Αθανασίου του Μεγάλου: Απαγορεύει ο άγιος Αθανάσιος την τιμητική προσκύνηση κτισμάτων; |
1. Το επίμαχο χωρίο τού αγίου Αθανασίου για την προσκύνηση
Η εξεταζόμενη ρήση του Μεγ. Αθανασίου βρίσκεται εις τον Β΄ Λόγον του κατά Αρειανών (P.G. 26, σελ. 196-197).
Στη ρήση αυτή, έχουμε τονίσει με έντονα γράμματα, όχι μόνο τα σημεία
που χρειάζονται ερμηνεία, αλλά και τις λέξεις και φράσεις - κλειδιά,
που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, για την τεκμηρίωση τής ορθής ερμηνείας.
Ο λόγος του ιερού πατρός έχει ως εξής:
«Ασεβές άρα το φρονείν ένα των πάντων είναι τον Υιόν· βλάσφημον δε και ανόητον το λέγειν κτίσμα, αλλ' ουχ ως εν των κτισμάτων· και ποίημα, αλλ' ουχ ως εν των ποιημάτων· γέννημα, αλλ' ουχ ως εν των γεννημάτων. Πώς γαρ ουχ
ως εν τούτων, ει γε κατ' αυτούς ουκ ην, πριν γεννηθή; Ίδιον γαρ των
κτισμάτων και ποιημάτων το μη είναι πριν γενέσθαι, και εξ ουκ όντων υφίστασθαι, καν τη δόξη των άλλων υπερέχη· τούτο γαρ και εν πάσι τοις άλλοις κτίσμασι προς εαυτά διαφέροντα ευρεθήσεται, ώσπερ και βλεπόμενα δείκνυται.
Αλλ' είπερ κατά τους αιρετικούς κτίσμα μεν ή ποίημα ην, ουχ ως εν δε των κτισμάτων, δια το εν δόξη διαφέρειν αυτών, έδει προς τα άλλα ποιήματα τη κατά το βέλτιον συγκρίσει σημαίνεσθαί τε παρά της Γραφής και δείκνυσθαι αυτόν, οίον έδει λέγεσθαι αυτόν μείζονα αρχαγγέλων· έδει εντιμότερον των θρόνων, και λαμπρότερον μεν ηλίου και σελήνης, μείζονα δε των ουρανών. Νυν δε ούτω μεν αυτός ου σημαίνεται· Υιόν δε αυτόν ίδιον και μόνον δείκνυσιν εαυτού ο Πατήρ, λέγων· Υιος μου ει συ· και, Ούτός εστιν ο Υιος μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· διο και διηκόνουν αυτώ οι άγγελοι, ως άλλω παρ' αυτούς όντι· και προσκυνείται παρ' αυτών, ουχ ως τη δόξη μείζων, αλλ' ως άλλος παρά πάντα τα κτίσματα και παρ' εκείνους ων, μόνος δε του Πατρός ίδιος ων κατ' ουσίαν Υιος. Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο, έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν. Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν.
Πέτρος μεν ουν ο απόστολος προσκυνήσαι θέλοντα τον Κορνήλιον κωλύει, λέγων, ότι Καγώ άνθρωπός ειμι· άγγελος δε θέλοντα προσκυνήσαι τον Ιωάννην εν τη Αποκαλύψει κωλύει, λέγων· Όρα μη. Σύνδουλός σου ειμί, και των αδελφών σου των προφητών, και των τηρούντων τους λόγους του βιβλίου του του. Τω Θεώ προσκύνησον.
Ουκούν Θεού εστι μόνου το προσκυνείσθαι· και τούτο ίσασι και αυτοί οι άγγελοι, ότι καν άλλων ταις δόξαις υπερέχωσιν, αλλά κτίσματα πάντες εισί, και ουκ εισί των προσκυνουμένων, αλλά των προσκυνούντων τον Δεσπότην. Τον γουν πατέρα του Σαμψών τον Μανωέ, θέλοντα θυσίαν προσενεγκείν τω αγγέλω, εκώλυσεν ο άγγελος λέγων ότι, Μη εμοί, αλλά τω Θεώ προσένεγκε.
Ο δε Κύριος και παρ' αγγέλων προσκυνείται· γε γραπται γαρ· Και προσκυνησάτωσαν αυτώ παντες άγγελοι Θεού· και παρά πάντων δε των εθνών, ως ο Ησαίας φησίν· Εκοπίασεν Αίγυπτος και εμπορία Αιθιόπων, και οι Σαβαείμ άνδρες υψηλοί επί σε διαβήσονται, και σοι έσονται δούλοι· είτα εξής· Και προσκυνήσουσί σοι, και εν σοί προσεύξονται· ότι εν σοί ο Θεός εστι, και ουκ έστι Θεός πλήν σου. Τους τε μαθητάς προσκυνούντας δέχεται, και πληροφορεί τούτους, όστις εστί λέγων· Ουχ υμείς λέγετέ με, ο Κύριος και ο διδάσκαλος; και καλώς λέγετε· ειμί γαρ. Και τον Θωμάν δε λέγοντα αυτώ, Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, συγχωρεί λέγειν, και μάλλον αποδέχεται, μη κωλύων αυτόν. Έστι γαρ αυτός, ως οι τε άλλοι προφήται λέγουσι, και Δαβίδ ψάλλει, Κύριος των δυνάμεων, Κύριος Σαβαώθ, ό ερμηνεύεται, Κύριος των στρατιών, και Θεός αληθινός και παντοκράτωρ, καν οι Αρειανοί εν τούτω διαρηγνύωσιν εαυτούς.
Ουκ αν δε ουδέ αυτός προσεκυνήθη, ουδέ ταύτ' ελέγετο περί αυτού, ει όλως των κτισμάτων ην. Νυν δε επειδή ουκ έστι κτίσμα, αλλ' ίδιον της ουσίας του προσκυνουμένου Θεού γέννημα, και φύσει Υιος εστι· δια τούτο προσκυνείται, και Θεός πιστεύεται, και Κύριος στρατιών και εξουσιαστής και παντοκράτωρ εστίν, ως ο Πατήρ» (Β΄ Λόγος κατά Αρειανών P.G. 26, σελ. 196-197).
Από το χωρίο αυτό, οι εν λόγω Προτεστάντες, απομονώνουν τις φράσεις: "Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί" και πιο κάτω τη φράση: "Ουκούν Θεού εστι μόνου το προσκυνείσθαι", και λένε:
"Βλεπετε
λοιπόν, ότι δεν πρέπει να προσκυνούνται τα κτίσματα ούτε τιμητικά;
Γιατί εδώ δεν μιλάει για λατρεία, αλλά για προσκύνηση κτισμάτων, μια
και ο Μέγας Αθανάσιος κάνει σαφή διάκριση κτισμάτων και Θεού. Και λέει
ότι "κτίσμα δεν προσκυνεί κτίσμα", αλλά "μόνο στον Θεό ανήκει η
προσκύνηση". Άρα, κακώς εσείς οι Ορθόδοξοι προσκυνάτε οτιδήποτε άλλο
εκτός από τον Θεό".
Μάλιστα,
συνεχίζουν για να δείξουν στα επόμενα λόγια τού αγίου Αθανασίου, τα
παραδείγματα που αναφέρει ο άγιος, για την άρνηση τού Πέτρου να τον
προσκυνήσει ο Κορνήλιος, για την άρνηση τού αγγέλου που έδωσε την
Αποκάλυψη, να τον προσκυνήσει ο απόστολος Ιωάννης, και για τον άγγελο
που αρνήθηκε την θυσία τού πατρός τού Σαμψών, τού Μανωέ. Και
ισχυρίζονται, ότι εφ' όσον ο Μέγας Αθανάσιος φέρνει και παραδείγματα,
είναι εντελώς τεκμηριωμένη η αντίθεσή του σε κάθε είδους προσκύνηση
προς κτίσματα, παρά δέχεται την προσκύνηση μόνο για τον Θεό.
Εκ
πρώτης όψεως, φαίνεται εύλογο το Προτεσταντικό επιχείρημα, και
τεκμηριωμένο στα λόγια τού αγίου. Αλλά μια προσεκτικότερη έρευνα όμως
στο κείμενο τού αγίου, φανερώνει κάτι πολύ διαφορετικό! Γιατί η ανωτέρω
Προτεσταντική ερμηνεία, αφίσταται πάρα πολύ από το αληθινό νόημα τών
λόγων τού αγίου Αθανασίου!
Σίγουρα
σ' εμάς τους Ορθοδόξους φαίνεται δύσκολο να πιστέψουμε ότι είναι
δυνατόν ο άγιος Αθανάσιος να είχε μια τέτοια αν-Ορθόδοξη άποψη περί
προσκύνησης! Γι' αυτό θα ήταν χρήσιμο να διερευνήσουμε ευρύτερα, τις
απόψεις του για το θέμα.
Και κατ' αρχήν, άραγε απαγορεύει πουθενά ο άγιος την προσκύνηση κτίσματος από κτίσμα;
Η
απάντηση σ' αυτό είναι "όχι"! Όσο και αν ψάξετε το επίμαχο κείμενο, ή
οποιοδήποτε άλλο κείμενο τού αγίου, δεν θα βρείτε πουθενά να τάσσεται
εναντίον τής προσκύνησης κτίσματος από κτίσμα. Μια τέτοια απαγόρευση,
βρίσκεται μόνο στη φαντασία τών Προτεσταντών! Γιατί προσέξτε πώς
ακριβώς γράφει για την προσκύνηση: "κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί". Δεν λέει: "ου δει", δηλαδή δεν πρέπει, (ή κάτι σχετικό), αλλά "ου προσκυνεί".
Αυτό σημαίνει ότι δεν μιλάει εδώ για απαγόρευση, αλλά αναφέρει ένα
γεγονός! Κάτι δηλαδή που δεν συμβαίνει, και όχι κάτι που "δεν πρέπει"
να συμβαίνει!
Και εδώ η Προτεσταντική δικαιολογία είναι:
"Στην
εποχή του η Εκκλησία δεν προσκυνούσε κτίσματα, και αυτή την
πραγματικότητα διατυπώνει εδώ ο Μέγας Αθανάσιος. Άρα, η διαβεβαίωσή του
ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην εποχή του, ισοδυναμεί με άρνηση τής
Εκκλησίας να προσκυνήσει κτίσματα"!
Και
πάλι όμως, έχουμε εδώ άλλο ένα πρόβλημα με την Προτεσταντική ερμηνεία
τών λόγων τού αγίου. Γιατί πώς είναι δυνατόν να λέει ο άγιος ότι κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει, (η προσκύνηση κτίσματος από κτίσμα), όταν
γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο πάντοτε συνέβαινε;
Το
πρώτο λοιπόν που πρέπει να κάνουμε για να διαπιστώσουμε αν η
Προτεσταντική ερμηνεία είναι σωστή, είναι να δούμε, αν στα κείμενα τού
αγίου Αθανασίου, υπάρχει έστω και μία άλλη αναφορά του, στην οποία να
φαίνεται με βεβαιότητα αν συνέβαινε μια τέτοιου είδους προσκύνηση στην
εποχή του. Και πράγματι, μια τέτοια αναφορά του έχουμε στον Γ΄ κατά Αρειανών Λόγο του! (P.G. 26, σελ. 332).
Εκεί ο άγιος γράφει τα εξής:
«Εν γαρ τω Υιώ η του Πατρός θεότης θεωρείται. Τούτο δε και από του παραδείγματος της εικόνος του βασιλέως
προσεχέστερόν τις κατανοείν δυνήσεται. Εν γαρ τη εικόνι το είδος και η
μορφή του βασιλέως εστί, και εν τω βασιλεί δε το εν τη εικόνι είδός
εστιν. Απαράλλακτος γαρ εστίν η εν τη εικόνι του βασιλέως ομοιότης·
ώστε τον ενορώντα τη εικόνι οράν εν αυτή τον βασιλέα, και τον πάλιν
ορώντα τον βασιλέα επιγινώσκειν, ότι ούτός εστίν ο εν τη εικόνι. Εκ δε
του μη διαλλάττειν την ομοιότητα, τω θέλοντι μετά την εικόνα θεωρήσαι
τον βασιλέα είποι αν η εικών· Εγώ και ο βασιλεύς εν εσμέν· εγώ γαρ εν
εκείνω ειμί, κακείνος εν εμοί· και ό οράς εν εμοί, τούτο εν εκείνω
βλέπεις· και ό εώρακας εν εκείνω, τούτο βλέπεις εν εμοί. Ο γουν προσκυνών την εικόνα, εν αυτή προσκυνεί και τον βασιλέα· η γαρ εκείνου μορφή και το είδός εστιν η εικών». (Γ΄ κατά Αρειανών Λόγος P.G. 26, σελ. 332).
Εδώ
ο άγιος, δεν μιλάει μόνο για τον Βασιλέα Θεό και την Εικόνα Του τον
Κύριο Ιησού, αλλά για τη ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ, να προσκυνείται ο βασιλιάς
μέσω τής εικόνας του. Και αυτό το χρησιμοποιεί ως ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, για να μιλήσει ΚΑΙ για την προσκύνηση τού Θεού Πατρός μέσω τής Εικόνος Του, τού Ιησού Χριστού!
Εάν ο άγιος δεν μιλούσε για "παράδειγμα",
θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυρισθεί ότι μιλάει μόνο για την
προσκύνηση τού Θεού. Όμως τα λόγια του είναι σαφή, ότι μιλάει για
προσκύνηση κτιστού βασιλέως, μέσω τής προσκύνησης τής κτιστής εικόνας
του, ως παράδειγμα για την προσκύνηση τού Θεού. Είναι σαφές ότι τέτοιου
είδους προσκύνηση όχι μόνο συνέβαινε στην εποχή του αγίου Αθανασίου,
αλλά δεν δείχνει πουθενά να την αποδοκιμάζει! Μάλιστα η αναφορά του σ'
αυτή, γίνεται με εντελώς φυσικό τρόπο, σαν κάτι αυτονόητα επιτρεπτό και
σωστό, βάσει του οποίου ανάγεται στην προσκύνηση τού Θεού εκ τής
Εικόνος Του!
Δεν μπορεί επίσης, ο άγιος Αθανάσιος, να μη γνώριζε ένα σωρό χωρία τής Αγίας Γραφής, που όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά ακόμα και επιβάλλουν την προσκύνηση κτίσματος από άλλο κτίσμα!
Σαφέστατα
λοιπόν, η Προτεσταντική ερμηνεία τών λόγων τού Μεγάλου Αθανασίου, δεν
"ταιριάζει" με την πραγματικότητα! Είναι σαφές ότι κάτι έχουν
παρανοήσει εδώ οι Προτεστάντες, και κάτι άλλο θέλει να πει ο άγιος με
αυτά τα λόγια.
Στη συνέχεια, θα εκθέσουμε κάποιες αποτυχημένες
ερμηνευτικές προσπάθειες που έγιναν για το χωρίο, από Ορθοδόξους
Χριστιανούς, που έβλεπαν μεν την Προτεσταντική ερμηνευτική ανεπάρκεια,
αλλά αδυνατούσαν να εννοήσουν ακριβώς το νόημα τών λόγων τού αγίου
Αθανασίου.
Υπενθυμίζουμε
το κεντρικό και επίμαχο τμήμα τού χωρίου που δυσκόλεψε τόσο πολύ στην
αληθή ερμηνεία του, Προτεστάντες και Ορθοδόξους ερμηνευτές:
"...Ούτός εστιν ο Υιος μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· διο και διηκόνουν αυτώ οι άγγελοι, ως άλλω παρ' αυτούς όντι· και προσκυνείται παρ' αυτών, ουχ ως τη δόξη μείζων, αλλ' ως άλλος παρά πάντα τα κτίσματα και παρ' εκείνους ων, μόνος δε του Πατρός ίδιος ων κατ' ουσίαν Υιος. Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο, έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν. Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν...".
Προχωράμε
σε παρουσίαση τών ερμηνευτικών αυτών προσπαθειών, όπως τις εκμαιεύσαμε
από την αλληλογραφία μας με τον ερμηνευτή Γεώργιο Τσιμπιρίδη:
Α) Μια ερμηνεία που αντιστρέφει το νόημα
Φιλότιμος
μια πρώτη προσπάθεια κάποιου Χριστιανού να μεταφράσει κείμενον του
Μεγ. Αθανασίου αλλά δυστυχώς εις καίρια σημεία είναι λανθασμένη με
αποτέλεσμα να εξάγεται εντελώς διαφορετικό νόημα από αυτό του
πρωτοτύπου. Ο ερμηνευτής αυτός γράφει:
«...και
προσκυνείται από αυτούς, όχι απλά με την μεγαλύτερη δόξα, αλλά σαν να
είναι διαφορετικός σε σχέση με όλα τα κτίσματα, αλλά και σε σχέση με
εκείνους, διότι μόνο με τον πατέρα είναι ίδιος, στην ουσία -Υιός -. Εάν
δηλαδή τον προσκυνούν (τον Χριστό,) το κάνουν διότι υπερέχει στην
δόξα, όπως και κάθε ένας των μικρότερων τον μεγαλύτερο προσκυνεί. Αλλά δεν είναι το ίδιο· διότι κτίσμα δεν προσκυνεί κτίσμα, αλλά ο δούλος τον δεσπότην, και το κτίσμα τον Θεόν» (Η υπογράμμιση δική μας).
Όμως ο Μέγ. Αθανάσιος λέγει το ακριβώς αντίθετο
από το νόημα της μεταφράσεως που υπογραμμίσαμε με έντονα γράμματα. Δεν
προσκυνείται ο Υιός διότι υπερέχει ως προς την δόξαν, ούτε έκαστος
άνθρωπος προσκυνεί έτερον επειδή υπερέχει ως προς την δόξαν! Η καθ’ ημάς
ορθή μετάφρασις έχει ως εξής: «Εάν (ο Υιός) προσεκυνείτω σαν να υπερέχει (μόνον) ως προς την δόξαν, τότε (έδει=θα έπρεπε) (κάτι που εις την μετάφρασιν δεν έχει αποδοθεί καθόλου) κάθε ένας από τους κατωτέρους (ασημάντους, υποδεεστέρους, ταπεινούς) (ή κάθε ένας από την κτίσιν) να προσκυνεί αυτόν που έχει κάποιο αξίωμα».
Β) Μια ερμηνεία που υποθέτει απόρριψη τής προσκύνησης από τους Χριστιανούς τής εποχής εκείνης
Η
δεύτερη αυτή ερμηνευτική προσπάθεια, μοιάζει λίγο με την
Προτεσταντική, γιατί υποθέτει ότι τότε οι Χριστιανοί προσκυνούσαν μόνο
τον Θεό. Η προσπάθεια αυτή διατυπώθηκε ως εξής:
«Το
συμπέρασμα λοιπόν που ενδεχομένως βγαίνει, είναι ότι την εποχή που
έζησε ο Αθανάσιος και υπήρχε η αίρεση του Αρείου, οι χριστιανοί ΣΥΝΟΛΙΚΑ (όπως και ο Αθανάσιος) προφανώς πίστευαν (ίσως εκτός εξαιρέσεων) ότι η προσκύνηση ανήκει ΜΟΝΟ στον Χριστό, ΜΟΝΟ
στον Θεό, γι’ αυτό ο Χριστός επέτρεψε να τον προσκυνήσουν. Γι’ αυτό ο
Αθανάσιος το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα. Είμαι πεπεισμένος, και νομίζω
πως δεν είναι τυχαίο, ότι από την στιγμή που προσκυνήθηκε ο Χριστός ως
Θεός και έπειτα... δεν ήταν επιτρεπτό να προσκυνήσουν κανέναν άλλο
άνθρωπο (πλην του Χριστού που είναι Θεάνθρωπος). Τυχαίο ότι στην Καινή
Διαθήκη ο άγγελος απαγόρευσε (και μάλιστα δύο φορές) στον Ιωάννη, που
προφανώς ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ότι αυτό πλέον απαγορεύεται, γι’ αυτό το
έκανε. Και μάλιστα τώρα εξηγείται (κατά την ταπεινή μου γνώμη) αυτό που
είπε ο άγγελος την δεύτερη φορά που απαγόρευσε στον Ιωάννη να τον
προσκυνήσει (Αποκ. ΚΒ: 9). Δηλαδή του λέει ότι η προσκύνηση ανήκει μόνο
στον Θεό... και αυτή πλέον η εντολή (στην Καινή Διαθήκη) δεν αφορά
μόνο τους φυλάττοντες τους λόγους του Θεού (Εκκλησία) αλλά και τους
προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη (που μπορεί να είχαν προσκυνήσει κάποιους
τιμητικά στην Παλαιά Διαθήκη). Άρα όπως λένε στο αστικό και ποινικό
δίκαιο η εντολή αυτή πλέον έχει αναδρομική ισχύ! Άρα είναι σαν να του
λέει ότι: ακόμα κι αν έγινε στην Παλαιά Διαθήκη η προσκύνηση ανθρώπων,
τώρα πλέον δεν μπορεί να επαναληφθεί (διότι για ποιον άλλο λόγο θα του
έλεγε ότι είμαι σύνδουλος όχι μόνο δικός σου, όχι μόνο των υπολοίπων
χριστιανών, αλλά και των ανθρώπων της Παλαιάς Διαθήκης;) Γιατί να το
κάνει αυτό αν δεν είχε η εντολή αυτή αναδρομική ισχύ»; (Η υπογράμμιση δική μας)
Φιλότιμος
επίσης η ανωτέρω προσπάθεια του αυτού χριστιανού να δώσει μίαν
ικανοποιητικήν εξήγησιν εις τον πράγματι γρίφον του Μεγ. Αθανασίου αλλά
αρκετά ακραία και άστοχος. Διότι δια της ανωτέρω εξηγήσεως θα πρέπει
να δεχθούμε ότι η εκκλησία ΕΝ ΤΩ ΣΥΝΟΛΩ ΤΗΣ πίστευε ότι «ΜΟΝΟ
ο Χριστός πρέπει να προσκυνείται και ουδείς άνθρωπος, ότι από την
στιγμή που προσκυνήθηκε ο Χριστός ως Θεός και έπειτα δεν ήταν επιτρεπτό
να προσκυνήσουν κανέναν άλλο άνθρωπο (πλην του Χριστού που είναι
Θεάνθρωπος)» καθώς επίσης κι ότι ο Θεόπνευστος Ιωάννης, αυτός που
έγραψε το πιο υψηλό και το πιο μεγαλήγορο κείμενο της Καινής Διαθήκης
αλλά και όλης της Αγίας Γραφής, το ευαγγέλιο με τα υψηλότερα θεολογικά
νοήματα, το ευαγγέλιο με τα περισσότερα παράδοξα λόγια και νοήματα,
ώστε φυσικώς και ανθρωπίνως δεν ήτο δυνατόν να έλθουν εις την διάνοιαν
ανθρώπου, έννοιες αδιανόητες κι ανεπινόητες, ο ένας από τους τρεις που η
εκκλησία απένειμε τον τίτλο ‘ΘΕΟΛΟΓΟΣ’, ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ, ότι η προσκύνησις ανθρώπων απαγορεύεται ή ότι δεν υφίσταται πλέον!!!
Συμφώνως λοιπόν προς την ανωτέρω θέσιν ΟΥΤΕ ΕΙΚΟΝΕΣ αγίων προσώπων θα πρέπει να προσκυνούμε «από την στιγμή που προσκυνήθηκε ο Χριστός ως Θεός και έπειτα δεν ήταν επιτρεπτό να προσκυνήσουν κανέναν άλλο άνθρωπο» ή μόνον
εις τους ζώντες αγίους απαγορεύεται η προσκύνησις ενώ εις τους
τεθνεώτας δεν ισχύει η απαγόρευση; Δια να μην μακρηγορήσουμε δεν θα
αναφέρουμε περιστατικά εκ της εκκλησιαστικής ιστορίας που περιγράφουν
απόδοσιν τιμής και προσκυνήσεως αγίων προσώπων, απλώς θα αναφέρουμε ένα
και μόνο χωρίον εκ της Καινής Διαθήκης το οποίον είναι αρκετό να
καταρρίψει την ανωτέρω ερμηνείαν και να διαβεβαιώσει ημάς δια μίαν
εισέτι φοράν ότι ο Ιωάννης γνωρίζει πολύ καλά τι ποιεί, και πράττει ΟΡΘΩΣ που προσκυνάει τον άγγελον κι ο άγγελος από ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ αποποιείται την προσκύνησιν. Ας διαβάσουμε λοιπόν το ΑΠΟΚ. Γ: 9 εις το οποίον ο Χριστός απευθύνεται εις τον άγγελον της Φιλαδελφείας λέγων: «ιδού δίδωμι εκ της συναγωγής του σατανά των λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, και ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται. Ιδού ποιήσω αυτούς ίνα ήξουσιν και προσκυνήσουσιν ενώπιον των ποδών σου, και γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε».
Από το ανωτέρω χωρίο διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν στέκει ο ισχυρισμός ότι: «δεν ήταν επιτρεπτό να προσκυνήσουν κανέναν άλλο άνθρωπο (πλην του Χριστού που είναι Θεάνθρωπος)», όπως ισχυρίζεται ο ανώνυμος χριστιανός, αλλά ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ κι ΕΠΙΒΑΛΕΙ τρόπον τινά την προσκύνησιν των δικών Του αγίων ανθρώπων. Με ΑΥΤΗ την προσκύνησιν (που προτρέπει κι επιβάλει ο ίδιος ο Χριστός) προσεκύνησε κι ο Ιωάννης τον άγγελο δις.
Βεβαίως το περιστατικό αυτό τής προσκύνησης τού Αγγέλου από τον Ιωάννη, το έχουμε αναλύσει σε ξεχωριστό άρθρο, και εκεί φαίνεται σαφώς η σωστή διάσταση τού περιστατικού και η ακριβής σημασία του.
Πέραν
αυτού, όπως ήδη δείξαμε πιο πάνω, στον καιρό τού αγίου Αθανασίου,
βεβαίως συνηθιζόταν η προσκύνηση κτίσματος από κτίσμα, κάτι που αναιρεί
πλήρως την υπόθεση αυτή.
Γ) Μια ερμηνεία για την υπεροχή τής φύσεως
Υπό τινός άλλου Χριστιανού διετυπώθη η εξής ερμηνεία εις τον αινιγματικόν λόγον του ιερού πατρός:
«Το
παράδοξον εις τον παρόντα λόγον του Μεγ.Αθανασίου είναι ότι
παραλληλίζει την υπό των αγγέλων προσκύνησιν που δέχεται ο Υιός με την
σχετικήν ή τιμητικήν προσκύνησιν που υφίσταται μεταξύ των ανθρώπων κι
αυτό είναι το σημείο που έχει ταλανήσει πολλούς εξ ημών. Υποννοεί, ότι
άν ο Υιός προσεκυνείτω ως υπερέχων τη δόξη τότε θα έπρεπε και οι
άνθρωποι να κάνουν το ίδιο μεταξύ των. Μα ΗΔΗ το κάνουν διότι η τιμητική προσκύνησις μεταξύ των κτισμάτων υφίστατο ΗΔΗ
από την εποχή του Μεγ. Αθανασίου! Αυτό σημαίνει ότι ο Υιός
προσκυνείται ως υπερέχων τη δόξη; Τώρα όμως που προσκυνείται ως
υπερέχων τη φύσει δεν δύνανται οι άνθρωποι να κάνουν το αυτό (ούτε με σχετική έννοια)»!
Αύτη
είναι όντως μία εξήγηση που προσεγγίζει κατά μεγάλο βαθμό το νόημα των
λόγων του ιερού πατρός αλλά δια τοιαύτης εξηγήσεως φαίνεται ο ιερός
πατήρ να αντιτίθεται εις την σχετικήν ή τιμητικήν προσκύνησιν που
αποδίδεται εις άγια του Θεού πρόσωπα την οποίαν αυτός εμφανώς
αποδέχεται εις έτερον λόγον του όπως δείξαμε πιο πάνω, ή μάλιστα
υπάρχει (όπως επίσης δείξαμε), ως αποδεκτή και στην ίδια την Αγία Γραφή,
κάτι που φυσικά ο άγιος το γνώριζε!
Άρα και αυτή η ερμηνεία έχει προβλήματα.
Δ) Ερμηνευτικές προσπάθειες για τη λατρευτική προσκύνηση
Επειδή λοιπόν η ανωτέρω ερμηνεία προσκρούει εις το πιστεύω του Μεγ. Αθανασίου περί ΗΔΗ
υπάρξεως και αποδοχής σχετικής η τιμητικής προσκυνήσεως δια τούτο και
επροτάθη υπό του αυτού Χριστιανού μία πρωτότυπος εξήγησις προς
ομαλοποίησιν και συμβιβασμόν όλων των ανωτέρων. Η εξήγησις αύτη έχει ως
εξής:
«Εις
αυτό το σημείον του λόγου του ιερού πατρός αρχίζει ο ερμηνευτικός
σκόπελος κι ο ταλανισμός όλων ημών διότι με ποίαν έννοιαν θα εκλάβουμε
ότι εννοεί την προσκύνησιν μεταξύ των «υποβεβηκότων»; Εάν ο
παραλληλισμός είναι απόλυτος τότε πρέπει να την εκλάβουμε με την
λατρευτικήν έννοιαν, διότι τοιαύτη είναι και η αντίστοιχος προσκύνησις
των αγγέλων έναντι του Υιού. Μίαν τέτοιαν όμως ερμηνείαν απορρίπτεται
υπό του ιδίου ιερού πατρός εκ της συνεχείας του λόγου του: «Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν»
Κτίσμα λοιπόν έτερον κτίσμα δεν προσκυνεί λατρευτικώς. Απόδοσις
λατρείας απαγορεύεται μεταξύ κτιστών όντων. Λατρευτική προσκύνησις
αποδίδεται ΜΟΝΟΝ από τον δούλο εις τον Δεσπότην και από το κτίσμα εις
τον Θεόν!
Κι ερχόμεθα τώρα εις την δευτέραν ερμηνείαν. Εάν ο παραλληλισμός δεν
είναι απόλυτος τότε πρέπει να εκλάβουμε την προσκύνησιν με την
σχετικήν έννοιαν, δηλαδή με την έννοιαν της απόδοσης τιμής,
ευχαριστίας, σεβασμού και ευλαβείας εις ανθρώπους που φέρουν κάποιο
αξίωμα, χωρίς αυτό το τελευταίο να ισχύει πάντα. Τοιαύτα παραδείγματα
συναντούμε άφθονα κατά την μελέτην της Αγίας Γραφής (όρα Γεν.
ΚΓ:7,12, ΚΖ: 28-29, ΜΒ: 6, ΜΓ: 25,27, MΔ: 14, Γ΄ ΒΑΣΙΛ. Α: 23, ΙΗ: 7,
Δ΄ ΒΑΣΙΛ. A: 13, Β: 15, A΄ ΠΑΡΑΛ. ΚΘ: 20, ΑΠΟΚ. Γ: 9).
Αλλά
κι αυτού του είδους την προσκύνησιν φαίνεται να την απορρίπτει ο ιερός
πατήρ εις την συνέχειαν του λόγου του φέρων μάλιστα ως επιχείρημα δύο
περιστατικά εκ της Καινής Διαθήκης κατά τα οποία άνθρωποι δια λόγους
τιμής, ευλαβείας ή ευχαριστίας προσεκύνησαν άλλους ανθρώπους η αγγέλους
ενώ οι τελευταίοι απεποιήθησαν την εν λόγω προσκύνησιν. Και την
απεποιήθησαν ΟΡΘΩΣ κατά τον ιερό πατέρα διότι «κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, (ΟΥΤΕ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ή ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ!!!) αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν».
Και
να ’μαστε μπροστά εις έναν ερμηνευτικόν σκόπελον που ούτε η μία
ερμηνεία ‘δένει’ ούτε η άλλη! Και οι δύο εξηγήσεις δεν αποδίδουν
ικανοποιητικώς το περιεχόμενο των λόγων του ιερού πατρός όσον αφορά το
πιστεύω της Εκκλησίας περί σχετικής ή τιμητικής προσκυνήσεως αγίων
προσώπων. Και να από κοντά και οι αιρετικοί που αναζητούν πως και πως
τέτοιες ρήσεις εις τα κείμενα των αγίων πατέρων δια να στηρίξουν πάνω
εις αυτούς τις κακοδοξίες των και να είπουν ότι ακόμη και οι τελευταίοι
συμφωνούν με τα πιστεύω των! Εν προκειμένω με την απόρριψιν της
σχετικής προσκυνήσεως αγίων προσώπων ακόμη κι από έναν πατέρα του
αναστήματος και διαμετρήματος του Μεγ. Αθανασίου.
Ε) Η ερμηνεία τής προσποίησης
Η
επόμενη αυτή ερμηνευτική προσπάθεια, υποθέτει ότι άγιος Αθανάσιος,
απλώς προσποιήθηκε ότι αποδέχεται την άρνηση τής προσκύνησης, για να
γίνει κατανοητός από τους συνομιλητές του. Και η προσπάθεια αυτή,
καταγράφηκε ως εξής:
Ελπίζουμε
να μην αναμένετε εκ της ημετέρας αναξιότητος να διεισδύσουμε εις το
μυαλό του Μεγάλου αυτού ανδρός και να ανασύρουμε εις την επιφάνειαν τον
κεκρυμμένο θησαυρό που περιέχει! Μίαν μόνο σκέψιν θα τολμήσουμε να
διατυπώσουμε και να παραδώσουμε εις την κρίσιν όσων κρίνουν άνευ
επιπολαιότητος και εις την αγάπην όσων αγαπούν τον Ιησούν Χριστόν, τον
λόγο Του και τους εκ ζήλου ερευνητάς τού λόγου Του.
Η
ελαχίστη εμπειρία που έχουμε αποκομίσει συζητώντας με ετεροδόξους από
το 1990 μας έχει διδάξει ότι ο προβληματισμός τους είναι πιο έντονος ΟΧΙ
όταν διατυπώνουμε τα Ορθόδοξα επιχειρήματα και δια τοιούτου τρόπου
επιχειρούμε να καταρρίψουμε το σαθρό θρησκευτικόν των
οικοδόμημα-πιστεύω, αλλά όταν αφωμοιωνόμεθα, όταν γινόμεθα ΕΝΑ
με το ιδικό τους πιστεύω και προσπαθούμε, όχι πλέον με Ορθόδοξα
επιχειρήματα, αλλά σείοντας, γκρεμίζοντας το δικό τους πιστεύω,
διατυπώνοντας επιχειρήματα βασιζόμενα εις την λογική τού δικού τους
πιστεύω.
Καμιά φορά, προκειμένου να φθάσουμε εις το επιθυμητόν αποτέλεσμα, ‘αναγκαζόμεθα’ να χρησιμοποιήσουμε χωρία της Γραφής με τον τρόπο που εκείνοι τα εννοούν και τα καταλαβαίνουν.
Θα
φέρουμε ένα παράδειγμα για να γίνουμε πιο κατανοητοί: Πεντηκοστιανοί,
Μάρτυρες του Ιεχωβά κι εν γένει διαμαρτυρόμενοι, ισχυρίζονται ότι εμείς
οι Ορθόδοξοι πλανώμεθα, διότι μεταξύ των πολλών ‘πλανών’ που έχουμε,
είναι και μία που λέγεται Νηπιοβαπτισμός! Και χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το χωρίο ΜΑΤΘ: ΚΗ 19-20 «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν...»
Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, προσποιούμεθα εις τον ετερόδοξον συνομιλητήν μας, ότι κι εμείς
έτσι το κατανοούμε το συγκεκριμένο χωρίο, και του το αναλύουμε
συμφώνως προς την επιφανειακήν του κι εκ πρώτης όψεως ερμηνείαν που
φαίνεται ότι έχει αλλά και που δύναται ο συνομιλητής μας να καταλάβει.
Κι όταν εκείνος διαπιστώσει ότι πράγματι η ερμηνεία που πίστευε έως
τώρα δεν είναι σωστή, διότι δεν αποδίδει ορθώς το νόημα του χωρίου,
τότε τα πράγματα γίνονται λίγο πιο εύκολα ως προς την ορθήν, εκ μέρους
του συνομιλητού μας, κατανόησιν της Γραφής και εις την αποκατάστασιν
της αληθείας. (Μπορείτε να δείτε την ερμηνεία τού χωρίου αυτού και την
"προσποίηση" αυτή στο σχετικό μας άρθρο).
Κατά συγκατάβασιν
λοιπόν δεχόμεθα την εξήγησιν του ετεροδόξου ώστε δι’ αυτού του τρόπου
να τον οδηγήσουμε εις το επιθυμητόν αποτέλεσμα. Και εν προκειμένω ποίο
είναι το επιθυμητόν αποτέλεσμα; Ότι συμφώνως προς την λεπτομερήν
ανάλυσιν που προηγήθη, το συγκεκριμένον χωρίον του κατά Ματθαίον
Ευαγγελίου όχι μόνον ενδείκνυται ως επιχείρημα κατά τού νηπιοβαπτισμού,
όπως νομίζουν οι παρερμηνεύοντες το «μαθητεύσατε» και τονίζοντες την προτεραιότητα αυτού ως προς το «βαπτίζοντες, αλλά αντιθέτως το αυτό χωρίον είναι επιχείρημα ΥΠΕΡ του νηπιοβαπτισμού!!!
Κι
εδώ θα τολμήσουμε να διατυπώσουμε κάτι που ίσως χαρακτηρισθεί δυσμενώς
υπό τινών. Μήπως κι ο Μέγ.Αθανάσιος ακολουθεί την ίδια τακτική; Ενώ
κατά βάθος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι και τιμητική προσκύνησις
υφίσταται μεταξύ των κτισμάτων, κι ευχαριστιακή προσκύνησις υπάρχει,
και σεβασμού κι ευσεβείας προσκύνησις συνηθίζεται να τηρείται μεταξύ
των ανθρώπων, αλλά προκειμένου να πείσει τους Αρειανούς ότι ο Υιός
προσκυνείται ΚΑΤ’ ΑΠΟΛΥΤΟΝ και ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΝ τρόπον, που όμοιος ούτε συναντάται ούτε επιτρέπεται να υφίσταται μεταξύ των κτισμάτων, προσποιείται
την μη αποδοχήν της προσκυνήσεως μεταξύ κτιστών όντων προκειμένου να
ισχυροποιήσει το επιχείρημά του υπέρ της μοναδικότητος της προσκυνήσεως
που τυγχάνει ο Υιός παρά των αγγέλων;»
Η τοιαύτη εξήγησις θα ήτο ικανοποιητικήν εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν δεν
θα υπήρχε κείμενον του αυτού πατρός που να μαρτυρεί ότι αποδέχεται ή
έχει υπ’όψιν του την σχετικήν ή τιμητικήν προσκύνησιν. Αφ’ ης στιγμής
έχουμε τοιαύτην μαρτυρίαν όπως παραπέμπουμε ανωτέρω και συναντούμε
αυτήν εις τον Γ΄ κατά Αρειανών Λόγον του (όρα P.G. 26, σελ. 332),
τότε είμεθα υποχρεωμένοι να επιδοθούμε εις νέα έρευναν δι’ εύρεσιν
νέας ικανοποιητικής ερμηνείας εις τον γρίφον των λόγων του ιερού
πατρός.
ΣΤ) Η ερμηνεία που θέλει τον "υπερέχοντα" να είναι ο Υιός
Διετυπώθη δε η εξής μετάφρασις δια τον δυσνόητον τούτον λόγον του ιερoύ πατρός: «Εάν
προσκυνούνταν (Ο Υιός) σαν κάποιος που υπερέχει στη δόξα από τους
Αγγέλους, θα έπρεπε και το καθένα από όσα βρίσκονται κάτω (ως προς τη
δόξα) από αυτόν (Υιόν) να τον προσκυνούν ως υπερέχοντα στη δόξα από
αυτά» Εάν
δηλαδή ο Υιός προσεκυνείτω υπό των αγγέλων ως λαμπρότερός των (ήτοι ως
κάποιο κτίσμα) θα έπρεπε κι η υπόλοιπη κτίσις (ή κάθε κτίσμα) να τον
προσκυνεί δια τον αυτόν λόγον (ήτοι ως υπερέχοντα εις την δόξαν). Αύτη
όμως η μετάφρασις εγείρει ερωτήματα τινά:
1) Η υπεροχή του Υιού ως προς την δόξα, η ιδιότητα δηλαδή του πλέον ενδόξου κτίσματος, μπορεί να γίνει και όνομα για τον Υιό;
Ονομάζων δηλαδή ο Μέγ. Αθανάσιος τον Υιόν «ΥΠΕΡΕΧΟΝΤΑ» υπαινίσσεται
ότι τον αποδέχεται τρόπον τινά συμφώνως όπως τον αποδέχονται και οι
ετερόδοξοι;
2)Το κείμενο λέγει: «τον υπερέχοντα προσκυνείν» κι όχι «προσκυνείν ΩΣ υπερέχοντα στην δόξα από τα κτίσματα» όπως αποδίδει η ανωτέρω μετάφρασις!
3)
Εάν ο Υιός ήτο μόνο ένα λαμπερόν κτίσμα (όπως τον απεδέχοντο οι
Αρειανοί) μπορεί να λεχθεί για την υπόλοιπη κτίση ότι ο Υιός υπερέχει
αυτής ΜΟΝΟΝ ως προς την δόξαν;
Για τούς αγγέλους τρόπον τινά δύναται να λεχθεί διότι η δόξα που θα
εχώριζε τον μεν (Υιόν) από τους δε (ενδόξους αγγέλους) δεν θα ήτο
τεραστία. Θα ήτο συγκρίσιμη! Τώρα όμως όσον αφορά εις την κτίσιν
δύναται να λεχθεί κάτι τέτοιο όταν ξέρουμε ότι η απόστασις που χωρίζει
τους αγγέλους, τον πνευματικό δηλαδή κόσμο, από την υπόλοιπην κτίσιν,
τον υλικό δηλαδή κόσμο είναι μη συγκρίσιμη; Πόσον μάλλον δε η απόστασις
μεταξύ Υιού (ως το λαμπρότερον κτίσμα) και υπολοίπης κτίσεως;
4) Εάν τελικά αποδειχθεί ότι ο «υπερέχων»
δεν είναι ο Υιός τότε αυτομάτως η προσκύνησις των υποβεβηκότων δεν
αναφέρεται εις τον Υιόν αλλά εις κάτι διαφορετικόν! Κι αν τελικά
αποδειχθεί κάτι τέτοιο τότε οι υποβεβηκότες δεν χαρακτηρίζονται έτσι εν συγκρίσει προς τον Υιόν αλλά ως προς έτερον τι!
5) Ο
Μέγας Αθανάσιος διατυπώνει μίαν υπόθεσιν, έχουμε δηλαδή έναν υποθετικόν
λόγον (του μη πραγματικού) κατά τον οποίον η υπόθεσις επηρεάζεται εκ
της αποδόσεως. Κι επειδή εν προκειμένω ο Υιός ΔΕΝ προσκυνείται υπό των
ανθρώπων ως προς την δόξαν (απόδοσις), άρα ΟΥΤΕ το αυτό ισχύει και υπό
των αγγέλων (υπόθεσις). Ο τρόπος προσκυνήσεως δηλαδή των αγγέλων
ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ από τον τρόπο προσκυνήσεως των ανθρωπων; Ήτοι οι άγγελοι
προσκυνούν τον Υιόν όχι ως κτίσμα αλλά ως αληθινόν Θεόν επειδή η
υπόλοιπη κτίσις Τον προσκυνεί κι αυτή με την ίδια ιδιότητα;
Κι αν ισχύει αυτό το συμπέρασμα τότε τι θα λεχθεί δια τον καιρόν της αγνοίας (ΠΡΑΞ. ΙΖ: 30 «τους μεν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός…»)
κατά τον οποίον ηγνοήτο η αληθινή λατρεία του Θεού υπό των πλείστων
των ανθρώπων; Τότε δεν προσεκυνείτο λατρευτικώς ο Υιός, ήτοι ως
αληθινός Θεός; Όλον αυτόν τον καιρόν της αγνοίας ως ΤΙ προσεκυνείτο εάν η ορθή προσκύνησις-λατρεία των αγγέλων εξηρτάτο εκ της ορθής πίστεως (προσκυνήσεως, λατρείας) των ανθρώπων;
6) Ο
Μέγας Αθανάσιος προκειμένου να πείσει τους Αρειανούς ότι ο Υιός είναι
φύσει και ουσία ανώτερος των αγγέλων μας μεταφέρει από την προσκύνηση
που γίνεται υπό του πνευματικού κόσμου προς τον Υιόν εις την
προσκύνησιν μεταξύ των κτισμάτων. Παραλληλίζει την προσκύνησιν των
αγγέλων με αυτήν των κτισμάτων. Συμφώνως όμως προς την ανωτέρω
μετάφρασιν με ποίον ομαλόν τρόπον επιτυγχάνεται η τοιαύτη μετάβασις;
Ποία η σχέσις της προσκυνήσεως που απέδωσε ο Ιωάννης εις τον άγγελον
εις την Αποκάλυψιν και αυτής του Κορνηλίου εις τον Απόστολον Πέτρον με
αυτήν των αγγέλων και των «υποβεβηκότων» και πώς τα δύο ανωτέρω παραδείγματα αποδεικνύουν το διάφορον και υπεροχότερον της φύσεως του Υιού;
7) Παρατηρούμε ότι για να ευσταθήσει η ανωτέρω μετάφρασις πρέπει αναγκαστικώς να προστεθούν επεξηγηματικές λέξεις, νοήματα δηλαδή που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπον κείμενον όπως: «ως προς τη δόξα», «από αυτόν (Υιόν)» «στη δόξα από αυτά».
Δια όλους αυτούς τους ανωτέρω λόγους θα απορρίψωμεν την ανωτέρω μετάφρασιν και δεν θα συνταυτιστούμε με αυτήν.
Επειδή
λοιπόν η ορθή ερμηνεία και μετάφραση τού χωρίου τού αγίου, πρέπει κατ'
ανάγκην να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ από τα προβλήματα τών ανωτέρω ερμηνειών,
προχωρούμε σε μια ερμηνεία που όχι μόνο δεν έχει τα παραπάνω
προβλήματα, αλλά που δένει αρμονικά με τα γεγονότα, και με όλα τα
συμφραζόμενα τού λόγου τού αγίου, ώστε να πείθει οριστικά ότι είναι αυτό
ακριβώς που ήθελε να πει ο άγιος!
Α. Ο σκοπός τής επιχειρηματολογίας τού αγίου, κατά το συμφραζόμενο
Ο
Μέγ. Αθανάσιος επιχειρεί να αποδείξει το διάφορον ή αλλιώς το ανώτερον
της φύσεως του Υιού, εν συγκρίσει με αυτή των αγγέλων, με βάση την
προσκύνησιν που εδέχετο κι ΑΠΕΔΕΧΕΤΟ ως Υιός (προ της ενανθρωπίσεως) και η οποία προσκύνησις και ΑΠΟΔΟΧΗ συνέχισε να υφίσταται και μετά την ενανθρώπισιν!
Ήδη
στον προηγουμενο Α΄ Λόγο του, ο άγιος Αθανάσιος αναλύει λεπτομερώς,
πώς ο Υιός δεν συγκρίνεται "κατά την δόξα" με τους αγγέλους και με
οποιοδήποτε άλλο κτίσμα, αλλά είναι "κρίττων", που σημαίνει ασύγκριτα
διαφορετικός. (Μπορείτε να δείτε μέρος τής ανάλυσης αυτής ΕΔΩ).
Και στα ίδια πλαίσια κινείται και σε αυτό τον λόγο του που εξετάζουμε.
Και εδώ, θέλει να αποδείξει ότι ο Χριστός δεν προσκυνείται από τα άλλα
κτίσματα "ως υπερέχων τη δόξη", σαν να συγκρίνεται μαζί τους, αλλά με "κρείττονα", με ασύγκριτα ανώτερο τρόπο.
Ας επιχειρίσωμεν, λοιπόν, μίαν το κατά δύναμιν προσέγγισιν του βαθύτατου λόγου του ιερού πατρός:
«Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο, έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν. Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν.»
Υπάρχει η γνώμη ότι με την φράσιν «αλλ' ουκ έστιν ούτω»
ο ιερός πατήρ εννοεί ότι δεν συμβαίνει έτσι με τους αγγέλους, με την
προσκύνησιν των αγγέλων. Συνδέουν δηλαδή αυτήν την φράσιν με την
υπόθεσιν του υποθετικού λόγου «Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο». Άλλοι την συνδέουν με την επομένην φράσιν: «κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί». Καθ’ ημάς η συγκεκριμένη φράσις συνδέεται με την απόδοσιν του υποθετικού λόγου «έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν».
Εις αυτό το συμπέρασμα μας βοηθάει να καταλήξουμε ο αντίστοιχος προηγηθείς υποθετικός λόγος του ιερού πατρός: «Αλλ' είπερ κατά τους αιρετικούς κτίσμα μεν ή ποίημα ην, ουχ ως εν δε των κτισμάτων, δια το εν δόξη διαφέρειν αυτών, έδει προς τα άλλα ποιήματα τη κατά το βέλτιον συγκρίσει σημαίνεσθαί τε παρά της Γραφής και δείκνυσθαι αυτόν, οίον έδει λέγεσθαι αυτόν μείζονα αρχαγγέλων· έδει εντιμότερον των θρόνων, και λαμπρότερον μεν ηλίου και σελήνης, μείζονα δε των ουρανών. Νυν δε ούτω μεν αυτός ου σημαίνεται».
Εδώ έχουμε
άλλον έναν υποθετικόν λόγον και αυτός του μη πραγματικού επίσης, με την
βοήθειαν του οποίου αποδεικνύεται η υπεροχή και ανωτερώτης της φύσεως
του Υιού εν συγκρίσει με την υπόλοιπην κτίσιν. Λέγει ο Μέγας Αθανάσιος,
ότι εάν ο Υιός ήτο κτίσμα όπως πιστεύουν οι αιρετικοί, τότε η Γραφή θα
έπρεπε να τον συγκρίνει με τα άλλα κτίσματα (αγγέλους, αρχαγγέλους,
ήλιον, σελήνη, στερέωμα κτλ) και να αναδεικνύεται το βέλτιον του Υιού!
Αλλά όμως τέτοιαν σύγκρισιν δεν ποιεί (πουθενά) η Γραφή «Νυν δε ούτω μεν αυτός ου σημαίνεται». Είναι εμφανής λοιπόν η αντιστοιχία και ο παραλληλισμός αυτής της εκφράσεως μετά της «Αλλ' ουκ έστιν ούτω», στο επίμαχο σημείο τού χωρίου. Κι όπως η πρώτη μας λέει ότι δεν ισχύει η ΑΠΟΔΟΣΙΣ του υποθετικού λόγου (διότι η Γραφή δεν ποιεί λόγον δια κάτι τέτοιο) έτσι και η δευτέρα έκφρασις μας λέει ότι δεν ισχύει η ΑΠΟΔΟΣΙΣ του αντιστοίχου υποθετικού λόγου εις τον οποίον αναφέρεται. Κι αφού η Γραφή δεν ποιεί τοιούτον λόγον ΑΡΑ ο Υιός ΔΕΝ είναι ποίημα, κτίσμα. Η φύσις ή ουσία Του είναι ανωτέρα, υπεροχοτέρα αύτης της κτίσεως, με άλλες λέξεις, δεν ανήκει στα δημιουργήματα αύτης της κτίσεως, αλλά ΕΚΤΟΣ της κτίσεως! Κι εκτός της κτίσεως ΜΟΝΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΗΚΕΙ και ΟΥΔΕΝ ΚΤΙΣΜΑ μηδέ των αγγέλων εξαιρουμένων!!!
Β. Το "έδει έκαστος", είναι το κλειδί τής ορθής ερμηνείας τού λόγου τού αγίου
Φρονούμε ότι το κλειδί για την ορθήν κατανόησιν του αινιγματικού λόγου του ιερού πατρός κρύβεται εις την φράσιν ‘έδει έκαστος’!
Εάν
ο άγιος ήθελε απλώς να πει, ότι "κάθε κατώτερο κτίσμα, θα έπρεπε να
προσκυνεί το ανώτερο κατά την δόξα", δεν θα χρησιμοποιούσε τη λέξη:
"έκαστος"! Θα έλεγε: "έδει και των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν". Επειδή όμως χρησιμοποιεί τη λέξη: "έκαστον", αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει, την ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ προσκύνηση!
Καθ’ ημάς, έχομεν την ταπεινήν γνώμην ότι ο ιερός πατήρ θέλει να είπει, ότι εάν ο Υιός προσεκυνείτο (υπό των αγγέλων) ως προς την δόξαν, δι’ άλλων λέξεων ΩΣ ΚΤΙΣΜΑ (σύμφωνα με τις προηγούμενες αναλύσεις του), απλώς συγκριτικά μόνο λαμπρότερο των αγγέλων, τότε θα έπρεπε, ήτοι θα ήτο υποχρεωτικόν, κάθε ένας
από τους ταπεινούς, ασημάντους, κατωτέρους, υποδεεστέρους, να τηρούν
το αυτό εις τους υπερέχοντας, εις τους έχοντες αξίωμα τι ήτοι εις τους
ανωτέρους κοινωνικώς, αξιωματούχους, βασιλείς και εν γένει εις τους εν
υπεροχή όντας (πρβλ. Α΄ ΤΙΜ. Β: 2 «Παρακαλώ ουν πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι») και ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ να αποδέχονται την προσκύνησιν όπως εξηγεί ο άγιος ότι την αποδέχεται και ο Υιός. Κι όπως ο Υιός αποδέχεται ΚΑΘΕ
προσκύνησιν, έτσι θα έπρεπε να αποδέχονται ΚΑΘΕ προσκύνησιν και τα
κτίσματα, από άλλα κατώτερά τους "κατά την δόξα" κτίσματα, αν ο Υιός
προσκυνείτο ως άγγελος, ως κτίσμα. Αυτό ακριβώς λέει εδώ ο άγιος!
Αλλά «ουκ έστιν ούτω», ήτοι δεν συμβαίνει κατ’ αυτόν τον τρόπον (μεταξύ των κτισμάτων -υποβεβηκότων), διότι ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ, ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑ, ΑΠ' ΑΥΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ. Και ένα κτίσμα, μπορεί ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙ να προσκυνηθεί από ένα άλλο κτίσμα. Η δε ΑΠΟΔΟΧΗ της προσκυνήσεως ανήκει δικαιωματικά εις την ΘΕΟΤΗΤΑ, είναι ίδιον, χαρακτηριστικόν ΘΕΙΑΣ ΦΥΣΕΩΣ! «Ουκούν Θεού εστι μόνου το προσκυνείσθαι». Η προσκύνηση είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ μόνο για τον Θεό. Για τα κτίσματα είναι ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ!
Γ. Γιατί ο άγιος αναφέρει τα παραδείγματα κτισμάτων που αρνήθηκαν την προσκύνηση
Εάν, λοιπόν, ο Υιός ήτο ΚΤΙΣΜΑ τότε ΔΕΝ ΘΑ ΕΔΕΧΕΤΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ, θα την αποποιήτο όπως έπραξεν και ο άγγελος εις τον Ιωάννην, καθώς και ο Πέτρος εις τον Κορνήλιον, και θα παρέπεμπε την προσκύνησιν εις την ΘΕΟΤΗΤΑΝ, εις τον ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΘΕΟΝ και ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΝ,
όπως παρέπεμψε ο άγγελος τον Ιωάννην κι όπως θα παρέπεμπε ο Πέτρος τον
Κορνήλιον εάν ο τελευταίος ήτο ήδη Χριστιανός!! Κι αυτό, λέγει ο ιερός
πατήρ, είναι εις γνώσιν των αγγέλων και δι’ αυτού του λόγου (ότι δηλαδή η αποδοχή προσκυνήσεως είναι χαρακτηριστικόν της Θεότητος) αποποιούνται την προσκύνησιν ετέρων κτισμάτων «και τούτο ίσασι και αυτοί οι άγγελοι, ότι καν άλλων ταις δόξαις υπερέχωσιν, αλλά κτίσματα πάντες εισί, και ουκ εισί των προσκυνουμένων, αλλά των προσκυνούντων τον Δεσπότην»
Δ. Για τον Υιό είναι υποχρεωτική η προσκύνηση σε αντίθεση με τα κτίσματα
Επειδή κατά το ΔΕΥΤ. ΛΒ: 43 (Ο΄) «...και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» προς το οποίο πρβλ. ΕΒΡ. Α: 6 το «προσκυνησάτωσαν» είναι ρητή εντολή Θεού και άρα έγκλιση προστακτική και συνεπώς πάντες οι άγγελοι εντέλλονται, διατάσσονται, ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ δηλαδή να προσκυνήσουν τον Χριστόν, με αφορμή την φράσιν «έδει ΕΚΑΣΤΟΣ» που δηλώνει το αναγκαίον και απαραίτητον του πράγματος, εις την φράσιν του ιερού πατρός «έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν», υπάρχει και η ερμηνεία ότι κάθε ένας, δηλαδή ΠΑΝΤΕΣ εκ των υποδεεστέρων, ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να προσκυνεί τον κοινωνικά ανώτερόν του κι εκείνος να αποδέχεται την προσκύνησιν κατά τον τύπον της αποδοχής της προσκυνήσεως του Υιού υπό των αγγέλων! «Αλλ' ουκ έστιν ούτω»
Εάν, λοιπόν, ήτο υποχρεωτική η προσκύνησις μεταξύ των υποβεβηκότων, ήτοι ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή υπό του αγγέλου κι όχι να αποκρουστεί. Όμως η προσκύνησις μεταξύ των κτισμάτων είναι προαιρετική, διότι η υπεροχή ως προς την δόξαν ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ και υποχρεωτικήν προσκύνησιν μεταξύ των υποβεβηκότων, γι’ αυτό και εκ ταπεινώσεως αποκρούεται, κι είναι ΥΠΟΧΕΩΤΙΚΗ ΜΟΝΟΝ όταν αναφέρεται και απευθύνεται εις την ΘΕΟΤΗΤΑΝ! Το ότι δε η προσκύνησις είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ υποδηλώνει και το διαφορετικόν της φύσεως του προσκυνούμενου προσώπου, διότι τα κτίσματα, αφού είναι της αυτού φύσεως, δεν είναι υποχρεωτικόν να προσκυνούνται μεταξύ των, ΜΟΝΟΝ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟΝ!
Άξιον δε παρατηρήσεως εις το παρόν χωρίον ΔΕΥΤ. ΛΒ: 43 (Ο΄) είναι ότι Αυτός τον οποίον πρέπει να προσκυνήσουν ΟΛΟΙ οι άγγελοι του Θεού, συμφώνως προς τα συμφραζόμενα είναι ο Γιαχβέ (στ. 37), ο μόνος αληθινός Θεός (στ. 39). Συμφώνως δε προς το ΕΒΡ. Α: 6, όπου παρατίθεται ακριβώς τούτο το χωρίον των Ο΄, είναι ο «πρωτότοκος», ήτοι ο εκλεκτός Υιός. Άρα ο Υιός είναι ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΣ, διότι είναι ο ΙΔΙΟΣ Ο ΓΙΑΧΒΕ ΘΕΟΣ, ΟΛΗ Η ΘΕΙΑ ΟΥΣΙΑ!
Ποίον πρόσωπον εκ φύσεως αποδέχεται την προσκυνήσιν; Φυσικά ΜΟΝΟ ο Χριστός! Γιατί γι' Αυτόν ισχύει το: «κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν», που λέει ο άγιος. Μόνον προσκύνησιν δούλου προς τον Δεσπότην και κτίσματος προς τον Θεόν, αποδίδουν προς Αυτόν τα κτίσματα, και όχι τιμητική προσκύνηση "κατά την δόξαν", δηλαδή προσκύνηση μεταξύ κτισμάτων.
Και εις το σημείον αυτό αναφέρει μερικά παραδείγματα εις τα οποία φαίνεται ότι ο Υιός προσκυνείται υπό των κτισμάτων και ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ την προσκύνησιν (εννοείται εν αντιθέσει με τους αγγέλους που την αποποιούνται):
"Ο δε Κύριος και παρ' αγγέλων προσκυνείται· γε γραπται γαρ· Και προσκυνησάτωσαν αυτώ παντες άγγελοι Θεού· και παρά πάντων δε των εθνών, ως ο Ησαίας φησίν· Εκοπίασεν Αίγυπτος και εμπορία Αιθιόπων, και οι Σαβαείμ άνδρες υψηλοί επί σε διαβήσονται, και σοι έσονται δούλοι· είτα εξής· Και προσκυνήσουσί σοι, και εν σοί προσεύξονται· ότι εν σοί ο Θεός εστι, και ουκ έστι Θεός πλήν σου. Τους τε μαθητάς προσκυνούντας δέχεται, και πληροφορεί τούτους, όστις εστί λέγων· Ουχ υμείς λέγετέ με, ο Κύριος και ο διδάσκαλος; και καλώς λέγετε· ειμί γαρ. Και τον Θωμάν δε λέγοντα αυτώ, Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, συγχωρεί λέγειν, και μάλλον αποδέχεται, μη κωλύων αυτόν. Έστι γαρ αυτός, ως οι τε άλλοι προφήται λέγουσι, και Δαβίδ ψάλλει, Κύριος των δυνάμεων, Κύριος Σαβαώθ, ό ερμηνεύεται, Κύριος των στρατιών, και Θεός αληθινός και παντοκράτωρ, καν οι Αρειανοί εν τούτω διαρηγνύωσιν εαυτούς.
Ουκ αν δε ουδέ αυτός προσεκυνήθη, ουδέ ταύτ' ελέγετο περί αυτού, ει όλως των κτισμάτων ην. Νυν δε επειδή ουκ έστι κτίσμα, αλλ' ίδιον της ουσίας του προσκυνουμένου Θεού γέννημα, και φύσει Υιος εστι· δια τούτο προσκυνείται, και Θεός πιστεύεται, και Κύριος στρατιών και εξουσιαστής και παντοκράτωρ εστίν, ως ο Πατήρ".
Βλέπουμε,
λοιπόν, δια της τοιαύτης ερμηνείας πόσον ομαλώς μεταβαίνουμε εκ της
προσκυνήσεως των αγγέλων προς την Θεότηταν και πόσον αντιληπτός και
κατανοητός είναι ο παραλληλισμός που επιχειρείται από τον ιερό πατέρα
μεταξύ προσκυνήσεως κτιστού προς Άκτιστον και προσκυνήσεως μεταξύ
κτισμάτων!
Η καθ’ημάς, λοιπόν, η μεταφραστική προσέγγισις του όντως αινιγματικού και γριφώδους λόγου του Μεγ.Αθανασίου έχει ως εξής: «Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο, έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν»
«Εάν (ο Υιός) προσεκυνείτω σαν να υπερέχει (μόνον) ως προς την δόξαν, τότε θα έπρεπε κάθε ένας από τους κατωτέρους (ασημάντους, υποδεεστέρους, ταπεινούς) (ή κάθε ένας από την κτίσιν, η κάθε κτίσμα που ευρίσκεται σε ταπεινή θέση) να προσκυνεί αυτόν που έχει κάποιο αξίωμα».
Μόνον ο Δεσπότης και Θεός, λοιπόν, ευαρεστείται κι άρα αποδέχεται ΠΑΝΤΟΤΕ, προσκύνησιν κτισμάτων!
Και προς επίρρωσιν του λόγου του ο ιερός πατήρ φέρει τα δύο γνωστά
παραδείγματα εκ της Καινής Διαθήκης, της προσκυνήσεως του αγγέλου υπό
του Ιωάννου και του Πέτρου υπό του Κορνηλίου δια των οποίων η άρνησιν της αποδοχής της προσκυνήσεως αγγέλου και Αποστόλου Πέτρου αντιστοίχως, αναδεικνύει και αποδεικνύει την ΘΕΟΤΗΤΑ του Υιού!
Ας
τολμήσουμε όμως κι εμείς να συμπληρώσουμε τον Μεγάλο αυτόν Πατέρα με
μερικά ακόμη αγιογραφικά παραδείγματα περιπτώσεων κατά τας οποίας το
δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος προσεκυνήθη λατρευτικώς, εις όλας δε τας περιπτώσεις ΑΠΕΔΕΧΘΗ την προσκύνησιν των κτισμάτων κι άρα δι’ αυτού του τρόπου εφανερώθη η Θεία Φύσις Του.
Η Γραφή λέγει ρητώς: «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (ΜΑΤΘ. Δ: 10 προς το οποίον πρβλ. ΔΕΥΤ. ΣΤ: 13) Προσκύνησις εν απολύτω εννοία ή αλλιώς λατρεία αρμόζει ΜΟΝΟΝ
εις τον Θεόν. Αλλά εις πολλά μέρη της Γραφής βλέπομεν, ότι ο Υιός (προ
της ενανθρωπίσεως) και ο Χριστός εις την Καινήν Διαθήκην, προσκυνείται
και λατρεύεται. Άρα ο Υιός περιλαμβάνεται εις την έννοιαν του Θεού. Ας δούμε, λοιπόν, εις ποία χωρία το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος παρουσιάζεται ως αντικείμενον λατρείας.
«Ιδού
μετά των νεφελών του ουρανού ως Υιός ανθρώπου ερχόμενος ήν... και αυτώ
εδόθη η αρχή και η τιμή και η βασιλεία, και πάντες οι λαοί, φυλαί,
γλώσσαι αυτώ δουλεύσωσιν (="αυτόν θα λατρεύσουν" κατά το Εβραϊκό). Η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται» (ΔΑΝ. Ζ: 13-14).
«Εγώ
ειμί ο Θεός, και ουκ έστιν άλλος. Κατ’ εμαυτού ομνύω, ή μην
εξελεύσεται εκ του στόματός μου δικαιοσύνη, οι λόγοι μου ουκ
αποστραφήσονται, ότι εν εμοί κάμψει παν γόνυ και εξομολογήσεται πάσα γλώσσα τω Θεώ» (ΗΣ. ΜΕ: 22-23 προς το οποίον πρβλ. ΡΩΜ. ΙΔ: 11 όπου ο Παύλος το εφαρμόζει επακριβώς εις τον Χριστόν), καθώς και ΦΙΛΙΠ. Β: 9-11 όπου το πρόσωπον εις το οποίον θα «κάμψει παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται...» είναι του Ιησού!)
«Πού εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ. Και πεσόντες προσεκήνυσαν αυτώ» (ΜΑΤΘ. Β: 2,11)
«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκήνυσαν αυτώ, λέγοντες , Αληθώς Θεού Υιός ει» (ΜΑΤΘ. ΙΔ: 33)
«Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;...ο δε έφη, Πιστεύω Κύριε και προσεκήνυσεν αυτώ». (ΙΩΑΝ. Θ: 35,38)
«Ιδών δε (ο δαιμονιζόμενος) τον Ιησούν από μακρόθεν, έδραμε και προσεκήνυσεν αυτώ, και κράξας φωνή μεγάλη είπε, Τι εμοί και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου»; (ΜΑΡΚ. Ε: 6-7)
«Και ιδού λεπρός ελθών προσεκήνει αυτώ λέγων Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι». (ΜΑΤΘ. Η: 2)
«Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων είς προσελθών προσεκήνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν». (ΜΑΤΘ. Θ: 18)
«η δε (Χαναναία) ελθούσα προσεκήνυσεν αυτώ λέγουσα, Κύριε βοήθει μοι». (ΜΑΤΘ. ΙΕ: 25)
«Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσα τι παρ’ αυτού». (ΜΑΤΘ. Κ: 20)
«αι δε (Μυροφόροι) προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκήνυσαν αυτώ. Και ιδόντες (οι μαθηταί) αυτόν προσεκήνυσαν αυτώ, οι δε εδίστασαν». (ΜΑΤΘ. ΚΗ: 9,17)
«και αυτοί (οι μαθηταί) προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης». (ΛΟΥΚ. ΚΔ: 52)
«...ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα». (ΙΩΑΝ. Ε: 23) Όχι μόνον δεν απέκρουεν ο Ιησούς την προσκύνησιν, αλλά και ήθελεν οι πάντες να τιμούν Αυτόν ΟΠΩΣ τον Πατέρα.
«Τω καθημένω επί του θρόνου και τω Αρνίω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Και τα τέσσερα ζώα έλεγον, αμήν. Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσεκύνησαν». (ΑΠΟΚ. Ε: 13-14)
«Και ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου εν αυτή έσται και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ». (ΑΠΟΚ. ΚΒ: 3)
Τι συμπέρασμα, λοιπόν, εξάγεται εκ των ανωτέρων χωρίων; Ότι τόσον ο Θεός όσον και το Αρνίον είναι ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΝ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, διότι οι δύο είναι κατ’ουσίαν ΕΙΣ. ΜΙΑ Θεότης, ΜΙΑ βασιλεία, ΜΙΑ δόξα, ΜΙΑ τιμή, ΜΙΑ
προσκύνησις και λατρεία. Αν ο Χριστός δεν ήτο αληθινός Θεός, αλλά
κτίσμα, η λατρεία του προσώπου Του θα ήτο ειδωλολατρεία. Η δε Αγία
Γραφή καταδικάζει την ειδωλολατρείαν, και μάλιστα εν τω σημείω εκείνω,
όπου διακηρύσσει, ότι ο Χριστός είναι ο Αληθινός Θεός! «Οίδαμεν δε ότι ο Υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γιγνώσκωμεν τον αληθινόν. Και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω Υιώ Αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωήν αιώνιος. Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων». (Α΄ ΙΩΑΝ. Ε: 20-21)
Ας μην οδηγούμεθα λοιπόν εις ακραίας ερμηνείας κι εξηγήσεις του τύπου «ο Ιωάννης ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ τι έκανε όταν προσκύνησε τον άγγελο ή απαγορεύτηκε η προσκύνηση αγίων προσώπων από τον Χριστό κι εντεύθεν» ή εξηγώντας επιπόλαια τον Μεγ. Αθανάσιο εξάγουμε αυθαίρετα συμπεράσματα ότι ακόμη κι αυτός
απέρριπτε την κτίσμα προς κτίσμα τιμητικήν προσκύνησιν. Πάντα υπάρχει
μία μέση οδός, μία ερμηνεία με τα ολιγότερα τρωτά κι αυτό ισχύει για
πλείστα εκ των δυσκόλων και δυσνοήτων χωρίων, εννοιών ή καταστάσεων της
Γραφής που δόξα τω Θεώ απαντούν εν αφθονία εις την Βίβλον! Διότι όπως
προανεφέρθη δια το ΑΠΟΚ. ΚΒ: 6 εν συνδιασμώ με τον στ. 16, η Αγία Γραφή έχει αρκετές αντιφάσεις αλλά όλες είναι φαινομενικές
και όχι πραγματικές! Το αυτό βλέπουμε να ισχύει και εις Πατέρας τινάς
της Εκκλησίας, οι οποίοι δια λόγους σκοπιμότητος, εξεφράσθησαν κατά
τοιούτον τρόπον ώστε να νομίζουμε ότι τα γραπτά των αντιφάσκουν μεταξύ
των αλλά όπως απεδείχθη δια της παρούσης μελέτης αι αντιφάσεις των
είναι φαινομενικαί και ουχί πραγματικαί!
Με
λίγα λόγια λοιπόν, ο άγιος Αθανάσιος, θέλοντας να αποδείξει ότι ο
Χριστός ΔΕΝ είναι απλώς ένας ανώτερος άγγελος, όπως ισχυρίζονταν οι
αιρετικοί, χρησιμοποιεί το εξής επιχείρημα:
"Ει γαρ ως υπερέχων τη δόξη προσεκυνείτο, έδει και έκαστον των υποβεβηκότων τον υπερέχοντα προσκυνείν. Αλλ' ουκ έστιν ούτω· κτίσμα γαρ κτίσματι ου προσκυνεί, αλλά δούλος δεσπότην, και κτίσμα Θεόν."
Με απλά λόγια λέει:
Αν
ο Χριστός προσκυνείτο μόνο τιμητικά "κατά την δόξα", όπως
προσκυνούνται τα κτίσματα, και όχι λατρευτικά ως Θεός, τότε θα έπρεπε
και ΟΛΑ τα κτίσματα να προσκυνούν τα ανώτερα σε τιμή κτίσματα.
Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Γι' αυτό και στην περίπτωση προσκύνησης τού
Χριστού, δεν προσκυνάει κτίσμα ένα άλλο κτίσμα, αλλά δούλος προσκυνάει
Δεσπότη, και κτίσμα προσκυνάει Θεό".
Και
συνεχίζει ο άγιος, με την παρουσίαση παραδειγμάτων κτισμάτων που
αρνήθηκαν προσκύνηση από άλλα κτίσματα, από ταπεινότητα. Και αυτό το
αντιπαραβάλλει με την περίπτωση τού Χριστού, που ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ, και μάλιστα παρουσιάζει και εδάφια στην Αγία Γραφή, που δίνουν εντολή προς ΟΛΟΥΣ τους ανθρώπους και ΟΛΟΥΣ τους αγγέλους να τον προσκυνήσουν ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΑ! Γιατί "Θεού εστι μόνου το προσκυνείσθαι"
δικαιωματικά! Στα κτίσματα η προσκύνηση είναι προαιρετική, απλώς
τιμητική και κατά παραχώρησιν, και μπορούν αν θέλουν να την αρνηθούν
από ταπεινότητα.
Περαίνοντας
την παρούσαν εργασίαν αισθανόμεθα την ανάγκην να ευχαριστήσωμεν τον
πατ. Σεραφείμ δια την πολύτιμον συμβολήν του εις την ερμηνείαν του
κειμένου του Μεγ. Αθανασίου. Παραδίδωμεν, λοιπόν, τούτην την κατά χάριν
Θεού ερμηνείαν, εις την κρίσιν όσων κρίνουν άνευ επιπολαιότητος και
εις την αγάπην όσων αγαπούν τον Ιησούν Χριστόν, τον λόγο Του και τους
εκ ζήλου ερευνητάς του λόγου Του. Είτι ορθόν εν το πονήματι τούτω,
αποδοτέον τώ Θεώ, όστις έδωκε τον νουν και «διανοίγει τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (ΛΟΥΚ. ΚΔ: 45).
Είτι εσφαλμένον, αποδοτέον τη ανθρωπίνη ατελεία. Το τέλειον απόκειται
εις το μέλλον. Ευχόμεθα δε, όπως η ερμηνευτική αύτη προσπάθεια γίνει
αφορμή προς καλλιτέραν έρευναν, ερμηνείαν και μετάφρασιν του αιωνίου
λόγου του Θεού καθώς και των Αθανάτων και Θεοφόρων Πατέρων «της Εκκλησίας του Κυρίου και Θεού, ήν περιεποιήασατο δια του ιδίου αίματος» (ΠΡΑΞ. Κ: 28).
Πηγή: www.oodegr.com
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου