Εισαγωγή - Περίληψη
Ο λόγος
αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη 317-319 μ.Χ. Σ’
αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του άσαρκου Λόγου του
Θεού, δηλαδή του Υιού του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας
Τριάδος.
Στο πρώτο
μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου:
α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην κατάσταση της αθανασίας που
απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους
ανθρώπους της ικανότητας να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.
Στο δεύτερο
μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο διπλός
σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά έργα του Χριστού, ο θάνατος
και η ανάστασή του.
Στο τρίτο
μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων και των
Ελλήνων (ειδωλολατρών) για την ενανθρώπηση του Λόγου. Οι αντιρρήσεις
των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την προφητική τους παράδοση. Οι
αντιρρήσεις των ειδωλολατρών ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο
Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να
υπηρετήσει την αποκάλυψη του Θεού. Ποιό καλύτερο σκεύος από τον
άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη του Λόγου;
Τέλος, στον
επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση της διδασκαλίας για
την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δυό πράγματα: μελέτη της Αγίας
Γραφής και βίος αγνός.
Η
ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την δημιουργία,
την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με έμφαση θεολογεί ο
Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά
το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως και της ζωής μας.
ΚΕΙΜΕΝΟ |
Νεοελληνική απόδοση |
1. Η μεν
περί της θεοσεβείας και της των όλων αληθείας γνώσις ου τοσούτον
της παρά των ανθρώπων διδασκαλίας δείται, όσον αφ εαυτής έχει το
γνώριμον· μόνον γαρ ουχί καθ ημέραν τοις έργοις κέκραγε, και ηλίου
λαμπρότερον εαυτήν δια της Χριστού διδασκαλίας επιδείκνυται·
ποθούντι δε σοι όμως τα
περί ταύτης ακούσαι, φέρε, ω μακάριε, ως αν οίοί τε ώμεν, ολίγα της
κατά Χριστόν πίστεως εκθώμεθα, δυναμένω μεν σοι και από των θείων
λογίων ταύτην ευρείν, φιλοκάλως δε όμως και παρ ετέρων ακούοντι.
αυτάρκεις μεν γαρ εισιν αι άγιαι και θεόπνευστοι γραφαί προς την της
αληθείας απαγγελίαν· εισί δε και πολλοί των μακαρίων ημών
διδασκάλων εις ταύτα συνταχθέντες λόγοι· οίς εάν τις εντύχοι,
είσεται μεν πως την των γραφών ερμηνείαν, ης δε ορέγεται γνώσεως
τυχείν δυνήσεται. αλλ επειδή τας των διδασκάλων συντάξεις εν χερσί
νυν ουκ έχομεν, αναγκαίόν εστιν α παρ εκείνων εμάθομεν, ταύτα και
απαγγέλλειν και γράφειν σοι· λέγω δη την κατά τον Σωτήρα Χριστόν
πίστιν· ίνα μήτε ευτελή τις την του καθ ημάς λόγου διδασκαλίαν
ηγήσηται, μήτε άλογον την εις Χριστόν πίστιν υπολάβη·
οποία διαβάλλοντες
Έλληνες χλευάζουσι, και πλατύ γελώσι καθ ημών, ουδέν έτερον ή τον
σταυρόν του Χριστού προφέροντες· εφ ω μάλιστα και την αναισθησίαν
αυτών οικτειρήσειεν αν τις, ότι, τον σταυρόν διαβάλλοντες, ουχ ορώσι
την τούτου δύναμιν πάσαν την οικουμένην πεπληρωκυίαν, και ότι δι
αυτού τα της θεογνωσίας έργα πάσι πεφανέρωται. ουκ αν γαρ, είπερ
ήσαν και αυτοί γνησίως επιστήσαντες αυτού τη θεότητι τον νουν,
εχλεύαζον το τηλικούτον· αλλά μάλλον και αυτοί τούτον επεγίνωσκον
Σωτήρα του παντός, και τον σταυρόν μη βλάβην αλλά θεραπείαν της
κτίσεως γεγονέναι.
ει γαρ του σταυρού
γενομένου, πάσα μεν ειδωλολατρεία καθηρέθη, πάσα δε δαιμόνων
φαντασία τω σημείω τούτω απελαύνεται, και μόνος ο Χριστός
προσκυνείται, και δι αυτού γινώσκεται ο Πατήρ, και οι μεν
αντιλέγοντες καταισχύνονται, ο δε των αντιλεγόντων οσημέραι τας
ψυχάς αφανώς μεταπείθει·
πως εικότως γαρ αν τις
είποι προς αυτούς έτι ανθρώπινον έστιν επινοείν το πράγμα, και ου
μάλλον ομολογείν Θεού Λόγον και Σωτήρα είναι του παντός τον επί του
σταυρού αναβάντα; πάσχειν δε και ούτοί μοι δοκούσιν όμοιον, ως ει
τις τον μεν ήλιον υπό νεφών σκεπόμενον διαβάλλοι, το δε τούτου φως
θαυμάζοι, βλέπων ότι πάσα η κτίσις υπό τούτου καταλάμπεται. ως γαρ
καλόν το φως, και καλλίων ο του φωτός αρχηγός ήλιος· ούτω θείου
πράγματος όντος του την οικουμένην πάσαν την αυτού γνώσεως
πεπληρώσθαι, ανάγκη τον αρχηγόν και ηγεμόνα του τοιούτου
κατορθώματος είναι Θεόν και Θεού Λόγον. Λέγομεν ουν ως εφικτόν ημίν,
πρότερον διελέγξαντες την των απίστων αμαθίαν· ίνα, των ψευδών
διελεγχθέντων, λοιπόν η αλήθεια δι εαυτής επιλάμψη, και θαρρής και
αυτός, ω άνθρωπε, ότι αληθεία πεπίστευκας, και τον Χριστόν γινώσκων
ουκ ηπατήθης. πρέπειν δε σοι ηγούμαι φιλοχρίστω όντι τα περί Χριστού
διαλέγεσθαι, επεί και πάντων τιμιωτέραν την περί τούτου γνώσιν και
πίστιν ηγείσθαί σε πεπίστευκα.
2. Εξ αρχής μεν ουκ ην
κακία· ουδέ γαρ ουδέ νυν εν τοις αγίοις εστίν, ουδ όλως κατ αυτούς
υπάρχει αύτη· άνθρωποι δε ταύτην ύστερον επινοείν ήρξαντο, και καθ
εαυτών ανατυπούσθαι· όθεν δη και την των ειδώλων επίνοιαν εαυτοίς
ανεπλάσαντο, τα ουκ όντα ως όντα λογιζόμενοι.
ο μεν γαρ του παντός
δημιουργός και παμβασιλεύς Θεός, ο υπερέκεινα πάσης ουσίας και
ανθρωπίνης επινοίας υπάρχων, άτε δη αγαθός και υπέρκαλος ων, δια του
ιδίου Λόγου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού το ανθρώπινον γένος κατ
ιδίαν εικόνα πεποίηκε· και των όντων αυτόν θεωρητήν και επιστήμονα
δια της προς αυτόν ομοιώσεως κατεσκεύασε, δούς αυτώ και της ιδίας
αϊδιότητος έννοιαν και γνώσιν, ίνα, την ταυτότητα σώζων, μήτε της
περί Θεού φαντασίας ποτέ αποστή, μήτε της των αγίων συζήσεως
αποπηδήση, αλλ, έχων την του δεδωκότος χάριν, έχων και την ιδίαν εκ
του πατρικού Λόγου δύναμιν, αγάλληται και συνομιλή τω Θείω, ζων τον
απήμονα και μακάριον όντως αθάνατον βίον. ουδέν γαρ έχων εμπόδιον
εις την περί του Θείου γνώσιν, θεωρεί μεν αεί δια της αυτού
καθαρότητος την του Πατρός εικόνα, τον Θεόν Λόγον, ου και κατ εικόνα
γέγονεν· υπερεκπλήττεται δε κατανοών την δι αυτού εις το παν
πρόνοιαν, υπεράνω μεν των αισθητών και πάσης σωματικής φαντασίας
γινόμενος, προς δε τα εν ουρανοίς θεία νοητά τη δυνάμει του νού
συναπτόμενος. ότε γαρ ου συνομιλεί τοις σώμασιν ο νους ο των
ανθρώπων, ουδέ τι της εκ τούτων επιθυμίας μεμιγμένον έξωθεν έχει,
αλλ όλος εστίν άνω εαυτώ συνών ως γέγονεν εξ αρχής· τότε δη, τα
αισθητά και πάντα τα ανθρώπινα διαβάς, άνω μετάρσιος γίνεται, και
τον Λόγον ιδών, ορά εν αυτώ και τον του Λόγου Πατέρα, ηδόμενος επί
τη τούτου θεωρία, και ανακαινούμενος επί τω προς τούτον πόθω. ώσπερ
ουν τον πρώτον των ανθρώπων γενόμενον, ος και κατά την Εβραίων
γλώτταν Αδάμ ωνομάσθη, λέγουσιν αι ιεραί γραφαί κατά την αρχήν
ανεπαισχύντω παρρησία τον νουν εσχηκέναι προς τον Θεόν, και
συνδιαιτάσθαι τοις αγίοις εν τη των νοητών θεωρία, ην είχεν εν
εκείνω τω τόπω, ον και ο άγιος Μωϋσής τροπικώς παράδεισον ωνόμασεν.
ικανή δε η της ψυχής καθαρότης εστί και τον Θεόν δι εαυτής
κατοπτρίζεσθαι, καθάπερ και ο Κύριός φησι· «Μακάριοι οι καθαροί τη
καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
3. Ούτω μεν ουν ο
Δημιουργός, ώσπερ είρηται, το των ανθρώπων γένος κατεσκεύασε, και
μένειν ηθέλησεν· οι δε άνθρωποι, κατολιγωρήσαντες των κρειττόνων,
και οκνήσαντες περί την τούτων κατάληψιν, τα εγγυτέρω μάλλον εαυτών
εζήτησαν, εγγύτερα δε τούτοις ην το σώμα, και αι τούτου αισθήσεις.
όθεν των μεν νοητών
απέστησαν εαυτών τον νουν, εαυτούς δε κατανοείν ήρξαντο. εαυτούς δε
κατανοούντες, και του τε σώματος και των άλλων αισθητών
αντιλαμβανόμενοι, και ως εν ιδίοις απατώμενοι, εις εαυτών επιθυμίαν
έπεσαν, τα ίδια προτιμήσαντες της προς τα θεία θεωρίας·
ενδιατρίψαντες δε τούτοις, και των εγγυτέρω μη αποστήναι θέλοντες,
ταις μεν του σώματος ηδοναίς συνέκλεισαν εαυτών την ψυχήν,
τεταραγμένην και πεφυρμένην πάσαις επιθυμίαις· τέλεον δε επελάθοντο
της εξ αρχής αυτών παρά Θεού δυνάμεως. Τούτο δ αν τις ίδοι και εκ
του πρώτου πλασθέντος ανθρώπου αληθές, ως αι ιεραί περί αυτού
λέγουσι γραφαί. κακείνος γαρ, έως μεν τον νουν είχε προς το Θεόν και
την τούτου θεωρίαν, απεστρέφετο την προς το σώμα θεωρίαν· ότε δε
συμβουλία του όφεως απέστη μεν της προς τον Θεόν διανοίας, εαυτόν δε
κατανοείν ήρξατο, τηνικαύτα και εις επιθυμίαν του σώματος έπεσαν,
και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και γνόντες ησχύνθησαν. έγνωσαν δε
εαυτούς γυμνούς ου τοσούτον από ενδύματος, αλλ ότι γυμνοί της των
θείων θεωρίας γεγόνασι, και προς τα εναντία την διάνοιαν μετήνεγκαν.
αποστάντες γαρ της προς τον
ένα και όντα, Θεόν λέγω, κατανοήσεως και του προς αυτόν πόθου,
λοιπόν εις διαφόρους και εις τας κατά μέρος επιθυμίας ενέβησαν του
σώματος. είτα, οία φιλεί γίνεσθαι, εκάστου και πολλών επιθυμίαν
λαβόντες, ήρξαντο και την προς αυτάς σχέσιν έχειν· ώστε και
φοβείσθαι ταύτας καταλείψαι. όθεν δη και δειλίαι, και φόβοι, και
ηδοναί, και θνητά φρονείν τη ψυχή προσγέγονεν. ου θέλουσα γαρ
αποστήναι των επιθυμιών, φοβείται τον θάνατον και τον χωρισμόν του
σώματος. επιθυμούσα δε πάλιν, και μη τυγχάνουσα των ομοίων, έμαθε
φονεύειν και αδικείν. πως δε και ταύτα ποιεί, εύλογον κατά δύναμιν
σημάναι.
4. Αποστάσα της των
νοητών θεωρίας, και ταις κατά μέρος του σώματος ενεργείαις
καταχρωμένη, και ησθείσα τη του σώματος θεωρία και ιδούσα καλόν
εαυτή είναι την ηδονήν, πλανηθείσα κατεχρήσατο τω του καλού ονόματι,
και ενόμισεν είναι την ηδονήν αυτό το όντως καλόν· ώσπερ ει τις,
την διάνοιαν παραπληγείς, και απαιτών ξίφος κατά των απαντώντων,
νομίζοι τούτο είναι το σωφρονείν.
ερασθείσα δε της ηδονής,
ποικίλως αυτήν ενεργείν ήρξατο. ούσα γαρ την φύσιν ευκίνητος, ει και
τα καλά απεστράφη, αλλά του κινείσθαι ου παύεται. κινείται ουν ουκ
έτι μεν κατά αρετήν, ουδέ ώστε τον Θεόν οράν· αλλά τα μη όντα
λογιζομένη, το εαυτής δυνατόν μεταποιεί, καταχρωμένη τούτω εις ας
επενόησεν επιθυμίας, επεί και αυτεξούσιος γέγονε. δύναται γαρ ώσπερ
προς τα καλά νεύειν, ούτω και τα καλά αποστρέφεσθαι· αποστρεφομένη
δε το καλόν, πάντως τα εναντία λογίζεται·
παύσασθαι γαρ καθόλου του
κινείσθαι ου δύναται, την φύσιν ούσα, ως προείπον, ευκίνητος. και
γινώσκουσα το αυτεξούσιον εαυτής, ορά εαυτήν δύνασθαι κατ αμφότερα
τοις του σώματος μέλεσι χράσθαι εις τε τα όντα και τα μη όντα· όντα
δε εστι τα καλά, ουκ όντα δε τα φαύλα. όντα δε φημι τα καλά, καθότι
εκ του όντος Θεού τα παραδείγματα έχει· ουκ όντα δε τα κακά λέγω,
καθότι επινοίαις ανθρώπων ουκ όντα αναπέπλασται. έχοντος γαρ του
σώματος οφθαλμούς εις το την κτίσιν οράν, και δια της παναρμονίου
ταύτης συντάξεως γινώσκειν τον Δημιουργόν· έχοντος δε και ακοήν εις
επακρόασιν των θείων λογίων και των του Θεού νόμων· έχοντος δε και
χείρας, εις τε την των αναγκαίων ενέργειαν και έκτασιν της προς τον
Θεόν ευχής· η ψυχή αποστάσα της προς τα καλά θεωρίας, και της εν
αυτοίς κινήσεως, λοιπόν πλανωμένη κινείται εις τα εναντία.
είτα το δυνατόν εαυτής,
ως προείπον, ορώσα, και τούτω καταχρωμένη, ενενόησεν ότι και εις τα
εναντία δύναται κινείν τα του σώματος μέλη· και δια τούτο αντί του
την κτίσιν οράν, εις επιθυμίας τον οφθαλμόν αποστρέφει, δεικνύουσα
ότι και τούτο δύναται και νομίζουσα ότι, άπαξ κινουμένη, σώζει την
εαυτής αξίαν, και ουχ αμαρτάνει ποιούσα ό δύναται· ουκ ειδυία ότι
ουχ απλώς κινείσθαι, αλλ εις α δεί κινείσθαι γέγονε· τούτου γαρ
χάριν και αποστολική παρεγγυά φωνή· «Πάντα έξεστιν, αλλ ου πάντα
συμφέρει».
5. Αλλά των ανθρώπων η
τόλμα ουκ εις το συμφέρον και πρέπον, αλλ εις το δυνατόν σκοπήσασα,
τα εναντία ποιείν ήρξατο· όθεν, και τας χείρας εις το εναντίον
κινουμένη, φονεύειν πεποίηκε, και την ακοήν εις παρακοήν παρήγαγε,
και τα άλλα μέλη εις το μοιχεύειν αντί νομίμης τεκνογονίας· και την
μεν γλώτταν αντί ευφημίας εις βλασφημίας και λοιδορίας και
επιορκίας, τας δε χείρας αύ πάλιν εις το κλέπτειν και τύπτειν τους
ομοίους ανθρώπους· και την μεν όσφρησιν εις οδμών ερωτικών
ποικιλίας· τους δε πόδας εις οξύτητα του εκχέαι αίμα· και την μεν
γαστέρα εις μέθην και κόρον απλήρωτον· άπερ πάντα κακία και αμαρτία
ψυχής εστιν.
αιτία δε τούτων ουδεμία,
αλλ η των κρειττόνων αποστροφή. ως γαρ εάν ηνίοχος, επιβάς ίπποις
εν σταδίω καταφρονήση μεν του σκοπού, εις ον ελαύνειν αυτόν
προσήκει, αποστραφείς δε τούτον, απλώς ελαύνη τον ίππον ως αν
δύνηται· δύναται δε ως βούλεται· και πολλάκις μεν εις τους
απαντώντας ορμά, πολλάκις δε και κατά κρημνών ελαύνει, φερόμενος
όπου δ αν εαυτόν τη οξύτητι των ίππων φέροι, νομίζων ότι ούτω
τρέχων, ουκ εσφάλη του σκοπού· προς γαρ μόνον τον δρόμον αποβλέπει,
και ουχ ορά ότι έξω του σκοπού γέγονεν· ούτω και η ψυχή αποστραφείσα
την προς τον Θεόν οδόν, και ελαύνουσα παρά το πρέπον τα του σώματος
μέλη, μάλλον δε και αυτή μετ αυτών υφ εαυτής ελαυνομένη, αμαρτάνει
και το κακόν εαυτή πλάττει, ουχ ορώσα ότι πεπλάνηται της οδού, και
έξω γέγονε του της αληθείας σκοπού, εις ον ο χριστοφόρος ανήρ ο
μακάριος Παύλος αποβλέπων έλεγε· «Κατά σκοπόν διώκω, εις το βραβείον
της άνω κλήσεως Ιησού Χριστού»· σκοπών γούν το καλόν ο άγιος,
ουδέποτε το κακόν εποίει.
6. Ελλήνων μεν ουν
τινες, πλανηθέντες της οδού, και τον Χριστόν ουκ εγνωκότες, εν
υποστάσει και καθ εαυτήν είναι την κακίαν απεφήναντο, αμαρτάνοντες
κατά δύο ταύτα· ή τον Δημιουργόν αποστερούντες του είναι ποιητήν των
όντων· ουκ αν γαρ είη των όντων Κύριος, ει γε κατ αυτούς η κακία
υπόστασιν έχει καθ εαυτήν και ουσίαν· ή πάλιν, θέλοντες αυτόν
ποιητήν είναι των όλων, εξ ανάγκης και του κακού δώσουσιν είναι· εν
γαρ τοις ούσι και το κακόν κατ αυτούς εστι. τούτο δε άτοπον και
αδύνατον αν φανείη· ου γαρ εκ του καλού το κακόν, ουδέ εν αυτώ
εστιν, ουδέ δι αυτού· επεί ουκέτι καλόν αν είη μεμιγμένην έχον την
φύσιν, ή αίτιον γινόμενον κακού.
Οι δε από των αιρέσεων,
εκπεσόντες της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, και περί την πίστιν
ναυαγήσαντες, και ούτοι μεν υπόστασιν του κακού παραφρονούσιν είναι·
αναπλάττονται δε εαυτοίς παρά τον αληθινόν του Χριστού Πατέρα θεόν
έτερον, και τούτον αγέννητον του κακού ποιητήν και της κακίας
αρχηγόν, τον και της κτίσεως δημιουργόν. τούτους δε ευχερώς αν τις
ελέγξειεν έκ τε των γραφών και εξ αυτής της εν ανθρώποις διανοίας,
αφ ης και ταύτα αναπλασάμενοι μαίνονται. ο μεν ουν Κύριος και Σωτήρ
ημών Ιησούς Χριστός εν τοις εαυτού ευαγγελίοις φησί βεβαιών τα
Μωϋσέως ρήματα, «ότι Κύριος ο Θεός εις εστι»· και, «Εξομολογούμαί
σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης». ει δε εις εστιν ο Θεός,
και ούτος ουρανού και γης Κύριος, πως άλλος αν είη θεός παρά τούτον;
που δε και έσται ο κατ αυτούς θεός, τα πάντα του μόνου και αληθινού
Θεού πληρούντος κατά την του ουρανού και γης περίληψιν; πως δε και
άλλος αν είη ποιητής, ων αυτός ο Θεός και Πατήρ του Χριστού εστι
Κύριος κατά την του Σωτήρος φωνήν;
ει μη άρα, ως εν
ισοστασίω, και των του αγαθού Θεού τον φαύλον δύνασθαι γενέσθαι
κύριον είποιεν. αλλ εάν τούτο λέγωσιν, όρα εις όσην ασέβειαν
εκπίπτουσιν· εν γαρ τοις τα ίσα δυναμένοις το υπερέχον και κρείττον
ουκ αν ευρεθείη. και γαρ ει μη θέλοντος του ετέρου, το έτερον έστιν·
ίση αμφοτέρων η δύναμις και η ασθένειά εστιν· ίση μεν, ότι νικώσιν
αλλήλων την βούλησιν εν τω είναι· ασθένεια δε αμφοτέρων εστίν, ότι
μη βουλομένοις αυτοίς παρά γνώμην αποβαίνει τα πράγματα· έστι γαρ
και ο αγαθός παρά γνώμην του φαύλου, έστι και ο φαύλος παρά βούλησιν
του αγαθού.
7. Άλλως τε· και τούτο
γαρ αν τις αυτοίς είποι· ει τα φαινόμενα έργα του φαύλου εστί, τι το
έργον του αγαθού; φαίνεται γαρ ουδέν πλήν μόνης της του δημιουργού
κτίσεως. τι δε και του είναι τον αγαθόν γνώρισμα, ουκ όντων αυτού
έργων δι ων αν γνωσθείη; εκ γαρ των έργων ο δημιουργός γινώσκεται.
πως δε όλως και δύο αν είη εναντία αλλήλων, ή τι το διαιρούν εστι
ταύτα, ίνα χωρίς αλλήλων γένωνται; είναι γαρ αυτά άμα αδύνατον, δια
το αναιρετικά αλλήλων είναι. αλλ ουδέ έτερον εν ετέρω δυνηθείη αν
είναι δια το άμικτον και ανόμοιον αυτών της φύσεως. ουκούν εκ τρίτου
το διαιρούν φανήσεται, και αυτό Θεός. αλλά ποίας αν είη και το
τρίτον φύσεως; πότερον της του καλού, ή του φαύλου; άδηλον
φανήσεται. της γαρ αμφοτέρων είναι αυτό, αδύνατον.
Σαθράς δη τοίνυν της
τοιαύτης αυτών διανοίας φαινομένης, ανάγκη την αλήθειαν διαλάμπειν
της εκκλησιαστικής γνώσεως· ότι το κακόν ου παρά Θεού ουδέ εν Θεώ
ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις εστιν αυτού. αλλά άνθρωποι
κατά στέρησιν της του καλού φαντασίας εαυτοίς επινοείν ήρξαντο και
αναπλάττειν τα ουκ όντα, και άπερ βούλονται.
ως γαρ αν τις ηλίου
φαίνοντος, και πάσης της γης τω φωτί τούτου καταλαμπομένης, καμμύων
τους οφθαλμούς, σκότος εαυτώ επινοή ουκ όντος σκότους, και λοιπόν ως
εν σκότει πλανώμενος περιπατή, πολλάκις πίπτων και κατά κρημνών
υπάγων, νομίζων ουκ είναι φως, αλλά σκότος· δοκών γαρ βλέπειν, ουδ
όλως ορά·
ούτω και η ψυχή των
ανθρώπων, καμμύσασα τον οφθαλμόν δι ου τον Θεόν οράν δύναται, εαυτή
τα κακά επενόησεν, εν οίς κινουμένη, ουκ οίδεν ότι δοκούσά τι
ποιείν, ουδέν ποιεί· τα ουκ όντα γαρ αναπλάττεται. και ουχ οποία
γέγονε, τοιαύτη και έμεινεν· αλλ οποίαν εαυτήν ενέφυρε, τοιαύτη και
φαίνεται. γέγονε μεν γαρ εις το οράν τον Θεόν και υπ αυτού
φωτίζεσθαι· αύτη δε αντί του Θεού τα φθαρτά και το σκότος εζήτησεν,
ως που και το Πνεύμα εγγράφως φησίν· Ο «Θεός τον άνθρωπον εποίησεν
ευθή· αυτοί δε εζήτησαν λογισμούς πολλούς». κακίας δη ουν εύρεσις
και επίνοια τοις ανθρώποις εξ αρχής ούτω γέγονε και πέπλασται. Πως
δε και εις την των ειδώλων μανίαν καταβεβήκασιν, ήδη λέγειν
αναγκαίον, ίνα γινώσκης ότι όλως η των ειδώλων εύρεσις ουκ από
αγαθού, αλλ από κακίας γέγονε. το δε την αρχήν έχον κακήν εν ουδενί
ποτε καλόν κριθείη, όλον ον φαύλον.
8. Ουκ αρκεσθείσα τη της
κακίας επινοία των ανθρώπων η ψυχή, κατ ολίγον και εις τα χείρονα
εαυτήν εξάγειν ήρξατο. μαθούσα γαρ διαφοράς ηδονών και ζωσαμένη την
των θείων λήθην, ηδομένη δε και προς τα του σώματος πάθη και προς
μόνα τα παρόντα και τας τούτων δόξας αποβλέπουσα, ενόμισε μηδέν έτι
πλέον είναι των βλεπομένων, αλλά μόνα τα πρόσκαιρα και τα σωματικά
είναι τα καλά. αποστραφείσα δε και επιλαθομένη εαυτήν είναι κατ
εικόνα του αγαθού Θεού, ουκ έτι μεν δια της εν αυτή δυνάμεως τον
Θεόν Λόγον, καθ ον και γέγονεν, ορά· έξω δε εαυτής γενομένη, τα ουκ
όντα λογίζεται και ανατυπούται. επικρύψασα γαρ ταις επιπλοκαίς των
σωματικών επιθυμιών το ως εν αυτή κάτοπτρον, δι ου μόνον οράν
ηδύνατο την εικόνα του Πατρός, ουκέτι μεν ορά α δεί ψυχήν νοείν·
παντί δε περιφέρεται, και μόνα εκείνα ορά τα τη αισθήσει
προσπίπτοντα. όθεν δη πάσης σαρκικής επιθυμίας γέμουσα, και εν ταις
τούτων δόξαις ταραττομένη, λοιπόν, ον επελάθετο τη διανοία Θεόν,
τούτον εν σωματικοίς και αισθητοίς αναπλάττεται, τοις φαινομένοις
την Θεού προσηγορίαν ανατιθείσα, και μόνα ταύτα δοξάζουσα άπερ αυτή
βούλεται, και ως ηδέα ορά.
προηγείται τοίνυν αιτία της
ειδωλολατρείας η κακία. μαθόντες γαρ οι άνθρωποι την ουκ ούσαν
κακίαν εαυτοίς επινοείν, ούτω και τους ουκ όντας θεούς εαυτοίς
ανεπλάσαντο. οίον δε ει τις, εις βυθόν καταδύς, μηκέτι μεν βλέποι το
φως, μηδέ τα εν τω φωτί φαινόμενα, δια το των οφθαλμών αυτού προς
το κάτω νεύμα, και την του ύδατος επικειμένην επίχυσιν αυτώ· μόνα δε
τα εν τω βυθώ αισθόμενος, νομίζοι μηδέν πλέον εκείνων είναι, αλλ
αυτά τα φαινόμενα αυτώ των όντων είναι τα κύρια· ούτω και οι πάλαι
των ανθρώπων παράφρονες, καταδύντες εις τας των σαρκών επιθυμίας και
φαντασίας, και επιλαθόμενοι της περί Θεού εννοίας και δόξης, αμυδρώ
τω λογισμώ, μάλλον δε αλογία χρησάμενοι, τα φαινόμενα θεούς
ανετυπώσαντο, την κτίσιν παρά τον κτίσαντα δοξάζοντες, και τα έργα
μάλλον εκθειάζοντες ήπερ τον τούτων αίτιον και δημιουργόν δεσπότην
Θεόν.
ώσπερ δε κατά το
προλεχθέν παράδειγμα, οι εις τον βυθόν καταδυόμενοι, όσω μάλλον
επικαταβαίνουσι, τοσούτον εις τα σκοτεινότερα και βαθύτερα ορμώσιν·
ούτω και το των ανθρώπων πέπονθε γένος. ου γαρ απλήν έσχον την
ειδωλολατρείαν, ουδέ αφ ων ήρξαντο εν τούτοις και διέμειναν· αλλ
όσον τοις πρώτοις ενεχρόνιζον, τοσούτον εαυτοίς καινοτέρας
εφεύρισκον δεισιδαιμονίας· και κόρον ου λαμβάνοντες των πρώτων,
άλλοις πάλιν ενεπίμπλαντο κακοίς, προκόπτοντες εν τοις αισχίστοις,
και πλείον εαυτών επεκτείνοντες την ασέβειαν. τούτο δε και η θεία
γραφή μαρτύρεται λέγουσα· «Όταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών,
καταφρονεί».
9. Άρτι γαρ απεπήδησεν η
διάνοια των ανθρώπων από Θεού, και καταβαίνοντες ταις εννοίαις και
τοις λογισμοίς οι άνθρωποι, πρώτοις ουρανώ και ηλίω και σελήνη και
τοις άστροις την του Θεού τιμήν ανέθηκαν, εκείνους ου μόνον θεούς
είναι νομίζοντες, αλλά και των άλλων των μετ αυτούς αιτίους
τυγχάνειν·
είτ, επικαταβαίνοντες
τοις σκοτεινοίς λογισμοίς, αιθέρα και τον αέρα και τα εν τω αέρι
προσηγόρευσαν θεούς. προβαίνοντες δε τοις κακοίς, ήδη και τα
στοιχεία, και τας αρχάς της των σωμάτων συστάσεως, την θερμήν και
την ψυχράν και την ξηράν και την υγράν ουσίαν θεούς ανύμνησαν.
ως δε οι τέλεον πεσόντες
περί την γην ιλυσπώνται δίκην των εν τη χέρσω κοχλιών· ούτως οι
ασεβέστατοι των ανθρώπων, πεσόντες και καταπεσόντες από της περί
Θεού φαντασίας, λοιπόν και ανθρώπους και ανθρώπων μορφάς, των μεν
έτι ζώντων, των δε και μετά θάνατον εις θεούς ανέθηκαν.
έτι δε και χείρονα
βουλευόμενοι και λογιζόμενοι, ήδη και εις λίθους, και ξύλα και
ερπετά, ένυδρά τε και χερσαία, και εις τα των αλόγων ανήμερα ζώα,
την θείαν και υπερκόσμιον του Θεού προσηγορίαν μετήνεγκαν, πάσαν
τιμήν αυτοίς Θεού απονέμοντες, και τον αληθινόν και όντως όντα Θεόν
τον του Χριστού Πατέρα αποστρεφόμενοι. Είθε δε καν μέχρι τούτων
ειστήκει των αφρόνων η τόλμα, και μη περαιτέρω βαίνοντες εαυτούς
ταις ασεβείαις ενέφυρον. τοσούτον γαρ τινες καταπεπτώκασι τη διανοία
και εσκοτίσθησαν τον νουν, ώστε και τα μηδ όλως μηδαμώς υπάρχοντα,
μηδέ εν τοις γενομένοις φαινόμενα, όμως εαυτοίς επινοήσαι και
θεοποιήσαι. λογικά γαρ αλόγοις επιμίξαντες, και ανόμοια τη φύσει
ενείραντες ως θεούς θρησκεύουσιν· οίοί εισιν οι παρ Αιγυπτίοις
κυνοκέφαλοι και οφιοκέφαλοι και ονοκέφαλοι, και ο παρά Λίβυσι
κριοκέφαλος Άμμων. άλλοι δε τα μέρη των σωμάτων, κεφαλήν και ώμον
και χείρα και πόδα καθ εαυτά διελόντες, έκαστον εις θεούς ανέθηκαν
και εξεθείασαν, ώσπερ ουκ αρκούμενοι εξ ολοκλήρου του όλου σώματος
έχειν την θρησκείαν. επιτείνοντες δε την ασέβειαν έτεροι, την
πρόφασιν της τούτων ευρέσεως και της εαυτών κακίας την ηδονήν και
την επιθυμίαν θεοποιήσαντες προσκυνούσιν· οίός εστιν ο παρ αυτοίς
Έρως, και η εν Πάφω Αφροδίτη.
οι δε αυτών, ώσπερ
φιλοτιμούμενοι τοις χείροσιν, ετόλμησαν τους παρ αυτών άρχοντας ή
και τους τούτων παίδας εις θεούς αναθείναι, ή δια τιμήν των αρξάντων
ή δια φόβον της αυτών τυραννίδος· ως ο εν Κρήτη παρ αυτοίς
περιβόητος Ζεύς, και ενΑρκαδία Ερμής και παρά μεν Ινδοίς Διόνυσος,
παρά δε Αιγυπτίοις Ίσις, και Όσιρις, και Ώρος, και ο νυν Αδριανού
του ωμαίων βασιλέως παιδικός Αντίνοος, ον καίπερ ειδότες άνθρωπον,
και άνθρωπον ου σεμνόν, αλλ ασελγείας έμπλεων, δια φόβον του
προστάξαντος σέβουσιν. επιδημήσας γαρ Αδριανός τη χώρα των
Αιγυπτίων, τελευτήσαντα τον της ηδονής αυτού υπηρέτην Αντίνοον
εκέλευσε θρησκεύεσθαι, αυτός μεν και μετά θάνατον ερών του παιδός,
έλεγχον δε όμως καθ εαυτού, και γνώρισμα κατά πάσης ειδωλολατρείας
παρέχων, ότι ουκ άλλως εφευρέθη παρά τοις ανθρώποις αύτη ή δι
επιθυμίαν των πλασαμένων, καθώς και η σοφία του Θεού προμαρτύρεται
λέγουσα· «Αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων».
Και μήτοι θαυμάσης μηδέ
μακράν πίστεως νομίσης είναι το λεγόμενον, όπου γε και ου πολλώ
πρότερον, ή τάχα και μέχρι νυν η ωμαίων σύγκλητος τους πώποτε αυτών
εξ αρχής άρξαντας βασιλέας, ή πάντας, ή ους αν αυτοί βούλωνται και
κρίνωσι, δογματίζουσιν εν θεοίς είναι, και θρησκεύεσθαι θεούς
γράφουσιν.
οίς μεν γαρ
απεχθάνονται,τούτους ως πολεμίους την φύσιν ομολογούσι, και
ανθρώπους ονομάζουσιν· ους δε καταθυμίους έχουσι, τούτους δι
ανδραγαθίαν θρησκεύεσθαι προστάττουσιν, ώσπερ επ εξουσίας έχοντες το
θεοποιείν, αυτοί άνθρωποι τυγχάνοντες, και είναι θνητοί μη
αρνούμενοι. έδει δε θεοποιούντας αυτούς μάλλον αυτούς είναι θεούς·
το γαρ ποιούν του
ποιουμένου κρείττον είναι δεί, και ο κρίνων του κρινομένου εξ
ανάγκης άρχει, και ο διδούς πάντως ό έχει χαρίζεται· ώσπερ αμέλει
και πας βασιλεύς ό μεν έχει χαρίζεται, των δε λαμβανόντων κρείττων
και μείζων εστίν. είπερ ουν ους θέλουσιν αυτοί τούτους θεούς
δογματίζουσιν είναι, έδει και αυτούς πρώτον είναι θεούς. αλλά το
θαυμαστόν εστι τούτο, ότι αυτοί αποθνήσκοντες ως άνθρωποι ελέγχουσι
την εαυτών περί των θεοποιηθέντων υπ αυτών ψήφον είναι ψευδή.
10. Τούτο δε το έθος ου
καινόν, ουδέ από της ωμαίων ήρξατο βουλής, αλλ ην άνωθεν
προγιγνόμενον και προμελετώμενον επί την των ειδώλων έννοιαν. και
γαρ οι πάλαι παρ Έλλησι διαβεβοημένοι θεοί Ζεύς και Ποσειδών και
Απόλλων και Ήφαιστος και Ερμής, και εν θηλείαις Ήρα και Δήμητρα και
Αθηνά και Άρτεμις, ταις Θησέως του παρά τοις Έλλησιν ιστορουμένου
διαταγαίς εκρίθησαν λέγεσθαι θεοί· και οι μεν διαταξάμενοι, ως
άνθρωποι αποθνήσκοντες, θρηνούνται· ους δε διετάξαντο, ούτοι ως θεοί
προσκυνούνται. ω πολλής εναντιότητος και μανίας. τον διαταξάμενον
ειδότες, ους διετάξατο προτιμώσι. και είθε μέχρις αρρένων ειστήκει
τούτων η ειδωλομανία, και μη εις θηλείας κατέφερον την θείαν
προσηγορίαν.
και γαρ και γυναίκας, ας
ουδέ εις κοινήν περί πραγμάτων συμβουλίαν λαμβάνειν ασφαλές, ταύτας
τη του Θεού τιμή θρησκεύουσι και σέβουσιν, ως αι μεν παρά Θησέως
διαταγείσαι, ως προειρήκαμεν, παρά δε Αιγυπτίοις Ίσις και Κόρη και
Νεωτέρα, και παρ άλλοις Αφροδίτη. τα γαρ των άλλων ονόματα ουδέ
λέγειν ευαγές ηγούμαι, πάσης χλεύης όντα μεστά.
πολλοί γαρ ου μόνον εν
τοις πάλαι, αλλά και εν τοις καθ ημάς χρόνοις, αποβαλόντες φίλτατα
και αδελφούς και συγγενείς και γυναίκας, πολλαί δε και άνδρας
αποβαλούσαι, ους πάντας η φύσις ήλεγξεν ανθρώπους είναι θνητούς,
τούτους και ταύτας δια το πολύ περί αυτών πένθος αναζωγραφήσαντες,
και θυσίας αναπλάσαντες, ανέθηκαν, ους οι μετά ταύτα δια την πλάσιν,
και την του τεχνίτου φιλοτιμίαν θεούς εθρήσκευσαν, πράγμα πάσχοντες
ου κατά φύσιν.
ους γαρ οι γονείς ως μη
όντας θεούς εθρήνησαν ουκ αν γαρ, είπερ ήδεισαν αυτούς θεούς, ως
απολομένους εκόψαντο· τούτου γαρ χάριν, ου μόνον ου νομίζοντες
αυτούς είναι θεούς, αλλά μηδ όλως υπάρχειν, εν εικόνι τούτους
ετυπώσαντο, ίνα του μηκέτι είναι, την δια της εικόνος δόκησιν
ορώντες, παραμυθώνται, τούτοις όμως οι άφρονες ως θεοίς εύχονται,
και την του αληθινού Θεού τιμήν τούτοις περιτιθέασιν. εν γούν
Αιγύπτω εισέτι και νυν ο περί Οσίρεως και Ώρου και Τυφώνος και των
άλλων θρήνος της απωλείας επιτελείται·
και τα εν Δωδώνη
χαλκεία, και οι εν Κρήτη Κορύβαντες, τον Δία μη είναι θεόν
ελέγχουσιν, αλλ άνθρωπον, και τούτον εκ πατρός ωμοβόρου γενόμενον.
και το γε θαυμαστόν, ότι και ο πάνυ παρ Έλλησι σοφός και πολλά
καυχησάμενος ως περί Θεού διανοηθείς, ο Πλάτων, εις τον Πειραία μετά
Σωκράτους κατέρχεται, την ανθρώπου τέχνη πλασθείσαν Άρτεμιν
προσκυνήσων.
11. Ταύτας δε και τας
τοιαύτας της ειδωλομανίας ευρέσεις άνωθεν και προ πολλού
προεδίδασκεν η γραφή λέγουσα· «Αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων·
εύρεσις δε αυτών φθορά ζωής». ούτε γαρ ην απ αρχής, ούτε εις τον
αιώνα έσται. κενοδοξία γαρ ανθρώπων ήλθεν εις τον κόσμον, και δια
τούτο σύντομον αυτών τέλος επενοήθη.
αώρω γαρ πένθει
τρυχόμενος πατήρ, του ταχέως αφαιρεθέντος τέκνου εικόνα ποιήσας, τον
τότε νεκρόν άνθρωπον νυν ως ζώντα ετίμησε, και παρέδωκε τοις
υποχειρίοις μυστήρια και τελετάς. είτ εν χρόνω κρατυνθέν το ασεβές
έθος, ως νόμος εφυλάχθη. και τυράννων επιταγαίς εθρησκεύετο τα
γλυπτά, ους εν όψει μη δυνάμενοι τιμάν άνθρωποι, δια το μακράν
οικείν, την πόρρωθεν όψιν ανατυπωσάμενοι, εμφανή εικόνα του
τετιμημένου βασιλέως εποίησαν, ίνα τον απόντα ως παρόντα κολακεύωσι
δια της σπουδής. εις επίτασιν δε θρησκείας και τους αγνοούντας η του
τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία·
ο μεν γαρ, ίσως τω
κρατούντι βουλόμενος αρέσαι, εξεβιάσατο τη τέχνη την ομοιότητα επί
το κάλλιον· το δε πλήθος, εφελκόμενον δια το εύχαρι της εργασίας,
τον προ ολίγου τιμηθέντα άνθρωπον νυν σέβασμα ελογίσαντο· και τούτο
εγεγόνει τω βίω εις ένεδρον· ότι, ή συμφορά ή τυραννίδι δουλεύσαντες
άνθρωποι, «το ακοινώνητον όνομα λίθοις και ξύλοις περιέθηκαν».
τοιαύτης τοίνυν της ειδώλων
ευρέσεως επί μάρτυρι τη γραφή παρά τοις ανθρώποις αρξαμένης και
αναπλασθείσης, ώρα λοιπόν σοι και τον κατ αυτής έλεγχον αποδείξαι,
ου τοσούτον έξωθεν, όσον αφ ων ούτοι περί αυτών φρονούσι τα τεκμήρια
λαμβανόντας.
Ει γαρ τις των παρ
αυτοίς λεγομένων θεών, ίνα πρώτον από τούτων των κάτωθεν άρξωμαι,
λάβοι τας πράξεις, ευρήσει μη μόνον ουκ είναι αυτούς θεούς, αλλά και
των ανθρώπων τους αισχίστους γεγονότας. οίον γαρ, οίόν εστιν ιδείν
τους παρά ποιηταίς του Διός έρωτας, και τας ασελγείας. οίόν εστιν
αυτόν ακούειν αρπάζοντα μεν τον Γανυμήδην, και τας κλοπιμαίους
εργαζόμενον μοιχείας, δεδιότα δε και δειλιώντα μη παρά γνώμην αυτού
τα των Τρώων απόληται τείχη. οίόν εστιν ιδείν αυτόν αχθόμενον επί τω
θανάτω του υιέος αυτού Σαρπηδόνος, και βουλόμενον αυτώ βοηθήσαι και
μη δυνάμενον·
και επιβουλευόμενον μεν
υπό των άλλων λεγομένων θεών, Αθηνάς δη λέγω και Ήρας και
Ποσειδώνος, βοηθούμενον δε υπό Θέτιδος γυναικός και του
εκατονταχείρου Αιγαίωνος· και νικώμενον υπό ηδονών, δουλεύοντα δε
γυναιξί, και δι αυτάς εν αλόγοις ζώοις τετράποσί τε και πτηνοίς ταις
φαντασίαις παρακινδυνεύοντα· και πάλιν αυτόν μεν κρυπτόμενον δια την
του πατρός επιβουλήν, τον δε Κρόνον υπ αυτού δεσμευόμενον, κακείνον
αποτέμνοντα τον πατέρα. άρ ουν άξιον τούτον υπονοείν θεόν, τοσαύτα
δράσαντα, και διαβληθέντα, α μηδέ οι κοινοί ωμαίων νόμοι και τους
απλώς ανθρώπους επιτρέπουσι ποιείν;
12. Ίνα γαρ εκ πολλών
ολίγα μνημονεύσω δια το πλήθος, τις ιδών αυτού την εις Σεμέλην και
Λήδαν και Αλκμήνην και Άρτεμιν και Λητώ και Μαίαν και Ευρώπην και
Δανάην και Αντιόπην παρανομίαν και φθοράν· ή τις, ιδών την εις την
ιδίαν αδελφήν αυτού επιχείρησιν και τόλμαν, ότι την αυτήν αδελφήν
είχε και γυναίκα, ουκ αν χλευάσειε, και ζημιώσειε θανάτω;
ότι μη μόνον εμοίχευσεν,
αλλά και τους εκ της μοιχείας γενομένους αυτώ παίδας θεοποιήσας
ανέθηκεν, επικάλυμμα της παρανομίας αυτού την της θεοποιίας
φαντασίαν κατασκευάζων· ων εισι Διόνυσος και ῾Ηρακλής και Διόσκουροι
και Ερμής και Περσεύς και Σώτειρα. τις, ιδών την των λεγομένων θεών
ακατάλλακτον προς εαυτούς έριν εν Ιλίω των Ελλήνων και των Τρώων
χάριν, ου καταγνώσεται της ασθενείας αυτών, ότι δια την προς
αλλήλους φιλονεικίαν και τους ανθρώπους παρώξυναν;
τις, ιδών υπό μεν
Διομήδους τιτρωσκομένους Άρεα και Αφροδίτην, υπό δε Ηρακλέους την
Ήραν και τον Υποχθόνιον ον καλούσι θεόν Αϊδωνέα, και Διόνυσον μεν
υπό Περσέως, Αθηνάν δε υπό Αρκάδος, και τον Ήφαιστον ριπτόμενον και
χωλαίνοντα, ου καταγνώσεται της φύσεως, και αποστραφήσεται μεν του
λέγειν αυτούς έτι είναι θεούς, φθαρτούς δε και παθητούς αυτούς
ακούων, ουδέν άλλο ή ανθρώπους αυτούς, και ανθρώπους ασθενείς
επιγνώσεται, και μάλλον τους τρώσαντας ή τους τρωθέντας θαυμάσειεν;
ή τις, ιδών την Άρεως
προς Αφροδίτην μοιχείαν, και τον Ηφαίστου κατ αμφοτέρων
κατασκευαζόμενον δόλον, και τους άλλους λεγομένους θεούς επί θέαν
της μοιχείας υπό του Ηφαίστου καλουμένους, και αυτούς ερχομένους,
και ορώντας αυτών την ασέλγειαν, ουκ αν γελάσειε και καταγνώσεται
της φαυλότητος αυτών; ή τις ουκ αν γελάσειεν ορών την Ηρακλέους
προς την Ομφάλην εκ μέθης παραφροσύνην και ασωτίαν;
Τάς γαρ καθ ηδονήν αυτών
πράξεις, και τους παραλόγους αυτών έρωτας, και τας εν χρυσώ και
αργύρω, και χαλκώ και σιδήρω, και λίθοις και ξύλοις θεοπλαστίας, ου
δεί διελέγχειν μετά σπουδής, των πραγμάτων και αφ εαυτών εχόντων το
μύσος, και δι εαυτών επιδεικνυμένων το της πλάνης γνώρισμα·
εφ οίς μάλιστα και
οικτειρήσειεν αν τις τους απατωμένους εν αυτοίς. τη γαρ εαυτών
γυναικί μισούντες τον επιβαίνοντα μοιχόν, τους της μοιχείας
διδασκάλους θεοποιούντες ουκ αισχύνονται· και ταις αδελφαίς αυτοί
ουκ επιμισγόμενοι τους τούτο ποιήσαντας προσκυνούσι· και
ομολογούντες είναι κακόν την παιδοφθορίαν, τους επί ταύτη
διαβαλλομένους θρησκεύουσι· και α μηδέ εν ανθρώποις είναι
επιτρέπουσιν οι νόμοι, ταύτα τοις υπ αυτών ονομαζομένοις είναι θεοίς
περιτιθέντες ουκ ερυθριώσιν.
13. Είτα προσκυνούντες
λίθοις και ξύλοις, ουχ ορώσιν ότι τα μεν όμοια τοις ποσί πατούσι
και καίουσι, τα δε τούτων μέρη θεούς προσαγορεύουσι· και α προ
ολίγου εις χρήσιν είχον, ταύτα δια παραφροσύνην γλύψαντες σέβουσιν·
ουχ ορώντες, ουδέ λογιζόμενοι το σύνολον, ότι ου θεούς, αλλά την
τέχνην του γλύψαντος προσκυνούσιν.
έως μεν γαρ άξυστός
εστιν ο λίθος, και η ύλη αργή, επί τοσούτον ταύτα πατούσι, και
τούτοις εις υπηρεσίας τας εαυτών πολλάκις και τας ατιμοτέρας
χρώνται· επειδάν δε ο τεχνίτης εις αυτά της ιδίας επιστήμης επιβάλη
τας συμμετρίας, και ανδρός ή γυναικός εις την ύλην σχήμα τυπώση,
τότε δη, χάριν ομολογήσαντες τω τεχνίτη, λοιπόν ως θεούς
προσκυνούσι, μισθού παρά του γλύψαντος αυτούς αγοράσαντες. πολλάκις
δε και αυτός ο αγαλματοποιός, ώσπερ επιλαθόμενος ων αυτός ειργάσατο,
τοις ιδίοις έργοις προσεύχεται· και α προ ολίγου κατέξεε και
κατέκοπτε, ταύτα μετά την τέχνην θεούς προσαγορεύει. έδει δε, είπερ
ην θαυμάζειν ταύτα, την του επιστήμονος τέχνην αποδέχεσθαι, και μη
τα υπ αυτού πλασθέντα του πεποιηκότος προτιμάν. ου γαρ η ύλη την
τέχνην, αλλ η τέχνη την ύλην εκόσμησε και εθεοποίησε.
πολλώ ουν μάλλον
δικαιότερον ην τον τεχνίτην αυτούς προσκυνείν, ήπερ τα υπ αυτού
πεποιημένα, ότι τε και προϋπήρχε των εκ τέχνης θεών, και ότι ως
εβουλήθη, ούτω και γεγόνασι. νυν δε παραγκωνισάμενοι το δίκαιον, και
την επιστήμην και την τέχνην ατιμάσαντες, τα μετ επιστήμης και
τέχνης γεγονότα προσκυνούσι· και του ποιήσαντος ανθρώπου
αποθνήσκοντος, τα υπ αυτού γενόμενα, ως αθάνατα τιμώσιν· α, ει μη
τύχοιεν της καθ ημέραν επιμελείας, πάντως τω χρόνω δια την φύσιν
αφανίζονται. πως δε ουκ αν τις αυτούς οικτειρήσειε και κατά τούτο,
ότι βλέποντες αυτοί τους μη βλέποντας προσκυνούσι, και ακούοντες
αυτοί τοις μη ακούουσι προσεύχονται·
και έμψυχοι και λογικοί
κατά φύσιν όντες οι άνθρωποι, τους μηδ όλως κινουμένους, αλλά
αψύχους όντας, ως θεούς προσαγορεύουσι· και το γε θαυμαστόν, ότι ους
αυτοί φυλάττουσιν υπ εξουσίαν έχοντες, τούτοις ως δεσπόταις
δουλεύουσι; και μη τοι νομίσης ταύτά με λέγειν απλώς, ή ψεύδεσθαι
κατ αυτών· έστι μεν γαρ και τοις οφθαλμοίς η πίστις απαντώσα τούτων,
και πάρεστι τοις βουλομένοις οράν τα τοιαύτα. 14. Κρείττων δε
μαρτυρία περί τούτων εστί και παρά της θείας γραφής προδιδασκούσης
άνωθεν και λεγούσης· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρύσιον, έργα
χειρών ανθρώπων. οφθαλμούς έχουσι, και ουκ όψονται· στόμα έχουσι,
και ου λαλήσουσιν· ώτα έχουσι, και ουκ ακούσονται· ρίνας έχουσι, και
ουκ οσφρανθήσονται· χείρας έχουσι, και ου ψηλαφήσουσι· πόδας
έχουσι, και ου περιπατήσουσιν· ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών.
όμοιοι αυτοίς γένοιντο πάντες οι ποιούντες αυτά». ουδέ προφητική δε
τούτων άπεστι μέμψις, αλλ έστι και εν τούτοις ο κατ αυτών έλεγχος,
λέγοντος του Πνεύματος· «Αισχυνθήσονται οι πλάσσοντες Θεόν, και
γλύφοντες πάντες μάταια· και πάντες όθεν εγένοντο, εξηράνθησαν· και
κωφοί από ανθρώπων συναχθήτωσαν πάντες, και στήτωσαν άμα, και
εντραπήτωσαν και αισχυνθήτωσαν άμα· »ότι ώξυνε τέκτων σίδηρον, και
σκεπάρνω ειργάσατο αυτό, και εν τερέτρω ερρύθμισεν αυτό, και έστησεν
αυτό τω βραχίονι της ισχύος αυτού· και πεινάσει και ασθενήσει, και
ου μη πίη ύδωρ.
»ξύλον γαρ εκλεξάμενος
τέκτων, έστησεν αυτό εν μέτρω, και εν κόλλη ερρύθμισεν αυτό, και
εποίησεν αυτό ως μορφήν ανδρός και ως ωραιότητα ανθρώπου, έστησεν
αυτό εν οίκω ό έκοψε ξύλον εκ του δρυμού, ό εφύτευσεν ο Κύριος, και
υετός εμήκυνεν, ίνα ή ανθρώποις εις καύσιν, και λαβών απ αυτού
θερμανθή. και καύσαντες έπεψαν άρτους επ αυτώ, το δε λοιπόν
ειργάσαντο εις θεούς, και προσεκύνησαν αυτοίς, ου το ήμισυ αυτού
κατέκαυσαν πυρί. και επί του ημίσεος αυτού κρέας οπτήσας, έφαγε και
ενεπλήσθη· και θερμανθείς είπεν· Ηδύ μοι, ότι εθερμάνθην, και είδον
πυρ».
το «δε λοιπόν προσεκύνει
λέγων· Εξέλου με, ότι Θεός μου ει συ. ουκ έγνωσαν φρονήσαι, ότι
απημαυρώθησαν του βλέπειν τοις οφθαλμοίς αυτών, και του νοήσαι τη
καρδία· και ουκ ανελογίσατο εν τη καρδία αυτού, ουδέ ανελογίσατο τη
ψυχή αυτού, ουδέ έγνω τη φρονήσει, ότι το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν
πυρί και έπεψεν επί των ανθράκων αυτού άρτους»· και «οπτήσας κρέας
έφαγε, και το λοιπόν αυτού εις βδέλυγμα εποίησε, και προσκυνούσιν
αυτό.
»γνώτε, ότι σποδός η
καρδία αυτών, και πλανώνται, και ουδείς δύναται εξελέσθαι την ψυχήν
αυτών. ίδετε, και ουκ ερείτε, ότι ψεύδος εν τη δεξιά μου».
πως ουν ουκ άθεοι παρά
πάσι κριθείεν οι και παρά της θείας γραφής ασεβείας κατηγορούμενοι; ή
πως ουκ αν είεν κακοδαίμονες οι ούτω φανερώς ελεγχόμενοι τα άψυχα
θρησκεύοντες αντί της αληθείας; ποία δε τούτοις ελπίς, ή τις αν
αυτοίς γένοιτο συγγνώμη, πεποιθόσιν επί τα άλογα και ακίνητα, α αντί
του αληθινού Θεού σέβουσιν;
15. Είθε γαρ, είθε καν
χωρίς σχήματος αυτοίς τους θεούς έπλαττεν ο τεχνίτης, ίνα μη της
αναισθησίας φανερόν έχωσι τον έλεγχον. υπέκλεψαν γαρ αν την υπόνοιαν
των ακεραίων, ως αισθομένων των ειδώλων, ει μη τα σύμβολα των
αισθήσεων, οίον οφθαλμούς και ρίνας και ώτα και χείρας και στόμα
είχον ακινήτως κείμενα προς την της αισθήσεως χρήσιν και την των
αισθητών αντίληψιν.
νυν δε έχοντες ουκ
έχουσι και στήκοντες ου στήκουσι, και καθεζόμενοι ου καθέζονται. ου
γαρ έχουσι τούτων την ενέργειαν, αλλ ως ο πλάσας ηθέλησεν, ούτω και
μένουσι κείμενοι, Θεού μεν γνώρισμα μηδέν παρέχοντες, άψυχοι δε
καθόλου μόνον ανθρώπου τέχνη φαινόμενοι τεθέντες.
Είθε δε και οι των
τοιούτων ψευδοθέων κήρυκες και μάντεις, ποιηταί λέγω και συγγραφείς,
απλώς θεούς αυτούς είναι γεγραφήκεισαν· αλλά μη και τας πράξεις
αυτών προς έλεγχον αθεότητος και αισχροποιού πολιτείας
αναγεγραφήκεισαν. ηδύναντο γαρ και μόνω τω της θεότητος ονόματι την
αλήθειαν υφαρπάσαι, μάλλον δε τους πολλούς από της αληθείας πλανήσαι.
νυν δε έρωτας και
ασελγείας διηγούμενοι του Διός, και παιδοφθορίας των άλλων, και
ζηλοτυπίας προς ηδονήν των θηλειών, και φόβους και δειλίας, και τας
άλλας κακίας, ουδέν άλλο ή εαυτούς ελέγχουσιν, ότι ου μόνον ου περί
θεών διηγούνται, αλλ ουδέ περί ανθρώπων σεμνών, περί δε αισχρών και
του καλού μακράν όντων μυθολογούσιν.
16. Αλλ ίσως περί τούτων
οι δυσσεβείς επί την ιδιότητα των ποιητών καταφεύξονται, λέγοντες
των ποιητών ίδιον είναι χαρακτήρα τα μη όντα πλάττεσθαι και
ψεύδεσθαι περί μύθων εις ηδονήν των ακουόντων, ου χάριν και τα περί
θεών αυτούς πεποιηκέναι φήσουσιν. αλλ αύτη και πάντων μάλλον η
πρόφασις αυτοίς έωλος δειχθήσεται αφ ων αυτοί περί τούτων έχουσι
δόξαν και προτίθενται.
ει γαρ τα παρά ποιηταίς
εστι πλάσματα και ψευδή, ψευδής αν είη και αυτή η περί του Διός και
Κρόνου και Ήρας και Άρεως και των άλλων ονομασία. ίσως γαρ, ως αυτοί
φασι, και τα ονόματα πέπλασται, και ουκ έστι μεν όλως Ζεύς, ουδέ
Κρόνος, ουδέ Άρης· πλάττονται δε τούτους ως όντας οι ποιηταί προς
απάτην των ακουόντων. πλαττόντων δε των ποιητών τα μη όντα, πως ως
όντας αυτούς θρησκεύουσιν; ή ίσως γαρ αν πάλιν φήσουσι, τα μεν
ονόματα ου πλάττονται, τας δε πράξεις ψεύδονται κατ αυτών; αλλά και
τούτο ουδέν ήττον προς απολογίαν αυτών ουκ ασφαλές. ει γαρ τας
πράξεις εψεύσαντο, εψεύσαντο πάντως και τα ονόματα, ων και τας
πράξεις είναι διηγήσαντο. ή ει αληθεύουσι περί τα ονόματα,
αληθεύουσι και περί τας πράξεις εξ ανάγκης.
άλλως τε οι είναι
τούτους θεούς μυθολογήσαντες ίσασιν αληθώς και α δεί θεούς πράττειν,
και ουκ αν ποτε τας ανθρώπων θεοίς προσάψοιεν εννοίας· ώσπερ ουδέ
το του πυρός έργον τω ύδατί τις αναθήσει· το μεν γαρ καίει, το δε
έμπαλιν την ουσίαν έχει ψυχράν. ει μεν ουν αι πράξεις εισί θεών
άξιαι, θεοί αν είεν και οι τούτων εργάται· ει δε ανθρώπων εστί και
ανθρώπων ου καλών το μοιχεύειν και τα προειρημένα έργα, άνθρωποι αν
είεν οι ταύτα πράξαντες, και ου θεοί.
κατ αλλήλους γαρ ταις
ουσίαις και τας πράξεις είναι χρή, ίνα και εκ της ενεργείας ο πράξας
μαρτυρηθή, και εκ της ουσίας η πράξις γνωσθήναι δυνηθή. ώσπερ ουν
ει τις, διαλεγόμενος περί ύδατος και πυρός, και τας τούτων ενεργείας
απαγγέλλων, ουκ αν είπε το μεν ύδωρ καίειν, το δε πυρ ψύχειν· ουδ
ει τις περί ηλίου και γης διηγείτο, έλεγεν αν την μεν γην φωτίζειν,
τον δε ήλιον βοτάνας και καρπούς σπείρεσθαι, αλλά και λέγων, πάσαν
παραπληξίαν υπερέβαλεν·
ούτως ουκ αν οι παρ
αυτοίς συγγραφείς, και μάλιστα ο πάντων εξοχώτατος ποιητής, είπερ
ήδεισαν θεούς είναι τον Δία και τους άλλους, τοιαύτας αυτοίς
περιέθηκαν πράξεις, αι μη είναι θεούς αυτούς ελέγχουσιν, αλλά μάλλον
ανθρώπους είναι, και ανθρώπους ου σώφρονας.
ή ει εψεύσαντο ως
ποιηταί, και συ τούτων καταψεύδη, δια τι μη και επί της ανδρείας των
ηρώων εψεύσαντο, και αντί μεν ανδρείας ασθένειαν, αντί δε ασθενείας
ανδρείαν επλάσαντο; έδει γαρ ώσπερ επί του Διός και της Ήρας, ούτω
και του μεν Αχιλλέως ανανδρίαν καταψεύσασθαι, του δε Θερσίτου
δύναμιν θαυμάσαι· και του μεν Οδυσσέως ασυνεσίαν διαβαλείν, του δε
Νέστορος παραφροσύνην πλάσασθαι· και του μεν Διομήδους και Έκτορος
γυναικείας πράξεις, της δε Εκάβης ανδρείαν μυθολογήσαι. επί πάντων
γαρ, ως αυτοί λέγουσιν, έδει τους ποιητάς πλάττεσθαι και ψεύδεσθαι.
νυν δε τοις μεν
ανθρώποις την αλήθειαν εφύλαξαν, των δε λεγομένων θεών ουκ
εφοβήθησαν καταψεύδεσθαι. και τούτο γαρ αν τις αυτών είποι, εν μεν
ταις περί ασελγείας αυτών πράξεσι ψεύδονται· εν δε τοις επαίνοις,
όταν πατέρα θεών και ύπατον και Ολύμπιον και εν ουρανώ βασιλεύοντα
λέγωσι τον Δία, ου πλάττονται, αλλ αληθεύοντες λέγουσι.
τούτον δε ου μόνος εγώ,
αλλά και πας όστις ελέγξειε κατ αυτών είναι τον λόγον. πάλιν γαρ
ταις πρώταις αποδείξεσιν η αλήθεια κατ αυτών φανήσεται. αι μεν γαρ
πράξεις ανθρώπους αυτούς είναι ελέγχουσι, τα δε εγκώμια υπέρ την
ανθρώπων εστί φύσιν· εκάτερον δε τούτων ακατάλληλόν εστι προς εαυτό·
ούτε γαρ των εν ουρανοίς ίδιόν εστι τοιαύτα πράττειν, ούτε τους τα
τοιαύτα πράττοντας υπονοείν τις δύναται θεούς.
17. Τι ουν υπολείπεται
νοείν, ή ότι τα μεν εγκώμια ψευδή και κεχαρισμένα τυγχάνει, αι δε
πράξεις αληθεύονται κατ αυτών; και τούτο αληθές εκ της συνηθείας αν
τις επιγνώσεται. ουδείς γαρ εγκωμιάζων τινά, και κατηγορεί της
τούτου πολιτείας· αλλά μάλλον οίς εισιν αι πράξεις αισχραί, τούτους
δια τον εκ τούτων ψόγον επαίρουσι τοις εγκωμίοις, ίνα τη τούτων
υπερβολή τους ακούοντας απατήσαντες επικρύψωσι την εκείνων
παρανομίαν.
ώσπερ ουν ει τις,
εγκωμιάσαι τινά προθέμενος, μη ευρίσκοι μεν εκ πολιτείας μηδέ εξ
αρετής της ψυχής την πρόφασιν των εγκωμίων δια την εν τούτοις
αισχύνην, άλλως δε αυτούς επαίροι, τα υπέρ αυτούς αυτοίς
χαριζόμενος· ούτω και οι παρ αυτοίς θαυμαστοί ποιηταί, δυσωπούμενοι
επί ταις αισχραίς πράξεσι των λεγομένων παρ αυτοίς θεών, το υπέρ
άνθρωπον αυτοίς προσήψαν όνομα, ουκ ειδότες ότι ου ταις υπέρ
άνθρωπον υπονοίαις επισκιάσουσιν αυτών τα ανθρώπινα, αλλά μάλλον
τοις ανθρωπίνοις αυτών ελαττώμασι τας Θεού εννοίας μη αρμόζειν
αυτοίς διελέγξουσι.
και έγωγε νομίζω και
παρά γνώμην αυτοίς ειρήσθαι τα τούτων πάθη και τας τούτων πράξεις.
επειδή γαρ την του Θεού ακοινώνητον, ως είπεν η γραφή, προσηγορίαν
και τιμήν τοις ουκ ούσι θεοίς, αλλ ανθρώποις θνητοίς εσπούδαζον
αναθείναι, και μέγα και δυσσεβές ην το υπ αυτών τολμώμενον, τούτου
ένεκεν και άκοντες υπό της αληθείας ηναγκάσθησαν τα τούτων εκθέσθαι
πάθη, ίνα τοις μετά ταύτα τα τούτων πάθη προς έλεγχον του μη είναι
τούτους θεούς εν ταις περί αυτών γραφαίς κείμενα πάσι φαίνηται.
18. Τις ουν απολογία,
τις απόδειξις περί του είναι τούτους θεούς γένοιτ αν τοις εν τούτοις
δεισιδαιμονούσιν; εκ μεν γαρ των λεχθέντων μικρώ πρότερον,
ανθρώπους αυτούς, και ανθρώπους ου σεμνούς όντας, ο λόγος απέδειξεν·
εις εκείνο δε τάχα
τραπήσονται, και μέγα φρονήσουσιν επί τοις υπ αυτών ευρεθείσι τω βίω
χρησίμοις, λέγοντες δια ταύτα αυτούς και θεούς ηγείσθαι, ότι τοις
ανθρώποις χρήσιμοι γεγόνασι. Ζεύς μεν γαρ λέγεται πλαστικήν τέχνην
εσχηκέναι, Ποσειδών δε την του κυβερνήτου· και Ήφαιστος μεν
χαλκευτικήν, Αθηνά δε την υφαντικήν· και Απόλλων μεν την μουσικήν,
Άρτεμις δε την κυνηγετικήν, και Ήρα στολισμόν, Δήμητρα γεωργίαν, και
οι άλλοι άλλας, ως οι ιστορούντες περί αυτών εξηγήσαντο.
αλλά ταύτας και τας
τοιαύτας επιστήμας ουκ αυτοίς μόνοις έδει τους ανθρώπους αναθείναι,
αλλά τη κοινή των ανθρώπων φύσει, εις ην ατενίζοντες άνθρωποι τας
τέχνας εφευρίσκουσι. την γαρ τέχνην και οι πολλοί λέγουσι φύσεως
αυτήν είναι μίμημα. ει τοίνυν επιστήμονες περί ας εσπούδασαν τέχνας
γεγόνασιν, ου δια τούτο και θεούς αυτούς νομίζειν ανάγκη, αλλά
μάλλον ανθρώπους.
ου γαρ εξ αυτών αι
τέχναι, αλλ εν ταύταις και αυτοί την φύσιν εμιμήσαντο. όντες γαρ
άνθρωποι κατά φύσιν δεκτικοί επιστήμης κατά τον περί αυτών τεθέντα
όρον, ουδέν θαυμαστόν ει τη ανθρωπίνη διανοία και αυτοί εις την
εαυτών φύσιν αποβλέποντες, και ταύτης επιστήμην λαβόντες, τας τέχνας
επενόησαν.
ή ει δια τας των τεχνών
ευρέσεις θεούς αυτούς άξιον αναγορεύεσθαι λέγουσιν, ώρα και τους των
άλλων τεχνών ευρετάς θεούς αναγορεύειν, καθ ον λόγον κακείνοι της
τοιαύτης ονομασίας ηξιώθησαν. γράμματα μεν γαρ εφεύρον Φοίνικες,
ποίησιν δε ηρωϊκήν Όμηρος· και διαλεκτικήν μεν Ζήνων ο Ελεάτης,
ρητορικήν δε τέχνην Κόραξ ο Συρακούσιος· και καρπόν μεν μελισσών
Αρισταίος, σίτου δε σποράν Τριπτόλεμος· και νόμους μεν Λυκούργος ο
Σπαρτιάτης και Σόλων ο Αθηναίος· των δε γραμμάτων την σύνταξιν και
αριθμούς και μέτρα και στάθμια Παλαμήδης εφεύρε· και άλλοι άλλα και
διάφορα τω βίω των ανθρώπων απήγγειλαν χρήσιμα, κατά την των
ιστορησάντων μαρτυρίαν.
είπερ ουν αι επιστήμαι
θεοποιούσι, και δια ταύτας εισί θεοί γλυπτοί, ανάγκη και τους
ύστερον εκείνων εφευρετάς των άλλων γενομένους είναι κατ αυτούς
θεούς· ή ει μη τούτους αξιούσι της του Θεού τιμής, αλλ ανθρώπους
επιγινώσκουσιν, ακολουθεί και τον Δία και την Ήραν και τους άλλους
μηδέ ονομάζεσθαι θεούς, αλλά και αυτούς ανθρώπους γεγενήσθαι
πιστεύειν, και κατά περιττόν ότι μηδέ σεμνοί γεγόνασιν, ως και απ
αυτής της των αγαλμάτων γλυφής ουδέν έτερον ή ανθρώπους αυτούς
ελέγχουσι.
19. Τίνα γαρ άλλην
αυτοίς γλύφοντες επιβάλλουσι μορφήν ή την αρρένων και γυναικών, και
των έτι κατωτέρω τούτων και αλόγων όντων την φύσιν πετεινών
παντοίων, τετραπόδων ημέρων τε και αγρίων, και ερπετών, όσα γη και
θάλαττα και πάσα των υδάτων η φύσις φέρει;
εις γαρ την των παθών
και ηδονών αλογίαν πεσόντες οι άνθρωποι, και πλέον ουδέν ορώντες ή
ηδονάς και σαρκός επιθυμίας, ως εν τούτοις τοις αλόγοις την διάνοιαν
έχοντες, εν αλόγοις και το Θείον ανεπλάσαντο κατά την ποικιλίαν των
παθών εαυτών, και θεούς τοσούτους γλύψαντες.
τετραπόδων τε γαρ εικόνες
και ερπετών, και πετεινών εισι παρ αυτοίς, καθώς και ο της θείας και
αληθούς ευσεβείας ερμηνεύς φησιν· «Εματαιώθησαν εν τοις
διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες
είναι σοφοί, εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού
εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων
και ερπετών· διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας».
προπαθόντες γαρ την ψυχήν
ταις των ηδονών αλογίαις, ως προείπον, επί την τοιαύτην θεοπλαστίαν
κατέπεσον· και πεσόντες, λοιπόν ως παραδοθέντες εν τω αποστραφήναι
τον Θεόν αυτούς ούτως εν αυτοίς κυλίονται, και εν αλόγοις τον του
Λόγου Πατέρα Θεόν απεικάζουσι. Περί ων οι παρ Έλλησι λεγόμενοι
φιλόσοφοι και επιστήμονες, ελεγχόμενοι μεν ουκ αρνούνται ανθρώπων
είναι και αλόγων μορφάς και τύπους τους φαινομένους αυτών θεούς·
απολογούμενοι δε λέγουσι δια τούτο αυτούς έχειν, ίνα δια τούτων το
Θείον αυτοίς αποκρίνηται και φαίνηται· ουκ άλλως γαρ αυτόν τον
αόρατον δύνασθαι γνώναι ή δια των τοιούτων αγαλμάτων και τελετών.
οι δε έτι τούτων
φιλοσοφώτεροι και βαθύτερα λέγειν νομίζοντές φασι δια τούτο ταύτα
κατεσκευάσθαι και τετυπώσθαι προς επίκλησιν και επιφάνειαν θείων
αγγέλων και δυνάμεων, ίνα δια τούτων επιφαινόμενοι γνωρίζωσιν αυτοίς
περί της του Θεού γνώσεως· και είναι τούτους ώσπερ γράμματα τοις
ανθρώποις, οίς εντυγχάνοντες δύνανται γινώσκειν περί της του Θεού
καταλήψεως, από της δι αυτών γινομένης των θείων αγγέλων επιφανείας.
ταύτα μεν ούτως εκείνοι μυθολογούσιν· ου γαρ θεολογούσι· μη
γένοιτο. εάν δε τις εξετάση τον λόγον μετ επιμελείας, ευρήσει τούτων
ουκ έλαττον των πρότερον δειχθέντων την δόξαν είναι ψευδή.
20. Είποι γαρ αν τις
προς αυτούς παρελθών επ αληθεία κρινούση· πως αποκρίνεται ή
γνωρίζεται Θεός δια τούτων; πότερον δια την περικειμένην αυτοίς
ύλην, ή δια την εν αυτοίς μορφήν; ει μεν γαρ δια την ύλην, τις η
χρεία της μορφής, και μη, πριν πλασθήναι ταύτα, δια πάσης απλώς ύλης
επιφαίνεσθαι τον Θεόν; μάτην δε και τους ναούς περιετείχισαν,
συγκλείοντες ένα λίθον ή ξύλον ή χρυσού μέρος, πάσης της γης
πεπληρωμένης της τούτων ουσίας.
ει δε η επικειμένη μορφή
αιτία γίνεται της θείας επιφανείας, τις η χρεία της ύλης του χρυσού
και των άλλων, και μη μάλλον δι αυτών των φύσει ζώων, ων εισι
μορφαί τα γλύμματα, τον Θεόν επιφαίνεσθαι; καλλίων γαρ αν η περί του
Θεού δόξα κατά τον αυτόν λόγον εγεγόνει, ει δια ζώων εμψύχων
λογικών τε και αλόγων επεφαίνετο, και μη εν αψύχοις και ακινήτοις
προσεδοκάτο· εφ οίς μάλιστα καθ εαυτών ασέβειαν εργάζονται.
τα γαρ φύσει ζώα
τετράποδά τε και πετεινά και ερπετά βδελυττόμενοι και αποστρεφόμενοι
ή δια την αγριότητα ή δια την ρυπαρίαν, όμως τους τούτων τύπους εν
λίθοις και ξύλοις και χρυσώ γλύψαντες θεοποιούσιν. έδει δε αυτά
μάλλον τα ζώντα θρησκεύειν αυτούς ή τους τούτων τύπους εν τούτοις
προσκυνείσθαι.
ή τάχα τούτων μεν ουδέν,
ούτε η μορφή ούτε η ύλη αιτία της Θεού παρουσίας εστί· μόνη δε η
μετ επιστήμης τέχνη το Θείον εκκαλείται, άτε δη μίμημα της φύσεως
αυτή τυγχάνουσα. αλλ ει δια την επιστήμην επιφοιτά το Θείον τοις
γλύμμασι, τις πάλιν η χρεία της ύλης, ούσης της επιστήμης εν τοις
ανθρώποις; ει γαρ όλως δια την τέχνην επιφαίνεται ο Θεός, και δια
τούτο θρησκεύονται ως θεοί τα γλύμματα, έδει τους ανθρώπους της
τέχνης όντας αρχηγούς προσκυνείσθαι και θρησκεύεσθαι, όσω και
λογικοί και την επιστήμην έχουσιν εν εαυτοίς.
21. Περί δε της δευτέρας
αυτών και βαθυτέρας δήθεν απολογίας, και ταύτα αν τις ακολούθως
είποι· ει ου δια την αυτού του Θεού επιφάνειαν ταύτα υμίν πεποίηται,
ω Έλληνες, αλλά δια την αγγέλων εκεί παρουσίαν, δια τι τα αγάλματα,
δι ων επικαλείσθε τας δυνάμεις, κρείττονα και υπέρ αυτάς τας
επικληθείσας δυνάμεις ποιείτε; χάριν γαρ της περί Θεού καταλήψεως
γλύφοντες τας μορφάς, ως φατε, αυτού του Θεού την τιμήν και
προσηγορίαν αυτοίς τοις γλύμμασι περιτίθετε, πράγμα πάσχοντες ουκ
ευαγές. ομολογούντες γαρ υπεραίρειν την του Θεού δύναμιν της των
αγαλμάτων σμικρότητος, και δια τούτο μη τολμώντες τον Θεόν δι αυτών,
τας δε ελάττω δυνάμεις επικαλείσθαι, αυτοί ταύτας υπερβάντες, ου
την παρουσίαν εφοβήθητε, τούτου την προσηγορίαν τοις λίθοις και
ξύλοις ανεθήκατε, και θεούς αντί λίθων και τέχνης ανθρώπων ονομάζετε
και προσκυνείτε. ει γαρ και ως γράμματά εισιν υμίν ταύτα, ως
ψεύδεσθε, της επί Θεόν θεωρίας, ου δίκαιον τα σημαίνοντα του
σημαινομένου προτιμάν. ουδέ γαρ ει γράφοι τις το βασιλέως όνομα,
ακινδύνως έχοι το γράμμα προτιμών του βασιλέως· αλλ ο τοιούτος
θάνατον μεν έχει την ζημίαν, το δε γράμμα τη του γράψαντος επιστήμη
τετύπωται.
ούτω και υμείς, είπερ
ερρωμένον είχετε τον λογισμόν, ουκ αν το τηλικούτον της θεότητος
γνώρισμα εις ύλην κατεφέρετε· αλλά και το γλύμμα ουκ αν προετιμήσατε
του γλύψαντος ανθρώπου. ει γαρ και όλως ως γράμματα σημαίνουσι την
του Θεού επιφάνειαν, και δια τούτο ως Θεόν σημαίνοντα, θεοποιίας
εισίν άξια· αλλά γούν τον ταύτα γλύψαντα και χαράξαντα, φημί δη
πάλιν τον τεχνίτην, πολλώ πλέον έδει θεοποιηθήναι, ως μάλλον εκείνων
δυνατώτερον και θειότερον υπάρχοντα, όσω κακείνα κατά την αυτού
βούλησιν εξέσθη και τετύπωται.
ει τοίνυν τα γράμματα
θαύματός εισιν άξια, πολλώ πλέον ο γράψας υπεραίρει τω θαύματι δια
την τέχνην και την της ψυχής επιστήμην. ουκούν ει μη δια τούτο θεούς
αυτούς άξιον νομίζειν, πάλιν αυτούς αν τις έροιτο περί της των
ειδώλων μανίας, την αιτίαν της τοιαύτης αυτών μορφής παρ αυτών αξιών
μαθείν.
22. Ει μεν γαρ ότι
ανθρωπόμορφόν εστι το Θείον, δια τούτο ούτω τετύπωται, δια τι και
αλόγων αυτώ τύπους περιτιθέασιν; ει δε ζώων αλόγων εστίν ο τούτου
τύπος, δια τι και λογικών αυτώ περιτιθέασι γλυφάς; ει δε το
συναμφότερόν εστι, και εξ αμφοτέρων κατειλήφασι τον Θεόν, ότι τε
αλόγων και λογικών έχει τους τύπους, τι διαιρούσι τα συνημμένα, και
χωρίζουσι την αλόγων και ανθρώπων γλυφήν, και ου πάντοτε εξ
αμφοτέρων αυτόν γλύφουσιν, οποία τα παρά τοις μύθοις εστί πλάσματα, η
Σκύλλα και η Χάρυβδις και ο Ιπποκένταυρος και ο παρ Αιγυπτίοις
κυνοκέφαλος Άνουβις; έδει γαρ ή μόνους αυτούς ούτω γράφεσθαι
διφυείς, ή μίαν αυτών εχόντων μορφήν, μη και την άλλην αναπλάττεσθαι
κατ αυτών.
και πάλιν ει αρρενικαί
τούτων εισίν αι μορφαί, δια τι και θηλειών αυτοίς περιτιθέασι
τύπους; ει δε θηλυκών εισι, δια τι και αρρενικών κατ αυτών ψεύδονται
τας μορφάς; ει δε πάλιν το συναμφότερόν εισιν, έδει μη διαιρείσθαι,
αλλά αμφότερα συνάπτεσθαι, και γίνεσθαι κατά τους λεγομένους
ερμαφροδίτους, ίνα μη μόνον ασέβειαν και συκοφαντίαν, αλλά και
γέλωτας αυτών η δεισιδαιμονία τοις ορώσι παράσχη· και όλως ει
σωματοειδές το Θείον υπολαμβάνουσιν, ώστε και γαστέρα και χείρας και
πόδας, και πάλιν αυχένα και στήθη και τα άλλα τα προς γένεσιν
ανθρώπων μέλη επινοείν αυτώ και αναπλάττειν, όρα εις όσην ασέβειαν
και αθεότητα καταπέπτωκε τούτων ο νους, ώστε τοιαύτα υπονοείν περί
του Θείου.
ακολουθεί γαρ αυτώ και τα
άλλα του σώματος πάντως πάσχειν, ώστε και τέμνεσθαι, και
διαιρείσθαι, και πάλιν εξ όλου φθείρεσθαι· ταύτα δε και τα τοιαύτα
ουκ ίδια Θεού, αλλά μάλλον των επί γης σωμάτων εστίν. ο μεν γαρ Θεός
ασώματός εστι και άφθαρτος και αθάνατος, ουδενός εις οτιούν
δεόμενος· ταύτα δε και φθαρτά και σωμάτων εισί τύποι, και της παρ
αυτών επιδεόμενα χρείας, ώσπερ και πρότερον είρηται· πολλάκις γούν
ορώμεν ανακαινουμένους τους παλαιωθέντας, και ους ο χρόνος ή υετός ή
άλλο τι των επί γης ζώων ηφάνισε, τούτους αναπλαττομένους.
εφ ω αν τις αυτών
καταγνώσεται της παραφροσύνης· ότι ων αυτοί ποιηταί τυγχάνουσι,
τούτους θεούς αναγορεύουσι· και ους αυτοί ταις τέχναις περικοσμούσιν
ένεκα του μη φθαρήναι παρά τούτων, αυτοί σωτηρίαν αιτούσι· και ους
ουκ αγνοούσι δεομένους της αυτών επιμελείας, παρά τούτων αυτοί τας
εαυτών χρείας αξιούσιν αναπληρούσθαι· και ους εν μικροίς οικίσκοις
κατακλείουσι, τούτους ουρανού και γης απάσης δεσπότας ουκ
αισχύνονται καλούντες.
23. Ου μόνον δε εκ
τούτων αν τις αυτών την αθεότητα καταμάθοι, αλλά και αφ ων εν αυτοίς
τοις ειδώλοις αυτών εστιν ασύμφωνος η δόξα. ει γαρ αυτοί θεοί
εισιν, ως λέγουσι και περί αυτών φιλοσοφούσι, τίνι τις πρόσθηται
τούτων, και ποίους αν αυτών κρίνη κυριωτέρους, ίνα ή τον Θεόν
θαρρήση προσκυνών, ή, ως φασιν, εν αυτοίς μη διστάζη γινώσκων το
Θείον; ου γαρ οι αυτοί παρά πάσιν ονομάζονται θεοί· αλλ όσα κατά το
πλείστόν εστιν έθνη, τοσούτοι και θεοί αναπλάττονται. έστι δε όπου
και μία χώρα, και μία πόλις προς εαυτάς στασιάζουσι περί της των
ειδώλων δεισιδαιμονίας.
Φοίνικες γούν ουκ ίσασι
τους παρ Αιγυπτίοις λεγομένους θεούς, ουδέ Αιγύπτιοι τα αυτά τοις
παρά Φοίνιξι προσκυνούσιν είδωλα. και Σκύθαι μεν τους Περσών, Πέρσαι
δε τους Σύρων ου παραδέχονται θεούς. αλλά και Πελασγοί μεν τους εν
Θράκη θεούς διαβάλλουσι· Θράκες δε τους παρά Θηβαίοις ου
γινώσκουσιν. Ινδοί δε κατά Αράβων, και Άραβες κατ Αιθιόπων, και
Αιθίοπες κατ αυτών εν τοις ειδώλοις διαφέρονται. και Σύροι μεν τα
Κιλίκων ου σέβουσι· Καππαδοκών δε το γένος άλλους παρά τούτους
ονομάζουσι θεούς. και Βιθυνοί μεν ετέρους, Αρμένιοι δε άλλους
εαυτοίς ανεπλάσαντο. και τι μοι πολλών; ηπειρώται παρά τους εν ταις
νήσοις άλλους θεούς προσκυνούσι· και νησιώται παρά τους εν ταις
ηπείροις θρησκεύουσι. και όλως εκάστη πόλις και κώμη, τους εκ
γειτόνων ουκ ειδυία θεούς, τους εαυτής προκρίνει, και μόνους είναι
τούτους νομίζει θεούς.
περί γαρ των εν Αιγύπτω
μυσαρών ουδέ λέγειν εστί, πάσιν επ οφθαλμών όντων ότι εναντίας και
μαχομένας αλλήλαις έχουσι τας θρησκείας αι πόλεις, και οι εκ
γειτόνων αεί σπουδάζουσι κατά των πλησίων τα εναντία σέβειν. ο γούν
παρ ετέροις προσκυνούμενος ως θεός κροκόδειλος, ούτος παρά τοις
πλησίον βδέλυγμα νομίζεται· και ο παρ ετέροις λέων ως θεός
θρησκευόμενος, τούτον οι αστυγείτονες ου μόνον ου θρησκεύουσιν, αλλά
και ευρόντες αποκτείνουσιν ως θηρίον· και ο παρ άλλοις ανατεθείς
ιχθύς, ούτος άλλων αλήθεται τροφή. όθεν δη πόλεμοι και στάσεις και
πάσα φόνων πρόφασις και πάσα των παθών ηδονή παρ αυτοίς εστι. και το
γε θαυμαστόν, ότι ως οι ιστορήσαντες εξηγούνται, παρ Αιγυπτίων οι
Πελασγοί μαθόντες τα ονόματα των θεών, ουκ ίσασιν ούτοι τους παρ
Αιγυπτίοις θεούς, αλλά άλλους παρ εκείνους θρησκεύουσι. και όλως
πάντων των εν ειδώλοις μανέντων εθνών διάφορός εστιν η δόξα και η
θρησκεία, και ου τα αυτά παρά τοις αυτοίς ευρίσκεται.
και εικότως γε τούτο
πάσχουσιν. εκπεσόντες γαρ από της προς τον ένα Θεόν κατανοήσεως, εις
πολλά και διάφορα καταπεπτώκασι· και αποστραφέντες τον αληθώς του
Πατρός Λόγον, τον πάντων Σωτήρα Χριστόν, εικότως εις πολλά την
διάνοιαν έχουσι ρεμβομένην. και ώσπερ οι τον ήλιον αποστραφέντες και
εν σκοτεινοίς γενόμενοι τόποις, πολλάς ανόδους κυκλεύουσιν οδούς,
και τους μεν παρόντας ουχ ορώσι, τους δε μη όντας φαντάζονται ως
παρόντας, και «βλέποντες ου βλέπουσι»· τον αυτόν τρόπον οι τον Θεόν
αποστραφέντες και σκοτισθέντες την ψυχήν ρεμβόμενον έχουσι τον νουν,
και τα ουκ όντα ως μεθύοντες και μη ορώντες φαντάζονται.
24. Ταύτα δε ου μικρός
έλεγχός εστι της αληθώς αθεότητος αυτών. διαφόρων γαρ όντων και
πολλών κατά πόλιν και χώραν θεών, και του ετέρου τον του ετέρου
αναιρούντος θεόν, οι πάντες παρά πάντων αναιρούνται. και γαρ οι παρ
άλλοις νομιζόμενοι θεοί των παρ άλλοις λεγομένων θεών γίγνονται
θυσίαι και σπονδαί· και άλλων αι θυσίαι, άλλων έμπαλίν εισι θεοί.
Αιγύπτιοι δε τον βούν και
τον Άπιν μόσχον όντα σέβουσι· και τούτους άλλοι τω Διί θύουσι. καν
γαρ μη αυτούς εκείνους ους ανατεθείκασι θύσωσιν, αλλά τα όμοια
θύοντες, τα αυτά προσάγειν δοκούσι. Λίβυες πρόβατον, ό καλούσιν
Άμμωνα, θεόν έχουσι· και τούτο πολλοίς παρ ετέρων εις θυσίαν
σφάζεται. Ινδοί τον Διόνυσον θρησκεύουσι, συμβολικώς οίνον αυτόν
ονομάζοντες· και τούτον τοις άλλοις σπένδουσιν έτεροι.
άλλοι ποταμούς και
κρήνας, και πάντων μάλιστα Αιγύπτιοι το ύδωρ προτετιμήκασι, και
θεούς αναγορεύουσι· και όμως άλλοι, και αυτοί δε οι ταύτα
θρησκεύοντες Αιγύπτιοι, τους των άλλων ρύπους, και τους εαυτών
απονίπτονται τοις ύδασι, και το λείψανον μετά ατιμίας εκρίπτουσι.
σχεδόν δε πάσα η των Αιγυπτίων ειδωλοποιία των παρ άλλοις θεών εστι
θυσία· ώστ αν αυτούς και παρ αυτών εκείνων χλευάζεσθαι, ότι μη
θεούς, αλλά τα των άλλων έτι τε και παρ αυτοίς αποτροπιάσματα και
θυσίας όντα θεοποιούσιν.
25. Ήδη δε τινες εις
τοσαύτην ασέβειαν και παραφροσύνην εξηνέχθησαν, ως και αυτούς τους
ανθρώπους, ων εισι τύποι και μορφαί, τοις παρ αυτοίς ψευδοθέοις
κατασφάττειν και θυσίας προσάγειν. και ουχ ορώσιν οι κακοδαίμονες
ότι τα σφαγιαζόμενα θύματα αρχέτυπά εισι των υπ αυτών πλασθέντων και
προσκυνουμένων θεών, και οίς προσάγουσι τους ανθρώπους. σχεδόν γαρ
τα όμοια τοις ομοίοις ή μάλλον τα κρείττονα τοις ελάττοσι
προσάγουσιν. έμψυχα γαρ αψύχοις θύουσι, και λογικά τοις ακινήτοις
προσάγουσι.
Σκύθαι γαρ οι καλούμενοι
Ταύρειοι τη παρ αυτοίς Παρθένω καλουμένη τους από ναυαγίων και
όσους αν λάβωσι των Ελλήνων εις θυσίας αναφέρουσι, τοσούτον
ασεβούντες κατά των ομογενών ανθρώπων, και ούτως ελέγχοντες των θεών
αυτών την ωμότητα· ότι ους η Πρόνοια από θαλάσσης εκ κινδύνων
διέσωσε, τούτους αυτοί κατασφάττουσι, μονονουχί κατά της Προνοίας
γινόμενοι· ότι την εκείνης ευεργεσίαν τη εαυτών θηριώδει ψυχή
κατακρύπτουσιν. άλλοι δε τω Άρει, επειδάν εκ πολέμων επανέλθωσι και
νίκας φέρωσι, το τηνικαύτα εις εκατοντάδας διελόντες τους ληφθέντας,
και αφ εκάστης ένα λαμβάνοντες, τοσούτους κατασφάζουσιν, όσους αν
κατά μίαν εκατοντάδα εκλέξωνται.
ου μόνοι δε Σκύθαι δια
την εν βαρβάροις έμφυτον αυτοίς αγριότητα τα τοιαύτα μυσαρά δρώσιν,
αλλ ίδιόν εστι της των ειδώλων και δαιμόνων κακίας τούτο το δράμα.
και γαρ και Αιγύπτιοι έθυον μεν πάλαι τη Ήρα τοιαύτα σφάγια·
Φοίνικες δε και Κρήτες τον Κρόνον εν ταις τεκνοθυσίαις εαυτών
ιλάσκοντο. και οι πάλαι δε ωμαίοι τον καλούμενον Λατιάριον Δία
ανθρωποθυσίαις εθρήσκευον· και άλλοι άλλως, και πάντες απλώς
εμίαινον και εμιαίνοντο. εμιαίνοντο μεν αυτοί δρώντες τα φονικά·
εμίαινον δε τους εαυτών ναούς τοιαύταις καπνίζοντες θυσίαις.
από δη τούτων τα κακά
τοις ανθρώποις εις πλήθος έφθασεν· ορώντες γαρ εν τούτοις τους παρ
αυτοίς ηδομένους δαίμονας, ευθέως και αυτοί τοις τοιούτοις
πλημμελήμασι τους εαυτών θεούς εμιμήσαντο, ίδιον ηγούμενοι κατόρθωμα
την προς τα κρείττονα, ως αυτοί νομίζουσι, μίμησιν. ένθεν
ανδροφονίαις και τεκνοκτονίαις και πάσαις ασελγείαις ηττήθησαν οι
άνθρωποι. και γαρ σχεδόν πάσα πόλις πάσης ασελγείας εστί μεστή δι
ομοιότητα τρόπων των παρ αυτοίς θεών γινομένη· και ουκ έστι σώφρων
εν τοις ειδώλοις, ει μη μόνος ο παρ αυτοίς επ ασελγεία
μαρτυρούμενος.
26. Γυναίκες γούν εν
ειδώλοις της Φοινίκης πάλαι προεκαθέζοντο, απαρχόμεναι τοις εκεί
θεοίς εαυτών την του σώματος εαυτών μισθαρνίαν, νομίζουσαι τη
πορνεία την θεόν εαυτών ιλάσκεσθαι, και εις ευμένειαν άγειν αυτήν
δια τούτων.
άνδρες δε, την φύσιν
αρνούμενοι και μηκέτι είναι θέλοντες άρρενες, την γυναικών
πλάττονται φύσιν, ως εκ τούτων καταθύμια και τιμήν τη μητρί των παρ
αυτοίς λεγομένων θεών ποιούντες. πάντες δε ομού τοις αισχίστοις
βιούσι, και τοις χείροσιν εαυτοίς αμιλλώνται· και ως είπεν ο άγιος
του Χριστού διάκονος Παύλος· «Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την
φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν. ομοίως δε και οι άρρενες,
αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας, εξεκαύθησαν εν τη ορέξει
αυτών εις αλλήλους, άρρενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην
κατεργαζόμενοι».
ταύτα δε και τα τοιαύτα
πράσσοντες, ομολογούσι και ελέγχουσι και τους λεγομένους αυτών θεούς
τοιούτον εσχηκέναι τον βίον. εκ μεν γαρ Διός την παιδοφθορίαν και
την μοιχείαν, εκ δε Αφροδίτης την πορνείαν, και εκ μεν έας την
ασέλγειαν, εκ δε Άρεος τους φόνους, και εξ άλλων άλλα τοιαύτα
μεμαθήκασιν, α οι νόμοι μεν κολάζουσι, πας δε σώφρων ανήρ
αποστρέφεται.
άρ ουν άξιον έτι τούτους
νομίζειν είναι θεούς,τους τα τοιαύτα ποιούντας, και μη μάλλον των
αλόγων αλογωτέρους ηγείσθαι τούτους δια την ασέλγειαν των τρόπων;
άρα άξιον τους θρησκεύοντας αυτούς νομίζειν ανθρώπους, και μη μάλλον
ως αλόγων αλογωτέρους, και των αψύχων αψυχοτέρους, οικτείρειν; ει
γαρ ελογίζοντο της εαυτών ψυχής τον νουν, ουκ αν εν τούτοις
κατεπεπτώκεισαν όλοι πρηνείς, και τον αληθινόν ηρνούντο του Χριστού
Πατέρα Θεόν.
27. Αλλ ίσως οι
επαναβεβηκότες τούτων και περί την κτίσιν επτοημένοι, δυσωπούμενοι
τοις περί των βδελυγμάτων ελέγχοις, ευκατάγνωστα μεν και ευέλεγκτα
παρά πάσιν όντα ταύτα ουκ αρνήσονται και αυτοί· εκείνην δε αυτοίς
ασφαλή την δόξαν και αναντίρρητον είναι οιήσονται την προς τον
κόσμον και τα του κόσμου μέρη θρησκείαν· καυχήσονται γαρ ουχ ως
λίθους και ξύλα και μορφάς ανθρώπων και αλόγων πτηνών τε και ερπετών
και τετραπόδων απλώς, αλλ ήλιον και σελήνην και πάντα τον κατ
ουρανόν κόσμον, και γην αύ πάλιν και σύμπασαν του υγρού την φύσιν
σέβοντες και θρησκεύοντες·
και φήσουσι μη δύνασθαί
τινας αποδείξαι και τούτους μη είναι φύσει θεούς, πάσιν όντος
φανερού ότι ούτε άψυχα ούτε άλογα τυγχάνει, αλλά και την ανθρώπων
υπεραίρει φύσιν, τω τα μεν εν ουρανοίς, τα δε επί της γης κατοικείν.
άξιον ουν και περί τούτων ιδείν και διερευνήσαι. πάντως γαρ και εν
τούτοις ευρήσει ο λόγος τον έλεγχον αληθή κατ αυτών.
Πρίν δε ημάς ιδείν και
της αποδείξεως άρξασθαι, αρκεί την κτίσιν αυτήν κατ αυτών μονονουχί
βοήσαι, και δείξαι τον αυτής ποιητήν και δημιουργόν θεόν, τον και
ταύτης και του παντός βασιλεύοντα τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού· ον αποστρέφονται μεν οι δοκησίσοφοι, την δε παρ αυτού
γενομένην κτίσιν προσκυνούσι και θεοποιούσι, καίτοι προσκυνούσαν και
αυτήν και ομολογούσαν ον εκείνοι δι αυτήν αρνούνται Κύριον.
ούτω γαρ τους ανθρώπους
εις τα ταύτης μέρη κεχηνότας και θεούς νομίζοντας ταύτα, δυσωπήση αν
καλώς αυτούς η των μερών προς άλληλα χρεία· γνωρίζει δε και
σημαίνει τον και αυτών όντα Κύριον και ποιητήν τον του Λόγου Πατέρα,
τη αναντιρρήτω προστάξει της εις αυτόν υπακοής, ή φησι και η θεία
νομοθεσία· «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού· ποίησιν δε χειρών
αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». πίστις δε τούτων ουκ αφανής, αλλά και
λίαν εναργής εστι τοις τον οφθαλμόν της διανοίας μη πάντη
πεπηρωμένον έχουσιν. ει γαρ τις καθ εαυτά τα μέρη της κτίσεως λάβοι
και έκαστον ιδία νοήσει, οίον ήλιον καθ εαυτόν μόνον, και σελήνην
χωρίς, και γην αύ και αέρα, και την θερμήν και ψυχράν και ξηράν και
υγράν ουσίαν διελών από της προς άλληλα συναφής, έκαστον εκλάβοι καθ
εαυτό και ιδία θεωρήσειεν· ευρήσει πάντως μηδέν ικανούμενον εαυτώ,
αλλά πάντα της αλλήλων χρείας δεόμενα, και ταις παρ αλλήλων
επικουρίαις συνιστάμενα. ήλιος μεν γαρ τω σύμπαντι ουρανώ
συμπεριφέρεται και εμπεριέχεται, και εκτός της εκείνου κυκλοφορίας
ουκ αν ποτε γένοιτο· σελήνη δε και τα άλλα άστρα μαρτυρούσι την παρά
ηλίου γιγνομένην αυτοίς επικουρίαν· γη δε πάλιν ουκ άνευ υετών τους
καρπούς αποδιδούσα φαίνεται· οι δε υετοί χωρίς της των νεφελών
χρείας ουκ αν καταβαίεν επί γης· αλλ ουδέ νέφη χωρίς του αέρος καθ
εαυτά αν φανείη και συσταίη ποτέ.
ό τε αήρ ουχ υφ εαυτού,
αλλ υπό μεν του αιθέρος διακαίεται, υπό δε του ηλίου καταλαμπόμενος
λαμπρύνεται. και πηγαί μεν και ποταμοί ουκ άνευ της γης συστήσονταί
ποτε· γη δε ουκ αφ εαυτής ερήρεισται, αλλ επί μεν την των υδάτων
ουσίαν συνέστηκεν, εμπεριέχεται δε και αύτη κατά το μέσον συνδεθείσα
του παντός.
ή τε θάλασσα και ο
έξωθεν περιρρέων την σύμπασαν γην μέγας ωκεανός υπό ανέμων κινείται
και φέρεται όποι δ αν αυτόν η των ανέμων προσρήσση βία. και αυτοί δε
οι άνεμοι ουκ εν εαυτοίς, αλλά, κατά τους περί τούτων ειπόντας, εκ
της προς τον αέρα του αιθέρος διακαύσεως και θερμότητος εν αυτώ τω
αέρι συνίστανται, και δι αυτού πανταχού πνέουσι.
περί γαρ των τεσσάρων
στοιχείων, εξ ων και συνέστηκεν η των σωμάτων φύσις, την θερμήν λέγω
και την ψυχράν, ξηράν τε και υγράν ουσίαν, τις τοσούτον απέστραπται
την διάνοιαν, ώστε μη ειδέναι ότι ομού μεν συνημμένα ταύτα
συνίσταται, διαιρούμενα δε και καθ εαυτά γινόμενα, λοιπόν και
αλλήλων εισίν αναιρετικά ταύτα κατά την του πλεονάζοντος εν αυτοίς
επικρατείαν; θερμόν τε γαρ υπό ψυχρού πλεονάσαντος αναιρείται· και
ψυχρόν πάλιν υπό της θερμής αφανίζεται δυνάμεως· ξηρόν τε αύ υπό του
υγρού διυγραίνεται, και τούτο υπό του ετέρου ξηραίνεται.
28. Πως ουν ταύτα αν
είεν θεοί δεόμενα της παρ ετέρων επικουρίας; ή πως παρά τούτων
αιτείσθαί τι προσήκεν, και αυτών απαιτούντων παρ αλλήλων την εις
εαυτά χρείαν; ει γαρ περί Θεού λόγος εστί μηδενός αυτόν επιδεά
είναι, αλλ αυτάρκη και πλήρη εαυτού, και εν αυτώ τα πάντα συστήκειν,
και μάλλον αυτόν τοις πάσιν επιδιδόναι· πως ήλιον και σελήνην, και
τα άλλα μέρη της κτίσεως ουκ όντα τοιαύτα, αλλά και λειπόμενα της
αλλήλων χρείας, αναγορεύειν άξιον θεούς;
αλλ ίσως διαιρούμενα μεν
και καθ εαυτά λαμβανόμενα, επιδεή είναι αυτά και αυτοί
συνομολογούσι, της αποδείξεως επ οφθαλμών ούσης· ομού δε πάντα
συνάπτοντες, και ως εν αποτελούντες μέγα σώμα, το όλον Θεόν είναι
φήσουσι. συστάντος γαρ του όλου, ουκ έτι μεν έξωθεν αυτοίς χρεία
γενήσεται· εαυτώ δε το όλον ικανόν και αύταρκες γενήσεται προς
πάντα, λέξουσιν οι δοκησίσοφοι, ίνα και εντεύθεν ελεγχθώσιν· ούτος
δε ο λόγος και μάλλον αυτών την ασέβειαν μετά μεγάλης απαιδευσίας
ουκ έλαττον των πρόσθεν αποδείξει.
ει γαρ το καθ έκαστον
συναφθέν το όλον αναπληροί, και το όλον εκ των καθ εν συνίσταται· το
όλον άρα εκ μερών συνέστη, και έκαστον του όλου μέρος τυγχάνει.
τούτο δε των περί Θεού εννοιών πολύ πόρρωθεν καθέστηκεν. ο γαρ Θεός
όλον εστί και ου μέρη, και ουκ εκ διαφόρων συνέστηκεν, αλλ αυτός της
πάντων συστάσεώς εστι ποιητής. θέα γαρ όσην ασέβειαν κατά του Θείου
ταύτα λέγοντες εξηγούνται. ει γαρ εκ μερών συνέστηκε, πάντως αυτός
εαυτού ανόμοιος φανήσεται, και εξ ανομοίων έχων την συμπλήρωσιν. ει
γαρ ήλιός εστιν, ουκ έστι σελήνη· και ει σελήνη εστίν, ουκ έστι γη·
και ει γη τυγχάνει, ουκ αν είη θάλασσα· και ούτως εφ εκάστου
λαμβάνων αν τις ευρήσει την ατοπίαν του τοιούτου αυτών λόγου.
Τούτο δ αν τις και εκ
του καθ ημάς ανθρωπείου σώματος ιδών καταγνοίη τούτων. ως γαρ ο
οφθαλμός ουκ έστιν ακοή, ουδέ η ακοή χείρ, ουδέ η γαστήρ εστι
στέρνα, ουδ αύ πάλιν ο αυχήν εστι πούς· αλλ έκαστον τούτων ιδίαν
έχει την ενέργειαν, και εκ τούτων διαφόρων όντων εν συνίσταται σώμα,
συνημμένα μεν έχον τα μέρη κατά την χρείαν, διαιρούμενα δε κατά την
του χρόνου παρουσίαν, όταν η φύσις η συνάξασα ταύτα διέλη, ως ο
προστάξας Θεός βούλεται· ούτω συγγνώμην δε ο λόγος εχέτω παρ αυτού
του κρείττονος, ει τα μέρη της κτίσεως συνάπτοντες εις εν σώμα θεόν
αναγορεύουσιν, ανάγκη αυτόν μεν καθ εαυτόν ανόμοιον εαυτώ είναι,
ώσπερ εδείχθη, διαιρείσθαι δε πάλιν κατά την των μερών εις το
μερίζεσθαι γενομένην φύσιν.
29. Και άλλως δ αν τις
αυτών ελέγξειε την αθεότητα κατά την της αληθείας θεωρίαν. ει γαρ ο
Θεός ασώματός εστι, και αόρατος, και άψαυστος τη φύσει, πως σώμα τον
Θεόν επινοούσι, και τα φαινόμενα τοις οφθαλμοίς και ων ψαύομεν τη
χειρί θρησκεύουσι τη Θεού τιμή; και πάλιν, ει ο περί Θεού κρατεί
λόγος, δυνατόν αυτόν είναι κατά πάντα, και μηδέν μεν αυτού κρατείν,
αυτόν δε των πάντων κρατείν και δεσπόζειν· πως οι την κτίσιν
θεοποιούντες ουχ ορώσιν αυτήν εκτός ούσαν του τοιούτου περί Θεού
όρου;
ηλίου μεν γαρ υπό γην
γενομένου, το φως η γη σκιάζει μη οράσθαι· σελήνην δε μεθ ημέραν ο
ήλιος επικρύπτει τη του φωτός λαμπηδόνι. και γης μεν τους καρπούς
πολλάκις χάλαζα βλάπτει· το πυρ δε, ει γένοιτό τις υδάτων πλημμύρα,
σβέννυται. και χειμώνα μεν έαρ παραγκωνίζεται, θέρος δε το έαρ
υπερβήναι τους όρους ουκ επιτρέπει, και αυτό πάλιν υπό του μετοπώρου
κωλυόμενον τας ιδίας ώρας εξέρχεσθαι.
είπερ ουν ήσαν θεοί,
έδει τούτους μη υπ αλλήλων ηττάσθαι και επικρύπτεσθαι, αλλά πάντοτε
αλλήλοις συνείναι, και κοινάς άμα τας ενεργείας επιτελείν· έδει μεθ
ημέραν και μετά νύκτα ήλιον ομού και σελήνην και τον άλλον των
αστέρων χορόν ίσον έχειν το φως, και τούτο πάσι λάμπειν, και πάντα
παρ αυτών καταυγάζεσθαι· έδει θέρος ομού και χειμώνα και έαρ και
μετόπωρον απαραλλάκτως και κατά το αυτό συνίστασθαι· έδει την
θάλασσαν ταις πηγαίς επιμίγνυσθαι και κοινόν ανθρώποις το πόμα
παρέχειν· έδει νηνεμίας και των ανέμων τας πνοάς εν ταυτώ γίνεσθαι·
έδει το πυρ ομού και το ύδωρ κοινήν και μίαν ανθρώποις την χρείαν
παρέχειν.
ουδέ γαρ ουδέ βλάβην αν
τις εξ αυτών υπέμεινε, θεών όντων κατ αυτούς, και μηδέν επί βλάβη,
επ ωφελεία δε μάλλον πάντα ποιούντων. ει δε ταύτα γίνεσθαι αδύνατον
δια την προς άλληλα εναντιότητα, πως οίόν τε ταύτα αλλήλοις εναντία
και μαχόμενα, και μη δυνάμενα αλλήλοις συστήναι, έτι θεούς ονομάζειν
ή Θεού θρησκεύεσθαι τιμαίς; τα δε προς εαυτά ασύμφωνον την φύσιν
έχοντα πως αν άλλοις ευχομένοις ειρήνην παρέχοιεν, και ομονοίας
αυτοίς γένοιντο πρυτάνεις; ούτε ουν ήλιος εικότως, ούτε σελήνην,
ούτε άλλο τι μέρος της κτίσεως, πολλώ δε πλέον ουδέ τα εν λίθοις και
χρυσώ και ταις άλλαις ύλαις αγάλματα, ουδέ οι παρά ποιηταίς
μυθολογούμενοι Ζεύς και Απόλλων και οι άλλοι είεν αληθώς θεοί, ως ο
λόγος απέδειξεν· αλλά τα μεν αυτών μέρη της κτίσεώς εστι, τα δε
αυτών άψυχα τυγχάνει, τα δε μόνον άνθρωποι θνητοί γεγόνασι. διο και η
περί ταύτα θρησκεία και θεοποιία ουκ ευσεβείας, αλλά αθεότητος και
πάσης ασεβείας εστίν εισήγησις, και μεγάλης πλάνης έλεγχος από της
προς τον ένα και μόνον αληθινόν Θεόν γνώσεως, λέγω δη τον του
Χριστού Πατέρα.
Ότε τοίνυν ταύθ ούτως
ελέγχεται και δέδεικται η παρά τοις Έλλησιν ειδωλολατρεία πάσης
αθεότητος ούσα μεστή, και ουκ επ ωφελεία, αλλ επ απωλεία τω βίω των
ανθρώπων εισαχθείσα·
φέρε λοιπόν, ως εξ αρχής
ο λόγος επηγγείλατο, της πλάνης διελεγχθείσης, την της αληθείας
οδόν οδεύσωμεν, και θεωρήσωμεν τον ηγεμόνα και δημιουργόν του παντός
τον του Πατρός Λόγον, ίνα δι αυτού και τον τούτου Πατέρα Θεόν
κατανοήσωμεν, και γνώσιν Έλληνες όσον της αληθείας εαυτούς
απεσχοίνισαν.
30. Τα μεν προειρημένα
ουδέν έτερον ή πλάνη τω βίω διηλέγχθη· η δε της αληθείας οδός προς
τον όντως όντα Θεόν έξει τον σκοπόν. προς δε την ταύτης γνώσιν και
απλανή κατάληψιν ουκ άλλων εστίν ημίν χρεία, αλλ ημών αυτών· ουδ,
ώσπερ εστίν αυτός ο Θεός υπεράνω πάντων, ούτω και η προς τούτον οδός
πόρρωθεν ή έξωθεν ημών εστιν· αλλ εν ημίν εστι, και αφ ημών ευρείν
την αρχήν δυνατόν, καθώς και Μωϋσής εδίδασκε λέγων· «Το ρήμα της
πίστεως εντός της καρδίας σου εστιν». όπερ και ο Σωτήρ σημαίνων και
βεβαιών έλεγεν· Η «βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν».
ένδον γαρ εν εαυτοίς
έχοντες την πίστιν και την βασιλείαν του Θεού, δυνάμεθα ταχέως
θεωρήσαι και νοήσαι τον του παντός βασιλέα, του Πατρός σωτήριον
Λόγον. και μη προφασιζέσθωσαν Έλληνες οι τοις ειδώλοις θρησκεύοντες·
μηδέ άλλος τις απλώς εαυτόν απατάτω, ως την τοιαύτην οδόν ουκ έχων,
και δια τούτο της αθεότητος εαυτού πρόφασιν ευρίσκων. πάντες γαρ
εις αυτήν επιβεβήκαμεν και έχομεν, ει και μη πάντες αυτήν οδεύειν,
αλλά παροδεύειν εκβαίνοντες θέλουσι δια τας έξωθεν αυτούς ελκούσας
ηδονάς του βίου.
και ει τις αν έροιτο,
τις αν είη αύτη· φημί δη την εκάστου ψυχήν είναι, και τον εν αυτή
νουν. δι αυτού γαρ μόνου δύναται Θεός θεωρείσθαι και νοείσθαι· εκτός
ει μη, ώσπερ τον Θεόν ηρνήσαντο, ούτω και ψυχήν έχειν παραιτήσονται
οι ασεβείς, εικότως τούτο προ των άλλων λέγοντες. ου γαρ εχόντων
έστι νουν αρνείσθαι τον τούτου ποιητήν και δημιουργόν Θεόν.
ότι μεν ουν ψυχήν
έκαστος ανθρώπων έχει και ταύτην λογικήν, και τούτο αναγκαίόν εστι
δείξαι δι ολίγων δια τους ακεραίους, επεί μάλιστά τινες από των
αιρέσεων αρνούνται και τούτο, οιόμενοι μηδέν πλέον είναι τον
άνθρωπον, ή το φαινόμενον είδος του σώματος· ίνα ταύτης δειχθείσης,
φανερώτερον δι εαυτών τον κατά των ειδώλων έλεγχον έχειν δυνηθώσι.
31. Πρώτον μεν ουν ου
μικρόν γνώρισμα του λογικήν είναι την των ανθρώπων ψυχήν εκ του προς
τα άλογα διαλλάττειν αυτήν· δια τούτο γαρ εκείνα μεν άλογα καλείν η
φύσις είωθεν, επειδή των ανθρώπων το γένος εστί λογικόν· έπειτα δε
και τούτο προς απόδειξιν ου το τυχόν αν είη, εκ του μόνον τον
άνθρωπον τα έξωθεν εαυτού λογίζεσθαι, και ενθυμείσθαι τα μη παρόντα,
και πάλιν επιλογίζεσθαι και κρίσει το κρείττον των λογισμών
αιρείσθαι· τα μεν γαρ άλογα μόνα τα παρόντα βλέπει, και προς μόνα τα
εν οφθαλμοίς ορμά, καν μετά ταύτα την βλάβην έχη.
ο δε άνθρωπος ου προς τα
βλεπόμενα ορμά, αλλά τω λογισμώ τα δια των οφθαλμών ορώμενα κρίνει·
πολλάκις γούν ορμήσας κεκράτηται τω λογισμώ· και λογισάμενος, πάλιν
επελογίσατο, και αισθάνεται έκαστος, ει της αληθείας γένοιτο φίλος,
ότι άλλος παρά τας σωματικάς αισθήσεις εστίν ο των ανθρώπων νους.
δια τούτο γούν ως άλλος ων, αυτών των αισθήσεων γίνεται κριτής· και
ων εκείναι αντιλαμβάνονται, ταύτα ούτος διακρίνει, και αναμιμνήσκει,
και δείκνυσιν αυταίς το κρείττον.
οφθαλμού μεν γαρ εστι μόνον
το οράν, και ώτων το ακούειν, και στόματος γεύεσθαι, και ρινός
οδμών αντιλαμβάνεσθαι, και χειρών το άπτεσθαι· αλλ α δεί οράν και
ακούειν, και ων άπτεσθαι δεί και γεύεσθαι και οδμάσθαι, ουκέτι των
αισθήσεών εστιν, αλλά της ψυχής και του ταύτης νού διακρίναι. αμέλει
και ξίφους λαβέσθαι δύναται η χείρ, και δηλητηρίου γεύσασθαι το
στόμα· αλλ ουκ οίδεν, ότι βλάπτει ταύτα, ει μη ο νους διακρίνη.
Και έοικέ γε το
τοιούτον, ίνα επί εικόνος αυτό θεωρήσωμεν, λύρα καλώς
κατεσκευασμένη, και τω ταύτην κρατούντι μουσικώ μετ επιστήμης. ως
γαρ αι εν τη λύρα νευραί εκάστη μεν έχει τον ίδιον φθόγγον, η μεν
βαρύν, η δε οξύν, η δε μέσον, η δε οξύτονον, η δε άλλον· αδιάκριτος
δε εστιν αυτών η αρμονία και αδιάγνωστος η σύνθεσις χωρίς του
επιστήμονος· τότε γαρ και η αρμονία αυτών δείκνυται και η σύνταξις
ορθή, όταν ο κατέχων την λύραν πλήξη τας νευράς, και αρμοδίως
εκάστης άψηται·
τούτον τον τρόπον και
των αισθήσεων εν τω σώματι ως λύρας ηρμοσμένων, όταν ο επιστήμων
νους αυτών ηγεμονεύη· τότε και διακρίνει η ψυχή, και οίδεν ό ποιεί
και πράττει. τούτο δε μόνον ίδιον ανθρώπων εστί, και τούτό εστι το
λογικόν της ψυχής των ανθρώπων, ω χρωμένη διαλλάττει των αλόγων, και
δείκνυσιν ότι αληθώς άλλη παρά τα φαινόμενα εν σώματί εστιν.
πολλάκις γούν κειμένου του
σώματος επί γης, τα εν ουρανοίς φαντάζεται και θεωρεί ο άνθρωπος·
και πολλάκις του σώματος ηρεμούντος και ησυχάζοντος και καθεύδοντος,
κινείται ένδον ο άνθρωπος, και τα έξωθεν εαυτού θεωρεί, χώρας
αποδημών και περιπατών, και απαντών τοις γνωρίμοις, και πολλάκις δια
τούτων τας μεθ ημέραν πράξεις εαυτού μαντευόμενος και προγινώσκων.
τούτο δε τι αν είη έτερον ή ψυχή λογική, εν ή λογίζεται και νοεί τα
υπέρ εαυτόν ο άνθρωπος;
32. Και τούτο δ αν είη
προς απόδειξιν ακριβή τοις έτι προς αναίδειαν της αλογίας
τετραμμένοις· πως, του σώματος θνητού κατά φύσιν όντος, λογίζεται
άνθρωπος τα περί αθανασίας, και πολλάκις εαυτώ τον θάνατον υπέρ
αρετής προκαλείται; ή πως, προσκαίρου του σώματος όντος, τα αιώνια
φαντάζεται άνθρωπος, ώστε των μεν εμποδών καταφρονείν, εις εκείνα δε
τον πόθον έχειν;
το μεν ουν σώμα ουκ αν
εαυτό περί εαυτού τοιαύτα λογίσηται, και ουκ αν τα έξωθεν εαυτού
λογίζοιτο· θνητόν γαρ και πρόσκαιρόν εστιν· ανάγκη δε έτερον είναι
το τα εναντία και παρά την φύσιν του σώματος λογιζόμενον. τι ουν αν
είη τούτο πάλιν, ή ψυχή λογική και αθάνατος; και γαρ ουκ έξωθεν, αλλ
ένδοθεν αύτη τω σώματι, ως ο μουσικός τη λύρα, ενηχεί τα κρείττονα.
πως δε πάλιν κατά φύσιν
ων ο οφθαλμός εις το οράν, και η ακοή εις το ακούειν, τα μεν
αποστρέφονται, τα δε αιρούνται; τις γαρ ο τον οφθαλμόν του οράν
αποστρέφων; ή τις την ακοήν κατά φύσιν ούσαν ακουστικήν αποκλείει
του ακούειν; ή τις την γεύσιν, κατά φύσιν ούσαν γευστικήν, κωλύει
πολλάκις της φυσικής ορμής; τις δε την χείρα, κατά φύσιν ούσαν εις
το ενεργείν, επέχει του ψαύειν τινός; τις δε την όσφρησιν, και αυτήν
εις το οδμάσθαι γενομένην, αποστρέφει του μη αντιλαμβάνεσθαι; τις ο
ταύτα κατά των φυσικών του σώματος ενεργών; ή πως το σώμα, την
φύσιν αποστραφέν, επιστρέφεται προς τας ετέρου συμβουλίας, και προς
το εκείνου νεύμα ηνιοχείται; ταύτα γαρ ουδέν έτερον ή ψυχήν λογικήν
αποδείκνυσιν ηγεμονεύουσαν του σώματος. ουδέ γαρ εαυτό το σώμα
πέφυκεν ελαύνειν, αλλ υφ ετέρου άγεται και φέρεται, ώσπερ ουδέ ίππος
εαυτόν υποζεύγνυσιν, αλλ υπό του κρατούντος ελαύνεται. δια τούτο
γούν και νόμοι μεν ανθρώποις τα καλά μεν πράττειν, την δε κακίαν
αποστρέφεσθαι· τοις δε αλόγοις αλόγιστα τα κακά και άκριτα μένει,
άτε δη της λογικότητος και της κατά λόγον διανοίας εκτός
τυγχάνουσιν. είναι μεν ουν ψυχήν λογικήν εν ανθρώποις εκ των
προειρημένων, νομίζω δεδείχθαι.
33. Ότι δε και αθάνατος
γέγονεν η ψυχή, και τούτο αναγκαίον ειδέναι εν τη εκκλησιαστική
διδασκαλία προς έλεγχον της των ειδώλων αναιρέσεως. γένοιτο δ αν ουν
η περί τούτων γνώσις εγγυτέρω μάλλον εκ της περί του σώματος
γνώσεως, και εκ του προς το σώμα διαλλάττειν αυτήν. ει γαρ άλλην
αυτήν ο λόγος απέδειξε παρά το σώμα, έστι δε το σώμα φύσει θνητόν·
ανάγκη την ψυχήν αθάνατον είναι, τω μη είναι κατά το σώμα.
και πάλιν ει η ψυχή το
σώμα κινεί, ως δέδεικται, και ουχί υπό άλλων αυτή κινείται,
ακόλουθόν εστιν υφ εαυτής κινουμένην την ψυχήν, και μετά την εις γην
απόθεσιν του σώματος κινείσθαι πάλιν αυτήν αφ εαυτής. ου γαρ η ψυχή
εστιν η αποθνήσκουσα· αλλά δια την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το
σώμα.
ει μεν ουν και αύτη υπό
του σώματος εκινείτο, ακόλουθον ην, αναχωρούντος του κινούντος,
αποθνήσκειν αυτήν· ει δε η ψυχή κινεί και το σώμα, ανάγκη μάλλον
αυτήν εαυτήν κινείν. εαυτή δε κινουμένη, εξ ανάγκης και μετά τον του
σώματος θάνατον ζη. η γαρ κίνησις της ψυχής ουδέν έτερόν εστιν ή η
ζωή αυτής· ώσπερ αμέλει και το σώμα τότε ζήν λέγομεν ότε κινείται,
και τότε θάνατον αυτού είναι ότε της κινήσεως παύεται.
τούτο δε και από της εν
σώματι καθάπαξ ενεργείας αυτής φανερώτερον αν τις ίδοι. ει γαρ και
ότε τω σώματι επιβέβηκε και συνδέδεται τούτω, ου κατά την του
σώματος σμικρότητα συστέλλεται και συμμετρείται, αλλά πολλάκις, επί
κλίνης τούτου κειμένου και μη κινουμένου, αλλ ως εν θανάτω
κοιμωμένου, αύτη κατά την εαυτής δύναμιν γρηγορεί, και υπερεκβαίνει
την του σώματος φύσιν· και ώσπερ αποδημούσα τούτου, μένουσα εν τω
σώματι, τα υπέρ γην φαντάζεται και θεωρεί, πολλάκις δε και τοις έξω
των γηΐνων σωμάτων αγίοις και αγγέλοις συναντά, και προς αυτούς
αφικνείται τη του νού θαρρούσα καθαρότητι·
πως ουχί μάλλον και
πολλώ πλέον, απολυθείσα του σώματος ότε ο συνδήσας αυτήν βούλεται
Θεός, φανερωτέραν έξει την της αθανασίας γνώσιν; ει γαρ και
συνδεθείσα σώματι την εκτός του σώματος ζωήν έζη, πολλώ πλέον και
μετά θάνατον του σώματος ζήσεται, και ου παύσεται του ζήν δια τον
ούτως αυτήν ποιήσαντα Θεόν δια του εαυτού Λόγου, του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού.
δια τούτο γαρ και
αθάνατα και αιώνια λογίζεται και φρονεί, επεί και αθάνατός εστι. και
ώσπερ, του σώματος θνητού τυγχάνοντος, θνητά και αι τούτου
θεωρούσιν αισθήσεις, ούτως αθάνατα θεωρούσαν και λογιζομένην την
ψυχήν, ανάγκη και αυτήν αθάνατον είναι και αεί ζήν. αι γαρ περί της
αθανασίας έννοιαι και θεωρίαι ουδέποτε αυτήν αφιάσι μένουσαι εν
αυτή, και ώσπερ έκκαυμα εν αυτή γινόμεναι προς ασφάλειαν της
αθανασίας. δια τούτο γούν και της περί Θεού θεωρίας έχει την
έννοιαν, και αυτή εαυτής γίνεται οδός, ουκ έξωθεν, αλλ εξ εαυτής
λαμβάνουσα την του Θεού Λόγου γνώσιν και κατάληψιν.
34. Λέγομεν ουν, καθάπερ
είρηται πρότερον, ώσπερ τον Θεόν ηρνήσαντο και άψυχα θρησκεύουσιν,
ούτω και ψυχήν ουκ έχειν λογικήν νομίζοντες, αυτόθεν έχουσι της
παραφροσύνης την επιτιμίαν εν αλόγοις καταριθμούμενοι· και δια τούτο
ως άψυχοι εν αψύχοις έχοντες την δεισιδαιμονίαν, ελέους και
χειραγωγίας εισίν άξιοι.
ει δε ψυχήν αξιούσιν
έχειν, και επί τω λογικώ μέγα φρονούσιν, εικότως τούτο ποιούντες·
δια τι ως μη έχοντες ψυχήν παρά λόγον τολμώσι, και ουχ α δεί φρονείν
φρονούσιν, αλλά κρείττονας εαυτούς και του Θείου ποιούσι; ψυχήν γαρ
αθάνατον έχοντες και μη βλεπομένην αυτοίς, τον Θεόν εν τοις
βλεπομένοις και θνητοίς απεικάζουσιν.
ή δια τι, ώσπερ
απέστησαν από του Θεού, ούτως ου καταφεύγουσι πάλιν προς αυτόν;
δύνανται γαρ, ώσπερ απεστράφησαν τη διανοία τον Θεόν και τα ουκ όντα
ανεπλάσαντο εις θεούς, ούτως αναβήναι τω νώ της ψυχής, και πάλιν
επιστρέψαι προς τον Θεόν. επιστρέψαι δε δύνανται, εάν ον ενεδύσαντο
ρύπον πάσης επιθυμίας απόθωνται, και τοσούτον απονίψωνται, έως αν
απόθωνται παν το συμβεβηκός αλλότριον τη ψυχή, και μόνην αυτήν ώσπερ
γέγονεν αποδείξωσιν, ίν ούτως εν αυτή θεωρήσαι τον του Πατρός
Λόγον, καθ ον και γεγόνασιν εξ αρχής, δυνηθώσι. κατ εικόνα γαρ Θεού
πεποίηται και καθ ομοίωσιν γέγονεν, ως και η θεία σημαίνει γραφή εκ
προσώπου του Θεού λέγουσα· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα και καθ
ομοίωσιν ημετέραν».
όθεν και ότε πάντα τον
επιχυθέντα ρύπον της αμαρτίας αφ εαυτής αποτίθεται, και μόνον το κατ
εικόνα καθαρόν φυλάττει, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ως εν
κατόπτρω θεωρεί την εικόνα του Πατρός τον Λόγον, και εν αυτώ τον
Πατέρα, ου και έστιν εικών ο Σωτήρ, λογίζεται.
Ή ει μη αυτάρκης εστίν η
παρά της ψυχής διδασκαλία δια τα επιθολούντα ταύτης έξωθεν τον
νουν, και μη οράν αυτήν το κρείττον· αλλ έστι πάλιν και από των
φαινομένων την περί του Θεού γνώσιν καταλαβείν, της κτίσεως ώσπερ
γράμμασι δια της τάξεως και αρμονίας τον εαυτής δεσπότην και ποιητήν
σημαινούσης και βοώσης.
35. Αγαθός γαρ ων και
φιλάνθρωπος ο Θεός, και κηδόμενος των υπ αυτού γενομένων ψυχών,
επειδή αόρατος και ακατάληπτός εστι την φύσιν, επέκεινα πάσης
γενητής ουσίας υπάρχων, και δια τούτο έμελλε το ανθρώπινον γένος
ατυχείν της περί αυτού γνώσεως, τω τα μεν εξ ουκ όντων είναι, τον δε
αγένητον·
τούτου ένεκεν την κτίσιν
ούτω διεκόσμησε τω εαυτού Λόγω ο Θεός, ίν, επειδή την φύσιν εστίν
αόρατος, καν εκ των έργων γινώσκεσθαι δυνηθή τοις ανθρώποις. εκ γαρ
των έργων πολλάκις ο τεχνίτης και μη ορώμενος γινώσκεται· και οίόν
τι λέγουσι περί του αγαλματοποιού Φειδίου, ως τα τούτου
δημιουργήματα εκ της συμμετρίας και της προς άλληλα των μερών
αναλογίας εμφαίνειν και μη παρόντα Φειδίαν τοις ορώσιν· ούτω δεί
νοείν εκ της του κόσμου τάξεως τον τούτου ποιητήν και δημιουργόν
Θεόν, καν τοις του σώματος οφθαλμοίς μη θεωρήται. ου γαρ κατεχρήσατο
τη αοράτω φύσει αυτού ο Θεός· μη τις τούτο προφασιζέσθω· και
παντελώς εαυτόν άγνωστον τοις ανθρώποις αφήκεν· αλλ ως προείπον,
ούτω διεκόσμησε την κτίσιν, ώστε και μη ορώμενον αυτόν τη φύσει,
όμως εκ των έργων γινώσκεσθαι. και τούτο ου παρ εμαυτού φημι, αλλ αφ
ων παρά των θεολόγων ανδρών έμαθον, ων εις εστιν ο Παύλος, ωμαίοις
μεν γράφων ούτω· «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις
ποιήμασι νοούμενα καθοράται». Λυκάοσι δε παρρησιαζόμενος και λέγων·
«Και ημείς ομοιοπαθείς εσμεν υμίν άνθρωποι, ευαγγελιζόμενοι υμάς από
των ματαίων επιστρέφειν επί Θεόν ζώντα, ος εποίησε τον ουρανόν και
την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς, ος εν ταις
παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς
αυτών. καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθουργών, ουρανόθεν
ημίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και
ευφροσύνης τας καρδίας ημών».
τις γαρ, ορών τον
ουρανού κύκλον και τον δρόμον ηλίου και σελήνης, και των άλλων
αστέρων τας θέσεις και τας περιπολήσεις, εναντίας μεν και διαφόρους
γιγνομένας, εν δε τη διαφορά ομοίαν την τάξιν παρά πάντων ομού
σωζομένην, ουκ ενθυμείται ότι ουκ αυτά εαυτά, αλλ έτερός εστιν ο
διακοσμών αυτά ποιητής;
τις δε, ορών ήλιον μεν
ανατέλλοντα μεθ ημέραν, σελήνην δε φαίνουσαν κατά νύκτα, και
φθίνουσαν, και πληρουμένην απαραλλάκτως κατά τον των ημερών ίσον
πάντως αριθμόν, και των άστρων τα μεν διατρέχοντα και ποικίλως
εναλλάττοντα τους δρόμους, τα δε απλανώς κινούμενα, ουκ αν έννοιαν
λάβοι ότι πάντως εστίν ο κυβερνών αυτά δημιουργός;
36. Τις, ορών τα εναντία
τη φύσει συνημμένα, και σύμφωνον έχοντα την αρμονίαν, οίον, τις,
ιδών πυρ ψυχρώ, και ξηρόν υγρώ κεκραμμένον, και ταύτα μη
αντιστατούντα προς άλληλα, αλλ εν αποτελούντα ως εξ ενός το σώμα,
ουκ αν ενθυμηθείη έξωθεν είναι τούτων τον ταύτα συνάψαντα;
τις, ιδών χειμώνα
παραχωρούντα έαρι, και έαρ θέρει, και θέρος μετοπώρω, και ότι
εναντία όντα ταύτα τη φύσει· τον μεν γαρ ψύχει, το δε καίει, το δε
τρέφει, το δε φθίνει· όμως τα πάντα ίσην και αβλαβή τοις ανθρώποις
αποτελούντα την χρήσιν· ουκ αν εννοήσειεν ότι εστί τις κρείττων
τούτων, ο την ισότητα παρέχων πάσι και κυβερνών τα πάντα, καν μη
βλέπη τούτον;
τις, ορών εν αέρι τας
νεφέλας υποβασταζομένας, και εν νεφέλαις την των υδάτων δεθείσαν
βαρύτητα, ουκ έννοιαν λαμβάνει του ταύτα δήσαντος και προστάξαντος
γενέσθαι; ή τις, ορών αυτήν την γην βαρυτάτην ούσαν τη φύσει, επί το
ύδωρ εδρασθείσαν και ακίνητον μένουσαν επί το φύσει κινούμενον, ου
διανοηθήσεται είναί τινα τον ταύτα διαταξάμενον και ποιήσαντα Θεόν;
τις, ιδών την κατά
καιρόν της γης καρποφορίαν, και ουρανόθεν υετούς, και ποταμών
επιρροίας, και πηγών αναβλύσεις, και ζώων εξ ανομοίων γονάς, και
ταύτα ουκ αεί αλλά κατά καιρούς ωρισμένους γινόμενα· και όλως τις,
κατανοήσας εν ανομοίοις και εναντίοις την ίσην και ομοίαν παρ αυτών
αποτελουμένην τάξιν, ουκ αν ενθυμηθείη ότι εστί μία δύναμις η ταύτα
διακοσμησαμένη και διέπουσα, ως αν αυτή δοκή, μένουσα καλώς;
αυτά μεν γαρ καθ εαυτά
ουκ αν συσταίη και φανήναί ποτε δυνηθείη δια την προς άλληλα της
φύσεως εναντιότητα. το μεν γαρ ύδωρ φύσει βαρύ και κάτω ρέον εστίν,
αι δε νεφέλαι κούφαι και των ελαφρών και των ανωφερών τυγχάνουσι·
και όμως το βαρύτερον ύδωρ ορώμεν εν ταις νεφέλαις βασταζόμενον. και
πάλιν η μεν γη βαρυτάτη εστί, το δ αύ πάλιν ύδωρ κουφότερόν εστι
ταύτης· και όμως υπό των ελαφροτέρων το βαρύτερον βαστάζεται, και ου
καταφέρεται, αλλ έστηκεν ακίνητος η γη.
και το μεν άρρεν ου
ταυτόν εστι τω θήλει, και όμως εις εν συνάγεται, και μία παρ
αμφοτέρων αποτελείται γένεσις του ομοίου ζώου. και συνελόντι φάναι,
το ψυχρόν τω θερμώ εναντίον εστί, και το υγρόν τω ξηρώ μάχεται· και
όμως συνελθόντα ου στασιάζει προς εαυτά, αλλ εξ ομονοίας εν σώμα και
την πάντων γένεσιν αποτελούσιν.
37. Ουκ αν ουν μαχόμενα
και εναντία όντα τη φύσει εαυτά συνήγαγον, ει μη κρείττων ην και
κύριος ο συνδήσας αυτά, ω και αυτά τα στοιχεία, ώσπερ δούλα δεσπότη
υπακούοντα, είκει και πείθεται· και ουκ, εις την εαυτού φύσιν
έκαστον σκοπούν, αντιμάχεται προς το έτερον· αλλά τον συνδήσαντα
Κύριον γινώσκοντα, ομόνοιαν έχουσι προς εαυτά, φύσει μεν όντα
εναντία, τη δε του κυβερνώντος βουλήσει φιλιάζοντα.
επεί ει μη κρείττονι
προστάξει εγεγόνει τούτων μία κράσις, πως αν το βαρύ τω ελαφρώ, ή το
ξηρόν τω υγρώ, ή το περιφερές τω ορθώ, ή το πυρ τω ψυχρώ, ή όλως η
θάλαττα τη γη, ή ο ήλιος τη σελήνη, ή τα άστρα τω ουρανώ, και ο αήρ
ταις νεφέλαις εμίγη και συνήλθεν, ανομοίου ούσης της εκάστου προς το
έτερον φύσεως;
έμελλε γαρ και μεγάλη
στάσις γίγνεσθαι προς αυτά, του μεν καίοντος, του δε ψύχοντος, και
του μεν βαρέος κάτω, του δε κούφου εκ των εναντίων άνω έλκοντος, και
του μεν ηλίου φωτίζοντος, του δε αέρος σκοτίζοντος· και γαρ και τα
άστρα εστασίασαν αν προς εαυτά, ότι τα μεν ανωτέρω, τα δε κατωτέρω
την θέσιν έχει· και η νύξ δε ουκ αν παρεχώρησε τη ημέρα, αλλά έμενεν
πάντως μαχομένη προς αυτήν και στασιάζουσα.
τούτων δε γιγνομένων,
λοιπόν ην ιδείν ουκέτι κόσμον αλλ ακοσμίαν, ουκέτι τάξιν αλλ
αταξίαν, ουκέτι σύστασιν αλλ ασύστατον το όλον, ουκέτι μέτρα αλλ
αμετρίαν. τη γαρ εκάστου στάσει και μάχη ή πάντα ανηρούντο, ή το
κρατούν μόνον εφαίνετο. και τούτο πάλιν την του παντός ακοσμίαν
εδείκνυε.
μόνον γαρ γενόμενον και
λειπόμενον τη των άλλων χρεία, ανάρμοστον το όλον εποίει· ώσπερ ει
και μόνος πούς, και μόνη χείρ απομείνασα, ουκ αν έσωσεν ολόκληρον το
σώμα. ποίος γαρ κόσμος ην, ει μόνος ήλιος έφαινεν, ή σελήνη μόνη
περιεπόλει, ή νύξ μόνη ην, ή ημέρα αεί ετύγχανε; ποία δε πάλιν ην
αρμονία, ει μόνος ην ο ουρανός χωρίς των άστρων, ή τα άστρα χωρίς
του ουρανού; τι δε και χρήσιμον, ει μόνη θάλαττα ην, και ει μόνη γη
χωρίς υδάτων και των άλλων της κτίσεως μερών έκειτο;
πως δ αν και άνθρωπος
εφάνη ή όλως ζώον επί γης, των στοιχείων προς εαυτά στασιαζόντων,
και ενός όντος του κρατούντος και μη δυναμένου προς την των σωμάτων
σύστασιν αρκείν; ουκ αν γαρ εκ μόνου θερμού, ή μόνου ψυχρού, ή μόνου
υγρού, ή ξηρού συνέστη τι των όλων· αλλ ην άτακτα πάντα και
ασύνθετα καθόλου. αλλ ουδ αν αυτό το δοκούν κρατείν ηδυνήθη αν
συστήναι χωρίς της των άλλων επικουρίας· ούτω γαρ και νυν
συνέστηκεν.
38. Επεί ουν ουκ αταξία
αλλά τάξις εστίν εν τω παντί, και ουκ αμετρία αλλά συμμετρία, και
ουκ ακοσμία αλλά κόσμος και κόσμου παναρμόνιος σύνταξις, ανάγκη
λογίζεσθαι και λαμβάνειν έννοιαν του ταύτα συναγαγόντος και
συσφίγξαντος, και συμφωνίαν εργαζομένου προς αυτά Δεσπότου. καν γαρ
μη τοις οφθαλμοίς οράται, αλλ από της τάξεως και συμφωνίας των
εναντίων, εννοείν εστι τον τούτων άρχοντα και κοσμήτορα και βασιλέα.
ώσπερ γαρ πόλιν εκ
πολλών και διαφόρων ανθρώπων συνεστώσαν, μικρών και μεγάλων, και
πλουσίων αύ και πενήτων, και πάλιν γερόντων και νεωτέρων, και
αρρένων και θηλέων, ει θεωρήσαιμεν ευτάκτως οικουμένην, και τους εν
αυτή διαφόρους μεν όντας, ομονοούντας δε προς εαυτούς, και μήτε τους
πλουσίους κατά των πενήτων, μήτε τους μεγάλους κατά των μικρών,
μήτε τους νέους κατά των γερόντων γιγνομένους, αλλά πάντας κατά την
ισομοιρίαν ειρηνεύοντας· ει ταύτα βλέποιμεν, πάντως εννοούμεν, ότι
άρχοντος παρουσία την ομόνοιαν πρυτανεύει, καν μη ορώμεν αυτόν.
η μεν γαρ αταξία
αναρχίας εστί γνώρισμα· η δε τάξις τον ηγεμονεύοντα δείκνυσι. και
γαρ και την εν τω σώματι των μελών προς εαυτά συμφωνίαν ορώντες, ότι
ου μάχεται ο οφθαλμός τη ακοή, ουδέ η χείρ τω ποδί στασιάζει, αλλ
έκαστον την ιδίαν αποτελεί χρείαν αστασιάστως, εννοούμεν εκ τούτου
πάντως είναι ψυχήν εν τω σώματι την τούτων ηγεμονεύουσαν, καν μη
βλέπωμεν αυτήν.
ούτως εν τη του παντός
τάξει και αρμονία τον του παντός ηγεμόνα νοείν ανάγκη Θεόν, και
τούτον ένα και ου πολλούς. και η τάξις δε αύτη της διακοσμήσεως, και
η των πάντων μεθ ομονοίας αρμονία, ου πολλούς αλλ ένα τον αυτής
άρχοντα και ηγεμόνα δείκνυσι Λόγον. ουκ αν γαρ, είπερ ήσαν πολλοί
της κτίσεως άρχοντες, εσώζετο τοιαύτη τάξις των πάντων· αλλ ην πάλιν
άτακτα πάντα δια τους πολλούς, έλκοντος εκάστου προς την εαυτού
βούλησιν τα πάντα, και μαχομένου προς τον έτερον. ώσπερ γαρ ελέγομεν
την πολυθεότητα αθεότητα είναι, ούτως ανάγκη την πολυαρχίαν
αναρχίαν είναι. εκάστου γαρ την του ετέρου αρχήν αναιρούντος, ουδείς
εφαίνετο λοιπόν ο άρχων, αλλ ην αναρχία παρά πάσιν. ένθα δε μη
έστιν άρχων, εκεί πάντως αταξία γίνεται.
και έμπαλιν η των πολλών
και διαφόρων μία τάξις και ομόνοια ένα και τον άρχοντα δείκνυσι.
καθάπερ γαρ ει τις πόρρωθεν ακούει λύρας εκ πολλών και διαφόρων
νευρών συγκειμένης, και θαυμάζοι τούτων την αρμονίαν της συμφωνίας,
ότι μη μόνη η βαρεία τον ήχον αποτελεί, μηδέ μόνη η οξεία, μηδέ μόνη
η μέση, αλλά πάσαι κατά την ίσην αντίστασιν αλλήλαις συνηχούσι· και
πάντως εκ τούτων εννοεί ουχ εαυτήν κινείν την λύραν, αλλ ουδέ υπό
πολλών αυτήν τύπτεσθαι· ένα δε είναι μουσικόν τον εκάστης νευράς
ήχον προς την εναρμόνιον συμφωνίαν κεράσαντα τη επιστήμη, καν μη
τούτον βλέπη·
ούτω παναρμονίου ούσης
της τάξεως εν τω κόσμω παντί, και μήτε των άνω προς τα κάτω, μήτε
των κάτω προς τα άνω στασιαζόντων, αλλά μιας των πάντων
αποτελουμένης τάξεως, ένα και μη πολλούς νοείν ακόλουθόν εστι τον
άρχοντα και βασιλέα της πάσης κτίσεως, τον τω εαυτού φωτί τα πάντα
καταλάμποντα και κινούντα.
39. Ουδέ γαρ πολλούς
είναι δεί νομίζειν τους της κτίσεως άρχοντας και ποιητάς, αλλά προς
ευσέβειαν ακριβή και αλήθειαν ένα τον ταύτης δημιουργόν πιστεύειν
προσήκει· και τούτο της κτίσεως αυτής εμφανώς δεικνυούσης. γνώρισμα
γαρ ασφαλές του ένα τον ποιητήν είναι του παντός εστι τούτο, το μη
πολλούς αλλ ένα είναι τον κόσμον. έδει γαρ, είπερ ήσαν πολλοί θεοί,
πολλούς είναι και διαφόρους τους κόσμους. ούτε γαρ έπρεπε τους
πολλούς ένα κόσμον κατασκευάζειν, ούτε τον ένα υπό πολλών ποιείσθαι
δια τα εκ τούτων δεικνύμενα άτοπα. πρώτον μεν ότι, ει υπό πολλών ο
εις εγεγόνει κόσμος, ασθένεια των ποιησάντων ην· ότι εκ πολλών εν
έργον απετελέσθη· και εκ τούτου γνώρισμα ου το τυχόν ην της ατελούς
εκάστου προς το ποιείν επιστήμης. ει γαρ ήρκει εις, ουκ αν οι πολλοί
την αλλήλων ανεπλήρουν έλλειψιν. εν Θεώ δε λέγειν είναί τι ελλιπές,
ασεβές ου μόνον, αλλά και πέρα των αθεμίτων εστί. και γαρ και
τεχνίτην εν ανθρώποις ουκ αν τις είποι τέλειον, αλλά ασθενή, ει μη
μόνος, αλλά μετά πολλών εν αποτελοίη το έργον. ει δε έκαστος μεν
ηδύνατο το όλον αποτελέσαι, οι πάντες δε ειργάσαντο δια την του
γιγνομένου κοινωνίαν· γελοίον μεν αν είη το τοιούτον, ει δια δόξαν
έκαστος ειργάσατο, ίνα μη ως αδύνατος υπονοηθή. κενοδοξίαν δε πάλιν
λέγειν εν θεοίς των ατοπωτάτων εστίν.
έπειτα, ει έκαστος ικανός
ην προς την του όλου δημιουργίαν, τις η χρεία των πολλών, ενός
αυτάρκους γιγνομένου προς το παν; άλλως τε ασεβές και άτοπον αν
φανείη, ει το μεν ποίημα εν τυγχάνει, οι δε ποιήσαντες διάφοροι και
πολλοί, λόγου όντος φυσικού το εν και τέλειον των διαφόρων κρείττον
είναι.
Και τούτο δε ιστέον, ότι
ει υπό πολλών ο κόσμος εγεγόνει, διαφόρους είχε και τας κινήσεις
και ανομοίους εαυτώ. προς έκαστον γαρ των ποιησάντων αποβλέπων,
διαφόρους είχε και τας κινήσεις. εν δε τη διαφορά, καθάπερ είρηται
πρότερον, πάλιν ην ακοσμία και του παντός αταξία·
επειδή ουδέ ναύς υπό
πολλών κυβερνωμένη κατ ορθόν πλευσείται, ει μη εις ταύτης τους
οίακας κρατοίη κυβερνήτης· ουδέ λύρα υπό πολλών κρουομένη σύμφωνον
αποτελέσει τον ήχον, ει μη εις ο ταύτην πλήττων είη τεχνίτης. ουκούν
μιας ούσης της κτίσεως, και ενός όντος κόσμου, και μιας της τούτου
τάξεως, ένα δεί νοείν είναι και τον ταύτης βασιλέα και δημιουργόν
Κύριον.
δια τούτο γαρ και αυτός ο
δημιουργός ένα τον σύμπαντα κόσμον πεποίηκεν, ίνα μη τη των πολλών
συστάσει πολλοί και οι δημιουργοί νομίζοιντο, αλλ ενός όντος του
ποιήματος, εις και ο τούτου ποιητής πιστεύηται. και ουχ ότι εις
εστιν ο δημιουργός, δια τούτο και εις εστιν ο κόσμος· ηδύνατο γαρ
και άλλους κόσμους ποιήσαι ο Θεός. αλλ ότι εις εστιν ο κόσμος ο
γενόμενος, ανάγκη και τον τούτου δημιουργόν ένα πιστεύειν είναι.
40. Τις αν είη ούτος;
και τούτο γαρ αναγκαίον μάλιστα δηλώσαι και λέγειν, ίνα μη, τη περί
τούτον αγνοία πλανηθείς τις, έτερον υπολάβη, και εις την αυτήν πάλιν
τοις πρότερον αθεότητα εμπέση. νομίζω δε μηδένα περί τούτου την
διάνοιαν αμφίβολον έχειν.
ει γαρ δη τους παρά
ποιηταίς λεγομένους θεούς ουκ είναι θεούς ο λόγος έδειξε, και τους
την κτίσιν θεοποιούντας ήλεγξε πλανωμένους, και καθόλου την των
εθνών ειδωλολατρείαν αθεότητα και ασέβειαν ούσαν απέδειξεν· ανάγκη
πάσα τούτων αναιρουμένων, λοιπόν παρ ημίν είναι την ευσεβή
θρησκείαν, και τον παρ ημών προσκυνούμενον, και κηρυττόμενον τούτον
μόνον είναι Θεόν αληθή, τον και της κτίσεως Κύριον και πάσης
υποστάσεως δημιουργόν.
τις δη ουν εστιν ούτος,
αλλ ή ο πανάγιος και υπερέκεινα πάσης γενητής ουσίας, ο του Χριστού
Πατήρ, όστις, καθάπερ άριστος κυβερνήτης, τη ιδία σοφία και τω ιδίω
Λόγω τω Κυρίω ημών και Σωτήρι Χριστώ, τα πανταχού διακυβερνά
σωτηρίως και διακοσμεί, και ποιεί ως αν αυτώ καλώς έχειν δοκή;
έχει δε καλώς, ως γέγονε
και ορώμεν γιγνόμενα, επειδή και τούτο βούλεται· και τούτο ουκ αν
τις απιστήσειεν. ει μεν γαρ άλογος ην η της κτίσεως κίνησις, και
απλώς εφέρετο το παν· καλώς αν τις και τοις λεγομένοις ηπίστησεν· ει
δε λόγω και σοφία και επιστήμη συνέστηκε, και παντί κόσμω
διακεκόσμηται, ανάγκη τον επικείμενον και διακοσμήσαντα τούτον ουκ
άλλον τινά ή Λόγον είναι του Θεού. Λόγον δε φημι ου τον εν εκάστω
των γενομένων συμπεπλεγμένον και συμπεφυκότα, ον δη και σπερματικόν
τινες ειώθασι καλείν, άψυχον όντα και μηδέν λογιζόμενον μήτε
νοούντα, αλλά τη έξωθεν τέχνη μόνον ενεργούντα κατά την του
επιβάλλοντος αυτόν επιστήμην· ουδέ οίον έχει το λογικόν γένος λόγον
τον εκ συλλαβών συγκείμενον, και εν αέρι σημαινόμενον·
αλλά τον του αγαθού και
Θεού των όλων ζώντα και ενεργή Θεόν αυτολόγον λέγω, ος άλλος μεν
έστι των γενητών και πάσης της κτίσεως, ίδιος δε και μόνος του
αγαθού Πατρός υπάρχει Λόγος, ος τόδε το παν διεκόσμησε και φωτίζει
τη εαυτού προνοία. αγαθού γαρ πατρός αγαθός Λόγος υπάρχων, αυτός την
των πάντων διεκόσμησε διάταξιν, τα μεν εναντία τοις εναντίοις
συνάπτων, εκ τούτων δε μίαν διακοσμών αρμονίαν.
ούτος, Θεού δύναμις και
Θεού σοφία ων, ουρανόν μεν περιστρέφει, γην δε αναρτήσας, και επί
μηδενός κειμένην τω ιδίω νεύματι ήδρασε. τούτω φωτιζόμενος ήλιος την
οικουμένην καταυγάζει, και σελήνη μεμετρημένον έχει το φως. δια
τούτον και το ύδωρ επί νεφελών κρεμάται, και υετοί την γην
επικλύζουσι, και η μεν θάλαττα περιορίζεται, η δε γη παντοίοις
φυτοίς κομά και χλοηφορεί. και ει τις άπιστος ζητοίη περί των
λεγομένων, ει όλως εστί Λόγος Θεού, μαίνοιτο μεν ο τοιούτος
αμφιβάλλων περί Λόγου Θεού· έχει δε όμως εκ των ορωμένων την
απόδειξιν, ότι πάντα Λόγω Θεού και Σοφία συνέστηκε, και ουκ αν
ηδράσθη τι των γενομένων, ει μη Λόγω εγεγόνει και Λόγω τω θείω,
καθάπερ ελέχθη.
41. Λόγος δε ων, ου κατά
την των ανθρώπων ομοιότητα, ώσπερ είπον, εστί συγκείμενος εκ
συλλαβών· αλλά του εαυτού Πατρός εστιν εικών απαράλλακτος. άνθρωποι
μεν γαρ εκ μερών συγκείμενοι, και εκ του μη όντος γενόμενοι,
συγκείμενον έχουσι και διαλυόμενον τον εαυτών λόγον· ο δε Θεός ων
εστι, και ου σύνθετος· διο και ο τούτου Λόγος ων εστι, και ου
σύνθετος·
αλλ εις και μονογενής
Θεός, ο εκ Πατρός οία πηγής αγαθής αγαθός προελθών, τα πάντα
διακοσμεί και συνέχει. η δε αιτία, δι ην όλως ο του Θεού Λόγος τοις
γενομένοις επιβέβηκεν, εστίν αληθώς θαυμαστή και γνωρίζουσα ότι ουκ
άλλως έπρεπεν ή ούτω γενέσθαι, ώσπερ και έστι.
των μεν γαρ γενητών
εστιν η φύσις, άτε δη εξ ουκ όντων υποστάσα, ρευστή τις και ασθενής
και θνητή καθ εαυτήν συγκρινομένη τυγχάνει· ο δε των όλων Θεός
αγαθός και υπέρκαλος την φύσιν εστί. διο και φιλάνθρωπός εστιν.
αγαθώ γαρ περί ουδενός αν γένοιτο φθόνος· όθεν ουδέ το είναί τινι
φθονεί, αλλά πάντας είναι βούλεται, ίνα και φιλανθρωπεύεσθαι
δύνηται.
ορών ουν την γενητήν
πάσαν φύσιν, όσον κατά τους ιδίους αυτής λόγους, ρευστήν ούσαν και
διαλυομένην· ίνα μη τούτο πάθη, και πάλιν εις το μη είναι αναλυθή το
όλον, τούτου ένεκεν τω εαυτού και αϊδίω Λόγω ποιήσας τα πάντα, και
ουσιώσας την κτίσιν, ουκ αφήκεν αυτήν τη εαυτής φύσει φέρεσθαι και
χειμάζεσθαι, ίνα μη και κινδυνεύση πάλιν εις το μη είναι·
αλλ ως αγαθός τω εαυτού
Λόγω και αυτώ όντι Θεώ την σύμπασαν διακυβερνά και καθίστησιν, ίνα
τη του Λόγου ηγεμονία και προνοία και διακοσμήσει φωτιζομένη η
κτίσις βεβαίως διαμένειν δυνηθή, άτε δη του όντως όντος εκ Πατρός
Λόγου μεταλαμβάνουσα και βοηθουμένη δι αυτού εις το είναι· μη άρα
πάθη όπερ αν έπαθεν, ει μη ο Λόγος αυτήν ετήρει, λέγω δη το μη
είναι, «ος εστι γαρ εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης
κτίσεως· ότι δι αυτού και εν αυτώ συνέστηκε τα πάντα τα τε ορατά και
τα αόρατα, και αυτός εστιν η κεφαλή της Εκκλησίας», ως οι της
αληθείας διάκονοι διδάσκουσιν εν αγίοις γράμμασιν.
42. Αυτός γούν ο
παντοδύναμος και παντέλειος άγιος ο του Πατρός Λόγος, επιβάς τοις
πάσι και πανταχού τας εαυτού δυνάμεις εφαπλώσας, και φωτίσας τα τε
φαινόμενα και τα αόρατα πάντα, εις εαυτόν συνέχει και συσφίγγει,
μηδέν έρημον της εαυτού δυνάμεως απολελοιπώς, αλλά πάντα και δια
πάντων, και έκαστον ιδία, και αθρόως ομού τα όλα ζωοποιών και
διαφυλάττων·
τας τε αρχάς πάσης
αισθητής ουσίας, αίπερ εισί θερμή και ψυχρά και υγρά και ξηρά εις εν
συγκεραννύων, ποιεί μη αντιστατείν, αλλά μίαν και σύμφωνον
αποτελείν αρμονίαν. δι αυτόν και την αυτού δύναμιν ούτε το πυρ τω
ψυχρώ μάχεται, ούτε το υγρόν τω ξηρώ· αλλ ως φίλα και αδελφά τα καθ
εαυτά όντα εναντία, συνελθόντα ομού, τα τε φαινόμενα ζωογονούσι, και
του είναι τοις σώμασιν αρχαί γίνονται. τούτω τω Θεώ Λόγω πειθόμενα
τα μεν επί γης ζωογονείται, τα δε εν ουρανοίς συνίσταται. και δια
τούτον θάλαττα μεν πάσα και ο μέγας ωκεανός όροις ιδίοις έχουσι την
εαυτών κίνησιν· η δε ξηρά πάσα χλοηφορεί και κομά παντοίοις και
διαφόροις φυτοίς, ως προείπον. και ίνα μη το καθέκαστον επί φανεροίς
ονομάζων ενδιατρίβω, ουδέν εστι των όντων και γινομένων ό μη εν
αυτώ και δι αυτού γέγονε και έστηκεν, ή φησι και ο θεολόγος ανήρ·
«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο
Λόγος. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν».
Οίον γαρ ει τις, λύραν
μουσικός αρμοσάμενος και τα βαρέα τοις οξέσι, και τα μέσα τοις
άλλοις τη τέχνη συναγαγών, εν το σημαινόμενον μέλος αποτελοίη· ούτω
και η του Θεού σοφία, το όλον ως λύραν επέχων, και τα εν αέρι τοις
επί γης συναγαγών, και τα εν ουρανώ τοις εν αέρι, και τα όλα τοις
κατά μέρος συνάπτων και περιάγων τω εαυτού νεύματι και θελήματι, ένα
τον κόσμον και μίαν την τούτου τάξιν αποτελεί καλώς και ηρμοσμένως,
αυτός μεν ακίνητος μένων παρά τω Πατρί, πάντα δε κινών τη εαυτού
συστάσει, ως αν έκαστον τω εαυτού Πατρί δοκή.
το γαρ παράδοξον αυτού
της θεότητος τούτό εστιν, ότι ενί και τω αυτώ νεύματι πάντα ομού και
ουκ εκ διαστημάτων, αλλ αθρόως όλα τα τε ορθά και τα περιφερή, τα
άνω, τα μέσα, τα κάτω, τα υγρά, τα ψυχρά, τα θερμά, τα φαινόμενα και
τα αόρατα περιάγει και διακοσμεί κατά την εκάστου φύσιν. ομού γαρ
τω αυτώ νεύματι αυτού, το μεν ορθόν ως ορθόν, το δε περιφερές
περιάγεται· το δε μέσον, ως έστι, κινείται· το θερμόν θερμαίνεται,
και το ξηρόν ξηραίνεται· και τα όλα ως έχει φύσεως ζωοποιείται και
συνίσταται παρ αυτού· και θαυμαστή τις και θεία αληθώς αρμονία
αποτελείται δι αυτού.
43. Και ίνα εκ
παραδείγματος το τηλικούτον νοηθείη, έστω το λεγόμενον ως εν εικόνι
χορού μεγάλου. ως τοίνυν του χορού συνεστώτος εκ διαφόρων άνδρων,
παίδων, γυναικών αύ και γερόντων, και των έτι νέων· και ενός του
καθηγεμόνος σημαίνοντος, έκαστος μεν κατά την φύσιν εαυτού και
δύναμιν φωνεί, ο μεν ανήρ ως ανήρ, ο δε παις ως παις, ο δε γέρων ως
γέρων, και ο νέος ως νέος, πάντες δε μίαν αποτελούσιν αρμονίαν·
ή ως η καθ ημάς ψυχή εν
ταυτώ τας εν ημίν αισθήσεις κατά την εκάστης ενέργειαν κινεί, ώστε
παρόντος πράγματος ενός τας πάσας ομού κινείσθαι, και τον μεν
οφθαλμόν οράν, την δε ακοήν ακούειν, την δε χείρα άπτεσθαι, και την
όσφρησιν αντιλαμβάνεσθαι, και την γεύσιν γεύεσθαι· πολλάκις δε και
τα άλλα μέλη του σώματος, ώστε και τους πόδας περιπατείν.
ή ίνα και τρίτω
παραδείγματι το λεγόμενον σημανθή, έοικεν οικοδομηθείση μάλιστα
μεγάλη πόλει, και οικονομουμένη επί παρουσία του και ταύτην
οικοδομήσαντος άρχοντος και βασιλέως. εκείνου γαρ παρόντος και
προστάττοντος, και προς πάντα τον οφθαλμόν τείνοντος, επόμενοι
πάντες, οι μεν επί την γεωργίαν, οι δε επί τους υδραγωγούς
υδρευσόμενοι σπεύδουσιν· άλλος δε επισιτισόμενος προέρχεται· και ο
μεν επί την βουλήν βαδίζει, ο δε επί την εκκλησίαν εισέρχεται· και ο
μεν δικαστής επί το δικάζειν, ο δε άρχων επί το θεσμοθετείν·
καθίσταται δε ευθέως ο μεν τεχνίτης επί την εργασίαν, ο δε ναύτης
επί την θάλατταν κατέρχεται, ο τέκτων επί το τεκτονεύειν, ο ιατρός
επί την θεραπείαν, ο οικοδόμος επί την οικοδομήν· και ο μεν εις τον
αγρόν βαδίζει, ο δε από του αγρού ανέρχεται· και οι μεν περί την
πόλιν αναστρέφονται, οι δε από της πόλεως εξέρχονται, και πάλιν εις
αυτήν επανέρχονται. πάντα δε ταύτα τη παρουσία του ενός άρχοντος,
και τη τούτου διατάξει γίγνονται, και συνίστανται.
κατά ταύτα δη και επί
της συμπάσης κτίσεως, καν μικρόν ή το παράδειγμα, όμως μείζονι
διανοία χρή νοείν· υπό γαρ μιας ριπής νεύματός τινος του Θεού Λόγου
ομού τα πάντα διακοσμείται, και τα οικεία παρ εκάστου γίνεται, και
παρά πάντων ομού μία τάξις αποτελείται.
44. Νεύματι γαρ και ταις
δυνάμεσι του επιστατούντος και ηγεμονεύοντος των πάντων θείου και
πατρικού Λόγου, ουρανός μεν περιστρέφεται, τα δε άστρα κινείται, και
ο μεν ήλιος φαίνει, η δε σελήνη περιπολεί, και αήρ μεν υπ αυτού
φωτίζεται, αιθήρ δε θερμαίνεται και άνεμοι πνέουσι· τα όρη εις ύψος
ανατεταμένα ίσταται, η θάλαττα κυμαίνει, και τα εν αυτή ζώα
τρέφεται, η γη ακίνητος μένουσα καρποφορεί, και ο άνθρωπος
πλάττεται, και ζη πάλιν και θνήσκει· και απλώς πάντα ψυχούται και
κινείται· το πυρ καίει, το ύδωρ ψύχει, πηγαί αναβλύζουσι, ποταμοί
πλημμυρούσι, καιροί και ώραι παραγίγνονται, υετοί κατέρχονται, τα
νέφη πληρούται, χάλαζα γίνεται, χιών και κρύσταλλος πήγνυται,
πετεινά ίπταται, ερπετά πορεύεται, ένυδρα νήχεται, θάλαττα πλέεται,
γη σπείρεται και κατά τους ιδίους καιρούς χλοηφορεί, φυτά αύξει, και
τα μεν νεάζει, τα δε πεπαίνεται, τα δε αυξάνοντα γηράσκει και
φθίνει, και τα μεν αφανίζεται, τα δε γεννάται και φαίνεται.
πάντα δε ταύτα, και έτι
πλείω τούτων, α δια το πλήθος ουκ ισχύομεν ημείς λέγειν, ο
παραδοξοποιός και θαυματοποιός του Θεού Λόγος φωτίζων και ζωοποιών,
τω εαυτού νεύματι κινεί και διακοσμεί, ένα τον κόσμον αποτελών, ουκ
έξωθεν εαυτού και τας αοράτους δυνάμεις αφείς· και γαρ και ταύτας,
οία δη και αυτών ποιητής υπάρχων, συμπεριλαβών εν τοις όλοις,
συνέχει και ζωοποιεί πάλιν τω εαυτού νεύματι και τη εαυτού προνοία·
και τούτου ουκ αν τι
γένοιτο προς απιστίαν εφόδιον. ως γαρ τη αυτού προνοία και σώματα
μεν αύξει, ψυχή δε η λογική κινείται και το λογίζεσθαι και το ζήν
έχει, και τούτο ου πολλής αποδείξεως δείται· ορώμεν γαρ τα γινόμενα·
ούτω δη πάλιν αυτός ο του Θεού Λόγος ενί και απλώ νεύματι, τη
εαυτού δυνάμει τον τε ορατόν κόσμον και τας αοράτους δυνάμεις κινεί
και συνέχει, εκάστω την ιδίαν ενέργειαν αποδιδούς· ώστε τας μεν
θείας θειοτέρως κινείσθαι, τα δε ορατά ώσπερ και οράται.
αυτός δε επί πάντων,
ηγεμών τε και βασιλεύς και σύστασις γινόμενος των πάντων, τα πάντα
προς δόξαν και γνώσιν του εαυτού Πατρός εργάζεται, μονονουχί δια των
γιγνομένων έργων αυτού διδάσκων και λέγων. «Εκ μεγέθους και
καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός θεωρείται».
45. Ώσπερ γαρ,
αναβλέψαντας εις τον ουρανόν και ιδόντας τον κόσμον αυτού και το των
άστρων φως, έστιν ενθυμείσθαι τον ταύτα διακοσμούντα Λόγον· ούτω
νοούντας Λόγον Θεού, νοείν εστιν ανάγκη και τον τούτου Πατέρα Θεόν,
εξ ου προϊών εικότως του εαυτού Πατρός ερμηνεύς και άγγελος λέγεται·
και τούτο εκ των καθ
ημάς τις αν ίδοι. ει γαρ δη λόγου προϊόντος παρά ανθρώπων
ενθυμούμεθα την τούτου πηγήν είναι τον νουν, και τω λόγω
επιβάλλοντες, τον νουν σημαινόμενον ορώμεν τω λογισμώ· πολλώ πλέον
μείζονι φαντασία και ασυγκρίτω υπεροχή του Λόγου την δύναμιν ορώντες,
έννοιαν λαμβάνομεν και του αγαθού Πατρός αυτού, ως αυτός ο Σωτήρ
φησιν· «Ο εμέ εωρακώς εώρακε τον Πατέρα». ταύτα δε και πάσα
θεόπνευστος γραφή φανερώτερον και κατά μείζον κηρύττει, αφ ων δη και
ημείς τεθαρρηκότες ταύτά σοι γράφομεν, και συ, ταύταις εντυγχάνων,
δυνήση των λεγομένων έχειν την πίστιν. λόγος γαρ εκ μειζόνων
βεβαιούμενος, αναντίρρητον έχει την απόδειξιν. Άνωθεν τοίνυν περί
της των ειδώλων αναιρέσεως προησφαλίζετο τον Ιουδαίων λαόν ο θείος
Λόγος λέγων· «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα
εν τω ουρανώ άνω, και επί της γης κάτω». την δε αιτίαν της τούτων
καθαιρέσεως, ετέρως σημαίνει λέγων· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον
και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι, και ου λαλήσουσιν·
οφθαλμούς έχουσι, και ουκ όψονται· ώτα έχουσι, και ουκ ακούσονται·
ρίνας έχουσι, και ουκ οσφρανθήσονται. χείρας έχουσι, και ου
ψηλαφήσουσι· πόδας έχουσι, και ου περιπατήσουσιν».
ου σεσιώπηκε δε την περί
της κτίσεως διδασκαλίαν· αλλά και μάλα ειδώς αυτών το κάλλος, ίνα
μη τινες, τω κάλλει τούτων αποβλέψαντες, ουχ ως έργα Θεού αλλ ως
θεούς θρησκεύσωσι, προασφαλίζεται τους ανθρώπους λέγων· «Και μη
αναβλέψας τοις οφθαλμοίς και ιδών τον ήλιον και την σελήνην, και
πάντα τον κόσμον του ουρανού πλανηθείς, προσκυνήσης αυτοίς, α
απένειμε Κύριος ο Θεός σου πάσι τοις έθνεσι τοις υποκάτω του
ουρανού».
απένειμε δε ουκ εις το
είναι θεούς αυτοίς αυτά, αλλ ίνα τη τούτων ενεργεία γινώσκωσιν οι
από των εθνών τον των πάντων δημιουργόν Θεόν, ώσπερ είρηται. ο γαρ
Ιουδαίων πάλαι λαός κατά πλείον είχε την διδασκαλίαν, ότι μη μόνον
εκ των της κτίσεως έργων, αλλά και εκ των θείων γραφών είχον την
περί Θεού γνώσιν. και καθόλου δε τους ανθρώπους από της περί τα
είδωλα πλάνης και αλόγου φαντασίας αφέλκων, φησίν· «Ουκ έσονταί σοι
θεοί έτεροι πλήν εμού».
ουχ ως όντων δε θεών
άλλων κωλύει τούτους αυτούς έχειν, αλλ ίνα μη τις, τον αληθινόν
αποστραφείς Θεόν, εαυτώ τα μη όντα θεοποιείν άρξηται, οποίοί εισιν
οι παρά ποιηταίς και συγγραφεύσιν ονομασθέντες και δειχθέντες ουκ
όντες θεοί. και αυτή δε η λέξις το μη είναι αυτούς θεούς δείκνυσι,
δι ης φησιν· «Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι», όπερ επί μέλλοντος
σημαίνεται. το δε επί μέλλουσι γινόμενον ουκ έστι τότε ότε ταύτα
λέγεται.
46. Άρ ουν, ανελών την
των εθνών ή ειδώλων αθεότητα, σεσιώπηκεν η ένθεος διδασκαλία και
απλώς αφήκε το των ανθρώπων γένος άμοιρον της του Θείου γνώσεως
φέρεσθαι; ουχί γε, αλλά και προαπαντά τη διανοία λέγουσα· «Άκουε,
Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»· και πάλιν· «Αγαπήσεις
Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου, και εν όλη τη ισχύϊ σου»·
και πάλιν· «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις, και αυτώ μόνω
λατρεύσεις, και προς αυτόν κολληθήση».
ότι δε και η δια πάντων
και η εις πάντα του Λόγου πρόνοια και διακόσμησις από πάσης
θεοπνεύστου γραφής μαρτυρείται, αρκεί τα νυν λεγόμενα δείξαι του
λόγου την πίστιν, ή φασιν οι θεολόγοι άνδρες· «Εθεμελίωσας την γην,
και διαμένει· τη διατάξει σου διαμένει η ημέρα»· και πάλιν· «Ψάλατε
τω Θεώ ημών εν κιθάρα, τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τω
ετοιμάζοντι τη γη υετόν, τω εξαγαγόντι εν όρεσι χόρτον και χλόην τη
δουλεία των ανθρώπων, και διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν».
δια τίνος δε δίδωσιν ή
δι ου και τα πάντα γέγονε; δι ου γαρ γέγονε, δι αυτού και η των
πάντων ακολούθως εστί πρόνοια. τις ουν αν είη ούτος ή ο του Θεού
Λόγος, περί ου και εν ετέρω λέγει· «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί
εστερεώθησαν, και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις
αυτών»;
και γαρ τα πάντα εν αυτώ
και διαυτού γενόμενα διαλέγεται, αφ ων και ημάς πείθει λέγουσα·
«Αυτός είπε, και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν·»
καθώς και ο πάντα μέγας Μωϋσής εν αρχή της κοσμοποιίας βεβαιοί το
λεγόμενον εξηγούμενος και λέγων· «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν
άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν». επειδή και την
ουρανού και γης και πάντων υφιστάς γένεσιν, αυτώ είπεν ο Πατήρ·
«Γενηθήτω ουρανός, και συναχθήτω τα ύδατα, και οφθήτω η ξηρά· και
εξαγαγέτω η γη βοτάνην και παν ζώον».
Αφ ων και Ιουδαίους αν
τις ελέγξειεν ου γνησίως εφιστάνοντας ταις γραφαίς. τίνι γαρ, αν τις
είποι προς αυτούς, ωμίλει ο Θεός, ίνα και προστάττων λαλή; ει μεν
ουν τοις γιγνομένοις προσέταττε και ωμίλει, περιττός ην ο λόγος·
ούπω γαρ ην, αλλ έμελλε γίγνεσθαι· ουδείς δε τω μη όντι λαλεί, ουδέ
εις το γενέσθαι τω μηδέπω γενομένω προστάττει και λαλεί. ει γαρ τοις
εσομένοις προσέταττεν ο Θεός, έδει λέγειν αυτόν· Γενού, ουρανέ, και
γενού, γη, και έξελθε, βοτάνη, και ποιήθητι, άνθρωπε· νυν δε τούτο
μεν ουκ εποίησε, προστάττει δε λέγων· «Ποιήσωμεν άνθρωπον, και
εξελθέτω βοτάνη»· αφ ων δείκνυται ο Θεός ως πλησίον τινί
διαλεγόμενος περί τούτων. ουκούν ανάγκη συνείναί τινα τούτω, ω και
ομιλών εποίει τα όλα.
τις ουν αν είη ει μη ο
τούτου Λόγος; τίνι γαρ αν τις φαίη Θεόν ομιλείν ή τω εαυτού Λόγω; ή
τις τούτω συνήν ποιούντι την γενητήν πάσαν ουσίαν ή η τούτου σοφία, η
λέγουσα· «῾Ηνίκα εποίει τον ουρανόν και την γην, συμπαρήμην αυτώ»;
εν δε τη ουρανού και γης ονομασία, πάντα τα εν ουρανώ και γη γενητά
συμπεριλαμβάνει.
συνών δε ως σοφία, και
ως Λόγος τον Πατέρα βλέπων, εδημιούργει το παν και συνίστη και
διεκόσμει· και δύναμις δε ων του Πατρός, τα όλα εις το είναι
ισχυροποίει, ή φησι και ο Σωτήρ· «Πάντα όσα βλέπω τον Πατέρα
ποιούντα, καγώ ομοίως ποιώ»·
και δι αυτού δε και εις
αυτόν τα πάντα γεγονέναι οι ιεροί τούτου διδάσκουσι μαθηταί, και ότι
αγαθόν εξ αγαθού γέννημα και αληθινός Υιος υπάρχων, δύναμίς εστι
του Πατρός και σοφία και Λόγος, ου κατά μετοχήν ταύτα ων, ουδέ
έξωθεν επιγενομένων τούτων αυτώ κατά τους αυτού μετέχοντας και
σοφιζομένους δι αυτού, και δυνατούς και λογικούς εν αυτώ γινομένους,
αλλ αυτοσοφία, αυτολόγος, αυτοδύναμις ιδία του Πατρός εστιν,
αυτοφώς, αυτοαλήθεια, αυτοδικαιοσύνη, αυτοαρετή, και μην και
χαρακτήρ και απαύγασμα και εικών. και συνελόντι φράσαι, καρπός
παντέλειος του Πατρός υπάρχει, και μόνος εστίν Υιος, εικών
απαράλλακτος του Πατρός. 47. Τις ουν αν, τις εξαριθμήσειε τον
Πατέρα, ίνα και του Λόγου τούτου τας δυνάμεις εξεύροι; έστι γαρ
ώσπερ του Πατρός Λόγος και σοφία, ούτω και τοις γενητοίς
συγκαταβαίνων, γίνεται προς την του γεννήτορος γνώσιν και έννοιαν
αυτοαγιασμός και αυτοζωή και θύρα και ποιμήν και οδός, και βασιλεύς
και ηγεμών και επί πάσι σωτήρ, και ζωοποιός και φως, και πρόνοια των
πάντων.
τοιούτον άρα αγαθόν και
δημιουργόν Υιόν έχων εξ εαυτού ο Πατήρ, ουκ αφανή αυτόν τοις
γενητοίς απέκρυψεν· αλλά και οσημέραι τούτον αποκαλύπτει τοις πάσι
δια της των πάντων δι αυτού συστάσεως και ζωής. εν αυτώ δε και δι
αυτού, και εαυτόν εμφαίνει, καθώς ο Σωτήρ φησιν· «Εγώ εν τω Πατρί
και ο Πατήρ εν εμοί»· ώστε εξ ανάγκης είναι τον Λόγον εν τω
γεννήσαντι, και τον γεννηθέντα συν τω Πατρί διαιωνίζειν.
Τούτων δε ούτως εχόντων,
και ουδενός έξωθεν αυτού τυγχάνοντος, αλλά και ουρανού και γης, και
πάντων των εν αυτοίς εξηρτημένων αυτού, όμως άνθρωποι παράφρονες,
παραγκωνισάμενοι την προς τούτον γνώσιν και ευσέβειαν, τα ουκ όντα
προ των όντων ετίμησαν· και αντί του όντως όντος Θεού τα μη όντα
εθεοποίησαν, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα λατρεύοντες», πράγμα
πάσχοντες ανόητον και δυσσεβές.
όμοιον γαρ ως ει τις τα
έργα προ του τεχνίτου θαυμάσειε, και τα εν τη πόλει δημιουργήματα
καταπλαγείς, τον τούτων δημιουργόν καταπατοίη· ή ως ει τις το μεν
μουσικόν όργανον επαινοίη, τον δε συνθέντα και αρμοσάμενον εκβάλλοι.
άφρονες και πολύ τον οφθαλμόν πεπηρωμένοι. πως γαρ αν έγνωσαν όλως
οικοδομήν ή ναύν ή λύραν, μη ουχί του ναυπηγού εργασαμένου, και του
αρχιτέκτονος οικοδομήσαντος, και του μουσικού συνθέντος;
ώσπερ ουν ο ταύτα
λογιζόμενος μαίνεται και υπερέκεινα πάσης μανίας εστίν, ούτως ου μοι
δοκούσιν υγιαίνειν την διάνοιαν οι τον Θεόν μη επιγινώσκοντες, και
τον τούτου Λόγον μη θρησκεύοντες, τον Σωτήρα των πάντων τον Κύριον
ημών Ιησούν Χριστόν, δι ου τα πάντα ο Πατήρ διακοσμεί και συνέχει,
και προνοείται των όλων· εις ον συ την πίστιν έχων και το θεοσεβές, ω
φιλόχριστε, χαίρε και εύελπις γίνου, ότι της εις αυτόν πίστεως και
ευσεβείας αθανασία και βασιλεία ουρανών εστιν ο καρπός, μόνον εάν
κατά τους αυτού νόμους η ψυχή κεκοσμημένη γένηται. ώσπερ γαρ τοις
κατ αυτόν πολιτευομένοις εστί το έπαθλον ζωή αιώνιος, ούτω τοις την
εναντίαν και μη την της αρετής ατραπόν οδεύουσιν αισχύνη μεγάλη και
κίνδυνος ασύγγνωστος εν ημέρα κρίσεως, ότι καίτοι γνόντες την της
αληθείας οδόν, εναντία ων έγνωσαν έπραξαν. |
Η γνώση της αλήθειας για
τον Θεό και τον κόσμο δεν είναι τόσο ανάγκη να έχει ως δασκάλους
ανθρώπους. Μπορεί από μόνη της να γίνει γνωστή. Την καθιστούν γνωστή
τα έργα της και κυρίως η διδασκαλία του Χριστού που την παρουσιάζει
πιο λαμπρή κι από τον ήλιο.
Επειδή όμως ποθείς ν'
ακούσεις τα σχετικά μ' αυτή τη γνώση, έλα, αγαπητέ μου, να σου πω
λίγα, απ' όσα γνωρίζω, για τη χριστιανική πίστη. Μπορείς βέβαια να
τα μάθεις κι από την Αγία Γραφή, αλλά κι απ' άλλους, αφού αγαπάς τη
γνώση. Η Αγία Γραφή, όντας θεόπνευστη, αρκεί από μόνη της να σου
γνωρίσει την αλήθεια Υπάρχουν ακόμη γι' αυτό το σκοπό και πολλά
συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Όποιος τα μελετά, θα μάθει την ορθή
ερμηνεία της Γραφής Και θα πάρει τη γνώση που επιθυμεί.
Επειδή όμως δεν έχω στα
χέρια μου τα συγγράμματα των Πατέρων, οφείλω να σου πω και να σου
γράψω όσα έμαθα από εκείνους. Εννοώ βέβαια για την πίστη στο Σωτήρα
Χριστό. Έτσι, κανείς δεν θα θεωρεί ανάξια λόγου τη χριστιανική μας
διδασκαλία, αλλά και ούτε θα την πιστεύει για ανόητη.
Διότι οι ειδωλολάτρες,
με πρόσχημα το σταυρό του Χριστού, μας συκοφαντούν χλευάζοντας και
κοροϊδεύοντας την πίστη μας. Κι είναι εύκολο να γκρεμίσει κανείς τις
ανόητες απόψεις τους για το σταυρό του Κυρίου.
Δεν βλέπουν τη δύναμη
του σταυρού που διαδόθηκε σ' όλο τον κόσμο; Δεν βλέπουν πως με τη
δύναμή του φανερώνονται σ' όλους τα έργα του Θεού; Δεν θα κορόϊδευαν
το τόσο μεγάλο σημείο του σταυρού, αν και οι ίδιοι είχαν στ'
αλήθεια παραδεχθεί τη θεότητα του Κυρίου. Το αντίθετο μάλιστα· κι
αυτοί μαζί μας θα πίστευαν το Σωτήρα του κόσμου και θα παραδέχονταν
ότι ο σταυρός δεν αποτελεί ζημιά αλλά μεγάλη ωφέλεια του κόσμου.
Διότι με τη σταύρωση του Κυρίου έσβησε η δύναμη της ειδωλολατρείας.
Ακόμη, με το σημείο του σταυρού φυγαδεύεται κάθε ψεύτικη δύναμη του
σατανά. Με το σταυρό, μόνο το Χριστό προσκυνάμε και χάρη σ' αυτόν
γνωρίζουμε και το Θεό Πατέρα. Ντροπιάζονται οι αντίθετοι.
Ο σταυρός καθημερινά
φωτίζει και αλλάζει μυστικά τις καρδιές των εχθρών του. Μετά απ' όλ'
αυτά, πως μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι πρόκειται γι' ανθρώπινο
τέχνασμα και να μην παραδέχεται ότι αυτός που ανέβηκε στο σταυρό
δεν είναι άνθρωπος αλλά ο Θεός Λόγος και Σωτήρας Κύριος;
Μου φαίνεται ότι οι
συκοφάντες του σταυρού είναι σαν εκείνον που, ενώ θαυμάζει το φως
του ήλιου που φωτίζει όλη την κτίση, κατηγορεί όμως τον ίδιο τον
ήλιο όταν τον βλέπει σκεπασμένο με σύννεφα. Και όπως το φως μας
οδηγεί στο ανώτερό του, τον ήλιο, που είναι η πηγή του φωτός, έτσι
και η θεία γνώση που κατέκλυσε όλο τον κόσμο μας παραπέμπει
υποχρεωτικά στον αίτιο και δημιουργό αυτού του κατορθώματος, που δεν
είναι άλλος από το Θεό και τον Υιό Λόγο του. Θα μιλήσουμε, όσο μας
είναι δυνατό, ελέγχοντας πρώτα την αμάθεια όσων δεν πιστεύουν. Έτσι,
αφού αποδειχθούν τα ψέμματά τους, θα λάμψει η αλήθεια από μόνη της.
Και συ, άνθρωπέ μου, που ασπάζεσαι την αλήθεια θα πάρεις θάρρος·
δεν διαψεύστηκες για την εμπιστοσύνη σου στο Χριστό. Επειδή αγαπάς
το Χριστό, θέλεις και να συζητείς για Εκείνον.
Γι' αυτό, πιστεύω ακράδαντα ότι η γνώση για τον Χριστό και η πίστη σ' Αυτόν αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό απ' όλα.
Από την αρχή δεν υπήρχε
κακία. Ούτε και τώρα δεν υπάρχει μεταξύ των αγίων, καθόλου μάλιστα.
Στη συνέχεια, οι άνθρωποι δημιούργησαν την κακία και τη
χρησιμοποιούν ο ένας εναντίον του άλλου. Έτσι έφτασαν στο σημείο να
πλάθουν στο νου τους τη φαντασία των ειδώλων. Φαντάζονται να
υπάρχουν αυτά που δεν υπάρχουν.
Διότι, ο δημιουργός και
βασιλέας του κόσμου Θεός, που είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη
και νόηση, επειδή είναι αγαθός και υπέρκαλλος, δημιούργησε τον
άνθρωπο όμοιο με τη δική του εικόνα. Τον δημιούργησε ο ίδιος ο Υιος
του Θεού και Λόγος, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Κατασκεύασε τον
άνθρωπο όμοιο με τον εαυτό Του, να μπορεί να μελετά και να γνωρίζει
όλα τα δημιουργήματα. Τον προίκισε με τη δυνατότητα να γνωρίζει την
αϊδιότητα του Θεού.
Έτσι, διατηρεί την
ομοιότητα με το Θεό και ποτέ δεν ξεφεύγει από την ορθή αντίληψη για
Εκείνον. Έχοντας ο άνθρωπος τη Χάρη του Θεού, δεν διακόπτει την
κοινωνία με τους Αγίους. Με τη δύναμη του Θεού ο άνθρωπος χαίρεται
να συνομιλεί με το Θεό. Ζει την ανώδυνη και ευτυχισμένη ζωή που δεν
γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δεν τον εμποδίζει στη γνώση του Θεού.
Ανάλογα με τη καθαρότητά του βλέπει την εικόνα του Θεού Πατέρα,
δηλαδή τον Υιό Λόγο, τον οποίο και εικονίζει. Μένει κατάπληκτος από
τη πρόνοια του Θεού για τον κόσμο.
Ο κατ' εικόνα Θεού
άνθρωπος ξεπερνά κάθε τι το αισθητό, ακόμη και το ίδιο του το σώμα,
και ενώνεται νοητά με τα ουράνια θεία ενεργήματα.
Όταν ο ανθρώπινος νους
ξεφύγει από τα αισθητά και δεν επιθυμεί τίποτε απ' αυτά τα γήϊνα,
τότε υπερβαίνει τον εαυτό του και βρίσκεται στην αρχική κατάσταση
της δημιουργίας πριν την πτώση. Υπερβαίνει κάθε τι το ανθρώπινο και
αισθητό, μεταρσιώνεται και βλέπει τον Υιό Λόγο και μαζί και τον
Πατέρα Του Χαίρεται σ' αυτή τη θεοπτία και ανανεώνεται μέσα του ο
θείος πόθος. Συμβαίνει ό,τι έγινε με τον πρώτο άνθρωπο, που στα
εβραϊκά ονομαζόταν Αδάμ. Λέει η Αγία Γραφή, ότι ο πρώτος άνθρωπος
χωρίς ντροπή και με παρρησία είχε στραμμένο το νου του προς το Θεό.
Απολάμβανε με τους αγίους (αγγέλους) τη θεωρία των νοητών που ζούσαν
σ' εκείνο τον τόπο του παραδείσου, όπως τον έλεγε μεταφορικά ο
Μωϋσής. Διότι, η καθαρότητα της ψυχής είναι ικανή να καθρεπτίσει το
Θεό μέσα της. Το λέει και ο ίδιος ο Κύριος: «Ευτυχισμένοι όσοι έχουν
καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν με τα ίδια τους τα μάτια το
Θεό». Έτσι, λοιπόν, όπως διηγηθήκαμε παραπάνω, ο Δημιουργός έφτιαξε
το ανθρώπινο γένος· κι έτσι θέλει να μείνει για πάντα. Οι άνθρωποι,
όμως, παραμέλησαν τα υψηλά και αδιαφόρησαν για την σπουδή τους.
Αγάπησαν περισσότερο ό,τι βρίσκεται κοντά τους· και πιο κοντά τους
είναι το σώμα και οι αισθήσεις του.
Έτσι, λοιπόν,
απομάκρυναν το νου τους από τα πνευματικά και στράφηκαν προς τα
σωματικά. Η στροφή όμως του νου προς το σώμα και τα αισθητά οδήγησε
σε απατηλή εκτίμηση του εαυτού τους. Έπεσαν σε επιθυμία του εαυτού
τους γιατί προτίμησαν τα ανθρώπινα από τα θεία. Απορροφήθηκαν στ'
ανθρώπινα και δεν θέλουν να ξεφύγουν από τα γήϊνα. Καταδίκασαν την
ψυχή τους στις σωματικές ηδονές, να είναι πάντα ταραγμένη και
ζυμωμένη με τα πάθη. Στο τέλος, λησμόνησαν και την εξουσία με την
οποία τους προίκισε ο Δημιουργός. Και την αλήθεια για όλα αυτά
μπορεί κανείς να τη διαπιστώσει από τη διήγηση της Αγίας Γραφής για
τους πρωτοπλάστους. Διότι και ο Αδάμ, έως ότου είχε το νου στραμμένο
προς το Θεό, απέφευγε την ενασχόληση με τα γήϊνα. Όταν όμως άκουσε
τη συμβουλή του διαβόλου που είχε τη μορφή φιδιού και αποστάτησε από
τη θέα του Θεού, τότε στράφηκε εγωϊστικά προς τον εαυτό του. Έτσι οι
πρωτόπλαστοι έπεσαν στις σαρκικές επιθυμίες και αντιμετώπισαν τη
γυμνότητα με πονηρία. Γι' αυτήν ένιωσαν ντροπή. Δεν ένιωσαν ντροπή
για την έλλειψη ενδυμάτων αλλά γιατί έχασαν την επαφή τους με το Θεό
και στράφηκε ο νους τους προς τα πονηρά.
Η αποστασία από τη γνώση
και τον πόθο του ενός και μοναδικού Θεού, οδήγησε τους ανθρώπους σε
διάφορες και επί μέρους σωματικές επιθυμίες. Στη συνέχεια, όπως
συνήθως συμβαίνει, οι επιμέρους και πολλές επιθυμίες δημιούργησαν
μια καταναγκαστική μεταξύ τους εξάρτηση, ώστε να φοβούνται να τις
εγκαταλείψουν. Γι' αυτό το λόγο προκλήθηκαν στη ψυχή τους φόβοι,
δειλία, ηδονές και γήϊνο φρόνημα. Δεν θέλει να χάσει η ψυχή τις
σωματικές επιθυμίες· και γι' αυτό φοβάται το θάνατο και το χωρισμό
από το σώμα. Και το χειρότερο, όταν δεν ικανοποιούνται οι επιθυμίες
της ψυχής, τότε οδηγούν σε φόνους και αδικίες. Ας εξηγήσουμε τον
τρόπο που τα κάμει αυτά.
Η ψυχή, μετά την
αποστασία από τη θεωρία των θείων, κάνοντας κατάχρηση των επιμέρους
σωματικών επιθυμιών, ευχαριστείται από την απόλαυση του σώματος. Της
άρεσε η ηδονή. Πλανήθηκε και στη χρήση ονόματος του καλού. Νόμισε
ότι αυτή η ηδονή αποτελεί το όντως καλό. Συνέβη κάτι παρόμοιο μ'
εκείνον που σάλεψε στο μυαλό νομίζει ότι θα φέρει την τάξη στην
κοινωνία, αν χρησιμοποιεί το ξίφος και τα όπλα ενάντια στους
απειθείς.
Η ψυχή ερωτεύθηκε την
ηδονή και άρχισε να την απολαμβάνει ποικιλότροπα. Επειδή είναι
ευκίνητη η ψυχή, ακόμη κι όταν απομακρυνθεί από το καλό, δεν χάνει
την ευκινησία της. Μόνο που τώρα δεν κινείται προς την αρετή ούτε
προς τη θέα του Θεού. Σκέφτεται τα ανύπαρκτα. Σαν αυτεξούσια που
είναι, αλλοιώνει την εξουσία που έχει μέσα της και κάνει κατάχρηση
σε ψεύτικες επιθυμίες. Όπως μπορεί να στραφεί προς τα καλά, μπορεί
και το αντίθετο. Η αποστροφή των καλών οδηγεί σίγουρα στη θεωρία των
αντιθέτων. Διότι ποτέ η ψυχή δεν σταματά να κινείται, επειδή έχει
στη φύση της την κίνηση. Κατανοώντας το αυτεξούσιό της, διαπιστώνει
τη δυνατότητα που έχει να κινεί τα μέλη του σώματος και προς τα δύο,
και προς υπάρχοντα και προς τα μη υπάρχοντα. Υπάρχοντα είναι τα
καλά και μη υπάρχοντα είναι τα κακά. Λέω τα υπάρχοντα καλά, διότι
έχουν το πρότυπό τους στο Θεό που είναι ο υπάρχων. Και λέω τα μη
υπάρχοντα κακά, διότι τα έχει πλάσει η φαντασία των ανθρώπων· γι'
αυτό είναι ανύπαρκτα. Και συμβαίνει το εξής παράδοξο: το σώμα έχει
τα μάτια για να βλέπει τα δημιουργήματα και από την αρμονία της
τάξης του σύμπαντος ν' αναγνωρίζει το Δημιουργό·
παρόμοια, έχει και αυτιά
για ν' ακούει τα λόγια του Θεού και τις εντολές Του· το ίδιο έχει
και χέρια, για τις αναγκαίες εργασίες και για να τα υψώνει στη
διάρκεια της προσευχής προς το Θεό. Αντίθετα, η ψυχή, επειδή
αποστάτησε από τη θεωρία των καλών και την κίνηση προς αυτά,
βρίσκεται σε πλάνη και κινείται προς τα κακά.
Έπειτα, όπως είπα παραπάνω,
βλέποντας η ψυχή τις δυνατότητές της να κάνει κακή χρήση, σκέφτηκε
ότι μπορεί να κινήσει τα μέλη του σώματος και προς τα αντίθετα. Με
αποτέλεσμα, το μάτι αντί να βλέπει τα δημιουργήματα, να κινείται
προς τις επιθυμίες. Πιστεύει ότι κι αυτό μπορεί να το κάνει.
Νομίζει η ψυχή ότι, εφόσον
κινείται, πιστοποιεί την αξία της και ότι δεν αμαρτάνει εφόσον κινεί
τις δυνάμεις της. Απατάται, διότι δεν γνωρίζει ότι δημιουργήθηκε
όχι απλά για να κινείται, αλλά να κινείται σε όσα αρμόζει. Σχετικά
μ' αυτό μαρτυρεί και ο λόγος του Αποστόλου: «Όλα επιτρέπονται, αλλά
δεν συμφέρουν όλα». Η ανταρσία όμως των ανθρώπων δεν κοίταξε το
συμφέρον και πρέπον, αλλά τι μπορεί να κάνει· έτσι, κινήθηκε προς τα
αντίθετα. Γι' αυτό, κίνησε τα χέρια προς τα αντίθετα και άρχισε
τους φόνους· οδήγησε την ακοή σε ανυπακοή· και τα υπόλοιπα μέλη του
σώματος στη μοιχεία αντί για τη νόμιμη συζυγία. Η γλώσσα κινείται
αντί για ευλογίες σε βλασφημίες, ύβρεις και επιορκίες. Τα χέρια πάλι
κινούνται στην κλοπή και τη χειροδικία των αδελφών. Η όσφρηση
ξέπεσε σε ποικίλα ερωτικά αρώματα. Τα πόδια τρέχουν να χύσουν αίμα.
Το στομάχι δεν χορταίνει το μεθύσι και την πολυφαγία.
Συμπερασματικά, όλα αυτά συνιστούν την κακία και την αμαρτία της
ψυχήςΑιτία όλων αυτών των κακών δεν είναι άλλη από την απομάκρυνση
από τα καλύτερα.
Συμβαίνει ό,τι και με τον
ηνίοχο, που αδιαφορεί για τον σκοπό για τον οποίο οδηγεί τα άλογα
στο στάδιο. Διότι οδηγώντας χωρίς σκοπό, οδηγεί τα άλογα απλά όπου
μπορεί· και μπορεί όπου θέλει. Και πολλές φορές άλλοτε πέφτει πάνω
στους περαστικούς και άλλοτε στους γκρεμούς. Κατευθύνεται όπου τον
παρασύρει η ταχύτητα των αλόγων. Έχει την ψευδαίσθηση ότι, τρέχοντας
έτσι, δεν αστοχεί στο στόχο του. Διότι προσέχει μόνο το δρόμο και
δεν αντιλαμβάνεται ότι ξέφυγε από το σκοπό του. Όπως λοιπόν γίνεται
με τον ηνίοχο, έτσι και με την ψυχή που ξέφυγε από το δρόμο του Θεού
και ικανοποιεί άπρεπα τα μέλη του σώματος. Ή καλύτερα, μαζί με το
σώμα, η ψυχή εξωθείται κι από τον εαυτό της ν' αμαρτάνει και να
κυοφορεί μέσα της το κακό.
Δεν αντιλαμβάνεται ότι
έχασε το δρόμο της και βγήκε έξω από τον αληθινό σκοπό της. Γι'
αυτόν το σκοπό είναι που λέει ο μακάριος και χριστοφόρος απόστολος
Παύλος: «Επιδιώκω το σκοπό που δεν είναι άλλος από το βραβείο της
ουράνιας πρόσκλησης του Ιησού Χριστού». Έχοντας λοιπόν ο απόστολος
ως στόχο πάντοτε το καλό, ποτέ δεν ξέφυγε να κάμει τα κακό.
Ορισμένοι λοιπόν
ειδωλολάτρες πλανήθηκαν από τον ορθό δρόμο και δεν γνώρισαν το
Χριστό· θεωρούν ότι το κακό υπάρχει αυθύπαρκτα. Κάνουν διπλό σφάλμα.
Από τη μια, θεωρούν ότι ο Θεός ως Δημιουργός δεν έπλασε τα όντα.
Γιατί αν η κακία είναι κι αυτή ον, υπάρχει δηλαδή από μόνη της,τότε
δεν μπορεί ο Θεός να δημιουργεί τα όντα, ό,τι υπάρχει. Διότι, από
την άλλη, αν θεωρούν το Θεό δημιουργό των όντων, πρέπει να Τον
δεχθούν ότι είναι και δημιουργός του κακού. Διότι, γι' αυτούς, και
το κακό ανήκει στα όντα (έχει ύπαρξη).
Αυτό όμως είναι παράλογο
και αδύνατο. Διότι το κακό δεν προέρχεται κακό, ούτε υπάρχει μέσα
σ' αυτό, ούτε μέσω αυτού. Γιατί το καλό δεν θα ήταν καλό αν είχε
μικτή φύση ή ήταν αίτιο του κακού.
Δυστυχώς, οι αιρετικοί
ξέφυγαν από τη διδασκαλία της Εκκλησίας και πλανήθηκαν στην πίστη.
Αυτοί πιστεύουν λαθεμένα ότι το κακό έχει ύπαρξη αληθινή.
Κατασκευάζουν για τους εαυτούς τους, εκτός από τον αληθινό Θεό
Πατέρα του Χριστού, έναν άλλο θεό. Τον θεωρούν κι αυτόν αδημιούργητο
και δημιουργό του κακού και κάθε κακίας. Τον ταυτίζουν με το
δημιουργό του κόσμου.
Εύκολα κανείς και από
την Αγία Γραφή και με την κοινή λογική ανατρέπει τις πλάνες τους.
Διότι με τη λογική διατύπωσαν αυτές τις τρελές ιδέες. Ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός στο ευαγγέλιό του πιστοποιεί τα λόγια του Μωϋσή,
«ότι, ένας είναι ο Θεός και Δημιουργός». Και αλλού λέει: «Εσένα
δοξάζω, Θεέ Πατέρα, που δημιούργησες τον ουρανό και τη γη». Αν,
λοιπόν, ένας είναι ο Θεός και ο ίδιος που δημιούρησε τη γη και τον
ουρανό, πως είναι δυνατό να υπάρχει άλλος θεός εκτός απ' αυτόν;
Επίσης, σε ποιό τόπο θα βρίσκεται αυτός ο άλλος δικός τους θεός αφού
παντού, και στον ουρανό και στη γη, βρίσκεται ο μοναδικός αληθινός
Θεός;
Πως είναι δυνατόν να
υπάρχει άλλος δημιουργός των όντων, όταν σύμφωνα με τη μαρτυρία του
Σωτήρα, δημιουργός των όντων είναι ο Θεός που είναι και Πατέρας του
Κυρίου Ιησού Χριστού; Εκτός πια αν υποστηρίξουν ότι μπορεί ο θεός
του κακού να διεκδικεί και τα έργα του καλού Θεού, για να υπάρχει
μεταξύ τους ισότητα. Αν όμως λένε κάτι τέτοιο, πρόσεξε σε πόση
ασέβεια πέφτουν! Διότι μεταξύ ίσων δεν υπάρχει ανώτερο και καλύτερο.
Επειδή, ανεξάρτητα από τη θέληση του ενός, το άλλο υπάρχει. Με
αποτέλεσμα, και η δύναμη και η αδυναμία και των δύο να είναι εξίσου
ίδια. Είναι ίση η δύναμή τους, διότι, με το υπάρχουν, νικά το ένα τη
θέληση του άλλου. Και είναι ίδια η αδυναμία και των δύο, διότι
εξελίσσονται τα πράγματα ανεξάρτητα από τη θέληση του καθένα.
Ο καλός υπάρχει
ανεξάρτητα από τη γνώμη του κακού· το ίδιο και ο κακός υπάρχει
ανεξάρτητα από τη θέληση του καλού. Εξάλλου, θα μπορούσε να πει
κανείς και το εξής στους ειδωλολάτρες: αν δημιουργήματα ανήκουν στον
κακό θεό, ποιό είναι το έργο του αγαθού Θεού; Τίποτε άλλο εκτός από
το ότι έφτιαξε το δημιουργό. Και ποιό είναι το χαρακτηριστικό
γνώρισμα του Θεού, εφόσον δεν έχει έργα από τα οποία να τον
γνωρίσουμε; Διότι τον δημιουργό τον γνωρίζεις από τα έργα του. Και
πως είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο αντίθετοι θεοί; Τι είναι αυτό που
τους ξεχωρίζει ώστε να υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον;
Είναι αδύνατο να
υπάρχουν συγχρόνως οι δυο θεοί, εφόσον ο ένας αναιρεί τον άλλο· ούτε
και ο ένας μπορεί ν' αναμειχθεί με τον άλλο, επειδή η φύση τους
είναι διαφορετική και αταίριαστη. Αναγκαστικά θα εμφανιστεί μια
τρίτη δύναμη που είναι κι αυτή θεός. Και τι είδους φύση θα έχει
αυτός ο τρίτος θεός; καλή ή κακή; Αδιευκρίνιστο. Ένα είναι σίγουρο:
δεν μπορεί να έχει τη φύση και των δύο.
Συμπερασματικά, αυτές οι
θεωρίες είναι αβάσιμες. Καιρός είναι να λάμψει η αλήθεια που πηγάζει
από τη θεολογία της Εκκλησίας. Κι αυτή είναι: το κακό δεν
προέρχεται από το Θεό· ούτε υπάρχει μέσα Του ούτε το δημιούργησε από
την αρχή ούτε αποτελεί μέρος της φύσης του Θεού. Το δημιούργησαν οι
άνθρωποι: έχασαν την έννοια του καλού κι έτσι άρχισαν να
φαντάζονται και να δημιουργούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, κι
αυτά που δεν έφτιαξε ο Θεός.
Συμβαίνει ό,τι και με τον
ήλιο· ενώ φέγγει και φωτίζει όλη τη γη με τη λαμπρότητά του, αν
εμείς κλείσουμε τα μάτια, νομίζουμε ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ
στην πραγματικότητα δεν υπάρχει· κι έτσι περπατάμε σαν τυφλοί στο
σκοτάδι, πέφτουμε κάτω και βαδίζουμε στο γκρεμό· νομίζουμε ότι δεν
υπάρχει φως αλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ότι βλέπουμε, ενώ δεν βλέπουμε
καθόλου.
Έτσι έκανε και η ψυχή
των ανθρώπων. Σφράγισε τα μάτια με τα οποία μπορεί να βλέπει το Θεό
και επινόησε μέσα της το κακό μέσα στο οποίο κινείται. Νομίζει ότι
κάνει κάτι, ενώ δεν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται πράγματα
ανύπαρκτα. Η ψυχή δεν είναι όπως τη δημιούργησε ο Θεός αλλά φαίνεται
όπως η ιδια κατάντησε τον εαυτό της. Τη δημιούργησε ο Θεός για να
Τον βλέπει και να τη φωτίζει. Εκείνη όμως προτίμησε στη θέση του
Θεού τα φθαρτά και το σκοτάδι, όπως λέει και το Άγιο Πνεύμα στην
Αγία Γραφή: «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο απλό· εκείνος όμως διανοείται
πολλούς ψευδείς λογισμούς».
Έτσι λοιπόν από την αρχή
προέκυψε και διαμορφώθηκε η εφεύρεση και η επινόηση της κακίας.
Πρέπει όμως τώρα να διηγηθούμε, πως ξέπεσαν οι άνθρωποι στη μανία
της ειδωλολατρείας· για να γνωρίζεις ότι η επινόηση των ειδώλων
καθόλου δεν προέρχεται από το καλό αλλά από το κακό. Κι αυτό που από
την κατασκευή του είναι κακό, με τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί
καλό, διότι όλο είναι κακό.
Παρ' όλ' αυτά η ψυχή των
ανθρώπων δεν αρκέστηκε στην επινόηση της κακίας και άρχισε να
οδηγεί τον εαυτό της στα χειρότερα. Επειδή συνήθισε στις ποικίλες
ηδονές και λησμόνησε τα θεία, ικανοποιούνταν μόνο στα σωματικά πάθη.
Αποβλέποντας μόνο στα παρόντα και την πρόσκαιρη καλοπέρασή τους,
πίστεψε ότι δεν υπάρχει τίποτε πέρα απ' αυτά που βλέπουν τα μάτια.
Μόνο οι πρόσκαιρες σωματικές ηδονές είναι το καλό.
Αφού λοιπόν άλλαξε
κατεύθυνση και λησμόνησε ότι είναι πλασμένη κατ' εικόνα του αγαθού
Θεού, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να δει με τη δική της δύναμη
το Λόγο του Θεού, σύμφωνα με τον οποίο πλάστηκε. Βγήκε έξω από το
δημιουργικό σκοπό της και επινοεί και φαντάζεται τα ανύπαρκτα. Με τη
μαυρίλα των σωματικών επιθυμιών λέρωσε τον εσωτερικό της καθρέφτη,
στον οποίο μπορεί ν' αντικατοπτριστεί η εικόνα του Θεού Πατέρα. Έτσι
η ψυχή δεν μπορεί να δει μέσα της αυτά που πρέπει. Αποσπάται σε
κάθε τι άλλο και βλέπει μόνον εκείνα που γίνονται αντιληπτά με τις
αισθήσεις. Για το λόγο αυτό, η ψυχή κορεσμένη από κάθε σαρκική
επιθυμία και ταραγμένη από τους λογισμούς που οι επιθυμίες
προκαλούν, αναπαριστά φανταστικά τον λησμονημένο Θεό με αισθητές
παραστάσεις. Έτσι ονοματίζει τα ορατά φαινόμενα με το όνομα του
Θεού. Εξυμνεί μόνον αυτά που η ίδια θέλει και τα θεωρεί ευχάριστα σ'
αυτήν.
Επομένως, η κακία αποτελεί
την αιτία της ειδωλολατρείας. Πρώτα έμαθαν οι άνθρωποι να επινοούν
σε βάρος τους την ανύπαρκτη κακία, και στη συνέχεια έπλασαν για τον
εαυτό τους τους ανύπαρκτους θεούς. Όπως κάποιος βυθίστηκε στο βυθό
και δεν βλέπει πλέον το φως ούτε όσα υπάρχουν στο φως· τα μάτια του
είναι στραμένα προς τα κάτω και τον σκεπάζει το νερό. Επειδή βλέπει
μόνο αυτά που είναι στο βυθό, νομίζει ότι τίποτε εκτός από αυτά δεν
υπάρχει· θεωρεί ότι αυτά που βλέπει είναι τα πιο σπουδαία απ' όλα
που υπάρχουν.
Κατά παρόμοιο τρόπο, από
την αρχαία εποχή οι άνθρωποι παραφρόνησαν και βυθίστηκαν στις
σαρκικές επιθυμίες και φαντασιώσεις· λησμόνησαν το Θεό και τη
λατρεία Του. Έχοντας σκοτισμένο το νου ή, το χειρότερο, χωρίς
καθόλου λογική, πίστεψαν σαν θεούς τα αισθητά φαινόμενα. Λάτρεψαν
αντί για το Δημιουργό τα δημιουργήματα·
θεοποίησαν τ' ανθρώπινα
έργα στη θέση του Κυρίου και Θεού που τα έπλασε Σύμφωνα με το
προηγούμενο παράδειγμα, εκείνοι που βυθίζονται στο βυθό, όσο
κατεβαίνουν προς τα κάτω, τόσο περισσότερο ορμούν σε πιο σκοτεινά
και βαθιά νερά. Έτσι έπαθε και το γένος των ανθρώπων. Δεν έμπλεξαν
σε μια απλή μορφή ειδωλολατρείας, ούτε παρέμειναν στο στο αρχικό της
στάδιο· όσο περισσότερο καιρό έμεναν στο πρώτο στάδιο, τόσες
περισσότερες δεισιδαιμονίες σκαρφίζονταν. Δεν χόρταιναν με τα πρώτα
αλλά έμπλεκαν σε άλλες χειρότερες κακίες.
Πρόκοβαν στην αισχρότητα
και επέκτειναν την ασέβεια πέρα από τον εαυτό τους Αυτό το ομολογεί
και η Αγία Γραφή: «Όταν ο ασεβής προοδεύσει στο κακό, τότε
περιφρονεί (και γίνεται χειρότερος)». Μόλις ο νους των ανθρώπων
απομακρύνθηκε από το Θεό, άρχισαν οι άνθρωποι να πέφτουν στους
λογισμούς και τις σκέψεις. Πρώτα έδωσαν θεϊκή τιμή στον ουρανό, τον
ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα· τα πίστεψαν όχι μόνο ως θεούς αλλά τα
θεώρησαν και ως δημιουργούς των άλλων δημιουργημάτων που έγιναν μετά
απ' αυτά.
Έπειτα, οι άνθρωποι έπεσαν
σε χειρότερους λογισμούς· αποκάλεσαν θεούς τον αιθέρα, τον αέρα κι
όσα βρίσκονται σ' αυτά. Προχωρώντας ακόμη στην κακία, λάτρεψαν ως
θεούς ακόμη και τις συστατικές ιδιότητες των σωμάτων, δηλαδή τη
θερμότητα, ψυχρότητα και υγρασία. Το χειρότερο απ' όλα ήταν όπως
συμβαίνει μ' αυτούς που πέφτουν ολοκληρωτικά στη γη και σύρονται στο
χώμα σαν τα σαλιγκάρια. Έτσι και οι πιο ασεβείς από τους ανθρώπους
ξέπεσαν από τη θεωρία του Θεού και θεοποίησαν ανθρώπους ή
ανθρωπομορφές, άλλους ακόμη ζωντανούς και άλλους ήδη νεκρούς.
Ήδη όμως μηχανεύθηκαν κι
άλλα χειρότερα, και απέδωσαν το θείο και υπερκόσμιο όνομα του Θεού
σε πέτρες, ξύλα, θαλάσσια ζώα και ερπετά της γης, και σ' αυτά ακόμη
τα άγρια άλογα ζώα.
Απονέμουν σ' αυτά όλες τις
τιμές που αρμόζουν στο Θεό, ενώ παράλληλα αποστρέφονται τον όντως
αληθινό Θεό και Πατέρα του Χριστού. Και μακάρι το θράσος των ανοήτων
ανθρώπων να έφτανε ως αυτό το σημείο και να μην αναμειγνύονταν σε
μεγαλύτερες ασέβειες. Γιατί ορισμένοι τόσο ξέπεσαν και σκοτίσθηκαν
στο νου ώστε να επινοούν και να θέλουν να θεοποιούν αυτά που είναι
ανύπαρκτα και ούτε φαίνονται ανάμεσα στα δημιουργήματα. Ανάμιξαν
λογικά πλάσματα με άλογα· έμπλεξαν πράγματα ανόμοια στη φύση τους
και τα προσκυνούν ως θεούς. Τέτοιοι είναι οι θεοί των Αιγυπτίων που
έχουν κεφάλι σκύλου ή φιδιού ή γαϊδουριού· ακόμη και ο θεός των
Λιβύων Άμμωνας που έχει κεφάλι κριού. Άλλοι πάλι διαίρεσαν τα μέρη
του σώματος σε κεφάλι, ώμο, χέρια και πόδια και το καθένα ξεχωριστά
το ανύψωσαν σε θεό και το προσκύνησαν. Δεν τους έφτανε φαίνεται να
λατρεύουν γενικά όλο το σώμα!
Άλλοι πάλι αύξησαν τόσο
την ασέβειά τους ώστε θεοποίησαν ακόμη και την ηδονή και τις
σαρκικές επιθυμίες που προκαλούν αυτές και την κακία και τις
προσκυνούν Τέτοιοι θεοί είναι ο Έρωτας και η Αφροδίτη της Πάφου.
Άλλοι πάλι απ' αυτούς, σαν να φιλοδοξούν τα χειρότερα, τόλμησαν ν'
ανυψώσουν ως θεούς τους άρχοντές τους ή και τους νεαρούς ερωμένους
των αρχόντων· το έκαναν ή προς τιμήν των αρχόντων ή από το φόβο της
εξουσίας. Για παράδειγμα, στην Κρήτη είναι ο φοβερός Ζεύς, στην
Αρκαδία ο Ερμής, στην Ινδία ο Διόνυσος, στην Αίγυπτο η Ίσις, ο
Όσιρις και ο Ώρος· και τώρα ο Αντίνοος ο νεαρός ερωμένος του Ρωμαίου
αυτοκράτορα Αδριανού. Αυτόν τον προσκυνούν διότι φοβούνται αυτόν που
τους διέταξε να το κάνουν, αν και γνωρίζουν πως είναι άνθρωπος, και
μάλιστα όχι σεμνός αλλά γεμάτος από ασέλγεια.
Διότι, όταν ο Αδριανός
επισκέφτηκε τη χώρα της Αιγύπτου και πέθανε εκεί ο δούλος του
Αντίνοος, που του ικανοποιούσε τα πάθη, έδωσε εντολή να τον
λατρεύουν ως θεό. Ο Αδριανός λοιπόν ήταν ερωτευμένος με το δούλο
ακόμη και μετά το θάνατο αυτού· σε μας όμως έδωσε μια απόδειξη κι
ένα επιχείρημα εναντίον κάθε μορφής ειδωλολατρεία, ότι δηλαδή την
εφεύραν οι άνθρωποι όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά για τα πάθη τους.
Αυτό το μαρτυρεί από την Παλαιά Διαθήκη και η σοφία του Θεού, που
λέει: «Η επινόηση των ειδώλων έχει ως αιτία την πορνεία».
Και να μην απορήσεις
ούτε να θεωρήσεις αναξιόπιστο αυτό που λέω· αφού πριν από λίγο
καιρό, ίσως και μέχρι τώρα, η σύγκλητος των Ρωμαίων αναγορεύει ως
θεούς αυτούς που βασίλεψαν από τα αρχαία χρόνια· νομοθετεί να
προσκυνούν ως θεούς όλους αυτούς ή όποιους αυτή θέλει και
αποφασίζει.
Οι συγκλητικοί, όσους
βέβαια βασιλείς τους μισούν, τους κηρύσσουν φυσικούς εχθρούς τους
και τους ονομάζουν κοινούς θνητούς· όσους όμως συμπαθούν, γι' αυτούς
διατάζουν να λατρεύονται ως τάχα καλοί άνδρες. Λες και έχουν την
εξουσία να αναγορεύουν θεούς, ενώ οι ίδιοι είναι άνθρωποι και
μάλιστα κοινοί θνητοί. Θα έπρεπε όμως, εφόσον αναγορεύουν θεούς, οι
ίδιοι να είναι θεοί.
Διότι πρέπει ο τεχνίτης
να είναι ανώτερος από το δημιούργημα και ο δικαστής να εξουσιάζει
αυτόν που κρίνει· το ίδιο, αυτός που προσφέρει να χαρίζει οπωσδήποτε
αυτό που έχει. Έτσι και ο βασιλιάς να χαρίζει αυτό που έχει, καθώς
είναι πιο ισχυρός και μεγάλος απ' αυτούς που παίρνουν. Εφόσον λοιπόν
αυτοί αναγορεύουν ως θεούς αυτούς που θέλουν, πρέπει πρώτα οι ίδιοι
να είναι θεοί. Το παράδοξο όμως είναι το εξής: οι ίδιοι που
θεοποιούν πεθαίνουν ως άνθρωποι, κι έτσι αποδεικνύουν ότι η απόφασή
τους είναι άκυρη.
Αυτή η συνήθεια δεν
είναι νέα, ούτε άρχισε με απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου, αλλά από
την αρχή τη μελετούσαν με σκοπό την επινόηση των ειδώλων.
Διότι και οι περίφημοι
αρχαίοι θεοί των Ελλήνων όπως ο Δίας, ο Ποσειδών, ο Απόλλων, ο
Ήφαιστος και ο Ερμής και οι γυναικείες θεότητες Ήρα, Δήμητρα, Αθηνά
και Άρτεμις, ανακηρύχθηκαν θεοί με εντολή του Θησέα, για τον οποίο
μας διηγούνται οι Έλληνες.
Και αυτοί που έδωσαν την
εντολή πέθαναν ως άνθρωποι και τους θρηνούν. Ενώ, αυτοί για τους
οποίους βγήκε η εντολή, προσκυνούνται ως θεοί. Αλίμονο στη μεγάλη
τους αντινομία και παραφροσύνη! Ενώ γνωρίζουν αυτόν που έδωσε την
εντολή, προτιμούν να λατρεύουν αυτούς για τους οποίους εκδόθηκε.
Μακάρι η μανία τους για τα είδωλα να περιοριζόταν μέχρι τις ανδρικές
θεότητες και να μην αποδιδόταν το όνομα του Θεού και σε γυναικείες
μορφές. Ακόμη και τις γυναίκες, με τις οποίες είναι ανασφαλές ν'
αποφασίζει κανείς από κοινού, κι αυτές τις λατρεύουν και τις
προσκυνούν ως θεότητες. Αυτές είναι όσες προβλέπουν οι διαταγές του
Θησέα, όπως ήδη αναφέραμε. Στους Αιγύπτιους είναι η Ίσις, που
λέγεται Κόρη και Νεαρότερη· σε άλλους ανήκει η Αφροδίτη. Τα ονόματα
των υπολοίπων θεωρώ απρέπεια και να τα αναφέρω, διότι προκαλούν
ντροπή.
Πολλοί πάλι, όχι μόνο τα
αρχαία χρόνια αλλά και τα σημερινά, έχασαν αγαπητά πρόσωπα,
αδέλφια, συγγενείς και γυναίκες· και πολλές γυναίκες έχασαν τους
άνδρεςτους. Όλους αυτούς, που η ζωή απέδειξε ότι είναι θνητοί
άνθρωποι, αυτούς από το μεγάλο τους πένθος τους ζωγράφησαν και τους
έκαναν αγάλματα και τους πρόσφεραν θυσίες. Αυτούς οι μετέπειτα, λόγω
της τέχνης και της ικανότητας του τεχνίτη του αναθήματος, τους
θεοποίησαν, πράγμα αφύσικο.
Όλους αυτούς οι γονείς
τους τους έκλαψαν διότι ήξεραν ότι δεν είναι θεοί· αν το γνώριζαν,
δεν θα τους θρηνούσαν σαν χαμένους. Άλλωστε, όχι μόνο δεν τους
θεωρούσαν θεούς, αλλά επειδή πίστευαν ότι δεν υπάρχουν καθόλου, τους
αναπαράστησαν σε εικόνες ώστε, βλέποντας την εικόνα τους, να
παρηγορούνται για την ανυπαρξία τους. Σ' αυτούς όμως οι ανόητοι
προσεύχονται και τους αποδίδουν τις τιμές του αληθινού Θεού. Έτσι
λοιπόν, στην Αίγυπτο ακόμη και τώρα γίνεται θρήνος για το θάνατο του
Όσιρι, του Ώρου, του Τυφώνα και των υπολοίπων.
Και οι χάλκινοι λέβητες
στη Δωδώνη και οι κορύβαντες στην Κρήτη αποδεικνύουν ότι ο Δίας δεν
είναι θεός αλλά άνθρωπος· κατάγεται μάλιστα από ανθρωποφάγο πατέρα.
Και το αξιοθαύμαστο, ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος, που καυχήθηκε
ότι φιλοσόφησε πολλά για το Θεό, ο Πλάτωνας, κατέβηκε κι αυτός στον
Πειραιά με το Σωκράτη, για να προσκυνήσει την Άρτεμη, έργο
ανθρώπινης τέχνης!
Όλες αυτές τις
επινοήσεις της λατρείας των ειδώλων η Αγία Γραφή τις σημείωνε από
καιρό, λέγοντας: «Η ειδωλολατρεία έχει για θεμέλιο την πορνεία. Η
επινόησή της καταστρέφει τη ζωή». Διότι ούτε στην αρχή της ζωής
υπήρχε ούτε στο μέλλον θα υπάρξει. Την έφερε στον κόσμο η κενοδοξία
των ανθρώπων, και γι' αυτό θα έχει σύντομο τέλος.
Ένας πατέρας που πενθεί
το νεκρό παιδί του, φτιάχνει εικόνα του πρόωρα πεθαμένου παιδιού
του· έτσι, τιμά τώρα σαν ζωντανό το νεκρό παιδί του και τελεί με
τους δούλους του μυστήρια και λατρευτικές τελετές. Με το πέρασμα του
χρόνου το ασεβές έθιμο γίνεται μόνιμη τελετή.
Με διαταγή των τυράννων
λατρεύονταν και τα αγάλματά τους. Διότι, όσοι υπήκοοί τους
κατοικούσαν μακριά και δεν τους έβλεπαν αυτοπροσώπως για να τους
τιμήσουν, έφτιαξαν το άγαλμα του βασιλιά σε εμφανές σημείο, για να
τιμούν δουλικά τον απόντα ως παρόντα. Και η καλλιτεχνία του
δημιουργού παρότρυνε τα θύματα της άγνοιας σε υπερβολική λατρεία.
Ο μεν τεχνίτης, επειδή
θέλει να αρέσει στον άρχοντα, προσπαθεί ν' αποδώσει τέλεια την
ομοιότητα της εικόνας. Ο λαός όμως, παρασύρεται από το καλλιτεχνικό
αποτέλεσμα και θεωρεί τον πριν από λίγο τιμώμενο άνθρωπο ως σεβάσμιο
θεό. Κι αυτό υπήρξε ολίσθημα στη ζωή. Διότι, οι άνθρωποι, όντας
εξαρτώμενοι σε συμφορά ή τυραννία, «απέδωσαν το σεβάσμιο όνομα του
Θεού σε πέτρες και ξύλα».
Αφού, λοιπόν, αυτή
είναι, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η επινόηση των ειδώλων που έπλασαν
οι άνθρωποι, είναι ώρα να προχωρήσω για χάρη σου και στην ανατροπή
της. Θα χρησιμοποιήσω αποδείξεις όχι από ξένες πηγές αλλά από τα
δικά τους φρονήματα.
Ας ξεκινήσω πρώτα από τα
πιο ελαφρά επιχειρήματα. Αν εξετάσεις κανείς τις πράξεις των
θεωρουμένων ως θεών, θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο θεοί δεν είναι,
αλλά φανερώνονται ως οι πιο αισχροί από τους ανθρώπους. Για
παράδειγμα, τι σημαίνει να διαβάζει κανείς στους ποιητές τους έρωτες
και τις αισχρότητες του Δία; Τι σημαίνει ν' ακούει ότι αυτός
αρπάζει τον Γανυμήδη και διαπράτει κρυφές μοιχείες; Τι σημαίνει να
φοβάται, μήπως, παρά τη θέλησή του, καταστραφούν τα τείχη της
Τροίας; Τι σημαίνει να βλέπει το Δία να λυπάται για το θάνατο του
γιού του Σαρπηδόνα και να μη μπορεί να τον βοηθήσει, αν και το
θέλει;
Επίσης, τι σημαίνει να
βλέπει κανείς το Δία να πέφτει θύμα συνομωσίας από άλλους δήθεν
θεούς, όπως η Ήρα και ο Ποσειδώνας, ενώ τον βοηθεί μια γυναίκα, η
Θέτιδα και ο Αιγαίωνας με τα εκατό χέρια; Ακόμη, να τον νικούν οι
ηδονές, να γίνεται δούλος γυναικών και για χάρη τους να
ριψοκινδυνεύει μεταμορφούμενος σε τετράποδο ζώο ή σε πτηνό·
Και πάλι τι σημαίνει ο
Δίας να κρύβεται επειδή τον κυνηγά ο πατέρας του, ενώ ο ίδιος
έκλεισε στη φυλακή τον πατέρα του Κρόνο και στη συνέχεια τον
ευνούχισε; Συμπερασματικά, αξίζει αυτόν να τον θεωρούν θεό, που
έκανε τόσα και έχει κατηγορηθεί για αδικήματα τα οποία το κοινό
ρωμαϊκό δίκαιο δεν επιτρέπει ούτε σε κοινούς ανθρώπους;
Και επειδή είναι πολλά,
αναφέρω λίγα απ' αυτά. Ποιος άνθρωπος δεν θα χλευάσει και
καταδικάσει σε θάνατο τον Δία, όταν δει τη μοιχεία και τη διακόρευση
που έκανε στη Σεμέλη, τη Λήδα, την Αλκμήνη, την Άρτεμη, τη Λητώ, τη
Μαία, την Ευρώπη, τη Δανάη και την Αντιόπη; Ή για το θράσος να έχει
την ίδια και αδελφή και γυναίκα, δεν θα τον χλευάσει και τιμωρήσει
με θάνατο;
Και όχι μόνο διέπραξε
μοιχεία, αλλά και τα παιδιά που απόκτησε απ' αυτήν τα θεοποίησε και
απέδωσε λατρευτικές τιμές. Ως κάλυμμα της ασέλγειάς του είχε την
επινόηση της θεοποίησης. Τέτοια θεοποιηθέντα παιδιά του Δία είναι ο
Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ερμής, ο Περσέας και η Σώτειρα.
Ακόμη, ποιός, όταν δει
στην Τροία την αδιάλλακτη φαγωμάρα μεταξύ των δήθεν θεών για χατήρι
των Ελλήνων ή των Τρώων, δεν θα καταδικάσει την αδυναμία τους; Με τη
φιλονικεία τους ερέθισαν και τους ανθρώπους.
Επιπλέον, ποιός θα δει το
Διομήδη να πληγώνει τον Άρη και την Αφροδίτη, ή τον Ηρακλή την Ήρα
και τον υποχθόνιο θεό του Άδη, ή τον Περσέα να πληγώνει το Διόνυσο
και τον Αρκάδα την Αθηνά, ή τον Ήφαιστο να τον γκρεμίζουν και να
μένει κουτσός, ποιός λογικός άνθρωπος για όλα αυτά δεν θα αμφιβάλλει
για τη φύση τους και θ' αποφύγει να τους ονομάζει θεούς; Εφόσον
υπόκεινται στη φθορά και έχουν πάθη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά
άνθρωποι, και μάλιστα αδύναμοι. Θ' απορεί κανείς, ποιούς να θαυμάζει
περισσότερο, αυτούς που πλήγωσαν ή αυτούς που πληγώθηκαν! Ποιος,
επίσης, δεν θα γελάσει και δεν θα κατηγορήσει για διαφθορά, όταν
πληροφορηθεί τη μοιχεία του Άρη σε βάρος της Αφροδίτης· ή το δόλο
του Ήφαιστου σε βάρος των δύο παραπάνω· και ακόμη τους υπόλοιπους
θεούς που καλέστηκαν από τον Ήφαιστο και πήραν μέρος στη μοιχεία και
ασέλγεια ως θεατές;
Ή ποιός δεν θα γελάσει βλέποντας τον εκτος εαυτού μεθυσμένο Ηρακλή ν' ασωτεύει με την Αμφιάλη;
Δεν είναι ανάγκη να
ελέγξουμε αναλυτικά τις φιλήδονες πράξεις των θεών, τους παράλογους
έρωτές τους, την κατασκευή ειδώλων από χρυσό, ασήμι, χαλκό, σίδερο,
πέτρα και ξύλο. Όλ' αυτά τα πράγματα από μόνα τους προκαλούν
αποστροφή και από μόνα τους φανερώνουν το βάθος της πλάνης. Ένα
μόνο· λυπάται κανείς εκείνους οι οποίοι έχουν ξεγελαστεί και
παρασυρθεί απ' όλα αυτά.
Διότι, ενώ μισούν
θανάσιμα το μοιχό που παρασύρει τη γυναίκα τους, αντίθετα δεν
ντρέπονται να θεοποιούν αυτούς που διδάσκουν τη μοιχεία. Και ενώ
απορρίπτουν σαρκική σχέση με την αδελφή τους, όμως λατρεύουν αυτούς
που το έκαναν. Και ενώ παραδέχονται ως κακό την παιδεραστία, παρ'
όλα αυτά λατρεύουν αυτούς που κατηγορούνται ότι την έκαναν. Γενικά,
αυτά που απαγορεύουν οι νόμοι στους ανθρώπους να τα κάνουν, αυτά δεν
ντρέπονται να τ' αποδίδουν ως χαρακτηριστικά των ψευτοθεών τους!
Έπειτα, προσκυνώντας τις
πέτρες και τα ξύλα, δεν βλέπουν ότι όλα αυτά είτε τα πατούν με τα
πόδια είτε τα καίνε· δυστυχώς, όμως, μερικά κομμάτια τους τα
αναγορεύουν σε θεότητες. Αυτά που πριν από λίγο χρησιμοποιούσαν,
τώρα με μανία τα λαξεύουν και τα λατρεύουν. Δεν βλέπουν ούτε
σκέφτονται ότι λατρεύουν την τέχνη του γλύπτη και όχι θεούς.
Όσο καιρό οι πέτρες
είναι απελέκητες και τα υλικά ακατέργαστα, τόσο τα καταπατούν και τα
χρησιμοποιούν ακόμη και στις πιο εξευτελιστικές εργασίες. Μόλις
όμως ο τεχνίτης επιβάλλει στα υλικά αυτά τη συμμετρία της επιστήμης
του και χαράξει σ' αυτά τη μορφή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας, τότε
ευγνωμονούν τον τεχνίτη και τα προσκυνούν ως θεότητες· σαν να μην
έδωσαν χρήματα στον αγαλματοποιό για να τα αγοράσουν! Πολλές φορές
μάλιστα και ο ίδιος ο τεχνίτης των γλυπτών, σαν να ξέχασε ότι ο
ίδιος τα έφτιαξε, προσεύχεται στα δικά του έργα! Αυτά που πριν από
λίγο κομμάτιαζε και σμίλευε, τα ίδια μετά την επεξεργασία τους τα
ονομάζει θεούς. Θα έπρεπε, αν αυτά τα έργα ήταν άξια θαυμασμού, να
προτιμούν την τέχνη του δημιουργού και όχι τα ίδια τα δημιουργήματα.
Διότι, δεν στολίζει ούτε θεοποιεί η ύλη την τέχνη, αλλά η τέχνη την
ύλη. Θα ήταν πιο δίκαιο να προσκυνούν τον τεχνίτη των αγαλμάτων και
όχι τα δημιουργήματά του. Για δύο λόγους, πρώτα γιατί αυτός υπήρχε
πριν τα γλυπτά-θεούς κι έπειτα διότι τα έφτιαξε όπως αυτός ήθελε.
Τώρα όμως άφησαν στην άκρη το δίκαιο και περιφρόνησαν την επιστήμη
και την τέχνη· προσκυνούν πλέον τα δημιουργήματα της επιστήμης και
τέχνης. Και ενώ πεθαίνει ο άνθρωπος κατασκευαστής των ειδώλων, τα
έργα του τα τιμούν ως αθάνατα. Κι αυτά όμως, αν δεν τα φροντίσουν
καθημερινά, με την πάροδο του χρόνου, λόγω του υλικού κατασκευής
της, καταστρέφονται. Πως, λοιπόν, δεν θα τους λυπόταν κανείς και στο
εξής: αυτοί που βλέπουν προσκυνούν τους τυφλούς, κι αυτοί που ακούν
προσεύχονται στους κωφούς.
Δυστυχώς, οι άνθρωποι, που
έχουν από τη φύση τους ψυχή και λογική, ονομάζουν θεούς αυτούς που
δεν κινούνται καθόλου και δεν έχουν ψυχή. Και δεν είναι το πιο
παράδοξο, αυτούς που οι ίδιοι εξουσιάζουν σ' αυτούς να είναι
υπόδουλοι σαν αφεντικά τους; Και μη θεωρείς ότι αυτά που λέω σε
βάρος τους είναι ψευδή και αβάσιμα· είναι ολοφάνερη η αξιοπιστία
τους· μπορούν εύκολα να τη διαπιστώσουν όσοι το επιθυμούν. Για όλα
αυτά υπάρχει η καλύτερη μαρτυρία από την Αγία Γραφή που διδάσκει και
λέει: «Τα αγάλματα των ειδωλολατρικών λαών είναι από ασήμι και
χρυσάφι, ανθρώπινα κατασκευάσματα. Έχουν μάτια αλλά δεν βλέπουν·
έχουν στόμα, αλλά δεν μιλούν· έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν· έχουν μύτη
αλλά δεν οσφραίνονται. Έχουν χέρια αλλά δεν μπορούν να ψηλαφίσουν·
πόδια έχουν και δεν περπατούν· δεν μπορούν ν' αρθρώσουν φωνή. Όσοι
τα κατασκευάζουν ομοιάζουν σ' όλα μ' αυτά». (Ψαλμός 113) Αυτά τα
είδωλα τα καταδικάζουν οι προφήτες με ελεγκτικό λόγο του γίου
Πνεύματος: «Θα ντραπούν αυτοί που πλάθουν θεούς και μάταια
κατασκευάζουν είδωλα· όλοι οι ψευτοθεοί, απ' όποιον κι αν
φτιάχτηκαν, ξεράθηκαν κι εξαφανίστηκαν. Κι όσοι από τους ανθρώπους
είναι κουφοί πνευματικά και επιμένουν στην πλάνη, ας συγκεντρωθούν
όλοι μαζί· θα ντραπούν για την πλάνη τους και τους ψευτοθεούς τους.
»Να, πως έγιναν οι θεοί
τους! σιδεράς λεπταίνει το σίδερο, με το σφυρί το κατεργάζεται, το
τρυπά κατάλληλα με το τρυπάνι και το στήνει όρθιο. Το δουλεύει με τη
δύναμη των χεριών του· και μάλιστα νηστικός, αποκαμωμένος και
διψασμένος.
»Το ίδιο και ο
ξυλουργός· διαλέγει το ξύλο, απλώνει το μέτρο του, το κόβει, το
κολλά και το διαρρυθμίζει. Έτσι δίνει σ' αυτό μορφή ωραίου άνδρα και
το στήνει στο ναό. Ο ξυλουργός έκοψε ξύλο από το δάσος, το οποίο
όμως ο Κύριος το φύτεψε, η βροχή το πότισε και το μεγάλωσε· έτσι
ώστε να το χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι να θερμανθούν με τη φωτιά.
Καίγοντάς το, έψησαν ψωμί πάνω σ' αυτό, ενώ από ένα κομμάτι του οι
γλύπτες έφτιαξαν είδωλα θεών και τα προσκύνησαν.
Έτσι λοιπόν το μισό
ξύλου του ειδώλου το έκαψαν στη φωτιά· και στο μισό έψησαν κρέας,
έφαγαν και χόρτασαν· ζεστάθηκαν και είπαν: Ευχάριστο πράγμα η
θερμότητα και η θέα της φωτιάς».
»Το υπόλοιπο ξύλο το
προσκυνούσε λέγοντας: βοήθησέ με, επειδή είσαι θεός. Δεν είχαν
σύνεση, διότι σκοτίσθηκαν ώστε να μη βλέπουν τα μάτια της ψυχής τους
και να καταλαβαίνουν με το νου. Ο ξυλουργός που σκάλισε το είδωλο
δεν σκέφτηκε με το νου ούτε με την ψυχή ούτε με τη στοιχειώδη σύνεση
ότι το μισό ξύλο το έκαψε για να θερμανθεί και έψησε σ΄ αυτό ψωμιά·
έψησε και κρέας και έφαγε. Το υπόλοιπο ξύλο το έκανε βδελυρό είδωλο
και το προσκυνούν.
»Μάθετε ότι η καρδιά τους
είναι στάχτη και βρίσκονται στην πλάνη· κανείς δεν μπορεί να τους
σώσει. Δέστε σεις που φτιάξατε τα είδωλα· δεν θα πείτε ότι με το
δεξί μας χέρι κάναμε ψεύτικα είδωλα;». (Ησαΐας, 44). Πως λοιπόν δεν
θα ελεγχθούν ως άθεοι μπροστά σ' όλους όσοι θεωρούνται και από την
ίδια την Αγία Γραφή ασεβείς; Ή πως δεν είναι κακότυχοι όσοι τόσο
φανερά αποδεικνύεται ότι λατρεύουν τα άψυχα αντί τα αληθινά; Τι
ελπίδα έχουν και ποιός μπορεί να τους συγχωρήσει, αφού πιστεύουν σε
μη λογικά και ψεύτικα όντα, αντί να προσκυνούν τον αληθινό Θεό;
Μακάρι ο τεχνίτης να
έφτιαχνε τους θεούς τους χωρίς μορφή, ώστε να μην είναι ολοφάνερη η
απόδειξη της αδιαντροπιάς τους. Διότι θα ξεγελούσαν τους απλοϊκούς
ότι δήθεν τα είδωλα καταλαβαίνουν, αν βέβαια τα αισθητήρια όργανά
τους (μάτια, μύτες, αυτιά, χέρια και στόμα) δεν ήταν ανίκανα να
κινηθούν και να χρησιμοποιήσουν τις αισθήσεις τους για ν'
αντιληφθούν τα αισθητά αντικείμενα. Τώρα όμως τα είδωλα έχουν
αισθητήρια χωρίς να αισθάνονται, πόδια χωρίς να στέκονται, και ενώ
κάθονται δεν κάθονται. Διότι δεν έχουν την ενέργεια των αισθητηρίων,
αλλά μένουν ακίνητοι ως θεοί όπως θέλησε ο κατασκευαστής τους Δεν
έχουν κανένα γνώρισμα του Θεού, εντελώς άψυχοι, όπως τους έφτιαξε ο
τεχνίτης.
Μακάρι οι κήρυκες και
μάντεις αυτών των θεών, εννοώ τους ποιητές και συγγραφείς, να τους
ονομάτιζαν απλά ως θεούς και τίποτε άλλο· να μην ανέφεραν καθόλου
τις πράξεις τους, διότι αυτές αποδεικνύουν ότι δεν είναι θεοί και
ότι είναι αισχρή η ζωή τους. Γιατί, και με μόνο την αναφορά στο
όνομα "θεός", μπορεί να γίνει υποκλοπή της αλήθειας και να
ξεγελαστούν πολλοί.
Τώρα όμως, οι ποιητές
διηγούνται τους έρωτες και τις αισχότητες του Δία, τις παιδεραστίες
των υπολοίπων, τις ερωτικές ζηλοτυπίες των γυναικών, τους φόβους,
τις δειλίες και τις άλλες κακίες. Μ' όλα αυτά όμως στιγματίζουν τον
εαυτό τους, ότι όχι μόνο για θεούς δεν διηγούνται αλλ' ούτε για
σεμνούς ανθρώπους και πλάθουν μύθους αισχρούς και κακούς. Ίσως όμως,
για να δικαιολογηθούν οι ασεβείς, να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητα
των ποιητών λέγοντας ότι έχουν το δικαίωμα να πλάθουν ανύπαρκτα
πράγματα και ψεύτικους μύθους για ευχαρίστηση των ακροατών. Χάρη σ'
αυτό έπλασαν και τα σχετικά με τους θεούς. Κι αυτή όμως η
δικαιολογία θα φανεί μετέωρη απ' όλους τους μύθους που αραδιάζουν
για τους θεούς.
Διότι, αν όλα όσα λένε
οι ποιητές είναι μυθεύματα, τότε ψεύτικο θα ήταν και το όνομα του
Δία, του Κρόνου, της Ήρας και των υπόλοιπων θεών. Ίσως βέβαια, όπως
λένε αυτοί, και τα ονόματα να είναι πλαστά και στην πραγματικότητα
δεν υπάρχει καθόλου Δίας ή Κρόνος ή Άρης. Τους δημιουργούν οι
ποιητές, για να ξεγελούν τους ακροατές τους. Εφόσον όμως οι ποιητές
πλάθουν αυτούς που δεν υπάρχουν, πως θα τους θεωρούμε αληθινούς
θεούς; Ή μήπως θα μας πουν ότι δεν πλάθουν ψευδή ονόματα, αλλά
ψευδείς πράξεις σε βάρος τους; Κι αυτό όμως δεν αποτελεί ισχυρό
επιχείρημα για να τους απαλλάξει στην απολογία τους. Διότι, αν
πλάθουν ψεύτικες πράξεις, ψεύτικα θα είναι και τα ονόματα των
πρωταγωνιστών. Το αντίθετο: αν λένε αλήθεια στα ονόματα, οπωσδήποτε
αληθινές θα είναι και οι πράξεις.
Άλλωστε αυτοί που πλάθουν
τους μύθους των θεών γνωρίζουν πολύ καλά και ποιά πρέπει να είναι τα
έργα τους. Ποτέ δεν θα απέδιδαν ανθρώπινες ιδιότητες στους θεούς·
όπως δεν αποδίδει κανείς την ιδιότητα της φωτιάς στο νερό· η μία
είναι καυτή και το άλλο ψυχρό. Αν οι πράξεις των θεών είναι αντάξιές
τους, τότε θα ήταν θεοί και όσοι τις έκαμαν. Αν όμως οι πράξεις της
μοιχείας και οι παρόμοιες χαρακτηρίζουν κακούς ανθρώπους, τότε οι
δράστες τους είναι άνθρωποι και όχι θεοί. Διότι οι πράξεις πρέπει να
συμφωνούν με τη φύση του δράστη τους· ώστε η ενέργεια να φανερώση
τον δράστη και η πράξη να γίνει αντιληπτή από την ουσία της. Όπως
ακριβώς συμβαίνει με κάποιον που μιλάει για το νερό και τη φωτιά·
αναφέροντας τις ενέργειές τους, δεν λέει ότι το νερό καίει ούτε ότι η
φωτιά ψυχραίνει. Παρόμοια, σχετικά με τον ήλιο και τη γη, δεν λέει
ότι η γη φωτίζει και ο ήλιος βγάζει βότανα και καρπούς· αν έλεγε
κάτι τέτοιο, θα ξεπερνούσε κάθε τρέλα.
Έτσι λοιπόν οι δικοί
τους ποιητές και μάλιστα ο πιο σπουδαίος (εννοεί τον Όμηρο), αν
πίστευαν ότι ο Δίας και οι λοιποί είναι θεοί, δεν θα τους απέδιδαν
τέτοιου είδους πράξεις. Διότι αυτές αποδείχνουν ότι δεν είναι θεοί
αλλά περισσότερο άνθρωποι, και μάλιστα χωρίς αρετή. Αν όμως
κατηγορείς τους ποιητές ότι λόγω της ιδιότητάς τους λένε ψέματα,
γιατί να μη λένε ψέματα και για τα κατορθώματα των ηρώων; Να
πλάθουν, δηλαδή, δειλία αντί για ανδρεία και το αντίστροφο; Έπρεπε
όπως είπαν ψέματα για τον Δία και την Ήρα, έτσι να προσάπτουν ψευδώς
στον Αχιλλέα δειλία, ενώ στο Θερσίτη (ο πιο δειλός Έλληνας στην
εκστρατεία της Τροίας) δύναμη· να συκοφαντούν τον Οδυσσέα για
επιπολαιότητα και τον σοφό Νέστορα για παρανοϊκότητα. Να διηγούνται
για τον Διομήδη και τον Έκτορα γυναικείες (δειλές) πράξεις, ενώ για
την Εκάβη (γυναίκα του Πριάμου που δείλιασε στην αιχμαλωσία της)
ανδρεία. Εφόσον λένε αυτοί ότι οι ποιητές πλάθουν ψέμματα, θα έπρεπε
για όλες τις περιπτώσεις να το κάνουν.
Τώρα όμως συμβαίνει το
εξής στους ποιητές : ενώ για τους ανθρώπους λένε την αλήθεια, δεν
διστάζουν να λένε ψέματα για τους δήθεν θεούς. Ίσως, βέβαια, να πει
κάποιος ότι λένε ψέματα για τις αδιάντροπες πράξεις τους· ενώ,
αντίθετα, λένε την αλήθεια στους επαίνους, όταν υμνούν τον Δία ότι
κυβερνά στον Όλυμπο και τον ουρανό ως πατέρας και ανώτερος όλων των
θεών. Την αλήθεια αυτού του συλλογισμού μπορεί να την καταρρίψει ο
καθένας, όχι μόνον εγώ. Με τα πρώτα επιχειρήματα θα λάμψει σε βάρος
τους η αλήθεια. Διότι οι πράξεις που διηγούνται δείχνουν ότι
πρόκειται για ανθρώπους, ενώ οι έπαινοι για υπερανθρώπους. Το καθένα
απ' αυτά δεν συμφωνεί με το άλλο. Διότι δεν αποτελεί ίδιο των
ουράνιων θεών να κάνουν τέτοιες πράξεις, ούτε όσοι τις κάνουν μπορεί
να ονομάζονται θεοί. Τι μας μένει να σκεφθούμε από το ότι τα
εγκώμια για τους θεούς είναι ψεύτικα και χαριστικά, ενώ οι αισχρές
τους πράξεις αληθινές. Την πραγματικότητα αυτού την επιβεβαιώνει
κανείς από πείρα. Κανείς δεν εγκωμιάζει κάποιον και ταυτόχρονα
κατηγορεί τις πράξεις του. Αλλά συμβαίνει το εξής: όποιον έχει
αισχρή ζωή προσπαθούν με επαίνους να τον υψώσουν, για να εξαπατήσουν
τους ανθρώπους που ακούν για την κακή ζωή του κι έτσι ν' αποκρύψουν
την αισχρότητά του.
Συμβαίνει, όπως ένας που
θέλει να εγκωμιάσει κάποιον και δεν βρίσκει τίποτε άξιο επαίνου ούτε
στη συμπεριφορά ούτε στην ψυχή, καθώς αυτά προκαλούν ντροπή· τον
εξυψώνει τότε με διαφορετικό τρόπο και του αποδίδει χαρίσματα
ανώτερα από την αξία του. Έτσι κάνουν και οι διάσημοι ποιητές των
ειδωλολατρών· ντρέπονται για τις ασιχρές πράξεις των δήθεν θεών και
τους αποδίδουν υπεράνθρωπο όνομα, αυτό της θεότητας. Δεν
καταλαβαίνουν ότι η ιδιότητα του υπεράνθρωπης θεότητας όχι μόνο δεν
θα καλύψει τις ανθρώπινες αδυναμίες των ψευτοθεών, αλλά μάλλον θα
τους ξεσκεπάσει, επειδή οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν ταιριάζουν σε
αντιλήψεις για το Θεό.
Εγώ μάλιστα πιστεύω ότι
οι ποιητές παρά τη θέλησή τους αναφέρουν τα πάθη και τις πράξεις των
θεών. Επειδή, όπως λέει η Αγία Γραφή, προσπάθησαν ν' αποδώσουν το
όνομα και την τιμή που ανήκει στο Θεό σ' αυτούς που δεν είναι θεοί
αλλά κοινοί θνητοί· κάτι τέτοιο αποτελεί μεγάλη ασέβεια. Εξαιτίας
αυτής της ασέβειας τους υποχρέωσε η αλήθεια, χωρίς τη θέλησή τους,
να εκθέσουν τα πάθη των ψευτοθεών. Κι έτσι οι απόγονοί τους να
διαβάζουν στα βιβλία τους τα πάθη των θεών και να αποδείχνεται ότι
δεν είναι θεοί.
Ποιά λοιπόν δικαιολογία ή
απόδειξη για τη θεότητα αυτών θα είχαν εκείνοι που είναι γεμάτοι
από δεισιδαιμονίες; Απ' όσα είπαμε παραπάνω, αποδείχτηκε ότι οι θεοί
είναι άνθρωποι, και μάλιστα γεμάτοι πάθη. Ίσως όμως θα
χρησιμοποιήσουν με καύχηση εκείνο το επιχείρημα, ότι οι δήθεν θεοί
ανακάλυψαν πράγματα χρήσιμα για τη ζωή των ανθρώπων, και γι' αυτό
τους λένε θεούς, διότι αποδείχτηκαν χρήσιμοι στους ανθρώπους. Λένε
ότι ο Δίας ανακάλυψε την τέχνη της πλαστικής, ο Ποσειδώνας την
κυβερνητική, ο Ήφαιστος την κατεργασία του χαλκού, η Αθηνά την
υφαντική, ο Απόλλων τη μουσική, η Άρτεμη το κυνήγι, η Ήρα τον
καλλωπισμό, η Δήμητρα τη γεωργία και άλλοι θεοί άλλες τέχνες, όπως
μας διηγούνται οι ιστορικοί.
Αυτές όμως τις τέχνες
και τις παρόμοιες επιστήμες έπρεπε οι άνθρωποι να τις αποδώσουν όχι
μόνο στους (ψευτο)θεούς αλλά στην ανθρώπινη φύση. Διότι αυτή
εφευρίσκει τις τέχνες. Εξάλλου πολλοί θεωρούν την τέχνη απομίμηση
των ιδιοτήτων της ανθρώπινης φύσης. Αν λοιπόν έγιναν επιστήμονες,
επειδή σπούδασαν τις τέχνες, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους
θεωρούμε και θεούς, αφού είναι άνθρωποι.
Διότι δεν προήλθαν οι
τέχνες από τους θεούς, αλλά στις τέχνες οι ίδιοι οι άνθρωποι
αντίγραψαν την φύση τους. Όντας λοιπόν άνθρωποι με φυσική την
ικανότητα να μάθουν, όπως και το είπαμε, δεν είναι παράδοξο που
επινόησαν τις τέχνες· διότι με το νου τους μελέτησαν τη δική τους
φύση και απ' αυτήν προήλθαν οι γνώσεις.
Κι αν ισχυρίζονται ότι
πρέπει να τους αναγορεύσουμε θεούς, επειδή ανακάλυψαν τις τέχνες,
τότε είναι καιρός να ονομάσουμε θεούς και τους εφευρέτες των άλλων
τεχνών, για τον ίδιο λόγο που και οι πρώτοι ονομάστηκαν. Για
παράδειγμα, είναι κι άλλοι τέτοιοι εφευρέτες. Οι Φοίνικες ανακάλυψαν
το αλφάβητο, ο Όμηρος την ηρωϊκή ποίηση, ο Ζήνων ο Ελεάτης τη
διαλεκτική,ο Συρακούσιος Κόραξ τη ρητορική τέχνη· ο Αρισταίος τη
μελισσοκομία, ο Τριπτόλεμος την καλλιέργεια των σιτηρών· ο
Σπαρτιάτης Λυκούργος και ο Αθηναίος Σόλων τη νομοθεσία· ο Παλαμήδης
εφεύρεσε το συντακτικό και την αριθμητική. Και άλλοι πολλοί
ανακάλυψαν πολλά και διάφορα χρήσιμα για το βίο των ανθρώπων, όπως
μας τα διηγούνται οι ιστορικοί.
Αν λοιπόν η εφεύρεση των
επιστημών φτιάχνει τους θεούς και τη λατρεία τους, υποχρεωτικά
πρέπει και όσοι έγιναν κατόπιν εφευρέτες, να θεωρούνται κι αυτοί
θεοί. Αν όμως αυτούς δεν τους αξιώνουν ως θεούς αλλά τους
κατατάσσουν στην κατηγορία των ανθρώπων, τότε κατ' ακολουθία πρέπει ο
Δίας, η Ήρα και οι λοιποί να μην καλούνται θεοί· να θεωρείται ότι
κι αυτοί υπήρξαν άνθρωποι. Ακόμη περισσότερο διότι δεν ήταν σεμνοί,
όπως το δείχνουν και τα αγάλματά τους· αποδεικνύουν ότι τίποτε άλλο
δεν ήταν παρά μόνον άνθρωποι.
Διότι, με τη γλυπτική,
ποιά άλλη μορφή δίνουν στους (ψευτο)θεούς παρά ανδρών ή γυναικών;
Και ακόμη δίνουν μορφές κατώτερων όντων που δεν έχουν φύση λογική,
όπως κάθε είδους πτηνά, ήμερα και άγρια τετράποδα, ερπετά, όσα
περιέχει η γη, η θάλασσα και κάθε είδους νερά. Διότι οι άνθρωποι
έπεσαν στον παραλογισμό των παθών και των ηδονών· δεν σκέπτονταν
τίποτε άλλο παρά ηδονές και σαρκικές επιθυμίες. Με το νου λοιπόν
στραμμένο σ' αυτά τα παράλογα, αναπαράστησαν το θείο με μη λογικές
παραστάσεις σύμφωνα με τα πάθη τους, και έτσι με τα γλυπτά
παράστησαν πολλούς θεούς.
Έχουν λοιπόν ως θεούς
παραστάσεις ζώων, ερπετών και πτηνών, όπως το λέει ο θείος και
αληθινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής: «Απατήθηκαν με με τις μάταιες
σκέψεις τους και σκοτείνιασε η ανόητη καρδιά τους. Ενώ ισχυρίζονταν
πως είναι σοφοί, αποδείχθηκαν ανόητοι· προτίμησαν, αντί τη δόξα του
αιώνιου Θεού, είδωλα εικόνας θνητών ανθρώπων και πτηνών, ζώων και
ερπετών. Γι' αυτό επίτρεψε ο Θεός να πέσουν σε ατιμωτικά πάθη».
Αφού λοιπόν, όπως
προείπαμε, πρώτα χτυπήθηκε η ψυχή τους με τις παράλογες ηδονές,
ύστερα ξέπεσαν σε τέτοιου είδους ειδωλολατρεία. Για την πτώση τους
αυτή στην άρνηση του αληθινού Θεού, επέτρεψε Εκείνος να κυλίονται
στα πάθη και ν' απεικονίζουν το Θεό Πατέρα του Κυρίου με παράλογα
είδωλα.
Σχετικά μ' αυτά, οι
θεωρούμενοι φιλόσοφοι και επιστήμονες από τους ειδωλολάτρες, όταν
τους κατηγορούν, δεν αρνούνται ότι οι δήθεν θεοί είναι μορφές
ανθρώπων και κτηνών· κι όταν απολογούνται, λένε ότι έχουν αυτά τα
είδωλα, για να τους απαντά και παρουσιάζεται ο θεός μέσω αυτών.
Διότι, δεν είναι δυνατό με άλλο τρόπο να γνωρίσουν τον αόρατο θεό
παρά με τέτοια αγάλματα και λατρευτικές τελετές.
Οι πιο φιλόσοφοι και
βαθυστόχαστοι βέβαια απ' αυτούς ισχυρίζονται ότι παριστάνουν τους
θεούς με τέτοια είδωλα, για να επικαλούνται μ' αυτά την εμφάνιση
αγγέλων και θείων δυνάμεων· έτσι με τις εμφανίσεις τους θα τους
διδάξουν τη γνώση του Θεού.
Λένε ότι τα είδωλα είναι
για τους ανθρώπους σαν τα γράμματα που τα διαβάζουν και μπορούν να
κατανοήσουν το Θεό με τη βοήθεια αγγελικών εμφανίσεων. Αυτά βέβαια
εκείνοι με τέτοιους μύθους τα αξιολογούν. Και βέβαια δεν θεολογούν·
ευτυχώς, που δεν το κάνουν. Αν κανείς όμως εξετάσει με επιμέλεια τα
λεγόμενά τους, θα διαπιστώσει ότι και αυτές οι απόψεις είναι εξίσου
ψευδείς με τις προηγούμενες.
Θα μπορούσε βέβαια να
τους πει κάποιος την αλήθεια που θα τους κρίνει. Πως μ' αυτά τα
είδωλα διακρίνεται και γνωρίζεται ο Θεός; Με ποιό από δύο; Με το
υλικό κατασκευής τους ή με τη μορφή που εικονίζουν; Αν γίνεται με το
υλικό, τι χρειάζεται η μορφή; Και μήπως δεν εμφανιζόταν ο Θεός με
ασχημάτιστη την ύλη, πριν από τη δημιουργία των ειδώλων; Μάταια
αυτοί περιβάλλουν τους ναούς με τείχη, κλείνοντας μέσα τους μια
πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλου ή χρυσού, εφόσον όλη η γη είναι γεμάτη από
τέτοιου είδους υλικά.
Εάν πάλι η μορφή που
εικονίζεται στα είδωλα γίνεται αιτία της εμφάνισης του Θεού, τι
χρειάζεται η ύλη του χρυσού και των άλλων υλικών; Και δεν
εμφανίζεται καλύτερα ο Θεός με τα ίδια τα φυσικά ζώα, τα οποία
εικονίζοντα στα αγάλματα; Διότι με τον τρόπο αυτό θα σχηματιζόταν
καλύτερη η αντίληψη για το Θεό, αν εμφανιζόταν καθεαυτός με έμψυχα
ζώα, λογικά ή μη, και όχι με άψυχα και ακίνητα, τα οποία συνιστούν
μεγάλη ασέβεια.
Ενώ σιχαίνονται και
αποστρέφονται τα φυσικά ζώα, είτε είναι τετράποδα είτε πτηνά και
ερπετά, εξαιτίας της αγριότητας και ακαθαρσίας τους, παρ' όλ' αυτά
αποτυπώνουν τις μορφές τους σε πέτρες, ξύλα και χρυσό και τα
θεοποιούν. Το σωστό βέβαια θα ήταν να θεοποιούν τα ίδια τα ζώα και
όχι να λατρεύουν τα είδωλά τους.
Ίσως, κανένα από τα δύο,
ούτε η μορφή ούτε το υλικό κατασκευής να είναι αιτία της παρουσίας
του Θεού. Μόνο η επιστημονική τέχνη καλεί το Θεό να εμφανιστεί,
επειδή αυτή μιμείται τη φύση. Αν όμως πάλι, εξαιτίας της επιστήμης
εμφανίζεται ο Θεός στα αγάλματα, τότε τι χρειαζόμαστε την ύλη, αφού
έχουμε την επιστήμη;
Aν
τέλος παρουσιάζεται ο Θεός εξαιτίας της τέχνης, και για το λόγο
αυτό προσκυνούνται τα γλυπτά ως θεοί, τότε θα έπρεπε οι άνθρωποι που
δημιουργούν την τέχνη, να προσκυνούνται και να λατρεύονται, αφού
και λογική έχουν και την επιστήμη κατέχουν. Όσον αφορά τη δεύτερη
και σπουδαιότερη δικαιολογία τους, θα μπορούσε κανείς να πει τα
εξής: αν, ειδωλολάτρες, έχετε κατασκευάσει τα είδωλα όχι για να
εμφανιστεί ο Θεός αλλά να παρουσιαστούν σ' αυτά άγγελοι, για ποιό
λόγο αποδίδετε μεγαλύτερη αξία στα αγάλματα με τα οποία επικαλείστε
τις δυνάμεις, παρά σ' αυτές τις ίδιες τις δυνάμεις που επικαλείστε;
Όπως ισχυρίζεστε, φτιάχνετε αγάλματα για να γνωρίσετε το Θεό· δίδετε
το όνομα και την τιμή του ίδιου του Θεού σ' αυτά τα αγάλματα και
έτσι καταντάτε σε μεγάλη ασέβεια. Ενώ ομολογείτε ότι η δύναμη του
Θεού ξεπερνά την αδυναμία των αγαλμάτων, δεν τολμάτε να
επικαλεστείτε το Θεό δια μέσου αυτών, αλλά επικαλείστε τις
ασθενέστερες δυνάμεις. Και παρ' όλ' αυτά, παραβλέπετε και αυτές τις
δυνάμεις και δώσατε το όνομα του Θεού, του οποίου φοβείστε την
παρουσία, σε πέτρες και ξύλα. Τα ονομάζετε αυτά θεούς, αντί για
πέτρες και αντικείμενα της τέχνης των ανθρώπων, και μάλιστα τα
προσκυνείτε.
Κι αν αυτά τα είδωλα,
όπως ψευδώς το λέτε, σας χρησιμεύουν σαν γράμματα, για ν' ανεβείτε
στο Θεό, δεν είναι σωστό να προτιμάτε τα σύμβολα από το
συμβολιζόμενο. Διότι, αν κανείς γράψει το όνομα του βασιλιά, δεν
κινδυνεύει λιγότερο αν προτιμήσει το γράμμα από το βασιλιά· θα
τιμωρηθεί με θάνατο, ενώ το γράμμα τυπώνεται με την επιστήμη της
γραφής.
Έτσι και σεις, αν έχετε
υγιή το νου σας, δεν θα αποδίδατε το τόσο μεγάλο γνώρισμα της
θεότητος στην ύλη· ούτε θα προτιμούσατε περισσότερο το γλυπτό από
τον γλύπτη άνθρωπο που το κατασκεύασε. Διότι, αν τα γράμματα
δηλώνουν την παρουσία του Θεού, εξαιτίας αυτού, επειδή παριστάνουν
το Θεό, αξίζει να θεοποιηθούν. Πολύ περισσότερο όμως αξίζει να
θεοποιηθεί ο τεχνίτης που τα σμίλευσε και χάραξε, διότι είναι πιο
ισχυρός και πιο κοντά στο Θεό από εκείνους· καθόσον και τα αγάλματα
τα πελέκησε και τα μορφοποίησε ο τεχνίτης σύμφωνα με την καλαισθησία
του.
Αν λοιπόν τα είδωλα
είναι άξια θαυμασμού, πολύ περισσότερο θαυμασμό αξίζει ο τεχνίτης
που τα χάραξε λόγω της τέχνης και της ιδιοφυίας του. Επομένως, αν
γι' αυτό δεν αξίζει να θεωρούνται θεοί, πάλι θα τους ρωτούσε κανείς
για την παραφροσύνη των ειδώλων, ζητώντας να μάθει απ' αυτούς για
ποιό λόγο δόθηκε σ' αυτά μια τέτοια μορφή.
Αν όμως ο Θεός
απεικονίζεται μόνον με μορφή ανθρώπου, τότε γιατί τον παριστάνουν με
μορφή αλόγων ζώων; Αν πάλι η εικόνα του είναι ζωόμορφη, τότε γιατί
τον παριστάνουν με μορφή λογικών όντων; Και αν πάλι και τα δύο είνα
σωστά και απεικονίζουν το Θεό και με τους δύο τύπους μορφής, διότι
είναι και ζωόμορφος και ανθρωπόμορφος, τότε γιατί ξεχωρίζουν αυτά
που συνδέονται και διακρίνουν το άγαλμα του ζώου απ' αυτό του
ανθρώπου; Γιατί δεν φτιάχνουν το Θεό και με τις δύο μορφές όπως
είναι τα μυθικά πλάσματα Σκύλλα και Χάρυβδις, ο Ιπποκένταυρος και ο
σκυλοκέφαλος Άννουβις των Αιγυπτίων; Θα έπρεπε ή να έχουν έτσι δύο
μορφές ή να έχουν μόνο μία μορφή και να μη φτιάχνουν άλλη που θα
είναι σε αντίθετη της άλλης.
Εάν πάλι η μορφή των
θεών είναι αρσενικού γένους, γιατί τους αποδίδουν και θηλυκή μορφή;
Αν όμως είναι θηλυκού γένους, γιατί τους παριστάνουν με αρσενική
μορφή λέγοντας ψέμματα; Κι αν τέλος έχουν δύο γένη, θα έπρεπε να μη
τα χωρίζουν, αλλά να τα εικονίζουν μαζί· να είναι σαν τους
λεγόμενους ερμαφρόδιτους. Έτσι, η δεισιδαιμονία τους θα δίνει αφορμή
στους θεατές των ειδώλων όχι μόνο για ασέβεια και κακολογία αλλά
και για γέλια.
Γενικά, αν θεωρούν το θείο
με μορφή σωματική, ώστε να επινοούν και να φαντάζονται ότι έχει
κοιλιά, χέρια, πόδια, αυχένα, στήθη και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος
για αναπαραγωγή, πρόσεξε σε πόση ασέβεια και αθεΐα κατέπεσε ο νους
τους, ώστε τέτοια να σκέφτονται για το Θεό! Διότι ακολουθούν
οπωσδήποτε και τα υπόλουπα πάθη του σώματος, δηλαδή να τέμνεται, να
διαιρείται και ολοκληρωτικά να καταστρέφεται. Αυτά όμως και τα
παρόμοιά τους δεν χαρακτηρίζουν το Θεό, αλλά τα γήϊνα σώματα. Διότι ο
Θεός είναι και ασώματος και άφθαρτος και αθάνατος· δεν χρειάζεται
τίποτε απ' αυτά σε καμιά περίπτωση. Ενώ αυτά είναι φθαρτά και μορφές
σωμάτων και έχουν ανάγκη φροντίδας, όπως το είπαμε προηγουμένως.
Πολλές φορές βλέπουμε να επισκευάζονται όσοι πάλιωσαν και όσους
εξαφάνισε ο χρόνος, η βροχή ή κάτι άλλο από τα ζώα της γης· αυτοί
ξαναφτιάχνονται.
Θα μπορούσε κάποιος να
τους κατηγορήσει για την παραφροσύνη τους και στα εξής: Ονομάζουν
θεούς αυτούς που οι ίδιοι δημιούργησαν. Ζητούν την λύτρωση απ'
αυτούς που οι ίδιοι με τις τέχνες τους συντήρησαν, για να μην
καταστραφούν. Ζητούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αυτοί που
γνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη τη δική τους φροντίδα (των ανθρώπων). Δεν
ντρέπονται ν' αποκαλούν κύριους του ουρανού και της γης αυτούς που
τους κλείνουν σε μικρά σπιτάκια (ειδωλολατρικοί ναοί).
Για την αθεΐα τους
μπορεί κανείς να πληροφορηθεί όχι μόνο απ' αυτά, αλλά και από το ότι
δεν συμφωνούν στην τιμή που αποδίδουν στα είδωλα. Διότι αν είναι
θεοί, όπως λένε και φιλοσοφούν γι' αυτούς, ποιόν απ' αυτούς να
προτιμήσει κανείς και ποιούς να θεωρήσει σπουδαιότερους ώστε ή να
είναι σίγουρος ότι προσκυνεί το Θεό ή, όπως λένε, να μην αμφιβάλλει
ότι στα είδωλα γνωρίζει το Θεό; Διότι δεν αναγνωρίζουν όλοι τους
ίδιους θεούς. Όσα περισσότερα έθνη υπάρχουν, τόσοι και θεοί
επινοούνται. Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι μιας χώρας ή πόλης
διαφωνούν μεταξύ τους για την λατρευτική τιμή προς τα είδωλα.
Οι Φοίνικες δεν
γνωρίζουν τους θεούς των Αιγυπτίων, ούτε οι Αιγύπτιοι προσκυνούν τα
ίδια είδωλα με τους Φοίνικες. Οι Σκύθες δεν δέχονται τους θεούς των
Περσών ούτε οι Πέρσες των Σύρων. Οι Πελασγοί πάλι κατηγορούν τους
θεούς της Θράκης. Οι Θράκες παρόμοια δεν γνωρίζουν τους θεούς των
Θηβαίων. Οι Ινδοί στρέφονται εναντίον των Αράβων, οι Άραβες εναντίον
των Αιθιόπων και οι Αιθίοπες εναντίον όλων αυτών, σχετικά με την
προσκύνηση των ειδώλων. Οι Σύροι δεν τιμούν τους ίδιους θεούς με
τους Κίλικες. Οι Καππαδόκες έχουν διαφορετικούς θεούς· οι Βιθυνοί
επινόησαν άλλους και οι Αρμένιοι άλλους για τον εαυτό τους. Και τι
μου χρειάζονται πολλά παραδείγματα; Οι κάτοικοι της ξηράς έχουν
διαφορετικούς θεούς από τους νησιώτες, και το αντίστροφο. Γενικά,
κάθε πόλη και χωριό αγνοούν τους θεούς των γειτόνων και προσκυνούν
τους δικούς τους· διότι τους θεωρούν ανώτερους.
Δεν χρειάζεται καθόλου
ν' αναφέρουμε τη μιαρή λατρεία των Αιγυπτίων· όλοι βλέπουν ξεκάθαρα
ότι οι πόλεις έχουν μεταξύ τους εχθρική την θρησκεία. Οι μεταξύ τους
γείτονες φροντίζουν να προσκυνούν εχθρικούς θεούς. Τον κροκόδειλο,
για παράδειγμα, κάποιοι τον προσκυνούν ως θεό, άλλοι όμως τον
θεωρούν βδέλυγμα.
Το ίδιο και το λιοντάρι,
ορισμένοι το λατρεύουν ως θεό· οι γείτονές τους όμως, όχι μόνο το
λατρεύουν, αλλά, όπου το συναντήσουν, το σκοτώνουν κιόλας ως άγριο
θηρίο. Παρόμοια και το ψάρι που άλλοι το θεωρούν θεό, άλλοι όμως το
καταναλώνουν ως τροφή.
Για όλες αυτές τις
διαφορές συμβαίνουν και οι μεταξύ τους πόλεμοι, οι επαναστάσεις, οι
φόνοι και οι εμπαθείς ηδονές. Και το πιο παράδοξο, όπως διηγούνται
οι ιστορικοί, οι Πελασγοί πήραν τα ονόματα των θεών των Αιγυπτίων
και, χωρίς να γνωρίζουν τους θεούς αυτούς, προσκυνούν με τα ίδια
ονόματα άλλους θεούς! Η ειδωλολατρεία των διαφόρων εθνών διαφέρει
από λαό σε λαό, και δεν έχουν όλοι ακριβώς την ίδια πίστη και
θρησκεία.
Δικαιολογημένα έπαθαν κάτι
τέτοιο. Διότι λησμόνησαν τη γνώση του ενός και μοναδικού Θεού· έτσι
έπεσαν σε πολλές δεισιδαιμονίες. Αρνήθηκαν τον αληθινό Υιό του Θεού
Πατέρα, τον Σωτήρα όλων Ιησού Χριστό, με αποτέλεσμα ο νους τους να
ξεφεύγει σε πολλά μάταια. Συμβαίνει όπως μ' αυτούς που κρύβονται από
τον ήλιο και γυρνούν σε σκοτεινά καταγώγια· περιπλανούνται σε
πολλούς δρόμους, δεν βλέπουν τους διαβάτες που συναντούν και
φαντάζονται τους απόντες ως παρόντες· «ενώ φαίνεται ότι βλέπουν,
στην πραγματικότητα δεν βλέπουν». Το ίδιο, και όσοι αρνήθηκαν τον
αληθινό Θεό και σκοτίσθηκε η ψυχή τους, πλάθουν ανύπαρκτους θεούς,
όπως οι μεθυσμένοι και οι τυφλοί.
Όλα αυτά δεν αποτελούν
μικρή απόδειξη της πραγματικής αθεΐας τους. Σε κάθε πόλη και χώρα
έχουν πολλούς και διαφορετικούς θεούς που ο ένας καταργεί τον άλλον
και όλοι αλληλοκαταργούνται. Επίσης, εκείνοι που από ορισμένους
θεωρούνται ως θεοί, από τους άλλους προσφέρονται σπονδή και θυσία σε
άλλους δήθεν θεούς. Και το αντίστροφο: οι θυσίες των άλλων
θεωρούνται θεοί από τους άλλους.
Για παράδειγμα, οι
Αιγύπτιοι σέβονται ως θεό το βόδι και τον Άπι, που είναι μοσχάρι·
αυτά όμως οι άλλοι τα προσφέρουν θυσία στο Δία. Κι αν ακόμη δεν
θυσιάζουν τα ίδια ζώα αλλά παρόμοια, πιστεύουν ότι τα ίδια
προσφέρουν. Οι Λίβυοι το πρόβατο που το ονομάζουν Άμμωνα, το έχουν
θεό· αυτό όμως πολλοί άλλοι το θυσιάζουν ως σφάγιο. Οι Ινδοί
λατρεύουν το Διόνυσο αποκαλώντας τον συμβολικά "κρασί". Το κρασί
όμως αυτό οι άλλοι το χύνουν ως σπονδή.
Άλλοι τιμούν και
αναγορεύουν ως θεότητες τα ποτάμια και τις βρύσες· οι Αιγύπτιοι
ιδιαίτερα τιμούν το νερό. Κι όμως άλλοι, ακόμη και οι ίδιοι οι
Αιγύπτιοι που λατρεύουν το νερό, καθαρίζουν τις ακαθαρσίες των άλλων
και του εαυτού τους με το νερό, το οποίο μετά τη χρήση το χύνουν με
αηδία. Σχεδόν όλα τα είδωλα των Αιγυπτίων προσφέρονται ως θυσία
στους θεούς των άλλων λαών. Έτσι, οι άλλοι τους κοροϊδεύουν διότι
λατρεύουν ως θεούς αυτούς που δεν είναι θεοί· αλλά, και αυτοί
απεχθάνονται και προσφέρουν θυσία όσα οι άλλοι πιστεύουν ως θεούς.
Ορισμένοι μάλιστα έφτασαν σε τόση ασέβεια και παραφροσύνη ώστε να
σφάζουν ακόμη και ανθρώπους, με τους οποίους έχουν την ίδια φύση και
μορφή, και να τους προσφέρουν θυσία στους ψευτοθεούς τους. Και δεν
βλέπουν οι κακορίζικοι ότι τα σφαγιαζόμενα θύματα αποτελούν τα
πρότυπα των ειδώλων των θεών που έφτιαξαν και προσκυνούν· και σ'
αυτά προσφέρουν θυσία τους ανθρώπους. Σχεδόν θυσιάζουν τα όμοια στα
όμοια ή μάλλον τα ανώτερα στα κατώτερα· διότι θυσιάζουν τα έμψυχα
στα άψυχα και προσφέρουν τα λογικά στα άλογα και ακίνητα.
Οι Σκύθες, για
παράδειγμα, που λέγονται Ταύρειοι, θυσιάζουν στη θεά τους που
ονομάζεται Παρθένος τους ναυαγούς και όσους Έλληνες συλλαμβάνουν.
Δείχνουν πολλή μεγάλη ασέβεια σε συνανθρώπους τους και φανερώνουν
έτσι την ωμότητα των θεών τους. Διότι, αυτούς που η θεία Πρόνοια
έσωσε από κινδύνους της θάλασσας, οι ιδιοι τους κατακρεουργούν και
γίνονται εχθροί της θείας Πρόνοιας· με την απάνθρωπη συμπεριφορά
τους εξαλείφουν την σωτηρία της Πρόνοιας στους ναυαγούς.
Άλλοι πάλι, όταν
επιστρέψουν νικητές από τον πόλεμο, αμέσως κατατάσσουν σε
εκατοντάδες τους αιχμαλώτους και διαλέγουν ένα από κάθε εκατοντάδα.
Και σφάζουν όλους αυτούς που διαλέγουν, ένα από κάθε εκατοντάδα.
Δεν κάνουν τόσα
απάνθρωπα μόνον οι Σκύθες που ως άγριοι έχουν έμφυτη μέσα τους την
βαρβαρότητα· αυτή η κακία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της
ειδωλολατρείας και της πονηρίας των δαιμόνων. Διότι και οι Αιγύπτιοι
παλιότερα θυσίαζαν στην Ήρα τέτοια σφάγια. Επίσης, οι Φοίνικες και
οι Κρήτες εξιλέωναν τον Κρόνο με θυσίες των παιδιών τους. Και οι
αρχαίοι Ρωμαίοι λάτρευαν με ανθρωποθυσίες τον ονομαζόμενο Δία τον
Λατιάριο. Και άλλοι με άλλο τρόπο, πάντως όλοι γενικά και μόλυναν
και μολύνονταν. Μολύνονταν επειδή οι ίδιοι έκαναν τους φόνους· και
μόλυναν τους ναούς τους επειδή πρόσφεραν τέτοιου είδους θυσίες.
Απ' όλα αυτά
πολλαπλασιάστηκαν τα κακά ανάμεσα στους ανθρώπους. Διότι, βλέποντας
ότι οι δαιμονικοί θεοί τους ευφραίνονταν μ' αυτά, αμέσως και οι
ίδιοι μιμήθηκαν τους θεούς τους σε τέτοια παραπτώματα. Θεωρούν
σπουδαίο κατόρθωμα να μιμούνται, όπως νομίζουν, τις πράξεις των
ανωτέρων. Από την αντίληψη αυτή οι άνθρωποι ξέπεσαν σε φόνους,
παιδοκτονίες και κάθε είδους ασέλγεια. Έτσι, σχεδόν κάθε πόλη είναι
γεμάτη από κάθε ακολασία, επειδή προσπαθούν να μιμηθούν τις πράξεις
των θεών τους. Στους ειδωλολάτρες κανείς δεν θεωρείται συνετός παρά
μόνον ο αποδεδειγμένα ακόλαστος.
Την παλιά εποχή στα
ειδωλεία της Φοινίκης εκδίδονται γυναίκες, για να προσφέρουν στους
εκεί θεούς το μίσθωμα της εκδόσως του σώματός τους. Πίστευαν ότι με
την πορνεία θα εξιλεώσουν τη θεά τους και με τις πράξεις τους θα την
εξευμενίσουν.
Οι άνδρες πάλι αρνούνται
το φύλο τους και μη θέλοντας να είναι πλέον άνδρες, μιμούνται τη
γυναικεία φύση. Μ' αυτό τον τρόπο ευχαριστούν και τιμούν τη μητέρα
των δήθεν θεών τους! Έτσι, όλοι μαζί ζουν ακόλαστο βίο και
συναγωνίζονται ποιος θα πετύχει τα χειρότερα. Το είπε αυτό και ο
απόστολος του Χριστού Παύλος: «Οι γυναίκες των ειδωλολατρών
μετάλλαξαν τη φυσική χρήση του σώματος σε αφύσικη· το ίδιο και οι
άντρες άφησαν τη φυσική επιθυμία της γυναίκας και κατακάηκαν στην
επιθυμία του ενός προς τον άλλον, άντρες με άντρες. Έτσι
κατεργάζονται την ακολασία.
Κάνοντας όλα αυτά και τα
παρόμοιά τους ομολογούν και αποδεικνύουν ότι οι ψευτοθεοί τους ζουν
τέτοιο βίο. Έτσι διδάχτηκαν από το Δία την παιδεραστία και τη
μοιχεία, από την Αφροδίτη την πορνεία, από τη Ρέα την ακολασία, από
τον Άρη τους φόνους και από τους υπόλοιπους θεούς παρόμοια. Όλα αυτά
όμως οι νόμοι τα τιμωρούν και οι συνετοί άνθρωποι τα αποστρέφονται.
Επομένως, αξίζει να
θεωρούμε θεούς αυτούς που τα κάνουν αυτά; Καλύτερα δεν είναι να τους
θεωρούμε για την ακόλαστη συμπεριφορά τους χειρότερους κι από τα
ζώα, που στερούνται λογική; Αξίζει να θεωρούμε ανθρώπους όσους
προσκυνούν αυτούς τους θεούς και να μην τους λυπόμαστε σαν πιο
ανόητους και αναίσθητους από τα ζώα, που δεν έχουν λογικό; Διότι, αν
υπολόγιζαν το λογικό της ψυχής τους, δεν θα είχαν καταπέσει όλοι
τελείως και ούτε θα αρνούνταν τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα του
Χριστού.
Αλλ' αυτοί που είναι
μυημένοι σ' αυτά και λατρεύουν τα δημιουργήματα, όταν τους ελέγχουν
κατηγορηματικά για τα μιαρά είδωλα, δεν θα αρνηθούν και αυτοί ότι
είναι εύκολο όλοι να τα κατακρίνουν αυτά και ελέγξουν. Ακράδαντο και
αναντίρρητο όμως δικαίωμά τους θα θεωρήσουν ότι είναι να να
απονέμουν λατρεία προς τη δημιουργία και τα μέρη της. Θα καυχηθούν
μάλιστα ότι δεν λατρεύουν και προσκυνούν απλά πέτρες, ξύλα, εικόνες
ανθρώπων ή αλόγων πτηνών, ερπετών και ζώων, αλλά λατρεύουν τον ίδιο
τον ήλιο, την σελήνη και όλο τον ουράνιο κόσμο, ακόμη και ολόκληρη
τη γη και όλα τα νερά.
Θα ισχυριστούν επίσης
ότι δεν μπορεί κάποιος ν' αποδείξει ότι και αυτά δεν είναι θεοί·
διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτά δεν είναι ούτε άψυχα ούτε ζώα,
αλλά ξεπερνούν τη φύση των ανθρώπων, διότι άλλα κατοικούν στη γη και
άλλα στον ουρανό. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε και να ερευνήσουμε
και γι' αυτά. Είναι βέβαιο ότι και γι' αυτά η λογική θ' αποδείξει
την αλήθεια.
Πριν εξετάσουμε λοιπόν
και προσάγουμε τις αποδείξεις, αρκεί η ίδια η κτίση να φωνάξει προς
αυτούς και να δείξει τον πλάστη και δημιουργό της Θεό, τον Πατέρα
του Κυρίου μας Ιησού Χριστό που κυβερνά και αυτήν και το παν. Αυτόν
βέβαια τον περιφρονούν οι ψευτοφιλόσοφοι· προσκυνούν και θεοποιούν
την κτίση που Αυτός δημιούργησε· παρ' όλο που και αυτή η ίδια
προσκυνεί και ομολογεί πίστη στον Κύριο που εκείνοι προς τιμήν της
αρνούνται.
Έτσι, λοιπόν, οι
άνθρωποι, που με ανοιχτό στόμα θεωρούν ότι τα μέρη της κτίσης είναι
θεοί, θα ντροπιαστούν για τα καλά από την ανάγκη που έχει το ένα από
το άλλο. Η κτίση γνωρίζει και παραδέχεται ότι δημιουργός και Κύριος
όλων είναι ο Πατέρας του Λόγου· στις εντολές Αυτού υπακούει
αναντίρρητα, όπως το λέει και ο νόμος του Θεού: «Οι ουρανοί
διηγούνται το μεγαλείο του Θεού· το σύμπαν φανερώνει ότι Αυτός με τα
χέρια του το έπλασε».
Για όλα αυτά είναι
ολοφάνερη η απόδειξη σε όσους δεν έχουν τα μάτια της ψυχής τους
εντελώς κατεστραμμένα. Διότι αν καθένας πάρει ένα ένα τα μέρη της
δημιουργίας και τα εξετάσει χωριστά, π. χ. τον ήλιο μόνο του, τη
σελήνη χωριστά, το ίδιο τη γη και τον αέρα, τη θερμότητα, ψυχρότητα,
ξηρασία και υγρασία· αν τα απομονώσει από τη μεταξύ τους συνάφεια
και εξετάσει το καθένα χωριστά και ιδιαίτερα· τότε σίγουρα θα
διαπιστώσει ότι το καθένα σε τίποτε δεν είναι αυτάρκες, αλλά όλα
χρειάζονται το ένα το άλλο· σύστασή τους αποτελεί η αλληλοβοήθεια.
Για παράδειγμα, ο ήλιος βρίσκεται και περιφέρεται μέσα στο ουράνιο
σύμπαν και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κίνησή του μέσα σ' αυτό. Η
σελήνη πάλι και τα άλλα άστρα δείχνουν τη βοήθεια που τους
προσφέρει ο ήλιος. Η γη επίσης δεν μπορεί να δώσει καρπούς χωρίς τις
βροχές· και οι βροχές με τη σειρά τους δεν πέφτουν στη γη χωρίς τα
αναγκαία σύννεφα. Ούτε όμως και τα σύννεφα χωρίς τον αέρα δεν μπορεί
να σχηματισθούν.
Ο αέρας πάλι όχι από
μόνος του αλλά θερμαίνεται από τον αιθέρα· ο αέρας φωτίζεται ακόμη
από τη λάμψη του ήλιου. Το ίδιο, οι πηγές και τα ποτάμια δεν μπορούν
να συσταθούν χωρίς τη γη. Η γη πάλι δεν στέκεται από μόνη της, αλλά
στηρίζεται στη φύση των υδάτων· βρίσκεται στο μέσον του σύμπαντος
και περιέχεται μέσα σ' αυτό.
Τη θάλασσα πάλι και το
μεγάλο ωκεανό που περιβρέχει απ' έξω όλη τη γη, τα κινούν οι άνεμοι
και κατευθύνονται όπου τους οδηγεί η ορμή των ανέμων. Αλλά και οι
άνεμοι όχι μόνοι τους, αλλά, σύμφωνα με την άποψη των ειδικών
επιστημόνων, συνίστανται μέσα στον αέρα από την καυστική ενέργεια
του αιθέρα που εκπέμπεται προς τον αέρα· Με τη βοήθεια του αέρα πάλι
πνέουν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σχετικά με τα τέσσερα
στοιχεία που συνιστούν τη φύση των σωμάτων, εννοώ τη θερμότητα,
ψυχρότητα, ξηρασία και υγρασία· ποιος έχει χάσει τόσο πολύ το μυαλό
του ώστε να μην γνωρίζει ότι όλα αυτά υπάρχουν μόνον όταν είναι
ενωμένα μεταξύ τους; Αν τα χωρίσουμε και τ' αφήσουμε μόνα τους, τότε
το ένα εξαφανίζει το άλλο και επικρατεί εκείνο που πλεονάζει στην
ποσότητα. Για παράδειγμα, η θερμότητα χάνεται αν είναι περισσότερη η
ψυχρότητα· και το αντίστροφο, η ψυχρότητα εξαφανίζεται από το
πλεόνασμα της θερμότητας. Η ξηρασία πάλι διαποτίζεται από την
υγρασία και η υγρασία ξηραίνεται από την ξηρασία.
Πως λοιπόν αυτά μπορεί
να είναι θεοί, όταν το ένα έχει ανάγκη το άλλο; Πως ταιριάζει να
ζητήσουμε κάτι απ' αυτά, όταν κι αυτά ζητούν για τις ανάγκες τους
βοήθεια από τα άλλα; Διότι, λέγεται για το Θεό ότι δεν έχει καμιά
ανάγκη από κανέναν, αλλά είναι αυτάρκης και πλήρης· τα έχει όλα στην
ύπαρξή του και Αυτός είναι που προσφέρει σε όλους. Πως λοιπόν, τον
ήλιος και τη σελήνη και τα λοιπά δημιουργήματα που δεν έχουν από τον
εαυτό τους τη ύπαρξη αλλά χρειάζονται βοήθεια από τους άλλους, θα
τους ανακηρύξουμε ως θεούς;
Θα συμφωνήσουν βέβαια κι
αυτοί ότι, όταν τα χωρίσουμε και τα πάρουμε το καθένα χωριστά, τότε
χρειάζεται το ένα το άλλο. Ολοφάνερη είναι η απόδειξη. Θα
ισχυριστούν όμως ότι, αν τα βάλουμε όλα μαζί και αποτελέσουν ένα
μεγάλο σώμα, τότε όλο αυτό είναι ο Θεός! Η σύσταση του συνόλου δεν
γεννά καμιά εξωτερική ανάγκη. Λένε οι φιλοσοφούντες ότι το σύνολο
είναι από μόνο του ικανό και αυτάρκες σε όλα. Κι εδώ όμως θ'
αποδειχθεί το ψέμα. Ο λόγος που θα πω θ' αποδείξει όχι λιγότερο από
τα προηγούμενα τη μεγάλη ασέβεια και αμορφωσιά τους.
Διότι, αν τα επί μέρους
ενωθούν και αναπληρώσουν το όλον και το όλον αποτελείται από τα
επιμέρους, τότε το όλον αποτελείται από τα μέρη του και το καθένα
αποτελεί μέρος του συνόλου. Κάτι τέτοιο όμως είναι μακριά από την
αντίληψη για το Θεό. Διότι ο Θεός είναι όλο και όχι μέρη· δεν
συνίσταται από διάφορα μέρη αλλά αυτός είναι η αιτία της ύπαρξης και
δημιουργίας όλων τψν κτισμάτων.
Πρόσεξε πόση ασέβεια
αποδίδουν στο Θεό λέγοντας αυτά. Διότι, αν ο Θεός αποτελείται από
μέρη, ο ίδιος θ' αποδειχθεί ανόμοιος προς τον εαυτό του και
αποτελείται από ανόμοια μέρη. Αν, για παράδειγμα, είναι ήλιος δεν
μπορεί να είναι σελήνη· αν είναι σελήνη, δεν μπορεί να είναι γη· κι
αν είναι γη, δεν μπορεί να είναι θάλασσα. Παίρνοντας έτσι ένα ένα τα
μέρη, θα διαπιστώσει το παράλογο αυτής της θεωρίας.
Μπορεί να τους
καταδικάσει κανείς βλέποντας το δικό μας ανθρώπινο σώμα. Όπως το
μάτι δεν είναι αυτί, ούτε το αυτί χέρι, ούτε η κοιλιά στήθος, ούτε
πάλι ο λαιμός είναι πόδι. Το κάθε μέρος του σώματος έχει δική του
ενέργεια· απ' αυτά τα διαφορετικά μέρη συνίσταται το ένα σώμα· έχει
ενωμένα μέρη σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε μέρους. Διαλύονται με
το πέρασμα του χρόνου, όταν τα διαλύσει η φύση που τα συνένωσε,
σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Έτσι, κι ας μας
συγχωρήσει ο Ύψιστος Θεός για τα λόγια μας, αν τα μέρη της
δημιουργίας τα ενώσουμε σ' ένα σύνολο και τα αναγορεύσουμε θεό,
είναι βέβαιο ότι αυτός δεν θα μοιάζει με τον εαυτό του. Το
αποδείξαμε. Θα διαιρείται πάλι στα μέρη του· διότι τα μέρη από τη
φύση τους είναι να χωρίζονται.
Και με άλλο τρόπο
μπορούμε ν' αποδείξουμε την αθεΐα τους με βάση την αλήθεια. Αν ο
Θεός είναι στην ουσία του ασώματος, αόρατος και αψηλάφητος, πως
τολμούν και φαντάζονται το Θεό να έχει σώμα; Πως αποδίδουν τη τιμή
του Θεού σ' αυτά που είναι ορατά και τα ψηλαφούν τα χέρια;
Και πάλι, αν είναι ορθός
ο συλλογισμός για το Θεό ότι είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν τον
εξουσιάζει ενώ αυτός εξουσιάζει και διαφεντεύει τα πάντα, πως αυτοί
που θεοποιούν την κτίση δεν βλέπουν ότι δεν εκπληρώνει τον όρο αυτό
της θεότητος;
Διότι, όταν ο ήλιος
βρίσκεται στο κάτω μέρος της γης, η γη κάνει σκιά και δεν φαίνεται
το φως. Και ο ήλιος με τη λαμπρότητα του φωτός κρύβει τη σελήνη στη
διάρκεια της ημέρας. Το χαλάζι πολλές φορές καταστρέφειτους καρπούς
της γης· και η φωτιά σβήνει με την πλημμύρα. Η άνοιξη διώχνει το
χειμώνα και το καλοκαίρι δεν αφήνει την άνοιξη να ξεπεράσει τα όριά
της. Και το φθινόπωρο με τη σειρά του καθορίζει τα όρια του
καλοκαιριού. Εάν λοιπόν ήταν οι εποχές θεοί, έπρεπε να μην
περιορίζει η μία την άλλη και την εξαφανίζει, αλλά πάντα να υπάρχουν
μαζί και να έχουν κοινή ενέργεια.
Έπρεπε νύχτα και μέρα ο
ήλιος, η σελήνη και όλα μαζί τα υπόλοιπα άστρα να έχουν το ίδιο φως·
να λάμπουν το ίδιο παντού και όλα να φωτίζονται απ' αυτά.
Έπρεπε αμετάβλητα να
συνυπάρχουν μαζί το καλοκαίρι, ο χειμώνας, η άνοιξη και το
φθινόπωρο. Έπρεπε η θάλασσα να έχει αναμιχθεί με τις πηγές και να
παρέχει το ίδιο νερό στους ανθρώπους. Έπρεπε να υπάρχει ταυτόχρονα
νηνεμία και φύσημα ανέμων. Έπρεπε η φωτιά και το νερό να προσφέρουν
κοινή εξυπηρέτηση στους ανθρώπους.
Ποτέ μα ποτέ δεν έπρεπε
να βλάπτεται κανείς απ' αυτά, αφού κατά τη γνώμη τους είναι θεοί και
δεν προξενούν καμία βλάβη αλλά όλα τα κάνουν προς ωφέλεια.
Αν όμως αυτά δεν
γίνονται, επειδή μεταξύ τους είναι αντίθετα, πως είναι δυνατόν να τα
ονομάζουμε θεούς και να τα αποδίδουμε τιμές, εφόσον αντιμάχονται
μεταξύ τους και δεν συνεργάζονται; Αυτά που δεν συμφωνούν μεταξύ
τους, πως μπορεί να ειρηνεύσουν τους προσευχομένους και να γίνουν
ρυθμιστές της ομόνοιας; Έτσι, απέδειξε ο λόγος ότι ούτε ο ήλιος ούτε
η σελήνη ούτε κάποιο άλλο κτίσμα μπορεί να είναι αληθινός θεός·
πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι θεοί τα πέτρινα, χρυσά ή από
άλλα υλικά αγάλματα ούτε οι μυθολογούμενοι από τους ποιητές Δίας και
Απόλλων. Απ' αυτά άλλα είναι μέρος της κτίσεως, άλλα είναι άψυχα
και άλλα είναι μόνον κοινοί θνητοί. Για το λόγο αυτό, η θεοποίηση
και η λατρεία τους δεν εισάγει ευσέβεια αλλά αθεΐα και κάθε είδους
ασέβεια. Αποτελεί απόδειξη μεγάλης απομάκρυνσης από τη γνώση του
μόνου και αληθινού Θεού, του Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Όταν, λοιπόν, αυτά
ξεσκεπάζονται,αποδεικνύουν ότι η ειδωλολατρεία των Ελλήνων είναι
γεμάτη από κάθε αθεΐα και φέρνει την καταστροφή και όχι το κέρδος
στη ζωή των ανθρώπων.
Εμπρός, λοιπόν, όπως το
είπαμε από την αρχή, αφού αποδείξαμε την πλάνη τους, ας βαδίσουμε
τώρα το δρόμο της αλήθειας· να θεωρήσουμε τον Υιό και Λόγο του
Πατέρα ως κύριο και δημιουργό του κόσμου. Έτσι θα γνωρίσουμε και τον
Θεό Πατέρα Του και θα πληροφορηθούν οι ειδωλολάτρες πόσο
απομακρύνθηκαν από την αλήθεια.
Όσα είπαμε προηγουμένως
δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο πλανεμένος δρόμος της ζωής. Ο αληθινός
δρόμος θα έχει σκοπό να οδηγήσει στον αληθινό Θεό. Για να την
γνωρίσουμε και κατανοήσουμε δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά η γνώση
του εαυτού μας. Η οδός προς το Θεό δεν είναι όπως ο Θεός που
βρίσκεται πάνω απ' όλα· δεν είναι ούτε μακριά μας ούτε έξω από τον
εαυτό μας. Υπάρχει μέσα μας· από τον εαυτό μας αρχίζει ο δρόμος του
Θεού, όπως το έλεγε και ο Μωϋσής: «Η πίστη είναι μέσα στην καρδιά
σου». Το ίδιο και ο Σωτήρας Χριστός το λέει και βεβαιώνει: «Η
βασιλεία του Θεού υπάρχει μέσα σας».
Έχοντας λοιπόν μέσα μας την
πίστη και τη βασιλεία του Θεού, μπορούμε γρήγορα να γνωρίσουμε και
κατανοήσουμε τον Κύριο του σύμπαντος, τον Σωτήρα και Υιό Λόγο του
Πατέρα. Και ας μη ζητούν δικαιολογίες οι Έλληνες ειδωλολάτρες. Και
κανείς άλλος να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του, ότι, επειδή δεν
γνωρίζει αυτό το δρόμο της αλήθειας, γι' αυτό να προφασίζεται ότι
είναι και άθεος. Διότι όλοι περπατήσαμε αυτό το δρόμο, έστω κι αν
ορισμένοι δεν τον περπατούν· διότι θέλουν να παραστρατούν
παρασυρμένοι από τις ηδονές του βίου που θέλγουν προς τα έξω. Κι αν
κάποιος ρωτήσει, ποιός είναι αυτός ο δρόμος της αλήθειας; Θα
απαντήσω, η ψυχή του καθένα και ο ενυπάρχων νους. Διότι, μόνο με το
νου είναι δυνατόν να δούμε το Θεό. Εκτός αν οι ασεβείς, όπως
αρνήθηκαν το Θεό, έτσι θ' αρνηθούν και την ύπαρξη της ψυχής· κι αυτό
αποτελεί για τους αρνητές μια εύλογη δικαιολογία. Διότι δεν είναι
ίδιο των ανθρώπων που έχουν νου να αρνούνται το Θεό, που έφτιαξε και
δημιούργησε το νου. Είναι ανάγκη μάλιστα ν' αποδείξουμε με λίγα
λόγια, για χάρη των απονήρευτων, ότι κάθε άνθρωπος έχει ψυχή, και
μάλιστα με λογικό νου. Κι αυτό, επειδή ορισμένοι αιρετικοί το
αρνούνται ακόμη κι αυτό, θεωρώντας ότι τίποτε περισσότερο δεν είναι ο
άνθρωπος παρά το σώμα του που φαίνεται. Διότι, αν αποδείξουμε την
ύπαρξη της ψυχής, θα έχουν από τον ίδιο τους τον εαυτό τους
ολοφάνερη απόδειξη ενάντια στα είδωλα.
Πρώτα πρώτα δεν είναι
ελάχιστη απόδειξη ότι οι άνθρωποι έχουν λογική ψυχή, το ότι αυτή
διαφέρει από τα άλογα ζώα. Γι'αυτό το λόγο συνηθίζουν να ονομάζουν
εκείνα α-λογα, ενώ το ανθρώπινο είδος είναι λογικό. Δεύτερον, δεν
είναι καθόλου τυχαία η ακόλουθη απόδειξη: μόνον ο άνθρωπος σκέφτεται
όσα είναι έξω από τον εαυτό του, θυμάται τα περασμένα και επιπλέον
συλλογίζεται και με την κριτική επιλέγει την καλύτερη απόφαση.
Αντίθετα, τα άλογα βλέπουν μόνον τα παρόντα και ορμούν μόνο σε όσα
βλέπουν μπροστά τους, κι όταν ακόμα κρύβεται από πίσω τους παγίδα.
Ο άνθρωπος όμως δεν ορμά
σ' αυτά που βλέπει, αλλά με τη λογική κρίνει τις παραστάσεις των
ματιών. Πολλές φορές συγκρατούνται οι ορμές από τη λογική. Όταν
σκέφτεται, σκέφτεται ξανά και ξανά. Καθένας που αγαπά την αλήθεια
αντιλαμβάνεται ότι ο νους είναι τελείως διαφορετικός από τις
αισθήσεις του σώματος. Γι' αυτό, λοιπόν, επειδή είναι διαφορετικός,
γίνεται κριτής των αισθήσεων. Αυτά που εκείνες αντιλαμβάνονται,
αυτός τα κρίνει με τη λογική, τα σκέφτεται πάλι και υποδεικνύει σ'
αυτές το καλύτερο τις γίνει.
Διότι το μάτι είναι μόνο
για να βλέπει, τ' αυτιά ν' ακούν και το στόμα να γεύεται· η μύτη να
οσφραίνεται, τα χέρια να πιάνουν. Αλλά τι πρέπει να να βλέπουν, τι
ν' ακούν, τι ν' αγγίζουν, τι να γεύονται και τι να οσφραίνονται,
αυτό δεν είναι έργο των αισθήσεων αλλά της διάκρισης της ψυχής και
του νου της. Βέβαια, το χέρι μπορεί να πιάσει ξίφος και το στόμα να
γευθεί δηλητήριο. Αγνοούν όμως ότι αυτά βλάπτουν, αν δεν το
διακρίνει ο νους.
Αυτό μοιάζει, για να το
δούμε ως παράδειγμα, με λύρα καλής κατασκευής που την παίζει ένας
δεξιοτέχνης μουσικός· όπως οι χορδές της λύρας, έχει η καθεμιά τον
ιδιαίτερο φθόγγο της, άλλη βαρύτονο, άλλη οξύτονο, άλλη μέσο και
άλλη κάποιον άλλον. Χωρίς όμως το δεξιοτέχνη μουσικό δεν μπορείς να
ξεχωρίσεις την αρμονία των φθόγγων και να διαγνώσεις τη σύνθεση των
ήχων. Διότι τότε μόνο γίνεται αντιληπτή η αρμονία και η καλή
σύνθεση, όταν ο λυράρης παίξει τις χορδές και κινήσει την κατάλληλη
σε κάθε περίπτωση.
Με τον ίδιο τρόπο και οι
αισθήσεις είναι αρμονικά δεμένες με το σώμα, όταν βέβαια τις
κατευθύνει ο ηγεμόνας νους. Τότε μπορεί και διακρίνει η ψυχή και
γνωρίζει τι κάμει. Αυτό αποτελεί το ιδιαίτερο γνώρισμα των ανθρώπων·
είναι το λογικό της ψυχής τους. Με τη χρήση του λογικού η ψυχή του
ανθρώπου διαφέρει από τα α-λογα ζώα και αποδεικνύει ότι στ' αλήθεια
είναι διαφορετική από το σώμα που φαίνεται.
Πολλές φορές, ενώ το
σώμα ξαπλώνει στη γη, ο άνθρωπος φαντάζεται και σκέφτεται τα
επουράνια. Πολλές φορές, επίσης, όταν το σώμα ηρεμεί, ησυχάζει και
κοιμάται, ο έσω άνθρωπος κινείται και φαντάζεται αυτά που βρίσκονται
έξω από τον εαυτό του· αποδημεί και περιοδεύει σε άλλους τόπους·
συναντά γνωστούς και πολλές φορές μ' αυτούς μαντεύει και προγνωρίζει
τις μελλοντικές του πράξεις. Αυτό τι άλλο θα μπορούσε να ήταν, παρά
λογική ψυχή με την οποία ο άνθρωπος σκέφτεται και κατανοεί πράγματα
πάνω από τις δυνάμεις του;
Και το εξής αποτελεί
τέλεια απόδειξη προς αυτούς οι οποίοι βρίσκονται στην ασέβεια και
την αναισθησία: πως, ενώ το σώμα είναι θνητό στη φύση του, ο
άνθρωπος σκέφτεται τα σχετικά με την αθανασία και πολλές φορές
προτιμά το θάνατο για χάρη της αρετής; Ή πως συμβαίνει, ενώ το σώμα
είναι θνητό, να διαλογίζεται ο άνθρωπος τα αιώνια, ώστε να
καταφρονεί τα πρόσκαιρα και να ποθεί τα αιώνια;
Το σώμα λοιπόν δεν
μπορεί να κάνει τέτοιες σκέψεις για τον εαυτό του· ούτε μπορεί να
σκεφτεί τα έξω από τον εαυτό του· διότι είναι θνητό και πρόσκαιρο.
Κατ' ανάγκη κάτι άλλο είναι αυτό που σκέφτεται αντίθετα και πέρα από
τη φύση του σώματος. Τι άλλο είναι αυτό παρά η λογική και αθάνατη
ψυχή; Διότι αυτή εμπνέει από μέσα κι όχι απέξω στο σώμα τα καλύτερα,
όπως ο μουσικός τη λύρα.
Πως πάλι, αφού είναι
πλασμένα το μάτια να βλέπουν και η ακοή ν' ακούει, συμβαίνει άλλα ν'
αποστρέφονται και άλλα να προτιμούν; Ποιος είναι αυτός που
εμποδίζει το μάτι να βλέπει; Ποιος εμποδίζει τ' αυτιά ν' ακούν, αφού
η ακουστική είναι φυσική; Ή τη γεύση, που είναι πλασμένη να
γεύεται, ποιός την εμποδίζει πολλές φορές να το κάνει αυτό; Το χέρι
πάλι που είναι για να ενεργεί, ποιός το εμποδίζει να ψηλαφά κάτι; Το
ίδιο και την όσφρηση, που έχει σκοπό να οσφραίνεται, ποιός την
εμποδίζει να αισθάνεται οσμές; Ποιος είναι αυτός που ενεργεί ενάντια
στις φυσικές ροπές του σώματος; Ή πως το σώμα αρνείται τη φύση του
και ακούει τις συμβουλές κάποιου άλλου ο οποίος με το νεύμα του το
κυβερνά; Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι υπάρχει λογική ψυχή
που κυβερνά το σώμα. Διότι, το σώμα δεν πλάστηκε από μόνο του να
κατευθύνει τον εαυτό του αλλά άλλος να το εξουσιάζει· όπως το άλογο,
δεν ζεύει τον εαυτό του αλλά το οδηγεί ο ιππέας. Στους ανθρώπους
όμως υπάρχουν οι νόμοι, για να κάνουν το καλό και ν' αποφεύγουν το
κακό. Αντίθετα, στα α-λογα ζώα, επειδή στερούνται τη λογική και την
κρίση, τα κακά μένουν ακαταλόγιστα και άκριτα. Νομίζω, λοιπόν, ότι,
απ' όσα είπαμε, αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι έχουν λογική ψυχή.
Πρέπει όμως να μάθουμε
επιπλέον από τη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι είναι και αθάνατη η
ψυχή, για να ανατρέψουμε τη διδασκαλία των ειδωλολατρών.
Θα το μάθουμε αυτό
συγκρίνοντας με τη γνώση που έχουμε για το σώμα και βρίσκοντας τη
διαφορά που έχει μ' αυτήν η γνώση της ψυχής. Διότι, η λογική
απέδειξε ότι η ψυχή διαφέρει από το σώμα και ότι το σώμα είναι θνητό
από τη φύση του. Επομένως, η ψυχή, εφόσον δεν είναι ίδια με το
σώμα, είναι αθάνατη.
Και πάλι, όπως αποδείξαμε,
εφόσον η ψυχή κινεί το σώμα και δεν την οδηγεί κάποιος άλλος, είναι
επόμενο η ψυχή να είναι αυτοκινούμενη· μάλιστα, μετά το θάνατο του
σώματος, εξακολουθεί η ψυχή να ζει αφ' εαυτής. Διότι, δεν πεθαίνει η
ψυχή· αλλά, μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα, είναι αυτό που
πεθαίνει.
Αν βέβαια και η ψυχή
οδηγούνταν από το σώμα, θα ήταν επόμενο, μετά το θάνατο του οδηγού
(σώματος), να πέθαινε κι αυτή. Αν όμως η ψυχή οδηγεί και το σώμα,
τότε σίγουρα οδηγεί και τον εαυτό της. Και εφόσον αυτοκινείται, ζει
υποχρεωτικά και μετά το θάνατο του σώματος. Διότι, η κίνηση της
ψυχής ταυτίζεται με τη ζωή της· όπως ακριβώς λέμε και για το σώμα:
ζει όταν κινείται και τότε επέρχεται ο θάνατός του, όταν σταματά την
κίνηση.
Την αεικίνηση της ψυχής τη
διαπιστώνει κανείς και από το διάστημα που βρίσκεται μέσα στο σώμα.
Διότι, όταν είναι μέσα στο σώμα και συνδέεται μ' αυτό, δεν
συστέλλεται ούτε μετριέται από το μέγεθος του σώματος· αντίθετα,
πολλές φορές, ακόμη κι όταν το σώμα βρίσκεται ασθενικό στο κρεβάτι,
έτοιμο να παραδοθεί στο θάνατο, παρ' όλ' αυτά αυτή, με τη δική της
δύναμη, είναι ξάγρυπνη και ξεπερνά τη φύση του σώματος. Ενώ μένει η
ψυχή στο σώμα, μοιάζει ν' αποδημεί· σκέφτεται και θεωρεί αυτά που
ξεπερνούν τα γήϊνα. Πολλές φορές συναντά τους ασώματους αγίους και
αγγέλους· τους βλέπει με την καθαρότητα του νου της.
Πως, λοιπόν, και πολύ
περισσότερο δεν θα συμβεί όταν θα χωριστεί από το σώμα, σύμφωνα με
τη βούληση του Θεού! Δεν θα έχει τότε πιο ξεκάθαρη τη γνώση της
αθανασίας της; Αφού, όταν ήταν προσκολημμένη στο σώμα, ζούσε πιο
πολύ τη ζωή έξω από το σώμα· πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο του
σώματος, θα ζήσει αυτή τη ζωή. Δεν θα πάψει να τη ζει, επειδή έτσι
την έπλασε ο Θεός με τον Υιό και Λόγο του Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Επειδή λοιπόν είναι αθάνατη η ψυχή, σκέφτεται και φρονεί αθάνατα και
αιώνια. Όπως συμβαίνει με το σώμα που είναι θνητό, και οι αισθήσεις
του να βλέπουν τα θνητά, αντίστοιχα και η ψυχή, επειδή θεωρεί και
σκέφτεται τα αθάνατα, είναι κι αυτή αθάνατη και αιώνια.
Διότι η έννοια και θεωρία
της αθανασίας ποτέ δεν εγκαταλείπουν αλλά μένουν μέσα στην ψυχή·
γίνονται σ' αυτήν μόνιμο αποτύπωμα ώστε να εξασφαλίζεται η αθανασία.
Γι' αυτό και η ψυχή έχει την έφεση να θεωρεί το Θεό. Η ίδια γίνεται
για τον εαυτό της οδηγός· παίρνει τη γνώση και τη κατανόηση του
Θεού όχι από τον έξω κόσμο αλλά από τον εαυτό της. Λέμε λοιπόν, όπως
το είπαμε και προηγουμένως, ότι όπως αρνήθηκαν το Θεό και λατρεύουν
τα άψυχα, έτσι και πίστεψαν ότι δεν έχουν λογική ψυχή. Απ' αυτό
κατηγορούνται ως παράφρονες και καταριθμούνται μεταξύ των α-λόγων.
Είναι αξιολύπητοι και χρειάζονται καθοδήγηση, διότι ως άψυχοι
λατρεύουν τα άψυχα.
Αν βέβαια ισχυρίζονται ότι
έχουν ψυχή και είναι περήφανοι για τη λογική, —και σωστά κάνουν κάτι
τέτοιο— γιατί ενεργούν παράλογα, λες και δεν έχουν ψυχή; Γιατί δεν
σκέφτονται αυτά που πρέπει, αλλά θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από
το Θεό; Διότι, ενώ έχουν αθάνατη ψυχή την οποία δεν βλέπουν, τολμούν
και εικονίζουν το Θεό με ορατά και θνητά είδωλα. Ή, γιατί, όπως
απομακρύνθηκαν από το Θεό, δεν επιστρέφουν και πάλι κοντά Του; Έχουν
ασφαλώς τη δυνατότητα· όπως επαναστάτησαν με το νου από το Θεό και
έκαμαν θεούς τα ανύπαρκτα, έτσι μπορούν και πάλι με το νου της ψυχής
ν' ανεβούν και επιστρέψουν στο Θεό.
Είναι δυνατή η επιστροφή στο
Θεό, εφόσον αποβάλουν την ακαθαρσία κάθε επιθυμίας που
περιβλήθηκαν· εάν ξεπλυθούν τόσο πολύ, μέχρις ότου διώξουν κάθε ξένη
αμαρτία που κόλλησε στην ψυχή· μόνον αν εμφανίσουν την ψυχή καθαρή
όπως πλάστηκε. Έτσι θα μπορούν να θεωρήσουν μέσα της τον Υιό και
Λόγο του Πατέρα, εικόνα του οποίου είναι εξαρχής. Διότι ο άνθρωπος
δημιουργήθηκε εικόνα και ομοίωμα του Θεού, όπως το λέει η Αγία Γραφή
εκ μέρους του Θεού: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο εικόνα και
ομοίωμα δικό μας».
Γι' αυτό, κι όταν η ψυχή
αποβάλει από πάνω της κάθε ακαθαρσία της αμαρτίας που φορτώθηκε και
διατηρεί καθαρό το κατ' εικόνα, τότε δίκαια, επειδή αυτό αστράφτει,
βλέπει σαν σε καθρέφτη τον Υιό και Λόγο του Θεού Πατέρα. Μέσα σ'
αυτό σκέφτεται τον Πατέρα, του οποίου εικόνα αποτελεί ο Υιος και
Σωτήρας Χριστός.
Μπορεί πάλι να μην είναι
ικανοποιητική η διδασκαλία από την ίδια την ψυχή, διότι εξωτερικές
επιδράσεις θολώνουν το νου και δεν βλέπει το καλύτερο. Τότε μπορεί
να οδηγηθούμε στη γνώση του Θεού απ' όσα βλέπουμε γύρω μας· διότι η
τάξη και αρμονία της δημιουργίας δείχνει και διαλαλεί, σαν να
πρόκειται για γράμματα, τον κύριο και πλάστη της. Ο Θεός λοιπόν
είναι αγαθός και φιλάνθρωπος· φροντίζει για τα πλάσματά Του. Επειδή
όμως είναι αόρατος και μη καταληπτός στην ουσία του, διότι υπάρχει
πέρα από κάθε κτιστή ουσία, γι' αυτό και συνέβη οι άνθρωποι ν'
αποτύχουν στην προσπάθεια να Τον γνωρίσουν· για δύο λόγους, διότι
αυτοί δημιουργήθηκαν, ενώ Εκείνος είναι αδημιούργητος.
Επειδή λοιπόν στην ουσία του
ο Θεός είναι αόρατος, διακόσμησε με το Λόγο του τα δημιουργήματα με
τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να τον γνωρίσουν από τα
έργα του. Διότι συνήθως ο τεχνίτης, και χωρίς να είναι γνωστός,
φαίνεται από τα έργα του. Κάτι τέτοιο λέγεται, για παράδειγμα, για
το γλύπτη Φειδία· τ' αγάλματά του εξαιτίας της συμμετρίας και των
αρμονικών αναλογιών, τον καθιστούν αναγνωρίσιμο κι όταν δεν είναι
ορατά παρών.
Κατά παρόμοιο τρόπο,
γνωρίζουμε και πλάστη και δημιουργό Θεό από την αρμονία του κόσμου,
ενώ μας είναι αόρατος με τα μάτια του σώματος. Διότι ο Θεός δεν
κάνει κακή χρήση της αόρατης φύσης του. Δεν αποτελεί πρόφαση η
αορασία Του. Αντίθετα, δεν άφησε εντελώς άγνωστο τον εαυτό του στους
ανθρώπους. Όπως προείπα, έτσι στόλισε τον κόσμο, ώστε κι αν ο Ίδιος
είναι αόρατος στη φύση του, να γίνεται γνωστός από τα δημιουργήματά
του.
Κι αυτό δεν το λέω εγώ αλλά
το λένε άλλοι θεολόγοι άνδρες, μεταξύ των οποίων είναι και ο
απόστολος Παύλος, που γράφει στην επιστολή του στους Ρωμαίους: «Η
ύπαρξη του αόρατου Θεού πιστοποιείται από τα δημιουργήματά Του».
Επίσης, γράφει στους Λυκαονείς: «Και μεις, ως άνθρωποι, που σας
κάνουμε τους δασκάλους, είμαστε αδύναμοι σαν εσας· σας
ευαγγελιζόμαστε όμως να επιστρέψετε από τα είδωλα στην πίστη του
αληθινού Θεού που έφτιαξε τον ουρανό, τη ξηρά και τη θάλασσα και όλα
τα κατοικίδιά τους. Αυτός στις περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη
να λατρεύουν όποιο θεό θέλουν. Και παρ' όλ' αυτά, φανέρωνε τον εαυτό
Του κάνοντας καλά έργα ως απόδειξη· μας έδινε βροχές από τον ουρανό
και περιόδους καρποφορίας· γέμιζε τις καρδιές μας από κάθε τροφή
και χαρά». Διότι, ποιός είναι αυτός που βλέπει το ουράνιο σύμπαν και
την τροχιά του ήλιου και της σελήνης, αλλά και τις θέσεις και
περιφορές των άλλων άστρων να είναι αντίθετες μεταξύ τους και
διαφορετικές· και να διατηρούν όλα μαζί, παρά τις διαφορές τους, την
τάξη· ποιός λοιπόν δεν θ' αναλογιστεί ότι όχι μόνα τους αλλά άλλος
είναι ο πλάστης που τα ρυθμίζει;
Ποιος πάλι που βλέπει τον
ήλιο ν' ανατέλλει καθημερινά· που βλέπειτη σελήνη να φέγγει τη
νύχτα, ν' αδειάζει και να γεμίζει απαράλλακτα σε ίσο αριθμό ημερών
κάθε φορά· που βλέπει τα άστρα, άλλα να διατρέχουν τον ουράνιο θόλο
και ν' αλλάζουν ποικίλες τροχιές και άλλα να κινούνται στην ίδια
τροχιά· ποιός βλέποντας όλα αυτά, δεν θα βγάλει το συμπέρασμα ότι
υπάρχει ο δημιουργός τους που τα κυβερνά;
Όποιος βλέπει τα αντίθετα
στη φύση να είναι ενωμένα και να συμφωνούν αρμονικά, όπως είναι
αναμιγμένα η φωτιά με τον πάγο, η ξηρασία με την υγρασία· όποιος τα
βλέπει να μην αντιδρά το ένα στο άλλο, αλλά ν' αποτελούν ένα σώμα·
αυτός που τα βλέπει, δεν θα σκεφτεί ότι αυτός που τα ένωσε αρμονικά
μεταξύ τους θα υπάρχει έξω απ' αυτά;
Αυτός που βλέπει το χειμώνα
να παραχωρεί τη θέση του στην άνοιξη, την άνοιξη στο καλοκαίρι κι
αυτό στο φθινόπωρο και ότι μεταξύ τους αυτά είναι αντίθετα στην
ουσία· διότι το ένα ψυχραίνει, το άλλο καίει, το άλλο καρποφορεί και
το άλλο καταστρέφει· όμως όλα προσφέρονται στους ανθρώπους για ίση
και ασφαλή χρήση. Ποιος, λοιπόν, όταν τα δει όλα αυτά, δεν θα
σκεφτεί ότι υπάρχει κάποιος ανώτερος απ' αυτά, τον οποίο δεν
βλέπουμε, αλλά τα κάνει όλα ίσα μεταξύ τους και όλα τα κυβερνά;
Ποιος είναι που βλέπει τον
αέρα να βαστάζει τα σύννεφα, τα σύννεφα πάλι να κρατούν το βάρος των
βροχών, και δεν θα θα οδηγήσει τη σκέψη του σ' αυτόν που τα έδεσε
και έδωσε την εντολή να σχηματιστούν; Ή ποιός δεν βλέπει το νερό να
βαστάζει το υπερβολικό βάρος της γης· η γη να μένει ακίνητη πάνω στο
νερό που από τη φύση του κινείται· απ' όλα αυτά δεν θα σκεφτεί ότι
υπάρχει κάποιος, ο Θεός που τα πρόσταξε και τα δημιούργησε; Ποιος,
αφού δει την εποχιακή καρποφορία της γης, τις ουρανόσταλτες βροχές,
τα ρεύματα των ποταμών, τις πηγές που αναβλύζουν, τις γεννήσεις ζώων
από ανόμοια, και όλα αυτά να γίνονται όχι πάντοτε αλλά σε ορισμένες
περιόδους· και αφού διακρίνει ότι η τάξη είναι ίση κι όμοια σε
πράγματα ανόμοια και αντίθετα, δεν θ' αναλογιστεί ότι υπάρχει μια
δύναμη που όλα αυτά τα διέπει και τα διακοσμεί όπως αυτή θέλει, και
μένει σταθερή;
Διότι αυτά μόνα τους
ουδέποτε θα μπορούσαν να συσταθούν και εμφανιστούν, επειδή έχουν
αντίθετη μεταξύ τους φύση. Το νερό, για παράδειγμα, είναι βαρύ και
χύνεται προς τα κάτω, ενώ τα σύννεφα είναι ελαφρά κι έτσι ανεβαίνουν
προς τα πάνω. Κι όμως, παρατηρούμε το πιο βαρύ, το νερό, να το
βαστούν τα σύννεφα! Η γη με τη σειρά της είναι πολύ βαριά, ενώ το
νερό είναι ελαφρύτερό της. Κι όμως τα ελαφρύτερα (νερά) σηκώνουν το
πιο βαρύ (γη)! Και δεν πέφτει κάτω η γη αλλά μένει ακίνητη!
Επίσης, το ανδρικό φύλο
διαφέρει από το θηλυκό· και όμως συνευρίσκονται και γεννιέται απ'
αυτά τα δύο όμοιος απόγονός τους. Και για να συνοψίσω: το ψυχρό
είναι αντίθετο στο θερμό· και η υγρασία καταπολεμά την ξηρασία. Κι
όμως! Όταν βρεθούν μαζί δεν αντιδρά το ένα ενάντια στο άλλο, αλλ'
αποτελούν με ομόνοια ένα σώμα και συντελούν στη δημιουργία όλων των
άλλων.
Αυτά λοιπόν που είναι
αντιμαχόμενα και αντίθετα στη φύση τους δεν θα συνενώνονταν, αν δεν
υπήρχε ο ανώτερος Κύριος που τα ένωσε. Σ' Αυτόν υπακούν όλα τα
στοιχεία, όπως ακούει ο δούλος το αφεντικό του. Δεν πολεμά το ένα το
άλλο, αφού το καθένα έχει τον ιδιαίτερο σκοπό της ύπαρξής του.
Αναγνωρίζουν τον Κύριο που τα συνένωσε. Ομονοούν και συμφιλιώνονται,
με τη θέληση του δημιουργού τους, αν και στη φύση τους είναι
εχθρικά το ένα προς το άλλο.
Διότι, αν δεν υπήρχε η
εντολή κάποιου ανωτέρου για ν' αναμιχθούν, πως θα συνενώνονταν το
βαρύ με το ελαφρό, το ξηρό με το υγρό, το κυκλικό με το ευθύγραμμο, η
φωτιά με το ψύχος, η θάλασσα με τη γη, ο ήλιος με τη σελήνη, τ'
άστρα με τον ουρανό κι ο αέρας με τα σύννεφα; Δεν θα γινόταν, αφού η
ουσία του ενός είναι αντίθετη με την ουσία του άλλου.
Θα συνέβαινε μεγάλη
αναταραχή μεταξύ τους: το ένα θα έκαιγε, το άλλο θα ψύχραινε· το
βαρύ θα τραβούσε προς τα κάτω ενώ το ελαφρύ προς τα πάνω· ο ήλιος θα
φώτιζε και ο αέρας θα σκοτείνιαζε. Τα άστρα θα στρέφονταν το ένα
ενάντια στο άλλο, διότι άλλα βρίσκονται ψηλότερα και άλλα
χαμηλότερα. Η νύχτα δεν θα παραχωρούσε τη θέση της στην ημέρα αλλά
θα την πολεμούσε επανασταντώντας εναντίον της.
Κι αν συνέβαιναν αυτά, δεν
θα βλέπαμε πλέον αρμονία αλλά δυσαρμονία· όχι τάξη αλλά αταξία· όχι
σύνθεση αλλά διάλυση όλου του κόσμου· όχι συμμετρία αλλά αμετρία.
Διότι, με τη διαμάχη και τη σύγκρουση του ενός με το άλλο ή όλα θα
καταστρέφονταν ή θα υπερίσχυε το πιο δυνατό. Κι αυτό όμως θα έδειχνε
την ακαταστασία του σύμπαντος.
Διότι, εφόσον θα έμενε μόνο
ένα στοιχείο χωρίς να έχει ανάγκη κανενός άλλου, θα έκαμε το σύμπαν
χαοτικό. Όπως ακριβώς, ένα μόνο πόδι ή ένα μόνο χέρι δεν μπορεί να
διατηρήσει στη ζωή όλο το σώμα. Πόσο ωραίο θα ήταν, αν έλαμπε μόνο ο
ήλιος ή κινούνταν μόνο η σελήνη ή ήταν μόνο νύχτα ή συνεχώς ημέρα;
Ποιά αρμονία πάλι θα υπήρχε, αν δεν είχε άστρα ο ουρανός ή τα άστρα
δεν είχαν ουρανό; Και ποιό το όφελος, αν είχαμε μόνο θάλασσα ή αν η
γη υπήρχε χωρίς τα νερά και τα υπόλοιπα στοιχεία της δημιουργίας;
Πως θα μπορούσε να επιζήσει ο
άνθρωπος ή κάποιο ζώο στη γη, εφόσον τα στοιχεία της κτίσης
συγκρούονταν μεταξύ τους; Εφόσον ένα θα ήταν αυτό που θα νικούσε τα
άλλα και δεν θα μπορούσε να συστήσει και τα άλλα πλάσματα; Διότι
κανένα πλάσμα δεν μπορεί να συσταθεί μόνο από ένα στοιχείο, το
ψυχρό, το υγρό ή το ξηρό. Όλα θα ήταν σε χαώδη και άτακτη κατάσταση.
Ακόμη κι αυτό το στοιχείο που θα υπερίσχυε των άλλων δεν θα
μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη βοήθεια των υπολοίπων. Διότι η σύσταση
όλων έτσι είναι τώρα(αλληλοεξαρτώμενη).
Επειδή λοιπόν στο σύμπαν
υπάρχει τάξη και όχι αταξία, συμμετρία και όχι αμετρία, κοσμιότητα
και όχι ακοσμία, και μάλιστα αρμονική σύνδεση όλων των μερών του,
πρέπει υποχρεωτικά να σκεφτούμε τον Δημιουργό που συγκέντρωσε και
σύνδεσε όλα τα στοιχεία ώστε να δουλεύουν αρμονικά. Ακόμη κι αν δεν
τον βλέπουμε με τα μάτια, μπορούμε όμως από την τάξη και αρμονία των
αντίθετων στοιχείων να εννοήσουμε το δημιουργό και προνοητή όλων
αυτών.
Διότι, συμβαίνει το ίδιο που
θα βλέπαμε σε μια πόλη: να κατοικείται αρμονικά από πολλούς και
διαφορετικούς ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και
φτωχούς, γέρους και νεότερους, άνδρες και γυναίκες· ενώ διαφέρουν
αυτοί μεταξύ τους, ομονοούν όμως. Δεν στρέφονται οι πλούσιοι ενάντια
στους φτωχούς ούτε οι μεγάλοι ενάντια στους μικρούς ή οι νέοι
ενάντια στους γέροντες· όλοι εξίσου είναι ειρηνικοί ο ένας προς τον
άλλον.
Βλέποντας αυτά θα
σκεφτόμασταν ότι η παρουσία ενός άρχοντα, ακόμη κι αν δεν τον
βλέπουμε, εγγυάται την ομόνοια. Διότι η αταξία αποτελεί γνώρισμα της
αταξίας· και η τάξη αποδεικνύει ότι υπάρχει αρχηγός. Βλέπουμε, για
παράδειγμα, την αρμονία των μελών του σώματος: δεν αντιμάχεται το
μάτι το αυτί, ούτε το χέρι επαναστατεί ενάντια στο πόδι· το καθένα
εκπληρώνει την αποστολή του χωρίς αντιρρήσεις. Απ' αυτό
καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει στο σώμα ψυχή, αν και δεν την βλέπουμε,
που όλα αυτά τα κυβερνά.
Έτσι, από την τάξη και
αρμονία μπορούμε να οδηγηθούμε στον κυβερνήτη του κόσμου Θεό·
μάλιστα, στον ένα Θεό και όχι πολλούς. Η τάξη του κόσμου και η
αρμονική συμβίωση όλων με ομόνοια αποδεικνύει ότι δεν είναι πολλοί
αλλά ένας ο άρχοντας και κύριος του κόσμου, ο Λόγος. Διότι, αν ήταν
πολλοί οι άρχοντες της δημιουργίας, δεν θα υπήρχε αυτή η τάξη στο
σύμπαν. Εξαιτίας των πολλών αρχηγών, όλα θα ήταν σε αταξία· ο
καθένας θα τα τραβούσε όλα προς τη δική του θέληση και θα βρισκόταν
σε διαμάχη με τον άλλον. Διότι, όπως κατηγορούμε την πολυθεΐα για
αθεΐα, έτσι κατ' ανάγκη και η πολυαρχία είναι αναρχία. Αν ο καθένας
ανέτρεπε την εξουσία του άλλου, δεν θα υπήρχε κανένας άρχοντας· θα
υπήρχε σε όλα αναρχία. Και όπου δεν υπάρχει άρχοντας, εκεί είναι
βέβαιο ότι βασιλεύει η αναρχία.
Και το αντίθετο· η τάξη και η
ομόνοια των πολλών και διαφορετικών φανερώνει ότι ένας είναι ο
άρχοντας. Ακούει κάποιος, για παράδειγμα, από μακριά τον ήχο της
λύρας που αποτελείται από πολλές χορδές και θαυμάζει την αρμονική
συμφωνία τους. Διότι, τον αρμονικό ήχο δεν τον προκαλεί μόνον ο
βαρύς ή μόνον ο οξύς ή μόνον ο μέσος τόνος, αλλά όλοι οι τόνοι, όταν
τους χτυπούν κατάλληλα. Απ' αυτά να καταλάβεις ότι δεν παίζει από
μόνη της η λύρα ούτε πάλι με πολλούς λυράρηδες. Ένας είναι ο
μουσικός, ακόμη κι αν δεν τον βλέπουμε, που εναρμονίζει με την τέχνη
του τον ήχο κάθε χορδής, για να πετύχει αρμονική συμφωνία.
Έτσι και στο σύμπαν υπάρχει
παναρμόνια τάξη. Δεν αντιμάχονται τα ουράνια με τα επίγεια, ούτε και
το αντίστροφο. Όλα συνιστούν μια συνολική τάξη. Επομένως,
συνεπάγεται λογικά ότι δεν είναι πολλοί αλλά ένας ο κυβερνήτης και
δημιουργός του σύμπαντος. Με το δικό του φως όλα παίρνουν το φως και
κινούνται.
Ούτε πρέπει να πιστεύουμε
ότι είναι πολλοί οι δημιουργοί και κυβερνήτες του κόσμου· συμβαδίζει
με την ευσέβεια και αλήθεια να πιστεύουμε ότι ένας είναι ο
δημιουργός του. Αυτό το τεκμηριώνει φανερά ο ίδιος ο κόσμος.
Απόδειξη σίγουρη ότι ένας είναι ο δημιουργός του σύμπαντος αποτελεί
το εξής: ένας είναι ο δημιουργημένος κόσμος, όχι πολλοί. Θα έπρεπε,
αν υπήρχαν πολλοί θεοί, να υπάρχον πολλοί και διαφορετικοί κόσμοι.
Διότι δεν φτιάχνουν οι πολλοί θεοί ένα κόσμο ούτε ο ένας κόσμος
γίνεται από πολλούς θεούς. Αλλιώς, θα προκύψουν τα ακόλουθα άτοπα.
Πρώτα, αν πολλοί θεοί έφτιαξαν τον κόσμο, αυτό αποτελεί αδυναμία των
κατασκευαστών· διότι το έργο έγινε από πολλούς. Κι αυτό φανερώνει
όχι τυχαία ότι ο κάθε θεός έχει ατελή δημιουργική ικανότητα.
Αν αρκούσε ένας, δεν θα
χρειαζόταν πολλοί, ν' αναπληρώσει ο καθένας την έλλειψη του άλλου.
Το να λέει μάλιστα κανείς ότι στο Θεό υπάρχει έλλειψη, όχι μόνο
είναι ασέβεια αλλά και ξεπερνά τα θεμιτά όρια. Ακόμη κι ένα τεχνίτη,
αν έφτιαχνε ένα έργο όχι μόνος αλλά με πολλούς, δεν θα τον λέγαμε
τέλειο αλλά μέτριο. Πιθανόν, όμως, ο κάθε θεός να μπορούσε
κατασκευάσει όλο το σύμπαν, αλλά το έφτιαξαν όλοι μαζί για τη
συμμετοχή· κάτι τέτοιο είναι βέβαια γελοίο, να εργάζεται ο καθένας
για φήμη και να μη θεωρηθεί ανίκανος. Το να θεωρήσουμε πάλι ότι ο
κάθε θεός είναι κενόδοξος αυτό είναι από τα πλέον παράδοξα!
Έπειτα, αν ο κάθε θεός ήταν
ικανός να δημιουργήσει όλο το σύμπαν, τι χρειάζονται οι πολλοί, αφού
ο ένας αρκεί για όλο; Άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι και ασεβές και
παράδοξο· εφόσον το δημιούργημα είναι ένα και οι δημιουργοί πολλοί
και διάφοροι, είναι λογικό και φυσικό το ένα και τέλειο να είναι
ανώτερο από τα πολλά.
Να γνωρίζουμε και το εξής:
αν ο κόσμος είχε δημιουργηθεί από πολλούς θεούς, θα είχε διάφορες
και ανόμοιες κινήσεις. Κάθε διαφορετική κίνηση θα προσέβλεπε στον
κάθε δημιουργό. Και στη διαφορετικότητα, όπως το είπαμε και
παραπάνω, θα υπήρχε πάλι ακαταστασία και αταξία του σύμπαντος.
Διότι, ούτε ένα πλοίο που το
κυβερνούν πολλοί θα πλεύσει σωστά, αν δεν κρατά το πηδάλιο ένας
μόνο καπετάνιος· ούτε μία λύρα που την παίζουν πολλοί μπορεί να
βγάλει καλό ήχο, αν δεν την παίζει ένας που είναι γνώστης. Έτσι,
λοιπόν, αφού μία είναι η δημιουργία και ένας ο κόσμος και μία η τάξη
του, ένας πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι ο βασιλιάς και δημιουργός
του, ο Κύριος.
Για το λόγο αυτό, και ο
ίδιος ο δημιουργός έπλασε ένα κόσμο, για να μην νομίζουν ότι με τους
πολλούς κόσμους υπάρχουν και πολλοί θεοί. Να πιστεύουν ότι ένας
είναι ο κόσμος κι ένας ο δημιουργός του. Μάλιστα συμβαίνει, όχι
επειδή είναι ένας ο δημιουργός, να είναι κι ένας ο κόσμος· διότι, θα
μπορούσε ο Θεός να φτιάξει κι άλλους κόσμους. Αλλά, επειδή πλάστηκε
μόνον ένας κόσμος, είναι επόμενο και ο δημιουργός του να θεωρείται
ένας.
Ποιος είναι αυτός ο
δημιουργός; Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να φανερώσουμε και πούμε, για να
μην πλανηθεί κανείς από άγνοια και πιστέψει σ' άλλο θεό· κι έτσι θα
πέσει στην αθεΐα των προηγουμένων. Νομίζω ότι κανένας δεν αμφιβάλλει
γι' αυτό.
Αποδείξαμε ήδη ότι δεν είναι
θεοί αυτοί που θεωρούν οι ποιητές· ότι βρίσκονται σε πλάνη όσοι
θεοποιούν την κτίση· και ότι γενικά η ειδωλολατρεία των εθνικών
είναι αθεΐα και ασέβεια. Τώρα, λοιπόν, αφού κατέπεσαν όλες αυτές οι
πλάνες, είναι βέβαιο ότι εμείς διαθέτουμε την αληθινή θρησκεία·
Αυτόν που προσκυνούμε και κηρύσσουμε, αυτός είναι ο μόνος αληθινός
Θεός· είναι ο Κύριος όλου του σύμπαντος και δημιουργός κάθε
πλάσματος.
Ποιος άλλος λοιπόν είναι
αυτός παρά ο πανάγιος και υπερβατικός, πέρα από κάθε δημιουργημένη
φύση, ο Πατέρας δηλαδή του Χριστού; Αυτός, σαν άριστος κυβερνήτης,
με τη σοφία του και τον Υιό και Λόγο του Κύριό μας Ιησού Χριστό, όλα
τα εξουσιάζει και προνοεί για τη σωτηρία τους· ενεργεί όπως Αυτός
θεωρεί ότι είναι καλά. Και είναι όλα καλά, όπως δημιουργήθηκαν και
δημιουργούνται, επειδή Εκείνος αυτό θέλει. Αυτό κανείς δεν μπορεί να
το αμφισβητήσει. Διότι, αν η κτίση κινούνταν όχι με λογική βούληση
κι όλα ήταν τυχαία, καλά θα έκανε κάποιος ν' αμφισβητούσε αυτά που
λέμε. Αφού όμως όλα έχουν συσταθεί και διακοσμηθεί με λογική, σοφία
και γνώση, υποχρεωτικά αυτός που στέκεται από πάνω τους και τα
προνοεί δεν είναι άλλος παρά ο Υιος και Λόγος του Θεού.
Λόγο ονομάζω όχι αυτόν που
είναι συνυφασμένος και σύμφυτος με κάθε δημιούργημα, τον οποίο
συνήθως ορισμένοι ονομάζουν σπερματικό· αυτός είναι άψυχος, χωρίς
λογική και νόηση· ενεργεί με τη δύναμη της τέχνης που έρχεται απέξω
και με τη σοφία εκείνου που τον εξουσιάζει. Ούτε είναι σαν το λόγο
που έχουν οι λογικοί άνθρωποι και αποτελείται από συλλαβές και
μεταδίδεται με τον αέρα.
Ονομάζω Λόγο τον ζωντανό και
ενεργή Θεό, τον αίτιο της υπάρξεώς του, το Λόγο του αγαθού Θεού·
Αυτός διαφέρει από κάθε δημιούργημα και κτιστό· είναι ο μόνος όμοιος
Λόγος του αγαθού Πατέρα του· Αυτός στόλισε το σύμπαν και το φωτίζει
με την πρόνοιά του. Επειδή είναι του καλού Πατέρα ο καλός Λόγος,
αυτός διαρρύθμισε την τάξη όλων· προσάρμοσε τα αντίθετα μεταξύ τους
κι έτσι προέκυψε μία όμορφη αρμονία. Αυτός είναι η δύναμη και η
σοφία του Θεού· περιστρέφει τον ουρανό, κρέμασε τη γη και, ενώ δεν
στηρίζεται πουθενά, με το νεύμα του τη στερέωσε. Απ' Αυτόν παίρνει
φως ο ήλιος και φωτίζει την οικουμένη, ενώ δίνει λιγοστό φως και στη
σελήνη. Αυτός κρεμά το νερό στα σύννεφα και οι βροχές κατακλύζουν
τη γη· η θάλασσα περιορίζεται ενώ η γη φυτρώνει κάθε είδους φυτά και
βλαστάνει χόρτο.
Αν κάποιος άπιστος, μετά απ'
όσα είπαμε, ζητεί να μάθει αν υπάρχει ο Υιος και Λόγος του Θεού,
αυτός δεν είναι καλά που αμφιβάλλει! Έχει τις αποδείξεις απ' όσα
βλέπει· όλα δημιουργήθηκαν από το Λόγο και τη Σοφία του Θεού. Δεν θα
στεκόταν κανένα δημιούργημα, αν δεν το έκανε ο Λόγος, ο Υιος και
Λόγος του Θεού, όπως είπαμε.
Είναι Λόγος, όπως είπα,
χωρίς να έχει σχέση και ομοιότητα με τον ανθρώπινο λόγο που
συνίσταται από συλλαβές· αλλά είναι καθ' όλα όμοια εικόνα του Θεού
Πατέρα. Διότι οι άνθρωποι, επειδή αποτελούνται από διάφορα μέρη και
προήλθαν από το μηδέν, έχουν σύνθετο λόγο που διαλύεται. Ο Θεός όμως
είναι ο πάντοτε υπάρχων και δεν είναι σύνθετος· γι' αυτό και ο
Λόγος του υφίσταται πάντα και δεν είναι σύνθετος.
Ο Λόγος είναι ο ένας και
μονογενής Υιος Θεός του Θεού Πατέρα· προήλθε από τον Πατέρα σαν από
αγαθή πηγή· προνοεί και συγκρατεί τα πάντα. Η αιτία πάλι για την
οποία ο Λόγος του Θεού ήλθε στα δημιουργήματα, είναι όντως
αξιοθαύμαστη· μας πληροφορεί ότι μόνο έτσι, όπως συνέβη, έπρεπε να
γίνει και όχι αλλιώς.
Διότι, η φύση των
δημιουργημάτων, επειδή προήλθε από την ανυπαρξία, είναι επιρρεπής,
αδύναμη και θνητή, όπως το πιστοποιεί η εξέτασή της. Ο Θεός όμως των
δημιουργημάτων είναι αγαθός και πάνω από καλός στη φύση του· γι'
αυτό και αγαπά τους ανθρώπους, επειδή στον αγαθό δεν υπάρχει φθόνος
για τίποτε. Δεν φθονεί την ύπαρξη των άλλων, αλλά θέλει όλοι να
υπάρχουν, για να μπορεί να τους ευεργετεί.
Ο Θεός, λοιπόν, βλέπει ότι
κάθε δημιούργημα μόνο με τις δικές του λογικές δυνάμεις είναι θνητό
και διαλύεται· και για να μην πάθει πάλι το ίδιο και χαθεί στην
ανυπαρξία το σύμπαν, που το έπλασε με τον αιώνιο Λόγο του και το
έδωσε ουσία, δεν άφησε πλέον τα δημιουργήματά του να παρασύρονται
και ταλαιπωρούνται από τη θνητή φύση τους· έτσι ώστε να μην
κινδυνεύουν να έλθουν πάλι στην ανυπαρξία.
Αλλά ο Θεός, ως αγαθός που
είναι, με το Λόγο του, που είναι κι αυτός Θεός, κυβερνά και
φροντίζει όλο τον κόσμο· με την εξουσία, την πρόνοια και τη φροντίδα
του Λόγου φωτίζει τη κτίση να μένει σταθερή στη ζωή· διότι μετέχει
στον αίτιο της ύπαρξης, το Λόγο του Πατέρα, που τη βοηθεί να
παραμένει κι αυτή στην ύπαρξη. Έτσι δεν παθαίνει εκείνο που θα
πάθαινε, αν δεν την συγκρατούσε ο Λόγος, δηλαδή να οδηγηθεί στην
ανυπαρξία· διότι, «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο πρώτος
άνθρωπος απ' όλη τη δημιουργία για τη Βασιλεία του Θεού· Αυτός και
χάρη σ' αυτόν δημιουργήθηκαν και συντηρούνται όλα, ορατά και αόρατα·
Αυτός αποτελεί τον αρχηγό της Εκκλησίας», όπως μας το λένε στις
Άγιες Γραφές οι Πατέρες που διδάσκουν την αλήθεια.
Αυτός, λοιπόν, ο
παντοδύναμος και τέλειος σε όλα Λόγος του Πατέρα στάθηκε πάνω απ'
όλα και τα σκέπασε παντού με τη δύναμή του· έδωσε φως σε όλα, τα
ορατά και αόρατα. Έτσι, όλα τα δίνει σύσταση και τα συγκρατεί· από
κανένα δεν στερεί την ευργετική του δύναμη. Όλα και με όλα, το
καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα ζωοποιεί και τα προστατεύει.
Τα πρωταρχικά συστατικά κάθε
κτιστού δημιουργήματος, όπως είναι η θερμότητα, ψυχρότητα, υγρασία
και ξηρασία, τα ενώνει ο Λόγος σ' ένα, ώστε να μην αντιμάχεται το
ένα το άλλο, αλλά ν' αποτελούν μια αρμονική συνύπαρξη. Χάρη σ' Αυτόν
και εξαιτίας ττης δύναμής του δεν πολεμεί το θερμό το ψυχρό ούτε το
υγρό το ξηρό· αλλά, αυτά τα αντίθετα μεταξύ τους, σαν φίλοι και
αδελφοί, συνυπάρχουν και δίνουν ζωή στα ορατά· αποτελούν τη
συστατική αρχή κάθε σώματος. Με την υπακοή στο Θεό Λόγο τα επίγεια
αποκτούν ζωή και τα ουράνια συντηρούνται. Χάρη σ' Αυτόν, όλη η
θάλασσα και ο απέραντος ωκεανός κινούνται σε περιορισμένα όρια. Το
ίδιο και όλη η γη βλαστάνει χόρτο και φυτρώνει κάθε είδους δέντρα,
όπως είπα παραπάνω. Για να μην χρονοτριβώ απαριθμώντας ένα ένα
πράγματα γνωστά, δεν υπάρχει κανένα ζωντανό ή δημιούργημα που να μην
πήρε την ύπαρξη απ' Αυτόν και χάρη σ' Αυτόν. Το λέει και ο άγιος
(Ιωάννης ο) θεολόγος: «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος, που ήταν πάντα
κοντά στο Θεό, γιατί ο ίδιος ο Λόγος είναι Θεός. Όλα Αυτός τα έκανε·
τίποτε δεν υπάρχει που να μην το έκανε Αυτός». Όπως, για
παράδειγμα, αν ένας μουσικός παίξει λύρα, εναρμονίζοντας με την
τέχνη του τους βαρείς με τους οξείς, και τους μέσους με άλλους
τόνους, θ' αποδώσει μια αρμονική μελωδία. Έτσι και ο σοφός Θεός,
κρατώντας το σύμπαν ως λύρα, συνένωσε τα ουράνια με τα επίγεια,
καιτα ουράνια με όσα βρίσκονται στον αέρα· συνάθροισε με το νεύμα
και το θέλημά του τα σύνολα με τα επιμέρους· και όλα αποτελούν έναν
ωραίο κόσμο και ένα αρμονικό σύνολο. Αυτός βέβαια παραμένει ακίνητος
κοντά στον Πατέρα του· όλα όμως τα θέτει σε κίνηση με την
καθοδήγησή του, όπως το καθένα αρέσει στον Πατέρα του.
Και το αξιοθαύμαστο της
θεότητάς του είναι το εξής: με ένα και το ίδιο νεύμα του κινεί όλα
μαζί συγχρόνως, και όχι κατά διαστήματα· ρυθμίζει ανάλογα με τη φύση
του καθένα, τα ευθύγραμμα και τα κυκλικά στην κίνησή τους, τα πάνω,
τα μεσαία, τα κάτω, τα υγρά, τα ψυχρά, τα θερμά, τα ορατά και τα
αόρατα. Διότι με το ίδιο νεύμα κινούνται ταυτόχρονα τα ευθύγραμμα ως
ευθύγραμμα και τα κυκλικά ως κυκλικά· το μέσον ως μέσον· το θερμό
θερμαίνεται, το ξηρόν ξηραίνεται. Σ' όλα γενικά, ανάλογα τη φύση
τους, Αυτός δίνει ζωή και τα συντηρεί. Έτσι πραγματοποιεί μια
θαυμαστή και πράγματι θεία αρμονία.
Και για να συλλάβουμε από
ένα παράδειγμα πόσο μεγάλο γεγονός είναι αυτό, ας το παρομοιάσουμε
με μια μεγάλη χορωδία. Η χορωδία αποτελείται από διαφορετικά
πρόσωπα: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες· όταν δώσει το
σύνθημα ο μαέστρος, το κάθε μέλος τραγουδά ανάλογα με τη φύση και τη
δύναμή του· ο άνδρας σαν άνδρας, το παιδί σαν παιδί, ο γέρος σαν
γέρος και ο νέος σαν νέος· όλοι συνιστούν ένα αρμονικό σύνολο.
Το ίδιο και η ψυχή μας,
θέτει σε κίνηση ταυτόχρονα τις αισθήσεις, τη κάθε μια ανάλογα με την
ιδιαίτερη ενέργειά της· ώστε, όταν παρουσιάζεται ένα αντικείμενο,
όλες να ενεργούν από κοινού· το μάτι να βλέπει, η ακοή ν' ακούει, το
χέρι να ψηλαφεί, η όσφρηση να μυρίζει και η γεύση να γεύεται.
Πολλές φορές κινεί και τα άλλα μέλη του σώματος· π. χ. κινεί τα
πόδια να περπατούν.
Ας καταστήσω σαφές το
λεγόμενο και με τρίτο παράδειγμα. Μοιάζει με πολύ μεγάλη πόλη που
την έκτισε και την κυβερνά αυτοπροσώπως ο άρχοντας και κυβερνήτης
της. Όταν εκείνος είναι παρών και δίνει εντολές και στρέφει τα μάτια
του προς όλους τους υπηκόους, όλοι δείχνουν υπακοή· άλλοι τρέχουν
προς τη γεωργία και άλλοι για να εξασφαλίσουν νερό στα υδραγωγεία·
άλλος πηγαίνει να προμηθευτεί τροφές· άλλος πηγαίνει στη βουλή και
άλλος στη γενική συνέλευση του δήμου· ο δικαστής προσέρχεται να
δικάσει και ο άρχοντας να νομοθετήσει· ο τεχνίτης χωρίς καθυστέρηση
ξεκινά την εργασία· ο ναύτης τρέχει στη θάλασσα, ο ξυλουργός στο
ξυλουργείο του, ο ιατρός για να θεραπεύσει τους ασθενείς και ο
οικοδόμος στην οικοδομή· άλλος πάλι πηγαίνει στο χωράφι, ενώ άλλος
επιστρέφει απ' αυτό. Άλλοι ασχολούνται με την πόλη, άλλοι βγαίνουν
έξω απ' αυτήν και άλλοι πάλι επιστρέφουν πίσω σ' αυτήν. Όλα αυτά
γίνονται και επιτελούνται με την προσωπική παρουσία του άρχοντα και
σύμφωνα με τις διαταγές του.
Κι αν είναι φτωχά τα
προαναφερθέντα παραδείγματα, παρ' όλ' αυτά, με ανοιχτό μυαλό, πρέπει
να αναλογιστούμε ότι έτσι ακριβώςσυμβαίνει στον κόσμο όλο. Με μια
γρήγορη ματιά του Θεού όλα ρυθμίζονται· το κάθε δημιούργημα εκτελεί
το δικό του σκοπό, και όλα μαζί συνιστούν μια παγκόσμια τάξη.
Με το νεύμα και τη δύναμη
του Λόγου του Θεού Πατέρα, που επιστατεί και κυβερνά τα πάντα, ο
ουρανός περιστρέφεται, τα άστρα κινούνται, ο ήλιος φωτίζει, η σελήνη
διαγράφει την τροχιά της, ο αέρας φωτίζεται, ο αιθέρας θερμαίνεται
και οι άνεμοι πνέουν· τα βουνά στέκουν υψωμένα προς τα πάνω, η
θάλασσα βγάζει κύματα, και τα ζώα της βρίσκουν τροφή· η γη, μένοντας
ακίνητη, βγάζει καρπούς· ο άνθρωπος γεννιέται, ζει και στο τέλος
πεθαίνει.
Γενικά, όλα τα δημιουργήματα
παίρνουν απ' Αυτόν ψυχή και κίνηση· η φωτιά καίει,το νερό δροσίζει,
οι πηγές αναβλύζουν, οι ποταμοί πλημμυρίζουν, οι περίοδοι και οι
εποχές περνούν, οι βροχές πέφτουν, τα σύννεφα γεμίζουν, το χαλάζι
πέφτει, το χιόνι και οι κρύσταλλοι παγώνουν· τα πτηνά πετούν, τα
ερπετά σέρνονται, τα υδρόβια κολυμπούν, η θάλασσα διαπλέεται, η γη
σπείρεται και καρποφορεί στον καιρό της, τα φυτά αυξάνουν· άλλα
είναι τρυφερά κι άλλα για θερισμό· άλλα γερνούν και μαραζώνουν· άλλα
καταστρέφονται και άλλα γίνονται και φαίνονται. Όλα αυτά, κι ακόμη
περισσότερα, τα οποία αδυνατούμε λόγω της πληθώρας τους να τ'
αναφέρουμε, ο θαυμαστός και θαυματουργός Λόγος του Θεού τα φωτίζει
και ζωοποιεί, τα κινεί με το νεύμα του και φροντίζει· δημιουργεί ένα
κόσμο, χωρίς ν' αφήνει έξω από τον εαυτό του και τις αόρατες
δυνάμεις. Ακόμη κι αυτές, επειδή Αυτός τις δημιούργησε, τις
συμπεριλαμβάνει στο σύνολο· τις συγκρατεί και ζωοποιεί πάλι με τη
δική του βούληση και φροντίδα.
Και κανένα δημιούργημα δεν
μπορεί ν' αποτελέσει στοιχείο για απιστία. Όπως δεν χρειάζονται
πολλές αποδείξεις για το ότι το σώμα με τη δική Του πρόνοια
μεγαλώνει και η λογική ψυχή κινείται και μπορεί να σκέφτεται και να
ζει· διότι αυτά τα βλέπουμε μπροστά μας να γίνονται. Έτσι, παρόμοια,
ο Λόγος του Θεού μ' ένα απλό νεύμα του κινεί και συγκρατεί με τη
δύναμή του τον ορατό και αόρατο κόσμο· μοιράζει σε κάθε δημιούργημα
την ιδιαίτερη ενέργεια. Έτσι, οι αόρατες θείες δυνάμεις κινούνται
προς το Θεό, ενώ τα ορατά για να τα βλέπουμε. Και αυτός ο Λόγος, ο
άρχοντας, ο κυβερνήτης και δημιουργός όλων των κτισμάτων, εργάζεται
όλα αυτά για τη δόξα και γνώση του Θεού Πατέρα Του. Με μια φράση, με
τα έργα του μας διδάσκει και λέει το εξής: «Ο Δημιουργός φαίνεται
αναλογικά από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων».
Διότι, όπως όταν γυρίσουμε
τα μάτια στον ουρανό και δούμε το στολισμό του και το φως των
άστρων, αμέσως θυμούμαστε το Λόγο που τα έφτιαξε και ρυθμίζει· κατά
παρόμοιο τρόπο, όταν σκεφτόμαστε το Λόγο του Θεού, υποχρεωτικά
αναλογιζόμαστε και τον Θεό Πατέρα του· γιατί απ' Αυτόν προέρχεται
και δίκαια ονομάζεται διερμηνέας και αγγελιαφόρος του Πατέρα του.
Αυτό μπορούμε να το
συμπεράνουμε κι από τα δικά μας. Όταν ακούμε έναν ανθρώπινο λόγο,
αναλογιζόμαστε την πηγή που τον βγάζει, δηλαδή το νου· παρατηρώντας
τον ανθρώπινο λόγο, βλέπουμε να γίνεται γνωστός ο νους με τη σκέψη.
Το ίδιο, όταν βλέπουμε τη δύναμη του Λόγου, με πολύ περισσότερη
φαντασία και ασύγκριτη υπεροχή αναλογιζόμαστε και τον πανάγαθο
Πατέρα του, όπως το είπε ο ίδιος ο Σωτήρας: «Όποιος βλέπει εμένα,
βλέπει τον ίδιο τον Πατέρα μου».
Αυτά και η θεόπνευστη Αγία
Γραφή τα διδάσκει πιο φανερά και με μεγαλύτερη δύναμη. Από τη Γραφή
πήραμε κι εμείς θάρρος και σου γράφουμε αυτά. Και συ όμως,
μελετώντας την, θα μπορέσεις να πιστέψεις την αλήθεια όσων λέμε.
Διότι, ένας λόγος που βεβαιώνεται από αδιάψευστες πηγές, αποκτά
ακλόνητο κύρος.
Από την αρχή ο Υιος και
Λόγος του Θεού προστάτευσε τον Ιουδαϊκό λαό από την ειδωλολατρεία,
δίνοντας την εντολή: «Δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου είδωλο
ούτε κάποιο ομοίωμα επουράνιου ή επίγειου κτίσματος». Το λόγο
απόρριψης των ειδώλων τον αναφέρει αλλού, με τα εξής λόγια: «Τα
είδωλα των εθνών είναι ανθρώπινα έργα από ασήμι και χρυσάφι· έχουν
στόμα, αλλά δε θα μιλούν· έχουν μάτια, αλλά δε θα βλέπουν· έχουν
αυτιά, αλλά δε θ' ακούν· έχουν μύτες, αλλά δε θα οσφραίνονται· έχουν
χέρια και δε θα ψηλαφούν· έχουν πόδια και δε θα περπατούν». Δεν
απέκρυψε τη διδασκαλία για τα κτίσματα. Αλλά, επειδή γνωρίζει την
ομορφιά τους, για να μην παρασυρθούν ορισμένοι απ' αυτήν, και δεν τα
δουν ως δημιουργήματα του Θεού και τα θεοποιήσουν, προστατεύει εκ
των προτέρων τους ανθρώπους με τα εξής λόγια: «Να μην δεις τον ήλιο,
τη σελήνη κι όλο τον ουράνιο κόσμο και οδηγηθείς στην πλάνη· να μην
λατρεύσεις ως θεούς αυτά που χάρισε ο αληθινός Κύριος και Θεός σ'
όλα τα έθνη που βρίσκονται κάτω απ'τον ουρανό».
Και χάρισε αυτά τα άστρα
στους ανθρώπους ο Θεός, όχι για να τα θεοποιούν, αλλά να βλέπουν οι
λαοί τη λειτουργία τους και να οδηγούνται στο Δημιουργό των πάντων,
όπως το είπαμε. Ο Ιουδαϊκός λαός την αρχαία εποχή γνώριζε τη
διδασκαλία αυτή καλύτερα από κάθε λαό· τη διδασκόταν όχι μόνο από τα
κτίσματα, αλλά και από την Αγία Γραφή. Γενικά, η Αγία Γραφή αποσπά
τους ανθρώπους από τη πλάνη των ειδώλων και την ασεβή μυθοπλασία και
τους λέει: «(Λέει ο Θεός:) δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από
μένα».
Δεν τους εμποδίζει να τους
έχουν θεούς, σαν να υπάρχουν κι άλλοι, αλλά να μην αρνηθεί κάποιος
τον αληθινό Θεό και αρχίζει να θεοποιεί τους ανύπαρκτους θεούς·
τέτοιοι είναι εκείνου που περιγράφουν οι ποιητές και συγγραφείς που
αποδείξαμε ότι δεν είναι θεοί. Και η φράση που αναφέρεται στο μέλλον
και λέει «δεν θα έχεις άλλους θεούς» δείχνει ότι αυτοί δεν είναι
θεοί· διότι, αυτό που λέει να (μη) γίνει στο μέλλον, δεν ισχύει ούτε
τότε που λέγονται αυτά (στο παρόν).
Μήπως λοιπόν, αφού απέδειξε
την αθεΐα των εθνικών και ειδωλολατρών, σιωπά η Αγία Γραφή και άφησε
απλά στην τύχη τους τους ανθρώπους να περιφέρονται χωρίς να έχουν
τη γνώση του Θεού; Όχι βέβαια, αλλά προλαβαίνει και τη σκέψη για
κάτι τέτοιο, λέγοντας: «Άκουσε, Ισραήλ, ο Κύριος και Θεός σου είναι
ένας». Και πάλι λέει: « Θ' αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη
την καρδιά και μ' όλη τη δύναμή σου»· και ακόμη: «Θα προσκυνάς τον
Κύριο και Θεό σου, και αυτόν μόνο θα λατρεύεις και σ' Αυτόν θα είσαι
προσκολημμένος».
Αυτά που λέμε τώρα αρκούν
για ν' αποδείξουν αξιόπιστο το λόγο ότι η φροντίδα του Λόγου με κάθε
τρόπο για όλα διακηρύσσεται απ' όλη την Αγία Γραφή· το λένε και οι
θεόπνευστοι προφήτες: «Εσύ ο Θεός έβαλες το θεμέλιο της γης και
μένει στέρεη· με την εντολή σου υπάρχει η ημέρα». Και αλλού λέει:
«Δοξολογείστε το Θεό με όργανα, διότι στερέωσε τον ουρανό στα
σύννεφα· καλύπτει τη γη με βροχές και φυτρώνει στα βουνά χορτάρι και
χλόη, για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και να δίνει τροφή στα ζώα».
Ποιος τα δίνει όλα αυτά παρά ο Δημιουργός τους; Αυτός που τα
δημιούργησε Αυτός ασφαλώς προνοεί και γι' αυτά όλα. Και ποιός άλλος
είναι αυτός παρά ο Λόγος του Θεού, για τον οποίο και σ' άλλο ψαλμό
λέει: «Με το λόγο του Κυρίου στερεώθηκαν οι ουρανοί και με το φύσημα
της πνοής Του αποκτούν τη δύναμή τους»;
Όλα έγιναν απ' Αυτόν και γι'
Αυτόν ομιλούν· με τα λόγια αυτά πείθει και μας η Αγία Γραφή
λέγοντας: «Αυτός είπε και έγιναν· Αυτός έδωσε εντολή και
δημιουργήθηκαν». Το βεβαιώνει και το εξηγεί επίσης ο μεγάλος Μωϋσής
στη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου όπου λέει: «Και είπε ο Θεός·
ας φτιάξουμε τον άνθρωπο ν' αποτελεί δική μας (της Αγίας Τριάδος)
εικόνα και να μας μοιάζει». Στη αρχή της δημιουργίας του ουρανού,
της γης και όλου του σύμπαντος είπε ο Πατέρας στον Υιό: «Να
δημιουργηθεί ο ουρανός, να συναχθούν τα νερά και να φανεί η ξηρά· να
βγάλει η γη κάθε είδος χόρτου και ζώου».
Απ' όλα αυτά θα μπορούσε
κάποιος να κατηγορήσει τους Ιουδαίους ότι δεν ερμηνεύουν σωστά τις
Γραφές. Θα τους ρωτούσε κάποιος: σε ποιόν μιλούσε ο Θεός και έδινε
προσταγές; Αν απευθυνόταν στα κτίσματα που γίνονταν, ήταν περιττός ο
λόγος· διότι δεν υπήρχαν ακόμη, επρόκειτο να γίνουν· και κανείς δεν
μιλάει σε κάτι ανύπαρκτο ούτε δίνει διαταγές για να γίνει σ' αυτό
που ακόμη δεν έχει γίνει. Αν ο Θεός έδινε εντολές σ' αυτά που
επρόκειτο να γίνουν, έπρεπε να λέει: Δημιουργήσου ουρανέ, γίνε γη,
βγες χορτάρι και φτιάξου άνθρωπε. Τώρα όμως δεν κάνει κάτι τέτοιο,
αλλά προστάζει λέγοντας: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο κι ας βγει η
χλόη». Απ' όλ' αυτά προκύπτει ότι ο Θεός συνομιλεί γι' αυτά με
κάποιον κοντινό του. Κατ' ανάγκη υπήρχε κάποιος συνεργάτης του με
τον οποίο συνομιλούσε και τα δημιουργούσε όλα.
Ποιος άλλος είναι αυτός παρά
ο Λόγος του Θεού; Με ποιόν άλλο από το Λόγο του συνομιλεί ο Θεός;
Ποιος άλλος συνυπήρχε με το Θεό όταν έφτιαχνε κάθε κτίσμα παρά η
Σοφία του (ο Λόγος), που λέει: «Όταν έκανε τον ουρανό και τη γη
ήμουν παρών κι εγώ»; Με το όνομα ουρανός και γη περιλαμβάνει όλα τα
δημιουργήματα του ουρανού και της γης.
Συνυπάρχοντας ως Σοφία και
βλέποντας ως Λόγος τον Πατέρα, δημιουργούσε το σύμπαν, το στερέωνε
και το φρόντιζε. Με το να είναι η δύναμη του Πατέρα, δίνει την ισχύ
της ύπαρξης στα όντα· και το λέει ο Σωτήρας: «Όλα όσα βλέπω να κάνει
ο Πατέρας, κάνω κι εγώ τα ίδια». Και οι άγιοι μαθητές του διδάσκουν
ότι απ' αυτόν και γι' αυτόν έγινα όλα· ότι ο Υιος γεννήθηκε
πανάγαθος από πανάγαθο Πατέρα και αποτελεί αληθινό γιο του· είναι η
δύναμη, η σοφία και ο Λόγος του Πατέρα. Αυτά όλα ο Υιος δεν τα έχει
από μετοχή ούτε προστέθηκαν απέξω, όπως συμβαίνει μ' αυτούς που
συμμετέχουν σ' Αυτόν και παίρνουν σοφία απ' Αυτόν και γίνονται
δυνατοί και λογικοί. Αλλά, Αυτός είναι η ίδια η σοφία, ο ίδιος ο
λόγος και η ίδια η δύναμη του Πατέρα· είναι το ίδιο το φως, η
αυτοαλήθεια, η ίδια η δικαιοσύνη και η αρετή. Γενικά, είναι ο
χαρακτήρας, το απαύγασμα, η εικόνα του Πατέρα. Και για να συνοψίσω,
αποτελεί τον τέλειο καρπό του Πατέρα, ο μοναδικός Υιος του, η
απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα.
Ποιος, λοιπόν, θα μπορούσε
να μετρήσει τον Πατέρα, για να βρει και τις δυνάμεις του Λόγου του;
Διότι, όπως είναι Λόγος και σοφία του Πατέρα, έτσι συγκαταβατικά
προς τα δημιουργήματα, γίνεται, για να γνωρίσουμε και οδηγηθούμε
προς τον Πατέρα, αυτοαγιασμός, αυτοζωή, θύρα, ποιμένας και οδός·
γίνεται βασιλιάς, κυβερνήτης, σωτήρας και χορηγός ζωής, φως και
φροντίδα για όλους.
Έχοντας λοιπόν ο Θεός
Πατέρας από τον εαυτό του τέτοιο αγαθό και δημιουργό Υιό, δεν τον
απέκρυψε από τα δημιουργήματα. Αλλά, κάθε μέρα τον φανερώνει σε
όλουε, διότι μ' αυτόν δίνει ζωή και ύπαρξη σε όλους. Μ' αυτόν και
μέσω αυτού αποκαλύπτει τον εαυτό του ο Πατέρας, όπως το λέει και ο
Σωτήρας Χριστός: «Εγώ είμαι με τον Πατέρα και ο Πατέρας με μένα».
Ώστε υποχρεωτικά ο Υιος Λόγος είναι με τον Πατέρα που τον γέννησε
(αΐδια) και ο γεννημένος Υιος ζει αιώνια με τον Πατέρα. Ενώ αυτά
έτσι έχουν και τίποτε δεν υπάρχει έξω απ' Αυτόν, αλλά και ο ουρανός
και η γη και όλα τα όσα κατοικούν σ' αυτούς εξαρτώνται απ' Αυτόν·
δυστυχώς, άνθρωποι παράφρονες αρνήθηκαν τη γνώση και τη λατρεία του
Θεού και λάτρεψαν τα ανύπαρκτα αντί τον όντως υπάρχοντα. Αντί του
αληθινού Θεού θεοποίησαν ψεύτικα όντα· «λάτρεψαν τα κτίσματα και όχι
το δημιουργό τους»· έφτασαν σε ανόητη κατάσταση και ασέβεια. Διότι
αυτό μοιάζει με το να θαυμάζει κανείς τα καλλιτεχνήμτα και όχι τον
καλλιτέχνη τους· να εκπλήσσεται από τα κτίσματα μιας πόλης, αλλά να
περιφρονεί το δημιουργό τους. Ή, όπως όταν κάποιος επαινεί ένα
μουσικό όργανο αλλ' απορρίπτει αυτόν που τα έφτιαξε και συνάρμοσε.
Ανόητοι και τυφλωμένοι! Διότι, πως θα γνώριζαν ένα κτίσμα ή πλοίο ή
λύρα, αν δεν το έφτιαχνε ο ναυπηγός ή δεν το οικοδομούσε ο
αρχιτέκτονας ή δεν συνέθετε ο μουσικός;
Όπως, λοιπόν, αυτός που
σκέφτεται αυτά είναι ανόητος και ξεπερνά κάθε παρανοϊκότητα, έτσι
μου φαίνεται ότι δεν είναι καλά στο μυαλό όσοι αρνούνται το Θεό
Πατέρα και δεν λατρεύουν τον Υιό και Λόγο του, τον Σωτήρα όλων Κύριό
μας Ιησού Χριστό, με τον οποίο ο Θεός Πατέρας διαρρυθμίζει,
συγκρατεί και προνοεί για όλα.
Σ' αυτόν να έχεις πίστη και
ευσέβεια, φιλόχριστε αναγνώστη. Να χαίρεσαι και να ελπίζεις ότι
καρπός της πίστης και λατρείας του Θεού είναι η αθανασία και η
βασιλεία των ουρανών. Αρκεί η ψυχή να είναι στολισμένη με την τήρηση
των δικών του εντολών. Και όπως το βραβείο γι' αυτούς που ζουν
σύμφωνα με τις εντολές του είναι η αιώνια ζωή, έτσι και όσους
βαδίζουν τον αντίθετο και όχι τον ενάρετο δρόμο, τους περιμένει
μεγάλη ντροπή και ασυγχώρητος κίνδυνος καταδίκης την ημέρα της
κρίσεως· διότι, παρόλο που γνώρισαν τον αληθινό τρόπο ζωής, έπραξαν
αντίθετα των όσων γνώρισαν. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου