Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

πατριάρχης Φώτιος και η δυτική γραμματεία

 

Καραθανάση Αθανασίου,
Η προσωπικότητα και η θεολογία του Μεγάλου Φωτίου,
Επίσημοι Λόγοι Εκφωνηθέντες επί τη Ιερά
Μνήμη του κατά τα έτη 1970- 2010
,
εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήνα 2011, σελ.529-540

(Λόγος που εκφωνήθηκε τη 6η Φεβρουαρίου 2000 στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος)

Η πολυσήμαντη προσωπικότητα του ιερού Φωτίου σημάδευσε την πορεία της ελληνικής βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά, φρονώ, για λόγους τους οποίους θα εξηγήσω περαιτέρω, και τον Νέο Ελληνισμό στην πτυχή εκείνη της πολιτισμικής αντιστίξεώς του με την Δύση. Με ολίγα λόγια, στο προοίμιο αυτής της εισηγήσεως διαπιστοϋται ότι η εκρηκτική προσωπικότητά του έθεσε την σφραγίδα του στην ιστορία τοϋ Βυζαντίου και της Ευρώπης, η οποία συχνά εξέφρασε την αντιπάθειά της προς τον ημέτερο Φώτιο, μία παραδοσιακή αντιπάθεια, την οποία εναργώς συνειδητοποιεί και ο μη ειδοποιημένος σε τέτοιας φύσεως θέματα.

Στην παρούσα εισήγηση θα παρουσιάσουμε συνοπτικώς την αρχή των φωτιανών, ούτως ειπείν, σπουδών στην Δύση, που απετέλεσαν και την αρχή σειράς αξιολόγων μελετών κατά τον 19ο και 20ο αι. που εγράφησαν από Ρωμαιοκαθολικούς, κυρίως, για τον ιερό Φώτιο, επισημαίνοντας την γενναία συμβολή του Τσέχου πατρός F. Dvornik, ο οποίος, ομολογουμένως, επιχείρησε να αμβλύνει την κριτική των προγενεστέρων Δυτικών κατά του ημετέρου Φωτίου. Η παρουσίαση, κατ' ανάγκην, και στην οικονομία του χρόνου, θα είναι πολύ συνοπτική, σκοπόν έχουσα περισσότερον να υπομνήσει τους κυριώτερους συγγραφεί, της δυτικής γραμματείας που ασχολήθηκαν με τον ιερό Φώτιο. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, από τον 16ο ως τον 19ο αι. με αρνητική, και ενίοτε, πολύ εχθρική διάθεση. Σημειωτέον, ότι, όσα έχουν γραφεί για τον Φώτιο από τους Δυτικούς, αυτόν έχουν ως πρωταγωνιστή και αυτό έχει την σημασία του.

Έτσι, για παράδειγμα, διαβάζουμε στον κατάλογο χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης, όπου ο συντάκτης του έγραψε: Ρ hotius patriarcha Constantinopolitanus, vir eruditissimus atque scelerissimus, δηλ. ανήρ πολυμαθέστατος αλλ' ασεβέστατος. Και όταν ανατρέξουμε τον 17ο και 18ο αιώνα, σε έγγραφα των δυτικών εκπαιδευτικών κολλεγίων, οι συντάκτες τους, προκειμένου για ορθοδόξους υποψηφίους ή κανονικούς σπουδαστές, συνήθως ανέγραφαν: student foziano fanatico η palamista fanatico, προεκτείνοντας το foziano στον Γρηγόριο Παλαμά, συνεχιστή, ούτως η άλλως, της άσυμβίβαστης ορθοδοξίας του Φωτίου. Όπως, συνεχιστές υπήρξαν, πολύ αργότερα, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος και ο Νικόδημος Αγιορείτης. ’ναμφιβόλως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Δύση, μεταξύ των εκκλησιαστικών κύκλων, επηρέασε τόσο την πολιτική όσο και την πανεπιστημιακή κοινωνία. Φυσικά, προ της τυπογραφίας τα πάντα διακινοϋντο δια των χειρογράφων και εξ αυτών προήλθε και η ενημέρωση της Δύσεως περί του λεγομένου σχίσματος του Φωτίου.,

Στην παρούσα εισήγηση, ως ελέχθη, θα αναφέρουμε μία επιλογή των πλέον χαρακτηριστικών έργων της δυτικής γραμματείας που ασχολήθηκαν με τον Φώτιο, με την υπόμνηση ότι η δυτική βιβλιογραφία είναι πληθωρική, ενώ η αντίστοιχή της ελληνική, πτωχή. Σημειώνω, πάντως, και αυτό έχει την ανάλογη σημασία στην συνάφεια των πραγμάτων που εξετάζουμε εδώ, ότι κατά την έναρξη της τυπογραφίας στην ακμή της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, Δυτικοί και φιλενωτικοί Ελληνες ουμανιστές, ουδόλως ασχολήθηκαν με τον Φώτιο. Τους απησχόλησαν ο Μ. Βασίλειος, ο Ιω. Χρυσόστομος, ο Ωριγένης, αλλά και ο Ευσέβιος, ο Ιω. Δαμασκηνός, ο Γρηγ. Ναζιανζηνός, η σειρά δηλ. που ονομάσθηκε, ευφήμως, Χριστιανικός Ούμανισμός. Ωστόσο, υπήρξαν και μερικές εκδόσεις φιλολογικών έργων του Φωτίου και τίποτε άλλο.

Μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας η Δύση πληροφορήθηκε για τον Φώτιο, μέσω των συγγραμμάτων του Λεοντίου Αλλατίου, Χίου την καταγωγή, που προσεχώρησε στον Παπισμό και συνέγραψε το De Ecclesiae Occidentalis atque Orientalis perpetua concensione (τυπώθηκε στην Κολωνία το 1648)· ο Αλλάτιος υπήρξε φανατικός καθολικός, τρόφιμος του Παπικού Κολλεγίου της Ρώμης και όπου, υποθέτω, πολλά και ποικίλα θα ελέγοντο κατά του Φωτίου, αν κρίνει κανείς ότι πολλοί Έλληνες ορθόδοξοι αποχωρούσαν ή αποπέμπονταν από το εν λόγω Κολλέγιο, χαρακτηριζόμενοι ως φωτιανοί. Δυστυχώς, εξ όσων γνωρίζομεν, ολίγιστα στοιχεία υπάρχουν για την αντιφωτιανή διδασκαλία στο Κολλέγιο αυτό.

Για παράδειγμα, ο Κροάτης φοιτητής του Κ rijanic, συνδεόμενος και με την ελληνική λογιοσύνη της εποχής, μετέφρασε, μεταξύ των άλλων, και Φώτιο (17ος αι.), προφανώς για αντιφωτιανούς λόγους. Ο άνθρωπος, όμως, που κατέστησε γνωστότερον τον Φώτιο, αρνητικώς όμως, στην Δύση ήταν ο καρδινάλιος Caesar Baronius με το έργο του Annales Ecclesiastici cum critica histore, το όποιο συνέγραψε περί το 1588 -1607 και το επανεξέδωσε ο Ρ.Α. Ρaggi (1738 -1759). Ο Βαρώνιος έλαβε αφορμή για την συγγραφή του υπόψη έργου από το βιβλίο του Κροάτη Ulasi ç ή Mathias Flaccius Illyricus (1520-1575) τιτλοφορούμενο – Centuriae Magdeburgenses, ο οποίος, θέλοντας να στηρίξει περί το 1565, τις εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις υπεστήριξε τον Φώτιο ως τον πρώτον που επιχείρησε να εμποδίσει τον Παπισμό στις επιδιώξεις του. Σημειωτέον, επί του προκειμένου, ότι οι Προτεστάντες συχνά χρησιμοποιούν τον Φώτιο στην πολεμική τους κατά τοϋ Παπισμού, όπως ο Η ancke το 1677, ο Heinecke, ο Α rnorld ή ο Fontani το 1785. Εγράφη, ασφαλώς, και τούτο, ότι ο Φώτιος φέρεται εμπνέων Λούθηρο, Καλβΐνο και Μελάγχθωνα στις επιθέσεις τους κατά της αυθεντίας τοϋ Πάπα. Ο Βαρώνιος στηρίχθηκε στα αρχεία του Βατικανού που περιείχαν φάκελο κατά του Φωτίου με υλικό που είχε σταλεί σ' αυτό από εχθρούς του Φωτίου ή Παπόφιλους Ιγνατιανούς. Τον Βαρώνιο αντέκρουσαν, ως ελέχθη, Προτεστάντες υποστηρικτές του Φωτίου ως ο Μ. Η anke με το De Byzantinarum Rerum Scriptoribus Graecis Liber, Λειψία 1677. Ο Βαρώνιος παρουσίασε τον Φώτιο ως εκείνον που προσέβαλε το παπικό πρωτείο και τον ίδιο τον Πάπα, αλλά και την προσθήκη του Filioque. Το υλικό του το ήντλησε, όμως, από ελληνικές άντιφωτιανές πηγές, όπως τον Στυλιανό Νεοκαισαρείας, τον Μητροφάνη Σμύρνης και τους κατοπινούς τους Συνεχιστή τοϋ Θεοφάνους, Γεώργιο Μοναχό, Κεδρηνό κ.α. Ο Βαρώνιος επηρέασε επί τρεις αιώνες όλους τους δυτικούς ιστορικούς ως τα χρόνια του Dvornik, λίγο δηλ. μετά τα μέσα του 20ου αι., ο οποίος, πάντως, υπήρξε ηπιότερος έναντι του Φωτίου, εξετάζων προσεκτικότερον τις αρμόδιες πηγές.

Ο Δοσίθεος Νοταράς, ο περιώνυμος αυτός Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1641-1707) στο έργο του Τόμος Χαράς, Ι άσι 1705, γράφει ότι κάκιστα οι εν λόγω βυζαντινοί συγγραφείς κατηγόρησαν τον Φώτιο, δώσαντες όπλα στους Δυτικούς, αλλά και επαινεί τον Πάπα Ιωάννη τον Η' για την διαλλακτική και ευμενή στάση του απέναντι στον Φώτιο. Στον Τόμο Χαράς ο Δοσίθεος δημοσίευσε τα Πρακτικά της Φωτιανής Συνόδου και ορισμένες επιστολές του Φωτίου ανασκευάζων, ως ήτο φυσικόν, τον Βαρώνιο και ιδιαιτέρως τον Αλλάτιο, ο οποίος αρνούνταν και την σύγκληση της Φωτιανής Συνόδου. Ο Δοσίθεος έγραφε μάλιστα αυτά σε μία εποχή όπου η Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα απειλούσε με τις δραστηριότητές της την καθ' ημάς Ελληνική Ανατολή και με έργα του που στηλίτευαν τις δραστηριότητες αυτές κατόρθωσε να τις αναστείλει. Κάμω μία παρέκβαση για να σημειώσω ότι και ο εθνικός μας ιστοριογράφος Κ. Παπαρρηγόπουλος, έχων υπόψη του αυτούς τους συγγραφείς (και ολιγώτερον υποθέτω τον Β aronius αδικεί τον Φώτιο· επί τη ευκαιρία σημειώνω, ωσαύτως, ότι ο Παπαρρηγόπουλος παρουσιάζεται ερει δόμενος και επί του Η ergenr ö ther ·, ενός ακόμη κατηγόρου του Φωτίου περί τα μέσα του 19ου αιώνος, που υπερασπίζεται τον Πάπα Νικόλαο, κατηγορώντας τον Φώτιο. Αλλ' επ' αυτού ευθύς αμέσως. Ο Παπαρρηγόπουλος άλλοτε λέγει ότι η διαγωγή του Φωτίου «καθ' όλας τας οικτράς ταύτας περιπετείας υπήρξεν όλως αναξία τοιούτου ανδρός» και άλλοτε ότι «πολλά προσήνεγκεν εις την εκκλησίαν και εις το έθνος ημών εν τω αγώνι αυτώ κατά της δυτικής επεμβάσεως». Εν γένει ο Παπαρρηγόπουλος κρατεί σχεδόν αρνητική στάση έναντι τοΰ Φωτίου.

Ο Ηλίας Μηνιάτης, γράφοντας στις αρχές του 18ου αι. την Πέτρα Σκανδάλου φρονεί ότι όλη αυτή η σύγχυση δημιουργήθηκε από τον διχασμό του λαού σε Φωτιανούς ή Ιγνατιανούς, από τα γραπτά των οποίων ήντλησαν οι Δυτικοί.

Λίγο μετά, περί το 1760, ο ’γγλος ιστορικός Ε dward Gibbon (1737- 1794), και εκ των πρώτων κατηγόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο έργο του Τ he Decline and the Fall of the Roman Empire, τόμος 6, 1775- 1788, παρουσιάζεται πολύ αντικειμενικός, για τα δεδομένα μάλιστα της εποχής, αποδίδοντας το σφάλμα της διαμάχης Ανατολικών και Δυτικών εις αμφοτέρους, Νικόλαο και Φώτιο. Για τον Φώτιο γράφει ότι ήταν φιλόδοξος νομοθέτης, ο οποίος στήριξε τις ενέργειές του στην αξία του ως Πατριάρχου και θυσίασε την ειρήνη του κόσμου· η κρίση του για τον Νικόλαο είναι περίπου η ίδια, ότι δηλ. υπήρξε από τους πιο υπερήφανους και φιλόδοξους Πάπες, που ηύρε καλή την ευκαιρία να κρίνει και να καταδικάσει τον αντίπαλό του στην Ανατολή.

Εκείνη, περίπου, την εποχή ή λίγες δεκαετίες ενωρίτερον, ένας απόφοιτος του Κολλεγίου της Ρώμης, άδιάλλακτος όμως Όρθόδοξος, ο Αντώνιος Κατήφορος (1685-1763) συνέλαβε το σχέδιο να εκδώσει την Βιβλιοθήκη του Φωτίου με λατινική μετάφραση από τα ελληνικά, προφανώς, στα τυπογραφεία της αδιάφορης θρησκευτικά και μάλλον αντι- παπικής Βενετίας. Η προσπάθεια του Κατήφορου έχει αυτονοήτως την σημασία της· το έργο δεν τυπώθηκε ποτέ, αλλ' ο ογκώδης in folio Κώδικας εύρίσκεται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και περιμένει τον μελετητή και εκδότη της. Τελευταία, η κ. Μ argerita Losacco, η οποία ασχολήθηκε με τον Αντώνιο Κατήφορο και την ενασχόλησή του με την Βιβλιοθήκη τοΰ Φωτίου, μας πληροφορεί ότι ο Johann Heinrich Leich έγραψε Diatribe in Photii Bibliothecam (1748) και ότι ο Charles Weiss έγραψε συνοπτικώς λήμμα για τον Φώτιο στην Biographie Universelle, Paris 1823. Για την έκδοση τ h ς Βιβλιοθήκης του Φωτίου από τον Κατή­φορο ενδιαφερθηκε ο Βενετός ευγενής Α postolo Zeno που έγραψε σχετικώς στον Φλωρεντινό φίλο του Filippo Berarldi (1735) που θά ανελάμβανε την δαπανη της εκδόσεώς της. Και ακόμη για την έκδοση του έργου του Φωτίου Κατά Μανιχαίων που εξέδωσε ο Christoph Wolf Αμβούργο μεταξύ των ετών 1722-1724. Με τα Προλεγόμενα στην Βιβλιοθή­κη του Φωτίου ασχολήθηκε ο Βενεδεκτίνος μοναχός Francesco Rota, που τον ίδιο καιρό της δράσεως του Κατήφορου στην Βενετία, μόναζε στην μονή του San Giorgio Maggiore. Υπενθυμίζεται, τέλος, από την κ. Μ. Losacco η edition princeps της Βιβλιοθήκης του Φωτίου από τον Βέλ­γο Ιησουίτη Andr é Schott (1522-1629), η οποία τυπώθηκε στο Αμβούργο το 1606 (και το 1611 στην Κολωνία), που υιοθέτησε την ήδη υπάρχουσα μετάφραση του Γερμανού Lorenz Rhodoman (1546-1606), Helmstaedt 1591 (Μ argherita Lossaco, --” In angulo clarissimae huius Urbis ', Antonios Katiforos (c. 1685- 1763) e l - edizione Veneziana delle opera di Fozio, στον τόμο Ι Greci a Venezia, εκδ. Instituto Veneto di Scienze, Lettere edArti, Venezia 2002, 487- 518). Σημειώνουμε, επιπλέον, ότι στην έκδοση του 1611 και του 1653 εκδότης ήταν ο D. Η oeschel μεταφραστής στην λατινική o Schott και την προλόγισε ο Μάξιμος Μαργούνιος. Επιστολές του Φωτίου εξεδόθησαν στην λατινική τον Richardum Montacutium Norvicensem nuper episcopum … Londini …1651, με προλογικό σημείωμα του Μαξίμου Μαργουνίου. Η Βιβλιοθή­κη εξεδόθη, ωσαύτως, το 1653, in libros octos.

Την άποψη ότι όσοι έγραψαν κατά του Φωτίου το έπραξαν κινούμενοι από μίσος προς αυτόν και βασιζόμενοι στις πληροφορίες που παρέχουν οι εχθροί του και, επομένως, υπερασπίζονται το Βατικανό, αλλά στον ίδιο καιρό του προξενούν και κακό, υπεστήριξε ο J. C. Robertson στο έργο του Η istory of the Church, London 1856. Όχι, βεβαίως ότι ελάμβανε θέση υπέρ του Φωτίου, αλλά, φρονώ, ότι τον ενοχλούσε η υπερβολική κριτική της Ρωμαιοκαθολικής Ε κκλησίας κατά του Φωτίου. Ένας άλλος ’γγλος ιστορικός o Η.Η. Milman στ o Η istory of Latin Christianity, Λονδίνο 1857, σ.σ. 286 -287, αποκαλεί την σύνοδο που κατεδίκασε τον Φώτιο ως «εχθρική σύνοδο», φθάνοντας, μάλιστα, να αποκαλέσει αγύρτες τους συνέδρους της. Μαζί με τον J. C. Robertson και τον Milman, προσεκτικός, αν όχι, υποστηρικτής, έναντι του Φωτίου ήταν και ο F. Spanheim στο έργο του Ε cclesiasticae Annals, trans. by Ren. George Wright, London 1840, σ. 354, που γράφει ότι ο Πάπας επέσπευσε το σχίσμα με την συμπεριφορά του.

Τέσσερα έτη αργότερον, ο J.Ρ. Migne εξέδωσε στην Πατρολογία του (Ρ. G.) στους τόμους 101-104 όλα τα εκδεδομένα ως το 1860 έργα του Φωτίου. Στα Προλεγόμενα των συνεργατών σαφεστάτη η διάθεση υποτιμήσεως του Φωτίου. Μολαταύτα, η έκδοση αυτή ενόχλησε το Βατικανό, τόσον που ο αββάς Migne ηναγκάσθη να προβεί σε ομολογία πίστεως Ε ditoris Romanam Ecclesiam, όπου εκφράζεται η αφοσίωσή του στην Sanctam Romanam Ecclesiam ή την Sanctam Sedem. Από εκείνη την περίοδο ήρχισε να παρατηρείται ενδιαφέρον και από ελληνικής πλευράς για το έργο του Φωτίου. Ο Σοφ. Οικονόμου εκδίδει τα Αμφιλόχεια, ο Ιω. Βαλέττας τις Επιστολές, ο Σταυράκης Αριστάρχης τις Ομιλίες. Ο Βαλέττας, μάλιστα, έγραψε ανακειμενικώς για τους πολεμίους του Φωτίου στην παραπάνω έκδοση.

Στο τρίτομο έργο του Ρ hotius Patriarch von Konstantinopel, skein Leben, seine Schriften und das Griechishe Schisma, τόμος 3, Regenburg 1867-1869, τ. 1-3, ο Γερμανός καρδινάλιος J. Hergenrother δεν αρνείται την σοφία του Φωτίου, αλλά κινείται στην γραμμή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επιχειρών να δείξει την υπεροχή της έναντι της Ανατολικής. Υπερασπίζεται την πολιτική του Πάπα Νικολάου έναντι του Φωτίου, όντως σοφού Πάπα που ανύψωσε την παπική εξουσία, και η οποία, πολιτική, κατ' αυτόν, δημιούργησε την απομόνωση της Κωνσταντινουπόλεως από την Ρώμη, γι' αυτό και θεωρεί ότι ο Φώτιος δικαίως καταδικάσθηκε από την Ρώμη. Ο Hergenrother είχε, οπωσδήποτε, υπόψη του τον Βαρώνιο, αλλά και τον φιλενωτικό Πατριάρχη Ιω. Βέκκο (τέλη του 13ου αι.), ο οποίος έγραψε ότι ο Φώτιος υπήρξε ο πρώτος «ευρετήρ και γεννήτωρ των κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εφευρημένων προτάσεων». Είδαμε, προηγουμένως, ότι και ο ημέτερος Παπαρρηγόπουλος πόσον στηρίζεται, αδικών οπωσδήποτε τον Φώτιο, στο υπόψη έργο του J. Hergenrother, το οποίο, ωστόσο, είναι γραμμένο με σοβαρό και επιστημονικό τρόπο, αποτελεί καλή πηγή για την μελέτη των γεγονότων της εποχής και, ίσως, προσπαθεί να αμβλύνει, κάπως, τις απόψεις των Δυτικών κατά του Φωτίου. Αντίθετα, ο Σ. Αριστάρχης, στο έργο του Του εν αγίοις Πατρός ημών Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγοι και Ομιλίαι ογδοήκοντα τρεις κ.λπ., τ. 1-2, ΚΠολις 1900, υπερασπίζεται τον Φώτιο.

Ο Α. Ε rhard, Γερμανός και αυτός και συνεργάτης του βυζαντινολόγου Κ rumbacher, τον οποίο θα ιδούμε λίγο παρακάτω, γράφει ότι το έργο του J. Hergenrother είναι αντικειμενικό και ότι αυτός, έγραψε το βιβλίο του σας παραμονές της πρώτης Βατικανείου Συνόδου, γι' αυτό και υπερασπίσθηκε κατά τον τρόπο αύτόν τις περί πρωτείου αξιώσεις της Ρώμης. Στο έργο του Περι Φωτίου, στην Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μεταφρ. Γ. Σωτηριάδου, Αθήνα 1897, σ.σ. 139-150 κάμνει ιδιαίτερο λόγο για τους αντιπάλους του Φωτίου.

Ο σοφός Γερμανός βυζανανολόγος Κ rumbacher στο κλασσικό έργο του Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας γράφει ότι ο Φώτιος ήτο τέκνο της εποχής του, γέννημα της ελληνικής αυταρεσκείας, ήτις ηξίου εαυτήν αμέτρως υπέροχον των βαρβάρων της Δύσεως και ηγωνίζετο να εγείρη το μεσότοιχον πολιτικόν και εκκλησιαστικόν μεταξύ εαυτής και της Δύσεως. Με ένα λόγο, επαναλαμβάνει την γνωστή θέση των Ρωμαιοκαθολικών, κατηγορώντας τον Φώτιο για το σχίσμα και ότι περίπου έκαμε κακό στην Εκκλησία «και δεν θα εύρη χάριν προ του δικαστικοΰ βήματος της αμερολήπτου ιστορικής ερεύνης».

Έχω την εντύπωση ότι τον ακολουθεί, λίγα χρόνια αργότερον, ο συμπατριώτης του Η. Geltzer στο έργο του Byzantinishe Kirchengeschichte, Τυβίγγη 1909, σ. 99. Ο Geltzer θεωρεί τον Φώτιο θεμελιωτή του ελληνικού εθνικισμού που εναντιώθηκε στον παπικό ιμπεριαλισμό

Το 1919 ο Μ. Jugie, στο Photius et la primaut é de Saint Pierre et du pape, έγραφε ότι ο Φώτιος ανεγνώριζε ή και δεν άπέρριπτε το παπικό πρωτειον, άποψη που θα υποστηρίξει πολύ αργότερον ο Dvornik παρά την προσπαθειά του να αποκαταστήσει τον Φώτιο. Ο Μ. Jugie, ωστόσο, στο εργο του Le schisme byzantin επισημαίνει δτι για να μελετήσουμε σωστά τα του σχίσματος τοΰ Φωτίου πρέπει να είμεθα προσεκτικοί στις πηγές μας, δοθέντος ότι οι Δυτικοί στηρίχθηκαν κατά κανόνα στον φάκελο των αντιφωτιανών εγγράφων του Πατριάρχου Ιγνατίου. Στο ιδιο πνεύμα είχαν γράψει, παλαιότερον, ο Leclerc στο έργο του L ' Europe et le Saint Si è ge à l 'é poque carolingienne, Le pape Jean VIII, όπου αποκαθιστά τον Πάπα Ιωάννη Η', δεινώς υβρισθέντα από τους Δυτικούς για την διαλλακτική στάση του έναντι του Φωτίου, απέναντι του οποίου, Φωτίου, ο Leclerc παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ήπιος. Την αυτή, περίπου, γραμμή ακολουθεί και ο Lap ô tre στο έργο του Y - eut - il un second schisme de Photius ? Στη Revue des Sciences philosophiques et th é ologiques, 12 (1933), 432-57. La liquidation de la querelle photinienne, Echos d ' Orient 1934 (257-288). Αυτοί δεν δέχονται ότι υπήρξε και δεύτερο σχίσμα του Φωτίου. Τους ακολουθεί ο Fran ç ois Dvornik, τον οποίο με την σειρά του ακολουθει ο George Every, Byzantine Patriarchate, London 1947 Εκ των επικριτών του ο Ρ. V. Laurent, στην μελέτη του Les cas de Photius, στο Ε chos d ' Orient 1930, κατακρίνει τον Φώτιο, τον οποίο χαρακτηρίζει «φιλόδοξο», το αυτό και ο Ρ. Μ. Jugie στο έργο του Le schisme byzantin (1942), μολονότι σε ορισμένα σημεία της μελέτης του συμφωνεί με τον Dvornik και τον Grumel.

Πέρα όμως από τα δογματικά, ούτως ειπείν, ή τα αφορώντα την εκκλησιαστική ιστορία, δεν λείπουν οι αιχμές κατά του Φωτίου και σε ό,τι αφορά στα φιλολογικά του εργα. Αναφέρω, επί του προκειμένου, τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Ο Β. Η emmerdinger το 1956 στην μελέτη του “ Les notices et extraits des biblioth è ques grecques de Bagdad par Photius ”, στο Revue des Etudes Grecques 69 (1956) έχει την άποψη ότι ο Φώτιος μετέβη στους Ασσυρίους στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και έμεινε, μάλιστα, πολύ καιρό, για τον απλό λόγο να κρατήσει σημειώσεις, αφού, τάχα, στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχαν τόσα βιβλία! Το 1963 ο πατήρ Halkin γράφοντας στο La date de la composition de la biblioth è que de Photius, παρουσιάζεται πολύ δηκτικός έναντι του Φωτίου, αρνούμενος ότι ο Φώτιος ανέλαβε ποτέ την ηγεσία της αποστολής της βυζαντινής πρεσβείας στο αραβικό χαλιφάτο της Βαγδάτης, για την οποία κάμει λόγο ο Φώτιος στον επιστολιμαίο πρόλογο του έργου του Βιβλιοθήκη. Την αρνείται, λοιπόν, ο Halkin, λέγοντας δτι πρόκειται για πλαστό επινόημα, για να προλογίσει πρωτοτύπως την Βιβλιοθήκη του. Δικαίως, λοιπόν, ο καθηγητής Π. Χρήστου γράφει δτι «ο Halkin επήρε καλό βαθμό από την παπική αυλή γι' αυτό το δηλητηριώδες βέλος κατά του Φωτίου».

Ο γνωστός Γάλλος βυζαντινολόγος Paul Lemerle στο έργο του Le premier humanism byzantin, μετάφρ. Πελεκίδου 1985, προσπαθεί να ακολουθήσει την παλαιά τακτική της υποτιμήσεως του Φωτίου και να του αφαιρέσει την δόξα του σοφού διδασκάλου στην πλέον ακμαία περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και τούτο διότι ο Lemerle ακολουθεί τον Συνεχιστή του Θεοφάνους, εκατό χρόνια μεταγενέστερο του Φωτίου, που αρνείται, άλλο δηλητηριώδες βέλος αυτό!, ότι ο ιερός Φώτιος δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, την σύγχρονη με τον Φώτιο μαρτυρία που περιλαμβάνεται στον Βίο Κωνσταντίνου, γραμμένο το 872, και όπου ο Κωσταντίνος (Κύριλλος) δηλώνεται ότι ο Φώτιος του δίδαξε φιλοσοφία περί το 843.

Ο Τσέχος Ρωμαιοκαθολικός πατήρ Fran ç ois Dvornik σε πολλές μελέτες του προσεπάθησε να ιδεί αντικειμενικώτερον τον ιερό Φώτιο και, σε κάθε περίπτωση, να αναθεωρήσει τις ως τότε απόψεις των Δυτικών για τον Φώτιο. Θα μείνουμε στο κλασσικό έργο του Τ he Photian Schisme, Cambridge 1948, Reprinted 1970. Στον Dvornik, άλλωστε, οφείλουμε την αντικειμενική και με την ιστορική πραγματικότητα σύμφωνη θέση, ότι οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ήσαν Θεσσαλονικεις· η πρώτη και ορθή άποψη ενός Σλάβου έπιστήμονος, την οποία, σταδιακώς, ακολούθησαν και άλλοι Σλάβοι σοβαροί επιστήμονες. Επιστρέφουμε στον Dvornik, ο οποίος, όντως, μετρίασε την παλαιότερη και νεώτερη επιθετική κριτική των Δυτικών κατά του Φωτίου. Ο Dvornik αναγνωρίζει την σοφία του Φωτίου αλλά και την μετριοπάθειά του. Ελέχθη (από τον Γεννάδιο Ηλιουπόλεως και Θείρων, τον Σεβασμ. Μεθόδιο Φούγια, τον καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου) ότι το έργο του Τσέχου ιερομονάχου εγράφη καθ' υπόδειξιν του Βατικανού, σε μία προσπάθεια προσεγγίσεως των δύο Εκκλησιών μετά τα γεγονότα του Β' Μεγάλου Πολέμου, με το προκάλυμμα, δηλαδή, ότι ο ισχυρότερος εχθρός του Βατικανού, ο Φώτιος, αποκαθίσταται απ' αυτό το ίδιο! Η μελέτη του μητροπολίτου Γενναδίου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ορθοδοξία Α' (1956) 37-68 πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως· ο τίτλος της «Αι περί του Ιερού Φωτίου κρίσεις των αρχαίων και των ιστορικών της εποχής μας» δηλώνει την σημασία του. Από την άλλη, αντίστροφη είναι η μελέτη του καθηγητοΰ Βλ. Φειδά «Αι αντιλήψεις του ι. Φωτίου περί της Δυτικής Εκκλησίας» Εκκλησία ΝΔ' (1977) 87-89,115-117,143-144. Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος πρ. Θυατείρων στο έργο του 'Ελληνες και Λατίνοι, Αθήνα 1990, μελετά διεξοδικώς την ως το 1990 βιβλιογραφία για τον Φώτιο, σσ. 93-175, φυσικά άπό πλευράς Δυτικών. Και ορθώς τιτ­λοφορεί ο Σεβασμιώτατος κ. Μεθόδιος το σχετικό κεφάλαιο η Εποποιία τής Ελληνικής Εκκλησίας δανειζόμενος τον τίτλο από τον G. Schllumberger, Η Βυζαντινή Εποποιία.

Πάντως, ο Dvornik χρησιμοποίησε νέες πηγές και ήλεγξε τις παλαιές. Αφού αναγνωρίζει την προσωπικότητα του Φωτίου, τον ελέγχει διότι απήγγειλε απόφασιν «εναντίον ενός πάπα», πράγμα έως τότε ανήκουστον εις την Ιστορίαν. Διακινδύνευσε την ενότητα της Χριστιανοσύνης, πράγμα ασυγχώρητον και αδικαιολόγητον. Αλλά, βεβαίως, ο καλός Dvornik δεν γράφει ότι ο Νικόλαος στην σύνοδο του Λατερανού το 863 αναθεμάτισε τον Φώτιο και τον περιέλουσε με τα υβριστικώτερα και ατιμωτικώτερα επίθετα. Ο Dvornik νομίζει ότι ο Φώτιος απώλεσε την αυτοκυριαρχία του στην σύνοδο του 867, αλλά γράφει ότι ολίγο αργότερον επέδειξε διαλλακτικότητα και απεκατέστησε την σχέση του με την Ρώμη και πέθανε σε κοινωνία με αυτήν. Αυτό είναι και το βασικό σημείο και το μήνυμα της έρευνάς του. Επομένως, λέγει, ούτε οι Δυτικοί ούτε οι Ανατολικοί νομιμοποιούνται να προβάλουν τον Φώτιο ως αίτιο της διασπάσεως της Εκκλησίας. Βεβαίως, η εντύπωση μένει ότι και ο Dvornik ομιλεί περί Ελληνικού Σχίσματος, Τ he Photian Schisme, δηλαδή για απόσχιση του Φωτίου από την Εκκλησία της Ρώμης, πράγμα το οποίο σημειώνει και στο έργο του Byzance et la primaut é στο κεφάλαιο Photius et la primaut é. Με ένα λόγο, κατα τον Dvornik, ο Φώτιος ώφειλε να μη καταδικάσει τον Πάπα, γιατί αυτο θα αποτελούσε κακό προηγούμενο γιά τούς μεταγενέστερους, μέ άρνητικές συνέπειες στην ενότητα τής Εκκλησίας. Ο Dvornik στο έργο του The Photian Schisme history and legend, Cambridge 1948, αφιερώνει ενα μεγάλο κεφάλαιο στην δυτική εργογραφία για τους συγγραφείς που ασχολήθηκαν αμέσως ή εμμέσως με τον Φώτιο στην Ογδόη Σύνοδο - βλ. Fiftheenth century till the Modern Period, 354-382. Ο λόγος για τους Nicolaus Siculus Panormitanus (θάν. 1453), Nicolas de Cusa (1609), Ρ etrus de Monte Brixiensis Cardinal Alexandrinus (θάν. 1509), Laurence Surius (1567), S. Β ini (1606), Α lexander Natalis (1660), Τ homas Vampegius Bononiensis (1564), Μ. Raderus (1604), τους Προτεστάντες J. Η. Ηο ttinger (1651), J. Β asnage (1699) κ.ά. Ο Dvornik αναλύει και σχολιάζει τις απόψεις ενός εκάστου.

Οπωσδήποτε, συμφωνούμε με τις κρίσεις του περί Φωτίου, περί της αποκαταστάσεώς του εις την Δύση, από την οποία αντιμετωπίσθηκε μετά καταφρονήσεως και περιφρονήσεως και γι' αυτό πρέπει η Εκκλησία να τον τιμήσει και να τον δικαιώσει. Ωστόσο, η κριτική του περί απωλείας της αυτοκυριαρχίας το 867 με την επίθεσή του κατά του Πάπα Νικολάου είναι χείριστον σφάλμα - τον ελέγχει ότι διηύρυνε το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως με τις κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν εναντίον του Νικολάου από τους επισκόπους της Ανατολής. Ο Dvornik και άλλοι Δυτικοί έχουν την γνώμη ότι ο Φώτιος δεν έπρεπε να ενεργήσει τοιουτοτρόπως, αλλά να αφήσει την υπόθεση στην θεία πρόνοια. Το ερώτημα είναι εάν έπρεπε να μην αντιδράσει στην καταδίκη του το 863 από τον Νικόλαο και να περιμένει τον θάνατό του. Εάν δεν απαντούσε, τότε ο Φώτιος θα ήτο υπεύθυνος για την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην Δύση - έπρεπε, λοιπόν, να δείξει ότι ο Πάπας της Ρώμης δεν δικάζει μόνον αλλά και δικάζεται. Ο Φώτιος διεφύλαξε, αναμφισβητήτως, το κύρος της Ανατολικής Εκκλησίας, ενώ η Ρώμη, με τον ισχυρό Πάπα Νικόλαο Α', επέμεινε στις απόψεις της περί κοσμοκρατορίας. Ο Φώτιος είχε άλλη αντίληψη της ιστορίας, την οποία εγνώριζε και ερμήνευε. Ο ίδιος, άλλωστε, θέτει τον εαυτόν του εντός της Εκκλησίας και στην ιστορική συνέχεια των Οικουμενικών Συνόδων, την οποία αρνούνταν ο Νικόλαος, γράφοντας προς τον Βόριν της Βουλγαρίας, και στην συνέχεια της παραδόσεως της Εκκλησίας, σαφής έκφραση της οποίας αποτελεί η γνωστή επιστολή του προς τους θρόνους της Ανατολής, με την οποία καταδικάζει τον καιροσκοπισμό της Ρώμης.

Και, βεβαίως, θα συμφωνήσουμε με τις θέσεις του π. Fran ç ois Dvornik ότι η διένεξη αυτή Φωτίου - Νικολάου δηλητηρίασε τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών σε όλη την πορεία τους επί αιώνες. Και, ακόμη, συμφωνούμε με την σκέψη του ότι θα μπορούσε, από την αρχή κιόλας του ζητήματος (του φωτιανού κατά τον Dvornik), να αντιμετωπισθούν τα πράγματα στην γραμμή που είχε χαράξει ο Δυτικός και Ανατολικός κόσμος. Και, ασφαλώς, ο Φώτιος δεν εσφάλλετο κατά την φωτιανή λεγομένη σύνοδο του 879/80 που έλαβε αποφάσεις αντιπροσωπευτικές όλης της Εκκλησίας, ούτε για την πράξη του του 869. Και οι δύο ενέργειές του σηματοδότησαν την ανεξαρτησία της Ανατολικής Εκκλησίας και δεν την κατέστησαν υπόδουλον του Πάπα. Τέλος, ουδείς θα διαφωνήσει με τον Dvornik ότι είναι καιρός να ιδούμε από την αρχή τα γεγονότα εκείνης της ταραγμένης περιόδου· και αυτή η νέα θεώρηση επ' αγαθώ της Εκκλησίας. Ο ίδιος, παρά τις όποιες αντιρρήσεις που μπορούν να έκφρασθούν, όπως λόγου χάρη ότι τάχα ο Φώτιος ανεγνώρισε το Πρωτείον του Πάπα, για τον λόγο και μόνον ότι εξεφράσθη κολακευτικώς και τιμητικώς για την Εκκλησία της Ρώμης και αυτό προς χάρη της Εκκλησιαστικής ένότητος, έκαμε μία αρχή.

Τέλος, πολύτιμα είναι όσα έγραψε ο μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, ο οποίος όχι μόνον αναλύει τις απόψεις των περισσοτέρων δυτικών, ιδίως του 20ου αι., αλλά τις σχολιάζει ασκών και κριτική στις θέσεις τους - βλ. την μελέτη «Αι περί του ιερού Φωτίου κρίσεις των αρχαίων και ιστορικών της έποχής μας» στο περιοδικό Όρθοδοξία 31 (1956) 37-68.

Συμπερασματικώς: η δυτική γραμματεία, στο σύνολό της σχεδόν και ιδιαιτέρους από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών, αντιμετώπισε με επιθετική άρνηση τον Φώτιο, καλλιεργώντας έπί αιώνες ένα κλίμα που δεν επέτρεψε την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών. Μοναδική, ίσως, εξαίρεοη, παρά τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, αποτελεί ο Fran ç ois Dvornik και παρά τις όποιες έπιφυλάξεις που μπορεί να προβληθούν, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει τον Φώτιο. Οι Προτεστάντες της Δύσεως, είναι αλήθεια, αντιμετωπίζουν τον Φώτιο με συμπάθεια, όταν δεν τον χρησιμοποιούν για να έπιτεθούν κατά του Βατικανού.

Οπωσδήποτε, όμως, η εχθρότητα που έδειξε η δυτική γραμματεία έναντι του Φωτίου, η φιλολογία που αναπτύχθηκε στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επηρέασε και την πολιτική διάσταση στις σχεσεις Ανατολής και Δύσεως, όπως, δυστυχώς, τα γεγονότα έδειξαν και δείχνουν. Εδώ, το filioque και το πρωτείον του Πάπα, ως διαφορά των δύο Εκκλησιών, επεκτάθηκε και στο πολιτικό πεδίο ως σημείο αναφοράς στην διάσταση Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων κρατών, αφού απο τους χρονους εκείνους ήρχισε και συνεχίζεται, δυστυχώς και στον πολιτικό τομέα, η διαμάχη Ανατολής και Δύσεως. Ο Φώτιος για τους Ανατολικούς αποτελεί τον αρχηγέτη της ανεξαρτησίας της Ανατολής έναντι της Δύσης· στον 9ο αιώνα την ιδέα αυτής της προβολής του πάπα, του παπικού πρωτείου και της προσθήκης του filioque έδιδε η συνείδηση της υπεροχής της βυζαντικής αύτοκρατορίας. Ενώ, σήμερα, είναι η συνείδηση ότι οι Ορθόδοξοι λαοί συνεχίζουν αυτήν την παράδοση του πολιτισμού. ’λλωστε, ο ελληνικός πατριωτισμός εμφανίζεται για πρώτη φορά επί Φωτίου, με κύρια χαρακτηριστικά την προβολή της υπεροχής του κλασσικού πνεύματος, της αμφισβητήσεως των Φράγκων και του χαρακτηρισμού των ως αιρετικών και καινοτόμων με την επίμονη θέση τους να προσθέτουν το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Με τον Φώτιο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Βυζαντινή Εκκλησία, ευρισκόμενες σε περίοδο ακμής, ανεδείκνυαν την δυναμική τους που εξήρχετο από τα όρια της και αναζητούσε νέες σφαίρες επιρροής, όπως σημείωσε ο G. Ostrogorsky (Η istory of the Byzantine State, transl. by J. Hussey, Rutger Univ. Press 1957, 200-201.). Με τον Φώτιο ο Παπισμός εκλείσθη στα όρια της Κεντρικής Ευρώπης, δεν κατήλθε στην ΝΑ Εύρώπη. Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το ανάχωμα της άνατολικής πολιτικής του Βατικανού το 867 το Βατικανό με τον Πάπα Νικόλαο υπερέβη τα όρια του, γι' αυτό και παρενέβη ο Φώτιος. Η Δύση τον συνάντησε αντίπαλό της, γι' αυτό και η σφοδρή πολεμική εναντίον του. Στα γεγονότα της δεκαετίας του 90, στα Βαλκάνια, τον συνάντησε και πάλιν.

Χειρόγραφα καί α' ἔκδοση τῆς Βίβλου Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου.

 


Εἶπον νά τήν δεχθῆτε περιχαρῶς καί μετ᾿ ἐπιθυμίας˙ διότι, κατά τήν κοινήν παροιμίαν, πᾶν σπάνιον ἐπιθυμητόν˙ ἡ δέ Βίβλος αὕτη τόσον ἦτον σπανία, ὥστε ὅπου, ὄχι μόνον ποτέ οὐδέποτε ἐξεδόθη, καί ἀκολούθως δέν ἔγινε κοινή εἰς τούς πολλούς διά τοῦ τύπου, ἀλλά καί ἀνέκδοτος καί ἐν χειρογράφοις σωζομένη, πολλά σπανία ἦν˙ ἄς εἶναι χάρις πολλή εἰς τήν μεγίστην, σεβασμίαν, καί βασιλικήν Μονήν τοῦ ἐν ἁγίοις μεγάλου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ˙ εἰς ταύτην γάρ τήν εὐαγῆ Μονήν, πρός τοῖς ἄλλοις ἀξιολόγοις καί συσσευρέτοις βιβλίοις, ἅπερ εἰσί τεθησαυρισμένα ἐν τῇ πλουσίᾳ ταύτης Βιβλιοθήκῃ χειρόγραφα, εὑρέθη καί ἕν μόνον πρωτότυπον τῆς Βίβλου ταύτης παμπάλαιον, ὡσάν ἕνας μονογενής φοίνιξ, ἀπό τό ὁποῖον ἀντέγραφον ὅσοι Πατέρες ἐν τῷ ὄρει τήν Βίβλον ταύτην ἔχουσι. (Καί τούτη εἶναι ἡ ἀφορμή, διά τήν ὁποίαν εἰς μερικά μέρη τῆς Βίβλου εὑρίσκονται τινά λόγια ἀναμεταξύ ἐλλιπῆ, μέ τό νά μήν εἴχομεν ἄλλο ἀντίγραφον τελειότερον (σελ. 47) νά τά παραβάλλωμεν καί νά τά προσθέσωμεν). Ὅθεν εἶμαι βέβαιος ὅτι πολλοί, βλέποντες ἤδη ἐκδεδομένην εἰς τό φῶς τῆς τυπογραφίας, τήν ἐν τῷ σκότει καί ἀγνοίᾳ μέχρι τοῦδε εὑρισκομένην Βίβλον τοῦ θείου Βαρσανουφίου, ἔχουν νά πάθουν τό ἴδιον ἐκεῖνο σύμβαμα καί τήν ἀπορίαν, ὅπου ἔπαθον οἱ Ἕβραῖοι ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅταν παραδόξως εἶδον τό οὐράνιον μάννα, καί νά λέγουν καί αὐτοί ἕνας πρός τόν ἄλλον, ὡς ἐκεῖνοι ἀποροῦντες ἔλεγον˙ «Μάν; Μάν;» ἤτοι τί ἐστι τοῦτο, τί ἐστι τοῦτο; «ἰδόντες δέ οἱ Υἱοί Ἰσραήλ, εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ˙ τί ἐστι τοῦτο; οὐ γάρ ᾔδεισαν τί ἦν» (Ἔξοδ. ις'). Τί εἶναι ἡ Βίβλος αὕτη; ποῦ ἦτον κεκρυμμένη καί παντελῶς ἄγνωστος καί τώρα ἀνεκαλύφθη; ἡμεῖς οὔτε Βαρσανούφιον ἀκόμη ἠκούσαμεν τί ἐστιν, οὔτε βιβλίον αὐτοῦ ἑωράκαμεν πώποτε˙ συνηθίζουσι γάρ φυσικῷ τῷ τρόπῳ τά κοινά καί ἄγνωστα πράγματα νά προξενοῦσιν ἀπορίαν εἰς τήν ψυχήν.

Τίνες δέ εἰσιν οἱ τήν Βίβλον ταύτην τύποις ἐκδεδωκότες; οἱ ὁσιώτατοι καί πανοσιώτατοι, καί διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος κατά πνεῦμα ὄντες ἀδελφοί, οἱ συγκάτοικοι καί ὁμότροποι ἐν Χριστῷ καί σύμψυχοι, ὅ τε ὁσιώτατος ἐν Μοναχοῖς κύρ Ἀνανίας καί οἱ πανοσιώτατοι ἐν Ἱερομονάχοις καί πρεσβυτέροις, ὁ παπᾶς λέγω Κυπριανός καί παπᾶς Εὐθύμιος, οἱ Ἁγιορεῖται καί σταυροποιοί, καί τήν τῶν ἐγκολπίων τέχνην μεταχειριζόμενοι˙ οὗτοι γάρ θερμήν καί ἐνδιάθετον εὐλάβειαν ἔχοντες πρός τούς ὁσίους καί θεοφόρους Πατέρας, πρός τε τόν ἅγιον Βαρσανούφιον καί ἅγιον Ἰωάννην καί ἀγάπην ὑπερβάλλουσαν σώζοντες πρός τήν ἱεράν αὐτῶν Βίβλον, ὡς πολύ τι ὠφεληθέντες ἐξ αὐτῆς, εἴς τε τάς ἄλλας θεουργούς ἀρετάς, καί μάλιστα εἰς τήν τελειοποιόν ὑπακοήν, εἰς τήν ἀθλητικήν ἐκκοπήν τοῦ θελήματος καί εἰς τήν ὑψηποιόν ταπείνωσιν, ἐξώδευσαν καί ἀντέγραψαν αὐτήν καί εἶχον εἰς ἰδικήν τους χρῆσιν. Δέν εὐχαριστήθησαν ὅμως νά ἀπολαμβάνωσιν αὐτοί μόνοι τό καλόν καί τήν ἐκ τῆς Βίβλου ὠφέλειαν, ἀλλ᾿ ἠθέλησαν νά μεταδώσουν τήν ὠφέλειαν αὐτῆς καί εἰς τούς ἄλλους ἀδελφούς ὡς φιλάδελφοι. Ὅθεν, ὄχι μόνον ἐμέ, τόν κατά πνεῦμα ἀδελφόν αὐτῶν, παρεκίνησαν νά διορθώσω αὐτήν καί μέ τήν βιογραφίαν τῶν Ὁσίων καί μέ τόν πίνακα νά τήν πλουτίσω, ἀλλά καί ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῶν ἐξοδεύσαντες καί σχεδόν ἐκ τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου, οὗ ἤσθιον, περικόψαντες – μόλις γάρ ὁ ἐκ τοῦ ἐργοχείρου αὑτῶν πορισμός ἐξαρκεῖ αὐτοῖς καί τοῖς ξενουμένοις ὑπ᾿ αὐτῶν ἀδελφοῖς, καί κατά τήν κοινήν παροιμίαν «τό ἡμεροδούλιόν τους εἶναι ἡμεροφάγιόν τους», ὡς λέγει καί ὁ Ἐκκλησιαστής «πᾶς μόχθος ἀνθρώπου εἰς στόμα αὐτοῦ, καί γε ἡ ψυχή οὐ πληρωθήσεται» (σελ. 48) (Ἐκκλ. ς'7) - ἐκ τοῦ ἄρτου, λέγω, αὑτῶν περικόψαντες, ἐξέδωκαν ὀλίγα τινά σώματα τῆς Βίβλου ταύτης, ἐπειδή οὐκ εἶχον τόν τρόπον διά νά ἐκδώσουν πολλά. Ἀναγκασθέντες σχεδόν εἰς τοῦτο, ἐπειδή ἁμαρτίαν μεγάλην ἐστοχάσθησαν τό νά ἀφήσουν μίαν τοιαύτην ἱεράν καί πολυωφελῆ Βίβλον νά εὑρίσκεται ἀνέκδοτος εἰς ἕνα παντοτεινόν σκότος, καί οἱ μέν σκώληκες νά διαφθείρουν αὐτήν, οἱ δέ ἀδελφοί νά ὑστεροῦνται τήν ἐξ αὐτῆς ὠφέλειαν˙ ἀκολούθως δέ καί οἱ θεῖοι Πατέρες καί ἱεροί συγγραφεῖς νά μένουν ἀφανεῖς καί ἄγνωστοι εἰς τόν κόσμον, οἱ δίκην φωστήρων ἐν ἀρεταῖς, καί τοῖς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χαρίσμασι διαλάμψαντες.

Ἀποδεξάμενοι λοιπόν καί ὑποδεξάμενοι τήν φιλάδελφον γνώμην τῶν ἀνωτέρω ἀδελφῶν, ἀναγινώσκετε ἐπιμελῶς τήν παροῦσαν Βίβλον, καί τοῦ μέλιτος καί τῶν χαρίτων αὐτῆς ἀπολαύετε˙ καρπούμενοι δέ τήν ἐξ αὐτῆς ὠφέλειαν, δεήθητε τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, διά τήν ψυχικήν σωτηρίαν τῶν ταύτην ἐκδεδωκότων, εἰς δόξαν Θεοῦ, εἰς τιμήν τῶν Ὁσίων καί εἰς τήν ἰδικήν σας ὠφέλειαν˙ καί τό παράδειγμα τούτων μιμησάμενοι, προθυμοποιηθῆτε, ἀγαπητοί, καί ὑμεῖς, εἰς τό νά ἐκδίδετε τύποις τοιαῦτα ψυχωφελῆ βιβλία, καί μάλιστα τά μέχρι τοῦδε ὄντα ἀνέκδοτα, εἰς κοινήν σωτηρίαν τῶν ὀρθοδόξων˙ οἱ γάρ τοιαῦτα βιβλία ἐκδίδοντες, δέν κάμνουσιν ἄλλο, παρά ἐκδίδουσιν εἰς τόν κόσμον, καί πολλαπλασίαζουσι φῶτα οὐράνια τῶν ψυχῶν, καί ἀπλανεῖς ὁδηγούς σωτηρίας. Ἔρρωσθε.

ᾳωγ'. Ἰουνίου κβ'.

Ὅλος τῆς ἡμετέρας ἀγάπης ἐξηρτημένος

Ὁ ἐν Μοναχοῖς ἐλάχιστος

Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης .

Περί τῆς Ψυχωφελεστάτης Βίβλου τῶν Ὁσίων

 



Ἐπειδή δέ οἱ μακαριστοί Πατέρες οὗτοι ἠγάπησαν ἐκ ψυχῆς τόν πλησίον, δέν εὐχαριστήθησαν νά τόν ὠφελήσουν μόνον εἰς τήν ζωήν τους, ἀλλά καί μετά θάνατον˙ ὅθεν καί ἀφῆκαν εἰς ὅλους τούς ἀδελφούς τήν ἱεράν ταύτην Βίβλον τους, ὡσάν μίαν κληρονομίαν πατρικήν εἰς τούς πνευματικούς υἱούς των, διά νά τήν ἀναγινώσκουν συνεχῶς καί νά λαμβάνουν ἐξ αὐτῆς μεγάλην ὠφέλειαν εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Ἡ Βίβλους δέ αὕτη περιέχει ἀποκρίσεις ὀκτακοσίας τριάκοντα ὀκτώ, γενομένας πρός ἄλλας τόσας ἐρωτήσεις ὅπου ἐποίουν πρός αὐτούς διάφορα πρόσωπα ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν, λαϊκῶν, γερόντων, νεωτέρων, ἀσθενῶν καί ὑγιῶν. Τάς ἀποκρίσεις δέ ταύτας, ἄλλας μέν ἔγραψεν ὁ ἄλλος Γέρων Ἰωάννης, τάς περισσοτέρας δέ ἔγραψε, μᾶλλον εἰπεῖν ὑπαγόρευσεν, ὁ μέγας Γέρων Βαρσανούφιος, ὄχι μέ θέλημα ἐδικόν του, ἀλλά μέ προσταγήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρός ὠφέλειαν τῶν ψυχῶν, καθώς τοῦτο λέγει μόνος του˙ «ταῦτα πάντα οὐκ ἐξ ἰδίου θελήματος γράφω, ἀλλ᾿ ἐκ κελεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ ὅλα δέ πρός διόρθωσιν καί ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς καί συνειδήσεως τοῦ ἔσω ἀνθρώπου» (Ἀποκρ. ιγ').

Πρᾶγμα δέ θαυμαστόν ἠκολούθησεν, ὅταν ὁ μέγαρ Βαρσανούφιος ἔκαμεν ἀρχήν νά ὑπαγορεύῃ τάς ἀποκρίσεις ταύτας πρός τόν ὅσιον Σέριδον, τόν Ἡγούμενον τοῦ Μοναστηρίου, καθώς ὁ ἴδιος Σέριδος τό ἐμαρτύρησε πρός τόν ἀπό Μηρωσάβης ὅσιον Ἰωάννην. Ὁ μέν γάρ ἅγιος Βαρσανούφιος καλέσας τόν θεῖον Σέριδον τόν αὐτοῦ γραφέα, εἶπεν αὐτῷ νά γράψῃ ἀπόκρισιν πρός τόν ἀπό Μηρωσάβης Ἰωάννην, ἀλλ᾿ ὁ Σέριδος μή δυνάμενος νά κρατήσῃ εἰς τόν νοῦν του ὅλα τά λόγια ὅπου τῷ εἶπεν ὁ Ἅγιος, ἐδιαλογίζετο καί ἠπόρει, πῶς ἔχει νά γράψῃ τόσα πολλά λόγια˙ καί πώς, ἀνίσως καί ἤθελεν ὁ Γέρων, ἔπρεπε νά μοί εἰπῇ νά φέρω μελάνι καί χαρτί διά νά ἀκούω ἕνα ἕνα λόγον καί νά τόν γράφω. Τοῦτον τόν διαλογισμόν τοῦ Σερίδου ἐγνώρισεν ὁ μέγας Βαρσανούφιος τῷ διορατικῷ χαρίσματι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί εὐθύς ἔλαμψε τό πρόσωπόν του καί ἔγινεν ὡσάν πῦρ, καί λέγει τῷ Σερίδῳ˙ ὕπαγε γράψον καί μή φοβηθῇς˙ ὅτι ἀνίσως καί σοί εἰπῶ μυρίους λόγους, ἤξευρε ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον δέν θέλει σέ ἀφήσει νά γράψῃς οὔτε παραπάνω, (σελ. 45) οὔτε παρακάτω, ἕως ἑνός λόγου καί γράμματος, κἄν καί ἐσύ θέλῃς τοῦτο˙ ἀλλά θέλει ὁδηγεῖ τό χέρι σου, διά νά γράψῃς ὅσα σοί εἶπον μέ ἀκολουθίαν καί τάξιν (Ἀποκρ. α').

Κανένας δέ ἀπό τούς περιέργους καί τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός ἔχοντας, ἄς μή κατηγορήσῃ τά λόγια ταῦτα τοῦ Ἁγίου, ὡς τάχα ὑπερήφανα. Ἐπειδή ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, ὁποῖος εἶναι ὁ ταῦτα λέγων, οὐ χωρεῖ τά τοῦ Πνεύματος˙ «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι, καί οὐ δύναται γνῶναι»˙ καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος˙ ὁ δέ Πνευματικός, ὁποῖος ἦττον ὁ χαθεῖος Βαρσανούφιος, ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ᾿ οὐδενός ἀνακρίνεται» (Α'Κορ. β' 14).

Καί λοιπόν ἄν ἡ Βίβλος αὕτη ἐγράφη ἐκ προσταγῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄς συμπεράνῃ πλέον ὁ καθ᾿ ἕνας, πόσον αὐτή εἶναι ψυχωφελεστάτη καί μεγαλωφελεστάτη˙ πόσον εἶναι γλυκυτάτη καί κεχαριτωμένη καί πόσον εἶναι γεμάτη ἀπό διάκρισιν πνευματικήν. Ἐπειδή, κατά τό φιλοσοφικόν ἀξίωμα, οἷον εἶναι τό αἴτιον, τοιοῦτον εἶναι καί τό αἰτιατόν˙ καί ὁποῖον εἶναι τό δένδρον, τοιοῦτος εἶναι καί ὁ καρπός. Καί κατά ἀλήθειαν τοῦτο τό γνωρίζει ὁ καθ᾿ ἕνας μέ τήν πεῖραν αὐτήν˙ διότι ὅταν ἀναγινώσκῃ τήν Βίβλον ταύτην, ἀκούει μέν λόγια ἀρρητόρευτα καί ἁπλοϊκά, αἰσθάνεται ὅμως κρυφίως μέσα εἰς τήν καρδίαν του μίαν θαυμαστήν χάριν καί γλυκύτητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἥτις ὡς μαγνῆτις δραστική ἕλκει τήν θέλησιν εἰς συγκατάθεσιν καί πειθώ τῶν ἀναγινοσκομένων˙ καί ἁπλῶς εἰπεῖν, καί ἀναγινώσκων τά λόγια τῆς Βίβλου ταύτης, νομίζει πώς νοοῦνται ἀπό ἕνα πεφωτισμένον καί θεοφόρον νοῦν˙ πώς διατίθενται ἀπό μίαν καρδίαν ὅπου εἶχεν ἐγκάτοικον εἰς τόν ἑαυτόν της καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν, καί τό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἅγιον Πνεῦμα, καί πώς ἐξέρχονται ἀπό μίαν ψυχήν ὅλην εἰρηνικήν, ὅλην γαληνόμορφον, ὅλην χριστοειδῆ καί ὅλην ἐμπνεομένην ἀπό τάς λεπτάς αὔρας τοῦ εἰρηνικοῦ καί φωτιστικοῦ Πνεύματος˙ καί γνωρίζει ὅτι κατά τό δαβιτικόν «ὁ Θεός ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὑτοῦ» (Ψαλμ. νθ'6), καί ὅτι πληροῦται καί εἰς τά λόγια τῆς Βίβλου ταύτης τό «οὐχ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. α'20). Καί ἐκεῖνο τό ἄλλο ὅπου εἶπεν ὁ αὐτός Δαβίδ περί τῆς χάριτος τῶν λογίων τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου» (Ψαλμ. μδ' 3), ὅπερ ἑρμηνεύων ὁ μέγας Βασίλειος «οἱ μέν, λέγει, ἔξω τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας, μωρίαν ὀνομάζουσι τοῦ Εὐαγγελίου τό κήρυγμα, τήν εὐτέλειαν τῆς φράσεως τῶν Γραφῶν ἐξουθενοῦντες˙ ἡμεῖς δέ οἱ καυχώμενοι ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ, οἷς ἐφανερώθη διά τοῦ Πνεύματος τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, οἴδαμεν ὅτι πλουσία χάρις ἐστίν ἐκκεχυμένη παρά Θεοῦ, ἐν τοῖς περί Χριστοῦ λόγοις, διά τοῦτο ἐν ὀλίγῳ τῷ χρόνῳ πᾶσαν σχεδόν τήν οἰκουμένην διῆλθε τό κήρυγμα˙ ἐπειδή πλουσία καί ἄφθονος ἡ χάρις ἐκκέχυται ἐπί τούς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου».

Δεχθῆτε λοιπόν περιχαρῶς καί μετ᾿ ἐπιθυμίας, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τήν (σελ. 46) ψυχωφελεστάτην αὐτήν Βίβλον, καί συνεχῶς ταύτην ἀναγινώσκετε ἕκαστος ὁποίας τάξεως καί βαθμοῦ εἶναι˙ ἔστι γάρ χρησιμωτάτη καί εἰς Ἀρχιερεῖς καί εἰς Ἱερεῖς καί εἰς Ἄρχοντας καί εἰς Κριτάς, μάλιστα δέ εἰς Μοναχούς ἡσυχαστάς, καί εἰς κοινοβιάτας καί ἁπλῶς εἰς ἀρχαρίους, εἰς μέσους καί εἰς τελείους˙ ἐξαιρέτως δέ εἰς ἀσθενεῖς καί πάσχοντας ἀπό διαφόρους πειρασμούς καί πάθη, καί διά τοῦτο χρειαζομένους παρηγορίαν ψυχικήν, διότι αὐτή λύει τά δύσλυτα ἐρωτήματα μέ μίαν διάκρισιν θαυμαστήν˙ αὐτή εἶναι διδάσκαλος τῆς ὑπομονῆς˙ ἐκριζώτρια τοῦ γογγυσμοῦ˙ μάχαιρα ἐκκοπτική τοῦ ἰδίου θελήματος˙ τῆς ἀνθρωπαρεσκείας τιμητικώτατος πέλεκυς˙ τῆς ἀληθοῦς καί τελείας ταπεινώσεως ὑφηγήτρια, τοῦ ἀψηφίστου εἰσηγήτρια, τῆς μετανοίας διαλαλήτρια, τοῦ πένθους γεννήτρια καί τῆς τῶν ψυχῶν σωτηρίας καί ἐν Χριστῷ τελειότητος προξενήτρια. Διά τοῦτο καί ὡς τοιαύτην πολυωφελῆ, ἀνεγίνωσκον αὐτήν συνεχῶς καί οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι θεῖοι Πατέρες, καί πολλάς ἐκ τῶν ἐρωταποκρίσεων αὐτῆς εἰς τά ἑαυτῶν συγγράμματα ἀναφέρουσιν˙ ἔτσι ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Εὐεργετινός πολλά ἐκ τῆς Βίβλου ταύτης εἰς τήν βίβλον του μετωχέτευσεν˙ ἔτσι ὁ ὅσιος Νίκων ὁ ἐν τῷ μέλανι ὄρει τῆς Ἀντιοχείας ἀσκήσας ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Δουκός καί Ἰωάννου Ἀντιοχείας, κατά τό χιλιοστόν ἑξηκοστόν ἔτος, πολλάς μαρτυρίας ἐξ αὐτῆς ἀναφέρει, καί εἰς τούς δύο τόμους τῆς Συλλογῆς ὅπου ἐφιλοπόνησεν. Ἔτσι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ Διαθήκῃ του λέγει, ὅτι εἰς τήν Βίβλον ταύτην τοῦ Βαρσανουφίου, δέν ηὗρε κανένα ἀπᾷδον καί ἄτοπον˙ μέμνηται δέ αὐτῆς καί ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, καί Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, καί ἄλλοι Πατέρες.

Περί τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τοῦ προφήτου, τοῦ ἄλλου Γέροντος.

 



Ταῦτα ὅπου εἴπομεν ἕως τώρα περί τοῦ ἁγίου Βαρσανουφίου, ἁρμόζουν νά τά εἰπῇ τινας καί περί τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ ἄλλου Γέροντος, καθ᾿ ὅτι καί αὐτός τήν αὐτήν ἡσύχιον ζωήν εἶχε τοῦ Βαρσανουφίου, καί τῶν αὐτῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἠξιώθη˙ ἐξαιρέτως δέ καί μάλιστα τοῦ χαρίσματος τῆς προοράσεως καί προφητείας, δι᾿ ὅ καί Προφήτης ἐπωνομάζετο. Ὅθεν ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἔλεγε πρός τόν ἐρωτήσαντα πρῶτον τόν θεῖον Ἰωάννην καί λαβόντα παρ᾿ ἐκείνου ἀπόκρισιν, ἔπειτα ἐρωτῶντα περί τοῦ αὐτοῦ πράγματος καί τόν Βαρσανούφιον˙ τίς δέ ἦτον ὁ λόγος ὅπου ἔλεγεν, (σελ. 42) «ὁ Θεός Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου εἷς ἐστι» (Ἀποκρ. κ'). Καί πάλιν ἐρωτηθείς παρά τινων νά διηγηθῇ τόν βίον τοῦ Ἰωάννου, ἀπεκρίθη πρός αὐτούς˙ «περί δέ τῆς διαγωγῆς τοῦ ὁμοψύχου τέκνου, εὐλογημένου καί ταπεινοῦ ὑπηκόου, τοῦ κατά πάντα ἀρνησαμένου ἕως θανάτου τά θελήματα αὐτοῦ πάντα, τί ἔχω εἰπεῖν; Εἶπεν ὁ Κύριος˙ ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα˙ καί περί τοῦ μαθητοῦ εἶπεν, ὅτι δύναται κατά τόν Διδάσκαλον αὐτοῦ˙ ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ἀποκρ. ρλ'). Ἠθέλησε δέ νά φανερώσῃ ὁ Ἅγιος μέ τά λόγια ταῦτα, ὅτι ὁ θεῖος Ἰωάννης ἦτον ὅμοιος κατά πάντα τοῦ Πατρός καί διδασκάλου τοῦ Βαρσανουφίου. Τοῦτο δείκνυται ἀκόμη καί ἀπό μίαν ἄλλην περίστασιν. Ὁ θεῖος Ἰωάννης ὅταν ἠρωτᾶτο ἀπό τινας διά κανένα πρᾶγμα, ἐσυνήθιζε νά στέλλῃ τούς ἐρωτῶντας πρός τόν μέγαν Βαρσανούφιον διά νά δίδῃ ἐκεῖνος τάς ἀποκρίσεις εἰς αὐτούς˙ ἐποίει δέ τοῦτο διά ταπείνωσιν. Ὅθεν ἕνας φιλόχριστος εἶπε ποτέ τῷ θείῳ Ἰωάννῃ˙ «τί χλευάζεις ἡμᾶς Πάτερ Ἰωάννη, ἔχων τήν αὐτήν τοῦ Πνεύματος δύναμιν καί παραπέμπων τῷ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Γέροντι, τῷ Πατρί Βαρσανουφίῳ»; (Ἀποκρ. ψπ'). Ἀγκαλά λοιπόν καί ὅσα περί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὅμως ἄς εἰποῦμεν καί μερικά ξεχωριστά περί αὐτοῦ, χάριν τῶν φιλολόγων ἀναγνωστῶν. Οὖτος ὁ ὅσιος ἀπό ποίαν πατρίδα ἑκατάγετο ἄδηλον εἶναι εἰς ἡμᾶς˙ ἐκατοίκησε δέ εἰς τό πρῶτον κελλίον, τό ὁποῖον ἔκτισεν ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἔξω τοῦ ἐν Γάζῃ Κοινοβίου καί ἐκεῖ ἡσύχασε χρόνους δεκαοκτώ ἕως τήν τελευτήν του (Ἀποκρ. σκ'). Δέν εἶδεν αὐτόν ποτέ τινας νά χαμογελάσῃ, ἤ νά ταραχθῇ, ἤ χωρίς δάκρυα νά κοινωνήσῃ τά θεῖα Μυστήρια, καθώς ἐμαρτύρησε περί αὐτοῦ ὁ τοῦ Κοινοβίου Ἡγούμενος (Ἀποκρ. φξε')˙ ἐπρόβλεπε πολλά καί προέλεγε περί ζωῆς καί θανάτου (Ἀποκρ. ψοζ'), ἰάτρευσε μετά τοῦ Γέροντος Βαρσανουφίου ἕνα φιλόχριστον καί φιλόξενον χριστιανόν ὅπου εὑρίσκετο εἰς ἀσθένειαν (Ἀπόκρ. ψπα')˙ ἐδιάλεγε διά προγνώσεως ἐκείνους ὅπου ἦτον ἄξιοι διά νά χειροτονηθοῦν κληρικοί (Ἀποκρ. ωε'). Ὅθεν διά τό πλούσιον χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἐδόθη αὐτῷ ὑπό τοῦ Κυρίου, ἐπεκαλεῖτο, ὡς εἴπομεν, ἀπό πολλούς, Ἰωάννης ὁ Προφήτης˙ διά τοῦτο καί ὁ ὅσιος Νίκων, ὅπου ἀναφέρει τάς ἀποκρίσεις τοῦ Πατρός τούτου, ἐν τοῖς δυσί τόμοις αὐτοῦ, ἐπιγράφει αὐτόν, Ἰωάννην τόν Προφήτην.

Ἐπειδή δέ ὁ Θεός, κρίμασιν οἷς οἶδεν, ἔκρυψεν ἀπό τόν ὅσιον τοῦτον Ἰωάννην τόν θάνατον τοῦ Ἀββὰ Σερίδου, τοῦ Ἡγουμένου τοῦ Κοινοβίου τοῦ ἐν Γάζῃ, προεγνώρισε τήν τελευτήν του, καί εἶπε τά λόγια ταῦτα˙ «εἰς τά ἕβδομα τοῦ Ἀββᾶ Σερίδου τελευτῶ˙ εἰ γάρ ἔμεινεν ὁ Ἀββᾶς Σέριδος, εἶχον μεῖναι ἄλλα πέντε ἔτη, ἐπειδή δέ ἔκρυψέ μοι ὁ Θεός καί ἔλαβεν αὐτόν, οὐκ ἔτι μενῶ», ἐπειδή ὅμως καί ὁ Ἀββᾶς Αἰλιανός νέος τότε, κουρευθείς τοῦ Κοινοβίου Ἡγούμενος, δέν ἤξευρε τάς τάξεις τοῦ Μοναστηρίου καί πῶς νά διοικήσῃ τούς ἀδελφούς, παρεκάλεσε τόν θεῖον Ἰωάννην λέγων˙ (σελ. 43) «κἄν δύο ἑβδομάδας χάρισαί μοι ἵνα ἐρωτήσω σε περί τοῦ Μοναστηρίου καί τῆς διοικήσεως αὐτοῦ»˙ ὅθεν σπλαγχνισθείς ὁ Γέρων καί κινηθείς ὑπό τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ἁγίου Πνεύματος, εἶπε ταῦτα. «Ἰδού ἔχεις με τάς δύο ἑβδομάδας». Ἀφ᾿ οὗ δέ ὁ Αἰλιανός ἠρώτησεν αὐτόν ὅσα ἦτον χρεία πρός τήν διοίκησιν τοῦ Κοινοβίου, καί ἐτελειώθησαν αἱ δύο ἑβδόμαδες, ἐκάλεσεν ὁ ὅσιος ὅλους τούς ἀδελφούς τοῦ Μοναστηρίου καί ἀποχαιρετήσας αὐτούς, τούς ἀφῆκε νά ὑπάγῃ ἕκαστος εἰς τό κελλίον του, καί ἔτσι παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ καί ἡσυχίᾳ τό πνεῦμά τους εἰς χεῖρας Θεοῦ (Ἀποκρ. σκα').

 

Ποῖοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι, Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης. (σελ. 43)

Κατά ἀλήθειαν, ἀδελφοί, ἐγώ γράφοντας καί ἀναγινώσκοντας ταῦτα, θαυμάζω καί ἀπορῶ, ποταπή χάρις καί δόξα εἶναι ἐτούτη˙ ὅτι οἱ θνητοί καί πήλινοι ἄνθρωποι εἶχον τοιαύτην ἐξουσίαν, νά ζοῦν ὅσον θέλουν, καί νά ἀποθνήσκουν ὁπόταν θέλουν. Λύει ὅμως τόν θαυμασμόν καί τήν ἀπορίαν μου ὁ φερωνύμως μέγιστος καί θεοφόρος Μάξιμος λέγων˙ «πάντα ὅσα ὁ Θεός, καί ὁ κατά χάριν τεθεωμένος ἔσται, χωρίς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος». Ὅθεν, ἐπειδή καί οἱ Πατέρες οὗτοι ἐθεώθησαν κατά χάριν καί τόν Θεόν εἶχον εἰς τήν καρδίαν τους ἔνοικον, διά τοῦτο καί τά τοῦ Θεοῦ ἀπόκτησαν ἰδιώματα˙ καθώς γάρ ὁ Θεός ἔχει τήν ἐξουσίαν ζωῆς καί θανάτου, ἔτσι οἱ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότες Ἅγιοι μετέλαβον καί αὐτοί κατά χάριν ἀπό τόν Θεόν τήν αὐτήν ἐξουσίαν. Ἀφ᾿ οὗ δέ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἐτελείωσεν, ἐσιώπησε τελείως καί ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος καί πλέον ἀποκρίσεις δέν ἔδιδεν, ὡς λέγει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος εἰς τήν ἐπιγραφήν τοῦ β' λόγου αὐτοῦ. Ἀγκαλά καί εἰς τήν βίβλον ταύτην εὑρίσκονται ἀποκρίσεις τοῦ Βαρσανουφίου γεγραμμένες μετά τήν τελευτήν τοῦ Ἰωάννου, οἱ δέ μεταγραφεῖς δέν ἐφύλαξαν τήν τάξιν, ἀλλά τά πρός τῆς τελευτῆς του ἔγραψαν μετά τήν τελευτήν του, τελευτήσαντος δέ τοῦ Ἰωάννου καί σιωπήσαντος τοῦ Βαρσανουφίου, ἀνεχώρησε καί ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ἀπό τό Κοινόβιον ἐκεῖνο καί ἐσύστησεν ἐδικόν του Κοινόβιον.

Τοιαύτη, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐστάθη ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία τῶν θεοφόρων Πατέρων τούτων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου˙ τοιαῦτα ὑπερφυσικά καί οὐράνια χαρίσματα ἠξιώθησαν νά λάβουν παρά Θεοῦ, καί τοιοῦτον μακάριον τέλος ἔλαβον. Καί νῦν ἀνελθόντες εἰς τούς οὐρανούς, τῆς ἀνωτάτω κατατρυφῶσι μακαριότητος, Θεόν ὁρῶντες πρόσωπον πρός πρόσωπον, ὅν ἐκ ψυχῆς ἐπί γῆς ἠγάπησαν, καί τῷ ἀνεκλαλήτῳ φωτί τῆς τρισηλίου Θεότητος καταλαμπόμενοι, καί ὑπέρ τοῦ κόσμου παντός ἀδιαλείπτως πρεσβεύοντες. Καί διά νά τελειώσω τήν διήγησιν τῶν μακαρίων τούτων Πατέρων μέ τά ἴδια λόγια τοῦ θείου Βαρσανουφίου, λέγω ὅτι οἱ τρισόλβιοι οὗτοι ἅγιοι, εἰς οὐρανούς ἤδη εὑρισκόμενοι «ὅλοι ἐγένοντο νοῦς, ὅλοι ὀφθαλμός, ὅλοι φωτεινοί, ὅλοι τέλειοι, (σελ. 44) ὅλοι θεοί, ἐμεγαλύνθησαν, ἐδοξάσθησαν, ἐλαμπρύνθησαν, ἔζησαν, καί ἐπειδή πρῶτον ἀπέθανον, εὐφραίνονται καί εὐφραίνουσιν˙ εὐφραίνονται ἐν τῇ ἀχωρίστῳ Τριάδι καί εὐφραίνουσι τάς ἄνω δυνάμεις. Ποθήσωμεν λοιπόν και ἡμεῖς τήν αὐτῶν τάξιν˙ δράμωμεν τόν αὐτόν δρόμον˙ ζηλώσωμεν τήν αὐτῶν πίστιν˙ κτησώμεθα αὐτῶν τήν ταπείνωσιν˙ τήν ὑπομονήν ἐν πᾶσιν, ἵνα καταλάβωμεν τήν αὐτῶν κληρονομίαν. Τήν ἄπτωτον αὐτῶν ἀγάπην κρατήσωμεν, ἵνα εὑρεθῶμεν ἐν τοῖς ἀνεκλαλήτοις ἀγαθοῖς, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Ἀποκρ. ρκα').

Περί τοῦ μεγάλου Γέροντος Βαρσανουφίου.

 



Ὁ μέγας τοίνυν Γέροντας, καί ἐν Πατράσι θεῖος Βαρσανούφιος, κατήγετο ἀπό τήν Αἴγυπτον, ὡς μαρτυρεῖ Εὐάγριος ὁ σχολαστικός ἐν τῷ δ' Βιβλίῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, κεφάλαιον λβ'. Φαίνεται δέ ὅτι ἦτον πεπαιδευμένος τά Ἑλληνικά καί Αἰγυπτιακά γράμματα, κατά τήν νε' ἀπόκρισίν του˙ ἐκ νεαρᾶς δέ ἡλικίας τόν τῆς ἀσκήσεως βίον ἐπόθησεν ὁ ἀοίδιμος. Μίαν φοράν δέ ἔτυχε νά περάσῃ ἀπό τό ἱπποδρόμιον, ἤτοι ἀπό τόν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἔτρεχον οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἄλογα˙ ὅθεν ἐστάθη καί ἐπρόσεξεν εἰς τά ἐκεῖ γινόμενα, καί βλέποντας πῶς ἐσπούδαζεν ὁ κάθε ἕνας νά περάσῃ τόν ἄλλον (σελ. 33) καί νά τόν νικήσῃ εἰς τό τρέξιμον, εἶπε ταῦτα μέ τόν λογισμόν του˙ «βλέπεις, πῶς οἱ τοῦ διαβόλου προθύμως ἀγωνίζονται; πόσῳ μᾶλλον ἡμεῖς οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν»; καί ἀπῆλθεν ἔτι προθυμότερος ἐκ τοῖς τοιαύτης θεωρίας ἐπί τόν πνευματικόν ἀγῶνα, καθώς τοῦτο γράφει ὁ ἄλλος Γέροντας Ἰωάννης περί αὐτοῦ (Ἀποκρίσει υμη'). Ἀπελθών δέ εἰς τήν περίχωρον Γάζης τῆς ἐν Παλαιστίνῃ, καί ἐκεῖσε εὑρών τό Κοινόβιον τό ἐπιλεγόμενον τοῦ Ἀββᾶ Σερίδου, ἔκτισε μικρόν κελλίον ἔξω τῆς Μονῆς πρότερον, εἰς τό ὁποῖον ἐγκλείσας ἑαυτόν, ἐτρύγα καί ἀπελάμβανε τό γλυκύτατον μέλι τῆς ἡσυχίας, ὡς τοῦτο δηλοῦται (Ἀποκρίσει σκ'). Φαίνεται δέ ὅτι ἔκτισε καί δεύτερον ἐγκλειστήριον καί ἡσύχαζεν ἐν αὐτῷ˙ ποῦ δέ τοῦτο ἔκτισεν, ἄδηλον εἶναι˙ συμπεραίνεται ὅμως ὅτι καί τό δεύτερον ἐγκλειστήριόν του ἦτον, ἤ μέσα εἰς τόπον παράμερον τοῦ ἀνωτέρου Κοινοβίου, ἤ ἔξω, πλησίον τοῦ Κοινοβίου.

Ἐν τῇ ἀρχῇ δέ τῆς ἡσυχίας του, τρεῖς μόνους ἄρτους ἔφερον αὐτῷ τήν ἑβδομάδα ἐκ τοῦ Κοινοβίου καί ἐτρέφετο (Ἀπόκρ. οβ')˙ ἀλλ᾿ ὅμως εἰς τόσον ἄκρον πένθος ἐπέδωκεν ἑαυτόν ὁ τρισμακάριος καί τοσαύτην γλυκύτητα ἐλάμβανεν ἐκ τῶν δακρύων, ὥστε ὅπου ἀπό τήν ἡδονήν ἐκείνην τήν ἀνέκφραστον, ἔφθασεν εἰς τό νά τρώγῃ καί πίνῃ ἕνα ὀλίγον. Πολλές φορέες δέ καί ἀλησμόνει τελείως νά φάγῃ τό ἄρτον του, καθώς ἔλεγε καί ὁ Δαβίδ διά λόγου του˙ «ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τόν ἄρτον μου˙ ἀπό φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τό ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου» (Ψαλμ. ρα'6). Διά τοῦτο, ποτέ μέν, δύο φορές τήν ἑβδομάδα ἔτρωγε, ποτέ δέ, μίαν, καί πάλιν ὅταν ἤρχετο εἰς τήν τράπεζαν, ἤρχετο ὡσάν νά εἶναι χορτασμένος. Τρώγοντας δέ, κατέκρινε τόν ἑαυτόν του λέγων˙ «διατί πάντοτε οὐκ εἰμί οὕτως»; Ἀπό γάρ τῆς γλυκύτητος ὅπου εἶχεν εἰς τήν πνευματικήν τροφήν, ἀλησμόνει τήν αἰσθητήν (Ἀποκρίσει στ,ζ'). Καί τό παράδοξον ἦτον, ὅτι αὐτός ἐδύνετο νά μείνῃ καί ὅλην σχεδόν τήν ζωήν του χωρίς νά φάγῃ καί νά πίῃ καί νά ἐνδυθῇ˙ ἐπειδή ἡ τροφή αὐτοῦ καί ἡ πόσις καί τό ἔνδυμα ἦτον τό Πνεῦμα τό ἅγιον (Ἀπόκρ. οη').

Προΐοντος δέ τοῦ καιροῦ, καί ἐπί πλέον πλύνοντας τόν ἑαυτόν του διά τῶν ἀειρρύτων δακρύων, ἐκαθάρισε τήν καρδίαν του ὁ τρισόλβιος, ὄχι μόνον ἀπό τά σωματικά πάθη, ἀλλά καί ἀπό τά ψυχικά, ἀπό τήν οἴησιν λέγω, ἀπό τήν κενοδοξίαν, ἀπό τήν ἀνθρωπαρέσκειαν, ἀπό τήν πονηρίαν καί ἀπό τά ἄλλα ὅμοια τά βαθέως κεκρυμμένα μέσα εἰς τήν καρδίαν, καί οὕτως ἀνώτερος γενόμενος τῶν βελῶν τοῦ ἐχθροῦ, ἀπόκτησε τήν εἰρήνην τῶν λογισμῶν, ἥτις εἶναι τό χωρητικόν δῶρον τοῦ ἐχθροῦ, ἀπόκτησε τήν εἰρήνην τῶν λογισμῶν, ἥτις εἶναι τό χωρητικόν δῶρον τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὡς λέγει ὁ τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος (λόγῳ πρός τήν Ξένην). Ἀπόκτησε δέ καί τήν κοίμησιν, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, ἀπονέκρωσιν παντός ἐμπαθοῦς κινήματος καί φρονήματος˙ διά τοῦτο καί τό ἐγκλειστήριόν του, κοιμητήριον ὠνόμαζεν. Ὅθεν ὁ ἄλλος Γέροντας Ἰωάννης, ἐρωτηθείς διατί ἔτσι ὠνόμασεν αὐτό, ἀπεκρίθη˙ «ὅτι ἀνεπαύσατο ἀπό τῶν παθῶν ὅλων˙ ἀπέθανε γάρ τελείως τῇ ἁμαρτίᾳ˙ καί τό κελλίον αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἐζώγρηται ὡς ἐν τάφῳ, διά τό ὄνομα τοῦ (σελ. 34) Ἰησοῦ, τόπος ἀναπαύσεως ἐστίν, ἔνθα οὐ πατεῖ δαίμων, οὐδέ ὁ ἄρχων αὐτοῦ διάβολος˙ ἁγιαστήριον γάρ ἐγίνετο, ὅτι ἐχώρησε τό κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ» (Ἀπόκρ. ογ'). Ἀφ᾿ οὗ λοιπόν ἐκαθάρισε τήν καρδίαν του ἀπό τά πάθη καί ἠξιώθη νά γίνῃ ναός καί κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τίς δύναται νά παραστήσῃ τά χαρίσματα ὅπου ἠξιώθη νά λάβῃ; Ἐκ τῆς τοιαύτης καθαρότητος ἐπλουτίσθη μέ τήν ὑψοποιόν καί ἀληθινήν καί τελείαν ταπείνωσιν˙ δηλαδή, ὄχι μέ τήν ταπείνωσιν ἐκείνην, ἥτις συνίσταται μέ τά ἔξω ταπεινά σχήματα καί τά ταπεινά λόγια, ἀλλά μέ τήν ταπείνωσιν ἐκείνην, τήν ὁποίαν κτίζει τό Πνεῦμα τό ἅγιον τοῖς ἐγκάτοις ἐγκαινιζόμενον, κατά τόν τῆς Θεσσαλονίκης μέγαν Γρηγόριον (λόγ. εἰς τήν Ξένην)˙ διά τοῦτο καί Θεοδώρητον αὐτήν οἱ Πατέρες καλοῦσι, καί μάλιστα ὁ Σιναΐτης θεῖος Γρηγόριος˙ «ταπείνωσις γάρ ἐστι, κατά τόν ἴδιον Βαρσανούφιον, τό ἔχον ἑαυτόν γῆν καί σποδόν, ἔργοις καί οὐ λόγοις μόνον˙ καί τό εἰπεῖν˙ ἐγώ τίς εἰμι; τίς ψηφίζει με; πρᾶγμα οὐκ ἔχω μετά τινος» (Ἀπόκρ. ρστβ'). Ἐκ τῆς ταπεινώσεως δέ ταύτης ἠξιώθη νά λάβῃ τήν μείζονα πασῶν τῶν ἀρετῶν διάκρισιν, ἥτις ἐδόθη παρά Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον ὡσάν ἕνας κυβερνήτης, κατά τόν αὐτόν Βαρσανούφιον (Ἀπόκρ. ρο'). Καί κατά τόν θεῖον Μελέτιον τόν ὁμολογητήν, «ἡ διάκρισις εἶναι βάσις τῶν ἀρετῶν, ἀρχή, μεσότης καί τέλος πάντων τῶν καλῶν˙ λύχνος φαίνων ἐν τῇ σκοτίᾳ˙ πλανωμένων ὁδηγός, χειμαζομένων λιμήν» (Βαθμίδ. ρξσ')˙ ἐκ δέ τῆς διακρίσεως, ἠξιώθη νά λάβῃ τήν διόρασιν, διά μέσου τῆς ὁποίας ἐρευνῶνται οἱ νοητοί καί ἀπόκρυφοι λόγοι τῶν αἰσθητῶν καί νοητῶν κτισμάτων, κατά τόν ἐκ Δαμασκοῦ ὅσιον Πέτρον.

Ἐκ δέ τῆς διοράσεως ἠξιώθη νά λάβῃ καί τό τῆς προοράσεως καί προφητείας χάρισμα καί νά βλέπῃ τά μακράν γινόμενα, ὡς παρόντα, καί τά μέλλοντα, ὡς ἐνεστῶτα˙ ἀλλά τό χάρισμα τοῦτο, τόσον πολλά πλούσιον ἐδόθη εἰς τόν τρισόλβιον τοῦτον Πατέρα, ὥστε ὅπου αὐτός προεγίνωσκε καί προέλεγε πρό δύο χρόνων, ὅτι μέλλει νά ἐλθῃ εἰς τό Κοινόβιον ὁ ἀπό Μηρωσάβης ὅσιος Ἰωάννης (Ἀπόκρ. α'). Αὐτός προεγίνωσκε καί προέλεγεν, ὄτι μέλλουν νά ἔλθουν πλούσιοι καί νά κοινοβιάσουν εἰς τό Μοναστήριον (Ἀποκρ. λα'). Αὐτός διά τῆς χάριτος ἐγίνωσκε καί τάς βουλάς τῶν καρδιῶν, ὅθεν καί ἀπεκρίνετο πρός ἐκείνους ὅου τόν ἐρώτων, ὄχι μέ λόγον προφορικόν, ἀλλά μόνον μέ τόν νοῦν καί τήν διάνοιάν τους (Ἀποκρ. νδ' καί ρξγ'). Καί ἐκεῖνα τά ἴδια λόγια ὅου ἀναγινώσκομεν εἰς τήν Γραφήν ὅπως ἔλεγεν ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος πρός Γιεζί, τόν λαβόντα τά δύο τάλαντα ἀργυρίου ἀπό τόν Νεεμάν˙ «οὐχί ἡ καρδία μου ἐπορεύθη μετά σοῦ»; (Δ' Βασιλ. ε'26) τά αὐτά ἔλεγε καί ὁ θεῖος Βαρσανούφιος πρός τόν ἀπό Μηρωσάβης Ἰωάννην. «Καί τοῦτο μάθε, ὅτι ὅτε ὑπάγεις εἰς διακονίαν τοῦ Κοινοβίου, πάντως ὑπάγει μετά σοῦ ἡ καρδία μου» (Ἀπόκρ. κζ'). Ἐπειδή καί τοῦ αὐτοῦ Προφητικοῦ χαρίσματος τοῦ Ἐλισσαίου ἦτον ἠξιωμένος καί ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος, ὅθεν καί ἡ πρόρρησις αὐτοῦ ποτέ δέν ἐλάνθανεν, ἀλλά διά τῶν ἔργων ἐβεβαιοῦτο˙ προεῖπε γάρ περί (σελ. 35) τοῦ ἄρχοντος, τοῦ ἀποσταλέντος παρά τοῦ Βασιλέως διά νά καταστήσῃ εἰς τόν θρόνον τῆς Γάζης τόν ἀνάξιον Ἐπίσκοπον, ὅτι «τήν πόρταν τῆς πόλεως ἐάν φθάσῃ, εἰς τήν πόλιν οὐκ ἐμβαίνει˙ οὐ συγχωρεῖ γάρ αὐτῷ ὁ Θεός»˙ καί τῇ ἀληθείᾳ οὕτως ἔγινεν. Ἐπειδή ἐξαίφνης ἀκουσθεῖσα ἡ φήμη τοῦ θανάτου τοῦ Βασιλέως, ἔκαμε νά διαλυθοῦν ὅλα τά ἐλπιζόμενα καί μελετώμενα παρ᾿ αὐτοῦ (Ἀπόκρ. ω').

Τίς δέ δύναται νά παραστήσῃ τήν ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην ὅπου εἶχε πρός τόν Θεόν ὁ Μακάριος; Αὐτός ἔφερεν ἐν τῇ καρδίᾳ του τήν πρός Χριστόν ἀγάπην κατακαιομένην ὡς φλόγα πυρός σφοδροτάτου, καθώς τό μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος (Ἀπόκρ. ρι')˙ διά τοῦτο καί ὡς τήν τοιαύτην ἀγάπην ἔχων, νά πέσῃ δέν ἐδύνετο˙ ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον «ἡ τελεία ἀγάπη ἄπτωτός ἐστι, καί ὁ κτώμενος αὐτήν μένει ἐν τῇ θερμότητι, κατακλειόμενος τῇ ἀγάπῃ πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον» (Ἀπόκρ. ιζ'). Τίς νά φανερώσῃ δέ καί τήν πρός τόν πλησίον ἀγάπην ὅπου ἀνεφλέγετο μέσα εἰς τά σπλάγχνα του; ἴδετε τήν κάμινον πῶς ἀνάπτει ἀπό τήν πολλήν ὕλην˙ τοιαύτη ἦτον πρός ὅλους τούς ἀδελφούς καί ἡ χριστομίμητος καρδία τοῦ μεγάλου Βαρσανουφίου˙ διά τοῦτο αὐτός, ὡς Πατήρ φιλόστοργος, δέν ἔπαυε νύκτα καί ἡμέραν ἀπό τό νά παρακαλῇ τόν Θεόν, διά νά κάμῃ θεοφόρους ὅλους τούς ἀδελφούς˙ καί ἄκουσον τά ἴδιά του λόγια˙ «ἐγώ καί πρό τοῦ αἰτήσασθαί με διά τήν κατακαιομένην, ὡς σφοδροτάτου πυρός φλόγα, ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἐν ἐμοί, τοῦ εἰπόντος˙ ζήτησον τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, ἀπό τῆς καύσεως καί τοῦ ζέειν τῷ Πνεύματι, οὐ παύομαι νύκτα καί ἡμέραν δεόμενος τοῦ Θεοῦ ποιῆσαι ὑμᾶς θεοφόρους, καί οἰκῆσαι ἐν ὑμῖν καί ἐμπεριπατῆσαι καί καταπέμψαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὑμῖν… καί ἐγενόμην πρός ὑμᾶς ὡς Πατήρ, σπουδάζων στρατεῦσαι τά τέκνα αὐτοῦ τῷ βασιλεῖ, ἐν στρατείαις λαμπραῖς, αὐτῶν ἀμεριμνούντων» (Ἀποκρ. ρι'). Οὐ μόνον δέ ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τούτου, ἀλλά καί πραγματικῶς ἐποίει τούς ἀδελφούς, θεοφόρους ἀληθῶς καί πνευματοφόρους˙ τόν μέν γάρ ἡγούμενον τοῦ Κοινοβίου Σέριδον, ἐφώτισε διά προσευχῆς του καί τοῦ ἄνοιξε τόν νοῦν διά νά καταλαμβάνῃ τά δυσνόητα (Ἀπόκρ. ι'), ὅν τρόπον «καί ὁ Κύριος διήνοιξε τόν νοῦν τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς» (Λουκ. κδ'45) καί τόν ὅσιον Ἀνδρέαν ἐποίησε νά λάβῃ Πνεῦμα ἅγιον διά τῶν εὐχῶν του, εἰς ὑπομονήν καί εὐχαριστίαν (Ἀπόκρ. σιβ')˙ ἐπειδή καί αἱ προσευχαί αὐτοῦ ἀνήρχοντο πρός τόν Θεόν ὡς ἀστραπαί ἀστράπτουσαι καί ὡς ἀκτῖνες ἡλίου, ἐν αἷς εὐφραίνετο ὁ Πατήρ, καί ἔχαιρεν ὁ Υἱός, καί ἠγάλλετο τό Πνεῦμα τό ἅγιον (Ἀποκρ. ρια')˙ ὅθεν καί εἰσηκούοντο εἰς ὅλα τά πρός συμφέρον αἰτήματα.

Ὑπό ταύτης τῆς πρός τόν πλησίον ἀγάπης καταφλεγόμενος ὁ οὐράνιος οὗτος ἄνθρωπος, ἐτίθει χριστομιμήτως τήν ψυχήν του ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν του, καί ἀπολογίαν ἔδιδεν εἰς τόν Θεόν δι᾿ αὐτούς (Ἀποκρ. νθ')˙ ἐθεώρει καί (σελ. 36) ἐσκέπαζε τάς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καθώς ὁ Θεός θεωρεῖ καί σκεπάζει αὐτάς (Ἀποκρ. σλε').

Καί ἐπειδή διά τήν τοιαύτην ὑπερβάλλουσαν πρός τόν πλησίον ἀγάπην, ἐδόθη αὐτῷ ἀμέσως παρά τοῦ Θεοῦ τό δεσμεῖν καί λύειν τάς ἁμαρτίας, τό ὁποῖον εἶναι τελειότης τῶν χαρισμάτων, καθώς ὁ ἴδιος ὁ Βαρσανούφιος λέγει˙ «τό δέ τέλειον χάρισμα, τό ἀφιέναι ἁμαρτίας καί ἐλευθερῶσαι ψυχάς ἐκ σκότους καί ἀγαγεῖν εἰς τό φῶς» (Ἀπόκρ. σιβ'). Διά τοῦτο καί ὁ Κύριος διάφορα ἄλλα χαρίσματα δούς πρό τῆς ἀναστάσεως εἰς τούς ἱερούς Ἀποστόλους, τήν τελειότητα ταύτην τῶν χαρισμάτων δέδωκεν αὐτοῖς ὕστερον μετά τήν ἀνάστασιν, κατά τόν αὐτόν Βαρσανούφιον λέγοντα˙ «κατανόησον τά εὐαγγέλια, πῶς καί ποσάκις δέδωκεν ὁ Χριστός τά χαρίσματα τοῖς μαθηταῖς περί ἰάσεων καί ἐκβάσεων δαιμόνων, τήν τελειότητα δέδωκε περί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, εἰπών αὐτοῖς, ὧν ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφέωνται» (Ἀποκρ. ι').

Ἐπειδή λέγω καί ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἠξιώθη νά λάβη τό χάρισμα τοῦτο τό συγχωρεῖν ἁμαρτίας, διά τοῦτο, ποτέ μέν, ἔλεγεν εἰς τόν ἐν Κοινοβίῳ ἀσθενοῦντα ἀδελφόν καί αἰτήσαντα ἄφεσιν ἁμαρτιῶν˙ «λέγει σοι ὁ Θεός ὁ μέγας Βασιλεύς, ἀφέωνταί σοι πᾶσαι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ἀποκρ. ρμε'), ποτέ δέ εἰς ἄλλον ὅμοιον ἀσθενοῦντα ὑπό φθίσεως˙ «Ἰδού συνεχώρησεν ὁ Θεός ὅλας σου τάς ἁμαρτίας κατά τήν αἴτησίν σου, ἀπό παιδός μέχρι τοῦ δεῦρο˙ εὐλογητός ὁ θελήσας Θεός, ὅτι συνεχώρησέ σοι ὅλας» (Ἀπόκρ. ρμζ') καί ἄλλων μέν ἐβάσταζε τό ἥμισυ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν, ἄλλων δέ, καί ὅλον (Ἀποκρ. σλε' καί ρξσ')˙ καί ἄλλων μέν, διά νά ἐξαλείψῃ τήν βλασφημίαν ἵδρωνε δεόμενος τοῦ Θεοῦ, οὕτω γάρ ἀπεκρίνατο πρός τόν βλασφημήσαντα ἀδελφόν˙ «τό στόμα σου φύλαξον τοῦ μή ἐμπεσεῖν πάλιν εἰς τήν δεινοτάτην βλασφημίαν, κἄν ἕως αὐτῆς τῆς ψυχῆς σου φθάσῃς˙ πάνυ γάρ ἵδρωσα δυσωπῶν ὑπέρ ταύτης τόν Θεόν» (Ἀποκρ. σκζ')˙ ἄλλων δέ, παρετίθει τάς ψυχάς ἀποθνῃσκόντων εἰς τήν ἁγίαν καί ζωοποιόν Τριάδα καί ἐποίει εἰς αὐτάς ἐλευθέραν ἀπό τούς δαίμονας, τήν εἰς τούς οὐρανούς ἄνοδον (Ἀποκρ. ρμσ'). Καί διά νά εἰπῶ καθολικῶς, ὁ μέγας οὗτος Βαρσανούφιος ἔφθασεν εἰς τό μέτρον ἐκεῖνο τῆς πρός τό πλησίον ἀγάπης, εἰς τό ὁποῖον ἔφθασε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί πρό αὐτοῦ ὁ μέγας καί θεόπτης ἐκεῖνος Μωϋσῆς˙ διότι καί αὐτός τά ἴδια λόγια τοῦ Μωϋσέως ἔλεγε, «Πείσθητί μοι ἀδελφέ, ὅτι τό Πνεῦμα πρόθυμόν τί ἐστιν εἰπεῖν τῷ ἐμῷ Δεσπότῃ, χαίροντι ἐπί τῇ αἰτήσει τῶν δούλων αὐτοῦ, Δέσποτα, ἤ συνεισένεγκέ μοι τά τέκνα μου εἰς τήν βασιλείαν σου, ἤ κἀμέ ἐξάλειψον ἐκ τῆς βίβλου σου» (Ἀποκρ. ρια').

Τί νά περιττολογῶ; ὁ μακάριος Βαρσανούφιος, ἀναβάσεις ἱεράς καθ᾿ ἑκάστην ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διατιθέμενος, κατά τόν θεῖον Δαβίδ, καί προσθέτοντας ταπείνωσιν ἐπάνω εἰς τήν ταπείνωσιν, ἡσυχίαν ἐπάνω εἰς τήν ἡσυχίαν, θέρμην ἐπάνω εἰς τήν θέρμην καί ἀγάπην ἐπάνω εἰς τήν ἀγάπην, ἠξιώθη τέλος πάντων καί νά φθάσῃ εἰς τό ὑψηλότατον χάρισμα τῆς πρός Θεόν ἁρπαγῆς, (σελ. 37) ὡς ὁ μέγας Παῦλος, καί νά ἀναβαίνῃ μέχρι τοῦ ἑβδόμου οὐρανοῦ, ὄχι μέ τά φανταστικά πτερά τῆς διανοίας, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀρρήτῳ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, καί ἐκεῖ νά εὐλογῆται, νά θεωρῇ καί νά ἐντρυφᾷ ἀκόμη ἀπό τούτην τήν ζωήν τά ἄρρητα καί ἀνεκλάλητα τῆς θείας βασιλείας ἀγαθά καί μυστήρια, χωρίς νά ἠξεύρῃ, εἴτε ἐν σώματι ἦτον, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος. Καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος τοῦτο διά λόγου του˙ «πληροφορήσει ὑμᾶς ὁ Κύριος, ὅτι εἰς τόν ἕβδομον οὐρανόν ἀναφέρει ἡ ἀγάπη τούς ἀνθρώπους τούς ἔχοντας αὐτήν˙ καθώς τινες ἤδη μετά παρρησίας ἀνέρχονται καί εὐλογοῦνται, εἴτε ἐν σώματι, οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα, ὁ Θεός γάρ ἐστιν ὁ εἰδώς˙ καί ἵνα μάθητε τήν ἀρχήν τῆς ὁδοῦ τῆς χαρᾶς ταύτης, ἀκούσατε. Πρῶτον ἔρχεται τῷ ἀνθρώπῳ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διδάσκον αὐτόν τά πάντα, καί πῶς δεῖ ταπεινοφρονεῖν, ἅ οὐ δύνασθε ἄρτι ἀκοῦσαι˙ εἶτα ὁδηγούμενος τῇ πρώτῃ καύσει ἐκείνη, ἀνέρχεται εἰς τόν οὐρανόν τόν πρῶτον, καί μετά ταῦτα εἰς τόν δεύτερον, καί κατά πρόβασιν ἕως τοῦ ἑβδόμου, κἀκεῖ ἐστι θεωρῆσαι ἄρρητα πράγματα καί φοβερά, ἅ οὐδείς δύναται ἀκοῦσαι, εἰμή οἱ ἐρχόμενοι εἰς τό μέτρον τοῦτο, οὗ ὁ Κύριος καταξιώσαι ὑμᾶς» (Ἀποκρ. ρι').

Ἐντεῦθεν λοιπόν ἐδόθη εἰς αὐτόν πλουσιώτατον καί τό τῆς θαυματουργίας χάρισμα, ἤγουν τό νά δύναται ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Δεσπότου Ἰησοῦ Χριστοῦ νά ἀνασταίνῃ νεκρούς, νά διώκῃ δαίμονας, νά ἰατρεύῃ ἀσθενείας ἀνιάτους καί ἄλλας δυνάμεις καί θαυμάσια νά κάμνῃ, ὄχι ὀλιγώτερα ἀπό τούς Ἀποστόλους, καί νά κλείσῃ καί νά ἀνοίξῃ τούς οὐρανούς ὡσάν τόν Ἠλίαν, καθώς αὐτός ὁ ἴδιος ταῦτα λέγει περί ἑαυτοῦ˙ ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, καθώς μαρτυρεῖ ὁ δούς αὐτῷ τό χάρισμα, μᾶλλον δέ τά χαρίσματα, Θεός˙ καί ὅρα ταῦτα ἐν τῇ ρπβ' Ἀποκρίσει. Διά τοῦτο καί τόν ἐν τῷ Κοινοβίῳ Γέροντα, ἐλύτρωσεν ἀπό τήν ἀσθένειαν ὅπου ἔπασχεν (Ἀποκρ. ροδ') ὁμοίως καί ἄλλον ἀδελφόν δεινῶς βασανιζόμενον ἐθεράπευσε (Ἀποκρ. φι'). Ἐντεῦθεν ἠξιώθη νά γίνῃ, ὄχι μόνον υἱός Θεοῦ κατά χάριν, ἀλλά τό θαυμασιώτερον, καί ἀδελφός τοῦ Ἰησοῦ. Καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος «εὔξασθε ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἀθλίου, ἵνα κρατήσω κἀγώ τά μέτρα ταῦτα ἕως τέλους˙ ὁ γάρ κρατῶν αὐτά, ἤδη ἐγένετο ἀδελφός τοῦ Ἰησοῦ» (Ἀποκρ. ρπβ'). Ἀλλά καί ὅταν ὁ κοσμικός τοῦ ἁγίου τούτου ἀδελφός, γέρων ὄντας, ἐζήτησε νά συνομιλήσῃ μέ αὐτόν, ταῦτα πρός αὐτόν ἀπεκρίνατο˙ «ἐγώ ἀδελφόν τόν Ἰησοῦν ἔχω˙ ἐάν δέ καταφρονήσας τοῦ κόσμου γίνῃ μοναχός, τότε ἀδελφός μου εἶ» (Ἀποκρ. τμγ').

Καί δία νά εἰπῶ μέ συντομίαν, ἐντεῦθεν ἠξιώθη νά γίνῃ ὄχι μόνον υἱός Θεοῦ καί ἀδελφός τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί θεός κατά χάριν, κατά τό «ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε, καί υἱοί Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. πβ' 6)˙ ἔφη γάρ τό πετεινόν τοῦ οὐρανοῦ, ὁ κρυφιομύστης καί Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος˙ εὑρήσεις δέ ὅτι καί θεούς ἡ θεολογία (τό ἀνωτέρω δηλαδή λόγιον τοῦ Δαβίδ) καλεῖ, τάς τε οὐρανίας καί ὑπέρ ἡμᾶς οὐσίας, καί τούς παρ᾿ ἡμῖν φιλοθεωτάτους καί ἱερούς ἄνδρας, καίτοι τῆς θεανδρικῆς Κρυφιότητος ὑπερουσίως ἁπάντων ἐξῃρημένης τε (σελ. 38) καί ὑπεριδρυμένης καί μηδενός αὐτῇ τῶν ὄντων ἐμφεροῦς ὀνομάζεσθαι κυρίως καί ὁλικῶς δυναμένου˙ πλήν ὅσα τῶν νοερῶν τε καί λογικῶν πρός τήν ἕνωσιν αὐτῆς, ὅση δύναμις, ὁλικῶς ἐπέστραπται καί πρός τάς θείας αὐτῆς ἐλλάμψεις, ὡς ἐφικτόν, ἀκαταλήκτως ἀνατείνεται τῇ κατά δύναμιν, εἰ θέμις εἰπεῖν, θεομιμησίᾳ, καί τῆς θεϊκῆς ὁμωνυμίας ἠξίωται» (περί οὐρανίου Ἱεραρχ. κεφ. ιβ').

Ὅθεν ἐπειδή εἰς τοιαύτην τελειότητα ὁ θεῖος ἔφθασε Βαρσανούφιος καί τοσαύτην καί τηλικαύτην παρρησίαν εὗρε πρός τόν Θεόν, διά τοῦτο καί ἐδύνατο μόνος νά δυσωπήσῃ τόν Θεόν ὑπέρ μυριάδων ἀνθρώπων καί νά μήν ἀθετηθῇ˙ ἐπειδή ἄν «τό θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιῇ ὁ Κύριος», κατά τόν Ψαλμῳδόν, πόσῳ μᾶλλον δέν ἀθετῇ τό θέλημα τῶν τάξιν υἱῶν καί ἀδελφῶν αὐτοῦ ἐχόντων; καί ὅρα τήν ρια' Ἀπόκρισιν αὐτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν εἰς τόν καιρόν τοῦ θείου τούτου Πατρός, ἐγίνετο ὀργή μεγάλη εἰς ὅλον τόν κόσμον, καί παρεκάλεσαν αὐτόν οἱ ἐν τῷ Κοινωβίῳ ἡσυχάζοντες Πατέρες διά νά κάμῃ δέησιν πρός τόν Θεόν νά καταπαύσῃ τήν ὀργήν του, αὐτός εἶπεν, ὅτι τρεῖς ἄνδρες τέλειοι στέκουν καί παρακαλοῦσι τόν Θεόν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπό τούς τρεῖς δέ τούτους, ἕνας ἦτον καί αὐτός. Καί ἄκουσον τά ἴδια κεχαριτωμένα λόγια τῆς ἀποκρίσεως τοῦ ἁγίου˙ «εἰσί πολλοί οἱ παρακαλοῦντες τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, παῦσαι τήν ὀργήν ἀπό τοῦ κόσμου, καί οὐδείς φιλανθρωπότερος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐ θέλει ἐλεῆσαι˙ ἀντισκήκει γάρ τό πλῆθος τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων ἁμαρτιῶν˙ εἰσί δέ τρεῖς ἄνδρες τέλειοι τῷ Θεῷ, οἵτινες ὑπερέβησαν τό μέτρον τῆς ἀνθρωπότητος καί ἔλαβον τήν ἐξουσίαν τοῦ λῦσαι καί δῆσαι, καί ἀφῆναι ἁμαρτίας καί κρατῆσαι, καί στήκουσιν ἐν τῇ θραύσει, τοῦ μή ὑφέν ἐξολοθρεῦσαι ὅλον τόν κόσμον καί διά τῶν εὐχῶν αὐτῶν μετ᾿ ἐλέους παιδεύει˙ καί ἐρρέθη αὐτοῖς, ὅτι ἐπί ὀλίγον χρόνον ἐπιμένει ἡ ὀργή˙ σύν αὐτοῖς οὖν εὔξασθε. Συναντῶσι δέ αἱ εὐχαί τῶν τριῶν τούτων ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ ἀνωτέρω θυσιαστηρίου τοῦ Πατρός τῶν φώτων καί συγχαίρουσιν ἀλλήλοις καί συν αγάλλονται ἐν τοῖς ἐπουρανίοις˙ ὅταν δέ προσέχωσιν εἰς τήν γῆν, συμπενθοῦσι καί συγκλαίουσι καί συνοδύρονται διά τά κακά τά γινόμενα καί κινοῦντα τήν ὀργήν˙ εἰσί δέ Ἰωάννης ἐν Ρώμῃ καί Ἠλίας ἐν Κορίνθῳ καί ἄλλος ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἱεροσολύμων˙ (ἤτοι αὐτός ὁ ἴδιος Βαρσανούφιος πιστεύω ὅτι ἀνύουσι τό μέγα ἔλεος˙ ναί ἀνύουσιν. Ἀμήν» (Ἀποκρ. φξδ'). Ἐπειδή δέ τῶν ὑπό Θεοῦ χαριτωθέντων ἁγίων, ὄχι μόνον ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή χαριτώνεται καί ἁγιάζεται, ἀλλά καί τά ἱερά αὐτῶν σώματα μεταλαμβάνουσι διά μέσου τῆς ψυχῆς, τήν χάριν καί τόν ἁγιασμόν˙ἔφη γάρ ὁ τῆς Θεσσαλονίκης μέγας Γρηγόριος˙ «ὁ μέν τοι τούτων (τῶν ὑπερφυῶν χαρίτων δηλαδή) εὐμοιρήσας νοῦς, καί πρός τό συνημμένον σῶμα πολλά διαπορθμεύει τοῦ θείου κάλλους τεκμήρια, χάριτί τε καί σαρκός παχύτητι μεσιτεύων» (Λόγ. εἰς τήν Ξένην). Διά τοῦτο καί τοῦ ἁγίου Βαρσανουφίου, ὄχι μόνον ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς (39) ἐχαριτώθη καί ἡγιάσθη, ἀλλά καί τό ἱερόν σῶμά του τῆς θείας ἀπόλαυσε χάριτος καί ἁγιότητος˙ διά τοῦτο καί ὅσα πράγματα ἤγγιζον εἰς αὐτό, μετελάμβανον καί αὐτά κάποιαν θείαν δύναμιν καί χάριν. Ὅθεν καθώς ἀναγινώσκομεν εἰς τάς Πράξεις, ὅτι τά σουδάρια (ἤτοι τά μανδήλια) καί τά σιμικίνθια (ἤτοι τά φακιόλια, ἤ ζωνάρια) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐποίουν θαύματα καί ἰάτρευον τούς ἀσθενεῖς «ὥστε καί ἐπί τούς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπό τοῦ χρωτός αὐτοῦ σουδάρια, ἤ σιμικίνθια, καί ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τάς νόσους» (Πράξ. ιθ'11), τοιουτοτρόπως καί τό κουκούλιον τοῦ μεγάλου Βαρσανουφίου πεμπόμενον εἰς τόν ἀπό Μηρωσάβης Ἰωάννην, ἐσκέπαζεν αὐτόν ἀπό πολλῶν πειρασμῶν καί κακῶν (Ἀποκρ. α'). Ἄλλος δέ ὅσιος ἔστειλεν εἰς αὐτόν τό κουκούλιον καί ἀνάλαβόν του (ἤτοι τό πολυστραύριον) καί παρεκάλεσεν αὐτόν διά νά τά φορέσῃ καί διά τοῦ φορέματός του νά τά ἁγιάσῃ, καί οὕτω νά τά ἀποστείλῃ πάλιν εἰς αὐτόν διά νά τά ἔχῃ σκέπην του καί βοήθειαν (Ἀποκρ. ρκδ'). Πολλοί δέ ἔστελλον καί ἐλάμβανον εὐλογίαν, ἤτοι μέρος τι ἀπό τόν ἄρτον ὅπου ἔτρωγε καί ἀπό τό ὕδωρ ὅπου ἔπινε, καί λαμβάνοντες ταῦτα, ἐλαφρώνοντο ἀπό τά πάθη ὅπου τούς ἐπολέμουν˙ καί ὅρα τήν μγ' Ἀπόκρισιν καί μζ' καί ροα'.

Τί λέγω ταῦτα; καί αὐτή μόνη ἡ φωνή τοῦ θείου Βαρσανουφίου, ἁγία ἐπιστεύετο νά εἶναι. Ὅθεν πολλοί ἐπεθύμουν καί παρεκάλουν τόν ἅγιον νά ἀξιωθοῦν διά νά τόν προσκυνήσουν καί νά ἀκούσουν τήν ἁγίαν φωνήν του. Ἐπίστευον γάρ ὅτι αὐτή θέλει εἶναι εἰς αὐτούς σκέπη μεγάλη καί βοήθεια (Ἀποκρ. σκζ'), ἀλλά καί αὐτό το ψιλόν ὄνομα τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου, ἐν μόνῃ τῇ διανοίᾳ, ἐπικαλούμενον ἐνήργει καί βοήθειαν ἐπροξένει εἰς τούς αὐτό ἐπικαλουμένους, καθώς ἕνα τοιοῦτον ἐνεργήθη εἰς τήν ἡγούμενον τοῦ Κοινοβίου Αἰλιανόν. Ἔλεγε γάρ πρός αὐτόν, ζητοῦντα πῶς νά δίδῃ ἑκάστῳ ἀπόκρισιν, ὁ ἄλλος Γέρων θεῖος Ἰωάννης, «ὅπου οὖν φθάσῃς, αἴτησαι ἐν τῇ διανοίᾳ σου τόν ἅγιον Γέροντα, ὅτι Ἀββᾶ, τί λαλήσω; καί μή μεριμνήσῃς τί εἴπῃς» (Ἀποκρ. φπα'). Τοιαῦτα μέν μεγάλα χαρίσματα ἠξιώθη νά λάβῃ καί εἰς τοσαύτην τελειότητα ἀρετῶν ἀνέβη ὁ μέγας ἐν Πατράσι Βαρσανούφιος, ἀλλά τά τόσα μεγάλα χαρίσματα ἦτον, ἀδελφοί μου, συντροφιασμένα καί μέ τόσους μεγάλους πειρασμούς, ὅσους δέν δύναταί τινας ὄχι νά ὑπομείνῃ πραγματικῶς, ἀλλ᾿ οὐδέ νά ἀκούσῃ μέ μόνην ψιλήν ἀκοήν˙ καί ἄκουσον αὐτοῦ γράφοντος πρός τόν ἀπό Μηρωσάβης Ἰωάννην˙ «ἐάν γράφω σοι, οὕς ὑπέμεινα πειρασμούς, ἔτι λέγω σοι, οὐ βαστάζουσι τά ὦτα σου˙ ἀλλά τάχα οὐδέ ἄλλου τινός εἰς τόν καιρόν τοῦτον» (Ἀποκρ. ιγ'). Ἀλλά καί μεγάλας ἀσθενείας ὁ τρισμακάριος ἐδοκίμασε, πλήν μέ τόσην γενναιότητα, ὥστε ὅπου ἐν τῇ ἀσθενείᾳ του ποτέ εἰς κλίνην δέν ἔπεσε νά ἀναπαυθῇ, ἀλλ᾿ οὔτε ἄφηνε ποτέ τό ἐργόχειρόν του (Ἀποκρ. ρξζ'). Καί δικαίως τοῦτο ἔγινε˙ διότι τά μεγάλα χαρίσματα, ἔχουσι καί μεγάλους πειρασμούς˙ καί ὅποιος δέν χύσει αἷμα, Πνεῦμα ἅγιον νά λάβῃ δέν ἠμπορεῖ˙ ὅθεν εἶπεν ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, (σελ. 40) «δός αἷμα, καί λάβε Πνεῦμα». Καί ἄλλον δέ Πατήρ εἶπε˙ «δεῖξον ἔργα, καί ἀπαίτει μισθούς». Ἔζη δέ ὁ ἅγιος οὗτος ἐπί τῶν χρόνων τοῦ Βασιλέως Ἰουστινιανοῦ, κατά τόν ἕκτον αἰῶνα, ἤτοι εἰς τούς ἑξακοσίους χρόνους ἀπό Χριστοῦ. Εἰς διάστημα δέ πεντήκοντα ὁλοκλήρων χρόνων καί ἐπέκεινα, ἄνθρωπος δέν εἶδε τόν Ὅσιον τοῦτον μέ τό νά ἦτο κεκλεισμένος μέσα εἰς ἕνα μικρότατον κελλάκι, ὡσάν μέσα εἰς ἕνα τάφον, ὡς εἴπομεν, καί πλήν τοῦ ἄρτου καί ὕδατος, ἄλλο τι φαγητόν δέν ἔφαγεν εἰς τούς χρόνους αὐτούς˙ ὅθεν ταῦτα ἀκούοντας περί αὐτοῦ ὁ τότε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, Εὐστόχιος ὀνομαζόμενος, καί μή πιστεύοντας αὐτά ὡς παράδοξα, ἠθέλησε νά τόν ἰδῇ. Καί λοιπόν παίρνοντας ἀνθρώπους μαζί του, ἐπῆγεν εἰς τό ἐγκλειστήριον τοῦ Ὁσίου, καί εὐθύς ὅπου ἐδοκίμασε νά χαλάσῃ τόν τοῖχον καί νά ἔμβῃ μέσα, ὤ τοῦ θαύματος; εὐγῆκε φωτία καί ὀλίγον ἔλειψε νά κατακαύσῃ καί ἐκεῖνον καί τούς ἀνθρώπους ὅπου εἶχε μαζί του, καθώς ταῦτα μαρτυρεῖ ὁ Σχολαστικός Εὐάγριος ἐν τῷ λβ' κεφαλαίῳ τοῦ δ' βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του, ἐπί λέξεως γράφων:

«Γεγόνασι δέ κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ ἄνδρες θεοφόροι, καί μεγάλων σημείων ἐργάται πολλαχοῦ μέν γῆς, ὧν δέ τό κλέος ἑκασταχοῦ διέλαμψε, Βαρσανούφιος Αἰγύπτιος γένος. Οὗτος ἐν σαρκί τόν ἄσαρκον διήθλευσε βίον, ἔν τινι φροντιστηρίῳ ἀγχοῦ Γάζης τοῦ πολίσματος, ὥστε πολλά μέν, καί μνήμης κρείττονα θαυματουργῆσαι, πιστεύεσθαι δέ καί ζῆν αὐτόν ἐν οἰκίσκῳ καθειργένον˙ καίτοι γε ἀπό τούτου πεντήκοντα καί πρός γε χρόνων, οὔτε ὀφθέντα οὔτε ἐπί γῆς τινος μετειληφότα˙ οἷς δυσαπιστῶν Εὐστόχιος ὁ τῶν Ἱεροσολύμων πρόεδρος, ἐπειδάν διορύττειν τόν οἰκίσκον ἔγνω, οὗ καθεῖρκτο ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πῦρ ἐκθορόν, μικροῦ αὐτόσε πάντας ἐνέπρησεν». Ἀφ᾿ οὗ δέ ὁ μέγας Βαρσανούφιος τόν τοῖς ὁσίοις πρέποντα ὕπνωσεν ὕπνον καί ἀπῆλθε πρός ὅν ἐπόθει Χριστόν, ἐβάλθη εἰς τήν θήκην αὐτοῦ ὁ Γέρων ἐκεῖνος ὁ οἰκῶν ἐν τῷ Κοινοβίῳ, καθώς ἔτι ζῶν προεφήτευσε καί τοῦτο ὁ αὐτός θεῖος Βαρσανούφιος˙ καί ὅρα τήν ρνγ' ἐρώτησιν.

Πρέπει δέ νά ἠξεύρουν οἱ ἀναγνῶσται, ὅτι δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρών ἅγιος καί ὀρθοδόξατος Πατήρ, καί ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν, οἵτινες καί ἀκέφαλοι καί δεκακέρατοι ὠνομάζοντο, διότι εἶχον πολλούς ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεώς των, τόν ὁποῖον αὐτόν αἱρετικόν Βαρσανούφιον ἀναφέρει ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (σελ. 42) εἰς τόν λίβελλον, ἤτοι εἰς τήν ἔγγραφον ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὅπου ἔστειλε πρός τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθεῖσαν κατά τῶν μονοθελητῶν ἁγίαν καί οὐκουμενικήν ἕκτην Σύνοδον. Ὅτι δέ ὁ θεῖος Βαρσανούφιος, ὁ νῦν ἡμῖν προκείμενος εἰς διήγησιν ἦτον ὀρθοδοξότατος καί ἐδέχετο αὐτόν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς ἅγιον, ἐβεβαίωσε καί ὁ ἅγιος Πατριάρχης Ταράσιος ἐρωτηθείς περί τούτου ἀπό τόν ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Βεβαιοῖ δέ καί ὁ αὐτός Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκῃ˙ καί τέλος πάντων ἐπιβεβαιοῖ καί αὐτή ἡ ἰδία ἁγία εἰκών τοῦ θείου Βαρσανουφίου, ἡ ὁποία ἕως εἰς τούς καιρούς Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἦτον εἰς τήν μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν μαζί μέ τάς λοιπάς ἱεράς εἰκόνας τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἀντωνίου, λέγω, Ἐφραίμ καί πολλῶν ἄλλων ἁγίων˙ ἵνα δέ ἀξιοπιστοτέρα ἡ περί τούτου μαρτυρία γένηται, ἰδού ἐκθέτω ἐδῶ τά ἴδια λόγια τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καθώς εἶναι γεγραμμένα ἑλληνιστί.

«Προσέτι καί πᾶσαν βίβλον θεόπνευστον Παλαιᾶς τε καί Νέας Διαθήκης ἀποδέχομαι. Ἔτι μήν καί πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καί Ἀσκητῶν τούς βίους τε καί τά θεῖα συγγράμματα. Τοῦτο δέ λέγω διά τόν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τόν ἀπό Ἀνατολῆς φοιτήσαντα καί τούς δε τούς Ὁσίους διαβαλόντα˙ λέγω δή, Μᾶρκον, Ἡσαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καί Ἡσύχιον˙ οὐ μήν Βαρσανούφιον καί Δωρόθεον τούς τῶν Ἀκεφάλων συνακεφάλους, καί τούς τοῦ λεγομένου Δεκακεράτου συνομοκεράτους καί ὑπό τοῦ ἐν ἁγίοις Σωφρονίου ἐν τῷ Λιβέλλῳ αὐτοῦ ἀναθεματιζομένους: Ἑτέρων δηλονότι παρά τούς δέ ὄντων τῶν προειρημένων, οὕς ἐγώ πατροπαραδότως ἀποδέχομαι δι᾿ ἐρωτήσεως τοῦ ἤδη ἀρχιερατεύσαντος Ταρασίου τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου, ἑτέρων τε ἀξιοπίστων προσώπων, αὐτοχθόνων τε καί ἀνατολικῶν, ὥς τε καί τήν εἰκόνα Βαρσανουφίου ἐν τῇ θείᾳ ἐνδυτῇ τῇ τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας συνίστασθαι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν Ἀντωνίῳ, Ἐφραίμ καί ἑτέροις˙ καί ὡς μήτι ἐν ταῖς διδασκαλίαις αὐτῶν εὑρηκώς ἀσέβημα˙ τοὐναντίον δέ, καί πολλήν ψυχικήν λυσιτέλειαν».

ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΑ (ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ) ΤΟΜΟΣ Α'

 


ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Συγγραφέν ὑπό τοῦ Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου Μερική διήγησις περί τοῦ βίου τῶν ὁσίων καί ἱερῶν συγγραφέων τῆς βίβλου, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου.

Φωστῆρε δύο κατά ταὐτόν, σήμερον διά τῆς Τυπογραφίας ἐν τῷ τῆς Οἰκουμένης ἀνατέλλουσι στερεώματι, Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης, τῆς ἀσκήσεως οἱ κανόνες, τῆς ἡσυχίας οἱ ἐπιστήμονες, οἱ λύχνοι τῆς διακρίσεως, τῆς προοράσεως οἱ ἀκοίμητοι ὀφθαλμοί, τῶν ἀρετῶν τά ταμιεῖα, τοῦ ἁγίου Πνεύματος τά δοχεῖα καί τῆς παρούσης θεοσόφου καί Ψυχωφελεστάτης Βίβλου, οἱ θεοφόροι ἀληθῶς καί χριστοφόροι καί πνευματοφόροι Συγγραφεῖς καί Πατέρες καί Ἀρχιτέκτονες.

Οἱ φωστῆρες δέ οὗτοι, νοητοί ὄντες, καί λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, κατά τόν Ἀπόστολον, οὐκ ἔχουσι τά τῶν αἰσθητῶν φωστήρων πάθη καί ἰδιώματα˙ ὄχι˙ ἐπειδή αὐτοί δέν βασιλεύουσί ποτε ὡσάν οἱ φαινόμενοι φωστῆρες, οὔτε ἐκλείπουσι˙ διότι καταυγαζόμενοι ἀπό τάς ἀκτινοβόλους ἀστραπάς τῆς τρισηλίου θεαρχίας, ἀβασίλευτον καί ἀνέκλειπτον ἔχουσι τό νοητόν φῶς. Καί τοῦτο βεβαιοῖ ἡ βασίλειος τῆς Ἐκκλησίας φωνή, ὁ μέγας, λέγω, καί οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, οὕτω λέγων (παρά Ἰωσήφ τῷ Βρυεννίῳ, Τόμῳ β', σελ. 131). «Ἆθλον ἀρετῆς Θεόν γενέσθαι, καί τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί καταστράπτεσθαι (σελ.32) τῆς ἡμέρας ἐκείνης Υἱόν γενόμενον, ἤ οὐ διακόπτεται ζόφῳ˙ ἄλλος γάρ ταύτην ποιεῖ ἥλιος ὁ τό ἀληθινόν φῶς ἀπαστράπτων, ὅς ἐπειδάν ἅπαξ ἐπιφαύςῃ ἡμῖν, οὐκ ἔτι ἐν δυσμαῖς κρύπτεται˙ ἀλλά πάντα τῇ φωτιστικῇ αὐτοῦ δυνάμει περιπτυξάμενος, διηνεκές καί ἀδιάδοχον τό φῶς τοῖς ἀξίοις ἐμποιεῖ, καί αὐτούς τούς μετέχοντας τοῦ φωτός ἐκείνου, ἄλλους ἡλίους ἀπεργαζόμενος».

Οἱ φωστῆρες οὗτοι δέν εἶναι ἄλλος μέγας, καί ἄλλος ἐλάσσων, καθώς εἶναι ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, οἱ αἰσθητοί φωστῆρες τοῦ στερεώματος˙ ἀλλ᾿ εἶναι ἶσοι τῷ μεγέθει, ἶσοι ταῖς ἐνεργείαις, ἶσοι τῇ πνευματικῇ δυνάμει καί ἶσοι τῇ λαμπρότητι˙ τούς ἴσους γάρ ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως διανύσαντες καί τήν ἡσυχίαν ἄκρως καί οἱ δύο ποθήσαντες, πρεπόντως καί τῶν ἴσων χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἠξιώθησαν˙ ἐξαιρέτως δέ καί μάλιστα τοῦ προφητικοῦ˙ τούτην μόνην ἔχοντες διαφοράν, ὅτι ὁ μέν θεῖος Βαρσανούφιος, ἅγιος καί μέγας Γέρων ἐπονομάζεται, ὁ δέ ὅσιος Ἰωάννης, ἄλλος Γέρων ἐπικαλεῖται.

Ἐπειδή δέ ὁ πανδαμάτωρ χρόνος καί λήθης βυθοῖς τά καλά παραπέμπων, κατέκρυψεν ὡσάν ὑποκάτω εἰς ὁρίζοντα τούς θεολαμπεῖς φωστῆρας τούτους, μέ τό νά μήν ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς κανένα ὑπόμνημα, διαλαμβάνον περί τῆς ζωῆς καί πολιτείας αὐτῶν. Τούτου χάριν ἡ ἐμή ἀδυναμία ἐκ τῆς ἰδίας αὐτῶν ταύτης βίβλου ἐσπούδασε νά συνάξῃ μερικά τινα, καί ταῦτα νά παραθέσῃ εἰς τούς φιλολόγους καί ποθοῦντας μαθεῖν, ποίας ἀρετάς οἱ τρισμακάριοι οὗτοι κατορθώσαντες, ἔφθασαν εἰς τήν ἀκροτάτην καί ἐνδεχομένην τοῖς βροτοῖς τελειότητα˙ ὅπερ γάρ τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ τῷ Θεολόγῳ συνέβη, τοῦτο καί εἰς τούς Ὁσίους ἠκολούθησε τούτους˙ καί καθώς ὁ μετά ταῦτα συνώνυμος Γρηγόριος, οὐκ ἐξ ἄλλων τινῶν, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῶν τῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου λόγων τήν βιογραφίαν ἐκείνου συνέγραψεν, οὕτω κἀγώ ἐξ αὐτῶν ὧν εἶπον οἱ Ὅσιοι οὗτοι, ἴχνη τινά τῆς βιογραφίας αὐτῶν συνέλεξα.


ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΤΟΜΟΣ Β' ΥΠΕΡ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

 


Ἐπειδή τινων ἤκουσα λεγόντων δεῖν μεταδιώκειν τήν ἔξω σοφίαν καί τούς μονάζοντας, ὡς ἄνευ ταύτης οὐκ ἐνόν ἀγνοίας καί ψευδῶν ἀπαλλαγῆναι δοξασμάτων, κἄν εἰς ἀπάθειαν ἀφίκηταί τις ἄκραν, οὐδέ τελειότητός τε καί ἁγιότητος ἐπιλαβέσθαι, εἰ μή πανταχόθεν τό εἰδέναι συλλέξει, μάλιστα δέ τῆς καθ᾿ Ἕλληνας παιδείας, θεοῦ γάρ καί αὕτη δῶρον τῶν προφήταις καί ἀποστόλοις δι᾿ ἀποκαλύψεως δεδομένων ὁμοίως, καί γνῶσις δι᾿ αὐτῆς τῶν ὄντων τῇ ψυχῇ προσγίνεται καί τό γνωστικόν κρεῖττον ὄν ἁπασῶν τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων κοσμεῖ, πᾶσάν τε ἄλλην κακίαν ἐξορίζει τῆς ψυχῆς, καί γάρ πᾶν πάθος ἐξ ἀγνοίας φύεταί τε καί κρατύνεται, ἀλλά καί εἰς τήν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν ποδηγεῖ τόν ἄνθρωπον˙ ἄλλως γάρ οὐκ ἔνι γνῶναι τόν Θεόν, εἰ μή διά τῶν αὐτοῦ κτισμάτων ἐπειδή ταῦτ᾿ ἤκουσα λεγόντων, ἥκιστα μέν ἐπείσθην, τῆς μικρᾶς ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ μοι πείρας πᾶν τοὐναντίον προδειξάσης, ἀπολογήσασθαι δέ πρός αὐτούς οὐκ ἠδυνήθην, ἐπεί καί λόγον ὑψηλότερόν τινά φασιν, ὡς «οὐχ ἁπλῶς τῆς τε φύσεως πολυπραγμονοῦμεν τά μυστήρια καί τόν οὐρανοῦ καταμετροῦμεν κύκλον καί τάς ἀντιτεταγμένας τῶν ἄστρων κινήσεις ἐρευνώμεθα, συνόδους τε καί ἀποστάσεις καί ἐπιτολάς τάς τούτων καί τά ἐκ τούτων συμβαίνοντα θηρώμεθα καί μέγα φρονοῦμεν ἐπί τούτοις, ἀλλ᾿ ἐπεί τούτων μέν οἱ λόγοι ἐν τῷ θείῳ καί πρώτῳ καί δημιουργικῷ νῷ, τῶν δ᾿ ἐν ἐκείνῳ (σελ. 58) λόγων αἱ εἰκόνες ἔνεισι τῇ καθ᾿ ἡμᾶς ψυχῇ˙ τούτων οὖν ἐν ἐπιγνώσει σπεύδομεν γενέσθαι καί διαιρετικαῖς καί συλλογιστικαῖς καί ἀναλυτικαῖς μεθόδοις τῶν τῆς ἀγνοίας ἑαυτούς τύπων ἀπαλλάξαι καί οὕτω καθ᾿ ὁμοίωσιν, ζῶντές τε καί μετά θάνατον, εἶναι τοῦ ποιήσαντος». Ἐπεί οὖν πρός ταῦτα οὐχ ἱκανός εἶναι ἀντιπεῖν ἐνόμισα, σιωπήσας πρός ἐκείνους τότε, παρά σοῦ νῦν ἀξιῶ, πάτερ, διδαχθῆναι τούς ὑπέρ τῆς ἀληθείας λόγους, ὡς ἕτοιμος γενοίμην κατά τόν ἀπόστολον «λόγον διδόναι περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος».

 

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΛΟΓΟΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΙ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΙΝΟΣ ΛΥΣΙΤΕΛΗΣ

Η ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΥΣ ΤΡΙΒΗ.

Ἀδελφέ, «καλόν χάριτι βεβαιοῦσθαι τήν καρδίαν», ἀποστολικῶς εἰπεῖν˙ λόγῳ δέ πῶς ἄν ἐνδείξατό τις τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν; Χρή τοίνυν καί κατά τοῦτό σε χάριτας ὁμολογεῖν Θεῷ χάριν παρασχόντι τοιαύτην, ἥ τοῖς τά πάντα οἰομένοις εἰδέναι περιουσίᾳ σοφίας οὐδ᾿ ἐπί νοῦν ἔρχεται, Κἄν μή τούτοις ἀντιλέγειν ἔχῃς, καίτοι τῆς ἀληθείας μή καταστοχαζομένους εἰδώς, δυσχεραίνειν οὐ δεῖ. Σύ μέν γάρ ἔργῳ πεπεισμένος, πάντῃ τε καί πάντως εἰς τό διηνεκές ἐστηριγμένος ἔσῃ καί ἀπερίτρεπτος, μόνιμον ἔχων παρά σεαυτῷ τήν τῆς ἀληθείας ἵδρυσιν. Οἱ δέ λογικαῖς ἀποδείξεσιν ἐπερειδόμενοι περιτραπήσονται πάντως κἄν μή νῦν ὑπό σοῦ˙ καί γάρ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος», δηλαδή καί ἀντιπαλαίεται, καί τόν νικῶντα λόγον διά τέλους εὑρεῖν ἀμήχανον, ὡς εἶναι τῆς οἰκείας ἥττης ἀνέλπιδα˙ καί τοῦτ᾿ ἔδειξαν Ἑλλήνων παῖδες καί οἱ κατ᾿ ἐκείνους σοφοί, κρείττονι τῷ δοκεῖν δείξει λόγου διηνεκῶς ἀλλήλους ἀνατρέποντες καί ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀνατρεπόμενοι.

Πρός οὖν τούς ἐκείνοις προσέχοντας διά βίου καί θηρωμένους γνῶσιν ἐκ τῆς ἔξω παιδείας καί ταύτην ἐπί τοσοῦτον ἐγκωμιάζοντας ταῦτ᾿ εἰπών, ἀποχρώντως τε καί πρεπόντως, ἐμοί γε δοκεῖν, ἐρεῖς, ὡς «οὐ μᾶλλον γνῶσιν (σελ. 62) ἤ ἀγνωσίαν ἐκ τούτων ὑμῖν αὐτοῖς περιποιεῖσθε, ὦ βέλτιστοι». Καθάπερ γάρ οἱ τῆς παρ᾿ άνθρώπων ἐφιέμενοι δόξης καί πάνθ᾿ ὑπέρ αὐτῆς πράττοντες ἀδοξίας μᾶλλον ἤ δόξης ἐπιτυγχάνουσιν, ἐπείπερ ἄλλοις ἄλλα ἀρέσκει, τόν αὐτόν τρόπον καί οἱ παρά τῶν ἔξω σοφῶν τήν γνῶσιν θηρώμενοι μᾶλλον ἀγνωσίαν κατ᾿ αὐτούς ἐκείνους ἤ γνῶσιν καρποῦνται˙ διαφέρουσι γάρ ἀλλήλων αἱ δόξαι καί διαφέρονται πρός ἀλλήλας καί οἱ ἀντικείμενοι πλείους τῶν ὁμολογούντων ἑκάστῃ. Τό δέ πιστεύειν εἰρηκέναι τινά τούτων δυνηθῆναι τούς ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγους, μή καί λίαν πλημμελές ᾖ˙ «τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» φησίν ὁ ἀπόστολος˙ εἰ δέ μή τούτους, οὐδέ τάς ἐν τῇ ψυχῇ τούτων εἰκόνας ἐκ τῆς ἔξω σοφίας συνιδεῖν ἐστι. Ψευδογνωσία τοίνυν ἐστίν ἡ ἐκ ταύτης τῆς σοφίας τό κατ᾿ εἰκόνα θείαν θηρωμένη γνῶσις. Οὔκουν, οὐκ ἔσται δι᾿ αὐτήν τῇ αὐτοαληθείᾳ ἐμφερής ἡ ταύτην ἔχουσα ψυχή, ἀλλ᾿ οὐδέ ποδηγοῖτο ἄν πρός τήν ἀλήθειαν ἐκ ταύτης˙ καί ἡ καύχησις λοιπόν ματαία τῶν ἐπ᾿ αὐτῇ τούτου γε ἕνεκα σεμνυνομένων. Ἀκουέτωσαν Παύλου σαρκικήν σοφίαν καλοῦντος τήν θύραθεν, ὅς καί «νοῦν σαρκός» λέγει τήν «φυσιοῦσαν γνῶσιν». Ἡ τοίνυν τῆς σαρκός σοφία πῶς τῇ ψυχῇ τό κατ᾿ εἰκόνα παρέξεται; «Βλέπετε», φησί, «τήν κλῆσιν ἡμῶν˙ οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα, οὐ πολλοί δυνατοί, οὐ πολλοί εὐγενεῖς». Ὡς οὖν ἡ τῆς σαρκός εὐγένειά τε καί δύναμις τήν ψυχήν οὐκ ἐνδυναμώσειεν ἄν οὐδ᾿ ἐξευγενίσειεν, οὕτως οὐδ᾿ ἡ τῆς σαρκός (σελ. 64) σοφία σοφήν ἀπεργάσεται τήν διάνοιαν. Καί ὄντως ἀρχή σοφίας γνῶναι σοφίαν, ὥστε διελέσθαι καί προελέσθαι τῆς χαμερποῦς καί γηΐνης καί ἀνονήτου τήν μεγαλωφελῆ καί οὐρανίαν καί πνευματικήν καί παρά Θεοῦ καί πρός Θεόν ἐρχομένην καί Θεῷ τούς κτησαμένους συμμόρφους ἀποδεικνῦσαν.

Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἐπεί, καθάπερ κἀκεῖνοι λέγουσι, τῶν ἐν τῇ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσι, τί τό ταύτας τήν ἀρχήν ἀχρειῶσαν τάς εἰκόνας; Οὐχ ἡ ἁμαρτία καί ἡ τοῦ πρακτέου εἴτε ἄγνοια εἴτε περιφρόνησις; Διατί μή ἀδιδάκτως ἐνορῶμεν ταύτας, ἐν ἡμῖν αὐτοῖς οὔσας ἐντετυπωμένας; Οὐχ ὅτι τό παθητικόν μέρος τῆς ψυχῆς κακῶς ἐπαναστάν αὐτάς τε διέστρεψε καί τό διορατικόν αὐτῆς συνέχεε καί μακράν ἐποίησε τῆς ἀρχετύπου καλλονῆς; Οὐκοῦν τούτου παντός μᾶλλον ἐπιμελητέον καί τῆς ἁμαρτίας ἀφεκτέον καί τόν νόμον τῶν ἐντολῶν διά πράξεως ἀναγνωστέον καί ἀρετῆς πάσης ἀνθεκτέον καί δι᾿ εὐχῆς καί θεωρίας ἀληθοῦς ἐπανιτέον πρός Θεόν, τόν βουλόμενον τό τε κατ᾿ εἰκόνα σῶν καί τήν ἀληθογνωσίαν σχεῖν. Καθαρότητος γάρ ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό Ἀδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μή καί μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός˙ ἐκείνης δέ ἄνευ, καθαρθείς καί τῶν πονηρῶν ἠθῶν καί δογμάτων ἀπαλλάξας τήν ψυχήν, τήν νικῶσαν τόν κόσμον τοῦ Θεοῦ σοφίαν κτήσῃ καί «τῷ μόνῳ σοφῷ Θεῷ» συνδιαιωνίσεις ἀγαλλόμενος. Δογμάτων δέ λέγω, οὐ τῶν περί μεγέθους κινήσεως οὐρανοῦ καί τῶν κατ᾿ οὐρανόν σωμάτων καί ὅσα διά ταῦτα γίνεται, οὐδέ γῆς καί τῶν περί γῆν καί τῶν ἐντεθησαυρισμένων ταύτῃ μετάλλων καί λίθων διαυγῶν, (σελ. 66) οὐδέ τῶν ἐκ τῆς διπλῆς ἀναθυμίασεως κατά τόν ἀέρα συμβαινόντων. Πρός γάρ ἐπιστήμην τῶν τοιούτων βλέποντες πᾶσαν ἀπαυθύνειν σπουδήν τε καί ζήτησιν αἵρεσίς ἐστιν ἑλληνική˙ οἱ γάρ Στωϊκοί πάντες τέλος τῆς θεωρίας τήν ἐπιστήμην ὁρίζονται.σ

Νῦν δή τινες, ὡς σύ φῄς, τοῦ τοῖς χριστιανοῖς προκειμένου τέλους, τῶν ἐπηγγελμένων ἡμῖν ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀρρήτων ἀγαθῶν, ὡς ἐλαχίστου περιφρονήσαντες καί τήν ἐπιστήμην εἰς γνῶσιν μεταλαβόντες, τῇ τῶν κατά Χριστόν φιλοσοφούντων ἐπεισάγουσιν ἐκκλησίᾳ. Τούς γάρ οὐκ εἰδότας τάς μαθηματικάς ἐπιστήμας ἀνάγνους ἀποφαίνονται καί ἀτελεῖς˙ ἐντεῦθεν δ᾿ ἀνάγκη πάντας τῶν μέν ἑλληνικῶν ἀπρίξ ἀντέχεσθαι μαθημάτων, τῶν δ᾿ εὐαγγελικῶν κατολιγωρεῖν διδαγμάτων (παρ᾿ αὐτῶν γάρ οὐδέποτε γένοιτ᾿ ἄν τῆς τῶν κατ᾿ αὐτούς ἐπιστημῶν ἀγνοίας ἀπαλλαγή) καί τοῦ λέγοντος «γίνεσθι τέλειοι» καί «εἴ τις ἐν Χριστῷ τέλειος» καί «ἡμεῖς δέ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις» καταμωκωμένους ἀναχωρεῖν, ὡς ἀπείρου πεντάπασιν ἐπιστήμης τοιαύτης. Οὐ ταύτης οὖν ἐγώ τῆς ἀγνοίας ἀπαλλαγήν ὑποτιθέμενος, καθαρότητα σωτήριον ἐκάλεσα ταύτην (οἶδα γάρ καί ἀνέγκλητον ἄγνοιαν καί γνῶσιν ἐγκεκλημένην) ˙ οὔκουν ταύτης, ἀλλά τῆς περί Θεοῦ καί τῶν θείων δογμάτων ἀγνοίας ἀπαλλαγείς, ὅσην οἱ καθ᾿ ἡμᾶς ἀπηγόρευσαν θεολόγοι, καί πᾶν ἦθος κατά τάς αὐτῶν βελτιώσας ὑποθήκας, γενήσῃ Θεοῦ σοφίας ἀνάπλεως, εἰκών ὄντως καί ὁμοίωμα Θεοῦ, διά μόνης τῆς τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν τηρήσεως τετελεσμένος. Ὅ καί ὁ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ὑποφήτης Διονύσιος κατ᾿ αὐτήν ἀπεφήνατο σαφῶς˙ «ἡ γάρ πρός τόν Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις, ὡς τά θεῖα», φησί, «διδάσκει λόγια, ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσεσι καί ἱερουργίαις μόνως τελεῖται». (σελ. 68) Εἰ δ᾿ οὐκ ἀληθής ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ἔξω παιδείας τό κατ᾿ εἰκόνα τόν ἄνθρωπον εὑρεῖν καί ἰδεῖν ἐστιν, ὡς τούς χαρακτῆρας ἐπί τό κρεῖττον μεταρρυθμιζούσης καί τό σκότος τῆς ἀγνοίας ἐξαιρούσης τῆς ψυχῆς, οἱ καθ᾿ Ἕλληνας σοφοί θεοειδέστεροι ἄν εἶεν καί θεοπτικώτεροι τῶν πρό νόμου πατέρων καί τῶν ἐν τῷ νόμῳ προφητευσάντων, ὧν οἱ πλείους ἐξ ἀγροικικοῦ βίου πρός ταύτην τήν ἀξίαν ἐκλήθησαν. Ἰωάννης δέ, ἡ τῶν προφητῶν ὑστάτη κορωνίς, οὐκ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐπ᾿ ἐρημίας διετέλει τόν βίον ἀνύων; Οὐ τοίνυν πρός αὐτόν ὡς πρός ἀρχέτυπον ἀφορῶσιν ἕκαστος ὅπως ἔχει δυνάμεως τῶν ἀποταττομένων τῷ κόσμῳ; Παντί που δῆλον. Ποῦ τοίνυν ἐν ἐρημίᾳ διδασκαλεῖα τῆς ματαίας ὡς δ᾿ αὐτοί λέγουσι, σωτηρίαν φιλοσοφίας; Ποῦ πολύπτυχοι βίβλοι καί οἱ ταύταις διά βίου προστετηκότες καί τούς ἄλλους πείθοντες; Ποῦ δέ τῶν βιβλίων τούτων ὑπουῆκαι βίων τοιούτων ἐρημικῶν τε καί παρθενικῶν καί ἀγών ἀνάγραπτος, πρός μίμησιν ἐπαίρων τούς ἐντυγχάνοντας;

Καί ἵνα τοῦτον ἀφῶ τόν ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ὑψηλότερον, ᾧ πρός τοσοῦτον ὕψος ἀναβεβηκότι τῆς, ὡς αὐτοί φασιν, ὁδηγούσης πρός Θεόν παιδείας οὐδέν ἐμέλησε (καί γάρ οὐδ᾿ ἱεραῖς οὗτος ἐντετύχηκε βίβλοις)˙ ἵνα τοίνυν τοῦτον ἀφῶμεν, ὁ πρό τῶν αἰώνων ὤν καί μετ᾿ αὐτῶν φανείς καί διά τοῦτο ἐλθών εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ καί ἀνακαινίσῃ τό κατ᾿ εἰκόνα καί πρός τό ἀρχέτυπον ἐπαναγάγῃ, πῶς οὐ παρέσχε ταύτην τήν διά τῶν ἔξω μεθόδων ἄνοδον; Πῶς δ᾿ οὐκ εἶπεν, « “εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τῆς ἔξω παιδείας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρός τήν τῶν μαθημάτων ἀνάληψην, (σελ. 70) περιποιήσαι σεαυτῷ τήν ἐπιστήμην τῶν ὄντων” », ἀλλά «τά ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τόν σταυρόν ἄρον, ἀκολουθεῖν ἐμοί προθυμήθητι»; Πῶς δ᾿ οὐκ ἐδίδαξεν καί σχηματισμούς καί ποσότητας καί τάς πολυπλανεῖς τῶν πλανητῶν ἀποστάσεις τε καί συνόδους, καί τῶν φυσικῶν προβλημάτων τάς ἀπορίας διέλυσεν, ὡς ἄν ἀπό τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τό τῆς ἀγνοίας σκότος ἐξέληται; Τί δέ καί μαθητάς ἁλιεῖς, ἀγραμμάτους, ἀγροίκους, ἀλλά μή σοφούς, συνεκάλει, καί ταῦθ᾿ ἵνα καταισχύνῃ τούς ἔξω σοφούς, ὡς ὁ Παῦλός φησι; Πῶς οὖν καταισχύνει τούς πρός αὐτόν, ὡς οὗτοι λέγουσιν, ὁδηγοῦντας; Διατί δέ καί τήν σοφίαν αὐτῶν ἐμώρανε; Τίνος δέ χάριν καί διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος εὐδόκησε σῶσαι τούς πιστεύοντας; Οὐκ ἐπειδή διά τῆς σοφίας ὁ κόσμος οὐκ ἔγνω τόν Θεόν; Τί δέ καί μαθόντες οὕς φῄς; Λόγου Θεοῦ σωματικῶς ἐνδημήσαντος, ὅς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ, καί τοῦ φωτός ἀνασχόντος, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, ἡμέρας τε διαυγασάσης καί φωσφόρου ἀνατείλαντος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τῶν πιστῶν, κατά τό τῶν ἀποστόλων κορυφαῖον, αὐτοί τε δέονται θρυαλλίδος ἐπισκευαστῆς, τῆς ἀπό τῶν ἔξω φιλοσόφων γνώσεως πρός θεογνωσίαν ὁδηγούσης, καί τούς ἄλλους παραινοῦσιν, ἀφεμένοις τοῦ καθ᾿ ἡσυχίαν διά τῆς τῶν λογισμῶν ἐπιστασίας καθαίρειν ἑαυτούς καί δι᾿ ἀδιαλείπτου προσευχῆς προσανέχειν τῷ Θεῷ, καταγηρᾶν μάτην, λύχνῳ τυφομένῳ παρακαθημένους.

Ἆρ᾿ οὐδ᾿ ἐκεῖνο ποτ᾿ ἐπῆλθεν ἐπί νοῦν αὐτοῖς, ὡς ἐφέσει τε καί μεταλήψει τοῦ φυτοῦ τῆς γνώσεως ἐκπεπτώκαμεν ἐκείνου τοῦ θείου χωρίου τῆς τρυφῆς; Ἐργάζεσθαι γάρ αὐτό καί φυλάττειν κατά τήν ἐντολήν οὐκ ἐθελήσαντες, (σελ. 72) εἴξαμεν τῷ πονηρῷ συμβούλῳ τήν εἴσοδον κλέψαντι καί τῷ κάλλει θέλξαντι τῆς γώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Τάχα δή καί νῦν οὗτος τοῖς μή βουλομένοις ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν τήν ἑαυτῶν καρδίαν, κατά τήν τῶν πατέρων ὑφήγησιν, οὐρανίων σφαιρῶν τε καί τῶν κατ᾿ αὐτάς ἀκριβῆ γνῶσιν ἐπαγγέλλεται, πολυκινήτων τε καί ἀντιρρόπων, γνῶσιν οὖσαν καλοῦ καί πονηροῦ, τῷ μή ἐν τῇ ἑαυτῆς φύσει κεκτῆσθαι τό καλόν, ἀλλ᾿ ἐν τῇ τῶν χρωμένων προαιρέσει, συμμεταβάλλουσαν ταύτῃ πρός ἑκάτερον. Πρό δέ τούτων, μικροῦ καί διά ταῦτ᾿ ἴσως, ἐμπειρίας τε καί χάριτας πολυγλώσσων διαλέκτων, δύναμιν ρητορείας, εἴδησιν ἱστορίας, μυστηρίων φύσεως εὕρεσιν, πολυειδεῖς μεθόδους λογικῆς πραγματείας, πολυμερεῖς σκέψεις λογιστικῆς ἐπιστήμης, σχηματισμόν ἀύλων πολυσχήμονας ἀναμετρήσεις, ἅ πάντα καλά τε καί πονρά φαίην ἄν ἔγωγε, μή μόνον πρός τό δοκοῦν τοῖς χρωμένοις μεταγινόμενα καί συμμεταμορφούμενα ρᾳδίως τῷ σκοπῷ τῶν ἐχόντων, ἀλλ᾿ ὅτι καί καλόν μέν ἡ πρός ταῦτα σχολή, γνμνάζουσα πρός ὀξυωπίαν τόν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμόν˙ παραμένειν δ᾿ ἄχρι γήρως ταύτῃ προσανέχοντα πονηρόν, πρός ἀγαθοῦ δ᾿ ἄν εἴη μετρίως ἐκγυμνασάμενον πρός τά μακρῷ κρείττω καί μονιμώτερα μετασκεύασασθαι τόν ἀγῶνα, πολλήν αὐτῷ καί τῆς τῶν λόγων περιφρονήσεως φερούσης τήν ἐκ Θεοῦ ἀμοιβήν. Διό φησιν ὁ θεολόγος ὁ δεύτερος περί Ἀθανασίου τοῦ πάνυ τοῦτ᾿ ἐκ τῶν ἔξω κερδῆσαι λόγων, τό συνιδεῖν ὧν ὑπεριδεῖν ἐδοκίμασεν˙ αὐτός τε τούτων, ὡς αὐτός (σελ. 74) αὖθις λέγει, τοῦτ᾿ ἀπήλαυσε μόνον, τό παριδεῖν καί ἐσχηκέναι ὧν Χριστόν προετίμησεν.

Ἀλλ᾿ ὁ πονηρός, πονηρῶς ὑποσπᾶν ἡμᾶς τῶν κρειττόνων ἀεί γλιχόμενος, ἴυγγας ἐντίκτει ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς καί δεσμοῖς ἀγαπωμένοις τοῖς ἀνοήτοις σχεδόν ἀδιαλύτως συνδεῖ, τό πολύ τε καί μακρόν ὑποτίθεται μῆκος καί πλῆθος τούτων τῶν γνώσεων, ὥσπερ ἑτέροις πλοῦτον ἤ δόξαν ἄδοξον καί σαρκικάς ἠδονάς, ὡς ἄν, τῇ τούτων ζητήσει διά βίου παντός ἀπασχολήσαντες ἑαυτούς, ἀπρίξ ἐπιλαβέσθαι τῆς καθαιρούσης τήν ψυχήν παιδείας οὐκ ἐξισχύσωμεν, ἧς ἀρχή μέν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, παρ᾿ οὗ δέησις ἐν κατανύξει συνεχής πρός τόν Θεόν γεννᾶται καί ἡ τῶν εὐαγγελικῶν θεσπισμάτων φυλακή, διά τούτων δέ καταλλαγῆς γεγονυίας πρός θεόν, ὁ φόβος εἰς ἀγάπην μεταβάλλει καί τό τῆς εὐχῆς ὁδυνηρόν εἰς τερπνόν μετενεχθέν τοῦ φωτισμοῦ τό ἄνθος ἀνατέλλει˙ τούτου δ᾿ οἷον ὀσμή διαδιδομένη πρός τόν φέροντα ἡ τῶν τοῦ Θεοῦ γνῶσις μυστηρίων. Αὕτη παιδεία καί γνῶσις ἀληθής, ἧς οὐδέ τήν ἀρχήν, τόν τοῦ Θεοῦ φόβον δηλαδή, δύναται χωρῆσαί τις ἐνεσχημένος τῇ τῆς ματαίας ἀγάπῃ φιλοσοφίας καί ταῖς στροφαῖς αὐτῆς καί θεωρίαις ἐνειλούμενός τε καί συστρεφόμενος. Πῶς γάρ ἄν εἰς ψυχήν ὅλως εἰσέλθοι, πῶς δ᾿ εἰσελθών παραμεῖναι δυνηθείη, προκατειλημμένην καί ἐνηδυνομένην καί οἷον στενοχωρουμένην παντοδαποῖς καί πολυτρόποις διαλογισμοῖς, εἰ μή πᾶσι χαίρειν εἰποῦσα τῆς κατά Θεόν ὅλη γένοιτο σχολῆς, ἵνα καί τῆς ἀγάπης ὅλη τούτου γένηται κατά τήν ἐντολήν; Διά τοῦτο γάρ τῆς θείας σοφίας καί θεωρίας ἀρχή ἐστι τούτου ὁ φόβος, ἐπεί μεθ᾿ ἑτέρων παραμένειν οὐκ ἔχω, πάντων ἀπαλλάξας (σελ. 76) τήν ψυχήν καί τῇ προσευχῇ καταλεάνας, ἐπιτήδειον οἷον πυξίον ποιεῖ πρός καταγραφήν τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος.

Ταῦτ᾿ ἄρα καί ὁ μέγας Βασίλειος, προθείς τό τοῦ Φαραώ πρός τόν Ἰσραήλ ὅτι «σχολάζετε, σχολασταί ἐστε, λέγετε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν προσευξώμεθα, ἐπιφέρει˙ «αὕτη μέν οὖν ἡ ἀγαθή σχολή καί ὠφέλιμος τῷ σχολάζοντι˙ πονηρά δέ σχολή ἡ τῶν Ἀθηναίων, οἵ εἰς οὐδέν ἄλλο εὐκαίρουν ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον, ἥν καί νῦν τινες μιμοῦνται τῇ τοῦ βίου σχολῇ, φίλην οὖσαν πονηροῖς πνεύμασιν». Ὡς ἄν δέ μή τις εἴπῃ πρός τάς ρητορικάς μόνας λογολεσχίας ἀποτεινόμενον ταῦτα λέγειν τόν μέγαν, ἐκεῖνο προσθήσομεν, ὅ φησιν αὖθις αὐτός, διευκρινῶν τό σολομώντειον ἐκεῖνο παράγγελμα, «γνῶναι σοφίαν καί παιδείαν καί νοῆσαι λόγους φρονήσεως»˙ «ἤδη γάρ τινες», φησί, «γεωμετρίᾳ σχολάζοντες ἥν ἐξεῦρον Αἰγύπτιοι ἤ ἀστρολογίᾳ τῇ παρά τῶν Χαλδαίων τετιμημένη ἤ ὅλως περί σχήματα καί σκιάς καί μετεωρολογίαν ἔχοντες, τῆς τῶν θείων λογίων παιδεύσεως ὑπερεῖδον˙ ἐπειδή οὖν πολλοί τῇ περί ταῦτα σπουδῇ κατεγήρασαν ἐν τῇ τῶν ματαίων ἐρεύνῃ, διά τοῦτο ἀναγκαία ἡ τῆς παιδείας ἐπίγνωσις πρός τε τήν αἵρεσιν τῆς ὠφελίμου παιδείας καί πρός ἀποταγήν τῆς ἀνοήτου καί βλαβερᾶς». Ὁρᾷς πῶς ματαίαν, βλαβεράν, ἀνόνητον, τήν ἔξω παιδείαν καί αὐτήν τήν τῶν μαθημάτων καί τήν ἐξ αὐτῶν προσαγορεύει γνῶσιν, ἥν τινες, ὡς σύ φῄς, τέλος θεωρίας καί σωτήριον ἀποφαίνωνται; Ἐκεῖνος δέ καί τήν οἰκείαν ἀπολοφύρεται ζωήν, πρός τόν Σεβαστείας Εὐστάθιον γράφων, ὅσην τῇ περί τά μαθήματα ταῦτα μελέτῃ τόν νοῦν προσέχων διήνυσεν˙ «ἐγώ» γάρ, φησί, «πολύν χρόνον προσαναλώσας τῇ ματαιότητι (σελ. 78) καί πᾶσαν σχεδόν τήν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἥν εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρά τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας, ἐπειδή ποτε, ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς, κατεῖδον τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τῶν καταργουμένων, πολλά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν ἀπολαύσας, εὐχόμην δοθῆναί μοί τινα χειραγωγίαν». Ἤκουσας τίνα τῆς παιδείας καί τῆς γνώσεως, ἥν νῦν ἐξαίρειν μάτην σπεύδουσί τινες, τά προσρήματα; Ματαιότης, ματαιοπονία κατανομάζεται, σοφία μωρανεῖσα, σοφία καταργουμένη, σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου καί τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, σοφία τῆς κατά Θεόν ζωῆς τε καί πολιτείας ἀφανιστική. Διό καί ὁ τῆς ἀληθινῆς σοφίας ἐραστής πολύν μετάμελον ἔσχεν ἐνδιατρίψας αὐτῇ καί μηδεμίαν χειραγωγίαν πρός τήν ἀληθινήν σοφίαν εὑρόμενος.

Νῦν δ᾿ εἰσίν, ἀπηρυθριασμένως οὐκ οἶδ᾿ὅπως, οἵ λέγουσιν, ὡς αὐτός λέγεις, μηδέν ἐμπόδιον εἶναι πρός τελειότητα βίου τό διά βίου τήν ἑλληνικήν παιδείαν ἐκμελετᾶν, μηδέ τῶν τοῦ Κυρίου λόγων ἀκούοντες ἄντικρυς πρός αὐτούς λεγομένων, «ὑποκριταί, τά μέν σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ οἴδατε διακρίνειν, τόν δέ καιρόν τῆς βασιλείας πῶς οὐ διακρίνετε;». Τοῦ γάρ καιροῦ τῆς αἰωνίου βασιλείας ἐπιστάντος καί τοῦ διδόντος αὐτήν Θεοῦ ἐπιδεδημηκότος, πῶς, εἴγε ἀληθῶς ἐφίενται τῆς τοῦ νοῦ ἀνακαινίσεως, οὐ δι᾿ εὐχῆς αὐτῷ προσέρχονται τό τῆς ἐλευθερίας ἀρχαῖον ἀξίωμα ληψόμενοι, ἀλλά πρός τούς μηδέ ἑαυτούς ἐλευθερῶσαι δυνηθέντας τρέχουσι, καί ταῦτα τοῦ ἀδελφοθέου τρανῶς περιαγγέλλοντος, «εἴ τις λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ καί λήψεται»; Πῶς δέ καί ἡ παρά τῆς ἔξω σοφίας γνῶσις κακία πᾶσαν ὡς ἐξ ἀγνοίας τικτομένην ἐξορίζει τῆς ψυχῆς, (σελ. 80) μηδ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπό τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας γνώσεως μόνης ποιῆσαι τοῦτο δυναμένης; Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου σωθήσονται, φησίν ὁ Παῦλος, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί αὐτοῦ, τόν δέ γνόντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μή ποιήσαντα δαρρήσεσθαί φησιν ὁ Κύριος πολλά καί τοῦ μή εἰδότος πλέον. Ὁρᾷς ὡς οὐδένα ὀνίνησιν ἡ γνῶσις μόνη; Καί τί λέγω τήν περί τά πρακτέα ἤ τήν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου ἤ τήν τοῦ ἀοράτου; Οὐδ᾿ αὐτή ἡ γνῶσις τοῦ κτίσαντος αὐτά Θεοῦ δυνήσεταί τινα ὀνῖναι μόνη. «Τί γάρ ὄφελος δογμάτων, θεοφιλοῦς ἀπόντος βίου», ὅν ἦλθε φυτεῦσαι ἐπί γῆς ὁ Κύριος, ὁ χρυσοῦς θεολόγος Ἰωάννης φησί. Μᾶλλον δέ οὐ μόνον οὐκ ἔστι ταύτης ὄφελος, ἀλλά καί μεγίστη βλάβη, ἥν καί οὗτοι πεπόνθασι, παρ᾿ ὧν ἤκουσας οὕς ἀνήγγελάς μοι λόγους. Τί γάρ, ὁ μή καθ᾿ ὑπεροχήν ἐλθών λόγου, ἵνα μή κενωθῇ τό μυστήριον τοῦ σταυροῦ, ὁ μή «ἐν πειθοῖς λαλῶν ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις», ὁ μηδέν εἰδώς εἰ μή Κύριον Ἰησοῦν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον, - τί οὖν οὗτος γράφει πρός τούς Κορινθίους; «Ἡ γνῶσις φυσιοῖ». Εἶδες τόν κολοφῶνα τῆς κακίας, τό ἰδιαίτατον τοῦ διαβόλου κρῖμα, τόν τῦφον ἐκ τῆς γνώσεως τικτόμενον; Πῶς οὖν πᾶν πάθος ἐξ ἀγνοίας φύεται; Πῶς δ᾿ ἡ γνῶσις καθαίρει τήν ψυχήν; «Ἡ γνῶσις οὖν φυσιοῖ», φησίν, «ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Εἶδες ὅ τί ἐστι χωρίς ἀγάπης γνῶσις, μηδαμῶς καθαίρουσα τήν ψυχήν, ἀγάπης τῆς κορυφῆς καί τῆς ρίζης καί μεσότητος πάσης ἀρετῆς; Πῶς οὖν ἡ μηδέν ἀγαθόν οἰκοδομοῦσα γνῶσις – τῆς γάρ ἀγάπης τοῦτο – πῶς οὖν ἡ γνῶσις αὕτη τό κατ᾿ εἰκόνα παρέξεται τοῦ ἀγαθοῦ; Καίτοι τό εἶδος τοῦτο τῆς γνώσεως τό κατά τόν τοῦ ἀποστόλου λόγον φυσιοῦν, οὐ τῆς φύσεως ἀλλά τῆς πίστεώς ἐστιν˙ (σελ. 62) εἰ δέ αὕτη φυσιοῖ, πόσῳ μᾶλλον ἐκείνη, περί ἧς ἡμῖν ὁ λόγος˙ φυσική γάρ ἐστιν αὕτη καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Τῇ γάρ φυσικῇ ταύτῃ ἡ ἔξω παιδείᾳ βοηθεῖ, πνευματική δ᾿ οὔποτε γένοιτ᾿ ἄν, εἰ μή μετά τῆς πίστεως καί τῇ τοῦ Θεοῦ συγγένοιτο ἀγάπῃ, μᾶλλον δέ εἰ μή πρός τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης χάριτος ἀναγεννηθείη καί ἄλλη παρά τήν προτέραν γένοιτο, καινή τε καί θεοειδής, ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τούς ἀκούοντας οἰκοδομούντων καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἥτις δή καί ἄνωθεν σοφία καί Θεοῦ σοφία κατονομάζεται, καί ὡς πνευματική πως, ἅτε τῇ τοῦ πνεύματος ὑποτεταγμένη σοφίᾳ, τά τοῦ πνεύματος χαρίσματα καί γινώσκει καί ἀποδέχεται. Ἡ δέ μή τοιαύτη, κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης, καθάπερ ὁ τῶν ἀποστόλων ἀδελφόθεος λέγει, διό καί τά τοῦ Πνεύματος οὐ προσίεται κατά τό γεγραμμένον, «ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», ἀλλά μωρίαν αὐτά καί πλάνην καί ψευδοδοξίαν λογίζεται, καί τά πλείω μέν τούτων τελέως ἀνατρέπειν πειρᾶται καί φανερόν ἀγῶνα ποιεῖται διαστρέφειν τε καί μεταδιδάσκειν ὁπόση δύναμις, ἔστι δ᾿ ἅ καί πανούργως προσίεται, συγχρωμένη τούτοις, οἷά περ φαρμακοί τοῖς γλυκέσι τῶν ἐδωδίμων.

Οὕτως οὐκ ἄλλη μόνον ἡ παρά τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, ἀλλά καί ἐναντίως πρός τήν ἀληθῆ καί πνευματικήν διάκειται γνῶσιν, εἰ καί τινες αὐτοί τε παρ᾿ αὐτῆς ὡς ἔοικε παρηγμένοι καί τούς αὐτῶν ἀκροωμένους παράγειν ἐγχειροῦντες, ὡς περί μιᾶς καί τῆς αὐτῆς διαλέγονται, τέλος τῆς θεωρίας ἀποφαινόμενοι ταύτην. Ἵνα δέ καί τι τοῦ δεινοῦ βάθους τῆς τῶν ἔξω φιλοσόφων ποηρίας ἀνακαλύψω σοι, κέκλοφε μέν ὁ πονηρός καί οἱ παρ᾿ αὐτοῦ πονηρῶς σοφισθέντες ἐκεῖνοι (σελ. 84) παράγγελμά τι τῶν ἡμετέρων λυσιτελέστατον καί καθάπερ τι πονηρόν προβάλλονται δέλεαρ τῇ τῶν ρημάτων ταυτότητι, τό «σαυτῷ πρόσεχε» καί «γνῶθι σαυτόν», ἀλλ᾿ ἄν ζητήσῃς τι τό τέλος ἐκείνοις τούτου τοῦ παραγγέλματος, κακοδοξίας εὑρήσεις χάρυβδιν˙ μετεμψυχώσεις γάρ δογματίζοντες, τότ᾿ οἴονταί τινα σχεῖν ἑαυτόν γνῶναι καί τοῦ παραγγέλματος ἱκανῶς ἐφικέσθαι, ἡνίκ᾿ ἄν τινι προσυνῆπτο σώματι γνοίη καί ποῦ ποτε ἦν οἰκῶν καί τί πράττων καί τίς ἤκουε˙ μανθάνει δέ ταῦτα, πειθήνιον ἑαυτόν παρασχών τῷ τά τοιαῦθ᾿ ὑποψιθυρίσαντι δολίως πονηρῷ πνεύματι. Πρός τοῦτο τοίνυν ἐνάγοντες διά τοῦ γνῶθι σαυτόν τοῖς οὐχ ἱκανῶς ἔχουσιν ἐπαΐειν τοῦ δόλου συνῳδά τοῖς ἡμετέροις πατράσι λέγειν νομίζονται. Διό Παῦλος καί Βαρνάβας, τά τοῦ πονηροῦ νοήματα μή ἀγνοοῦντες καί τῶν ἐπ᾿ ἐκείνου μεμυημένων, τήν λέγουσαν περί αὐτῶν ὡς «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν» ἥκιστα παρεδέξαντο, καίτοι τί τούτου τοῦ ρήματος εὐσεβέστερον εἴποι τις ἄν; Ἀλλ᾿ ἤδεισαν ἐκεῖνοι τόν εἰς ἄγγελον φωτός μετασχηματιζόμενον καί τούς διακόνους αὐτοῦ δικαιοσύνης διακόνους ὑποκρινομένους˙ ὡς οὖν οὐκ ἐμπρέπουσαν τῷ ψευδηγόρῳ στόματι παραιτοῦνται τήν ἀληθινήν φωνήν.

Ταῦτ᾿ ἄρα καί ἡμεῖς θεοσεβοῦς ρήματα παρ᾿ Ἑλλήλων ἀκούοντες, οὔτ᾿ οἰόμεθα θεοσεβεῖς ἐκείνους, οὔτε ἐν διδασκάλων τάττομεν αὐτούς μοίρᾳ˙ καί γάρ ἴσμεν ἐκ τῶν (σελ. 86) ἡμετέρων μέν ὑφελπομένους αὐτά (διό καί τις ἐκείνων περί Πλάτωνος ἔφη, «τί γάρ ἐστι Πλάτων ἤ Μωσῆς ἀττικίζων»;)˙ ἴσμεν μέν οὖν, εἴ τι χρηστόν αὐτοῖς, ἐκεῖθεν ἐκ παρακρουσμάτων μετειλημμένον, ἀλλά καί συνήκαμεν ἐπισκεψάμενοι μή πρός τήν ὁμοίαν διάνοιαν ἐξειλημμένον. Κἄν τις τῶν πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον˙ ἐπί δέ τῶν νοημάτων, πολύ τό μεταξύ˙ νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται. «Καθόσον δέ ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τῆς γῆς, κατά τοσοῦτον ἀπέχει ἡ διάνοιά μου ἀπό τῶν διανοιῶν ὑμῶν», λέγει Κύριος. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί τῆς διανοίας ἔστιν οὐ κοινωνεῖεν ἐκεῖνοι Μωϋσεῖ τε καί Σολομῶντι καί τοῖς κατ᾿ αὐτούς, τί τούτοις ἐκ τούτου τό ὄφελος ἤ τίς αὐτούς παρά τοῦ Θεοῦ δεδιδάχθαι ταῦτ᾿ εἴποι νοῦν ἔχων ὑγιᾶ καί μεθ᾿ ἡμῶν τεταγμένος, εἰ μή καί τούς μετά Χριστόν κακοδόξους θεοδιδάκτους φαίη τις, ἐπεί παρά τῆς ἐκκλησίας ἀκηκοότες μή πᾶσαν παρεσάλευσαν τήν ἀλήθειαν; «Πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν εἶναι παρά τοῦ πατρός τῶν φώτων», ὁ τοῦ φωτός ἀπεφήνατο μαθητής˙ κολοβά δ᾿ εἰ μή ἐκεῖνος ζῶα δῶρα προσίεται, πῶς ἄν αὐτός παράσχοι; Καίτοι ζῶον κολοβόν οὐδέν ἧττον ζῶόν ἐστι. Θεός δέ, ὅς οὐκ ἐκ μή ὄντων δημιουργεῖ, μηδέ τῶν ἡμετέρων προϋπῆρχε ψυχῶν, μηδέ τῆς κατ᾿ ἐκείνους ἀνειδέου ὕλης, μᾶλλον δέ καί τῆς οἴκοθεν ταλαντευομένης εἰδοπεποιημένης, ἀκόσμου δ᾿ ὅμως, πῶς ἄν εἴη Θεός; Καί ἵνα κατά τό προφητικόν μικρόν προσθείς εἴπω, «θεοί οἵ τόν οὐρανόν (σελ. 88) καί τήν γῆν» ἐκ μή ὄντων «οὐκ ἐποίησαν ἀπολέσθωσαν» καί πρός τούτοις οἱ τούτους θεολογήσαντες. Περί δέ τῶν τούτους θεολόγους καί τοῖς παρ᾿ ἡμῖν θεολόγοις ὁμοφώνους ἤ καί διδασκάλους λεγόντων, οἰομένων παρ᾿ ἐκείνων τάς θεολογικάς παρειληφέναι φωνάς, τί χρή λεγειν, ἤ δεῖσθαι τοῦ φωτός τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον ἀπαλλάξαι καί αὐτούς τοῦ δεινοῦ τούτου τῆς ἀγνοίας σκότους καί φωτίσαι συνιδεῖν, ὡς καί παρά τῶν ὄφεών ἐστί τι χρήσιμον ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἀνελοῦσι καί διελοῦσι καί συσκευασαμένοις καί χρησαμένοις σύν λόγῳ κατά τῶν ἐκείνων δογμάτων; Εἰς τοῦτο τοίνυν χρήσιμα τἀκείνων ἡμῖν, ὡς κατ᾿ ἐκείνων χρῆσθαι καθαιροῦντας, οἱονεί τῇ ἑαυτοῦ ρομφαίᾳ Γολιάθ ἄλλον, ἐπανιστάμενον καί ἀνθιστάμενον καί «ὀνειδίζοντα παράταξιν Θεοῦ ζῶντος» ἐξ ἁλιέων καί ἀγραμμάτων τά θεῖα πεπαιδευμένην.

Ταῦτ᾿ ἄρα καί τήν ἔξω παιδείαν μετιέναι τούς βουλομένους τῶν μή τόν μονήρην βίον ἐπανελομένων οὐκ ἄν ἀπείρξαμεν, διά τέλους δέ ταύτῃ προσεσχηκέναι παραινοῦμεν ἥκιστα τῶν ἁπάντων οὐδέν. Προσδοκᾶν δέ τι τῶν θείων ἀκριβῶς παρ᾿ αὐτῆς εἴσεσθαι καί τελέως ἀπαγορεύομεν˙ οὐ γάρ ἐστιν ἐξ αὐτῆς διδαχθῆναί τι περί Θεοῦ ἀσφαλές. «Ἐμώρανε γάρ αὐτήν ὁ Θεός», οὐκ αὐτός τοιαύτην ποιήσας (πῶς γάρ ἄν σκοτίσαι τό φῶς;), ἀλλά μωράν οὖσαν ἀπελέγξας, οὐ πρός τήν αὐτοῦ παραβληθεῖσαν, ἄπαγε˙ εἰ γάρ τις τοῦτ᾿ εἴποι, καί τόν διά Μωσέως δεδομένον νόμον καταργηθῆναί τε καί μωρανθῆναι φήσει, τοῦ νόμου φανερωθέντος (σελ. 90) τῆς χάριτος˙ εἰ δέ μή τοῦτον (καί γάρ ἐκ θεοῦ), κατά τοῦτο πάντως ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐμωράνθη σοφία, καθότι οὐκ ἐκ Θεοῦ˙ πᾶν δ᾿ ὅ μή θεόθεν, οὐκ ὄν˙ διά τοῦτο ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων ψευδώνυμος. Ὁ μέν γάρ ταύτην εὑρηκώς νοῦς, ᾖ νοῦς, ἐκ Θεοῦ˙ ταύτην δέ τοῦ προσήκοντος τέλους τῆς θεογνωσίας ἐκπεσοῦσαν, ἔκπτωσιν σοφίας καί σοφίαν ἠλογημένην, τἀυτόν δ᾿ εἰπεῖν μεμωραμένην, δικαιότερον ἄν τις ἤ σοφίαν προσείποι. Διό καί ὁ ἀπόστολος οὐχ ὡς συγκρινομένην εἶπε μωραίνεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς τά τοῦ αἰῶνος τούτου ζητοῦσαν καί τόν προαιώνιον Θεόν μή γνοῦσαν μηδέ γνῶναι βουλομένην˙ εἰπών γάρ ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;», εὐθύς ἐπήγαγεν ὅτι «ἐμώρανε ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου», τουτέστιν ἐφανέρωσε φανείς τῆς ἀληθινῆς γνώσεως ἐκπεπτωκυῖαν καί μή οὖσαν σοφίαν, ἀλλά καλουμένην μόνον. Εἰ δ᾿ ἦν σοφία, πῶς ἄν ἐγένετο μωρία καί ταῦθ᾿ ὑπό Θεοῦ καί τῆς αὐτοῦ σοφίας ἐπί γῆς φανερωθείσης; Κατά γάρ τόν μέγαν Διονύσιον καλῷ καλόν οὐκ ἐναντιοῦται, τῷ ἥττονι τό κρεῖττον, ἐγώ δ᾿ ἄν φαίην ὡς οὐδέ ἀμβλύνεταί ποθ᾿ ὑπ᾿ ἀλλήλων τά γε νοητά, προσθείην δ᾿ ἄν ὅτι καί τῆς ἑαυτοῦ καλλονῆς ἕκαστον ἐπίδοσιν λαμβάνει τῇ τοῦ κρείττονος ἐπιφανείᾳ. Τί δ᾿ ἄν εἴποι τις, αὐτῆς τῆς καλλοποιοῦ δυνέμως ἐπιφανείσης; Οὐδέ γάρ τά «δεύτερα φῶτα», τάς ὑπερκοσμίους λέγω φύσεις, ὑπό τοῦ πρώτου φωτός ἀχρειοῦσθαι φαίη τις ἐπιλάμποντος αὐτοῖς˙ οὐδέ τό πολύ τούτων ἀποδέον, φῶς δ᾿ ὅμως ὄν, τό καθ᾿ ἡμᾶς λέγω λογικόν καί νοερόν, σκότος γέγονε, τοῦ θείου φωτός ἐπιφανέντος, καί ταῦτ᾿ εἰς τό φωτίσαι πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον, εἰς τόν κόσμον. Ὁ δ᾿ ἀντιταττόμενος τούτῳ, (σελ. 92) εἴτ᾿ ἄγγελος, εἴτ᾿ ἄνθρωπος, ὡς ἑαυτόν ἑκών στερήσας τοῦ φωτός, ἐγκαταλειφθείς σκότος ἀναπέφηνεν.

Οὕτω τοίνυν καί ἡ σοφία ἐκείνη, ἀντιταξαμένῃ τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ, μωρία γέγονεν. Εἰ δ᾿ ἦν διορατική καί ἐξαγγελτική τῆς τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς κτίσμασι σοφίας, φανέρωσις οὖσα τοῦ ἀφανοῦς, ὄργανον ἀληθείας ἀφανιστικόν ἀγνοίας, ἐκεῖνο κατά μέθεξιν ὅ κατ᾿ αἰτίαν τό ἀγγελλόμενον, πῶς ἀν ἐμωράνθη, καί ταῦθ᾿ ὑπό τοῦ τήν σοφίαν ταύτην ἐκβαλλόντος τῇ κτίσει; Πῶς δ᾿ οὐκ ἄν εἰς αὐτήν τήν ἐμφαινομένην τῷ παντί τοῦ Θεοῦ σοφίαν τό βλάβος ἀναφέρετο τοῦτο; Πῶς δ᾿ ἄν οὐχ ἑαυτῷ μάχοιτο σαφῶς ὁ τῆς εἰρήνης τῆς τε ὅλης καί τῆς καθ᾿ ἕκαστον ὑποστάτης, διά μέν τῆς ἐγκαταβληθείσης τῷ κόσμῳ σοφίας διδούς σοφίαν, διά δέ τῆς ἑαυτοῦ παρουσίας τούς τε εἰληφότας καί τήν δεδομένην ταύτην μωραίνων σοφίαν; Ἔδει δέ καί ταύτην, οὐκ εἰς τό μωράναι, ἀλλ᾿ εἰς τό πληρῶσαι παραγενέσθαι, καθάπερ εἰς τόν πάλαι νόμον, περί οὗ ὁ Παῦλος βοᾷ, «νόμον οὖν καταργοῦμεν; μή γένοιτο, ἀλλά νόμον ἱστῶμεν», ὅν καί ὁ Κύριος ἐρευνᾶν προτρέπεται, ὡς ἀντεθησαυρισμένην ἔχοντα τήν ζωήν τήν αἰώνιον, καί πάλιν «εἰ ἐπιστεύετε» φησί, «Μωσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί». Βλέπεις ὑπερβάλλουσαν ὁμολογίαν τοῦ νόμου καί τῆς χάριτος; Διά τοῦτο, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπιφανέντος, βελτίων ἑαυτοῦ γέγονεν ὁ νόμος, τρανωθέντος αὐτῷ τοῦ ἀποθέτου κάλλους, ἀλλ᾿ οὐχ ἡ καθ᾿ Ἕλληνας σοφία˙ μωρίαν δ᾿ ὑποκαθεζομένην ἔχουσα κομψείᾳ τινί καί εὐεπείᾳ καί πιθανότητι λόγων, τοῦ αἴσχους ἀνακαλυφθέντος αἰσχίων ἐγένετο καί τῆς μωρίας δικαίως ἐπώνυμος, οὐ τῆς καθ᾿ ὑπεροχήν, ὡς ὑπέρ ἔννοιαν οὖσα (τοῦτο γάρ ἐπωνυμία τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἀπόρρητος), ἀλλά τῆς κατ᾿ ἔλλειψιν ἀληθείας ἐχομένης (σελ. 94) γνώσεως, ὡς καί τοῦ προσήκοντος ἀπολειφθεῖσα τῇ κατ᾿ ἄνθρωπον σοφίᾳ τέλους, οὐκ ἀπολειφθεῖσα καί τοῦ μέν ψεύδους ὡς ἀληθείας ἀντεχομένη, τῆς δ᾿ ἀληθείας ὡς ψεύδους καταψεύδεσθαι πειρωμένη, καί ἐπανιστᾶσα τήν κτίσιν κατά τοῦ κτίσαντος, ἧσπερ καί νῦν ἔργον ἐπανιστάναι κατά τε τοῦ Πνεύματος καί τῶν πνευματικῶν ἔργων καί ἀνδρῶν τάς τοῦ Πνεύματος γραφάς.σ

Οὔκουν διορατική καί ἐξαγγελτική ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἡ τῶν ἔξω σοφῶν μεμωραμένη φιλοσοφία. Πῶς γάρ, δι᾿ ἧς οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν; Εἰ δ᾿ ἀλλαχοῦ φησιν ὁ Παῦλος ὅτι «γνόντες τόν Θεόν, οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν», οὐχ ἑαυτῷ μάχεται ὁ τῆς εἰρήνης μαθητής, τῆς δ᾿ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς παρά Χριστοῦ μόνου διδομένης ὑπερκοσμίου εἰρήνης κληρονόμος. Ἀλλ᾿ ἦλθον μέν, φησίν, εἰς ἔννοιαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐχί τήν πρέπουσαν Θεῷ˙ οὐδέ γάρ πανουργόν, οὐ παντοδύναμον, οὐ παντεπίσκοπον, οὐ μόνον ἄναρχόν τε καί ἄκτιστον ἐδόξασαν αὐτόν. Διόπερ ἀπό τῶν κατ᾿ αὐτούς ἐκείνων χρόνων ἐγκαταλειφθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τοῦτ᾿ ἔδειξεν ὁ Παῦλος, εἰς ἀδόκιμον οἱ σοφοί παρεδόθησαν νοῦν, λατρεύοντες τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα καί τῷ βορβόρῳ τῶν αἰσχρῶν καί πονηρῶν ἐγκαλινδούμενοι παθῶν˙ οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί νόμους ἔθεντο καί λόγους συνεγράψαντο (φεῦ τοῦ πάθους, φεῦ τῆς ἀπάτης) ὁμολόγους τοῖς δαίμοσι καί συνηγόρους τοῖς πάθεσιν. Ὁρᾷς ὡς ἀρχῆθεν ἔχει καί αὐτόθεν τήν μωρίαν ἡ φιλοσοφία τῶν κοσμικῶν φιλοσόφων, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό συγκρίσεως ἔλαβεν αὐτήν; Ὁ τοίνυν ἀποδοκιμάσας αὐτήν ἐξ οὐρανοῦ τότε, τῆς ἀληθείας διαπεσοῦσαν, καί νῦν ἐλθών εἰς τήν γῆν, ὡς τῇ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀντιταττομένη ἁπλότητι δικαίως ἐμώρανε˙ διόπερ εἴ τις αὖθις ταύτῃ προσέχει τόν νοῦν, (σελ. 96) ὡς παρ᾿ αὐτῆς θεογνωσίαν ὁδηγεῖσθαι μέλλων ἡ ψυχῆς σχήσειν κάθαρσιν, τοῦτ᾿ αὐτό πάσχει καί μωραίνεται σοφός ὤν. Καί τοῦ παθεῖν τοῦτο δεῖγμα σαφές, ἕν μέν καί πρῶτον, τό μή προσίεσθαι πίστει τάς παραδόσεις ἅς παρά τῶν ἁγίων πατέρων ἐν ἁπλότητι παρειλήφαμεν, εἰδότες κρείττους οὔσας καί σοφωτέρας ἤ κατ᾿ ἀνθρωπίνην ἔτασιν καί ἐπίνοιαν, καί δι᾿ ἔργων φανερουμένας, ἀλλ᾿ οὐχί διά λόγων ἀποδεικνυμένας˙ καί τοῦτ᾿ ἴσασι καί συμμαρτυρήσουσι πάντες, οἱ μή προσέμενοι μόνον, ἀλλά καί πείρᾳ καρπωσάμενοι τήν ἐκ τούτων ὠφέλειαν καί παρ᾿ ἑαυτῶν ἔργῳ γνόντες ὅτι τό «μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν». σ

Ἀλλ᾿ ἕν μέν δή τοῦτο καί πρῶτον ἱκανόν τεκμήριον τῶν μεμωραμένων σοφῶν. Δεύτερον δέ καί μεῖζον, κατά τῶν ἐν ἀφελότητι καρδίας παραδεχομένων ἐκείνας ἐπιστρατεύειν τοῦ μεμωραμένου καί κατηλογημένου λόγου τήν δύναμιν καί κατά τούς παραθεωρήσαντας ἐκείνους καί τῷ κτίστῃ τήν κτίσιν ἐπαναστήσαντας παραθεωρεῖν τά τοῦ Πνεύματος λόγια καί ταῖς μυστικαῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας, κρεῖττον ἤ λόγος ἐν τοῖς κατά πνεῦμα ζῶσιν ἐνεργουμέναις δι᾿ αὐτῶν ἐπιτίθεσθαι. Τρίτον δέ καί σαφέστερον, ἐκ θεοῦ καθάπερ καί τούς προφήτας σεσοφίσθαι λέγειν τούς ἀσόφους ἐκείνους σοφούς, καίτοι σαφῶς ὁ Πλάτων, τούς κατ᾿ αὐτούς διαφέροντας ἐπαινῶν, ἐν ἐγκωμίου μεγίστη μοίρᾳ τίθεται δεῖξαι μεμηνότας αὐτούς. «Καί ὅς ἄν», φησίν, «ἄνευ δαιμόνων ἐπιπνοίας ἐπί ποιητικούς λόγους ἀφίκηται, ἀτελής αὐτός τε καί ἡ ποίησις, καί ὑπό τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη». Καί αὐτός δέ διά Τιμαίου μέλλων περί κόσμου φύσεως φιλοσοφεῖν, εὔχεται μηδέν εἰπεῖν ὅ τι μή τοῖς θεοῖς φίλον. Ἡ δέ τοῖς δαίμοσι φίλη φιλοσοφία, πῶς ἄν εἴη Θεοῦ (σελ. 98) τε καί ἐκ Θεοῦ; Τῷ δέ Σωκράτει συνῆν δαιμόνιον, ᾧ δήπου καί μεμύηται, τάχα δέ καί τήν σοφίαν ἄριστος ὑπ᾿ αὐτοῦ μεμαρτύρηται. Θεόν δ᾿ Ὅμηρος ἄδειν δι᾿ αὐτοῦ τήν Ἀχιλλέως ἀνδροφόνον μῆνιν προτρέπεται, παρέχων ἑαυτόν ὡς ὀργάνῳ χρῆσθαι τῷ δαίμονι καί τῆς αὐτοῦ σοφίας καί εὐεπείας τήν αἰτίαν ἐπ᾿ αὐτήν ἀναφέρων. Ἡσιόδῳ δ᾿ οὐκ ἀπέχρησεν ὑφ᾿ ἑνός ἐνεργεῖσθαι δαίμονος, ἅτε τῆς θεογνωσίας ὄντι ποιητῇ, διόπερ ἐννέα κατά τἀυτό πρός ἑαυτόν ἐπισπᾶται, νῦν μέν ἐκ Πιερίας νῦν δ᾿ ἐξ Ἑλικῶνος, δικαιότατα˙ καί γάρ ὑπ᾿ αὐτῶν αὐτῷ δοθείσης, ὕας βόσκοντι κατ᾿ οὖρος, δάφνης φαγῶν ἑλικωνίτιδος, σοφίης ἐμπέπληστο παντοίης. Ἄλλῳ δ᾿ ἄλλος θεῶν «ἑῆς ἐνεκάρπισεν ἀλκῆς». Ἕτερος δ᾿ ἑαυτοῦ μάρτυς γίνεται, «πάντ᾿ ἐδάην» λέγων «μούσᾳ θεόφραδι». Ἄλλος δ᾿ ἐπί τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς, πάντα φεῦ χορεῦσαι τόν μουσῶν ἐπεύχεται χορόν, ὡς ὑπό μέν Ἑπταπόρης τάχα τῆς Πιέρου τάς ἑπτά μάθοι ζώνας καί τούς ἑπτά ἀστέρας τούς πλανήτας καί ὅσα κατ᾿ αὐτούς, ὑπό δ᾿ Οὐρανίας τῆς Διός τήν ἄλλην πᾶσαν ἀστρολογίαν, ὑπό δέ τῶν ὑπολοίπων καί κατ᾿ αὐτούς ἐφόρων τῶν κάτω τά ἐπί γῆς.

Τί δή φῄς, σοφίαν ἐροῦμεν ἔχειν Θεοῦ τούς τοιαῦτα περί σφῶν αὐτῶν λέγοντας ἀριδήλως; Οὐχ, ἕως ἄν ἡμῶν αὐτῶν ὦμεν καί τῆς ὄντως σοφίας θεραπευταί, ἥτις εἰς κακότεχνον καί δαίμοσι φίλην οὐκ εἰσέρχεται ψυχήν˙ κἄν εἰσελθοῦσα φθάσῃ, μεταβαλούσης ἐπί τό χεῖρον ἀφίπταται. «Πνεῦμα γάρ ἅγιον παιδείας ἐπαναστήσεται ἀπό λογισμῶν ἀσυνέτων», κατά Σολομῶντα τόν Θεοῦ σοφίας εὐμοιρηκότα καί (σελ. 100) καί περί αὐτῆς συγγραψάμενον. Τί δέ ἀσυνετώτερον τῶν μέγα φρονούντων ἐπί τῷ δαίμοσι τελεῖσθαι καί προσμαρτυρούντων ἐκείνοις τήν χορηγίαν τῆς σφετέρας σοφίας; Οὐ γάρ περί φιλοσοφίας ἡμεῖς ἁπλῶς λέγομεν ἅττα λέγομεν νῦν, ἀλλά περί τῆς τῶν τοιούτων φιλοσοφίας. Εἰ γάρ καί κατά Παῦλον οὐ δύναταί τις «ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων», πῶς ἄν δυνηθείη τις Θεοῦ σοφίαν ἔχειν καί ὑπό δαιμόνων ἐμπνεῖσθαι; Οὐκ ἔστι τοῦτο, οὐκ ἔστιν. Εἰ γάρ καί Παῦλος ἔστιν οὗ φησιν ὡς «ἐν σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν», οὐ τήν ἐν τοῖς ἀσόφοις ἐκείνοις ἐγγεγενημένην σοφοῖς «Θεοῦ σοφίαν» ἐκάλεσεν, ἄπαγε, τήν δ᾿ ἐγκαταβεβλημένην ὑπό τοῦ κτίστου τοῖς κτίσμασιν, ἥν ὁ γνούς ἄγγελον οὖσαν Θεοῦ, Θεόν ἐπέγνω τόν δι᾿ αὐτῆς ἀγγελλόμενον καί γνῶσιν ἔχει τῶν ὄντων ἀληθῆ καί Θεοῦ σοφίαν τρόπον ἕτερον, Θεοῦ σοφίας ἐπιγνώμων γενόμενος. «Ἐχρῆν γάρ», φησίν ὁ μέγας Διονύσιος, «διά τῆς γνώσεως τῶν ὄντων πρός τόν αἴτιον τῶν ὄντων ἀνάγεσθαι τούς γε ἀληθεῖς φιλοσόφους».

Εἰ γοῦν ὁ ἀληθής φιλόσοφος ἀνάγεται πρός τόν αἴτιον, ὁ μή ἀναγόμενος οὐκ ἀληθής, οὐδ᾿ ἔχων σοφίαν, ἀλλ᾿ οἷον σοφίας ἀληθινῆς ἀπατηλόν εἴδωλον καί στέρησιν σοφίας, ἀλλ᾿ οὐ σοφίαν. Τήν γοῦν τῆς σοφίας στέρησιν, πῶς ἄν εἴη «Θεοῦ σοφίαν» προσεπεῖν; Ἄλλως τε καί ὁ δαιμόνιος νοῦς, ᾗ νοῦς, καλόν, ᾗ δ᾿ ἑαυτῷ κακῶς χρῆται, πονηρόν˙ καίτοι μέτρα κόσμου, διεξόδους τε καί συνόδους καί διορισμούς τῶν κινουμένων κρεῖττον οἶδεν ἠ καθ᾿ ἡμᾶς, μή θεοφιλῶς δέ τῇ γνώσει χρώμενος, νοῦς ἐστιν ἄνους καί ἐσκοτισμένος. Τόν ἴσον ἄρα τρόπον καί ἡ καθ᾿ Ἕλληνας σοφία διά τῆς ἐν τοῖς (σελ. 102) κτίσμασι Θεοῦ σοφίας, καθ᾿ ἥν τήν ἑτέρου φθοράν γένεσιν ἐποίησεν ἑτέρου, πειρωμένη δεῖξαι τόν Θεόν οὐ τῶν ὅλων Κύριον, οὐδέ κτίστην τοῦ παντός, τῷ μή συνορᾶν μηδέν ἐκ μηδαμῇ μηδαμῶς γινόμενον καί οὕτω τό τοῦ ὄντως Θεοῦ ἀποσαμένη σέβας καί τοῖς θείοις οὐχ ὁσίως, κατ᾿ αὐτόν τόν μέγαν Διονύσιον ἐπί τά θεῖα χρησαμένη καί παρά τοῦτο μωρά καί ἄσοφος γεγονυῖα, πῶς ἄν εἴη Θεοῦ σοφία. Διό καί ὁ Παῦλος διττόν ἡμῖν ἐνταυθοῖ δεικνύς τό τῆς σοφίας εἶδος, «ἐν σοφίᾳ», φησί, «Θεοῦ, διά τῆς σοφίας οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν». Ὁρᾷς ὅτι τήν μέν σοφίαν εἶπε τοῦ Θεοῦ, τήν δέ ψιλήν σοφίαν καί αἰτίαν τοῦ μή γνῶναι τόν Θεόν; Αὕτη δέ ἐστιν ἡ τοῖς Ἕλλησιν ἐξευρημένη, παρά τήν τοῦ Θεοῦ ἑτέρα, τῷ διπλασιασμῷ τοῦ τῆς «σοφίας» ὀνόματος φανερωθεῖσα. Τί γάρ καί προϊών φησιν οὗτος ὁ θεόσοφος; «Ἡμεῖς δέ λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν»˙ ἄρ᾿ οὖν ἤ ἐκεῖνοι κατά τοῦτον ἤ οὗτος κατ᾿ αὐτούς; Οὐμενοῦν˙ διό καί αὐτός τοῦτ᾿ ἀπαγορεύων, «σοφίαν» φησίν, «Θεοῦ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείος, σοφίαν δέ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδέ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων» καί «ἥν οὐδείς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». Αὕτη δ᾿ ἡ σοφία ἐν ἡμῖν ἐστινἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, «ὅς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ». Ἐκείνη δ᾿ ἐν ἐκείνοις οὐκ ἦν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς ὑπ᾿ ἐκείνων ἐρευνωμένοις κτίσμασιν, ὧν τούς λόγους ἐζητηκότες διά βίου, ἦλθον μέν πως εἰς ἔννοιαν Θεοῦ, τῆς μέν φύσεως καί τῆς κτίσεως ἀφορμάς χορηγούσης οὐ μικράς, τῶν δέ δαιμόνων δαιμονίως οὐκ ἀπειργόντων˙ πῶς γάρ ἄν θεοί ἐνομίσθησαν μηδαμῶς Θεοῦ ἐννοίας τήν ἀνθρωπίνην εἰσελθούσης διάνοιαν;

Οὐκοῦν ἦλθον μέν εἰς ἔννοιαν ἐκεῖνοι Θεοῦ τήν τῶν αἰσθητῶν φύσιν ἐξητακότες, ἀλλ᾿ οὐχί τήν ἀξίαν καί τῇ (σελ. 104) μακαρίᾳ φύσει προσήκουσαν˙ «ἐσκοτίσθη γάρ ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία» ὑπό τῶν κακομηχάνως μυούντων πονηρῶν δαιμόνων˙ πῶς γάρ ἄν οὗτοι θεοί ἐνομίσθησαν, πῶς δ᾿ ἄν ἐπιστεύθησαν πολυθεΐαν διδάσκοντες, ἀξίας Θεοῦ ἐννοίας ἐπιφαινομένης τῇ διανοίᾳ; Διά τοῦτο οἱ τῆς ἀνοήτου καί μωρᾶς σοφίας ἐκείνης καί ἀπαιδεύτου παιδείας ἐπειλημμένοι καί Θεοῦ καί φύσεως κατεψεύσαντο, τήν μέν εἰς δεσποτείαν ἀναγαγόντες, τόν δέ τῆς δεσποτείας, τό γε εἰς αὐτούς ἧκον, κατενεγκόντες, δαίμοσί τε τό θεῖον ἐπιφημίσαντες ὄνομα καί τήν τῶν ὄντων γνῶσιν εὑρεῖν, ὅ προὔργου καί διά σπουδῆς ἦν αὐτοῖς, τοσούτου δεήσαντες, ὡς ἔμψυχα μέν εἰπεῖν τά ἄψυχα, πρός δέ καί κρείττονος ἤ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς μετειληχέναι ψυχῆς, λογικά δέ τά ἄλογα, τῆς γάρ ἀνθρωπίνης δεκτικά ψυχῆς, κρείττους δ᾿ ἤ καθ᾿ ἡμᾶς τούς δαίμονας καί κτίστας, ὤ τῆς ἀσεβείας ἡμῶν, συναΐδια δέ τῷ Θεῷ καί ἄκτιστά τε καί ἄναρχα, οὐ τήν ὕλην μόνον καί τήν τοῦ κόσμου παντός, ὡς αὐτοί λέγουσι, ψυχήν, καί τά τῶν νοερῶν μή ἐνημμένα πάχος σώματος, ἀλλά καί αὐτάς τάς ἡμετέρας ψυχάς. Τί οὖν; Θεοῦ σοφίαν ἔχειν τούς ταῦτα τύτῃ φιλοσοφήσαντας ἐροῦμεν; Ἤ σοφίαν ὅλως ἀνθρωπίνην γοῦν; Μή ποθ᾿ οὕτω μανείη τις τῶν καθ᾿ ἡμᾶς. «Δένδρον γάρ ἀγαθόν καρπούς πονηρούς οὐ ποιεῖ», κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον. Ἐγώ γάρ ἐπ᾿ ἐμαυτοῦ λογιζόμενος, οὐδ᾿ ἀνθρωπίνην δικαίαν εἶναι προσειρῆσθαι νομίζω τήν σοφίαν ἐκείνην, ἐπί τοσοῦτον οὖσαν ἑαυτῇ ἀνακόλουθον ὡς τά αὐτά λέγειν ἔμψυχά τε καί ἄψυχα, λογικά τε καί ἄλογα καί τά μηδέ πρός αἴσθησιν ὁπωσοῦν πεφυκότα, μηδ᾿ ὄργανον ὅλως ἐσχηκότα τοιαύτης δυνάμεως, χωρητικά λέγειν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν. Εἰ δέ ὁ Παῦλος ἀνθρωπίνην σοφίαν ἔστιν οὗ λέγει ταύτην («τό γάρ κήρυγμά μου», φησίν, «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης˙ σοφίας λόγοις», καί πάλιν «λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς (σελ. 106) ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις») ἀλλά καί σοφούς κατά σάρκα, μωρανθέντας, συζητητάς τοῦ αἰῶνος τούτου τούς κεκτημένους ταύτην ἀξιοῖ καλεῖν καί τήν σοφίαν αὐτῶν παραπλησίως τῶν προσρημάτων, σοφίαν γάρ καί ταύτην μεμωραμένην, σοφίαν καταργουμένην καί κενήν ἀπάτην, σοφίαν τοῦ αἰῶνος τούτου καί τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων.

Ἐγώ δέ καί τοῦ λέγοντος ἀκούω πατρός «οὐαί σώματι, ὅταν μή τήν ἔξωθεν προσενέγκηται τροφήν, καί οὐαί ψυχῇ, ὅταν μή τῆς ἄνωθεν ἐπιδέξηται χάριν». Εἰκότως. Τό μέν γάρ εἰς τά ἄψυχα μεταχωρῆσαν οἰχήσεται, ἡ δέ τοῦ καθήκοντος παρατραπεῖσα ταῖς δαιμονικαῖς καί ζωαῖς καί φρονήμασι συναπαχθήσεται. Εἰ δέ τις τῷ φυσικήν εἶναι τήν φιλοσοφίαν ἐκ Θεοῦ δεδόσθαι λέγει ταύτην, ἀληθῆ μέν λέγει καί ἡμῖν οὐκ ἀντιλέγει καί τούς κακῶς ταύτῃ χρησαμένους καί πρός τό παρά φύσιν τέλος καταστήσαντας οὐκ ἐξαιρεῖται τῆς αἰτίας ἴστω δέ καί τήν καταδίκην τούτων ἐπί μᾶλλον αὔξων, ὅτι τοῖς ἐκ Θεοῦ θεοφιλῶς οὐκ ἐχρήσαντο. Ἄλλως τε καί ὁ δαιμόνιος νοῦς ἐκ Θεοῦ πεποιημένος φυσικῶς ἔχει τό φρονεῖν, ἀλλά τήν αὐτοῦ ἐνέργειαν οὐκ ἐροῦμεν ἐκ Θεοῦ, εἰ καί τό δύνασθαι ἐνεργεῖν ἔχει ἐκ Θεοῦ˙ διό καί παραφροσύνη μᾶλλον ἤ φρόνησις αὕτη δικαίως ἄν προσρηθείη. Οὕτω τοίνυν καί ὁ τῶν ἔξω φιλοσόφων νοῦς δόμα θεῖον, ἔμφυτον ἔχων τήν ἔμφρονα σοφίαν, παρατραπείς δέ τοῖς ὑποβολαῖς τοῦ πονηροῦ εἰς μωράν καί πονηράν καί ἄνουν ὡς προϊσταμένην τοιοούτων δογμάτων, μετεποίησε σοφίαν. Εἰ δέ τις αὖθις φαίη μηδέ τήν τῶν δαιμόνων ἔφεσιν καί γνῶσιν εἶναι παντάπασι κακόν, ἐφίενται γάρ τοῦ εἶναι καί ζῆν καί νοεῖν πρῶτον μέν (σελ. 108) ἐκεῖνο δικαίως παρ᾿ ἡμῶν αὖθις ἀντακούσεται μή δικαίως δυσχεραίνειν δαιμονιώδη μετά τοῦ ἀδελφοθέου, ὡς ἔριδος γέμουσαν καί πᾶν σχεδόν φαῦλον δόγμα περιέχουσαν, τήν ἐν τοῖς Ἕλλησι σοφίαν ἡμῶν ἀποκαλούντων, ἅτε δή καί τοῦ οἰκείου τέλους ἔκπτωτον, τῆς θεογνωσίας δηλαδή˙ μεθέξει γάρ καί οὕτω τοῦ ἀγαθοῦ κατ᾿ ἔσχατον καί ἀμυδρόν ἀπήχημα. Ἔπειτα καί τοῦτο διανοεῖσθαι τοῦτον ἀξιοῦμεν, ὡς οὐδέν κακόν, ᾗ ἐστι, κακόν ἐστι, ἀλλ᾿ ἡ τῆς καταλλήλου τε καί προσηκούσης ἐνεργείας καί τοῦ τῆς ἐνεργείας τέλους ἀποπέπτωκε.

Τί τοίνυν ἔργον τε καί τέλος τῶν ζητούντων τήν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν; Οὐχ ἡ τῆς ἀληθείας ἐμπορία καί ἡ πρός τόν κτίσαντα δοξολογία; Παντί που δῆλον. Ἀλλ᾿ ἀμφοτέρων διαπέπτωκεν ἡ τῶν ἔξω φιλοσόφων γνῶσις. Ἀλλ᾿ ἔνεστι καί τι χρήσιμον ἡμῖν ἐν ταύτῃ; Πάνυ γε. Καί γάρ ἐν τοῖς τῶν ὀφείων σαρκῶν ἀπειλημμένοις πολύ τό δραστικόν καί θεραπευτικόν καί ἰατρῶν παῖδες ἀντιδότων ἀρίστην καί χρησιμωτάτην τήν ἐκ τούτων συνεσκευασμένην ἥγηνται˙ κἄν τοῖς πρός ἀπάτην συνεσκευασμένοις τῶν δηλητηρίων τῶν ἐδωδίμων τά ἥδιστα παραλαμβάνεται, συγκαλύψαι δυνάμενα τήν περίεργον κατασκευήν. Ἔστι τοίνυν χρήσιμον ἐν τούτοις καί πολύ γ᾿ ἴσως ὡς μέλι κωνείῳ παραμιχθέν˙ ἀλλά καί πολύ τό δέος μή διακρίνουσιν ἐκεῖθεν λάθῃ τι συναποληφθέν λείψανον θανατηγόρον. Κἄν ἐξετάσῃς, ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλείστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς, καί τούς εἰκονογνώστας τούτους, οἵ φασιν ἐκ τῆς γνώσεως τό κατ᾿ εἰκόνα τόν ἄνθρωπον λαμβάνειν καί δι᾿ αὐτῆς κατά Θεόν μορφοῦσθαι τήν ψυχήν. Κατά γάρ τό πρός τόν (σελ. 110) Κάϊν εἰρημένην «οὐκ ἄν ὀρθῶς προσενέγκοις, ὀρθῶς δέ μή διέλῃς». Τό δέ διελεῖν ὀρθῶς ἐπιεικῶς ὀλίγων, κἀκείνων μόνων, ὅσοι τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ἔχουσι γεγυμνασμένα πρός διάκρισιν καλοῦ τε καί κακοῦ. Τίς τοίνυν χρεία παρακινδυνεύειν μάτην, καί ταῦτ᾿ ἐνόν οὐχ ὅπως ἀκινδύνως, ἀλλά καί λυσιτελῶς, τήν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν κατιδεῖν; Ἄφροντις γάρ βίος διά τήν εἰς Θεόν ἐλπίδα φυσικῶς κινεῖ τήν ψυχήν πρός κατανόησιν τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ˙ ἐκπλήττεταί τε ταύτῃ προσανέχουσα καί ἐμβαθύνουσα, καί παραμένει δοξάζουσα τόν κτίστην, καί διά τοῦ θαύματος τούτου χειραγωγεῖται πρός τά μείζω˙ κατά γάρ τόν ἅγιον Ἰσαάκ θησαυροῖς ἐντυγχάνει διά γλώττης φρασθῆναι μή δυναμένοις καί οἷά τινι κλείθρῳ χρησαμένη τῇ εὐχῇ, δι᾿ αὐτῆς εἰσδύεται πρός τά μυστήρια ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε, καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», διά μόνου τοῦ Πνεύματος, καθά φησιν ὁ Παῦλος, φανερούμενα τοῖς ἀξίοις.

Ὁρᾷς ἐπιτομωτάτην καί πολυωφελῆ καί ἀκίνδυνον ὁδόν πρός αὐτούς φέρουσαν τούς ὑπερφυεῖς καί οὐρανίους θησαυρούς; Ἐπί δέ τῆς θύραθεν σοφίας, δεῖ μέν πρῶτον τόν ὄφιν ἀποκτεῖναι, καθελόντα σε τό παρ᾿ αὐτῆς προσγενόμενόν σοι φύσημα (πόσης δέ τοῦτο δυσχερείας˙ «ταπεινώσει» γάρ, φασίν, «ἔκφυλον τό τῆς φιλοσοφίας φρύαγμα)˙ καθελόντα δ᾿ ὅμως, ἔπειτα διελεῖν καί διαρρῖψαι κεφαλήν τε καί οὐράν, ὡς ἄκρα καί ἄκρατα κακά, τήν περί τῶν νοερῶν καί θείων καί ἀρχῶν δηλαδή σαφῶς πεπλανημένην δόξαν καί τήν ἐν τοῖς κτίσμασι μυθολογίαν. Τό δέ μεταξύ, τούς περί φύσεως τουτέστι λόγους, ὡς οἱ φαρμακοποιοί πυρί καί ὕδατι τάς τῶν ὄφεων σάρκας ἀποκαθαίρουσιν ἕψοντες, οὕτω δέ τῷ τῆς ψυχῆς ἐξεταστικῷ καί θεωρητικῷ τῶν βλαβερῶν (σελ. 112) διακρῖναι νοημάτων. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί ταῦθ᾿ ἅπαντα ποιήσεις καί καλῶς χρήσῃ τῷ καλῶς διακριθέντι (ὅσον δέ καί τοῦτ᾿ ἔργον καί ὅσης δεῖται διακρίσεως), ὅμως εἰ καί καλῶς χρήσῃ τῷ καλῶς ἀπειλημμένῳ μορίῳ τῆς ἔξωθεν σοφίας, κακόν μέν οὐκ ἄν εἴη τοῦτο, καί γάρ ὄργανον πέφυκε γίνεσθαι πρός τι καλόν˙ ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτως ἄν κληθείη Θεοῦ κυρίως δῶρον καί πνευματικόν, ἅτε φυσικόν καί μή ἄνωθεν καταπεμφθέν. Διό καί ὁ σοφός εἴπερ τις τά θεῖα Παῦλος σαρκικόν αὐτό καλεῖ, «βλέπετε, λέγων, τήν κλῆσιν ἡμῶν, ὡς οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα». Καίτοι τίς ἄν χρήσαιτο κάλλιον τῇ σοφίᾳ ταύτῃ τῶν ὑπό Παύλου κεκλημένων ἔξωθεν σοφῶν; Ἀλλ᾿ ὅμως κατά σάρκα τούτους, τό γε εἰς ταύτην ἧκον, ὀνομάζει σοφούς˙ εἰκότως.

Ὡς γάρ ἡ ἐπί παιδοποιΐᾳ κατά τούς νομίμους τῶν γάμων ἡδονή θεῖον Θεοῦ δῶρον, ἥκιστ᾿ ἄν κληθείη, σαρκικόν γάρ καί φύσεως, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος δῶρον, καίτοι τήν φύσιν ὁ Θεός ἐποίησεν˙ οὕτω καί ἡ παρά τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, εἰ καί καλῶς τις ταύτῃ χρῷτο, φύσεώς ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος τό δόμα, διά τῆς φύσεως παρά Θεοῦ κοινῇ πᾶσι δεδομένον καί μελέτῃ πρός ἐπίδοσιν ἀγόμενον˙ ὅ καί τοῦτο τεκμήριον ἐναργές ὡς φυσικόν ἀλλ᾿ οὐ πνευματικόν ἄρα δῶρον, τό μή σπουδῆς καί μελέτης ἄνευ μηδενί τῶν ἁπάντων παραγίνεσθαι. Θεοῦ γάρ κυρίως δῶρον, ἀλλ᾿ οὐ φυσικόν, ἡ καθ᾿ ἡμᾶς θεοσοφία, ἥ κἄν ἁλιεῦσιν ἄνωθεν ἐπιπτῇ βροντῆς υἱούς, κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον, ἀπεργάζεται, περιηχοῦντας, τῷ λόγῳ τῆς οἰκουμένης τά πέρατα, κἄν τελώναις, ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ, κἄν διώκταις θερμοῖς τόν ζῆλον, μετατίθησι καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων, ἀπό γῆς μέχρι οὐρανοῦ τρίτου φθάνοντας καί ἀκούοντας ἄρρητα˙ δι᾿ αὐτῆς τοίνυν ἔνι καί ἡμᾶς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γενέσθαι τε καί μετά θά εἶναι. (σελ. 114) Τῆς δέ φυσικῆς σοφίας καί τῷ Ἀδάμ εἴπερ τινι τῶν μετ᾿ αὐτόν περιεῖναι λέγεται, καίτοι τό κατ᾿ εἰκόνα πρώτῳ πάντων μή φυλάξαντι. Καί ἡ ταύτῃ δ᾿ αὖθις βοηθοῦσα τῶν ἔξω φιλοσοφία πρό τοῦ κατελθεῖν τόν δι᾿ ἑαυτοῦ πρός τό ἀρχαῖον κάλλος τήν ψυχήν ἐπανακαλεσάμενον εὕρηται. Πῶς οὖν οὐ πρό Χριστοῦ δι᾿ αὐτῆς ἀνεκαινίσθημεν, ἀλλ᾿ ἐδεήθημεν ἐκεῖνοί τε καί πάντες, οὐ τοῦ διδάσκοντος φιλοσοφίαν, τέχνην τῷ αἰῶνι τούτῳ συγκαταλυομένην, διό καί τοῦ αἰῶνος τούτου λέγεται, ἀλλ᾿ αὐτοῦ τοῦ τήν ἁμαρτίαν αἴροντος τοῦ κόσμου καί παρέχοντος σοφίαν ἀληθῆ τε καί διαιωνίζουσαν, εἰ καί μωρία τοῖς προσκαίροις καί ἀπολλυμένοις ἐστί σοφοῖς, οὐ δοκοῦσα μόνον, ἀλλά καί μωραίνουσα τῇ ἑαυτῆς ἀπουσίᾳ τούς μή ταύτῃ προσέχοντας τόν νοῦν; Ὁρᾷς σαφῶς ὡς οὐχ ἡ τῆς ἔξω παιδείας μάθησίς ἐστιν ἡ σώζουσα καί τό τῆς ψυχῆς γνωστικόν καθαίρουσα καί πρός τό θεῖον ἀρχέτυπον ἀφομοιοῦσα;

Τοιγαροῦν τοῖς περί αὐτῆς λόγοις προσῆκον ἐποίσω τέλος. Εἴ τις πρός τάς νομικάς παρατηρήσεις ὡς καταρθησόμενος ἐκ τούτων ἐπιστρέφεται, Χριστός αὐτόν οὐδέν ὠφελήσει, καίτοι παρά τοῦ Θεοῦ ποτε νενομοθέτηνται σαφῶς ἐκεῖναι, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἡ τῶν ἐξω μαθημάτων ἀνάληψις˙ ᾧ δή καί πολλῷ μᾶλλον, εἴ τις πρός τήν ἀποδεδοκιμασμένην τῶν ἔξω φιλοσοφίαν ὡς ἐξ αὐτῆς τήν ψυχήν καθαρθησόμενος αὖθις ἐπιστρέφει, Χριστός αὐτόν οὐδέν ὠφελήσει. Τό τοῦ Χριστοῦ στόμα Παῦλός ἐστιν ὁ λέγων ἐκεῖ καί ἡμῖν ἐνταυθοῖ συμμαρτυρῶν.

Ταῦτα πρός τούς τήν ἔξω σοφίαν πλέον ἤ δέον ἐξαίροντας, ἀδελφέ, εἰπέ. Καί πρός τούτοις δεῖξον αὐτοῖς διά τῶν ὑπογεγραμμένων κεφαλαίων, πῶς ματαία καί περιφρονητέα τοῖς ἁγίοις ἡμῶν πατράσιν ἐνομίσθη καί μάλιστα τοῖς ἐν πείρᾳ γεγονόσιν αὐτῆς.