Ο μαγικός καθρέπτης - Αντόν Τσέχωφ
Γιορτινό διήγημα
Μπήκαμε, με τη γυναίκα μου, στο σαλόνι. Μύριζε
υγρασία και αποσύνθεση. Μόλις ανάψαμε τα φώτα, εκατομμύρια ποντίκια και
αρουραίοι, που δεν είχαν αντικρίσει το φως για εκατό χρόνια τώρα, πήδηξαν προς
όλες τις κατευθύνσεις. Όταν κλείσαμε πίσω μας την πόρτα, δημιουργήθηκε ένα
ρεύμα αέρα που ανακίνησε το χαρτομάνι, σωρούς ολόκληρους, στο πάτωμα. Το φως
έπεσε πάνω σ' αυτά τα χαρτιά και είδαμε ανάμεσά τους παλιά έγγραφα και
μεσαιωνικές εικονογραφήσεις. Στους πρασινισμένους από την πολυκαιρία τοίχους
κρέμονταν τα πορτρέτα των προγόνων. Οι πρόγονοι κοιτούσαν υπεροπτικά, αυστηρά,
σαν να ήθελαν να πουν: «Ε, ρε, μαστίγωμα που σου χρειάζεται, φιλαράκο!»
Τα βήματά μας αντηχούσαν σε όλο το σπίτι. Η ηχώ
απαντούσε στο βήχα μου, η ίδια αυτή ηχώ που κάποτε απαντούσε στους προγόνους
μου...
Ο άνεμος σφύριζε και αγκομαχούσε. Στην καμινάδα ήταν
σαν κάποιος να κλαψουρίζει, και στο κλάμα αυτό ξεχώριζες την απόγνωση. Χοντρές
σταγόνες βροχής χτυπούσαν πάνω στα σκοτεινά, θολά παράθυρα, κι ο χτύπος αυτός
σε βύθιζε σε μελαγχολία.
«Ω, οι πρόγονοι, οι πρόγονοί μου!» είπα
αναστενάζοντας με νόημα. «Αν ήμουνα συγγραφέας, κοιτάζοντας τα πορτρέτα τους θα
έγραφα ένα μακροσκελές μυθιστόρημα. Όλοι αυτοί οι γέροντες ήταν κάποτε νέοι κι
ο καθένας τους, ή η καθεμιά τους, είχε και από ένα ρομάντζο... και τι ρομάντζο,
μάλιστα! Κοίτα, για παράδειγμα, τούτη εδώ τη γριά, την προγιαγιά μου. Αυτή η
άσχημη, δύσμορφη γυναίκα έχει τη δική της, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ιστορία.
Βλέπεις», ρώτησα τη γυναίκα μου,
«βλέπεις αυτόν τον καθρέφτη που κρέμεται εκεί στην
άκρη;»
Της έδειξα προς το μεγάλο καθρέφτη με τη μαυρισμένη
ασημένια κορνίζα, που κρεμόταν στη γωνία,
δίπλα στο πορτρέτο της προγιαγιάς μου.
«Ο καθρέφτης αυτός διαθέτει μαγικές ιδιότητες. Αυτός
σκότωσε την προγιαγιά μου. Για να τον αποκτήσει, πλήρωσε ένα υπέρογκο ποσό και
δεν τον αποχωρίστηκε ως το θάνατό της. Κοιταζόταν σ' αυτόν μέρα νύχτα,
αδιάκοπα, κοιταζόταν όταν έτρωγε κι όταν έπινε. Πέφτοντας να κοιμηθεί, τον
τοποθετούσε δίπλα της στο κρεβάτι και πεθαίνοντας ζήτησε να τον βάλουν μαζί της
στον τάφο. Δεν εκπλήρωσαν την επιθυμία της, μόνο και μόνο γιατί ο καθρέφτης δε
χωρούσε στο φέρετρο».
«Ήταν κοκέτα;» ρώτησε η γυναίκα μου.
«Ας πούμε. Αλλά, σάμπως δεν υπήρχαν κι άλλοι
καθρέφτες, και μάλιστα πιο ωραίοι; Γιατί αγάπησε αυτόν ειδικά τον καθρέφτη, κι
όχι οποιονδήποτε άλλο; Απλώς, εδώ, αγαπητή μου, κρύβεται ένα τρομερό μυστικό. Η
παράδοση λέει ότι στον καθρέφτη απεικονίζεται ο διάβολος κι ότι η προγιαγιά μου
είχε αδυναμία στους δαίμονες. Φυσικά αυτό είναι ανοησία, όμως, αναμφίβολα, ο
καθρέφτης με την ασημένια κορνίζα διαθέτει μυστικές δυνάμεις».
Σκούπισα τη σκόνη από πάνω του, κοίταξα και
χαχάνισα. Στο χαχανητό μου απάντησε η ηχώ. Ο καθρέφτης ήταν κοίλος και
διαστρέβλωνε το πρόσωπό μου: η μύτη μου βρέθηκε στη θέση του αριστερού
μάγουλου, ενώ το πιγούνι μου διπλασιαζόταν και έφευγε κάπου στην άκρη.
«Περίεργο γούστο είχε η προγιαγιά μου!» είπα.
Η γυναίκα μου πλησίασε δειλά στον καθρέφτη, κοίταξε,
και τότε συνέβη κάτι τρομερό. Χλόμιασε, άρχισε να τρέμει σύγκορμη και έβγαλε
μια δυνατή κραυγή. Το κηροπήγιο της έπεσε από το χέρι, κύλησε στο πάτωμα, και
το κερί έσβησε. Μας τύλιξε το σκοτάδι. Την ίδια στιγμή άκουσα να πέφτει κάτι
βαρύ: η γυναίκα μου είχε λιποθυμήσει.
Ο άνεμος κλαυθμύριζε ακόμα πιο παραπονιάρικα, ένα
γύρο έτρεξαν αρουραίοι, πάνω στα χαρτιά αναδεύτηκαν τα ποντίκια. Οι τρίχες του
κεφαλιού μου σηκώθηκαν όρθιες όταν
ξεκόλλησε ένα παντζούρι και γκρεμίστηκε κάτω. Από το παράθυρο φάνηκε το
φεγγάρι...
Άρπαξα τη γυναίκα μου, τη σήκωσα και τη μετέφερα έξω
από τον οίκο των προγόνων μου. Ήρθε στα συγκαλά της μόλις το επόμενο βράδυ.
«Ο καθρέφτης! Δώστε μου τον καθρέφτη! » είπε
ανακτώντας τις αισθήσεις της. «Πού είναι ο καθρέφτης;»
Όλη την επόμενη βδομάδα δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν
κοιμόταν, μόνο ζητούσε να της φέρουν τον καθρέφτη. Έκλαιγε, τραβούσε τα μαλλιά
της κεφαλής της, χτυπιόταν και, τελικά, όταν ο γιατρός δήλωσε ότι μπορεί και να
πεθάνει από την εξάντληση κι ότι η κατάστασή της είναι εξαιρετικά επικίνδυνη,
κατανικώντας το φόβο μου, κατέβηκα πάλι κάτω και της έφερα τον καθρέφτη της
προγιαγιάς. Αντικρίζοντάς τον ξέσπασε σ' ένα άγριο γέλιο όλο ευτυχία, μετά τον
άρπαξε, τον φίλησε και βυθίστηκε μέσα του.
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια που
κοιτάζεται σ' αυτόν, δεν τον αποχωρίζεται ούτε στιγμή.
«Μα, εγώ
είμαι αυτή;» μουρμουρίζει και
στο πρόσωπό της, μαζί
με το κοκκίνισμα απλώνεται ευδαιμονία και
ενθουσιασμός. «Ναι, εγώ είμαι! Όλοι ψεύδονται εκτός από αυτόν τον καθρέφτη!
Ψεύδονται οι άνθρωποι! Ψεύδεται ο άντρας μου! Ω, αν είχα δει τον εαυτό μου
νωρίτερα, αν ήξερα ποια είμαι στην πραγματικότητα, δε θα είχα παντρευτεί τον
άνθρωπο αυτόν! Δεν είναι άξιος για μένα! Στα πόδια μου οφείλουν να πέφτουν οι
πιο όμορφοι, οι πιο ευγενικοί ιππότες...»
Μια φορά, καθώς στεκόμουν πίσω της, κοίταξα τυχαία
στον καθρέφτη και... τότε ανακάλυψα το τρομερό μυστικό. Είδα σ' αυτόν μια
γυναίκα εκθαμβωτικής ομορφιάς, που παρόμοιά της δεν είχα αντικρίσει ποτέ στη
ζωή μου. Ήταν ένα θαύμα της φύσης, η αρμονία της ομορφιάς, της κομψότητας και
του έρωτα. Τι συνέβαινε λοιπόν; Πώς η αδέξια, άσχημη γυναίκα μου φαινόταν τόσο
όμορφη στον καθρέφτη; Πώς;
Μα, επειδή ο κοίλος καθρέφτης στρέβλωνε το άσχημο
πρόσωπό της, κι από τη στρέβλωση των χαρακτηριστικών του γινόταν, εντελώς
τυχαία, πανέμορφο. Μείον στο μείον μας δίνει συν.
Τώρα, καθόμαστε κι οι δυο αντάμα, εγώ κι η γυναίκα
μου, μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζουμε σ' αυτόν, γεμάτοι προσήλωση, τις
φάτσες μας: η μύτη η δικιά μου φυτρώνει στο αριστερό μου μάγουλο, το
πιγούνι μου διπλασιάζεται
και φεύγει κάπου
στην άκρη, αλλά
το πρόσωπο της γυναίκας μου είναι μαγευτικό. Τότε με
καταλαμβάνει ένα δαιμονισμένο πάθος.
«Χα‐χα‐χα!» γελάω εγώ άγρια.
Κι η γυναίκα μου ψιθυρίζει σιγανά:
«Τι όμορφη που είμαι!»
ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ
...τους πονηρούς τους κουτεντέδες,
Τις σταφιδιασμένες γριές, τους γέρους,
Που κακογερνάνε με παραμύθια, με ανοησίες...
Γκριμπογέντοφ
Ήταν μεσημέρι Πρωτοχρονιάς. Η Λιουντμίλα Σεμιόνοβνα,
χήρα του πρώην αναπληρωτή κυβερνήτη Λιαγκαβόι‐Γκριζλόφ, μια
μικροκαμωμένη εξηντάχρονη γριούλα,
καθόταν στο σαλόνι
της και περίμενε επισκέψεις.
Κρίνοντας από την
ποσότητα των μεζέδων
και των ποτών
που είχαν ετοιμαστεί στην
τραπεζαρία, ο αριθμός των επισκεπτών αναμενόταν τεράστιος, αλλά για την ώρα
είχε εμφανιστεί για να της ευχηθεί «Καλή Χρονιά» μονάχα ένας, ο πρώτος
σύμβουλος της διοίκησης του κυβερνείου, ο Οκούρκιν, ένα κακογερασμένο
ανθρωπάκι, με κιτρινιάρικο πρόσωπο και στραβό στόμα. Καθόταν στη γωνία, κοντά
στη μεγάλη γλάστρα με τη ροδοδάφνη, και εισπνέοντας προσεχτικά ταμπάκο διηγόταν
στην «ευεργέτιδα» τα νέα της πόλης.
«Χτες,
μητερούλα, λίγο έλειψε
να πέσει από
τη σκοπιά του
ένας μεθυσμένος φαντάρος. Κρεμάστηκε, ξέρετε, από το
κιγκλίδωμα, και το κιγκλίδωμα... χρατς! λύγισε, ξέρετε... Ευτυχώς, την ώρα
εκείνη η γυναίκα του του έφερνε στη σκοπιά φαγητό και τον συγκράτησε από το
σακάκι. Αν δεν ήταν η γυναίκα του, θα είχε γκρεμιστεί ο κατεργάρης... Λοιπόν...
Τρίτη μέρα τώρα, μητερούλα, αξιότιμη, έγινε μάζωξη στο σπίτι του ελεγκτή της
τράπεζας Πέρτσεφ... Όλοι οι υπάλληλοι συγκεντρώθηκαν εκεί και συζήτησαν σχετικά
με τις σημερινές επισκέψεις. Ομόφωνα αποφάσισαν, οι άμυαλοι, να μην κάνουν
επισκέψεις σήμερα».
«Α, πατερούλη, τα παραλές τώρα», είπε μειδιώντας η
γριά. «Πώς μπορεί να παραλείψει κανείς τις επισκέψεις;»
«Μα τον Θεό,
αξιότιμη. Περίεργο, αλλά
αληθινό... Συμφώνησαν όλοι,
αντί για επισκέψεις, να συγκεντρωθούν σήμερα στη
λέσχη, να ευχηθούν ο ένας στον άλλον και να προσφέρουν από ένα ρούβλι υπέρ των
φτωχών».
«Δεν καταλαβαίνω...» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους η
οικοδέσποινα. «Τι ανοησία είναι αυτό που μου λες...»
«Έτσι είναι, μητερούλα, τώρα συνηθίζεται αυτό
σε πολλές πόλεις. Δεν κάνουν επισκέψεις
στις γιορτές. Δίνουν από ένα ρούβλι και τέρμα! Χε, χε, χε. Δε χρειάζεται ούτε
να τρέχεις κάπου, ούτε να εύχεσαι, ούτε να ξοδεύεσαι για άμαξα... Περνάς μια
φορά από τη λέσχη και μετά αράζεις στο σπίτι».
«Τόσο το καλύτερο», είπε αναστενάζοντας η γριά. «Ας
μην έρθουν. Πιο ήσυχοι θα είμαστε...»
Ο Οκούρκιν άφησε ένα δυνατό, θορυβώδη αναστεναγμό,
κούνησε το κεφάλι και συνέχισε:
«Το θεωρούν τυπολατρία... Βαριούνται να πάνε να
ευχηθούν σε κάποιον πιο ηλικιωμένο, και γι' αυτό το βαφτίζουν τυπολατρία. Στις
μέρες μας, βλέπεις, τους ηλικιωμένους δεν τους θεωρούν ανθρώπους... Δεν είναι
όπως παλιά».
«Εντάξει, λοιπόν», αναστέναξε και πάλι η
οικοδέσποινα. «Ας μην έρθουν! Δε θέλουν, δεν πειράζει».
«Παλιότερα, μητερούλα, όταν δεν υπήρχε αυτός ο
φιλελευθερισμός, οι επισκέψεις δε θεωρούνταν τυπολατρία. Πηγαίναμε
επίσκεψη όχι από
καταναγκασμό, αλλά από αγάπη,
με ευχαρίστηση... Έκανες ένα γύρο
σε όλα τα σπίτια, σταματούσες για λίγο στο πεζοδρόμιο και σκεφτόσουν:
"Ποιον
άλλο να πάω να τιμήσω;" Τους αγαπούσαμε εμείς
τους γέρους, μητερούλα... Τρομερά τους αγαπούσαμε! Θυμάμαι, του μακαρίτη του
Παντελέι Στεπάνιτς, ας του χαρίζει ο Θεός την ουράνια βασιλεία, του άρεσε να
είμαστε σεβαστικοί... Να τον φυλάει ο Θεός, αν κάποιος δεν έκανε τις επισκέψεις
του, του έτριζε τα δόντια! Σε κάποιες γιορτές, θυμάμαι, ήμουν άρρωστος από
τύφο. Και τι νομίζετε ότι έγινε, μητερούλα; Σηκώθηκα από το κρεβάτι, μάζεψα τις
ελάχιστες δυνάμεις μου και πήγα στον Παντελέι Στεπάνιτς... Φτάνω, λοιπόν. Το
πώς έκαιγα, δε λέγεται! Θέλω να πω "Καλή Χρονιά" και λέω "φουλ
του άσου". Χε, χε... Παραλήρημα... Και, θυμάμαι, κάποτε ο Ζμέισεφ είχε
ευλογιά. Οι γιατροί, βεβαίως, μας απαγορεύσανε να πάμε να τον δούμε, αλλά εμάς
σκασίλα μας για τους γιατρούς. Πήγαμε και του ευχηθήκαμε. Δε θεωρούσαμε ότι
είναι τυπικότητα. Θα πιω, αξιότιμη μητερούλα...»
«Πιες,
πιες... Όλα θα
μείνουν, κανένας δε
θα 'ρθει, δεν
υπάρχει κανείς για
να πιει... Αλλά τουλάχιστον οι κοντινοί μου, οι
αναδεξιμιοί μου θα έρθουν».
Ο
Οκούρκιν κούνησε απελπισμένα το χέρι
και στράβωσε το
στόμα του σε
ένα περιφρονητικό χαμόγελο.
«Άξεστοι... Όλους τους άλειψες με το ίδιο λαδάκι».
«Μα πώς γίνεται αυτό, Εφίμ Εφίμιτς;» είπε κατάπληκτη
η γριά. «Δηλαδή ούτε ο Βερχούσκιν θα
'ρθει;»
«Δε θα 'ρθει... Στη λέσχη, βλέπετε...»
«Μα, είμαι η νονά του, του λωποδύτη! Τον έβαλα και
στη δουλειά!»
«Δεν το βλέπει έτσι... Χτες έφτασε πρώτος πρώτος
στον Πέρτσεφ».
«Καλά, εντάξει αυτοί... Την ξέχασαν τη γριά, έστω,
αλλά για τους συγγενείς είναι αμαρτία. Κι ο
Βάνκα Τρούχιν; Μη μου πεις ότι δε θα 'ρθει κι
αυτός;»
Ο Οκούρκιν κούνησε το χέρι αποθαρρυντικά.
«Κι ο Ποντσίλκιν; Επίσης; Το κάθαρμα, μα εγώ τον
τράβηξα από το βούρκο! Κι ο Προρέχιν;»
Η γριά αράδιασε μερικές δεκάδες ονόματα ακόμα, και
κάθε όνομα προκαλούσε στον Οκούρκιν ένα πικρό χαμόγελο.
«Όλοι, μητερούλα! Είναι αναίσθητοι!»
«Ευχαριστώ...»
αναστέναξε η Λιαγκαβάγια‐Γκριζλόβα, πηγαίνοντας
πέρα δώθε στο
σαλόνι.
«Ευχαριστώ... Αφού τους έγινε τόσο αντιπαθητική η
γριά... που τους έκανε τόσα καλά, αφού είμαι τόσο σιχαμένη, αηδιαστική,
εντάξει...»
Η γριά σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Τα ρυτιδιασμένα
ματάκια της ανοιγόκλεισαν.
«Βλέπω ότι δε με χρειάζονται πια. Και δεν είναι
ανάγκη... Φύγε κι εσύ, Εφίμ Εφίμιτς... Δε σας κρατάω. Φύγετε όλοι...»
Η οικοδέσποινα έφερε στο πρόσωπο το μαντίλι της και
άρχισε να κλαψουρίζει. Ο Οκούρκιν την κοίταξε, έξυσε σαστισμένος το κεφάλι του
και την πλησίασε δειλά...
«Μητερούλα...» είπε με κλαψιάρικη φωνή. «Αξιότιμη
φίλη μου!»
«Φύγε κι εσύ... Πήγαινε... Φύγετε όλοι...»
«Μητερούλα, άγγελέ μου... Μην κλαίτε... Περιστέρα
μου! Αστειεύτηκα... Μα τον Θεό, αστειεύτηκα!
Φτύστε με κατάμουτρα, το βρομόγερο, αστειεύτηκα...
Όλοι θα έρθουν! Μητερούλα!»
Ο Οκούρκιν έπεσε στα γόνατα μπροστά στη γριά, πήρε
το χέρι της και χτύπησε με αυτό τη φαλάκρα του.
«Δείρτε με, μητερούλα, άγγελέ μου! Μην αστειεύεσαι,
ηλίθιε! Μην αστειεύεσαι! Στο πρόσωπο! Στο πρόσωπο! Να, να για να μάθεις,
καταραμένε φαντασιόπληκτε!»
«Όχι, δεν αστειεύτηκες, Εφίμ Εφίμιτς! Το νιώθει η
καρδιά μου!»
«Να ανοίξει η γη και να με καταπιεί... Να πέσει
φωτιά να με κάψει... αν... Να θα δείτε! Και τώρα, αντίο σας, μητερούλα... Δεν
είμαι άξιος, για τα κακά μου αστεία, να συνεχίσω να επωφελούμαι από τη
φιλοξενία σας. Θα εξαφανιστώ. Θα φύγω, και να φαντάζεστε ότι με διώξατε, εμένα,
έναν άπιστο. Το χεράκι σας... να το φιλήσω...»
Ο Οκούρκιν ασπάστηκε περιπαθώς το χέρι της γριάς και
βγήκε βιαστικά...
Σε πέντε λεπτά ήταν στη λέσχη. Οι υπάλληλοι είχαν
ήδη ανταλλάξει ευχές, κατέθεσαν ο καθένας το ρούβλι του και έβγαιναν από τη
λέσχη.
«Σταθείτε! Ε, εσείς!» τους έκανε νόημα με τα χέρια ο
Οκούρκιν. «Πώς ακριβώς το σκεφτήκατε,
εξυπνάκηδες; Γιατί δεν πάτε στη Λιουντμίλα
Σεμιόνοβνα;»
«Αλήθεια, δεν το ξέρετε; Τώρα πια δεν κάνουμε
επισκέψεις!...»
«Ξέρω, ξέρω... Μερσί... Λοιπόν, ακούστε εδώ,
πολιτισμένοι εσείς... Αν δεν πάτε τώρα αμέσως στη μάγισσα, αλίμονό σας...
Κλαίει και οδύρεται! Σας καταριέται τόσο, που δε θα το ευχόμουν στο χειρότερο
εχθρό μου».
Οι υπάλληλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και έξυσαν το
κεφάλι τους...
«Χμ... Αν πάμε σ' αυτήν, θα πρέπει να πάμε σε
όλους...»
«Τι να κάνουμε, κύριοι; Να πάτε σε όλους... Δε θα
πιαστούν τα πόδια σας... Εν προκειμένω, για μένα, όπως θέλετε, μπορείτε και να
μην πάτε... Αλλά θα είναι χειρότερα για σας!»
«Να πάρει ο διάβολος! Πληρώσαμε ήδη κι από ένα
ρούβλι!» βόγκηξε ο Γιάσκιν, δάσκαλος του σχολαρχείου της κωμόπολης...
«Ρούβλι... Αλλά, τη θέση σου δεν την έχασες ακόμα».
Οι υπάλληλοι έξυσαν για μια ακόμη φορά τα κεφάλια
τους, και μουρμουρίζοντας τράβηξαν για το σπίτι της Λιαγκαβάγια‐Γκριζλόβα.
ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
I
«Τι να γράψω;» ρώτησε ο Γιεγκόρ και βούτηξε την πένα
στο μελάνι.
Η Βασιλίσα είχε να δει την κόρη της τέσσερα χρόνια
τώρα. Η Εφίμια, η κόρη της, μετά το γάμο, έφυγε με τον άντρα της για την
Πετρούπολη, έστειλε δυο γράμματα και ύστερα χάθηκε: ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Άρμεγε η γριά την αγελάδα την αυγή, άναβε το φούρνο ή έπεφτε να κοιμηθεί τη
νύχτα, πάντα σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Πώς να περνάει η Εφίμια, είναι άραγε
ζωντανή ακόμα; Έπρεπε να της στείλει ένα γράμμα, όμως ο γέρος της δεν ήξερε να
γράφει κι εκείνη δεν είχε από ποιον να ζητήσει κάτι τέτοιο.
Να όμως που ήρθαν οι γιορτές και η Βασιλίσα δεν
άντεξε, πήγε στο πανδοχείο, στον αδελφό του ιδιοκτήτη, τον Γιεγκόρ, ο οποίος
είχε μόλις επιστρέψει από το στρατό, και καθόταν συνέχεια στο πανδοχείο, χωρίς
να κάνει τίποτα. Λέγαν γι' αυτόν πως ήξερε να γράφει ωραία γράμματα, αν τον
πλήρωνες όπως πρέπει. Η Βασιλίσα μίλησε στο πανδοχείο με τη μαγείρισσα, ύστερα
με την ιδιοκτήτρια κι ύστερα με τον ίδιο τον Γιεγκόρ. Συμφώνησαν για πέντε
καπίκια.
Και να τους τώρα —δεύτερη μέρα της γιορτής, στο
πανδοχείο, στην κουζίνα— ο Γιεγκόρ κάθεται στο τραπέζι με τον κοντυλοφόρο στο
χέρι, κι η Βασιλίσα στέκεται μπροστά του, σκεφτική, με έκφραση περισυλλογής και
στεναχώριας. Μαζί της είχε έρθει κι ο Πιοτρ, ο γέρος της, πολύ αδύνατος, ψηλός,
με φαλάκρα∙ στεκόταν και κοιτούσε ακίνητος, ίσια μπροστά του, σαν τυφλός. Στη
φωτιά έβραζε χοιρινό∙ κόχλαζε και ξεφυσούσε, κι ήταν σαν να μιλούσε: «γκλου‐γκλου‐γκλου». Ήταν
αποπνικτικά.
«Τι είναι!» είπε η Βασιλίσα, κοιτάζοντας τον Γιεγκόρ
θυμωμένα και δύσπιστα. «Μη με πιέζεις! Δε γράφεις χάρισμα, θα πληρωθείς!
Λοιπόν, γράψε. Στον αγαπητό μας γαμπρό Αντρέι Χρισάνφιτς και στη μοναχοκόρη
μας, την αγαπημένη Εφίμια Πετρόβνα με αγάπη και τα σέβη μου και την ευλογία των
γονιών για πάντα...»
«Έγινε. Πάμ' παρακάτω».
«Σας ευχόμαστε ακόμη Καλά Χριστούγεννα... είμαστε
ζωντανοί και γεροί το ίδιο επιθυμούμε και για σας από τον κύριο... το βασιλιά
των ουρανών».
Η Βασιλίσα συλλογίστηκε και αντάλλαξε μια ματιά με
το γέρο.
«Το ίδιο επιθυμούμε και για σας από τον κύριο... το
βασιλιά των ουρανών...» επανέλαβε και έβαλε τα κλάματα.
Δεν μπόρεσε να πει τίποτ' άλλο. Τόσο καιρό, τα
βράδια που σκεφτόταν, της φαινόταν ότι όσα είχε να πει δε θα χωρούσαν ούτε σε
δέκα επιστολές. Από την ώρα που έφυγαν η κόρη με το γαμπρό της, κύλησε πολύ
νερό στο ποτάμι, οι γέροι ζούσαν σαν ορφανά, βαριαναστενάζοντας τα βράδια, όπως
αν είχαν κηδέψει την κόρη τους. Πόσα έγιναν, όλον αυτό τον καιρό, στο χωριό,
πόσοι γάμοι, πόσοι θάνατοι. Τι μακρόσυρτοι χειμώνες! Και τι μεγάλες νύχτες!
«Ζέστη!» είπε ο Γιεγκόρ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο
του. «Πρέπει να έχουμε είκοσι ένα βαθμούς. Τι άλλο, λοιπόν;» ρώτησε.
Οι γέροι σιωπούσαν.
«Με τι ασχολείται εκεί πέρα ο γαμπρός σου;» ρώτησε ο
Γιεγκόρ.
«Του στρατού ήταν, πατερούλη, το ξέρεις», απάντησε
σιγανά ο γέρος. «Κατατάχτηκε την ίδια εποχή μ' εσένα. Ήταν φαντάρος, και τώρα
στην Πετρούπολη είναι σε ένα υδροθεραπευτήριο. Ο γιατρός γιατρεύει τους
αρρώστους με νερό. Είναι λοιπόν θυρωρός του γιατρού».
«Να, εδώ είναι γραμμένο...» είπε η γριά, βγάζοντας
από το μαντιλάκι της ένα γράμμα. «Το λάβαμε από την Εφίμια, ένας θεός ξέρει
πότε. Μπορεί και να μην είναι στον κόσμο αυτό πια».
Ο Γιεγκόρ σκέφτηκε για λίγο και μετά άρχισε να
γράφει γρήγορα.
«Επί του παρόντος, έγραφε, εφόσον η τύχη σάς
κατέταξε σε μια Στρατιωτική Σταδιοδρομία, Σας συμβουλεύουμε να ενημερωθείτε
σχετικά με τον Κανονισμό Πειθαρχικών Ποινών και τους Νόμους Ποινικών Αδικημάτων
της Στρατιωτικής Υπηρεσίας, και να ερευνήσετε στο Νόμο αυτό τα Καθήκοντα
Στρατιωτικών Υπηρεσιών».
Έγραφε και διάβαζε φωναχτά αυτά που έγραφε, ενώ η
Βασιλίσα σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να γράψει για τις δυσκολίες του προηγούμενου
χρόνου, ότι δεν έφτασαν τα σιτηρά ούτε για τις γιορτές και χρειάστηκε να
πουλήσουν την αγελάδα. Πρέπει να ζητήσει και λίγα λεφτά, πρέπει να γράψει ότι ο
γέρος αρρωσταίνει όλο και πιο συχνά και σύντομα, μάλλον, θα παραδώσει την ψυχή
του στον Κύριο... Αλλά, πώς να τα εκφράσεις αυτά με λόγια; Τι να πεις πρώτα και
τι μετά;
«Εφιστώ την προσοχή σας», συνέχιζε να γράφει ο
Γιεγκόρ, «στον 5ο τόμο των Στρατιωτικών Κανονισμών. Στρατιώτης είναι Όρος
γενικός, Διάσημος. Στρατιώτης αποκαλείται ο Πρώτος τη τάξει Στρατηγός και ο
τελευταίος Φαντάρος...»
Ο γέρος κούνησε τα χείλη του και είπε σιγά:
«Να έβλεπα τουλάχιστον τα εγγονάκια».
«Ποια εγγονάκια;» ρώτησε η γριά και τον κοίταξε
θυμωμένα. «Μπορεί και να μην υπάρχουν καν!»
«Εγγονάκια; Μπορεί και να υπάρχουν. Ποιος ξέρει!»
«Και από αυτό μπορείτε να συμπεράνετε», συνέχιζε ο
Γιεγκόρ, «ποιος είναι ο Εξωτερικός Εχθρός και ποιος ο Εσωτερικός. Ο πρώτιστος
Εσωτερικός Εχθρός μας είναι ο Βάκχος».
Η πένα γρατζουνούσε, σχηματίζοντας πάνω στο
χαρτί ουρίτσες που έμοιαζαν με
αγκίστρια. Ο Γιεγκόρ βιαζόταν και διάβαζε κάθε φράση από κάμποσες φορές.
Καθόταν σε ένα σκαμνί, έχοντας απλώσει τα πόδια του κάτω από το τραπέζι,
φαγωμένος, γερός, χοντρομούτσουνος, με κόκκινο σβέρκο. Ήταν η χυδαιότητα
προσωποποιημένη, άξεστη, επιδεικτική, ανίκητη, περήφανη, που γεννήθηκε και
ανδρώθηκε μέσα στο
μαγερειό. Η Βασιλίσα
καταλάβαινε πολύ καλά
ότι εδώ πρόκειται για χυδαιότητα,
αλλά δεν μπορούσε να το εκφράσει με λόγια, και κοιτούσε τον Γιεγκόρ θυμωμένα
και φιλύποπτα. Από τη φωνή του, τις ακατανόητες λέξεις, τη ζέστη και το
αποπνικτικό της ατμόσφαιρας, της πόνεσε το κεφάλι, μπερδεύτηκαν οι σκέψεις της,
και τώρα πια δεν έλεγε τίποτα, δε
σκεφτόταν, μόνο περίμενε
πότε θα τελειώσει
το γρατζούνισμα. Αλλά ο
γέρος κοιτούσε με απόλυτη ευπιστία. Είχε εμπιστοσύνη στη
γριά, που τον κουβάλησε εδώ πέρα, και στον Γιεγκόρ. Και όταν μίλησε προ ολίγου
για το υδροθεραπευτήριο, φάνηκε στο πρόσωπό του ότι πίστευε και στο
θεραπευτήριο και στη θεραπευτική δύναμη του νερού.
Αφού τέλειωσε το γράψιμο, ο Γιεγκόρ σηκώθηκε και
διάβασε όλο το γράμμα από την αρχή. Ο γέρος δεν κατάλαβε, αλλά κούνησε το
κεφάλι καλόπιστα.
«Εντάξει, κανονικά...» είπε, «να σε έχει ο Θεός
καλά. Εντάξει...»
Ακούμπησαν στο
τραπέζι τρία πενηνταράκια και βγήκαν από
το πανδοχείο. Ο γέρος
κοιτούσε ακίνητος και ίσια μπροστά, σαν τυφλός, και στο πρόσωπό του
ζωγραφιζόταν απόλυτη εμπιστοσύνη, ενώ η Βασιλίσα, την ώρα που έβγαιναν από το
πανδοχείο, πρόγκηξε το σκυλί μουρμουρίζοντας θυμωμένα:
«Ου‐ουστ,
πανουκλιασμένο!»
Η γριά δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα, την τάραζαν
σκέψεις, και την αυγή σηκώθηκε, προσευχήθηκε και κίνησε για το σταθμό, να
στείλει το γράμμα.
Μέχρι το σταθμό ήταν έντεκα βέρστια.
II
Το υδροθεραπευτήριο του δόκτορος Μπ. Ο. Μολζεβέιζερ
δούλευε και την Πρωτοχρονιά, όπως τις συνηθισμένες ημέρες, μόνο που ο θυρωρός
Αντρέι Χρισάνφιτς την ημέρα αυτή φορούσε στολή με καινούργια σιρίτια, οι μπότες
του γυάλιζαν κάπως ιδιαίτερα, και ευχόταν σε όλους τους επισκέπτες
«Καλή χρονιά κι ευτυχισμένη».
Ήταν πρωί. Ο Αντρέι Χρισάνφιτς στεκόταν στην πόρτα
και διάβαζε εφημερίδα. Ακριβώς στις δέκα έφτασε ο στρατηγός, γνωστός, ένας από
τους συνήθεις επισκέπτες, και στο κατόπιν του ο ταχυδρόμος.
Ο Αντρέι Χρισάνφιτς βοήθησε το στρατηγό να βγάλει το
παλτό του και είπε:
«Καλή χρονιά, ευτυχές το νέον έτος, εξοχότατε!»
«Ευχαριστώ, αγαπητέ μου. Επίσης».
Ανεβαίνοντας
τη σκάλα, ο
στρατηγός έδειξε μια
πόρτα και ρώτησε
(ρωτούσε κάθε μέρα
και ξεχνούσε κάθε φορά):
«Αυτό το δωμάτιο τι είναι;»
«Δωμάτιο μασάζ, εξοχότατε!»
Όταν τα βήματα του στρατηγού χάθηκαν, ο Αντρέι
Χρισάνφιτς κοίταξε το ταχυδρομείο και βρήκε ένα γράμμα στο όνομά του. Το
άνοιξε, διάβασε μερικές αράδες, μετά, χωρίς να βιάζεται, ρίχνοντας ματιές στην
εφημερίδα του, κίνησε για το δωμάτιό του, που ήταν κάτω, στο τέρμα του
διαδρόμου. Η γυναίκα του η
Εφίμια καθόταν στο
κρεβάτι και τάιζε
το μωρό. Ένα
άλλο παιδί, μεγαλύτερο, στεκόταν δίπλα έχοντας ακουμπήσει
το κατσαρό κεφαλάκι του στα γόνατά της, ενώ ένα τρίτο κοιμόταν στο κρεβάτι.
Μπαίνοντας στο δωματιάκι, ο Αντρέι έτεινε το γράμμα
στη γυναίκα του και είπε:
«Πρέπει να είναι από το χωριό».
Μετά βγήκε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την
εφημερίδα, και σταμάτησε στο διάδρομο, όχι μακριά από την πόρτα του. Άκουσε την
Εφίμια να διαβάζει τις πρώτες αράδες με τρεμάμενη φωνή. Διάβασε λίγο αλλά δεν
μπόρεσε να συνεχίσει. Της αρκούσαν αυτές οι ελάχιστες αράδες για να ξεσπάσει σε
δάκρυα. Αγκαλιάζοντας το μεγαλύτερο παιδί της και φιλώντας το, άρχισε να του
μιλάει, και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν έκλαιγε ή αν γελούσε.
«Είναι από
τη γιαγιά και τον
παππού...» έλεγε. «Από το χωριό... Μητέρα των ουρανών, άγιοι θαυματουργοί. Τώρα εκεί το
χιόνι θα φτάνει μέχρι επάνω... τα δέντρα θα είναι κατάλευκα. Τα παιδάκια θα
τρέχουν στα έλκηθρα... Κι ο παππούλης, καραφλούλης, στο φούρνο δίπλα... και το
κοκκινοτρίχικο σκυλάκι... Ω, αγαπημένοι μου!»
Ο Αντρέι Χρισάνφιτς θυμήθηκε που η γυναίκα του του
είχε δώσει τρεις‐τέσσερις
φορές γράμματα, παρακαλώντας τον να τα ταχυδρομήσει στο χωριό. Τον εμπόδισαν όμως
κάποιες σημαντικές δουλειές: δεν τα έστειλε και τα γράμματα κάπου παράπεσαν.
«Στα χωράφια τρέχουν λαγουδάκια», θρηνολογούσε η
Εφίμια πνιγμένη στα δάκρυα και φιλώντας το αγοράκι της.
«Ο παππούς σας
είναι ήρεμος, καλός,
η γιαγιά σας,
κι αυτή, καλοσυνάτη
και πονόψυχη. Στο χωριό οι άνθρωποι ζούνε πνευματικά, φοβούνται τον
Θεό... Υπάρχει κι ένα εκκλησάκι, κι εκεί οι άντρες ψέλνουν εκ περιτροπής στο
αναλόγιο. Αχ, και να μας έπαιρνες από εδώ, ουράνια μητέρα, ευσπλαχνική!»
Ο Αντρέι Χρισάνφιτς επέστρεψε στο δωματιάκι του, για
να καπνίσει ένα τσιγάρο, μέχρι να έρθει κάποιος άλλος, και η Εφίμια ξαφνικά
σιώπησε, λούφαξε και σκούπισε τα μάτια. Μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν,
ω, πώς τον φοβόταν! Έχανε τα λόγια της, την έπιανε φρίκη μόλις άκουγε τα βήματά
του, μόλις αντίκριζε το βλέμμα του, δεν τολμούσε να αρθρώσει κουβέντα μπροστά
του.
Ο Αντρέι Χρισάνφιτς άναψε το τσιγάρο του, αλλά πάνω
στην ώρα χτύπησε η πόρτα. Έσβησε το τσιγάρο, και παίρνοντας σοβαρό ύφος έτρεξε
στην είσοδο.
Από πάνω κατέβαινε ο στρατηγός, κόκκινος κόκκινος,
φρέσκος από το μπάνιο.
«Τι είναι σ' αυτό το δωμάτιο;» ρώτησε δείχνοντας με
το κεφάλι μια πόρτα.
Ο Αντρέι Χρισάνφιτς στάθηκε κλαρίνο, τα χέρια στην
προσοχή, και ανέφερε δυνατά:
«Τα ντους Σαρκό, εξοχότατε!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου