Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Η κάρτα του ουρανοπολίτη»


Η πόλις των Πατρών εόρτασε την Τρίτη, 30 Δεκεμβρίου 2010 με κάθε μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και εκκλησιαστική τάξη την επέτειο της Ιεράς Μνήμης του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Αγίου Ανδρέου.
Χιλιάδες πιστών από διάφορα μέρη της Χώρας μας παρακολούθησαν τις θρησκευτικές εκδηλώσεις του διημέρου.
Στο κάλεσμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου ανταποκρίθηκαν δεκαπέντε Μητροπολίτες οι οποίοι τέλεσαν το πρωί στον Νέο περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο.
Ομίλησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος ανέγνωσε μήνυμα του ασθενούντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Παρακάτω παραθέτουμε την ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου:
(Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέου Πατρών, 30-11-2010)
Είναι τιμή και ευλογία να ομιλή κανείς σήμερα, αυτήν την ημέρα στον μεγαλοπρεπέστατο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου, στην ετήσια μνήμη του Πρωτοκλήτου Αποστόλου, ο οποίος είναι το καύχημα της πόλεως των Πατρών, αλλά και όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μάλιστα να ομιλή ενώπιον πολυπληθούς εκκλησιάσματος, που αποτελείται από άρχοντες και αρχομένους, από τον ευλαβή λαό του Κυρίου, σε αυτήν την ευχαριστιακή σύναξη, που συλλειτουργούν πλειάδα Ιεραρχών και Κληρικών.
Αυτήν την τιμή, την οποία αισθάνομαι δυνατά μέσα μου, την οφείλω, πέρα από τον Θεό και τον άγιο Ανδρέα και στον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, τον πολυαγαπητό εν Χριστώ αδελφό που μου ανέθεσε αυτήν την διακονία και ο οποίος είναι κόσμημα αυτής της Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την σύνεσή του, την αγάπη του στον Θεό και την Εκκλησία, την κενωτική διακονία του και τον ιεραποστολικό του ζήλο. Τον ευχαριστώ εκ καρδίας.
1. Οι τρεις πορείες
Σκεπτόμενος την μεγάλη μορφή του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, αναλογίζομαι τις τρεις μεγαλειώδεις πορείες που πραγματοποίησε στην ζωή του. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κάνουν πορείες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να εκφράσουν τα δίκαια αιτήματά τους. Και ο άγιος Ανδρέας έκανε τρεις μεγαλειώδεις πορείες, τις οποίες θα αναφέρω.
Η πρώτη πορεία του ήταν προς τον Τίμιο Πρόδρομο και μπορεί να τιτλοφορηθή αναζήτηση. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος ευρισκόμενος στην έρημο του Ιορδάνου, κήρυττε την μετάνοια, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Έτσι, ο άγιος Ανδρέας ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που αναζητούσαν την έλευση του Χριστού.
Είχε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Στους Ψαλμούς του Δαυίδ είναι γραμμένο: «αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ , 6). Ανήκε, λοιπόν, στην γενιά που αναζητούσαν τον Χριστό, για να τους ελευθερώση από τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες ζούσαν.
Η δεύτερη πορεία του αγίου Ανδρέου ήταν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Χριστό και μπορεί να χαρακτηρισθή ως εύρεση.  Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Τίμιος Πρόδρομος. Ήταν ένας Προφήτης, που έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, που είχε λάβει το Άγιον Πνεύμα από την κοιλία της μητέρας του, ενώ ήταν έξι μηνών βρέφος.
Αυτή η ανακάλυψη φαίνεται καθαρότερα στον λόγο που απηύθυνε ο Πρωτόκλητος Ανδρέας στον αδελφό του Σίμωνα-Πέτρο. Του είπε: «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. α , 42). Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του Πρωτοκλήτου.
Ο Αρχιμήδης όταν βρήκε έναν νόμο της φύσεως φώναξε σαν τρελός «εύρηκα, εύρηκα». Ο άγιος Ανδρέας δεν βρήκε έναν νόμο της φύσεως, αλλά τον δημιουργό της φύσεως, τον Χριστό. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια δεν είναι «τι», πράγμα, αντικείμενο, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά «τις», πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεού. Κατά τον ιδεαλισμό η αλήθεια είναι μια ιδέα –«εν αρχή ην η ιδέα». Για τον υλισμό η αλήθεια είναι η ύλη –«εν αρχή ην η ύλη». Για τον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο –«εν αρχή ην ο Λόγος» (Ιω. α , 1).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «τούτο το ρήμα ψυχής εστιν ωδινούσης την παρουσίαν του Σωτήρος και προσδοκώσης την άφιξιν άνωθεν και περιχαρούς γεγενημένης μετά το φανήναι το προσδοκώμενον». Ας προσέξουμε τα ρήματα «ωδινούσης»  και «προσδοκώσης» ψυχής. Πρόκειται για έναν πόνο εσωτερικό, για μια γέννα, αλλά και για μια νοσταλγία. Γίνεται λόγος για σπέρμα πνευματικό που εισέρχεται στην καρδιά του ανθρώπου και κυοφορεί πνεύμα σωτηρίας. Δεν ενδιέφεραν τον άγιο Ανδρέα επίγειες χαρές, αλλά ουράνιες προσδοκίες. Ωδινούσε για την έλευση της Βασιλείας των Ουρανών.
Στην πορεία αυτή του αγίου Ανδρέου εξαίρεται η σημαντική παρουσία του Τιμίου Προδρόμου. Ήταν ο Πνευματικός Πατέρας και διδάσκαλός του, αλλά δεν τον κράτησε για τον εαυτό του, δεν ήθελε να τον κάνη οπαδό του, αλλά του άνοιξε τον δρόμο για τον Χριστό. Είπε δε εκείνον τον εκπληκτικό λόγο: «αυτόν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. γ , 30). Ήθελε να εξαφανισθή μπροστά στην παρουσία του Χριστού.
Η τρίτη πορεία του αγίου Ανδρέου είναι η πορεία από τον Χριστό προς τον Σταυρό και μπορεί να χαρακτηρισθή πορεία προς την δόξα. Μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στον Χριστό, έζησε την οδύνη του Σταυρού και την χαρά της Αναστάσεως του Χριστού, έλαβε το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής και στην συνέχεια εξήλθε σε όλον τον κόσμο για να κηρύξη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού και αυτό το έκανε έως την ημέρα του μαρτυρίου του, εδώ στην Πάτρα.
Έτσι, ο άγιος Ανδρέας από την μικρή Παλαιστίνη εξήλθε σε ολόκληρο τον κόσμο, από μια μικρή επαρχία ταξίδευσε, με τα πενιχρά μέσα της εποχής εκείνης, στην Οικουμένη, από δουλοπάροικος που ήταν, αφού η Παλαιστίνη ήταν υπόδουλη στους Ρωμαίους, έγινε ελεύθερος εν Χριστώ και μαζί με τoύς άλλους Αποστόλους συνετέλεσαν στο να μεταμορφώσουν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε χριστιανική αυτοκρατορία, που ανέδειξε τέτοιον πολιτισμό. Ο ίδιος δε ίδρυσε την Εκκλησία στο Βυζάντιο και γι’ αυτό θεωρείται ως ο προστάτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Διερωτάται κανείς: Ποιά ήταν η δύναμη του αγίου Ανδρέου και των άλλων Αποστόλων για να κάνουν αυτήν την μεγαλειώδη πορεία που συνδέεται με την αναζήτηση, την εύρεση και την δόξα; Ασφαλώς η πίστη στον Χριστό, που δεν είναι μια αφηρημένη ιδεολογία, αλλά σχέση και κοινωνία μαζί Του.
Γιατί, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η πίστη είναι ενυπόστατη, «Χριστόν είναι φαμέν την ενυπόστατον πίστιν», και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η πίστη είναι «νόησις και όρασις καρδίας». Τελικά η πίστη είναι σχέση και κοινωνία με τον Χριστό.
Έτσι, ο άγιος Ανδρέας έκανε τρεις θαυμαστές πορείες. Η μία προς τον Προφήτη της μετανοίας, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η δεύτερη προς τον Χριστό, τον εναθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, και η τρίτη προς την Οικουμένη, την τότε κοινωνία, που οδήγησε προς την σταυρική θυσία και την ουράνια πολιτεία. Με αυτές τις πορείες, που είναι επαναστατικές, έγινε ουρανοπολίτης.
2. Η δική μας πορεία
Η περίπτωση του αγίου Ανδρέου υποδεικνύει σε μας να κάνουμε παρόμοιες πορείες σε δύο σημεία.
Το πρώτον είναι στο να βγούμε από την φιλαυτία μας και να οδηγηθούμε στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Αυτό ουσιαστικά έκανε ο άγιος Ανδρέας, αφού βγήκε από τον εαυτό του, αγάπησε τον Χριστό και στην συνέχεια αγάπησε όλο τον κόσμο.
Φιλαυτία είναι το κλείσιμο μέσα στον εαυτό μας, είναι η άλογη φιλία προς το σώμα μας, η κυριαρχία της ευδαιμονίας, η φυλακή στην αυτάρκειά μας. Αυτή είναι μια φρικτή φυλακή και γεμίζει τον άνθρωπο με φοβία, ανασφάλεια, υπαρξιακό κενό, ψυχική και πνευματική μοναξιά, αλλά και μια ψυχική αναπηρία και υπαρξιακή αυτοκτονία.
Είπε κάποιος ότι κόλαση είναι το να είναι κανείς κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και να τον περιβάλλουν από παντού παραμορφωτικά κάτοπτρα και να βλέπη συνεχώς τον εαυτό του. Έτσι, η κόλαση ταυτίζεται με την φιλαυτία, το να μην μπορή κανείς να δη πέρα από τον εαυτό του.
Η απελευθέρωση από την κόλαση της φιλαυτίας οδηγεί τον άνθρωπο στην φιλοθεΐα, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε ο άνθρωπος εξίσταται από τον εαυτό του και ζη για τον Χριστό, γεμίζει από αγάπη, πληρούται ο εσωτερικός κόσμος του από φως και ζωή. Το επόμενο δε βήμα είναι η φιλανθρωπία, δηλαδή η αγάπη για κάθε άνθρωπο, που είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού.
Όποιος αγαπά τον Θεό, αγαπά οπωσδήποτε και τον συνάνθρωπο, τον οποίο θεωρεί αδελφό του. Και είναι γνωστός ο πατερικός λόγος: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν σου», όπως είναι γνωστός και ο λόγος του οσίου Ισαάκ του Σύρου ότι η αγάπη είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης κτίσεως».
Το δεύτερο σημείο που εξάγεται από την ζωή του αγίου Ανδρέου είναι ότι όταν κανείς οδηγήται με την βοήθεια κάποιου Προφήτη προς τον Χριστό, ο οποίος είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων, τότε λαμβάνει ζωή που είναι υπέρβαση του θανάτου και δεν φοβάται τίποτε, δεν διακατέχεται από φοβίες, είναι ελεύθερος απ’ όλα, δεν φοβάται ούτε τον θάνατο.
Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο άγιος Ανδρέας: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι , 28).
Μέσα από αυτήν την πίστη ο άγιος Ανδρέας αψήφισε τον θάνατο και έγινε παγκόσμιος, ουράνιος άνθρωπος, ατρόμητος εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος εξέφραζε αυτήν την κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η , 38-39). Είχε μέσα του τον Χριστό και δεν τον διακατείχε κανένας φόβος.
Είναι θαυμάσιο το χωρίο της προς Διόγνητον επιστολής του β  αἰ­ῶ­νος που εκφράζει την πίστη των πρώτων Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων γράφεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πανθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη».
Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν πατρίδες, αλλά στην πραγματικότητα ζουν ωσάν να είναι πάροικοι, μετέχουν στην κοινωνική ζωή ως πολίτες, αλλά όλα τα υπομένουν ωσάν να είναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τον θεωρούν πατρίδα τους, και την πατρίδα τους την θεωρούν ως ξένη. Άλλωστε, «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ , 20).
Και αυτό συμβαίνει γιατί, πάλι κατά την προς Διόγνητον επιστολή, οι Χριστιανοί «επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους». Δηλαδή, ζουν στην γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό, υπακούουν στους νόμους της Πολιτείας, αλλά με την ζωή τους υπερβαίνουν τους νόμους.
Είναι εξόχως καταπληκτικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που λέγει ότι ο Χριστιανός δεν είναι απλώς «πολίτης» του κόσμου αυτού, αλλά είναι «οδίτης» προς το ουράνιο πολίτευμα.
Και γράφει: «μη είπης· έχω τήνδε την πόλιν και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστίν. Τα παρόντα οδός εστίν». Δηλαδή, οι Χριστιανοί θεωρούν ως πραγματική τους πόλη τον ουρανό, ήτοι την μετοχή της δόξης του Θεού και διαρκώς πορεύονται προς αυτήν την ένδοξη πόλη. Έτσι, στην πραγματικότητα είμαστε «οδίτες» προς την ουρανούπολη. Και αυτό συνδέεται με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ , 14). Είμαστε «ουρανοδρόμοι» και «ουρανοπολίτες».
Παρά ταύτα, εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, τα νεώτερα αδέλφια τέτοιων μεγάλων αγίων και οικουμενικών διδασκάλων, αν και έχουμε τέτοιους αγίους, όπως τον άγιο Ανδρέα, ζούμε πολύ φτωχά, είμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρό εχθρό, ακόμη και την σκια μας, είμαστε φυλακισμένοι στην φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στα στενά κελλιά του εαυτού μας, διακατεχόμαστε από ανασφάλεια.
Φοβόμαστε τον διπλανό μας, αφού τον κάθε άνθρωπο τον θεωρούμε απειλή της ύπαρξής μας, φοβόμαστε τον διάβολο, τον Αντίχριστο, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε στους αγίους, γιατί όποιος συνδέεται με τον Χριστό και αγαπά τους αδελφούς του δεν μπορεί να φοβάται κανέναν, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α  Ἰ­ω. δ , 18).
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος ενός λογοτέχνη που μιλά για τον σύγχρονο αγχώδη άνθρωπο και τον συγκρίνει με τον Φώτη Κόντογλου, τον γνωστό Χριστιανό καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνεόταν από την αγάπη του Θεού. Γράφει:
«Στο δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες: νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν η θα πεθάνουν. Σαν τα πρόβατα, σαν τις όρνιθες, καταχτυπούν μια στιγμή τις σκόνες και τα πεζοδρόμια κι ύστερα θα χαθούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες: τούτος δεν θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή, πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα εφήμερη ζωή και την κάνει αθανασία… τα μάτια του λάμπουν κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…” η “Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία…”. Κι η πίκρα ξορκίζεται κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον παράδεισο».
Έτσι ζουν οι άγιοι, χωρίς φοβίες, χωρίς ανασφάλειες, αλλά με την δύναμη και την πληρότητα της ζωής. Με τον τρόπον αυτό αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, αλλά με τον ίδιο τρόπο υπερβαίνουν θαρραλέα και τον φόβο του θανάτου.
Αγαπητοί μου,
Πολλοί μας ρωτούν για την κάρτα του πολίτη που ετοιμάζεται. Βεβαίως, θα αποφανθή για το θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος, όπως ήδη ασχολείται. Τα επίλεκτα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μερικά από τα οποία είναι παρόντα σήμερα στην πανηγυρική αυτή θεία Λειτουργία, έχουν βαθειά αίσθηση της ευθύνης, διαθέτουν εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξη συνείδηση και θα αποφανθούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για το θέμα αυτό. Και εμείς πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην Ιερά Σύνοδο, δεν είμαστε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ , 36).
Όμως, εκείνο που χρειάζεται επειγόντως είναι να λάβουμε «την κάρτα του ουρανοπολίτη». Οι άγιοι, όπως ο άγιος Ανδρέας, πορεύθηκαν την οδό προς την ουράνια πόλη, υπερβαίνοντας όλες τις αντίξοες συνθήκες στην ζωή τους και μάλιστα αντιμετώπισαν, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μια σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε σύμβολα ειδωλολατρικά και λάτρευε τον αυτοκράτορα ως θεό. Οι άγιοι έλαβαν την κάρτα του ουρανοπολίτη, έγιναν ουρανοπολίτες.
Και εμείς πρέπει να τους μιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεόμαστε με τον Χριστό, να χαραχθή το όνομα του Χριστού στην καρδιά μας, σύμφωνα με τον λόγο της Αποκαλύψεως «και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ  α­το εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ , 1).
Αυτό δε το όνομα του Αρνίου και του Πατρός του στο μέτωπο του πιστού Χριστιανού δηλώνει, κατά τον Αρέθα Καισαρείας, «ως τω θείω φωτί του προσώπου αυτού του θείου σφραγίζονται, δι’ ου τοις αντιτίμοις επί τούτου και ολεθρίοις δαίμοσι φοβεροί γίνονται». Τότε θα ισχύη ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κόσμω» (Α  Ἰ­ω. δ , 4).
Ζώντας αυτήν την εν Χριστώ ζωή στην Εκκλησία, δεν θα φοβόμαστε κανέναν, θα είμαστε ελεύθεροι εν Χριστώ, θα πορευόμαστε από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από το μικρό περιβάλλον στο οποίο ζούμε θα ανοιγόμαστε στην παγκοσμιότητα και θα γίνουμε ουρανοπολίτες. Δεν θα βασανιζόμαστε από την «μένουσαν πόλιν», με όλα τα πτωτικά της φαινόμενα, αλλά θα εμπνεόμαστε από την «μέλλουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ , 14) «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. ια , 10).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου