίνηση πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ μοιάζει μὲ τὴ Λειτουργία, ἔστω κι ἂν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συμμετέχουν στὴν ἱστορία, δὲν ἔχουν συνείδηση αὐτοΰ τοῦ γεγονότος καὶ δὲ διανύουν τὸ δρόμο τους πρὸς τὸ Τέλος σὰν δρόμο πρὸς τὸ Θεό, ἑπομένως σὰν ἕνα δρόμο καθαυτὸ λειτουργικό. Μ’ ἄλλα λόγια, ὅλη ἡ ἱστορία συμμετέχει στὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος καὶ ἡ κίνηση πάνω σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ἐμφυτεύθηκε σ’ ὅλους καὶ ἐνισχύεται ἀπὀ τὸ Θεό. Κι αὐτη ἡ κίνηση προορίζεται νὰ ὁδήγηση στὸ Θεό. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, δὲ βαδίζουν ὅλοι πάνω σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεό, ἀφοῦ δὲ θέλουν νὰ βαδίσουν πρὸς Αὐτόν. Ὅλοι, ὅμως, πρέπει νὰ κάνουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος, γιατί πρέπει νὰ τὸν κάνη ὅλος ὁ κόσμος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅλοι συμμετέχουν στὴν πραγματοποίηση τῆς λειτουργικῆς κίνησης πρὸς τὸ Θεό, ποὺ βρίσκεται στὸτέλος τοῦ δρόμου. Ἀλλὰ δὲ βρίσκουν ὅλοι τὸ Θεὸ στὸ τέλος τοῦ δρόμου, γιατὶ δὲν ἐπῆραν ὅλοι μέρος σ’αὐτό τὸ δρόμο μὲ τὴ συνείδηση ὅτι ὁδηγεῖ στὸ Θεό, καὶ δὲν εἶναι ἔτσι προετοιμασμένοι γιὰ τὴ συνάντησή τους μὲ τὸ Θεό. Ὅλοι ἀναλίσκουν τὴ ζωή τους μὲ τὴν ἔμφυτη στὴ ζωὴ αὐτὴ κίνηση, δὲν ἔχουν ὅμως χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴν κινητήρια δύναμη, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό, τὸ ὑπέρτατο ἄστρο τῆς ὕπαρξης.

Αὐτὴ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ βαδίσωμε πρὸς τὸ Τέλος καὶ συνάμα τὴ δυνατότητα, φθάνοντας στὸ Τέλος αὐτό, νὰ καταλήξωμε ἤ νὰ μὴν καταλήξωμε στὸ Θεό, μᾶς ἔδειξε ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ τὴν ἀσκητικὴ-μυστικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας, συνδυασμένη μὲ τὴν γενικὴ-ἐσχατολογικὴ ἐξήγηση.

Μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας, ὁ ἅγιος Μάξιμος δίνει ἀνάγλυφη τὴν πρόοδο τούτων πρὸς τὸ Θεὸ κι ἐκείνων πρὸς τὸν ἀποχωρισμό τους ἀπὸ τοὺς δικαίους: «Ἡ δὲ τοῦ ἀρχιερέως ἀπὸ τοῦ θρόνου κατάβασις καὶ ἡ τῶν κατηχουμένων ἐκβολὴ γενικῶς μὲν τὴν ἀπ’ οὐρανοῦ δευτέραν τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίαν καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων ἀφορισμὸν τῶν ἁμαρτωλῶν».(122)

Καὶ μὲ τὴ μυστικὴ ἐξήγηση, ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει τὴν ἀνύψωση τῶν διαφόρων κατηγοριῶν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὶς βαθμίδες ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν κατάστασή τους. Ἂν στὴ γενικὴ λειτουργικὴ ἐξύψωση ἐνεργοῦν παράλληλα διάφορες ἐξυψώσεις, μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε— καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸ προσδιορίζει συνδυάζοντας τὴν ἐσχατολογικὴ μὲ τὴ μυστικὴ ἐξήγηση τῆς Λειτουργίας— καὶ μιὰ σύγχρονη κίνηση πρὸς τὸ Τέλος αὐτῶν πού, φτάνοντας σ’ αὐτὸ τὸ τέλος, καταλήγουν στὸ Θεὸ καὶ αὐτῶν ποὺ στὸ τέλος καταλήγουν σ’ ἕνα αἰώνιο κενό. Κι αὐτό, ἐπειδὴ μένουν, ἔχοντας χάσει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν πίστη τους, ἔξω ἀπὸ τὴ Λειτουργία, ἀλλὰ κατὰ κάποιο ἄλλο τρόπο εἶναι δεμένοι στὴ λειτουργικὴ κίνηση μὲ τὴ φυσική τους κίνηση. Γιατί ἡ λειτουργικὴ κίνηση δὲν ἐκμηδενίζει τὴ φυσικὴ κίνηση, τὴν κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἀλλὰ τὴν προσδιορίζει σὰν κίνηση πρὸς τὸ Θεό, κατὰ τέτοιο τρόπο ποὺ μένει ἀδιαχώριστη ἀπὸ τὴ φυσικὴ —ἢ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη κίνηση. Ἔτσι ἡ λειτουργικὴ κίνηση ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἡ φυσική —ἤ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κοσμικὴ καὶ ἀνθρώπινη κίνηση ἀπὸ τὸ ἄλλο, ποὺ δὲν ἐνσωματώθηκε μὲ σαφήνεια μέσα στὴν Ἐκκλησία, μποροῦν νὰ καταλήξουν, ταυτόχρονα καὶ δεμένες μεταξὺ τους κατὰ τὴν προχώρησή τους, ἡ μία στὸ Θεό, ἡ ἄλλη σ’ ἕνα τέλος ἄδειο ἀπὸ Θεό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν ἀσχολεῖται μὲ σαφῆ τρόπο μὲ τὴν πρόοδο ἢ τοὺς σταθμοὺς τῆς φυσικῆς —ἢ διεφθαρμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία— κίνησης τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἢ καλύτερα τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ δὲν εἰσῆλθε στὴν Ἐκκλησία. Ὡστόσο, ὁ φυσικὸς κόσμος ἔχει ὁδηγηθῆ κι αὐτὸς στὴ μεταμόρφωσή του μὲ τὴ λειτουργικὴ κίνηση. Δείχνοντας ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ φυσικὴ ἢ διεφθαρμένη κίνηση φτάνει κι αὐτὴ στὸ Τέλος, ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει, ὑπονοῶντας τὸ μὲ σαφήνεια, ἕνα εἶδος προόδου αὐτῆς τῆς κίνησης πρὸς τὸ Τέλος. Αὐτό μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες σκέψεις

Σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας, σὲ κάθε βαθμίδα τῆς λειτουργικῆς ἀνύψωσης, κινοῦνται σύγχρονα οἱ τρεῖς γενικὲς κατηγορίες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας: οἱ πιστοί, οἱ ἀγωνιστὲς τῶν ἀρετῶν (οἱ πρακτικοί), οἱ θεωρητικοί. Ὅμως αὐτὲς οἱ τρεῖς κατηγορίες δὲν ἐπαναλαμβάνουν σὲ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας μὲ ἀπόλυτα ὁμοιόμορφο τρόπο τὴν ἀνύψωση ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ παρελθόν, ἀλλὰ μέσα στὴν περιοχὴ τῆς πίστης, μέσα στὸ σύστημα καὶ τὴ σημασία τῶν ἀρετῶν, μέσα στὴν ἐμπειρία τῆς θεωρίας, γίνονται αἰσθητὰ τὰ προβλήματα τῆς ἀντίστοιχης περιόδου τῆς ἱστορίας, τὰ διανοητικά, καλλιτεχνικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ δεδομένα, οἱ συσσωρευμένες ἀπὸ τὴν ἱστορία ἐμπειρίες. Διαφορετικά, ἡ λειτουργικὴ ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ δὲ θὰ ἦταν γενικὴ καὶ συνεχὴς ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο μιὰ ἐπανάληψη ταυτόσημη μὲ τὴν ἴδια ἀνύψωση, ποὺ πέτυχαν τὴν πρώτη φορὰ οἱ τρεῖς κατηγορίες τῶν μελῶν της. Ὅμως αὐτὸ σημαίνει ἕνα εἶδος προόδου ἐπίσης τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀποτελοῦν σαφῶς μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν ὁμιλεῖ οὔτε γιὰ τὴ γενικὴ πρόοδο τοῦ κόσμου, οὔτε γιὰ τὴ γενικὴ ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴ διαδρομή τους πρὸς τὸ Τέλος ἢ πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ἁπλᾶ καὶ μόνο γιὰ τὸ Τέλος, ἢ γιὰ τὸ Τέλος μέσα στὸ Θεὸ αὐτοῦ τοῦ δρόμου, δὲ σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ προχώρηση ἢ αὐτὴ ἡ ἀνύψωση —ἢ οἱ σταθμοί τους— δὲν περιέχονται στὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἕνας δρόμος καὶ ἕνα Τέλος τοῦ δρόμου, ὑπάρχει, καὶ μιὰ προχώρηση πρὸς τὸ Τέλος, ποὺ χαρακτηρίζεται, ἀπὸ σταθμούς, ἕνα εἶδος προετοιμασίας αὐτῶν ποὺ βαδίζουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Τέλος, μιὰ ἐσωτερικὴ καὶ ὀντολογικὴ προσέγγιση τοῦ Τέλους.

Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἔλειπε ἡ ἀντίληψη μιᾶς ἀνάπτυξης τῆς ἱστορίας, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἒχη βοηθήσει στὸ νὰ σκιαγραφήση μὲ τοὺς σταθμοὺς της αὐτὴ τὴν ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ αὐτὴ τὴν ταυτόχρονη προχώρηση ἑνὸς μέρους τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς ἕνα ἁπλὸ Τέλος. Ἀλλὰ σήμερα, ἔχουμε τὴ δυνατότητα γιὰ μιὰ τέτοια ἀντίληψη τῆς ἱστορίας καὶ γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ὅλων τῶν ἀντιλήψεων, ποὺ ὑπάρχουν ἀνανάπτυκτες στὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ τῆς πορείας τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ κόσμου, κατὰ ἕνα μέρος κοινὴ μὲ τὴ λειτουργικὴ κίνηση, κατὰ ἄλλο διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ κίνηση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προϋποθέτουν ὅμως, κατὰ κάποιο τρόπο, αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ ἐκκλησιαστικὴ κίνηση, μᾶς δείχνει πάλι μιὰ κάποια συμμετοχὴ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς.

 

Εἰσαγωγὴ* στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, 1997

 

Η αρετή κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή 26 Απριλίου 2023 Μιχάλης Κουτσός, Φιλόλογος – Συγγραφέας

 


(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=370975)

 

Ο Άγ. Μάξιμος (560-662 μ.Χ.) είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με πλούσια κοινωνική ζωή αλλά και συγγραφική δραστηριότητα. Οι θεολογικές του απόψεις θεωρούνται απόλυτα έγκυρες και απόλυτα αντιπροσωπευτικές του ορθοδόξου δόγματος.  Έχει συγγράψει πλήθος συγγραμμάτων και έχει αποσαφηνίσει πολύ δύσκολα σημεία της πίστης μας. Έχει πάρει σαφείς θέσεις σε καίρια σημεία της πίστης μας, ώστε να είναι σήμερα σημείο αναφοράς όχι μόνο των θεολογικών σπουδών αλλά και κάθε σκεπτόμενου προσώπου.  

 Υποστήριξε για παράδειγμα πολύ πιο μπροστά από τον Γρηγόριο τον Παλαμά ότι η θεία ουσία είναι απρόσιτη στη γνωστική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και ο ανθρώπινος νους είναι δυνατόν να έλθει σε γνώση του Θεού μόνο μέσω των ενεργειών Του, εισάγοντας  ουσιαστικά την άποψη περί κτιστού και ακτίστου κόσμου.

Η αμαρτία κατά το Μάξιμο είναι κατεξοχήν διαστροφή και εσφαλμένη θέληση. Το κακό είναι απομάκρυνση από το Θεό (Ων) και αποτελεί στροφή προς την ανυπαρξία (μη Ων). Έτσι και το πάθος είναι αρρώστια της θέλησης, απώλεια και περιορισμός της ελευθερίας, ανικανότητα του λογικού να ελέγχει τις δυνάμεις της ψυχής και τελικά υποταγή στις ζωώδεις και στοιχειώδεις δυνάμεις της φύσης του. Ο άνθρωπος περνά στην άγνοια και μέσω αυτής στη λήθη του θεού.

     Η  αρετή κατά τον Μάξιμο βρίσκεται στο θέλημα του θεού, το οποίο  περιλαμβάνει όλες τις αρετές. Η αρετή του ανθρώπου είναι η κατά φύση κίνησή του. Είναι η κίνησή του προς το Θεό ή ακριβέστερα η σχέση του με τον Θεό, διότι  αιτία όλων των αρετών είναι ο Θεός.

  Η βίωση της αρετής, είτε ως δωρεά του θεού είτε ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας, σημαίνει ταυτόχρονη μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες  του θεού, δηλαδή στην μέθεξη.  Η αρετή δεν απαιτεί υπερφυσικές δυνάμεις. Αν ο άνθρωπος παραμείνει στην κατά φύση κατάσταση, παραμένει και στην αρετή. Ενώ  όμως ο άνθρωπος έχει φυσική την αρετή μέσα του από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του,  κρίνεται και η κατάκτησή της στην πράξη, κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μέσα από επίπονη και επίμονη προσπάθεια.

 Οι τέσσερις αρετές κατά τον άγιο Μάξιμο

Οι τέσσερις γενικές αρετές, δηλαδή η φρόνηση, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, για τον άγιο Μάξιμο έχουν ανθρωπολογικό περιεχόμενο.   Ο άγιος Μάξιμος δίνει στη δικαιοσύνη τα χαρακτηριστικά της ζωτικής δύναμης της ψυχής, ορίζοντάς την κατά κάποιο τρόπο ρυθμιστή των κινήσεων των υπολοίπων αρετών. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης όταν παρουσιάζει τη δικαιοσύνη ως πολιτική αρετή με υποχρεωτικό χαρακτήρα και ως έκφραση θέλησης της κρατικής εξουσίας, τότε υπάρχει εξαναγκασμός.

          Ο άγιος Μάξιμος στην διαπραγμάτευση των αρετών εμφανίζεται ως πλήρης γνώστης της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Αναφέρεται στα τέσσερα βασικά στοιχεία του κόσμου αλλά δίνει διαφορετική ερμηνεία από ό,τι οι αρχαίοι φιλόσοφοι.

 Ο Ηράκλειτος πίστευε πως το πυρ είναι το πρωταρχικό στοιχείο απ΄ όπου προήλθαν τα πάντα. Ο Θαλής θεωρούσε ότι τα πάντα προήλθαν από το ύδωρ, ο Αναξιμένης πίστευε τον αέρα ως πρωταρχικό στοιχείο. Ο Εμπεδοκλής τέλος πρότεινε   ως πρωταρχικά στοιχεία και τα τέσσερα στοιχεία, τη γη, τον αέρα, το πυρ και το ύδωρ».  Ο αιθέρας για τον Αριστοτέλη είναι το πέμπτο στοιχείο της φύσης, η «πεμπτουσία», από το οποίο αποτελούνται οι σφαίρες που μεταφέρουν τους πλανήτες, τον ήλιο και τη σελήνη στο αριστοτελικό σύμπαν.

Ο άγιος  Μάξιμος   συνδέει τις αρετές του νοητού κόσμου με τα συστατικά στοιχεία του  αισθητού κόσμου.  Με αυτή την αντιστοίχιση αυτή δηλώνει τον ανθρωπολογικό χαρακτήρας των αρετών. Όπως τα τέσσερα στοιχεία συγκροτούν τον αισθητό κόσμο, έτσι και οι αρετές αυτές συγκροτούν τον νοητό κόσμο, στην ουσία περιγράφουν τον άνθρωπο και συνθέτουν τη φύση του.

Ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι ο αέρας, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η ανδρεία, ως έξη ικανή να κινεί, να συνέχει και να δραστηριοποιεί την έμφυτη πνευματική ζωή  Ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι το νερό, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η σωφροσύνη, ως έξη που προκαλεί τη ζωτική γονιμότητα του πνεύματος και γεννά την αέναη ερωτική γοητεία της επιθυμίας από το θεό. Ό,τι στον αισθητό κόσμο είναι η γη, αυτό στον κόσμο της διάνοιας είναι η δικαιοσύνη, ως έξη που γεννά όλους τους λόγους των όντων σύμφωνα με το είδος τους και απονέμει με ισότητα στο καθένα τα πνευματικά δώρα της ζωής. Η σειρά προτεραιότητας στην αναφορά των αρετών  έχει ιδιαίτερη σημασία:  Πρώτη έρχεται η φρόνηση  ύστερα η ανδρεία  έπειτα η σωφροσύνη  και  τελευταία η δικαιοσύνη, η οποία όμως συμβάλλει στην εσωτερική αρμονία της ψυχής.

Ακόμη ο Μάξιμος, βασιζόμενος πάντα στο διαχωρισμό αισθητού και νοητού κόσμου, παρουσιάζει την αντιστοίχιση των τεσσάρων αρετών και με τις δυνάμεις της ψυχής αλλά και η κάθε δύναμη της ψυχής αντιστοιχεί σε μία από τις πέντε αισθήσεις.

Στη νοητική και στη λογική δύναμη αντιστοιχεί η οπτική αίσθηση και η ακουστική και η αρετή της είναι η φρόνηση,   στη θυμική  αντιστοιχεί η οσφραντική και η αρετή της  είναι η ανδρεία, στην επιθυμητική αντιστοιχεί η γευστική και η αρετή της  είναι η σωφροσύνη και στη ζωτική αντιστοιχεί η απτική και η αρετή της είναι η δικαιοσύνη.

 Οι τέσσερις γενικές αρετές έρχονται να συνδεθούν και να συμπληρώσουν τις κατά φύσιν λειτουργίες της ψυχής.

Η φρόνηση ως αρετή προστατεύει από οποιαδήποτε απόκλιση από τη φυσική πορεία ή από οποιουδήποτε είδους ακρότητα και συνιστά πάντοτε θα λέγαμε τη μέση οδό  στην αναζήτηση του ίδιου του Θεού.

 Η ανδρεία, κατά φύσιν χαρακτηριστικό και απαραίτητο εφόδιο της θυμικής δύναμης της ψυχής, είναι η αρετή που κατά τρόπο αναπόσπαστο θα πρέπει να συνοδεύει κάθε αγώνα της ψυχής για την κατάκτηση της γνώσης, μέσω της αντιμετώπισης όλων των αντιξοοτήτων και δυσκολιών που προϋποθέτει ένας  τέτοιος αγώνας εναντίων των πειρασμών και των ποικίλων εμπαθών καταστάσεων. Η ανδρεία πέρα από τη γενναιότητα, το θάρρος, διαθέτει ως χαρακτηριστικά την επιμονή και την υπομονή, οι οποίες βοηθούν έτσι ώστε ο αγώνας να συνεχίσει να υφίσταται πάντοτε με την ίδια ένταση.

Η σωφροσύνη είναι η αρετή που φέρει ως βασικό της χαρακτηριστικό την εγκράτεια. Αυτή   βοηθά τον άνθρωπο να αναχαιτίζει τον πόθο για την κατάκτηση οποιασδήποτε ηδονής ξένης και να την οδηγεί προς τον κατά φύσιν πόθο, την ένωση δηλαδή με το Θεό.

Η δικαιοσύνη αντιστοιχεί στη ζωτική δύναμη της ψυχής. Ο Μάξιμος την ορίζει ως απονομή της ανάλογης αξίας του  καθενός και άρα αποτελεί το φυσικό κριτήριο της κίνησης του καθενός αναφορικά με την πορεία της πνευματικής του ανάπτυξης.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα λέγαμε, η ζωτική δύναμη της δικαιοσύνης είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της λογικής, επιθυμητικής και θυμικής δύναμης της ψυχής.

   Οι επισημάνσεις αυτές του Μάξιμου μας θυμίζουν την τριμερή διαίρεση της ψυχής που κάνει ο Πλάτωνας, δηλαδή το λογικό, το θυμικό και το επιθυμητικό.  Η παρουσία της δικαιοσύνης κατά Πλάτωνα στις τρεις δυνάμεις της ψυχής συνεπάγεται την ολοκληρωτική παρουσία της αρετής.   Οι αρετές στη θεολογία του Μάξιμου παρουσιάζονται και σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή στην εκκλησία, η οποία αποτελεί το κοινωνικό σώμα του Τριαδικού Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν μόνο ως βιολογικές μονάδες, αλλά και ως πρόσωπα, που έχουν την ίδια φύση και βρίσκονται σε κοινωνία και σχέση με το Θεό και μεταξύ τους. Κατά συνέπεια η ειλικρινής και σωστή διαπροσωπική σχέση με τον Θεό και τον πλησίον, δεν μπορεί παρά οι αρετές να αναφέρονται και  σε κοινωνικό και συλλογικό επίπεδο.

Αξιολογώντας την άποψη του Πλάτωνα σχετικά με τη συμπεριφορά του ανθρώπου, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια βαθύτατα ανθρωποκεντρική θεώρηση, η οποία δίνει στο άτομο περιθώρια ελευθερίας αλλά συγχρόνως το φορτώνει και με ευθύνες. Αντίθετα, ο Μάξιμος κάνει μία καθαρά θεανθρωποκεντρική προσέγγιση των αρετών και κατ’ επέκταση της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Οι αρετές δόθηκαν στον άνθρωπο με το κατ’ εικόνα για να τις καλλιεργήσει και να φτάσει στο καθ’ ομοίωση. Δόθηκαν, δηλαδή, από το Θεό  στον άνθρωπο με σκοπό  ο άνθρωπος να φτάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά τον Θεό.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

          Η σύγχρονη αντίληψη περί  αρετής είναι η σταθερή στροφή της θέλησης του ανθρώπου προς το αγαθό. Η αρετή δεν είναι απλή γνώση, γιατί η γνώση συμβουλεύει τον άνθρωπο, αλλά δεν διευθύνει πάντοτε και τη θέλησή του. Αλλά  δεν είναι ούτε και έξη, σταθερή συνήθεια, γιατί και πολλές κακίες αποκτούνται και με την τάση και την έξη προς το κακό.

Η σύγχρονη κοινωνία μας είναι προφανώς μια κοινωνία υπερβολής στα πάντα, στην κατανάλωση, στις απολαύσεις, στην πίεση και στο άγχος, αλλά και στις κοινωνικές ανισότητες. Δύσκολα μπορούμε να βρούμε σε αυτήν πουθενά το μέτρο, την ισορροπία και αρμονία. Θα μπορούσαμε έτσι «μετά πάσης βεβαιότητος» να ισχυριστούμε ότι βασιλεύουν σε αυτήν οι κακίες, γι’ αυτό και δημιουργούνται  μεγάλα προβλήματα που καλούμαστε να τα αντιμετωπίζουμε.

Πάντως θα συμφωνήσουμε με τον Ισοκράτη που λέγει ότι:

«τῆς ἀρετῆς οὐδέν κτῆμα σεμνότερον οὐδέ βεβαιότερόν ἐστιν»,

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  1. Βίος του Αριστοτέλους, Βικιπαίδεια
  2. Πύλη Ελληνικής Γλώσσας, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή, κείμενο , μετάφραση, σχόλια Δ. Λυπουρλή, βιβλία Α-Ζ 1094a-1145a Θεσσαλονίκη 2006 εκδόσεις Ζήτρος. (διαδικτυακή σύνδεση)
  3. Οι κύριες αρετές και η αριστοτελική ηθική,Ν. Π. Μητρόπουλος nmitro.pconstan@yahoo.gr Εκπαιδευτικός ΠΕ01 (Διαδικτυακή σύνδεση)
  4. Η Ηθική του Αριστοτέλη, από το βιβλίο «Αρχαίοι Έλληνες στοχαστές» του Σωκράτη Γκίκα (διαδικτυακή σύνδεση)
  5. Ἀριστοτέλους Περὶ Ἀρετῶν καὶ Κακιῶν Ηθικά Νιομάχεια 1249a.
  6. Λυπουρλής Δ., «Αριστοτελικά Μελετήματα»,

Εκδόσεις Παρατηρητής, 1986.

  1. Σκαλτσάς Θ. «Ο χρυσούς αιών της αρετής», Αριστοτελική ηθική, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993.
  2. Ιγνατιάδη Γ. Μ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια. Στο περιοδικό Φιλόλογος, Τόμος Ε, Τεύχος 19-20, Μάρτιος 1980.
  3. Ρούση, Μ. «Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη». Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 2003.
  4. Χατζηκυριάκου Μαρία, διπλωματική εργασία: Οι ηθικές αρετές του Αριστοτέλη ΑΠΘ Θεσσαλονίκη 2011.
  5. Άγιος Μάξιμος, βιογραφικό, Βικιπαίδεια (διαδικτυακή σύνδεση.
  6. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια Περί αγάπης και διάφορα Θεολογικά και οικονομικά, PG90, 1209C.
  7. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.
  8. Μαρίας Μελλή, Ανθρωπολογία και πορεία προς τη θέωση κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (δ.δ.) Θεσσαλονίκη 2001.
  9. Νίκου Ματσούκα, Κόσμος- Άνθρωπος- Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980