Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΕΙΔΩΛΑ  ΚΑΙ  ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ
ΣΤΟΥΣ  ΠΑΤΕΡΕΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
Πρωτοπρεσβτερος Θεδωρος Ζσης
Καθηγητ
ς Θεολογικς Σχολς Α.Π.Θ.

       Ἡ σχετικὴ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία πατερικὴ γραμμα­τεία εἶναι ἐκτενὴς καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Κατὰ τὸ μέγιστο μέρος της ἢ σχεδὸν στὸ σύνολό της προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα κορυφαίων διδασκάλων καὶ θεολόγων, αὐτῶν ποὺ κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς θεολογίας καὶ διεμόρφωσαν τὴν ἁπλοϊ­κὴ πίστη τῶν Χριστιανῶν, «τὸ ἁπλοῦν σέβας», σὲ δόγματα, σὲ διδασκα­λία, ἄριστα διαρθρωμένη καὶ συγκροτημένη, μὲ τὸν Ἕλληνα λόγο, ὥστε νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ ὅλους, ἐγγραμμάτους καὶ ἀγράμμα­τους, ὑψηλὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ καταδολιεύσεις τῶν ἀντιπάλων της. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο τῆς διαδόσεως καὶ θαυμαστῆς αὐξήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὴν σκληρὴ περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα πρώτη περίοδο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνέσεως, νὰ ἐμφανισθοῦν ἄν­δρες κάτοχοι καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν μὲ ἐπιτυχὶα τὸ ἔργο τῆς ὑποστηρίξεως καὶ ὑπερασπίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μπροστὰ στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς συκοφαν­τίες καὶ ἐπιθέσεις τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν λογίων τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων, τοῦ συνεχιζομένου μίσους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διαβρώσεως ἀπὸ ποικίλες αἱρέσεις, ἰουδαΐζουσες ἢ ἑλληνίζουσες.
        Ἀναφερθήκαμε περιοριστικὰ στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, ὄχι διότι σ' αὐτοὺς περιορίζεται ἡ ἐμφάνιση Πατέρων, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατρολογικὴ θέση Πατέρες καὶ Ἁγίους ἀναδεικνύουν ὅλες οἱ ἐποχές, ἀλλὰ διότι τὸ θέμα τῶν εἰδώλων, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἔπαυσε μετὰ ταῦτα στοὺς ἐπομένους δεκαπέντε αἰῶνες νὰ ἀπασχο­λεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία, λόγω τῆς παντελοῦς ἐπικρατήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἐθνισμοῦ νὰ ἐπι­βιώσει, ἔστω καὶ παραδειγματικὰ σὲ κάποιες περιοχές, σὲ κάποιες κοινότητες, ἐπαληθευθέντος πλήρως τοῦ χρησμοῦ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν:
Οκτι Φοβος χει καλβην,
ο
μντιδα Δφνην
ο
παγν λαλουσαν.
πσβετο κα λλον δωρ1.
       Ἠμποροῦμε κάλλιστα τὴν ὕπαρξη τῆς εἰδωλολατρίας γενικῶς νὰ τὴν περιορίσουμε μέχρι τοῦ τέλους τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ἀφοῦ τὸ ἀπο­νενοημένο καὶ οὐτοπικὸ διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τὴν ἐπαναφέρει, μᾶλλον ἐπέσπευσε τὸ τέλος της, λόγω τῆς τυραννίας καὶ τῆς φυγαδεύσεως τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία εἶχε βρεῖ τὴν ἐσωτε­ρική της ἑνότητα καὶ εὐστάθεια κάτω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ ἰδιόρρυθμος χαρακτήρας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θολωμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία νοῦς του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν οὔτε στοιχειώδη πολιτικὴ εὐθυκρισία, ἀφοῦ ἐστράφη μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα δὲν ἦσαν μειονότητα, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ πλειονότητα μέσα σὲ ἕνα ἐκχρι­στιανισμένο ἀκόμη καὶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ὀργάνωση κράτος. Τὶς ἀρνητικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματος ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στοὺς δύο στηλιτευτικούς του λόγους μᾶς διαζωγραφεῖ ἄριστα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλια­νοῦ, τὸν ὁποῖο προσωπικὰ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα αὐτὸς καὶ ὁ Μ. Βασίλειος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν τους. Εἶχε διαβλέψει τὴν κακὴ πορεία του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη, ἄτακτη καὶ νευρωτικὴ συμπεριφορά του, καὶ εἶχε πεῖ φωναχτὰ «οον κακν Ρωμαων τρφει»2πόσο μεγάλο κακὸ τρέφει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Θὰ ἦταν καλύτερα, γράφει, νὰ μὴν  ἐπαληθευθεῖ ἡ πρόβλεψή του παρὰ νὰ ἐμφανισθεῖ τέτοιο τέρας, ποὺ δὲν ἐμφανίσθηκε ποτὲ προηγουμένως, καὶ νὰ γεμίσει μὲ συμφορὲς τὴν οἰκουμένη. Ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ποὺ διενοήθη νὰ επαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
       Τὸ ἐγχείρημα πάντως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπέβη εὐεργετικὸ τελικὰ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἐπέσυραν τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴν κατακραυγή· πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς διῶκτες ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ κατεκρήμνισαν τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἀντελήφθησαν τὴν ἀπάτη. «κα χθς προσκυνητς σμερον βριστς»3Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ μερικὰ ἄλλα εξη­γεῖ καὶ τὶς καταστροφὲς τῶν μνημείων ποὺ ἀποδίδουν μόνον στοὺς Χριστιανοὺς οἱ νεοπαγανιστές. Ὅταν πέσει μία τυραννία, οἱ λεηλα­σίες καὶ οἱ καταστροφὲς γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς πρώην προσκυνητές. Αὐτὲς μάλιστα ταιριάζουν περισσότερο στοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἦθος διδάσκονται ἀπὸ τοὺς πολεμοχαρεῖς καὶ ὀργίλους θεούς τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν πραότη­τα καὶ φιλανθρωπία τους, ὁ δὲ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ καὶ ὕψιστο σημεῖο ἀγάπης, ἀνοχῆς καὶ ἀνεκτικότητας, θεωρεῖται στοιχεῖο αδυναμίας καὶ προκαλεῖ τὸν χλευασμό τους.
       Σὲ μερικὰ βέβαια μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὅπου ὑπῆρχαν φιλοσοφι­κὲς σχολές, ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀθήνα, ἐξακολούθη­σε νὰ προβάλλεται καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ κατὰ τὸν πέμπτο αἰώνα, χωρὶς πάντως ἐπίδραση στὸν λαό, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ φιλόσοφοι ἔπαιρναν ἀποστάσεις, ὑποκαθιστώντας τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ εἶχε καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἤδη ὁ Θεοδώρητος στὸ ἔργο του«λληνικν θεραπευτικ παθημτων», ποὺ γράφτηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ πέμπτου αἰῶνος (πρὸ τοῦ 423) διαπιστώνει ὅτι ἔχουν απομείνει πολὺ ὁλίγοι εἰδωλολάτρες· μοιάζουν σὰν τὸ κατακάθι ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ διυλιστῆρος λόγω παχύτητος, πρέπει ὅμως καὶ αὐτοὶ νἀ τύχουν τῆς ποιμαντικῆς φροντῖδος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ διαλυθεῖ ἡ θολούρα, ἡ ὁμίχλη ποὺ τοὺς περιβάλλει, γιὰ νὰ δοῦν τὴν λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φωτός: «Ε  γρ κα λγοι λαν εσν ο τ πθει δεδουλωμνοι, κα οκασιν ποστθμη τιν παχεα, τν το διυλιστρος ο διικνουμνη πρων δι παχτητα, λλ' ον οκ μελητον ατν, οδ παροπτον φθειρομνους π το πθους, λλ πντα προν ξευρητον, στε τν πικειμνην ατος μχλην ποσκεδσαι κα το νοερο φωτς πιδεξαι τν αγλην»4.
       Καθ' ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ πέμπτου αἰῶνος οἱ φιλοσοφικὲς σχο­λές, συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία, φυτοζωον κα παρακμζουν. Ἤδη ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δευτέρου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀπορροφήσει εὔκολα καὶ γρήγορα τὰ περισσότερα στελέχη τῆς Στοᾶς, τοῦ Νεοπυθαγορισμοῦ, τοῦ Περιπάτου, τῆς Ἀκαδημίας. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐπαγγελματίες ἐκλεκτικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν πλέον μέλη τῶν ὥς ἄνω σχολῶν. Ἐπέζησε ἐπὶ δύο ἀκόμη αἰῶνες ὁ Νεοπλατωνισμός, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ συγκρατήσει ὄχι τόσο τὴν ἑλληνικὴ σκέψη ὅσο τὴν καταρρέουσα εἰδωλολατρία. Μετὰ ταῦτα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἐμελετῶντο καὶ στὶς χριστια­νικὲς σχολὲς ὄχι ὡς ζωντανὸς λόγος, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς. Τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς νεοπλα­τωνικῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὸ 529 ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ποὺ κρίνε­ται συχνὰ ὡς ἐχθρικὴ ἐνέργεια τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Ἑλληνι­σμοῦ, δὲν ἔχει τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεταιἤδη, ὅπως ἐλέχθη, οἱ σχολὲς αὐτοῦ τοῦ εἶδους εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυτοζωοῦν καὶ θὰ ἔκλειναν μόνες τους, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ φιλοσοφία ἐξακολούθη­σε νὰ διδάσκεται στὸ Βυζάντιο, ἀποκομμένη ἁπλῶς ἀπὸ τὸν παγανι­στικὸ ἱστό της. Ἔχει λεχθῆ προσφυῶς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ὑπέγρα­ψε τὴν θανατικὴ καταδίκη τῆς σχολῆς, ἀλλὰ τὴν ληξιαρχικὴ πράξη τοῦ φυσιολογικοῦ της θανάτου5.
       Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὅτι ἡ πατερικὴ γραμματεία ποὺ ἀναφέρεται στὰ εἴδωλα περιορίζεται στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, γιατὶ μετὰ ταῦτα ἔπαυσε καὶ στοιχειωδῶς νὰ ὑπάρχει ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων,  ποα, πως ποδεχθηκε, δν ντχει σ δσκολες στορικς συνθκες, εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύση της ὁ σταυρὸς καὶ τὸ μαρτύριο. κμζει συνδεδεμνη μ τν δναμη τς ξουσας, μ τν νεση, τ συμπσια, τ πανηγρια, πως εναι κα τ θος τν θεν της. Ἡ γραμματεία αὐτὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι ἐπιθετική, ἀλλὰ ἀμυντική· τὴν προκάλεσαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀστήρικτες καὶ συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ευαγγελίου εἰδωλολατρῶν λογίων, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Ἱεροκλῆς καὶ ὁ Πορφύριος. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μαθητὴς τοῦ Πλωτίνου, ἀσκητικὸς ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἀλλὰ λιγώτερο ἀνεκτικὸς καὶ οἰκουμενικός, εἰσήγαγε στὸ νεοπλατωνικὸ σύστη­μα τοὺς ἀποθνήσκοντες θεοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος· μετέβαλε τὸν Νεοπλατωνισμὸ σὲ θρησκεία καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀνακόψει τὴν θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπεχείρησε μισὸ αἰώνα ἀργότερα μὲ δυναμικὰ μέσα ὁ Ἰουλιανός. Ἔχει ἐκφρασθῆ ἡ γνώμη ὅτι ἴσως ὁ Πορφύριος νὰ μὴν εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἔκρηξη τοῦ τελευ­ταίου τρομεροῦ ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 3036.
       Μπορεῖ ἔτσι κανεὶς εὔκολα νὰ διακρίνει τὴν γραμματεία αὐτὴ σὲ δύο περιόδους· στὴν γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, ὅπου βασικῶς ἐντάσσονται τὰ μαρτυρολόγια, οἱ ἀπολογηταὶ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ οἱ ἀλεξανδρινοὶ συγγραφεῖς Κλήμης καὶ Ὠριγένης. Στὴν δεύτερη μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν περίοδο, τοὺς ὁποίους ἀνανέωσε γιὰ λίγα χρόνια ὁ Ἰουλιανός, ἐντάσσονται σχε­τικὰ συγγράμματα μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Μ. Αθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὡς καὶ ἡ ἔξοχη πραγματεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ποὺ μνημονεύσαμε. Οἱ μεγάλοι Γαζαῖοι φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι τοῦ ἕκτου αἰῶνος Αἰνείας ὁ Σοφιστής, Ζαχαρίας Σχολαστικὸς καὶ Προκόπιος Σοφιστής, τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη συγγράμματα, ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολογηταί, ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φιλοσοφικὸ προβληματισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ Νεοπλατωνισμὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Μικρὸ κεφάλαιο, ὅπου συμπυκνωμένα ἀπορ­ρίπτεται ἡ πολυθεΐα, ἔχει περιλάβει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ γνωστὸ δογματικό του ἔργο «κδοσις κριβς τς ρθοδξου πστεως» μὲ τίτλο «Ἀπόδειξις, ὅτι εἰς ἔστι Θεὸς καὶ οὐ πολλοί»7. Δέέκα αίῶνες μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸ οὐτοπικό του ὅραμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ δωδεκαθέου ἐπανέλαβε ὁ γνωστὸς φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέθετε κρατικὴ ἐξου­σία γιὰ νὰ ἐπιβάλει μὲ διωγμοὺς τὴν ἀρχαία θρησκεία, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του «Νμων συγγραφ»προέβλεπε τὴν θανατικὴ ποινὴ γιὰ ὅσους θὰ ἠρνοῦντο νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Δὲν προ­κάλεσε πάντως μεγάλη γραμματειακὴ κίνηση καὶ ἀντιπαράθεση, ἐκτὸς τῶν σχετικῶν ἔργων τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου8. Γιὰ τὸν Πλήθωνα Γεμιστὸ ὑπάρχει εἰδικὴ εἰσήγηση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρ­χουν εἰδικὲς εἰσηγήσεις γιὰ ὁρισμένα συγγράμματα τῆς παλαιᾶς γραμ­ματείας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, ὅπως γιὰ τὰ μαρτυρολόγια, γιὰ τοὺς ἀπολογητὰς καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Κύριλ­λο Ἀλεξανδρείας.
       Στὰ μαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν διασωθῆ, ὅπου κατὰ κάποιο τρόπο διασώζονται τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης τῶν μαρτύρων ἢ σχετικὲς διηγήήσεις καὶ περιγραφές, διατυπώνεται ἔξοχη ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους μάρτυρες ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ προ­βάλλεται ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
       Οἱ ἀπολογηταὶ τοῦ β' αἰῶνος, εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι προηγουμένως, γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὴν ἀρχαία γραμματεία, τὰ θετικὰ καὶ ἀρ­νητικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦν γιὰ ἀσύστατες κατηγορίες ἀναιροῦν ὅσα ἀποδίδονται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ συγχρόνως προβάλλουν τὰ αρνητικὰ στοιχεῖα ἰδιαίτερα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἡ αὐστηρότητά τους ἔναντι τοῦ ἀρχαίου κόσμου ποικίλλει. εἶναι ὅμως κοινὴ καὶ ἀστασίαστη ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρία, τν ποα λλωστε πρριψαν σχεδν λοι ο ρχαοι σοφο, τν ποων παραθτουν τς μαρτυρες. Συνέβαλαν πάντως πολὺ στὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ κῦρος τῶν ὡς φιλοσόφων καὶ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ θετικῶν στοιχείων στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου σώζεται ἡ «πολογα»9 ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ μὲ ἐνδιαφέρουσες ἐκτι­μήσεις γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τοὺς διακρίνει σὲ τρεῖς ὁμάδες, στοὺς Χαλδαίους, στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς στὶς δύο «πολογες» του10, ποὺ τὶς ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ καὶ Μάρκο Αὐρήλιο, ἀναφέρεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Μὲ τὴν θεωρία του γιὰ τὸν σπερματικὸ λόγο καὶ τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, ἐνίσχυσε τὴν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ἀπολεσθέντα συγγράμματά του ἀπευθυνόμενα «Πρὸς Ἕλληνας». Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἀρκετὰ ψευδοϊουστίνια κείμενα τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὁλίγα χρόνια μετὰ τὸν Ἰουστῖνο ἢ ἀργότερα ἀπὸ ἀπολογητὰς ποὺ ἐκράτησαν τὴν ἀνωνυμία τους μὲ χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Λγος πρς λληνας»11«Λγος παραινετικς πρς λληνας»12, «ρωτσεις χριστιανικα πρς λληνας»13, «ρωτσεις λληνικα πρς Χριστιανος»14 κ.ά. Ὁ Ἀθηναγόρας στὸ ἔργο του «Πρεσβεα περ Χριστιανν»15ποὺ τὸ ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Μάρκο Αὐρήλιο καὶ Κόμμοδο, ἀναιρεῖ τὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ ἀθεότητα, ἀνηθικότητα καὶ ἀνθρωπο­φαγία, τὶς ὁποῖες ἐπιστρέφει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας στὸ ἔργο του «Πρς Ατλυκον»16 παρουσιάζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ πρὸς τὴν θεογνωσία, παραβάλλει τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομα Χριστιανός, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Τατιανὸς στὸ ἔργο του «Λγος πρς λληνας»17 εἶναι αὐστηρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικῶς. συγκρίνει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστια­νικῆς πίστεως μὲ τὶς δοξασὶες καὶ τὸν βίο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προ­βάλλει τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν διδαγμάτων, θεωρώντας τὴν Π. Διαθήκη ὡς χριστιανικὴ βίβλο, ὅπως πράγματι εἶναι. Ἡ «Πρς Διγνητον»18 ἐπιστολὴ ἔχει ἐλάχιστα στοι­χεῖα γιὰ τὰ εἴδωλα. Τὸ σκληρότερο καὶ αὐστηρότερο κείμενο γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἑρμεία μὲ τίτλο «Διασυρμς τν ξω φιλοσφων»19Τοῦ ἀπολογητοῦ Κοδράτου20 τὸ σχετικὸ ἔργο μνημονεύεται, ἀλλὰ δὲν σώζεται.
       Οἱ δύο μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ Θεολόγοι Κλήμης καὶ Ὠριγένης ἐνι­σχύουν τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀκολουθώντας τοὺς ἀπολογητὰς Ἰουστῖνο καὶ Ἀθηναγόρα καὶ προοδοποιώντας τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἶναι ὅμως αὐστηροὶ καὶ ἀπόλυτοι στὴν ἀπόρριψη τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Τὸ σχετικὸ ὑλικὸ ὁ Κλήμης τὸ ἔχει συγκεν­τρώσει στὸ ἔργο του «Προτρεπτικς πρς λληνας»21ὅπου ἐλέγχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὸν βίο τῶν Ἐθνικῶν προβάλλοντας ἀντίστοιχα τὴν θεοσέβεια καὶ τὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν, μὲ ἐντυπωσιακὸ πλοῦτο παρα­θέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Σχετικὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ στὸ ἔργο του «Στρωματες»22Στὸν Κλήμεντα ὀφείλουμε τὴν βασικὴ θέση γιὰ τὴν ἑνιαία πορεία, σὲ διαφορετικοὺς δρόμους, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Χριστό. ἡ φιλοσοφία παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό, ὅπως ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πολυποίκιλων συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη σώζεται καὶ τὸ ἔργο «Κατ Κλσου»23Σ' αυτὸ ἀναιρεῖ ὁ με­γάλος θεολόγος τὸ πολεμικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε ὁ εἰδωλολάτρης λόγιος Κέλσος μὲ τίτλο «Ἀληθὴς Λόγος» ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸ ὁποῖο θέλει νὰ ἀποκρούσει τὴν ἄποψη τοῦ Ἰουστίνου καὶ τῶν ἀπο­λογητῶνπερὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θείου Λόγου καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος εἶναι ὁ ἰδικός του, ὁ φιλοσοφικός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Κέλσου τὸ ἔργο θεωρεῖται σημαντικό, γιατὶ μᾶς διέσωσε τὸ κείμενο τοῦ «Λόγου Ἀληθοῦς», τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας.διαφορετικὰ δὲν θὰ τὸ γνωρίζαμε, ἀφοῦ δὲν σώθηκε σὲ ἄλλες ἐκδόσεις. Ὁ «Λόγος Ἀληθὴς» τοῦ Κέλσου εἶναι τὸ πρῶτο συστηματι­κὸ ἀντιχριστιανικὸ ἔργο ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐθνισμοῦ, γι' αυτὸ καὶ ὁ Ὠριγένης αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναιρέσει, χαρίζοντας στὸν Χριστιανισμὸ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀπολογητικὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
       Τὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς δεύτερη περίοδο τῆς ἀντιειδωλολατρικῆς γραμματείας ἐγκαινιάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸ ἔργο του «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων»24 σύμφωνα μὲ ἄλλη γραφή. Ξαναδιαβάσα­με τὸ ἔργο αὐτὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὴν κα­θαρότητα τῆς σκέψης, τὴν συστηματικότητα τῆς ἀνάπτυξης, τὴν δύύναμη τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν θεολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ νεαροῦ θεολόγου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἔγραφε πρὸ τῆς ἀρειανικῆς ἔριδος (πρὸ τοῦ 318), βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Ἀνήκει στὰ καλύτερα ἢ ἴσως εἶναι τὸ καλύτερο σχετικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τὰ ἐπίσης ἄριστα ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἔχουν διαφορετικὴ δομὴ καὶ σύνθεση, πολύτι­μα πάντως καὶ αὐτά, ἐφάμιλλα καὶ ἰσάξια. Περιγράφει κατ' ἀρχὴν πῶς ἔφθασε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν εἰδωλολατρία, ποὺ θεωρεῖται προϊὸν καὶ συνήγορος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐλέγχει κατόπιν τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τῶν θεῶν ποὺ ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, στηριζόμενος σὲ ὅσα οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ λογογράφοι παραδίδουν. Εἶναι αὐστηρὸς ἀλλά ἀληθινὸς ὁ ἰσχυρισμός του κατὰ τὸν ὁποῖο,«ε γρ τις τν παρ' αυτος λεγομνων θεν λβοι τς πρξεις, ερσει μ μνον οκ εναι ατος θεος, λλ κα τν ν­θρπων τος ασχστους γεγοντας»25 Στὴ συνέχεια δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς «νελν τν τν θνν εδλων θετητα»26 μὲ τὴν πολλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης ἀπόρριψη καὶ καταδίκη της, δὲν ἄφησε τὸ ἀνθρώπι­νο γένος νὰ φέρεται ἄμοιρο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Σ' αὐτὴν ὁδη­γοῦν μὲ ἀσφάλεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔχει μέσα της καὶ ὄχι ἔξω ἢ μακρυὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῆς δημιουργίας, ἡ παναρμόνια κτίση, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία γιὰ τοὺς εἰδω­λολάτρες, διότι καὶ γι' αὐτοὺς ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή τους καὶ ἔξω στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας  ὁ δρόμος τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
   Πρὶν ἀναφερθοῦμε στοὺς τρεῖς Καππαδόκες θεολόγους, ποὺ συνε­χίζουν τὴν παράδοση τῶν Ἀλεξανδρινῶν, πρέπει νὰ μνημονεύσουμε τὸν πολυμαθὴ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας, στενὸ φίλο καὶ σύμβουλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στὸν ὁποῖο (Μ. Κωνσταν­τῖνο) ὀφείλεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τὸ θείας ὄντως ἐμπνεύσεως καὶ παρακινήσεως ἀπο­στολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἐδημιούργησε τὴν ἀληθινή, τὴν χριστιανικὴ Νέα Ἐποχή, τὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη, τὴν ὁποία τώρα προσπαθοῦν νὰ παραμε­ρίσουν ἄλλες δυνάμεις μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ Ἀντίχριστου, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ θορυβώδεις σύλλογοι καὶ κινήσεις τῶν πάσης φύσεως νεοειδωλολατρῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀπέχθειά τους ἐναντίον τοῦ μεγάλου ἁγίου βασιλέως καὶ ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὑπέταξε τὴν βασιλικὴ ἀλουργίδα, τὸ κράτος, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκανε πραγματικότητα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν βυζαντινὴ χιλιετία. Μία σοβαρὴ παράλειψη τοῦ συνεδρίου μας είναι ὅτι ἀπουσιάζει μία σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ ἔργο τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
       Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λοιπὸν ἑτοίμασε περὶ τὸ 303 ὀγκῶδες σύγγραμμα «Κατ Πορφυρου»ἀποτελούμενο ἀπό 25 βιβλία, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τοῦ ἐθνικοῦ λογίου. Δυσ­τυχῶς τὸ ἔργο χάθηκε, ὅπως χάθηκε καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου, καὶ ἐλάχιστα μόνο παραθέματα σώζονται στὰ κείμενα τοῦ Ἱερωνύμου. Μὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ἀπάντησε ἐπίσης στὸν Ἱεροκλῆ, ἔπαρχο τῆς Βι­θυνίας κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ 303, ὁ ὁποῖος μιμούμενος τὸν «Λόγο Ἀληθὴ» τοῦ Κέλσου συνέταξε ἔργο μὲ τίτλο «Λόγος Φιλαλήθης», ὅπου προέβαλλε κυρίως τὸν Ἀπολλώνιο Τυανέα στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος ἀπήντησε μὲ τὸ μικρὸ δοκίμιό του «Πρς τ το εροκλους ες πολλνιον τν Τυανα»27Σὲ ἀπολεσθὲν ἐπίσης ἔργο του μὲ τίτλο «λεγχος κα πολογα»ποὺ ὑπενθυμίζει πα­λαιότερο ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἀνεσκεύαζε κατηγορίες ἐθνικῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπολο­γητικὸ ἔργο του εἶναι ἡ διλογία θὰ λέγαμε ποὺ φέρει τοὺς τίτλους «Εαγγελικ Προπαρασκευ»28 καὶ «Εαγγελικ πδειξις»29Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται ὅλα τὰ τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ προ­βάλλεται ἡ ἀρχαιότης καὶ ἡ ἀνωτερότης τῆς θρησκείας τῆς Π. Δια­θήκης, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὀρθῶς οἱ Ἕλληνες ἐγκα­τέλειψαν τὴν πολυθεΐα καὶ ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ἀπάντηση στὶς κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ κατηγορίες δίνει ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιώντας τοὺς ἴδιους τοὺς φιλοσόφους τῆς ἕλληνικῆς ἀρχαιότη­τος. Τὸ δεύτερο βιβλίο, ἡ «Εαγγελικ πδειξις»ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔχει ὅμως σχέση καὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν ἀπαντώμενη σ' αὐτοὺς ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς νεοειδωλολάτρες. Ὁ Εὐσέβιος ὑπο­στηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐντάσσονται στὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ στὴν θρησκεία τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν, ὅπου φωτίζεται καὶ προαναγγέλλεται τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
       Τοῦ Μ. Βασιλείου τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο εἶναι ὁ «Λγος πρς τος νους πως ν ξ λληνικν φελοντο λγων»30ὅπου συνιστᾶ ἐπι­λεκτικὴ χρήση τῆς ἀρχαίας γραμματείας καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀπόρρι­ψη τῶν ὅσων παρουσιάζει περὶ τῶν θεῶν. Σημαντικὲς ἀναφορὲς στὰ εἴδωλα ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεο­λόγου ὑπάρχουν οἱ δύο «Στηλιτευτικο λγοι κατ ουλιανο βασιλως»31στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὁ «Λγος Κατηχητικς Μγας»32 συχνὰ ἀναφέρεται μὲ ἀπολογητι­κὴ τάση στὶς δοξασίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τὸ μικρὸ ἔργο του ἐπίσης «Πρς λληνας κ τν κοινν ννοιν»33 ἀποσκοπεῖ νὰ δείξει ὅτι ἡ περὶ Ἁγίας Τριάδος χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν καταλήγει σὲ πολυθεΐα, ποὺ εἶναι ἀσέβεια. Καὶ εἰς ἄλλα ἔργα τοῦ ὑπάρ­χουν σχετικὲς ἀναφορές. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σχετικὲς εἶναι οἱ ἀπολογητικὲς πραγματεῖες «Κατ ουδαων κα λλνων»34 καὶ«Ες Βαβλαν κατ ουλιανο κα λλνων»35ἐνῶ σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν καὶ εἰς ἄλλα ἔργα. Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλε­ξανδρείας ὑπάρχει τὸ ἔργο «πρ τς τν Χριστιανν εαγος θρη­σκεας πρς τ το ν θοις ουλιανο»36γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκουσθεῖ εἰδικὴ εἰσήγηση. Ὁ Θεοδώρητος τέλος, ὅπως ἤδη μνημονεύσαμε, συν­έγραψε τὸ ἔργο «λληνικν παθημτων θεραπευτικ»37ποὺ θεω­ρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ καλύτερο ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς ἀρχαιότητος, μολονότι ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἐκτίμηση αὐτὴ ὅτι ται­ριάζει περισσότερο στὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων». μακάρι νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθῆ ἡ συνταγματική του ἀλλαγή, ὥστε οἱ μὲν Χριστιανοὶ νὰ ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῶν ἐνοχλήσεων, τὸ δὲ κράτος ἀπηλλαγμένο τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ νὰ ζῆ μέσα στὴν παλαιὰ εὐδαιμονία καὶ ἑνότητα.
Επλογος
        Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ἐκτιμᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ θεοσέβεια καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται τόσο πολὺ τὴν διδασκα­λία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀποκτᾶται μόνη της. Τὴν εὑρίσκει κανεὶς καὶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὰ ὁποῖα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι οὔτε εὐτελὴς οὔτε παράλογη, ὅπως χλευαστικὰ ἰσχυρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, στρεφόμενοι ἰδιαίτερα μὲ μεγάλη πώρωση καὶ ἀναισθησία ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἡ χλεύη αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τοὺς ποικίλους κύκλους τῶν νεοειδωλολατρῶν. Στὰ σχετικὰ συγγράμματά τους οἱ Πατέρες ἐλέγχουν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν προκατάληψή τους, ὥστε νὰ μὴ κλονισθεῖ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὅσοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ἢ νὰ ἐπιστρέψουν ὅσοι καὶ στὶς ἡμέρες μας παρασύρον­ται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὴν μόδα τῆς πολυθεΐας καὶ πολυπολιτισμικότητας. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀνοησία καὶ παραφροσύνη, γιατὶ ἀντὶ τοῦ κτίστη θεοποιεῖ τὰ κτίσματα, καὶ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ σὲ πάθη ἀτιμίας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διεκήρυξε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς «Πρς Ρωμαους» ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀντίχριστος ἐπιχειρεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Read more: http://www.egolpion.com/idola_pateres.el.aspx#ixzz2oHxYILs8

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου