ΣΙΜΩΝ Ο ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ
Ὁ ἀφηνιασμένος ὄχλος τὸν προστάζει
νὰ φέρη τὸν σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ στὸν ὦμο.
Μετρῶντας τὸν ἀμέτρητο τὸ δρόμο
τρέμουν τὰ γόνατά του, ὁ ἱδρώς του στάζει.
+++
Ἀγκομαχᾶ, τὰ κόκκαλά του τρίζουν,
σὰ νὰ σηκώνη ἀσήκωτο μολύβι, ...
σὰ να σηκώνη βράχο σκύβει, σκύβει
κι ἀυτοὶ τὸν σπρώχνουν, τὸν γελοῦν, τὸν βρίζουν.
+++
Κι αὐτοὶ γελοὺν κι ἐκεῖνος κρυφοκλαίει,
καὶ μόνον ὁ κατάδικος, σιμά του
βαδίζοντας τὸ δρόμο τοῦ θανάτου
τὸν συμπαθεῖ, τὸν συμπονεῖ, τοῦ λέει:
+++
Βαρύς, δυστυχισμένε εἶν' ὁ σταυρός μου,
βαρύς! Ξέρεις μὲ τί εῑναι φορτωμένα
τὰ ξύλα του ποὺ θὰ δεχτοὺν ἐμένα;
Μ ' αἰώνων ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
* Ιωάννης Πολέμης Γ. ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου