Αθανασίου του Μεγάλου: Ταυτίζει το Δευτερονόμιο 32/λβ: 18, τη λέξη: "κτίζω" με τη λέξη: "γεννώ"; |
1. Περί παρερμηνείας των Αρειανών Στη σημερινή εκπομπή θα ασχοληθούμε με ένα ακόμη από τα χωρία που χρησιμοποιούν (σπανιότερα βέβαια αυτή τη φορά), όσοι θέλουν να ισχυρίζονται ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι γνήσιος Υιός του Θεού αλλά είναι κτίσμα, δημιούργημα. Σε προηγούμενες εκπομπές είδαμε αναλυτικά την επιχειρηματολογία των Αρειανών των οπαδών του Αρείου, αλλά και των συγχρόνων που ισχυρίζονται ανάλογα, ότι δηλαδή ο Υιός είναι κτίσμα, δημιούργημα. Είδαμε λοιπόν την επιχειρηματολογία τους, η οποία στηριζόταν στο χωρίο των Παροιμιών «Κύριος έκτισέ με Αρχήν οδών Αυτού εις έργα Αυτού». Παρακολουθήσαμε με λεπτομέρεια το πώς εκθέτει τα επιχειρήματα της Εκκλησίας μας γύρω από το χωρίο αυτό, και γύρω από το ζήτημα αυτό, ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Είδαμε με ποιο τρόπο, πόσο αναλυτικά εξετάζει κάθε σημείο της επιχειρηματολογίας των αιρετικών, και πώς ερμηνεύει το χωρίο αυτό με βάση ολόκληρη την υπόλοιπη Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Μέσα από αυτήν την εκτενή και πολύ λεπτομερειακή ανάλυση, γίνεται φανερή η κακοδοξία των αιρετικών και η μέθοδος με την οποία διαστρέφουν τα χωρία της Αγίας Γραφής προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την παραχάραξη των ευαγγελικών αληθειών και την διαστροφή της αληθείας με ψεύδη, πλάνες, και γενικά ακολουθώντας μια πορεία η οποία έχει πολλά λογικά άλματα. Διαπιστώσαμε λοιπόν (σε προηγούμενες ομιλίες), ότι στο συγκεκριμένο χωρίο που αναφέραμε, δηλαδή στο χωρίο από το βιβλίο των Παροιμιών: «Κύριος έκτισέ με Αρχήν οδών Αυτού, εις έργα Αυτού», η αναφορά στο ρήμα «κτίζω» «Κύριος έκτισέ με», γίνεται σε σχέση με την ανθρώπινη φύση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και όχι με τη Θεία φύση Του, η οποία είναι προαιώνια και άναρχη όπως είναι και άναρχος ο Θεός Πατήρ [*]. Στο σημείο αυτό, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι είναι γενική αρχή των επιχειρημάτων όσων θέλουν να ισχυρίζονται κακόδοξα ότι ο Κύριός μας είναι κτίσμα, ότι δηλαδή χρησιμοποιούν χωρία που αναφέρονται σαφώς στην κτιστή ανθρώπινη φύση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και τα ανάγουν στην Θεία προαιώνια και άκτιστη φύση Του. Ο Κύριός μας, για την σωτηρία μας σαρκώθηκε, ενανθρώπισε, έλαβε δηλαδή την ανθρώπινη σάρκα προκειμένου να την απαλλάξει από τον θάνατο και την αμαρτία, και να την αναστήσει. Γι’ αυτό το λόγο σε κάποιο σημείο χρονικό, έλαβε την κτιστή φύση και έγινε άνθρωπος. Όσα λοιπόν χωρία αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση, την κτιστή φύση, δεν μπορούν να συγχέονται με την Θεία και προαιώνια και άκτιστη φύση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 2. Περί αϊδιότητας του Λόγου Τα μεν κτίσματα λοιπόν, άρχισαν να δημιουργούνται ο δε Λόγος του Θεού, αφού δεν έχει αρχή της υπάρξεως, είναι εύλογο ότι δεν άρχισε και να υπάρχει, ούτε άρχισε να γίνεται, αλλά υπήρχε πάντοτε. Και τα μεν έργα έχουν αρχή εις το να γίνονται, και η αρχή προηγείται των δημιουργημάτων, όμως ο Λόγος επειδή δεν ανήκει σε εκείνα που γίνονται, (στα κτιστά δηλαδή), γίνεται μάλλον Δημιουργός αυτών που έχουν αρχή. Και η μεν ύπαρξις των δημιουργημάτων αυτών που έχουν γίνει, μετράται με την δημιουργία τους, και μετά από κάποια αρχή. Αρχίζει να δημιουργεί αυτά ο Θεός διά του Λόγου, ώστε να είναι γνωστό ότι δεν υπήρχαν αυτά πριν δημιουργηθούν. Αντίθετα όμως ο Λόγος, έχει την αρχή της υπάρξεως Του όχι κάπου αλλού, αλλά ή στον Πατέρα, ο Οποίος (και κατά τη γνώμη των αιρετικών) είναι άναρχος. Για να υπάρχει κι Αυτός ανάρχως εν τω Πατρί, αφού είναι Υιός δηλαδή και όχι κτίσμα του Θεού Πατρός. Έτσι λοιπόν διαφοροποιεί η Αγία Γραφή το γέννημα, το αποτέλεσμα και προϊόν γεννήσεως δηλαδή, από τα δημιουργήματα, και αποδεικνύει ότι το μεν γέννημα αυτό δηλαδή που έχει προέλθει από φυσική γέννηση, είναι υιός, και δεν άρχισε από κάποια αρχή, αλλά υπήρχε αϊδίως, πάντοτε. Το δε δημιούργημα, επειδή είναι έργο του Δημιουργού, προερχόμενο έξωθεν Αυτού, τονίζει ότι άρχισε να δημιουργείται. Έτσι λοιπόν και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θεολογεί περί του Υιού, επειδή γνωρίζει τη διαφορά των λέξεων, δεν λέει: «εν αρχή γέγονε», ή «πεποίηται», αλλά: «εν αρχή ην ο Λόγος», εις τρόπον ώστε το γέννημα, ο γνήσιος δηλαδή φυσικός Υιός, να συνυπονοείται με το «ην», και να μη σκεφτεί κανείς ότι υπήρχε χρονική διαφορά, αλλά να πιστεύει ότι πάντοτε υπήρχε (ην) ο Υιός, και μάλιστα αϊδίως. Αν και αυτά αποδεικνύονται ότι είναι έτσι, ο Άρειος και οι οπαδοί του, (και αυτοί που ισχυρίζονται όσα ο Άρειος) τα υποστηρίζουν μέχρι και τις μέρες μας. 3. Η παρερμηνεία του Δευτερονομίου Επειδή δεν κατανόησαν τα λεγόμενα στο Δευτερονόμιο, ετόλμησαν πάλι στο θέμα αυτό να ασεβούν, με το να λέγουν ότι είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ποίημα ή κτίσμα, (δηλαδή έχει δημιουργηθεί, έχει γίνει). Ισχυρίζονται δηλαδή ότι σημαίνει το ίδιο πράγμα το «ποίημα» (το δημιούργημα) και ο «υιός», (το "γέννημα", το προϊόν της γεννήσεως). Και απ’ αυτό λοιπόν θα φανεί ότι είναι αμαθείς και ασεβείς. Διότι το μεν πρώτο ρητό από το βιβλίο του Δευτερονομίου (λβ: 32: 6) είναι αυτό: «ουκ αυτός ούτός σου πατήρ εκτήσατό σε και εποίησέ σε και έκτισέ σε;» Αυτό θα είναι και το κεντρικό θέμα στην παρούσα μελέτη. Και υπενθυμίζουμε ότι θα παρακολουθήσουμε την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί εναντίον αυτών των κακοδοξιών, ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας μας ο Άγιος Αθανάσιος στον Δεύτερο κατά Αρειανών Λόγο του. Το πρώτο λοιπόν ρητό, το πρώτο χωρίο, λέγει: «ουκ αυτός ούτός σου πατήρ εκτήσατό σε και εποίησέ σε και έκτισέ σε;». Και μετά από λίγο, στην ίδια ωδή, λέγει: «Θεόν τον γεννήσαντά σε εγκατέλιπες και επελάθου Θεού του τρέφοντός σε» (Δευτερονομίου 32/λβ: 18). Ισχυρίζονται λοιπόν οι αιρετικοί, ότι στη μια περίπτωση χρησιμοποιούνται τα ρήματα «κτίζω» και «ποιώ», και στην δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιείται η μετοχή του ρήματος «γεννώ». Συμπεραίνουν λοιπόν πάλι όπως θα δούμε στη συνέχεια, κάνοντας ένα τεράστιο λογικό άλμα, ότι η χρήσις των ρημάτων αυτών γίνεται για τον ίδιο σκοπό, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα ρήματα αυτά έχουν την ίδια έννοια. Κατά συνέπεια, κάνοντας ένα λογικό άλμα, λέγουν ότι ο Υιός είναι κτίσμα, ή με άλλα λόγια η γέννησις είναι ταυτόσημη με την δημιουργία. Αυτό λοιπόν το εσφαλμένο σκεπτικό των αιρετικών θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη, και θα δούμε πόσο εσφαλμένο είναι μέσα και από τα λόγια του μεγάλου Αθανάσιου. 4. H σημασία της σειράς που αναφέρονται οι λέξεις "ποιώ" και "γεννώ" Η έννοια (μας λέγει ο Άγιος Αθανάσιος) αυτών των ρητών, είναι πολύ αξιοπρόσεκτη. Δεν είπε δηλαδή πρώτα το «εγέννησε», για να μη φανεί ότι η λέξις δεν διαφέρει από το «εποίησε», και βρουν οι αιρετικοί δικαιολογία να λέγουν, ότι ο Μωυσής είπε ότι ο Θεός είπε κατά τη δημιουργία: «ποιήσωμεν άνθρωπον», ο Ίδιος δε είπε έπειτα: «Θεόν τον γεννήσαντά σε, εγκατέλειπες», επειδή δήθεν δεν διαφέρουν οι λέξεις, επομένως είναι το ίδιο το γέννημα και το ποίημα, αλλά, μετά το «εκτίσατο» και το «εποίησεν», αργότερα προσέθεσε το «εγέννησε», για να φανερωθεί ότι ο Λόγος έχει και ερμηνεία. Διότι με το «εποίησε», σημαίνει ακριβώς την φύση των ανθρώπων, ότι δηλαδή είναι έργα και δημιουργήματα. Με το «εγέννησε» πάλι, φανερώνει την φιλανθρωπία του Θεού, η οποία πραγματοποιήθηκε στους ανθρώπους μετά τη δημιουργία τους. Κι επειδή οι άνθρωποι φάνηκαν αχάριστοι γι’ αυτή τη φιλανθρωπία, δια τούτο ο Μωυσής τους ονειδίζει, και λέγει: «πρώτον μεν ταύτα Κυρίω ανταποδίδοτε;» (Αυτά ανταποδίδετε εις τον Κύριο;). Έπειτα δε προσθέτει: «ουκ αυτός ούτός σου πατήρ εκτήσατό σε και εποίησέ σε και έκτισέ σε;» Είναι το επίμαχο χωρίο, ο 6ος δηλαδή στίχος του 32/λβ κεφαλαίου του βιβλίου του Δευτερονομίου. Και ύστερα πάλι, λέγει: «έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεω, θεοίς, οίς ουκ ήδεισαν· καινοί και πρόσφατοι ήκασιν, ους ουκ ήδεισαν οι πατέρες αυτών. Θεόν τον γεννήσαντά σε εγκατέλιπες και επελάθου Θεού του τρέφοντός σε». Δηλαδή εθυσίασαν στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό, εις θεούς δηλαδή τους οποίους δεν γνωρίζουν. Καινούργιοι που ενεφανίσθησαν προσφάτως, τους οποίους δεν γνώριζαν οι πρόγονοί τους. Και εγκατέλειψαν τον Θεό που τους τους γέννησε. (Δευτερονόμιο λβ: 32: 17,18). Ο Θεός λοιπόν, όχι μόνον τους έκτισε ως ανθρώπους, αλλά τους ονόμασε και υιούς, διότι τους εγέννησε. Διότι το «γέννησε», και αυτό είναι δηλωτικό του «υιός», καθώς λέει και δια του Προφήτου: «υιούς εγέννησα και ύψωσα», (Ησαϊας 1/α: 2). Και γενικά, όταν η Γραφή θέλει να σημάνει «υιόν», το εκφράζει όχι διά της λέξεως «έκτισα», αλλά οπωσδήποτε διά της λέξεως «εγέννησα». Και τούτο πάλι φαίνεται να λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οί ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιωάννης 1/α: 12,13). Είναι λοιπόν και εδώ, πολύ ορθή η παρατήρηση το «γενέσθαι», (με ένα "ν", το να γίνει δηλαδή κάποιος), το λέει, επειδή γίνονται αυτοί υιοί, όχι κατά φύσιν, αλλά κατά υιοθεσίαν. Το δε «εγεννήθησαν», το είπε για το ότι έχουν λάβει και αυτοί τελείως το όνομα του υιού. Αλλά ο λαός, όπως λέγει ο προφήτης, απαρνήθηκε τον ευεργέτη. (Ησαϊας 1/α: 3). Αυτή όμως είναι η φιλανθρωπία του Θεού. Ότι δηλαδή, εκείνων των οποίων είναι Δημιουργός τους, γίνεται αργότερα κατά χάριν και Πατήρ. Γίνεται δε Πατήρ, όταν οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί, λάβουν (όπως είπε ο Απόστολος), στις καρδιές των, το Πνεύμα του Υιού Αυτού, το Οποίον κράζει: «Αββά ο Πατήρ» (Γαλάτας 4/δ: 6). Αυτοί δε, είναι εκείνοι οι οποίοι εδέχθησαν τον Λόγο, και έλαβαν εξουσία από Αυτόν να γίνουν παιδιά του Θεού, διότι κατ’ άλλον τρόπον δεν ήταν δυνατό να γίνουν υιοί, αφού είναι εκ φύσεως κτίσματα. Και ο μοναδικός αυτός τρόπος, είναι να υποδεχθούν το Πνεύμα του φυσικού και πραγματικού Υιού. Είπαμε λοιπόν προηγουμένως, ότι στα χωρία που μας απασχολούν, και που εξετάζουμε στη σημερινή εκπομπή από το βιβλίο του Δευτερονομίου, έχει πολύ μεγάλη σημασία η σειρά με την οποία έχουν λεχθεί και έχουν τοποθετηθεί τα ρήματα. Δηλαδή δεν αναφέρεται πρώτα το ρήμα γεννώ, αλλά πρώτα τα ρήματα «ποιώ» και «κτίζω», κι ύστερα, στη συνέχεια, το ρήμα «γεννώ». Και μ’ αυτό υποδηλώνεται, ακριβώς το ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε δημιουργήματα, κτίσματα. Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπο. Ύστερα, από φιλανθρωπία του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει κατά χάριν υιός. Του έδωσε δηλαδή την δυνατότητα της υιοθεσίας. Και επειδή η υιοθεσία είναι πραγματική, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται και το ρήμα «γεννώ», και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο απ’ όπου διαβάσαμε το ανάλογο χωρίο. 5. Η υιοθεσία της ανθρωπότητας εν Χριστώ Ιησού Γίνεται λοιπόν ο Θεός Πατήρ, όταν οι άνθρωποι οι οποίοι ενωρίτερα έχουν δημιουργηθεί, λάβουν, (όπως είπε ο Απόστολος Παύλος), στις καρδιές τους το Πνεύμα του Υιού Αυτού, «το οποίο κράζει Αββά ο Πατήρ». Και αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι εδέχθησαν τον Υιό και Λόγο του Θεού, και έλαβαν εξουσία από αυτόν να γίνουν παιδιά του Θεού, υποδεχόμενοι το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα δηλαδή του φυσικού και πραγματικού Υιού του Θεού. Γι’ αυτό, για να γίνει αυτό, «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιωάννης 1/α: 14). Δηλαδή για να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να δεχθεί την Θεότητα. Αυτή την έννοια είναι δυνατόν να πληροφορηθεί κανείς και από τον Προφήτη Μαλαχία, ο οποίος λέγει: «ουχί Θεός είς έκτισεν ημάς; ουχί πάντων υμών είς Πατήρ;» (Δεν σας έκτισε ένας Θεός; Δεν είναι ένας ο Πατήρ όλων σας;) (Μαλαχίας 2/β: 10). Και εδώ λοιπόν, πάλι τοποθέτησε πρώτο το «έκτισε», και δεύτερο το «Πατήρ», για να δείξει και ο Προφήτης αυτός, ότι εξ αρχής μεν είμεθα εκ φύσεως κτίσματα, και είναι Κτίστης μας ο Θεός διά του Λόγου. Αργότερα δε υιοποιούμεθα, γινόμαστε υιοί, κι έτσι ο Κτίστης Θεός, γίνεται και Πατήρ ημών. Λοιπόν το «Πατήρ» είναι ίδιον του Υιού και του Πατρός ίδιον είναι ο Υιός και όχι το κτίσμα. Ώστε αποδεικνύεται και από αυτό ότι δεν είμαστε εμείς εκ φύσεως γιοί, άλλα ο Υιός που βρίσκεται μέσα μας κι ότι δεν είναι πάλι ο Θεός εκ φύσεως Πατήρ ημών, αλλά του εντός ημών ευρισκόμενου Λόγου δια του οποίου και διά των οποίων «κράζομεν Αββά ο Πατήρ». Ακριβώς δε όπως αυτό, έτσι και ο Πατήρ σε κείνους που βλέπει τον Υιόν του, αυτούς ονομάζει κι Αυτός γιούς, και λέγει: «εγέννησε». Επειδή ακριβώς το μεν «γεννάν» σημαίνει τον Υιό, το δε «ποιείν» δηλώνει τα έργα, για τούτο λοιπόν εμείς δεν γεννώμεθα πρώτα, αλλά δημιουργούμεθα. Διότι έχει γραφεί: «ποιήσωμεν άνθρωπον», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Γεννέσεως 1/α: 26. Αργότερα δε, με το να δεχθούμε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, λεγόμεθα πλέον ότι και «γεννώμεθα», ότι δηλαδή έχουμε γεννηθεί. Διά τούτο λοιπόν και ο Μέγας Μωυσής στην ωδή, αυτή που αναφέρεται στο βιβλίο του Δευτερονομίου, και από την οποία είναι τα επίμαχα χωρία που εξετάζουμε στη σημερινή εκπομπή, έχει πει πρώτα το: «εκτίσατο», και μετά το «εγέννησε», με τη σωστή σημασία, ώστε να μην ακούσουν όσοι κακόδοξα ισχυρίζονται αυτά (οι αιρετικοί δηλαδή) το «εγέννησε», και λησμονήσουν την εξαρχής φύση αυτών, αλλά να γνωρίζουν ότι εξ αρχής μεν είναι κτίσματα, όταν δε λέγεται ότι οι άνθρωποι «γεννώνται» κατά χάριν ως υιοί, δεν παύουν καθόλου να είναι πάλι κατά φύσιν δημιουργήματα. 6. Η αντίστροφη πορεία "γέννησης" και "κτίσης" του Υιού Είπαμε λοιπόν προηγουμένως, ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε ήδη κατά φύσιν και πρώτα «κτίσματα», (δημιουργήματα), και ύστερα από φιλανθρωπία του Θεού, έχουμε τη δυνατότητα να γινόμαστε και γιοι, δηλαδή γεννήματα. Το ότι δεν είναι δυνατόν το ίδιο να σημαίνουν οι λέξεις «κτίσμα» και «γέννημα», αλλά οι λέξεις αυτές σαφώς διαφέρουν μεταξύ τους κατά την ερμηνεία τους αλλά και κατά την φύση τους, ο Ίδιος ο Κύριός μας το αποδεικνύει πάλι, στο χωρίο των Παροιμιών, το οποίο ήδη το έχουμε εξετάσει εξαντλητικά σε προηγούμενες εκπομπές, δηλαδή το χωρίο Παροιμίες 8/η: 22, που λέει τα εξής: «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών Αυτού εις έργα Αυτού». Όταν δηλαδή ο Κύριος λέει αυτό το χωρίο, μετά προσθέτει το: «προ δε πάντων βουνών γεννά με», στον στίχο 25. Εάν ήταν εκ φύσεως και κατ’ ουσίαν ο Λόγος κτίσμα, και υπήρχε διαφορά του γεννήματος, δηλαδή του αποτελέσματος της γεννήσεως προς το κτίσμα, δεν θα προσέθετε το: «γεννά με», αλλά θα είχε αρκεσθεί εις το «έκτισε», αφού η λέξη αυτή θα σήμαινε και το «εγέννησε». Επομένως είναι σαφές ότι είναι διαφορετική η φύσις και η έννοια των λέξεων γεννώ και κτίζω. Τώρα όμως που είπε: «έκτισέ με αρχήν οδών Αυτού εις έργα Αυτού», προσέθεσε όχι απλώς το: «γεννά με», αλλά με σύνδεση διά του Συνδέσμου «δε», για να προσδιορίσει με αυτό, ασφαλέστερα την λέξη «έκτισε». Και είπε: «προ δε πάντων βουνών γεννά με». Το «γεννά με» δηλαδή, εκφερόμενο μαζί με το «έκτισε», δημιουργεί μια ορισμένη σημασία, και δείχνει ότι το μεν «έκτισε» ελέχθη για κάποια αιτία, το δε «γεννά με» τοποθετείται προ του «έκτισε». (Εννοούμε τοποθετείται χρονικά προ του «έκτισε»), όπως ακριβώς δηλαδή εάν είχε πει το αντίθετο: «Κύριος γεννά με», και προσέθετε: «προ δε πάντων βουνών έκτισέ με», οπωσδήποτε θα προηγείτο του «εγέννησε» το «έκτισε», έτσι με το να έχει πει πρώτα το «έκτισε», και με το να προσθέτει το: «προ δε πάντων βουνών γεννά με», κατ’ ανάγκη δείχνει ότι προηγείται το «γέννησε» του «έκτισε», και μάλιστα με το να λέγει: «προ πάντων γεννά με», σημαίνει ότι ο εαυτός Του είναι διαφορετικός από «τα πάντα», διότι έδειξε στα προηγούμενα ότι ως προς τα κτίσματα, τίποτε δεν έγινε πριν από κάποιο άλλο, αλλά συγχρόνως όλα μαζί τα «γενητά» (με ένα «ν»), αυτά δηλαδή που δημιουργήθηκαν, αυτά συνεστήθησαν με ένα και το αυτό πρόσταγμα. Για το λόγο αυτό λοιπόν, ούτε τα επί του «έκτισε» αναφερόμενα, αναφέρονται τα ίδια και επί του «γεννάμαι», αλλά εις μεν το «έκτισε», αναφέρεται το: «αρχήν οδών», δια δε το «γεννάμαι», δεν είπε: «αρχήν γεννάμαι», αλλά «προ πάντων γεννάμαι». Αυτός δε που υπάρχει «προ πάντων», δεν είναι η αρχή των πάντων, αλλά είναι διαφορετικός από «τα πάντα». Εάν δε είναι διαφορετικός από «τα πάντα», (μεταξύ των οποίων εννοείται και «η αρχή των πάντων»), είναι φανερό ότι είναι διαφορετικός από τα κτίσματα, απ’ όλα τα κτίσματα. Και αποδεικνύεται φανερά, ότι αφού ο Λόγος είναι διαφορετικός από τα πάντα, και υπάρχει πριν από τα πάντα, αργότερα κτίζεται ως «αρχή των οδών» εις έργα, (δηλαδή για λογαριασμό των έργων), για την ενανθρώπιση. Ώστε όπως είπε ο Απόστολος, «Ος εστιν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν Αυτός πρωτεύων», δηλαδή Αυτός είναι η Αρχή, ο Πρωτότοκος εκ των νεκρών, για να γίνει Αυτός ο πρώτος σε όλα. (Κολοσσαείς 1/α: 18). Αφού λοιπόν είναι τέτοια η διαφορά του «έκτισε» και του «γεννάμαι», και της «αρχής οδών», και του «προ πάντων», κι ο Θεός είναι Κτίστης των ανθρώπων, έτσι όπως έχει λεχθεί, γίνεται και αργότερα Πατήρ εξαιτίας του Υιού και Λόγου Του, ο οποίος ενοικεί εντός αυτών, εντός δηλαδή των ανθρώπων που τον εδέχθησαν. Όσον αφορά δε εις τον Λόγο, συμβαίνει το αντίθετο. Ενώ δηλαδή ο Θεός είναι εκ φύσεως Πατήρ Αυτού, γίνεται μετά ταύτα και Κτίστης Αυτού και Δημιουργός, όταν ενδύεται ο Λόγος την κτισθήσα και δημιουργηθείσα σάρκα, και γίνεται άνθρωπος. Όπως ακριβώς δηλαδή οι άνθρωποι με το να λαμβάνουν το Πνεύμα του Υιού γίνονται δι’ Αυτού παιδιά, έτσι ο Λόγος του Θεού, όταν κι Αυτός ενεδύθη τη σάρκα των ανθρώπων, τότε λέγεται ότι κτίζεται και δημιουργείται. Εάν μεν λοιπόν εμείς είμαστε εκ φύσεως υιοί, είναι φανερό ότι κι Εκείνος είναι εκ φύσεως κτίσμα και δημιούργημα. Εάν δεν εμείς γινόμαστε εξ υιοθεσίας και κατά χάριν υιοί, είναι φανερό ότι και ο Λόγος επειδή εγένετο άνθρωπος δια την προς ημάς Χάρη, διά τούτο είπε: «Κύριος έκτισέ με». Έπειτα, επειδή με το να ενδυθεί το κτιστόν, έγινε όμοιος με μας κατά το σώμα, διά τούτο εύλογα ονομάσθηκε και αδελφούς μας, και πρωτότοκος ημών. Παρά το ότι δηλαδή έγινε άνθρωπος μετά από μας, και αδελφός μας, διά την ομοιότητα του σώματος, όμως και κατά τούτο λέγεται (και είναι) πρωτότοκος ημών, επειδή με το να έχουν καταστραφεί όλοι οι άνθρωποι εξ αιτίας της παράβασης του Αδάμ, πρώτη από τις άλλες σώθηκε και απελευθερώθηκε η σαρξ Εκείνου, επειδή υπήρξε σώμα αυτού του Λόγου. Και έτσι πλέον εμείς, με το να είμαστε σύσσωμοι σωζόμεθα, όπως και εκείνο το σώμα. Το σώμα δηλαδή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Με εκείνο λοιπόν γίνεται ο Κύριος και )οδηγός μας στην Βασιλεία των Ουρανών και προς τον Πατέρα Αυτού, διότι λέγει: «Εγώ ημί η Οδός» (Ιωάννης 14/ιδ: 6) και «η Θύρα» (Ιωάννης 10/ι: 7). Και ότι «όλοι πρέπει να εισέλθουν μέσω Εμού». Διά τούτο λοιπόν λέγεται πάλι και «πρωτότοκος εκ των νεκρών». Όχι διότι Αυτός απέθανε πρώτος εξ ημών, (διότι εμείς είχαμε προαποθάνει). Αλλά διότι, επειδή πήρε πάνω του τον θάνατο χάριν ημών και τον κατήργησε, αναστήθηκε Αυτός πρώτος ως άνθρωπος, και ανέστησε χάριν ημών το σώμα Του. Ώστε λοιπόν, επειδή Εκείνος αναστήθηκε, κι εμείς μετά από Εκείνον, και εξαιτίας Εκείνου, ανιστάμεθα εκ των νεκρών. Αυτά λοιπόν τα πολύ σπουδαία που μας λέει ο Άγιος Αθανάσιος πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν διαβάζουμε και τα συγκεκριμένα χώρια από το βιβλίο τού Δευτερονομίου, τα οποία μας απασχόλησαν στη σημερινή εκπομπή, αλλά και γενικά όλα τα χωρία που αναφέρονται στη Θεία, αλλά και την ανθρώπινη φύση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία για την ορθή ερμηνεία των χωρίων αυτών, το με ποια σειρά λέγονται οι λέξεις που αναφέρονται, και στην προκειμένη περίπτωση η σειρά είναι ότι για μας τους ανθρώπους πρώτα αναφέρονται οι λέξεις «κτίζω» και «ποιώ», και στη συνέχεια η λέξη «γεννώ». Στην περίπτωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Δηλαδή πρώτα γεννάται αχρόνως και προαιωνίως από τον Θεό Πατέρα, και στη συνέχεια κτίζεται το σώμα, το ανθρώπινο σώμα που έλαβε προκειμένου να μας οδηγήσει στη σωτηρία. Για μας τους ανθρώπους ο Θεός είναι πρώτα Κτίστης και Δημιουργός και μετά Πατέρας. Για τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Θεός είναι πρώτα Πατήρ, διότι είναι Εκείνου κατά φύσιν Υιός και Λόγος και Σοφία, και στη συνέχεια, εν χρόνω γίνεται και Κτίστης και Δημιουργός, διότι του έφτιαξε το σώμα Του όμοιο με το δικό μας, ώστε με αυτό να νικήσει την αμαρτία και τον θάνατο, και να μας συναναστήσει και να μας οδηγήσει προς τον Πάτερα. Αυτά λοιπόν πρέπει να έχουμε υπόψη μας και να τα γνωρίζουμε σε κάθε περίπτωση που αντιμετωπίζουμε παρόμοιου τύπου ψευτοεπιχειρήματα από πλευράς των αιρετικών, και με αυτό τον τρόπο να αναγινώσκουμε και να κατανοούμε τις Γραφές. [*] Σημείωση ΟΟΔΕ: Ο Άγιος Αθανάσιος αναιρεί τα επιχειρήματα των Αρειανών, ασχολούμενος μόνο με τη μία από τις εφαρμογές του χωρίου αυτού των Παροιμιών περί της Σοφίας του Θεού, (την προφητική), που εφαρμόζεται στην κτιστή ανθρώπινη φύση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όπως όμως έχουμε δείξει αναλυτικά σε άλλα άρθρα μας, το χωρίο αυτό δεν βοηθάει τους Αριανιστές, ούτε και αν το ερμηνεύσουμε με την άλλη εφαρμογή του, ως προς τη Θεϊκή φύση του Κυρίου, γιατί η λέξη που χρησιμοποιείται στα Εβραϊκά είναι διφορούμενη, ώστε ως προς τη μεν Θεϊκή φύση του Χριστού, βάσει συμφραζομένων του χωρίου, μπορεί να σημαίνει μόνο "απόκτηση", ως προς την δε ανθρώπινη φύση Του, μπορεί πράγματι να σημαίνει "κτίση", (όπως αναλύει ο άγιος Αθανάσιος), αλλά μόνο προφητικά, για την μέλλουσα τότε ενανθρώπιση του Χριστού. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου