Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Αθανασίου του Μεγάλου:Ο Πατήρ είναι «Μείζων» του Υιού και ο Υιός «Κρείττων» των αγγέλων

Αθανασίου του Μεγάλου:Ο Πατήρ είναι «Μείζων» του Υιού και ο Υιός «Κρείττων» των αγγέλων
1. Ένα χωρίο που διαστρέφεται από τους αιρετικούς

Αγαπητοί ακροαταί χαίρετε!

Η σημερινή εκπομπή, και σε συνέχεια προηγουμένων εκπομπών, θα ασχοληθούμε με ένα χωρίο που χρησιμοποιούν συχνά οι αιρετικοί, όσοι θέλουν να μειώσουν την αξία της φύσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Το χωρίο αυτό είναι από την προς Εβραίους επιστολή, πρώτο κεφάλαιο στίχος 4:

«Τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Ήδη από την εποχή που άρχισαν αυτές οι επιθέσεις εναντίον του προσώπου και κυρίως της Θείας φύσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το χωρίο αυτό ήταν προσφιλές σε όσους ήθελαν να επιτύχουν αυτό ακριβώς, δηλαδή να θεωρήσουν και να προωθήσουν την άποψή τους, ότι ο Κύριός μας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, δεν είναι γνήσιος Υιός του Θεού Πατρός και άρα Θεός κατά την φύση, (δηλαδή ότι η φύσις Του δεν είναι ίδια με αυτή τη Θεού Πατέρα), εκείνων λοιπόν που ήθελαν να υποβιβάσουν τον Υιό και να τον καταβιβάσουν στο επίπεδο των κτισμάτων.

Αυτό λοιπόν το χωρίο, που μόλις προηγουμένως διαβάσαμε από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, το παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, το απομονώνουν από όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο της επιστολής αυτής, αλλά και γενικότερα το περιεχόμενο των Αγίων Γραφών, και μένουν, (παρεξηγώντας και παρερμηνεύοντας και την έννοια των λέξεων), μένουν λοιπόν, στο «τοσούτω κρείττων γενόμενος», (ότι έγινε δηλαδή ανώτερος των αγγέλων), «όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Λέγουν λοιπόν, ότι κατ’ αρχήν, ο Υιός συνδέεται με τη λέξη: «γενόμενος», (ότι έγινε δηλαδή), και λέγουν ότι άρα αποδίδεται στον Υιό το ρήμα που σημαίνει «γίνομαι», («κάνω» δηλαδή και όχι «γεννώ»), και αφ’ ετέρου θεωρούν ότι η λέξη «ανώτερος», («κρείττων»), αποδίδεται με έννοια συγκρίσεως προς τους αγγέλους, και έτσι οδηγούνται στο εσφαλμένο συμπέρασμα, ότι συγκρινόμενος ο Υιός με τους αγγέλους, δεν διαφέρει απ’ αυτούς κατά την ουσία.

Όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, και με τη βοήθεια του Πρώτου κατά Αρειανών Λόγου του αγίου Αθανασίου, αυτά τα συμπεράσματα είναι εντελώς εσφαλμένα και τελείως ξένα προς το περιεχόμενο και της προς Εβραίους επιστολής αλλά και ολοκλήρου του κειμένου των Αγίων Γραφών.



2. Η μεθοδολογία της απομόνωσης χωρίων

Κατ’ αρχήν να υπενθυμίσουμε, ότι η μεθοδολογία που σίγουρα συναντούμε σε κάθε αίρεση, είναι η απομόνωση συγκεκριμένων χωρίων, ή ακόμα και λέξεων, και μικρών φράσεων του κειμένου των Αγίων Γραφών, και η παρερμηνεία τους, ούτως ώστε το αποτέλεσμα να ταιριάζει στις δογματικές απαιτήσεις του κάθε αιρετικού χώρου.

Με άλλα λόγια, αντίστροφα πλέον, αν κανείς θέλει πραγματικά να γνωρίσει το περιεχόμενο των Γραφών, να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει με το σωστό τρόπο, θα πρέπει, όταν διαβάζει ο,τιδήποτε, κατ’ αρχήν να ερωτά: «Πότε γράφθηκε, από ποιον, προς ποίους, και για ποιον λόγο». Κάθε τι που γράφεται, έχει ένα σκοπό. Και λέγεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι κατανοητό από αυτόν κυρίως, προς τον οποίο πρωτογενώς απευθύνεται. Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, (η οποία μας απασχολεί στη σημερινή εκπομπή), το εν λόγω δηλαδή χωρίο από την προς Εβραίους επιστολή, θα πρέπει να το εξετάσουμε και να το ερευνήσουμε μέσα από αυτό κατ’ αρχήν το πρίσμα, ούτως ώστε να οδηγηθούμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Όμως (όπως είπαμε και προηγουμένως), οι αιρετικοί ακολουθούν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Απομονώνουν το χωρίο από όλη την υπόλοιπη συνάφεια, από το κείμενο δηλαδή στο οποίο βρίσκεται, και επιχειρηματολογούν πάνω στο χωρίο, μόνο και μόνο έχοντας σαν εφόδιο την δογματική τους διδασκαλία, την οποία θέλουν να υποστηρίξουν.



3. Το θέμα και η συνάφεια της προς Εβραίους επιστολής με το χωρίο που διαστρέφεται

Επανερχόμενοι λοιπόν στην προς Εβραίους επιστολή, υπενθυμίζουμε ότι το κύριο μέλημα και ο βασικός στόχος του αποστόλου, με το να γράψει αυτή την επιστολή, ήταν να στηρίξει την πίστη των Χριστιανών Εβραίων, υποστηρίζοντας το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσα από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, ούτως ώστε να τους γνωρίσει και τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν εναντίον των ομοφύλων τους Εβραίων, που απεκήρυσσαν τη Χριστιανική πίστη, την πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αναφερόμενοι και αυτοί στην Παλαιά Διαθήκη.

Βασικός λοιπόν στόχος της επιστολής, είναι στο να ενισχύσει την πίστη στον Ιησού Χριστό, στο να ανυψώσει το πρόσωπο του Κυρίου μας, και όχι το αντίθετο, το οποίο επικαλούνται όσοι χρησιμοποιούν το χωρίο που προαναφέραμε, για να αποδείξουν ότι δήθεν ο Κύριός μας είναι ένας από τους αγγέλους, (ένα κτίσμα δηλαδή), και όχι γνήσιος Υιός του Θεού Πατρός.

Ξεκινώντας λοιπόν ο απόστολος την επιστολή, αρχίζει με μια αντιδιαστολή. Αντιδιαστέλλει κατ’ αρχήν τους προφήτες με τον Υιό και Λόγο του Θεού. Φανερός στόχος, είναι ότι έπρεπε να γίνει αυτή η διάκρισις, διότι ορισμένοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι ένας από τους προφήτες. Λέγει λοιπόν ο απόστολος:

«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ' εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβραίους 1/α: 1).

Δηλαδή, ενώ παλαιά ο Θεός με πολλούς τρόπους και μέσα, λάλησε, ομίλησε προς τους πατέρες δια των προφητών, στις έσχατες αυτές ημέρες, μίλησε σ’ εμάς μέσω γιου, του Υιού Του.

Αφού λοιπόν κάνει αυτή την αντιδιαστολή μεταξύ του Υιού του Θεού και των προφητών, μετά από λίγο, δηλαδή στους στίχους 3 και 4 λέγει:

«δι' εαυτού καθαρισμόν ποιησάμενος των αμαρτιών ημών εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Είναι δηλαδή το χωρίο για το οποίο κάνουμε λόγο στη σημερινή εκπομπή, και το οποίο χρησιμοποιούν όπως είπαμε εσφαλμένα οι αιρετικοί, προκειμένου να υποστηρίξουν τον κακόδοξο, τον λανθασμένο ισχυρισμό τους, ότι ο Υιός δήθεν δεν είναι γνήσιος Υιός του Θεού Πατρός, αλλά ένας από τους αγγέλους.

Επανερχόμενοι, επισημαίνουμε, ότι το αποστολικό ρητό, κάνει σαφώς λόγο περί του χρόνου κατά τον οποίο ομίλησε σ’ εμάς, εν τω προσώπω του Υιού ο Θεός, οπότε και επραγματοποιήθη ο καθαρισμός των αμαρτιών.

Όπως προαναφέραμε, ο χρόνος είναι βασικό στοιχείο στην κατανόηση και στην ερμηνεία των κειμένων της Αγίας Γραφής, και στην προκειμένη περίπτωση, όταν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του Υιού με τον συγκεκριμένο τρόπο, είναι βασικό να γνωρίζουμε τον χρόνο, γι’ αυτό και μας τον λέγει ρητώς ο απόστολος.

Πότε όμως μίλησε προς εμάς εν τω προσώπω του Υιού ο Θεός; Και πότε πραγματοποιήθηκε ο καθαρισμός των αμαρτιών, Και πότε έγινε άνθρωπος ο Υιός;

Μετά τους προφήτας, «Κατά τους εσχάτους καιρούς», όπως λέγει ο απόστολος στην επιστολή αυτή.



4. Ο σκοπός είναι όχι η σύγκριση, αλλά η αντιπαραβολή του Υιού με τα κτίσματα

Έπειτα, επειδή κάνει λόγο περί του έργου της απολυτρώσεώς μας, αφού ομιλεί περί των εσχάτων καιρών, μνημονεύει ευλόγως, ότι ούτε κατά τον προηγούμενο χρόνο σιωπούσε ο Θεός, και δεν μιλούσε στους ανθρώπους, διότι μίλησε προς αυτούς δια των προφητών. Και επειδή οι προφήτες υπηρέτησαν, και ο νόμος εκηρύχθει δια των αγγέλων, όπως αναφέρεται πιο κάτω στην ίδια επιστολή, στο 2/β: κεφάλαιο και στίχο 2: «ο Υιός ήλθε σ’ εμάς δια να υπηρετήσει», (όπως αναφέρεται στο κατά Ματθαίον 20/κ: 28), γι’ αυτόν τον λόγο, κατ’ ανάγκην ο απόστολος προσέθεσε το: «τοσούτο κρείττων γενόμενος των αγγέλων», διότι ήθελε να δείξει ότι όσο ο Υιός διαφέρει από τον δούλο, τόσο μεγαλυτέρα υπήρξε η υπηρεσία του Υιού από εκείνη των δούλων. Ελέχθη δηλαδή με εντελώς αντίθετη έννοια, από αυτή που χρησιμοποιούν και αποδίδουν οι αιρετικοί.

Για να κάνει λοιπόν ο απόστολος διάκριση της διακονίας της Παλαιάς και της Νέας, (της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης), ομιλεί καθαρά προς τους Ιουδαίους όταν γράφει και λέγει: «τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων», το επίμαχο δηλαδή χωρίο.

Γι’ αυτό λοιπόν, δεν μίλησε συγκριτικά για το σύνολο, και δεν είπε ότι υπήρξε μεγαλύτερος ή πολυτιμότερος, για να μη διανοηθεί κανείς ότι πρόκειται περί ομογενών, αυτού δηλαδή και εκείνων, των αγγέλων. Αλλά είπε: «κρείττων», για να καταστήσει γνωστή τη διαφορά της φύσεως του Υιού προς τα κτίσματα, τα δημιουργήματα. Και την απόδειξη αυτών, την έχουμε πάλι από τις Θείες Γραφές, όπου ο μεν Δαβίδ ψάλλει: «είναι «κρείσσων», (ανώτερη δηλαδή) μία ημέρα εις τας αυλάς σου, παρά χιλιάδες άλλες» [«ότι κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας» (Ψαλμός 83/πγ: 11)]. Και ο Σολομών αναφωνεί: «Προτιμήσατε την παιδείαν και όχι αργύριον, και γνώσιν μάλλον, παρά εκλεκτόν χρυσόν, διότι η Σοφία είναι κρείσσων (ανώτερη, καλύτερη) από πολύτιμα πετράδια. Όλοι δε οι θησαυροί, δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτή. («κρείσσων γαρ σοφία λίθων πολυτελών, παν δε τίμιον ουκ άξιον αυτής εστιν» (Παροιμίες 8/η: 10,11).

Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, στο χωρίο αυτό από τις Παροιμίες, είναι σαφής η διάκρισις, ότι η λέξις: «κρείσσον», χρησιμοποιείται όχι για να συγκρίνει, αλλά για να διακρίνει. Διότι από τη μια πλευρά λέγει ότι «η Σοφία είναι κρείσσων από πολύτιμα πετράδια», (από θησαυρούς δηλαδή), και στη συνέχεια λέει ότι «οι θησαυροί δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτή». Το «κρείσσον» λοιπόν, δεν χρησιμοποιείται συγκριτικά, αλλά διακριτικά. Δεν συγκρίνει ομοειδή, όμοια πράγματα, αλλά χρησιμοποιείται για να διαφοροποιήσει και για να καταστήσει σαφή τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στα δύο.

Και διερωτάται ο άγιος Αθανάσιος λέγοντας:

Μήπως λοιπόν δεν είναι ετερούσια, και διαφορετικά κατά την φύση, η σοφία και οι λίθοι που προέρχονται από τη γη; Και ποια είναι η συγγένεια μεταξύ των ουρανίων αυλών, («κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας»), ποια είναι λοιπόν η συγγένεια μεταξύ των ουρανίων αυλών και των σπιτιών που βρίσκονται πάνω στη γη; Ή ποια ομοιότητα έχουν τα αιώνια και τα πνευματικά με τα πρόσκαιρα και τα θνητά; Και αυτό που λέγει, το επισημαίνει ο προφήτης Ησαϊας: «Διότι ούτω λέγει ο Κύριος εις τους ευνούχους: Όσοι θα τηρήσουν τα Σάββατά μου, και εκλέξουν τα αρεστά εις εμέ, και φυλάξουν σταθερώς την διαθήκη μου, θα δώσω σ’ αυτούς εντός του οίκου μου, και του τείχους μου, λαμπρή θέση. Θα τους δώσω όνομα αιώνιο, που θα είναι κρείσσον από τους υιούς και τας θυγατέρας. Και το οποίον δεν θα εκλείψει. («τάδε λέγει Κύριος τοις ευνούχοις· όσοι αν φυλάξωνται τα σάββατά μου και εκλέξωνται α εγώ θέλω και αντέχωνται της διαθήκης μου, δώσω αυτοίς εν τω οίκω μου και εν τω τείχει μου τόπον ονομαστόν κρείττω υιών και θυγατέρων, όνομα αιώνιον δώσω αυτοίς και ουκ εκλείψει» -Ησαϊας 56/νστ: 4,5).

Επομένως λοιπόν, ουδεμία συγγένεια υπάρχει μεταξύ του Υιού και των αγγέλων. Και αφού δεν υπάρχει καμία συγγένεια, για τούτο το «κρείττων» δεν ελέχθη συγκριτικώς, αλλά διακριτικώς, για τη διαφορά της φύσεως του Υιού προς την φύσιν των αγγέλων. Αλλά και ο ίδιος ο απόστολος, ερμηνεύοντας το «κρείττων», αναφέρει αυτό, όχι σε κάτι άλλο, αλλά στη διαφορά του Υιού προς τα δημιουργήματα, με το να λέγει ότι αυτός μεν είναι Υιός, τα δε κτίσματα είναι «δούλα». Και ότι ο μεν Υιός κάθεται μαζί με τον Πατέρα και στα δεξιά Αυτού, οι δε δούλοι παραστέκονται σ’ Αυτόν, και αποστέλλονται και υπηρετούν.



5. Τα γενητά (με ένα «ν») και τα γεννητά (με δύο)

Εξετάζουμε το 4ο χωρίο του πρώτου κεφαλαίου της προς Εβραίους επιστολής, που χρησιμοποιούν οι αιρετικοί προκειμένου να ισχυρίζονται ότι ο Υιός είναι δημιούργημα και όμοιος στη φύση με τους αγγέλους, και όχι γνήσιος Υιός του Θεού Πατρός και συνεπώς Θεός κατά την φύση. «τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ' αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα».

Εξετάσαμε λοιπόν και είδαμε, ότι σαφώς, η λέξη: «κρείττων» δεν χρησιμοποιείται συγκριτικά, ώστε να εξισώσει την φύση του Υιού με την φύση των αγγέλων, αλλά διακριτικά, (αντίθετα δηλαδή), για να αποδείξει ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην φύση του Υιού και στην φύση των αγγέλων.

Αφού λοιπόν έχουν γραφεί μ’ αυτή τη σημασία αυτά, δεν αποδεικνύεται από αυτό το χωρίο ότι ο Υιός είναι δημιούργημα, αλλά μάλλον ότι είναι διαφορετικός μεν από τα δημιουργήματα, γνήσιος όμως Υιός του Πατρός, ευρισκόμενος εις τους κόλπους αυτού. Διότι και αυτό που είναι εδώ γεγραμμένο, δηλαδή το: «γενόμενος», (η άλλη λέξη δηλαδή, στην οποία προσπαθούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους οι αιρετικοί), και το «γενόμενος» αυτό γράφεται με ένα «ν», δηλαδή «αυτός που έχει γίνει», δεν εννοεί ότι ο Θεός είναι γενητός (με ένα «ν»), (δηλαδή «έχει γίνει», είναι «κατασκευασμένος», είναι «δημιουργημένος», όπως νομίζουν εσφαλμένα οι αιρετικοί).

Εάν δηλαδή είχε πει ο απόστολος απλώς το «γενόμενος» και σταματούσε, θα υπήρχε κάποια δικαιολογία στους αιρετικούς. Επειδή όμως μίλησε προηγουμένως περί του Υιού, και απέδειξε με ολόκληρη την περικοπή ότι είναι διαφορετικός από τα γενητά, (με ένα «ν»), δηλαδή αυτά που έχουν γίνει, τα δημιουργήματα, για τούτο δεν έγραψε απλώς το «γενόμενος», αλλά συνέδεσε το «κρείττων» με το «γενόμενος». Και αυτό το έπραξε, διότι θεώρησε ότι η λέξη αυτή δεν δείχνει τη διαφορά. Γνώριζε δηλαδή, ότι αν κανείς λέγει το «γενόμενος» για παραδεδεγμένο γνήσιο Υιό, σαν να λέγει ότι «δημιουργήθηκε», εννοεί συγχρόνως και ότι είναι «κρίττων». Διότι το μεν γενητόν, δεν διαφέρει, είτε πει κανένας ότι δημιουργήθηκε, είτε ότι κατασκευάστηκε, (εδώ το γεννητός με δύο «ν», που σημαίνει το «προϊόν γεννήσεως», το «αποτέλεσμα γεννήσεως», «αυτός που έχει γεννηθεί»), τα «γενητά» όμως (με ένα «ν»), (αυτά δηλαδή «που έχουν γίνει»), επειδή είναι δημιουργήματα είναι αδύνατον να λέγονται γεννητά (με δύο «ν»), εκτός εάν, αργότερα, με το να κοινωνήσουν με τον γεννημένο Υιό, λέγονται και αυτά ότι «εγεννήθησαν», όχι βέβαια ένεκα της δικής τους φύσεως, αλλά εξ αιτίας της μετουσίας του Υιού εν τω Πνεύματι.

Και αυτό πάλι είναι γνωστό στην Αγία Γραφή, η οποία για μεν τα δημιουργήματα, (τα γενητά δηλαδή με ένα «ν»), λέγει: «όλα εδημιουργήθησαν δι’ Αυτού, και άνευ αυτού δεν εδημιουργήθη τίποτα. («Πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν» -Ιωάννης 1/α: 3) και «τα πάντα εδημιούργησες εν σοφία» («πάντα εν σοφία εποίησας» - Ψαλμός 103/ργ: 24). Ενώ για τους υιούς που γεννιούνται: «Εγένοντο (όχι εγεννήθησαν) τω Ιώβ υιοί 7 και θυγατέρες 3» –Ιώβ 1/α: 2) Και «Αβραάμ δε, ην 100 ετών, ότε εγένετο (όχι εγεννήθη) αυτώ, Ισαάκ ο υιός αυτού» - Γένεσις 21/κα: 5. Και ο Μωυσής έλεγε: «Εάν γένονταί τινι υιοί» (εάν δηλαδή γίνουν σε κάποιον γιοι) -Έξοδος 21/κα: 4).

Επομένως, εάν ο Υιός είναι διαφορετικός από τα δημιουργήματα, και μοναδικό γέννημα και γνήσιο της ουσίας, της φύσεως δηλαδή του Πατρός, είναι μάταιη η δικαιολογία των Αρειανών, και όλων των αντίστοιχων αιρετικών που πιστεύουν δηλαδή αυτή την ίδια κακοδοξία περί του Υιού. Είναι λοιπόν μάταιη η δικαιολογία τους, περί του «γενόμενος», της λέξης δηλαδή που χρησιμοποιείται από τον απόστολο στο Εβραίους 1/α: 4.



6. Η ειδωλολατρική προέλευση των Αρειανιστών

Διότι και αν ακόμα οι αιρετικοί επιμένουν να λέγουν ότι τα εν λόγω χωρία έχουν λεχθεί συγκριτικώς, και ότι δια τούτο τα συγκρινόμενα είναι του αυτού γένους, ώστε ο Υιός να έχει την ίδια φύση με τους αγγέλους, θα ντροπιασθούν και πάλι όπως και προηγουμένως, εκ των προτέρων, διότι ζηλεύουν και ισχυρίζονται όσα και ο Ουαλεντίνος, και ο Καρποκράτης, και οι άλλοι αιρετικοί. Εκ των οποίων ο μεν Ουαλεντίνος έλεγε οι άγγελοι είναι ομογενείς με τον Χριστό, ο δε Καρποκράτης ισχυριζόταν ότι άγγελοι ήταν οι δημιουργοί του κόσμου.

Και εδώ ας υπενθυμίσουμε ότι ο μεν Ουαλεντίνος ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος του Γνωστικισμού κατά τον 2ο αιώνα, και κατά το σύστημά του ο κόσμος προήλθε από τον Υπέρτατο Θεό, (αφού όμως μεσολάβησε μια ατέλειωτη σειρά μεσαζόντων θεοτήτων, των «Αιώνων», όπως του θεωρούσε), και έχουμε πληροφορίες για την αίρεση αυτή κυρίως από τον Ειρηναίο και τον Υπόλυττο, για δε τον Καρποκράτη, υπενθυμίζουμε ότι ήταν φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια, και αφού υπέστη μεγαλύτερη από τους άλλους Γνωστικούς την επίδραση του Πλάτωνα, εδίδασκε ότι ο αγέννητος Θεός, ήταν πατήρ των αγγέλων και των ψυχών. Μερικοί μάλιστα από τους αγγέλους αυτούς, είναι οι δημιουργοί του κόσμου. Ενώ για τον Ιησού, αυτός έλεγε ότι ήταν φυσικός Υιός της Μαρίας και του Ιωσήφ, αλλά δικαιότερος από τους άλλους ανθρώπους.

Με το να φαντάζονται λοιπόν οι αιρετικοί τέτοια πράγματα, θα ντροπιασθούν από τον Υμνωδό ο οποίος λέγει: «Ποιος από τους υιούς του Θεού θα συγκριθεί με τον Κύριο;» («Τις ομοιωθήσεται τω Κυρίω εν υιοίς Θεού;» -ψαλμός 88: 7. Και «Ποιος είναι όμοιός σου Κύριε, μεταξύ των Θεών;» («Τις όμοιός σοι εν θεοίς Κύριε;» -Ψαλμός 85: 8.)



7. «Κρείττων», «Μάλλον» και «Πλέον»

Θα ακούσουν όμως, (μήπως τουλάχιστον έτσι πληροφορηθούν), ότι ομολογουμένως στα ομογενή ταιριάζει να γίνεται η σύγκριση, και όχι στα ετερογενή. Κανένας λοιπόν δεν θα συνέκρινε τον Θεό με κάποιον από τους ανθρώπους, ούτε πάλι τον άνθρωπο με τα άλογα ζώα, ούτε ξύλα με λίθους, λόγω της ανομοιότητος της φύσεώς τους. Αλλά ο μεν Θεός είναι πράγμα που δεν επιδέχεται σύγκριση, ο άνθρωπος όμως συγκρίνεται με άλλον άνθρωπο, και το ξύλο με άλλο ξύλο, και ο λίθος με λίθο επίσης, και δεν θα μπορούσε να πει κανείς ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα τη λέξη: «κρείττων», αλλά τις λέξεις «μάλλον» και «πλέον».

Έτσι επί παραδείγματι, «ο Ιωσήφ ήταν μάλλον ωραίος» από τους αδελφούς του, και η Ραχήλ «μάλλον ωραία» από την Λεία. «Αστήρ δε, δεν είναι κρίσσων αστέρος», αλλά διαφέρει «μάλλον» εν δόξει (Α΄ Κορινθ. 15/ιε: 41).

Στην περίπτωση όμως των ετερογενών, όταν τα παραβάλλει κανείς το ένα προς το άλλο, τότε χρησιμοποιείται το «κρείττων», για να δείξει την ειδοποιό διαφορά. Όπως προηγουμένως ελέχθη για τη Σοφία και τα πολύτιμα πετράδια. Εάν λοιπόν ο απόστολος είχε πει ότι «τοσούτω μάλλον ο Υιός των αγγέλων προάγει», ή «τοσούτω μείζων εστί», θα είχαν οι αιρετικοί δικαιολογία, ότι ο Υιός συγκρίνεται με τους αγγέλους. Τώρα όμως με το να λέγει ότι αυτός είναι «κρείττων», και ότι τόσο πολύ διαφέρει, όσο διαφέρει ο Υιός από τους δούλους, δείχνει ότι είναι διαφορετικός από την φύση των αγγέλων. Και όταν πάλι λέγει ότι «Αυτός είναι ο θεμελιώσας τα πάντα», (όπως αναφέρεται στην επιστολή που εξετάζουμε, δηλαδή την προς Εβραίους επιστολή 1/α: 10), δείχνει ότι Αυτός είναι διαφορετικός από όλα τα γενητά (με ένα «ν»), αυτά δηλαδή που έχουν γίνει, τα δημιουργήματα, τα κτίσματα.

Αφού όμως είναι τελείως διάφορος από την φύση των κτισμάτων, και ετερούσιος αυτών, ποια σύγκριση, ή ομοιότητα της ουσίας Αυτού με τα κτίσματα, με τα δημιουργήματα, μπορεί να υπάρξει;

Και αν οι αιρετικοί ξανασκεφθούν πάλι κάτι τέτοιο, θα τους ελέγξει ο ίδιος ο απόστολος, που λέγει τα ίδια: «εις ποίον των αγγέλων είπε ποτέ, «Συ είσαι Υιός μου, εγώ σήμερα σε εγέννησα;» («τίνι γαρ είπέ ποτε των αγγέλων· υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε;» - Εβραίους 1/α: 5). Και «δια μεν τους αγγέλους λέγει: Εκείνος που κάνει τους αγγέλους του σαν τους ανέμους, και όσους Τον υπηρετούν σαν πύρινη φλόγα» («και προς μεν τους αγγέλους λέγει· ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα» -Εβραίους 1/α: 7).

Παρατηρούμε με άλλα λόγια, ότι το μέλημα και ο στόχος του αποστόλου γράφοντας αυτή την επιστολή, είναι για να διαχωρίσει και να αποδείξει την άπειρη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον Υιό του Θεού και τους αγγέλους. Ότι δηλαδή ο Υιός του Θεού είναι εντελώς διαφορετικός κατά την φύση από τους αγγέλους. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος γι’ αυτές τις αντιπαραβολές.

Εκείνο λοιπόν που προσπαθεί να κάνει ο απόστολος, είναι να αποδείξει ότι ο Υιός δεν είναι ένας από τους αγγέλους, αλλά είναι γνήσιος Υιός του Θεού, ο Οποίος είναι και Δημιουργός του κόσμου, και των χρόνων και των αγγέλων. Δεν είναι δηλαδή «δούλος», όπως είναι οι άγγελοι, ή «υπηρέτης», αλλά Υιός.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι αιρετικοί δεν διστάζουν να διαστρέψουν εντελώς και το νόημα, και το περιεχόμενο, και τον σκοπό της επιστολής αυτής, την οποία χρησιμοποιούν ως επιχείρημα. Της επιστολής δηλαδή του αποστόλου προς Εβραίους. Αλλάζουν εντελώς το περιεχόμενό της, και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε δύο λέξεις, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αλλοιώσουν κάθε επιχείρημα του αποστόλου και να πείσουν ότι ο Υιός είναι ένας από τους αγγέλους. Ότι έχει δήθεν κτιστή φύση, (όπως κακόδοξα υποστηρίζουν), και ότι δεν είναι δήθεν γνήσιος Υιός του Πατρός.

Είναι χρήσιμο λοιπόν, να παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο επιχειρηματολογούν οι αιρετικοί και χρησιμοποιούν τις Γραφές, ή μάλλον διαστρέφουν τις Γραφές, προκειμένου να προωθήσουν και να υποστηρίξουν τις κακοδοξίες και τις πλάνες τους.



8. Η αϊδιότητα του Υιού σε αντιπαράθεση με τα γενητά

Για μεν λοιπόν τα γενητά (τα κτίσματα, τα δημιουργήματα), χρησιμοποιείται το ρήμα «ποιείσθαι», που σημαίνει ότι είναι δημιουργήματα. Όμως για τον Υιό δεν χρησιμοποιεί ο απόστολος ούτε το ούτε το «ποίησεν» ούτε το «γενέσθαι». Αλλά το «αϊδιον», και το «βασιλέα», και το «είναι δημιουργόν», όταν λέγει: «ο θρόνος σου ως Θεέ, θα παραμείνει εις τον αιώνα του αιώνος» («ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος» - Εβραίους 1/α: 8). Και: «Συ Κύριε στην αρχή, την γην εθεμελίωσες, και έργα των χειρών σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα καταστραφούν, αλλά συ παραμένεις». («Συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί· αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις» - Εβραίους 1/α: 10,11).

Απ’ αυτά, προφανώς θα μπορούσαν και οι αιρετικοί να συνετισθούν αν ήθελαν, και να αναγνωρίσουν ότι άλλος είναι ο Δημιουργός και άλλα τα δημιουργήματα. Και ότι Αυτός μεν είναι Θεός, εκείνα δε κτίσματα, κατασκευασμένα εκ του μηδενός.

Και αυτό που λέγεται εδώ, ότι αυτοί, δηλαδή οι ουρανοί θα καταστραφούν, δεν το λέγει για να πει ότι η δημιουργία έγινε για να καταστραφεί, αλλά για να δείξει ποια είναι η φύσις των γενητών, από το τέλος που θα έχουν. Διότι αυτά που είναι δυνατόν να καταστραφούν, κι αν ακόμα δεν καταστρέφονται λόγω της Χάριτος Αυτού που τα δημιούργησε, όμως έχουν δημιουργηθεί εκ μη όντων, και τούτο μαρτυρεί, ότι κάποτε αυτά δεν υπήρχαν. Για τούτο λοιπόν, επειδή αυτά έχουν τέτοια φύση, λέγεται για τον Υιό το: «Συ δε παραμένεις» («Συ δε διαμένεις», όπως λέγει το κείμενο). Για να φανερωθεί το αϊδιο Αυτού.

Διότι επειδή δεν έχει τη δυνατότητα να καταστραφεί, (όπως συμβαίνει με τα δημιουργήματα), αλλά την ιδιότητα της αιωνιότητος, για τούτο δεν αρμόζει να λέγεται γι’ Αυτόν το: «ουκ ην πριν γεννηθεί» (όπως έλεγαν και λέγουν οι αιρετικοί που ισχυρίζονται τέτοιου είδους κακοδοξίες), αλλά ότι «πάντοτε υπάρχει, και πάντοτε παραμένει μαζί με τον Πατέρα».

Και αν ακόμα δεν τα είχε γράψει αυτά ο απόστολος στην προς Εβραίους επιστολή, όμως από τις άλλες επιστολές του και απ’ όλη τη Γραφή, θα εμποδίζονταν πραγματικά να φαντάζονται κάτι παρόμοιο περί του Λόγου. Επειδή όμως και ο απόστολος τα έγραψε αυτά, αλλά και στα προηγούμενα έχει αποδειχθεί ότι ο Υιός είναι γέννημα της ουσίας του Πατρός, και ότι Αυτός μεν είναι Δημιουργός, τα δε γενητά, (αυτά που έχουν γίνει δηλαδή), δημιουργούνται από Αυτόν, και ότι Αυτός πάλι είναι «Απαύγασμα και Λόγος, και Εικών, και Σοφία του Πατρός, ενώ τα γενητά βρίσκονται κάπου χαμηλότερα από την Τριάδα, και παραστέκουν και υπηρετούν, είναι επόμενο ότι ο Υιός είναι ετερογενής και ετερούσιος προς τα γενητά, (τα κτίσματα δηλαδή), και τυγχάνει Ίδιος της ουσίας του Πατρός και ομοφυής αυτοίς.



9. Ο Πατήρ είναι «μείζων» του Υιού και όχι «κρείττων»

Δια τούτο λοιπόν, και ο Ίδιος ο Υιός δεν είπε: «ο Πατήρ μου κρείττων μου εστίν», για να μην τον θεωρήσει κανείς ξένο προς την φύση του Πατρός, αλλά είπε: «μείζων». (Ιωάννης 14/ιδ: 28). Είπε λοιπόν: «μείζων» όχι κατά το μέγεθος, ή κατά τον χρόνο, αλλά λόγω της γεννήσεώς Του εξ Αυτού του Πατρός. Εκτός του ότι και με το να πει «μείζων μου εστίν», έδειξε πάλι την ιδιότητα της ουσίας, της φύσεως, της ιδίας φύσεως.

Πηγή: www.oodegr.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου