π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Ἔχει
πολλές φορές τονισθεῖ ὅτι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀποτελεῖ τή
σπουδαιότερη περίοδο ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς στήν Ἐκκλησία μας,
δεδομένου ὅτι τότε προετοιμάζεται ὁ πιστός γιά τή συμμετοχή του στά
γεγονότα πού σφράγισαν καί χάραξαν αὐτό πού λέμε σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου,
δηλαδή τή ζωντανή καί πραγματική σχέση του μέ τόν Θεό, καί πού τα
γεγονότα αὐτά δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου
μας. Ἐνόψει δηλαδή τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης προβάλλεται ἡ ἱερότητα
καί ἡ σπουδαιότητα τῆς Σαρακοστῆς, γεγονός πού σημαίνει ὅτι τελικῶς
λειτουργεῖ ἡ περίοδος αὐτή ὡς ἕνα εἶδος πνευματικῆς κολυμβήθρας γιά τόν
πιστό, ἀφοῦ προκαλεῖται μέ τόν ἐντονότερο τρόπο, μέσω τοῦ
πολλαπλασιασμοῦ κυρίως τῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν προσευχῶν καί μέσω τῆς
συστηματικότερης νηστείας, γιά νά ξαναβρεῖ τόν χαμένο λόγω τῶν παθῶν του
ἑαυτό, τόν χαρισματικό ἑαυτό, αὐτόν πού ἀναδύθηκε ἀπό τήν ἁγία
κολυμβήθρα κατά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Μέ ἄλλα λόγια ὅ,τι
προσέλαβε ὁ χριστιανός ἀπό τό ἅγιο βάπτισμά του: τήν ἔνταξή του στό σῶμα
τοῦ Χριστοῦ τήν Ἐκκλησία, αὐτό ἐπιχειρεῖ νά τοῦ καταστήσει ζωντανό καί
ἐμφανές ἡ πνευματική αὐτή περίοδος, πού θά πεῖ ὅτι εἶναι μία περίοδος
μετανοίας καί καθάρσεως, συνεπῶς καί ἰδιαίτερου φωτισμοῦ, κάτι πού θά
διατρανωθεῖ ὡς ἀλήθεια τήν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,
κατά τήν ὁποία τά πάντα θά λάμψουν μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δέν εἶναι τυχαῖο ἔτσι ὅτι ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἀκούγεται ἤδη στίς ἀπαρχές τῆς Σαρακοστῆς «ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός», λειτουργεῖ ὡς τό κεντρικό «σύνθημα» τῆς περιόδου καί καθορίζει τίς συντεταγμένες τῆς ὅλης πορείας τοῦ χριστιανοῦ.
Τήν παραπάνω ἀλήθεια τονίζει ἡ
Ἐκκλησία μας ἐντονότερα καί στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς. Θεωρώντας
δεδομένη τήν κόπωση τοῦ συνειδητοῦ πιστοῦ ἀπό τήν ἔνταση τοῦ πνευματικοῦ
ἀγώνα, προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, γιά νά ὑπενθυμίσει ἀφενός ὅτι
Αὐτός συνιστᾶ τό ὅραμα πού φωτίζει τόν δρόμο μας, (αὐτονοήτως δέ καί ἡ
Ἀνάσταση πού ἀποτελεῖ τήν ἄλλη ὄψη Του), ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Σταυρός
συνοδεύει καί τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας ὡς παρουσία τοῦ Χριστοῦ πού
μᾶς ἀγκαλιάζει καί μᾶς ξεκουράζει στό κάθε λύγισμά μας. Κι εἶναι τοῦτο ἡ
κατεξοχήν παρηγοριά πού μᾶς δίνει ἡ ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως:
ἔχουμε πάντοτε, στήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, τόν ἴδιο τόν Κύριο
συνοδοιπόρο μας, παραστάτη μας, πατέρα, φίλο καί ἀδελφό μας, πού
συγκαταβαίνει στήν κάθε πραγματική ἀδυναμία μας, δηλαδή μᾶς κρατάει σέ
ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς μας παντοτινά. Διότι πότε δέν εἴμαστε
ἀδύνατοι; Ἕνα «μηδέν» ἀποτελοῦμε, πού ὁ Κύριος τό παίρνει γιά νά τό
κάνει ἑκατομμύρια.
Περίοδος λοιπόν πνευματική ἡ
Σαρακοστή, τονισμός ξεχωριστός τῆς πνευματικότητας αὐτῆς ἡ ἡμέρα τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως, συνεπῶς τί πιό ταιριαστό πρός τήν ἡμέρα καί τήν
περίοδο αὐτή ἡ ὑπενθύμιση τοῦ τί σημαίνει πνευματική ζωή καί τί μυστικά
ἐνδεχομένως περικλείει. Κι ἀξίζει κανείς νά κάνει τήν ὑπενθύμιση αὐτή,
γιατί εἴπαμε καί προηγουμένως ὅτι χανόμαστε πολλές φορές λόγω τῶν παθῶν
μας στή γῆ αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος πού βρισκόμαστε, καί χανόμαστε γιατί
ξεχνιόμαστε. Αὐτό πού θά ἔπρεπε νά ἰσχύει διαρκῶς ὡς προτεραιότητά μας: ὁ
χαρισματικός ἐν Χριστῶ ἑαυτός μας καί οἱ ἐνέργειές μας γιά νά τόν
καλλιεργοῦμε, δέν ἰσχύει σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό, συνεπῶς κάθε τι πού μᾶς
τόν ὑπενθυμίζει πρέπει νά τό ἐνισχύουμε, νά τό ὑποστηρίζουμε, νά τό
ἀγαπᾶμε.
«Μυστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς» τό
θέμα πού σύντομα στή συνέχεια θά διαπραγματευτοῦμε. Κι εἶναι εὐνόητο
ὅτι, μέ βάση τά παραπάνω, θά κινηθοῦμε ἀκριβῶς πάνω στά χνάρια τῆς
ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, γιά νά διαπιστώσουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι διεπίστωσαν
καί διαπιστώνουν ὅλοι οἱ αἰῶνες: ὅτι τά χνάρια αὐτά ἀποτελοῦν στήν
πραγματικότητα τά πατήματα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ μας, μέ ἄλλα λόγια κάθε
θεωρούμενο μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι καί μία ἀποκάλυψη τοῦ
Σωτήρα μας στή ζωή μας, πού θά πεῖ ὅτι ἡ πνευματική αὐτή ζωή τελικῶς
εἶναι ἡ ἴδια ἡ χριστιανική ζωή, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ ἐξίσωση αὐτή τῆς πνευματικῆς ζωῆς
μέ τή χριστιανική ἀλλά καί μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή μᾶς ἀναγκάζει
βεβαίως νά κάνουμε κατά πρῶτον τήν ἀπαραίτητη βασική διευκρίνιση στό
θέμα μας: τί ἐννοοῦμε λέγοντας πνευματική ζωή. Κι ὅλοι καταλαβαίνουμε
ὅτι ἡ πνευματική ζωή στήν ὁποία ἀναφερόμαστε δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν
πνευματική ζωή, ὅπως τήν ἐκλαμβάνουν οἱ πολλοί, καί μάλιστα οἱ ἐκτός
τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί θεωροῦν ὅτι πνευματική ζωή εἶναι ἡ ζωή πού
σχετίζεται μέ τίς τέχνες καί τά γράμματα, μέ τό θέατρο, τήν ποίηση, τή
λογοτεχνία. Πνευματικός ἄνθρωπος ἀκοῦμε νά λένε εἶναι ὁ ἐπιστήμονας, ὁ
λογοτέχνης, ὁ ποιητής. Καί δέν ἔχουν ἄδικο ἀπό μιά ἄποψη. Γιατί
ἀσχολοῦνται ἀκριβῶς μέ τό πνεῦμα, ἀλλά στήν ἀνθρώπινη μόνο διάστασή του.
Γιά τήν Ἐκκλησία μας ὅμως ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι ἡ ζωή ἡ
ἀσχολούμενη μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα, πολύ δέ περισσότερο ἡ ἀσχολούμενη μέ
ἄλλα πνεύματα πού δέν εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Πνευματική ζωή γι’
αὐτήν ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως αὐτό φανερώθηκε
συνεσκιασμένα στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατεξοχήν δέ μετά τόν
ἐρχομό τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καλό νά θυμόμαστε τίς
ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ
ὁποῖος μιλώντας γιά τίς ἐποχές τῆς δράσεως τοῦ Θεοῦ ἔλεγε ὅτι στήν
Παλαιά Διαθήκη δρᾶ τό πρῶτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεός Πατέρας,
στήν Καινή Διαθήκη δρᾶ τό δεύτερο πρόσωπο, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Ἰησοῦς
Χριστός, ἐνῶ στήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν Πεντηκοστή καί ἐφεξῆς,
δρᾶ τό τρίτο πρόσωπο, τό Ἅγιον Πνεῦμα, μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὅτι σέ κάθε
ἐποχή τό κάθε πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ὑπηρετεῖ τήν κοινή ἐνέργεια τῆς
θεότητας. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός τοῦ Παρόντος,
τό πρόσωπο πού ἐκπορεύεται μέν ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, ἀλλά στάλθηκε ἀπό
τόν Θεό Υἱό, καί ἔκτοτε παραμένει στήν Ἐκκλησία, τό ζωντανό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, ὡς ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας.
Πνευματική λοιπόν ζωή εἶναι ἡ ζωή σέ
σχέση μέ τό ἅγιον Πνεῦμα, συνεπῶς ἡ ζωή πού ζεῖ κανείς στόν χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας καί πού περιεχόμενό της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί
τοῦτο διότι ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἦταν καί εἶναι νά ἀποκαλύπτει στίς
καρδιές τῶν ἀνθρώπων τόν Σωτήρα Κύριο, γεγονός πού σημαίνει ὅτι χωρίς
τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ὁ Χριστός θά παρέμενε πάντοτε ἕνας ἄγνωστος
καί ξένος τελικῶς στούς ἀνθρώπους. Κατά τήν περιεκτική διατύπωση τοῦ
ἀποστόλου Παύλου «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ».
Γι’ αὐτό λοιπόν, ἐπανερχόμαστε, ἡ πνευματική ζωή ταυτίζεται μέ τή
χριστιανική ζωή, ὅπως καί μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τόν Χριστό ζοῦμε
στήν Ἐκκλησία καί τοῦτο «οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τό δῶρον». «Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ’ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Παῦλος καί πάλι, γιά νά συνεχίσει: «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ». Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι λέγεται καί εἶναι πνευματικός «ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας» (Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Μέ βάση τήν κεντρική αὐτή ἀλήθεια ἀρχίζει κανείς καί συνειδοτοποιεῖ κάποια θεωρούμενα «μυστικά»
τῆς πνευματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ἐνῶ δέν εἶναι μυστικά,
τελικῶς θεωροῦνται μέ τόν τρόπο αὐτόν, λόγω τῆς ὕπαρξης τοῦ μεγαλυτέρου
προβλήματος πού ἀναπτύσσεται στήν πνευματική ζωή καί πού δέν εἶναι ἄλλο –
τό ἐπισημάναμε παραπάνω – ἀπό τή λεγόμενη «λήθη», τή λησμονιά. Τί
ἐννοοῦμε; Ἐνῶ δόθηκε σέ μᾶς τούς χριστιανούς τό ἅγιον Πνεῦμα ἀπό τήν
ὥρα τῆς εἰσόδου μας στήν Ἐκκλησία μέ τό ἅγιο βάπτισμα, ξεχνᾶμε τή
μεγίστη αὐτή δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ἐμπλεκόμαστε μέ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν
κόσμο τοῦτο πέρα ἀπό τήν προσφορά αὐτή. Ποιός χριστιανός, ἤ καλύτερα
πόσοι ἀπό τούς χριστιανούς ζοῦν μέ τό διαρκές βίωμα αὐτοῦ πού ἔλαβαν
κατά τό βάπτισμά τους καί κατά τό μυστήριο τοῦ χρίσματός τους; Τό
βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό προπατορικό λεγόμενο
ἁμάρτημα, μέ τήν ἔννοια τῆς ἐξάλειψης ἀπό τό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας τῆς
ἀναγκαστικῆς πρός τήν ἁμαρτία φορᾶς, καί πού μᾶς ἐνσωματώνει στόν Ἰησοῦ
Χριστό ὡς ὀργανικά μέλη Αὐτοῦ. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».
Λοιπόν, ὁ κάθε βαπτισμένος καί χρισμένος χριστιανός ἀποτελεῖ μία
προέκταση τοῦ Χριστοῦ, μία ἄλλη δική Του παρουσία μέσα στόν κόσμο. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Ποιά ὅμως ἡ καθημερινότητα τῶν πολλῶν; Ξεχνοῦν τό μέγιστο τοῦτο ἀξίωμα καί ζοῦν «ὡς ἄθεοι ἐν τῶ κόσμῳ»,
συναγωνιζόμενοι τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί αὐξανόμενοι διαρκῶς στίς
ἁμαρτίες. Κι αὐτό γιατί; Λόγω τῆς λήθης, τῆς ξεχασιᾶς. Ὁ κόσμος, ὁ
πεσμένος δηλαδή στήν ἁμαρτία περίγυρος, γίνεται ἡ προτεραιότητα καί τοῦ
χριστιανοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὅ,τι ἦλθε νά καταργήσει ὁ Χριστός, αὐτό νά ζεῖ
βασιλικά καί αὐτοκρατορικά στό θεωρούμενο μέλος Χριστοῦ. Μά ἔτσι δέν
ἰσχύει καί γιά ἐμᾶς, (ἄν ἀνήκουμε στή συγκεκριμένη αὐτή ὁμάδα
«χριστιανῶν»), αὐτό πού διεκτραγώδησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος «δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν»;
Συνεπῶς τό πρῶτο καί σπουδαιότερο μυστικό
τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μετά τή διευκρίνηση τοῦ ὅρου, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό:
ἡ συναίσθηση ὅτι ἔχουμε λάβει τόν Θεό μέσα μας καί ὅτι σκοπός μας πιά
εἶναι ἡ διαρκής φανέρωσή Του, τό «περιπατεῖν κατά Χριστόν», νά εἴμαστε μία ἄλλη «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆ»
παρουσία Του στόν κόσμο. Εἶναι αὐτό πού ἔλεγε μέ τόν δικό του τρόπο καί
ὁ ἀγαπημένος καί σέ μᾶς τούς Ἕλληνες ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Σέ σχετική μέ τόν σκοπό τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐρώτηση
πού τοῦ ἔθεσαν ἀπάντησε: «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Ὄχι ἁπλῶς νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, ὄχι νά ἀποκτήσουμε ἁπλῶς
οἰκογένεια, ὄχι νά ἀποκτήσουμε θέσεις καί νά κάνουμε καριέρα, ὄχι νά
αὐξήσουμε τό βιός μας καί τά χρήματά μας – ὅ,τι συνήθως θεωρεῖται πιά
αὐτονόητη προτεραιότητα καί στούς χριστιανούς – ἀλλά νά ἔχουμε ἐνεργή
μέσα μας τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀποκτῶ τό ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή
σημαίνει γιά μένα τόν βαπτισμένο καί χρισμένο νά ἔχω ἀφενός ἐπίγνωση
τῆς ὕπαρξης τοῦ Πνεύματος μέσα στήν καρδιά καί τήν ὕπαρξή μου, ἀφετέρου
συναίσθηση ὅτι αὐτό συνιστᾶ τήν προτεραιότητά μου καί τόν διαρκή
ὁραματισμό μου: πῶς νά αὐξάνομαι ἐν Πνεύματι, πῶς τόν σπόρο πού πῆρα νά
τόν καλλιεργήσω, ὥστε νά αὐξηθεῖ καί νά γίνει δέντρο μεγάλο καί ὑψηλό –
ὅ,τι στήν οὐσία ἔλεγε καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξηγώντας τή δημιουργία τοῦ
ἀνθρώπου ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργημένου. Τό κατ’
εἰκόνα, διευκρίνιζε, εἶναι ὁ σπόρος, τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἡ προοπτική,
δηλαδή ἡ αὔξηση σέ δένδρο.
Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι κατανοεῖ κανείς κι ἕνα δεύτερο σπουδαιότατο μυστικό τῆς
πνευματικῆς αὐτῆς ζωῆς. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι
μία ἀπηρτισμένη καί τετελειωμένη κατάσταση στόν ἄνθρωπο· ἔχει πολλές
διαβαθμίσεις, οἱ ὁποῖες μάλιστα δέν τελειώνουν ποτέ. Ὅλοι, νομίζω,
γνωρίζουμε, ἀλλά καί πού πάλι ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας
περιγράφουν τήν πνευματική ζωή μέ κλιμακωτή διαβάθμιση. Πρῶτο στάδιο,
μᾶς λένε, εἶναι τό στάδιο τῆς κάθαρσης ἀπό τά πάθη. Δεύτερο στάδιο εἶναι
τό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ. Τρίτο στάδιο εἶναι τό στάδιο τῆς θέωσης. Κι
αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνας διαρκής ἀγώνας, θέλει
τεράστια ὑπομονή καί ἐπιμονή, καί προϋποθέτει τήν ταπείνωση τοῦ
ἀνθρώπου. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι ἐκεῖνο πού μοναδικά ἀνήκει στήν
εὐθύνη τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ ἀγώνας του γιά τήν κάθαρση. Διότι ὁ
φωτισμός καί ἡ θέωση εἶναι καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ πού τά δίνει σ’ ἐκεῖνον
πού ἔχει τή διάθεση νά παλέψει μέ τά πάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Στήν
πραγματικότητα βέβαια καί τό πρῶτο στάδιο τῆς κάθαρσης εἶναι κι αὐτό
δῶρο Θεοῦ, διότι κανείς δέν μπορεῖ νά ξεκινήσει ὁτιδήποτε πνευματικό
χωρίς τήν ἐνίσχυση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», θά πεῖ ἀξιωματικά ὁ Κύριος, ἐνῶ ὁ ἀπόστολός Του Παῦλος θά ἑρμηνεύσει: «Καί τό θέλειν καί τό εὐδοκεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας, τοῦ Θεοῦ ἐστι». Κι ἄν, ἀκόμη καί στό στάδιο αὐτό, ἀπαιτεῖται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πόσο περισσότερο στά ἄλλα τά ἀνώτερα καί ὑψηλά;
Λοιπόν ὁ χριστιανός κάνει τόν
πνευματικό του ἀγώνα ὄχι στά τυφλά, ἀλλά ξέροντας ποῦ θά στοχεύσει.
Προσπαθεῖ νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό ὅ,τι τήν βρωμίζει, κι αὐτό πού
τήν βρωμίζει εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία. Καί ἁμαρτία εἶναι τελικῶς ἡ
ἀρρωστημένη καί διεστραμμένη ἀγάπη πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν ἐγωισμό. Ὁ
ἐγωισμός ὅμως εἶναι ἡ ρίζα πού ἔχει τρεῖς κεντρικούς κλάδους: τή
φιληδονία, τή φιλοδοξία καί τή φιλαργυρία. Συνεπῶς κάθε φιλήδονη καί
φιλόσαρκη τάση μου, κάθε φιλόδοξη, κενόδοξη καί ὑπερήφανη ἐνέργειά μου,
κάθε φιλάργυρη καί φιλοκτήμονη ἐπιθυμία μου, πρέπει νά τίς ἐξαλείψω, γιά
νά μπορεῖ νά παραμείνει ἡ καρδιά μου ἐλεύθερη προκειμένου νά
ἀντιφεγγίζει τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι ἔχουμε τή δύναμη τῆς
ἐξάλειψης, γιατί ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ ἁγίου
βαπτίσματος.
Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε – κι ἐδῶ ἔχουμε κι ἄλλο τρίτο μυστικό
– ὅτι ἡ ἐξάλειψη καί ἡ ἀπαλλαγή τῶν παθῶν αὐτῶν δέν γίνεται μέ ἕναν
ἀρνητικό τρόπο: νά τά ξεριζώσουμε ἀπό μέσα μας. Ἡ πνευματική ζωή στόν
χριστιανισμό ἔχει πάντοτε θετικό χαρακτήρα. Ξεριζώνω κάτι γιατί, τήν
ἴδια ὥρα, φυτεύω κάτι ἄλλο στή θέση του. Συνεπῶς, παλεύουμε νά
ἐξαλείψουμε τά πάθη μας, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά, διά τῆς στροφῆς τῆς
θελήσεώς μας στά ἀντίστοιχα καλά καί φιλόθεα πάθη: στή θέση τῆς
φιληδονίας νά θέσουμε τήν ἐγκράτεια, στή θέση τῆς φιλοδοξίας καί
ὑπερηφανείας νά θέσουμε τήν ταπείνωση, στή θέση τῆς φιλαργυρίας νά
θέσουμε τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη καί προσφορά. Ἔτσι κάθαρση τῆς καρδιᾶς
σημαίνει μεταμόρφωση τῶν παθῶν: τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς νά τίς στρέψουμε
στήν ὀρθή κατεύθυνσή τους. Τό ἀποτέλεσμα ἀρχίζει καί γίνεται γρήγορα
ὁρατό: ὁ νοσηρός ἐγωισμός παίρνει τόν φωτισμό τῆς ἔνθεης ἀγάπης. Ἡ
φιλαυτία γίνεται σταδιακά φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Τό πρῶτο στάδιο
ἁπαλά καί χωρίς διατυμπανισμούς παραχωρεῖ τή θέση του στό δεύτερο, τόν
φωτισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Παρομοίως ἄς σκεφτοῦμε καί γιά
τά μετέπειτα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ αὐτό πού τόνιζε
γιά παράδειγμα, γιά νά περιοριστοῦμε στή νεώτερη μόνον ἐποχή, ὁ ὅσιος
Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. «Τό σκοτάδι δέν πολεμιέται μέ ἄλλον τρόπο, παρά ἀνάβοντας τό φῶς».
Γιά τόν ἅγιο Γέροντα δηλαδή ἡ πνευματική ζωή καί ὁ ἀγώνας γιά τήν
κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἦταν σχετικά εὔκολη ὑπόθεση, γιατί ὁ χριστιανός δέν
εἶχε νά κάνει κάτι ἄλλο, ἰδιαιτέρως στίς δύσκολες στιγμές τῶν σκοτεινῶν
πειρασμῶν, ἀπό τό νά στρέψει τόν νοῦ καί τή διάθεση τῆς καρδιᾶς του στό
φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Του. «Ὄχι πόλεμος κατευθεῖαν– συνήθιζε νά λέγει, συνεχίζοντας τόν λόγο ὅλων τῶν προγενεστέρων ἁγίων – ἀλλά πλαγίως καί μέ ἔξυπνο τρόπο». Ὅ,τι παρότρυνε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «νίκα ἐν τῶ ἀγαθῶ τό κακόν».
Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
ὅπως καί ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Πορφυρίου καί ὅλων ἀσφαλῶς τῶν ἁγίων
περί στροφῆς τοῦ νοῦ καί τῆς διάθεσης τῆς καρδιᾶς πρός τόν Χριστό,
ἀναδεικνύει καί τή σημασία τῶν λεγομένων λογισμῶν. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι
τό θέμα αὐτό εἶναι τόσο σημαντικό γιά τήν πνευματική ζωή, ὥστε θά ἔλεγε
κανείς ὅτι σχεδόν αὐτό, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν τέταρτηθέση πού τό
θέσαμε, κατέχει θεμελιακή θέση στόν ὅλο πνευματικό ἀγώνα. Ἀπό τό τί
λογίζομαι, ἀπό τό τί σκέψεις δηλαδή καί εἰκόνες ἀφήνω νά ἀναπτύσσονται
μέσα στήν καρδιά καί στή διάνοιά μου, ἐξαρτᾶται καί ἡ ποιότητα τοῦ
ἐσωτερικοῦ μου κόσμου. Θά πρέπει ὁ χριστιανός, ὅπως συμβουλεύει καί ὁ
ἅγιος Πορφύριος, νά μάθει νά στρέφεται πρός τό φῶς καί ὄχι πρός τό
σκοτάδι, πρός τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ πάντοτε καί ὄχι πρός αὐτό πού
ὕπουλα δημιουργεῖ ὡς διάθεση ὁ Πονηρός, κατά παραχώρηση θεία. Ὁπότε ἐκεῖ
κρίνεται ἡ ἀγαθή ἤ ὄχι διάθεση τῆς ψυχῆς, τό πνεῦμαπού θά
κυριαρχήσει σέ ὅλη τήν πνευματική ὕπαρξη τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ χριστιανός
λοιπόν ἐπιλέγει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πάντοτε νά λογίζεται «ὅσα ἀγνά, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἀληθῆ, ὅσα προσφιλῆ, τήν ἀρετήν καί τόν ἔπαινον», ὥστε «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»
νά βραβεύει τήν καρδιά του. Ἄν κάνει τό σφάλμα νά ἀφεθεῖ σέ ὅ,τι ἁπλῶς
τοῦ ἔρχεται στόν νοῦ, (κι εἶναι ὁ Πονηρός πού τοξεύει διαρκῶς σχεδόν τόν
νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πονηρούς λογισμούς), τότε δυστυχῶς ἐμπειρικά θά
μάθει τί σημαίνει «θλίψις καί στενοχωρία» τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό
καί τί τονίζουν ἐν περιλήψει οἱ ἅγιοί μας στό θέμα αὐτό τῶν λογισμῶν;
Περιφρόνηση πλήρης καί ἀπόλυτη σέ κάθε τι ξένο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἀγαπητική προσήλωση σέ κάθε τι πού συνιστᾶ Ἐκείνου τήν παρουσία. Τό «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου» τῆς Ἀποκάλυψης καί τό «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου» τοῦ ψαλμωδοῦ, θά πρέπει πρωτίστως νά ἐφαρμόζεται ἀπό τόν χριστιανό ἰδίως στό θέμα τῶν λογισμῶν πού ἀνήκουν στόν Θεό.
Ὁπότε μέ τά παραπάνω εἶναι ἡλίου φαεινότερον καί ἕνα πέμπτο μυστικό
τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού ἐπισημάναμε ἀκροθιγῶς καί προηγουμένως: ἡ
πνευματική ζωή δέν θέλει βιασύνες. Ὅποιος πίστεψε ὅτι πολύ γρήγορα θά
προχωρήσει τή σχέση του μέ τόν Θεό καί θά φτάσει τό φῶς Του, συνήθως
πλανήθηκε. Βεβαίως, ὑπάρχουν καί κάποιες ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπου ἕνας
χριστιανός ἀνέβηκε πολύ γρήγορα τήν πνευματική κλίμακα. Μά αὐτές εἶναι ἡ
ἐξαίρεση. Ὁ κανόνας, τό σύνηθες, αὐτό στό ὁποῖο ὑποκείμεθα οἱ πολλοί,
εἶναι ἡ ὑπομονή πού ἀπαιτεῖ ἡ πνευματική ζωή. Μπορεῖ νά ὁραματίζομαι νά
γίνω θεόπτης σαν τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τόν ὅσιο Ἀντώνιο, ἀλλά
χρειάζεται νά φτύσω αἷμα, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, γιά νά προχωρήσω ἔστω
καί μόνο ἕνα βῆμα παραπάνω στή ζωή μου. Νά θυμηθοῦμε ἐδῶ μία πραγματική
περίπτωση πού καταγράφει ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ ἀσκητισμοῦ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ
Σύρος. Ἐπρόκειτο γιά ἕναν νέο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε ἕναν ἅγιο
Γέροντα πού ἀριθμοῦσε δεκαετίες πολλές στήν ἀσκητική καί ἐρημική ζωή, μέ
τό ἐρώτημα ὅτι ἀντιμετωπίζει μεγάλους πειρασμούς. Κι ὅταν ὁ Γέροντας
ἀμφισβήτησε τούς μεγάλους καί δύσκολους πειρασμούς του, λόγω, ὅπως εἶπε,
τῆς νεότητάς του – ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει στούς νέους μεγάλους πειρασμούς
– ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι εἶναι κάτι πού ἰσχύει ὁπωσδήποτε σ’ αὐτόν. Ἡ
ἀπάντηση τοῦ Γέροντα ἦταν συντριπτική καί καταλυτική γιά τό ὑπόψιν θέμα
μας: «ἄκουσε, παιδί μου», τοῦ εἶπε. «Ἐγώ γιά νά ἀρχίσω νά νιώθω κάποιο
φῶς μέσα στήν καρδιά μου πέρασα εἴκοσι χρόνια στήν ἄσκηση. Μετά τά
εἰκοσιπέντε, ἔνιωσα λίγο περισσότερο φῶς. Καί νά, τώρα, μετά πιά τά
τριάντα τόσα χρόνια πού βρίσκομαι ἐδῶ, δέν προλαβαίνω νά πῶ ἕνα δόξα τῶ
Θεῶ, καί ὁ νοῦς μου ἁρπάζεται στή θεωρία τοῦ Κυρίου μας». Βιασύνη λοιπόν
καί πνευματική ζωή εἶναι ἔννοιες ἀλληλοαναιρούμενες. Ὅπου ὑπάρχει ἡ
βιασύνη ἐκεῖ ἐλλείπει καί τό παραμικρό ἴχνος τῆς παρουσίας τῆς χάρης τοῦ
Θεοῦ. Κι ὅπου ἐλλείπει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἔχει ἀρχίσει νά ἔχει τό
πάνω χέρι κάποιος ἄλλος πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Πονηρό.
Κι ἀκριβῶς μέ τήν παρουσία τοῦ Πονηροῦ ἐρχόμαστε στήν ἐπισήμανση ἑνός ἀκόμη, ἕκτου πιά, μυστικοῦ
τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὡς χριστιανοί ἔστω καί ἀρχάριοι,
ἀπό τή θεωρία καί τήν πράξη τῆς ὅποιας πνευματικῆς ζωῆς μας, ὅτι ὁ
Πονηρός ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ στόν κόσμο κατά τόν τρόπο πού τόν περιγράφει
καί ὁ Χριστός μας, ἀλλά καί οἱ ἀπόστολοί Του καί οἱ λοιποί ἅγιοί μας,
παλαιότεροι καί νεώτεροι. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μάλιστα μᾶς ἀνοίγει τά
μάτια, λέγοντάς μας ὅτι ὁ διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».
Πόσο ἐλεύθερος ὅμως εἶναι ὁ διάβολος νά δρᾶ ἀπέναντι ἰδίως στούς
χριστιανούς; Εἶναι θέμα μέ τεράστια σημασία, διότι ὑπάρχουν χριστιανοί –
καί δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού μᾶλλον ὑποταγμένοι στόν Πονηρό τόν
ἀφισβητοῦν πλήρως – οἱ ὁποῖοι μεγεθύνουν τή δράση καί τήν ἐνέργειά του,
προσδίδοντας σ’ αὐτόν δυνάμεις πού ἐξ ἀντικειμένου μετά τόν ἐρχομό τοῦ
Χριστοῦ δέν ἔχει. Λοιπόν, βεβαίως ὁ διάβολος ὑφίσταται, βεβαίως δρᾶ μέσα
στόν κόσμο, βεβαίως εἶναι μονίμως ἀρνητικά διακείμενος στόν ἄνθρωπο
καί δή τόν χριστιανό, ὅπως καί σέ ὅλη τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ὅμως μετά
τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ εἶναι καταργημένος. Εἶναι ἕνας ξεπεσμένος
ἄρχοντας, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ἀφαίρεσε κάθε
ἰκμάδα καί δύναμη, καί γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ γνωστοῦ καί
ἀγαπημένου ὁσίου Παϊσίου ἁγιορείτου, «εἶναι σάν τό φίδι πού δέν ἔχει πιά δηλητήριο, καί σάν τό σκυλί πού δέν ἔχει δόντια». Κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον»,
ὁπότε εἶναι ἀνίσχυρος καί ἀνενέργητος. Αὐτό πού κάνει ὅμως ὁ Κύριος
εἶναι νά τοῦ παραχωρεῖ τή δυνατότητα νά πειράζει τόν ἄνθρωπο, καί
μάλιστα τόν χριστιανό, προκειμένου μέ τίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς
νά αὐξάνεται πνευματικά. Κι ἄν ἔχει κάποια ἐξουσία ὁ διάβολος πιά στόν
ἄνθρωπο, εἶναι γιατί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, λόγω τῆς ἀμέλειάς του στά
πνευματικά, τοῦ ἀφήνει χῶρο στή ζωή του γιά νά δράσει πάνω του. Μέ ἄλλα
λόγια ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τροφοδοτοῦμε τόν διάβολο γιά νά ἔχει δύναμη
ἀπέναντί μας. Εἶναι πολύ ὡραῖοι οἱ στίχοι πού βρήκαμε κάπου ἐν
προκειμένῳ: «Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός γιά προσευχές π’ ἀφήσαμε, μά
πού αὐτές ἀφήνοντας στό πονηρό γλιστρήσαμε. Γιατί ‘ναι νόμος μυστικός, ὁ
νοῦς πού ‘ναι ἀλήτης, ἄν δεν δεθεῖ μέ τόν Θεό, νά ‘ναι δαιμόνων θύτης».
Λοιπόν, ὅσο στρεφόμαστε στόν Χριστό, ὅσο ζοῦμε τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας
μας, τόσο καί ὁ Πονηρός ἀδυνατίζει ἀπέναντί μας, τόσο δέν παίρνουμε
εἴδηση κἄν τά ὅποια πυρφόρα βέλη πού ρίχνει ἐναντίον μας. Γιατί εἴμαστε
καλυμμένοι ἀπό τή μεγαλύτερη ἀσπίδα καί τήν πανοπλία πού ὑπάρχει, τόν
ἴδιο τόν Κύριό μας.
Θά κλείσουμε μέ τήν ἀναφορά ἑνός ἀκόμη, ἕβδομου, μυστικοῦ
τῆς πνευματικῆς ζωῆς, χωρίς νά σημαίνει ὅτι ἐξαντλοῦμε τό θέμα μας.
(Αὐτό πού μποροῦμε νά ποῦμε ὅμως εἶναι ὅτι ὅσο κάνουμε πράξη τήν ὅποια
διάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόσο καί ἡ ἴδια αὐτή πνευματική ζωή μᾶς
ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό της καί τά μυστικά της. Γινόμαστε αὐτοδίδακτοι,
διότι στήν πραγματικότητα γινόμαστε θεοδίδακτοι). Ποιό εἶναι τό
τελευταῖο αὐτό μυστικό; Ὅτι ἡ πνευματική ζωή δέν θέλει ἀναβολές. Εἶναι
μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν πεσμένη ὅμως στήν ἁμαρτία, παρ’ ὅλη τή
θεοείδειά μας ὡς μελῶν Χριστοῦ καί τίς τεράστιες πνευματικές δυνάμεις
πού ἔχουμε λόγω τούτου ἀποκτήσει, νά τεμπελιάζουμε καί νά ἀκηδιοῦμε. Ἡ
ἀκηδία καί ἡ πνευματική τεμπελιά εἶναι σύμπτωμα τῆς τραγικότητας πού
ἀναφέραμε παραπάνω, τῆς λήθης καί λησμονιᾶς τῶν οὐσιωδῶν καί τῶν τιμίων
τῆς ζωῆς μας καί γι’ αὐτό τῆς ἐμπαθοῦς προσκόλλησής μας στή γοητεία τοῦ
κόσμου τούτου. Γι’ αὐτό καί μεταθέτουμε διαρκῶς αὐτό πού θά ἔπρεπε νά
ἐπιτελοῦμε σήμερα, τήν ὥρα αὐτή, στό ἐδῶ καί τώρα πού λέμε. Κι αὐτό
συμβαίνει διότι ζοῦμε φαντασιακά τήν ὕπαρξη καί τή ζωή μας: πιστεύουμε
ὅτι θά ζοῦμε αἰώνια στόν κόσμο τοῦτο – τόν θάνατο τόν σκεπτόμαστε
μερικές φορές ἀλλά ὡς πρός τούς ἄλλους καί ὡς κάτι πολύ μακρινό γιά
ἐμᾶς! – ὅπως καί ὅτι τόν χρόνο τόν ἔχουμε πάντοτε στή διάθεσή μας, ὁ
ὁποῖος θά λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο πού θέλουμε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.
Ἀλλά καταλαβαίνουμε ὅτι καί τά δύο δέν ἰσχύουν καθόλου: αἰώνιος εἶναι
μόνον ὁ Θεός· ὁ χρόνος μᾶς δίνεται ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ γιά νά μετανοοῦμε,
(«τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι»
δεόμεθα καθημερινῶς στόν Κύριο), δηλαδή νά ἐπιστρέφουμε διαρκῶς πρός
Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ Δημιουργός καί τοῦ χρόνου! Ἡ κατάστασή μας αὐτή
χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως φαίνεται κυρίως μέσα ἀπό τήν
παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὡς ἀφροσύνη! Ἡ ὅποια ἀναβολή τῆς
ἐπιτέλεσης τῶν πνευματικῶν μας καθηκόντων δηλαδή συνιστᾶ τήν ἀνοησία μας
ἀλλά τελικῶς καί τήν ἀπιστία τῆς ζωῆς μας. Εἶναι σχεδόν βέβαιο ὅτι ἄν
δέν κάνω αὐτό πού πρέπει – τό θέλημα τοῦ Θεοῦ – τότε πού πρέπει, δέν
πρόκειται ποτέ νά τό κάνω. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἰσχύει πάντοτε ὡς
ἀξίωμα τό ρητό «ἡ ἀναβολή ὁδηγεῖ στή χώρα τοῦ ποτέ»! Λοιπόν, «σήμερα
ἄν ἀκούσετε τή φωνή τοῦ Θεοῦ, μην κάνετε σκληρές τίς καρδιές σας, ὅπως
τόν καιρό πού οἱ Ἑβραῖοι παρεπίκραναν τόν Θεό στήν ἔρημο» (ἀπ. Παῦλος).
Ἡπερίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς ὁποίας φθάσαμε τό
μέσον, εἶναι ἡ κατεξοχήν πνευματική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατ’
αὐτήν προβάλλεται μέ τόν πιο δυνατό τρόπο ὅ,τι σπουδαιότερο ὅπλο κρατάει
στά χέρια της ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά βρισκόμαστε σ’ αὐτό πού
ἀποτελεῖ τό μοναδικό μονοπάτι τῆς ζωῆς πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, τή μετάνοια. Ὅσο περισσότερο γνωρίζουμε τά μυστικά τῆς πνευματικῆς
αὐτῆς ζωῆς, τόσο καί πιό εὔκολα καί ἄνετα περπατᾶμε σ’ αὐτήν, τόσο καί
περισσότερο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀναδύεται στήν ὕπαρξή μας. Βλέποντας ἰδίως
σήμερα τόν Σταυρό, ὁ Ὁποῖος περικλείει ὅλη τήν τελειότητα, κατά τούς
ἁγίους μας, σπουδάζουμε στήν οὐσία ὅλα τά μυστικά τοῦ κόσμου, ὅλα τά
μυστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἄς ἀγκαλιάζουμε νοερῶς τόν Σταυρό πάντοτε,
ἄς βρισκόμαστε δηλαδή διαρκῶς σέ ἐγρήγορση ἀγάπης πρός Ἐκεῖνον πού Τόν
ἁγίασε καί Τόν κατέστησε σύμβολο τῆς παρουσίας Του καί τῆς ἀπολυτρωτικῆς
Του ἐνεργείας. Καί τίποτε ἄλλο θά λέγαμε νά μην κάνουμε ἀπό πλευρᾶς
πνευματικῆς, κι ἄν αὐτό μόνον ἐπιλέγουμε νά κάνουμε στήν καθημερινότητά
μας κατά τρόπο ἀφανῆ, ἴσως αὐτό νά ἐπαρκεῖ γιά νά ἐνεργοποιεῖται ἡ χάρη
τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Κι ἄν ἀρχίσει νά ἐνεργοποιεῖται ἡ χάρη, τότε θά φέρει
τόν μεγαλύτερο γλυκασμό πού ὑπάρχει, δηλαδή νά βρισκόμαστε ἐσαεί πάνω
στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν καί τό ἅπαν τῆς
πνευματικῆς ζωῆς. Τότε πράγματι θά δοῦμε νά μᾶς ἀποκαλύπτονται κι ὅλα τά
μυστικά τῆς σοφίας πού ὁ Θεός ἔχει κρυμμένα γιά τούς δικούς Του, δηλαδή
τούς ἁγίους Του!
(Ὁμιλία
πού πραγματοποιήθηκε στό ἐκκλησιαστικό Μέγαρο τῶν Πυλῶν Καρπάθου, την
Κυριακή, 11 Μαρτίου 2018, μετά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό καί τούς
Χαιρετισμούς τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου