Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Αισθητική και Θεολογική ανάλυση της εικόνας της Γέννησης του Χριστού

Αισθητική και Θεολογική ανάλυση της εικόνας της Γέννησης του Χριστού
 
Ιωάννου Σκιαδαρέση Επίκουρου Καθηγητού ΑΠΘ

Εισαγωγικά Σχόλια

Τη σοβαρότητα και το βάθος που χαρακτηρίζουν το σωτήριο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, που θα γιορτάσουμε σε λίγες μέρες, απειλεί να παρα­μορφώσει μια συνήθη τάση ειδυλλιακής και  ρομαντικής προσέγγισής του.
Η ειδυλλιακή και ρομαντική αυτή προσέγγιση δεν είναι μια αθώα τάση, συμβατή προς ανθρώπινες ροπές, αλλά συνιστά παρέκκλιση από τα ορθόδοξα παραδεδομένα μας, παρέκκλιση προς την οποία γλιστράει πολλές φορές θεληματικά ο άνθρωπος του καιρού μας, ο οποίος συχνά αντί για χρήση γνήσιων αναγεννητικών φαρμάκων, με στόχο την υπέρβαση της τυραννίας του θανάτου, προτιμάει απλά παυσίπονα ή και ναρκωτικά για μια πρόσκαιρη φυγή από την πεζή και ένοχη καθημερινότητα.


Γι΄ αυτό στο τέλος κι ο πλούσιος διάκοσμος των ημερών αυτών και η ευσεβιστική φιλολογία και στάση μας δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα καλοστημένο και γενικευμένο καμουφλάζ. Κάτω κι απ΄ τα πιο ψηλά χριστουγεννιάτικα δένδρα και τις πιο φαντασμαγορικά στολισμένες πλατείες με τα πολλά φώτα, χάσκει η ανατριχιαστική παγωνιά του θανάτου και η απουσία μιας αυθεντικής ζωής. Βασιλεύει ουσιαστικά το πυκνό  σκοτάδι.


Η εκκλησία μας όμως, δεν παύει να καλεί τα μέλη της σε μια δυναμική πάλη κατά της εκτροπής που πιο πάνω ανέφερα ή, για να εκφρασθώ ορθότερα, δεν παύει από το να μας προφυλάσσει από παντός είδους μονομέρειες και μονοφυσιτισμούς, που γεννούν εκτροπές. Όπλα της: τα βιβλικά κείμενα, η υμνολογία και η αγιογραφία της.
Με τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ή αποδίδει το μυστήριο της Γέννησης και στις τρεις αυτές φανερώσεις της, κρατάει και αυτό και εμάς στην αλήθεια: Από τη μια δεν το υποβαθμίζει σε μια ρομαντική ιστορία ή σε ένα ειδυλλιακό επεισόδιο του μακρινού παρελθόντος· ούτε το μεταβάλλει σε νεκρό αντικείμενο της σκέψης.
Από την άλλη δεν μας αφήνει περιθώρια να το βλέπουμε απλά ως ένα χρειαζούμενο και γι' αυτό διατηρητέο εξάρτημα των ηθών και των εθίμων του τόπου μας αλλ΄ ούτε και ως μια αφορμή μόνο για ανάπαυλα από τον καθημερινό μας μόχθο. Θεωρώντας το στις πραγματικές του διαστάσεις, μας καλεί να το βιώσουμε ένδον της υπάρξεώς μας.
Μας υποβάλλει την ανάγκη μιας σοβαρής προσκύνησής του και ενός νηφάλιου γιορτασμού, που μεταμορφώνει την ασθένειά μας ή την οσμή του θανάτου σε χαρά, σε ελπίδα υπέρβασης όλων των αρνητικών της καθημερινότητας και σε γεύση μιας άλλης ζωής. Οι τόνοι είναι μεν γιορταστικοί και θριαμβευτικοί, απέχουν όμως από αυτό που καλούμε ανθρώ­πινο κομπασμό και τυραννία του εγώ. Καλούν σε δοξασμό του γεννηθέντος Θεού ταυτόχρονα όμως και σε δοξασμό του ανθρώπου, τον οποίο εκείνος προσέλαβε, εδόξασε και εθέωσε· Αυτός όμως ο δοξασμός υποβάλλει ταυτόχριονα συστολή και ταπείνωση.

Σήμερα όμως ο λόγος για την εικόνα της Γέννησης. Τη λαμπρή αυτή φανέρωση της πίστης, της ζωής και του πολιτισμού της Ορθόδοξης εκκλησίας μας. Ας εξειδικεύσουμε λοιπόν τις αναφορές μας σΆ αυτήν. Και πρώτα απΆ όλα ας προτάξουμε, τρεις γενικές εκτιμήσεις:
α) Στη βυζαντινή εικόνα της γέννησης, μέσα σε μια συμφωνία χρωμάτων, διαστάσεων, θεμάτων και μορφών αποτυπώνεται η ισορροπία και το συναμφότερο. Κυριαρχεί το θεανθρώπινο. Καμιά μονομέρεια από τις συνηθισμένες. Όλος ο Θεός παρών στην εικόνα και ταυτόχρονα όλος ο άνθρωπος. Σε  μια σώζουσα ενότητα και ισορροπία.
Η εικόνα δεν ιστορεί ένα γεγονός, στο οποίο δρα μονάχα ο Θεός. Ούτε μια πράξη που αρχίζει και τελειώνει στα ανθρώπινα όρια. Εδώ ο Θεός ευδοκεί και γίνεται άνθρωπος και το ανθρώπινο γένος, στο πρόσωπο της θεοτόκου, συνευδοκεί στο να συναντηθεί με τον Θεό. Και κάθε κτιστό μετέχει σΆ αυτή τη συνευδοκία. Για να γίνει εξαιτίας του Χριστοῦ ο άνθρωπος Θεός. Να πληρωθούν τα σύμπαντα χαράς.

β) Η βυζαντινή εικόνα, σε αντίθεση με ό,τι θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς για τη δυτική, ενώ δεν ανθρωποποιεί το γεγονός ή  δεν το αποτυπώνει αποκλειστικά σε ένα οριζόντιο – μόνο ανθρώπινο, άρα κοσμικό  επίπεδο, δεν μας εξάγει από το λίκνο μας, που είναι η γη μας. Δεν μας κάνει αιθεροβάμονες. Μας κρατάει, κατἀρχάς προσγειωμένους στο ανθρώπινο και το κτιστό. Μέσα στην ιστορία μας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να μας βγάλει απΆ αυτήν γιατί μέσα σ΄ αυτή την ιστορία, την ανθρώπινη, εισέβαλε «το παιδίον» Ιησούς[1] και έκτοτε τη χειραγωγεί, παρά τα φαινόμενα, προς τον τελικό της δοξασμό.
Ωστόσο, η εικόνα της Γέννησης δεν μας εγκλωβίζει σΆ αυτήν ασφυκτικά. Μας προσανατολίζει προς ορίζοντα πλατύ και φωτεινό. Στον ορίζοντα του μυστηρίου της σάρκωσης. «Στη Βυζαντινή αγιογραφία», όπως θα πει ο Φώτης Κόνυογλου, «ζωγραφίζεται η Γέννηση του Χριστού σαν ένα πράγμα αποκαλυπτικό, χωρίς να πάψει να είναι μαζί και επίγειο. Τα υπερφυσικά ενώνονται με τα φυσικά, η ουράνια δόξα με την ταπεινότερη φτώχεια»[2]

γ) Ένας διάχυτος στην εικόνα δραματικός τόνος συμπορεύεται με ένα χαρμόσυνο. Και ενώ ο πρώτος, ο δραματικός, υποβάλλει μια σιωπηλή προσκύνηση («ράον σιωπή»[3]) ο δεύτερος, ο χαρμόσυνος, ωθεί σε δοξαστικά σκιρτήματα. Έχουμε δηλ και εδώ να κάνουμε με τη γνωστή μας από τη Μ. Εβδομάδα χαρμολύπη. Και αυτή η ανάκραση βιωμάτων είναι που εξασφαλίζει ισορροπία Με άλλα λόγια, θα έλεγα πως από κάθε πτυχή της εικόνας αναδύεται η θεανθρωπότητα, με βάση την οποία εξασφαλίζεται το ενιαίο μυστήριο της σωτηρίας μας, το μυστήριο δηλ που μας διατηρεί σώους τουτέστιν ολοκλήρους, εικόνες και απαυγάσματα του Θεανθρώπου Ιησού.
Κάθε πτυχή της υποβάλλει το μυστήριο, το οποίο ενεργείται εντός της ιστορίας όχι μια χρονική στιγμή αλλά απ΄ αιώνων και εις το διηνεκές. Γι΄ αυτό και στη βυζαντινή εικόνα της Γέννησης, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό στους αμύητους, αλληλοπεριχωρούνται, όπως θα δούμε, Γέννηση, Θεοφάνια, Σταύρωση, Ταφή, Ανάσταση.
Όλα δηλ τα εν Χριστώ γεγονότα της θείας οικονομίας. Όλα ενοποιούνται. Όλα συνάπτονται. Όλα παραπέμπουν εις άλληλα. Γι΄ αυτό και ο προσκυνητής της εικόνας της Γέννησης ενώ προσκυνεί τη Γέννα δεν χάνει την προοπτική της που είναι η σταύρωση, το πολυδιάστατο πάθος, η ταφή και η ανάσταση.  Αποτρεπόμενος από κατατμήσεις, απελευθερωμένος από το χρόνο, ο πιστός διαβαίνει διΆ όλων, σώζεται διΆ όλων και προσκυνεί τον όλο Χριστό.
Μετά τις τρεις αυτές εισαγωγικές γενικές εκτιμήσεις καιρός να προσεγγίσουμε αναλυτικότερα την εικόνα.
                 Τα επί μέρους στοιχεία της εικόνας

Στη βυζαντινή εικόνα της Γέννησης, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συμβαίνει σε πίνακες της Δύσης, το σκηνικό της παράστασης δεν δημιουργείται από κάποιον πύργο ή κάποιο ανάκτορο με τις σχετικές κιονοστοιχίες του ή έστω από κάποια  οικία. Δεν συναντάται ούτε καν στάβλος με τα σχετικά εξαρτήματά του (άχυρα κλπ).
Ένα βουνό, ένα σπήλαιο χωμένο μέσα στο βουνό, μια φάτνη-μνήμα κείμενη στο σπήλαιο και πέριξ δυο ζώα είναι τα κύρια στοιχεία του σκηνικού αυτού και μάλιστα τα ένδον του σπηλαίου. Έξω από αυτό ο Ιωσήφ, οι άγγελοι, οι μάγοι, οι ποιμένες, το αστέρι, διάσπαρτα λίγα πρόβατα και δένδρα προσθέτουν το δικό τους χρώμα.
Αρχίζουμε με το βουνό. Είναι παρόμοιο με αυτό της  εικόνας της Αναστάσεως.  Αν και βραχώδες και τραχύ, χωρίς να είναι χιονισμένο, είναι εύχαρι, ειρηνόχυτο, φωτεινόχρωμο. Θαρρείς σκιρτά κι αυτό υπακούοντας στην προτροπή του ορθρινού ύμνου «σκιρτήσατε τα όρη  Χριστού γεννηθέντος»[4]. Λούζεται όχι από μια εξωτερική φυσική πηγή φωτός, αλλά από το ίδιο το απαστράπτον γεγονός της γέννησης του Χριστού που είναι η ανατολή στον κόσμο του νοητού ήλιου της δικαιοσύνης. Θα έλεγε κανείς απλά πως μοιάζει, με τρίγωνο.
Θα προτιμούσα να το παρομοιάσω με σκηνή, οπότε η αναγωγή στον λόγο του Ευαγγελιστή Ιωάννη στο τέταρτο ευαγγέλιο «ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»[5] ή στο λόγο της Αποκάλυψης «και ιδού η σκηνή του θεού μετά των ανθρώπων»[6] είναι προφανής και ο συμβολισμός του βουνού εμφανής: Είναι το μεσσιανικό όρος που «από της χέρσου και ακάνθης έσται εις βόσκημα προβάτου»[7]. Είναι, με άλλα λόγια, το όρος Σιών, τουτέστι η εκκλησία. Μέσα σΆ αυτήν και γιΆ αυτήν γεννιέται ο Μεσσίας. Μέσα σΆ αυτήν λατρεύεται ο Χριστός και μέσα σ΄ αυτήν αναγεννάται και λαμπρύνεται ο πιστός.
Στο κέντρο αυτού του φωτεινόχρωμου βουνού ζωγραφίζεται ανοιγμένο σπήλαιοκαι στο κέντρο αυτού του σπηλαίου τοποθετείται ο Χριστός «κείμενος εν φάτνη»[8], όπως θα πει ο ευαγγελιστής Λουκάς.
Ως γνωστό από τους ευαγγελιστές που διηγούνται τη Γέννηση (Ματθαίος –Λουκάς) κανείς δεν κάνει λόγο για σπήλαιο, ως τον συγκεκριμένο τόπο γέννησης του Ιησού.
Ο μεν Ματθαίος μιλάει για οικία, όπου οι εξ Ανατολών μάγοι «είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού»[9]· ο δε Λουκάς για φάτνη, όπου η θεοτόκος «ανέκλινεν αυτόν»  «διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι»[10]. Πρώτη φορά λόγος για σπήλαιο, ως τόπο γέννησης του Χριστού, γίνεται στο απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου[11], πληροφορία που εναρμονίζεται κάπως με τη φάτνη για την οποία μιλάει ο Λουκάς και υιοθετείται έκτοτε από την αγιογραφία, την υμνολογία και τις παραδόσεις μας.
Το σπήλαιο, σε αντίθεση με το εύχαρι και φωτισμένο βουνό εντός του οποίου βρίσκεται, είναι σκοτεινόχρωμο. Το βαθύ σκοτάδι του αποτελεί προφανώς εικονική έκφραση της πριν από το Χριστό απουσίας του φωτός από τον κόσμο μας. Αποδίδει τη σκιά του θανάτου και την άβυσσο του κακού στην πιο φρικτή τους πυκνότητα.  Σ΄  αυτό το σκοτάδι έλαμψε το φως –Χριστός.

Όντως στο στοιχείο του σπηλαίου και του σκοταδιού του συναντάται αριστοτεχνικά ο προφητικός λόγος του Ησαϊου, σύμφωνα με τον οποίο «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, είδε φως μέγα· οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου φως λάμψει εφ´ ημάς»[12] με τον ευαγγελικό λόγο του Ιωάννη «και το φως εν τη σκοτία  φαίνει»[13].
Το ίδιο καθαρά θα πει το πρώτο ιδιόμελο της λιτής των Χριστουγέννων «ὁ ουρανός και η γη σήμερον προφητικώς ευφραινέσθωσαν. Άγγελοι και άνθρωποι πνευματικῶς πανηγυρίσωμεν, ότι Θεός εν σαρκί επέφανε, τοις εν σκότει και σκιά καθημένοις, γεννηθείς εκ γυναικός» και ο σχετικός ύμνος στον εσπερινό των Θεοφανίων «πού γαρ είχε το φως σου λάμψαι ειμή τοις εν σκότει καθημένοις;»[14].
 Εδώ λοιπόν μέσα στο σκοτάδι ανέτειλε το φως και έδυσε το σκότος. Εδώ καθεύδοντες «εύρομεν την αλήθειαν»[15]. Εδώ «ήλθεν, εφάνη το φως το απρόσιτον»[16]. Εδώ ο γνωστός μύθος του σπηλαίου του Σωκράτη[17] αντιστρέφεται: Δεν εξέρχεται από το έρεβος της άγνοιας και του ζόφου ο φιλόσοφος νους για να ανακαλύψει το φως και να συλλάβει την αλήθεια, αλλά ο Χριστός- με τη σάρκωσή του, από εκστατική αγάπη και έρωτα προς τα πλάσματά του, αυτοαποκαλύπτεται, αυτοφανερώνεται και αυτοπροσφέρεται προς αυτά, ως η αλήθεια, ως το άδυτο φως, και με το θάνατό του «ως φωτός λυχνία …υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται και διώκει τον εν άδη σκοτασμόν» για να θυμηθούμε τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής.
          Τρίτο στοιχείο του σκηνικού: η φάτνη που βρίσκεται στο κέντρο της σπηλιάς και μέσα σΆ αυτή σπαργανωμένο, φασκιωμένο, όπως παλιά φασκιώνονταν τα βρέφη, και ανακεκλιμένο  σαν σαβανωμένο το «παιδίον» Ιησούς.
Θα πρέπει να προσέξει κανείς εδώ ότι στην εξεικόνιση του βρέφους συμπλέκονται στοιχεία της Γέννησης με στοιχεία του πάθους και της ταφής του Χριστού. Σπαργανωμένος «καθάπερ βροτός ο τη ουσία αναφής»[18] γεννηθείς Χριστός, «κείμενος εν τη φάτνη», όπως λέει το κείμενο του Λουκά, παραπέμπει οπτικά σε μορφές νεκρών στον τάφο (ας θυμηθούμε την εικόνα του Λαζάρου εξερχόμενου από το μνήμα ή τον Χριστό  περιτυλιγμένον τα νεκρικά οθώνια και το σουδάριο).
Ο βυζαντινός αγιογράφος, υπομνηματίζοντας τα βιβλικά κείμενα που διηγούνται τη Γέννηση του Χριστού, υπό το φως του πάθους του και της Ανάστασής του, ανάγει, όπως το κάνουν ήδη εκείνα, από τη φάτνη στο καινό μνημείο. Από το φασκιωμένο βρέφος της Βιθλεέμ στον περιβεβλημένον τα οθώνια ώριμο νεκρό άνδρα Ιησού της Γεθσημανή.
Με άλλα λόγια, ενώ από τη μια ιστορεί τη γέννηση του Χριστού συνιστορεί και προμηνύει παράλληλα και την προοπτική της, δηλ την ταφή και την κάθοδο  του Χριστού στον ¶δη. Αντίστοιχα θα κινηθεί ο υμνωδός των εγκωμίων της Μ. Παρασκευής όταν, βλέποντας σε άρικτη ενότητα όλο το μυστήριο, θα ψάλλει:
           «επί γης κατήλθες, ίνα σώσης Αδάμ·
            και εν γη μη ευρηκώς τούτον, δέσποτα,
            μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών».
Θα πρέπει να προσέξουμε ότι ο Χριστός μέσα στη φάτνη-μνήμα δεν είναι, στη βυζαντινή εικόνα, το γυμνό, απελευθερωμένο από τα φασκιά στρουμπουλό μωρό της Δυτικής τέχνης, το οποίο διαθέτοντας περισσή ευεξία και ζωντάνια, γελάει ευχαριστημένο και παίζει ανέμελα με τα χεράκια του. Αντίθετα κείται μάλλον ως άπνους, ωσεί νεκρός.
Η ακινησία του και η όλη του εμφάνιση μοιάζει με εκείνη την κατάπαυση του νεκρού Χριστού τη μεγάλη μέρα του μεγάλου Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε ο Χριστός από το αναδημιουργικό του έργο. Φασκιωμένος λοιπόν και οιονεί νεκρός ο μικρός Ιησούς θυμίζει ότι «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι[19]». Και όντως ο Χριστός ανέλαβε ολόκληρη τη φθαρτή φύση του ανθρώπου, στην οποία ανήκει και η μετά την πτώση επισυμβάσα θνητότητά του. Και πέραν αυτού έγινε από τη σύλληψή του άνθρωπος του σταυρού: κυνηγημένος από υποψίες, φόβους, διωγμούς, εξορίες, σφαγές, κοντολογίς αντιμέτωπος με τη βία και την ωμότητα. Και στο τέλος της ζωής του πάνω στο σταυρό πρόβαλλε «κατάστικτος τοις μώλωψι» και όμως «πανσθενουργός»[20].

          Αλήθεια, πόσο παιδαγωγεί η βυζαντινή εικόνα στο σημείο αυτό. Επιτρέψτε μου να το υπογραμμίσω. Μέσα απΆ αυτή μας προβάλλεται για προσκύνηση ένας Μεσσίας-λυτρωτής που δεν θαμπώνει. Που δεν απαιτεί. Που δεν επιβάλλεται βίαια ή δυναμικά. Που δεν εκβιάζει ως γίγαντας. Ένας Μεσσίας δούλος.
Ένας βασιλιάς όχι με σκήπτρο εξουσίας αλλά με σταυρό. Κι ωστόσο αυτή η αδυναμία του βρέφους Ιησού δεν αποθαρρύνει τον πιστό. Κι ας βιώνει κι αυτός την ωμότητα, τη βία και την τυφλή δύναμη, που ποζάρουν προκλητικά σήμερα, γνωρίζει πως ό,τι ωραίο και αληθινό υπάρχει στην ιστορία το δημιούργησε η αδυναμία της Βηθλεέμ και η μωρία του σταυρού, τουτέστιν το μυστήριο της αγάπης του Θεού εν Χριστώ. Γνωρίζει ότι το τεχθέν που γιορτάζουμε στην καρδιά του χειμώνα είναι η άνοιξη για μια νέα ανθρωπότητα.
          Άλλο στοιχείο της εικόνας με βαρύνοντα νοήματα, μη απαντώμενο όμως στις ευαγγελικές διηγήσεις, είναι  τα δυο ζώα, ένα βόδι και ένα ονάριο. Πρόκειται για ζωγραφική υπόμνηση των καυτερών, κατά του Ισραήλ και της αποστασίας του, προφητικών λόγων του Ησαϊα; «έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν»[21].
Θα μπορούσε ωστόσο να δει κανείς στα δυο αυτά ζώα και άλλο σημαινόμενο: Στο ονάριο  την ταπεινή μεσσιανική πορεία του Χριστού και στο βόδι, ως θυτικό, την κατάληξη αυτής της πορείας, τη θυσία. Η παρουσία των δυο αυτών ζώων στην εικόνα όχι μόνο συνάπτει Παλαιά και Κ. Διαθήκη, υποδηλώνοντας τη συνέχεια και το ενιαίο του σχεδίου του Θεού, αλλά απευθύνει στους πιστούς που προσκυνούν την εικόνα και ένα ξεκάθαρο μήνυμα:  Μην υστερήσετε έναντι των αλόγων ζώων, που γνωρίζουν τον κύριό τους. Αυτό το αδύναμο βρέφος είναι ο Μεσσίας. Μην την πάθετε σαν τους Εβραίους. Μην πλανηθείτε. Αναγνωρίστε τον. Αυτός εξάγει εκ του θανάτου προς την ζωή όχι μόνο τη δική του ύπαρξη αλλά και την ύπαρξη όλων των λογικών προβάτων «άγων άπαντας προς σέλας ζωηφόρον, Θέος πεφυκώς, εκ πυλών ανηλίων»[22].

          Καίρια και επιβλητική θέση, όπως άλλωστε και στο σχέδιο της σωτηρίας, κατέχει στην εικόνα η Θεοτόκος. Φέρει μαφόριο και έχει τις μεγαλύτερες διαστάσεις κάθε άλλου προσώπου της εικόνας, για να ελκύει το βλέμμα του προσκυνητή. Εικονίζεται συχνά ανακεκλιμένη,  μεταγενέ­στερα δε και γονατισμένη με σταυρωμένα τα χέρια. (Ας μη μπούμε στους δογματικούς αντικατοπτρισμούς της κάθε μιας από τις τρεις αυτές στάσεις).
Να τονίσουμε όμως ότι το πρόσωπό της εκπέμπει πόνο, ευδιάκριτη μητρικότητα και τρυφερότητα όχι μόνο προς το βρέφος Ιησού αλλά και προς την οικουμένη προς την οποία εισήγαγε τον «πρωτότοκο πάσης κτίσεως»[23]. Έχει συνείδηση του τόκου που έφερε αρρήτως στον κόσμο. ΓιΆ αυτό και η απόστασή της είναι τέτοια και τόση από το Χριστό όση επιβάλλει η γνώση από τη μια ότι είναι το σπλάγχνο της κι από την άλλη ότι είναι και δικός της  Θεός.
Ως προς το πρώτο να θυμηθούμε εδώ, ως σε παρένθεση, ότι ο Χριστός δεν δημιούργησε την ανθρώπινη φύση του από το μηδέν, όπως στην περίπτωση του Αδάμ, αλλά εκτιμώντας και τιμώντας στο έπακρον την εκπροσωπούμενη από την παναγία ανθρώπινη φύση, έκανε και δική του φύση τη φύση της.
Αυτονόητο βεβαίως είναι ότι η παναγία διέθετε ό,τι καλύτερο μπορούσε να διαθέσει η ανθρώπινη φύση πριν την σάρκωση του Λόγου και κυρίως διέθετε την προς τον Θεόν αγάπη στην πιο τέλεια μορφή της Με αυτήν την τέλεια μορφή, της προς τον Θεό ανθρώπινης αγάπης, που διέθετε η Παναγία, συναντήθηκε η τέλεια προς τον άνθρωπο αγάπη του Χριστού  Άρα η γέννηση του Χριστοῦ αποτελεί το αποτέλεσμα της συνάντησης στο πρόσωπο της Θεοτόκου από τη μιά της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και από την άλλη της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό.

          Επιστρέφοντας στη θέση της Παναγίας στη βυζαντινή εικόνα να προσθέσουμε ότι είναι η συνεσταλμένη, σιωπηλή και σεμνή Παρθένα. Ταπεινός καρπός της προσευχής του Ιωακείμ και της ¶ννας. Όχι αγέρωχη γυναίκα που «καμαρώνει σαν πριγκιπέσσα», όπως θα πει ο Κόντογλου[24] ή σαν μαντόνα-καλλονή της Δυτικής τέχνης. Μια γλυκειά μελαγχολία απλώνεται στο πρόσωπό της, καθώς είναι, από την αρχή κι όλας, μέτοχη της οδύνης και του σταυρού του τέκνου της. ΓιΆ αυτό και ικανή να στεγνώνει έκτοτε τα δάκρυα του πονεμένου.
          Απόμακρα, στην άκρη της εικόνας κάτω αριστερά, όπως βλέπει ο πιστός, ο συμπαθέστατος στους πιστούς αλλά και στους αγιογράφους Ιωσήφ. Βρίσκεται εκτός σπηλαίου, όπως ήταν και εκτός διαδικασίας στη σύλληψη του Χριστού[25]. Δεν είναι εξισωμένος με την Παναγία, όπως συμβαίνει στους δυτικούς πίνακες της αναγεννήσεως, οι οποίοι αδιαφορούν για τη θεολογία και εξανθρωπίζουν το μυστήριο, δίνοντάς του  κοσμικό χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, ο Ιωσήφ δεν είναι το τρίτο μέλος μιας κλειστής τριμελούς αγίας οικογένειας[26], αλλά το πρόσωπο στο οποίο το σχέδιο του Θεού ανάθεσε μια μόνη λεπτή διακονία : την προστασία της Παναγίας αλλά και του Χριστού κατά τα ανθρώπινα. Εξαιτίας της παρουσίας του Ιωσήφ ο Χριστός μπορούσε να ζει μέσα σε μια οικογένεια. (Εκείνος του παρείχε ένα είδος ανθρώπινου πατρικού  μοντέλου).
Η εικόνα δίχως άλλο δεν εικονίζει μια, όπως είπαμε, κλειστή οικογένεια. Αν θα ψάχναμε στην εικόνα να επισημάνουμε οικογένεια του Χριστού αυτή θα την βρίσκαμε εντελώς ανοιχτή, ολοένα διευρυνόμενη. Σε μια τέτοια διευρυμένη οικογένεια, που δεν είναι άλλο παρεκτός της εκκλησίας, ανήκει φυσικά και ο Ιωσήφ.
Της οικογένειας αυτής αφετηρία και αρχηγός είναι ο Χριστός. Παρατηρείστε τη γραμμή που εκκινεί από τον  Ιησού, περνάει στην Παναγία, ύστερα δια του Ιωσήφ εκτείνεται πέραν της εικόνας διαρκώς διευρυνόμενη προς άλλα νοούμενα πρόσωπα. Την ίδια γραμμή δημιουργεί και το εορτολόγιο των ημερών αυτών. Την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων γιορτάζουμε το Χριστό. Τη δεύτερη την Παναγία. Την τρίτη τον Ιωσήφ. Μετά τα νήπια, τον Δαυίδ, τον Ιακώβ, τον Μ. Βασίλειο. Είναι τα τέκνα του Θεού τα πριν διασκορπισμένα που ο θάνατος του Χριστού τα συνήγαγε «εις εν»[27].

          Να συμπληρώσουμε λίγα ακόμη στοιχεία για την παρουσία του Ιωσήφ στην εικόνα: Είναι στηριγμένος σε σκήπτρο. Φαίνεται προσβεβλημένος από αμφιβολίες και  βυθισμένος σε συλλογισμούς γιατί γίνεται θεατής γεγονότων υπέρ κατάληψιν. «Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη» θα μας πει ο ποιητής του Ακαθίστου.
Θεωρεί την Θεοτόκον κλεψή­γαμον. Αναρωτιέται «τι το δράμα τούτο, ό εν σοι τεθέαμαι;»[28]. Ομολογεί σαστισμένος: «Από­ρώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι». Αιώνιο σύμβολο όσων αρνούνται άλλον κόσμον υπέρ την φύσιν, άλλη γέννηση πέραν της φυσικής.
Στους δικούς του ανθρώπινους προβληματισμούς, οι οποίοι στο βάθος εκφράζουν την αθωότητά του και τη μη συμμετοχή του στη διαδικασία της σύλληψης του Χριστοῦ, προστίθενται και οι διαβολές ενός κακόμορφου διαβόλου, ντυμένου με προβιές με κέρατα και ουρά, μεταμορφωμένου στον τσοπάνο Θύρσο[29].
Του υποδεικνύει κατάξερη ράβδο, κυρτωμένη και συντριμμένη, υπόλοιπο της παλιάς του δύναμης, και προφανώς του λέει ειρωνικά και εμπαθώς: Όσο μπορεί η ράβδος αυτή να βλαστήσει, άλλο τόσο μπορεί και η Μαρία να γεννήσει χωρίς τη μεσολάβηση ανδρός. Μην ξεγελιέσαι….Ο Ιωσήφ προς στιγμήν περνάει την προσωπική του καταιγίδα. Όμως, «χρηματισθείς υπό αγγέλου και τους προφήτας ερευνήσας» υπερβαίνει τις αμφιβολίες. Βεβαιώνεται  «ότι Θεόν γεννήσει η Μαρία ανερμηνεύτως»[30].
Ωστόσο, η βυζαντινή εικόνα με την παράσταση, επηρεασμένη και από τα απόκρυφα ευαγγέλια, υπενθυμίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης αμφιβολίας που η υπέρβασή της επιτυγχάνεται μόνο με το φωτισμό του πνεύματος και τον προσωπικό άθλο της πίστης.  Είναι άξιο προσοχής ότι και τον Ιωσήφ και όλους η Παναγία μας βλέπει με συμπάθεια.
Θα έλεγα ότι κιΆ αυτόν και όλους εμάς, προς τους οποίους είναι στραμμένη, παραπέμπει με σιγουριά προς τον Χριστό. Επαναλαμβάνει εκείνο το «ό, τι αν λέγει υμίν, ποιήσατε»[31] που είπε στους διακόνους στο γάμο της Κανά. Αυτό είναι άλλωστε το μόνιμο έργο της: Να παραπέμπει την εκκλησία στον Χριστό και να βεβαιώνει ότι στο πρόσωπό του οι άνθρωποι αποκτούν σιγουριά και ασφάλεια.

          Άλλα πρόσωπα της διευρυμένης οικογένειας του Χριστού αλλά και της εικόνας είναι οι μάγοι. Αν και ο ερχομός τους στη Βηθλεέμ δεν συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση, οι αγιογράφοι τους θέλουν παρόντες σΆ αυτήν. (Τόπος και χρόνος στη βυζαντινή αγιογραφία συναιρούνται.
Ελευθερώνονται από τις δικές τους διαστάσεις). Οι μάγοι στη βυζαντινή εικόνα δεν είναι χρυσοντυμένοι αριστοκράτες ή ιππότες, όπως στη Δυτική τέχνη που συνοδεύονται από πλήθος καβαλαρέων, στολισμένων, όπως θα πει ο Κόντογλου, «με ρούχα μεταξωτά κι αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια, καβάλα απάνω σε άλογα με χρυσά γκέμια και χάμουρα, με ένα καραβάνι ατέλειωτο από μουλάρια κι από καμήλες φορτωμένες που ανηφορίζουνε απάνω στο βουνό»[32].
Μα ούτε και προφήτες είναι. Είναι οι σοφοί που ζητούσαν να διαπεράσουν τα όρια του κτιστού κόσμου. Τελικά το φως ήλθε στον κόσμο αυτεπάγγελτα, χωρίς να το ελκύσει η ανθρώπινη κοσμική σοφία αλλἄ, όπως είπα, αυταπάγγελτα. Θυμηθείτε τι ψάλλουμε στον ακάθιστο ύμνο : «σώσαι θέλων τον κόσμο ο των όλων δεσπότης προς τούτοις  αυτεπάγγελτος ήλθε».

Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε θα πρέπει έτσι απλά να πούμε ότι πίσω από την ιστορία των μάγων, που για τους δυτικούς ζωγράφους είναι πολύ επιδειχτικό θέμα, προβάλλει η διαθήκη των εθνών, στους οποίους ο Λόγος ήταν παρών εν σπέρματι προ της σαρκώσεώς του και τώρα η διαθήκη αυτή βρίσκει το σκοπό της.
Με βάση αυτόν τον εν σπέρματι θείον Λόγο και μέσα από τις πολυδαίδαλους ατραπούς του προσωπικού τους μόχθου οι μάγοι οδηγούνται στον σαρκωθέντα Λόγον και καταθέτουν ενώπιόν του τα δώρα τους. Δώρα πνευματικού μόχθου, σύμβολα πνευματικά, συλ-ληφθέντα από εσωτερική παρόρμηση και ενόραση.
Είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι από τον γεννηθέντα Κύριο. Αντίθετα με τους σοφούς του γένους του Χριστού αυτοί δεν μένουν στις εθνικιστικές τους προκαταλήψεις. Η γνώση δεν τους στέκεται εμπόδιο στην προσκύνηση και αναγνώριση του Χριστού. Και θα πρόσθετα: Η παρουσία τους στην εικόνα παραπέμπει στις ευαίσθητες μορφές των Μυροφόρων, οι οποίες έσπευσαν να μυρώσουν τον νεκρό Χριστό. Άλωστε ένας ύμνος θα πει χαρακτηριστικά:
                «Σήμερον ο Θεός διΆ αστέρος
                μάγους εις προσκύνησιν άγει
                προμηνύοντας  αυτού την τριήμερον ταφήν
                ως εν χρυσώ και σμύρνη και λιβάνω»[33].
Αν οι μυροφόρες γυναίκες υπερέβησαν το φόβο και εκείνες τις ώρες της εγκατάλειψης του Θεού από τα πλάσματά του, διέσωσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αυτοί εδώ ξεπέρασαν την τυραννία του εγώ και τα δεσμά των εθνικιστικών και άλλων προκαταλήψεών τους.

          Άλλο θέμα της εικόνας, συνδεδεμένο με τους μάγους, είναι ο αστέρας. Δεν ενδιαφέρει εδώ ο προσδιορισμός της ταυτότητάς του[34]. Δεν μπαίνει ο πιστός στον πειρασμό μιάς επιστημονικής εξήγησής του · αν πρόκειται δηλ για σύνοδο αστέρων ή για άλλο συγκεκριμένο σπάνιο αστρικό φαινόμενο. Τον αρκεί απλά να δεχθεί ότι ήταν θείο σημάδι ή, αν θέλετε, όργανο που διακονεί το μυστήριο και δίνει στίγμα για το γεγονός που συντελείται στη γη.
Η θεολογική λειτουργία του είναι απλή: Η αναζητούμενη στον ουρανό, εν τοις άστροις, αλήθεια «επεφάνη τοις ανθρώποις»[35] στη γη.  Ίσως, κατά πως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ήταν άγγελος για να δηλώσει ότι το τεχθέν είναι Θεός και άνθρωπος. Ο γεννηθείς αυτός θεάνθρωπος είναι αυτός που ενώνει ουρανό και γη, όπως η φωτεινή δέσμη που πηγάζει από τον φωτεινό αστέρα. Όντας στη γη δεν απουσιάζει από τον ουρανό. Και όπως θα πει ο Ακάθιστος ύμνος:
«όλως ήν εν τοις κάτω
    και των άνω ουδόλως απήν
ο απερίγραπτος Λόγος·
  συγκατάβασις γαρ θεϊκή.
           ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν».
Ωραίο θέμα που συμπληρώνει το σκηνικό της γέννησης είναι οι ποιμένες, στους οποίους ένας άγγελος μεταφέρει το χαρούμενο μήνυμα της γέννησης του Σωτήρος. Είναι αυτοί που έρχονται όχι από μακριά, όπως οι μάγοι, αλλά από κοντά. Αναγνωρίζουν, χωρίς μακρινές διαδρομές, το σημείον, το «παιδίον κείμενον εν τη φάτνη». Έτσι η γέννηση που έλαθε, κατά τον άγιο Ιγνάτιο[36], ακόμη και του Σατανά αλλά και των Ιουδαίων ειδικών θεολόγων, γνωστοποιείται στους ανοιχτό-καρδους, απλοϊκούς και ανυποψίαστους ποιμένες. Η παρουσία τους στην εικόνα, πέρα από το γεγονός ότι είναι ιστορικά-βιβλικά ακριβής και δικαιολογη­μένη, παραπέμπει στον μεγάλο ποιμένα που οδηγεί τα λογικά πρόβατα «προς σέλας ζωηφόρον» όπως θα ψάλλει  κάποιο τροπάριο της δ ωδής του κανόνος της εορτής.
          Οι άγγελοι, μεγαλοπρεπείς και έκπληκτοι, παρόντες στο γεγονός παρόντες και στην εικόνα, περιβάλλουν το σπήλαιο και άδουν, κατά τη διήγηση του Λουκά, τον γνωστό δοξολογικό ύμνο. Δοξολογούν το μυστήριο. Ένα μυστήριο στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ο Θεός Δεν απουσιάζει όμως και ο άνθρωπος. Αντίθετα στο πρόσωπο της Θεοτόκου είναι παρών. Παρόντες και οι αγγελικές δυνάμεις  Μας εκπλήσσει ότι αν και εγγύς του Θεού, οι αγιογράφοι τοποθετούν τους αγγέλους εκτός του σπηλαίου γιατί στην ουσία είναι εκτός του μυστηρίου. Κατάπληκτοι και ενεοί δοξολογούν και αινούν ένα θεανθρώπινο μυστήριο όπως θα πει ο ποιητής του Ακαθίστου:
                 «Πάσα φύσις αγγέλων κατεπλάγη
                 το μέγα της σης ενανθρωπίσεως έργον.
                 Τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν,
                 εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον».
Ένα μυστήριο  κατά το οποίο, όπως δε θα πεί η Ευχή του Μ. Αγιασμού των Θεοφανίων[37],
                «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει
                 και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί»
Ένα μυστήριο  ενότητας των πριν διασπασμένων, όπως  θα διατρανώσει άλλος χριστουγεννιάτικος ύμνος τονίζοντας ότι:
                 «Ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν,
                 Χριστού τεχθέντος»[38]
Ένα μυστήριο που δημιουργεί
                 «μια η εκκλησία  αγγέλων και ανθρώπων»
Τέλος, κάτω δεξιά συναντάμε συχνά τη σκηνή του λουτρού. Δυο γυναίκες, μια μαία ηλικιωμένη και μια βοηθός νεαρά λούζουν το βρέφος Ιησού. Η σκηνή προέρχεται από το απόκρυφο του Ιακώβου, όπου γίνεται λόγος για παρουσία κατά τον τοκετό της Παναγίας μιας μαίας και μιας βοηθού, της Σαλώμης[39].
Η μαία «βαστά το νεογέννητο μωρό και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμβήθρα, ενώ μια μικρή χοριατιπούλα με το τσεμπέρι της χύνει ζεστό νερό για να πλύνουνε το παιδί». Στο σύνολό της η σκηνή παραπέμπει στο βάπτισμα. Πέραν όμως αυτού αποτελεί έκφραση της σάρκωσης του Λόγου. Ο Χριστός, όπως όλα τα νεογνά, πλένεται.
Είναι λοιπόν αληθινός άνθρωπος. Δεν είναι φάντασμα. Δεν εμφανίσθηκε φαινομενικά. «Κατά δόκησιν», όπως λέγανε οι δοκήτες. Έγινε άνθρωπος και προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα. ΓιΆαυτό και όπως θα πεί ο ειρμός της Ε΄ ωδής του κανόνος των Θεοφανίων, καθαρίζεται αν και δεν είχε ανάγκη καθαρμών[40].
          Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί,
Προσπάθησα απλά και σύντομα να προσεγγίσω μαζί σας τη Βυζαντινή εικόνα της γέννησης του Κυρίου Ιησού. Σε κάποια σημεία έκανα νύξεις στην Δυτική τέχνη. Όχι για να την κατηγορήσω αλλά για να εξάρω το μεγαλείο της δικής μας, αυτής που μας εκφράζει αλλά και μιλάει σε μας. Ήθελα να πω με απλά λόγια ότι η βυζαντινή εικόνα διδάσκει με νοηματική πληρότητα και δογματική ακρίβεια το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου.
Οι ορθόδοξοι αγιογράφοι παρέστησαν τη Γέννηση του Χριστού με σχήματα βαθειά και απλά, με χρώματα μυστικά  όχι με ένα τρόπο που ταιρειάζει στην κοσμική ζωγραφική αλλά «με την πνευματική αλήθεια που βγαίνει από το ευαγγέλιο[41]» Τίποτα το πομπώδες, φανταχτερό και θεατρικό. Ἡ ταπεινή και φτωχή παρουσία του Χριστού στον κόσμο δεν μπορεί να έχει κανένο στοιχείο επίδειξης δύναμης και κοσμικής αρχοντιάς.
 Οι αγιογράφοι και οι υμνωδοί της Γέννησης αποτυπώνουν, εκφράζουν και κάνουν δοξολογία ό,τι ομολογεί η Ορθόδοξη εκκλησία και με τα έργα τους μας προσκαλούν σε λυτρωτική οικείωση των δωρεών και των αγαθών που απέρρευσαν από αυτά.

Κατακλείοντας όσα σύντομα είπαμε σχετικά με την εικόνα της Γέννησης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καθώς προσκυνούμε την εικόνα της  Γέννησης συνειδητοποιούμε:
α) ότι ο Χριστός σαρκούμενος έδειξε ότι δεν ήταν και δεν είναι ερωτευμένος με το κύρος του και τη λεγόμενη αξιοπρέπειά του αλλά μόνο και αποκλειστικά με τον άνθρωπο. Εμείς είμαστε συχνά ερωτευμένοι με το «σάβανο» του κύρους μας και της λεγόμενης αξιοπρέπειάς μας. Εμεις είμαστε ερωτευμένοι με το είδωλό μας. Ένας τέτοιος όμως έρωτας ουσιαστικά μας νεκρώνει.
      Και β) ότι ο Χριστός με τη γέννησή του και με τη ζωή του δεν έκανε ένα πνευματικό τουρισμό εντός της ιστορίας. Ο δρόμος του ήταν σταυρικός και γιΆ αυτό αναστάσιμος. Αυτόν τον δρόμο υπέδειξε και σε μας.
Με την ευλογία και την άδεια του Σεμασμιωτάτου να εκφράσω μια ευχή: Είθε όλα τα πράγματα του βίου μας, μέσα μας και έξω από μας και στην οικουμένη όλη, να πορεύονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι φανερό ότι η ζωή μας εκτυλίσσεται και προχωράει με κέντρο όχι τον εαυτούλη μας αλλά το εσπαργανωμένον παιδίον, το «κείμενον εν τη φάτνη».


* Για την παρούσα εισήγηση κάποια στοιχεία αντλήθηκαν α) από την πολύτιμη εργασία του καθηγητή κ. Κων. Καλοκύρη, Η Γέννησις του Χριστού εις την Βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος. Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1955 και β) από το κεφ. Γ του μεταφρασμένου στα ελληνικά έργου του Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας. Θεολογία της ωραιότητος, Θεσσαλονίκη σ. 203-215 και γ) Η γέννηση στην Ορθόδοξη και στη Δυτική Αγιογραφία. Του Φώτη Κόντογλου, στο  Χριστοῦ Γέννησις, το φοβερόν Μυστήριον, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2οο1, σ 123-133.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου